πεισθέντα : διὸ καὶ ἀπαθὴς γίνεται . Ἐλπήνορα δὲ , πάροινον ὄντα καὶ τρυφερὸν , κατακρημνίζει . Καὶ Ἀντίνοος δὲ | ||
τις καὶ Ἰωνικὴ ὄρχησις παροίνιος . καὶ τὴν ἀγγελικὴν δὲ πάροινον ἠκρίβουν ὄρχησιν . καλεῖται δέ τις καὶ ἄλλη ὄρχησις |
ἁ δέ σε γειναμένα πυρὶ δαίεται , ἠϊόνες δ ' ἅλιαι ἴακχον οἰωνὸς οἷον τέκνων ὕπερ βοῶς ' , ἇι | ||
, ἀμφὶ δ ' ἄρ ' ἄλλαι εἵαθ ' ὁμηγερέες ἅλιαι θεαί : ἣ δ ' ἐνὶ μέσσῃς κλαῖε μόρον |
λέξον . „ Ἀντὶ παλαισμοσύνης θῆκε Λύρωνι πόλις . „ Μισῶ μὲν ὅστις τἀφανῆ περισκοπῶν φησὶν ὁ Σοφοκλῆς . καὶ | ||
ἄνδρας : τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα . Ὅθεν ἐπίγραμμα , Μισῶ τὸν ἄνδρα τὸν διπλοῦν πεφυκότα , χρηστὸν λόγοισι , |
ἀσεβείας , ἀποτρέποντες καὶ τοὺς ἄλλους θύειν καὶ εὔχεσθαι ὡς εἰκαῖον ὄν : ἡμᾶς γὰρ οὔτ ' ἐπιμελεῖσθαι τῶν πραττομένων | ||
ὅλον ἐν μέρεσιντὰ δὲ πρός τι ἅμα τῇ φύσει , εἰκαῖον ἐπὶ μερῶν ζητεῖν πρῶτον καὶ δεύτερον . Πρὸς οὓς |
καὶ βδελυρόν , περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ | ||
Ἄνυτος πάνυ ἐλευθερίως καὶ ἐρωτικῶς , λεγόντων τινῶν , ὡς ἀγνώμονα εἴη πεποιηκὼς ὁ Ἀλκιβιάδης , Οὐ μὰ Δί ' |
? ? κακόν τι , καὶ τούτοιϲι κέντρα τεῖδ ' ἐνό . ἐν ? ? δὲ ? καὶ γνῶμαι ϲοφαὶ | ||
σχεδὸν τὴν αὐτὴν τῇ ἠθοποιίᾳ , ἕτεροι ἑτέρως διαφέρειν αὐτῆς ἐνό - μισαν : οἳ μὲν γὰρ προσωποποιίαν ἐκάλεσαν τὴν |
ἔνδειαν , ὡς ἐπὶ τῆς ἐλευθεριότητος ὁρᾶται ἐπὶ θάτερα μὲν μικρολογία , ἐπὶ θάτερα δὲ ἀσωτία . Γίνεται γὰρ ἐν | ||
[ ἢ ἄνοιαν ] γινόμενα . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ μικροψυχίᾳ μικρολογία : μεμψιμοιρία : δυσελπιστία : ταπεινότης . . . |
] ἐπὶ τῆς . διασύρει τῶν φιλοσόφων τὸν βίον ὡς πενιχρὸν καὶ ἐπίπονον καὶ ἐνδεῶς ἔχοντα καὶ αὐτῆς τῆς ἀναγκαίας | ||
ἐν ἀγαθοποιοῦ ὁρίοις ᾖ , τὸ μὲν γένος ἐλεύθερον , πενιχρὸν δὲ καὶ ὑποτεταγμένον καὶ δούλια ἔργα ποιεῖν σημαίνει . |
ἔρρωσο . ἐρεῖς οὖν τὸ σύνηθες ἄνθρωπος , ἀνθρώπιον , ἀνθρωπίσκος , ἀνθρώπινον , ἀνθρωπικῶς , ἀνθρωπίνως , ἀνθρωπικόν , | ||
σε παρευδοκιμῇ κίναιδός τις ἢ ὀρχηστοδιδάσκαλος ἢ Ἰωνικὰ συνείρων Ἀλεξανδρεωτικὸς ἀνθρωπίσκος . τοῖς μὲν γὰρ τὰ ἐρωτικὰ ταῦτα διακονουμένοις καὶ |
εἶ πολιτεύεσθαι νόμους παραβὰς , καὶ πένης γενόμενος ; εἶτα γνωμικῶς ἀποδεικνύεις , ὅτι ἡ πενία πολλὰ ἀναγκάζει ποιεῖν καὶ | ||
ὃν ἀγα - θὴ δόξα καὶ φήμη κατέχει . ἤτοι γνωμικῶς : ἢ ἰδίως , ὃν ἂν εὐφημήσω . ὄλβιος |
χρήματα . Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν . Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ . Διάλυε , μὴ σύγκρουε | ||
μὲν ἀδικεῖν εἶναι τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων ἴδιον , τὸ δὲ ἐξαμαρτεῖν καὶ περὶ τὰς πράξεις ἀτυχεῖν οὐ μόνου εἶναι ἑαυτοῦ |
φύσιν τ ' ἐστὶ καὶ καλόν , τὸ δ ' εὐλόγιστον οὐ καλόν ; Οὐδαμῶς . Μὴ τοίνυν μάχην ἔχει | ||
; Οὐδαμῶς . Μὴ τοίνυν μάχην ἔχει τῷ φιλοστόργῳ τὸ εὐλόγιστον ; Οὐ δοκεῖ μοι . Εἰ δὲ μή , |
κακίζοντος . Μεταλήψει . τοῦ κατηγόρου αὕτη : ὅταν γὰρ ἐπαινέσῃ ὁ φεύγων τὸ γεγενημένον , ἢ ὡς χρηστὸν , | ||
εἰπὼν καὶ ἔμπειρον τῶν ἐν Μακεδονίᾳ , οὐχ ἵνα ἐκεῖνον ἐπαινέσῃ , ἀλλ ' ἵνα τοὺς τούτου λογισμοὺς ὡς ἀληθεῖς |
Λακωνισμὸς ἡ πρὸς τοὺς Λάκωνας . , . . † ἄτυφον : ἐν Φαίδρῳ τὸ ἀβλαβές , ἐπὶ τὸ τῦφον | ||
, ἔτι δὲ ὀλιγοδεΐαν , ἀφέλειαν , εὐκολίαν , τὸ ἄτυφον , τὸ νόμιμον , τὸ εὐσταθές , καὶ ὅσα |
πονηρὸν θηρίον , ἐπ ' ὀλέθρῳ μὲν τῶν ἀδελφῶν εὔνοιαν προσποιούμενον τοῦ πατρὸς , ἔνθα δὲ μέλλοι κατὰ μόνας ταχέως | ||
καὶ τὸ πλοῖα παρασκευαζόμενον πεζῇ τι πρᾶξαι καὶ τὸ πεζῇ προσποιούμενον ἐπιβουλεύειν κατὰ θάλατταν ἐπιχειρῆσαι . Ἱππαρχικὸν δὲ καὶ τὸ |
δὲ τὴν ὁρμήν . Δρωπακίζειν ἀδόκιμον , ἀρχαῖον δὲ τὸ παρατίλλεσθαι ἢ πιττοῦσθαι . Στέμφυλα : οἱ μὲν πολλοὶ τὰ | ||
ὁρμὴν ἐρεῖς Ἀττικῶς . Δρωπακίζειν ἀδόκιμον , ἀρχαῖον δὲ τὸ παρατίλλεσθαι ἢ πιττοῦσθαι . Στέμφυλα οἱ πολλοὶ τὰ τῶν βοτρύων |
ἄγρια θηρία . τέταρτον δέ ἐστι τὸ δημιουργικόν τε καὶ καπηλικὸν γένος . καὶ οὗτοι λειτουργοί εἰσι καὶ φόρον ἀποφέρουσιν | ||
μέλλω ; Καὶ τὸ κτητικῆς ἄρα μεταβλητικόν , ἀγοραστικόν , καπηλικὸν εἴτε αὐτοπωλικόν , ἀμφοτέρως , ὅτιπερ ἂν ᾖ περὶ |
τὸ ὀψοφαγεῖν . Ἀριστοφάνης ἐν Νεφέλαις δευτέραις : οὐδ ' ὀψοφαγεῖν οὐδὲ κιχλίζειν . Κηφισόδωρος Ὑί : οὐδ ' ὀψοφάγος | ||
δὲ καὶ ὁ ὀψοφάγος , ὦ ἑταῖροι , καὶ τὸ ὀψοφαγεῖν . Ἀριστοφάνης ἐν Νεφέλαις δευτέραις : οὐδ ' ὀψοφαγεῖν |
δὲ τοῖς τόποις τούτοις νῆσος Ὀοράχθα . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀνδάνιος ποταμοῦ ἐπὶ Σαγάνου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι υʹ . Ἀπὸ | ||
ἐπιφανέστατος στρατηγός . . . . . λέγεται δὲ καὶ Ἀνδάνιος ὡς Ῥιανός . . . . . Ἀρσινόη : |
ὅτι τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει ἐγείρει καὶ εὐμαθῆ καὶ μνήμονα καὶ ἀγχίνουν ἀπεργάζεται , παρὰ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἐπιδιδόντα | ||
ἀνέρος ἀρράτοιο φόωσδ ' ἀνὰ Κέρβερον ἄξων : καὶ Πλάτων μνήμονα δὴ καὶ ἄρρατον καὶ πάντῃ φιλόπονον ζητητέον , οἷον |
πρῶτον ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς Ἑλλάδος πλευσάντων Αἰολέων τὸ τοῦ Κιλλαίου Ἀπόλλωνος ἱερόν : καὶ ἐν Χρύσῃ δὲ λέγουσι Κίλλαιον | ||
ἐγείρας : καὶ πρὸς τῶι ἠρίωι αὐτοῦ ἐδείματο ἱερόν , Κιλλαίου Ἀπόλλωνος προσαγορεύσας , διὰ τὸ αἰφνιδίως τὸν Κίλλον ἀποθανεῖν |
εὐλογεῖν , εὐλογήσασθαι , εὐλογία , κακολογία ὡς Ὑπερείδης , κακολογεῖ ὡς Δημοσθένης , καὶ ἀλογία , αἰσχρολογία ὡς Ξενοφῶν | ||
τῶν ἐν τῷ Ἴωνι ἐπιγραφομένῳ , ἐν ᾧ πρῶτον μὲν κακολογεῖ πάντας τοὺς ποιητάς , ἔπειτα καὶ τοὺς ὑπὸ τοῦ |
τῇ νάρδῳ , ποιεῖ δὲ ἐπισφαλῶς τῷ βαδίζειν χρῆσθαι , ἔκφρονα πρὸς τούτοις καθίστησιν , ἐν μιᾷ τὸν πιόντα αὐτὸ | ||
αὐτόθι ἱερόν . ταύτας τὰς θεάς , ἡνίκα τὸν Ὀρέστην ἔκφρονα ἔμελλον ποιήσειν , φασὶν αὐτῷ φανῆναι μελαίνας : ὡς |
καὶ ἐν συμβουλαῖς καὶ ἐν δικαστηρίοις καὶ ὅταν ἐγκωμιάζῃ ἢ ψέγῃ μὴ ἀπίθανα λέγειν ἀλλ ' ἐοικότα καὶ ἐνδεχόμενα : | ||
δὲ τῶν κακῶν , καὶ τὰ μὲν ἀγαθὰ ἐγκωμιάζῃ , ψέγῃ δὲ τὰ φαῦλα καὶ πονηρά : δύναταί τις αὐτῇ |
περιπατῶν σιτόκουρος . Μένανδρος δὲ τὸν ἄχρηστον καὶ μάτην τρεφόμενον σιτόκουρον εἴρηκεν ἐν Θρασυλέοντι οὕτως : . . ὀκνηρός , | ||
: ὀκνηρός , πάντα μέλλων σιτόκουρος . καὶ πάλιν : σιτόκουρον , ἄθλιον εἰς τὴν οἰκίαν εἰλήφαμεν . αὐτόσιτος δὲ |
ὁ χρησμὸς μετοχετεῦσαι : οἱ δὲ χρησαμένου παρακούσαντες ἐβλάβησαν . Μωμήσεται μᾶλλον ἢ μιμήσεται : ἐπὶ τῶν ἀπαιδεύτων . Μία | ||
δύναται . Μωρότερος Κορύβου : καὶ οὗτος ἀρχαῖος μωρός . Μωμήσεται μᾶλλον ἢ μιμήσεται : ἐπὶ τῶν ἀπαιδεύτων , καὶ |
, λογιστικός λογιστικῶς λογιστικώτατος , συλλογίζεσθαι συλλογισμός , ἐπιλογίζεσθαι , ἀναλογισμός ἀναλογίζεσθαι . πλῆθος , παμπληθές πολυπληθές , ἰσοπληθία , | ||
κατατήκεται . Μετάνοια , μεταμέλεια , μετάγνωσις , μετάμελος , ἀναλογισμός , ἔννοια , ἐπανόρθωσις , ἀνάδυσις , ἀναχώρησις . |
τὸ δ ' ἡδὺ πάντως ἡδύ , κἀκεῖ κἀνθάδε . Φιλεῖ γὰρ ἡ μακρὰ συνουσία καὶ τὰ συμπόσια τὰ πολλὰ | ||
τῇ πόλει , βιαίῳ δὴ θανάτῳ ἐπιβουλεύουσιν ἀποκτεινύναι λάθρᾳ . Φιλεῖ γοῦν , ἦ δ ' ὅς , οὕτω γίγνεσθαι |
' ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι , ὡς τὰ δοκοῦντα χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα . . . , | ||
τῶν οἰχομένων ] τῶν φθαρέντων . αἴρω ] φέρω . δοκίμως ] λαμπρῶς . στροφὴ κώλων ιʹ . πρόπασα ] |
δέ τις τὸ θειότατον τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν κιβδηλεύων τε καὶ αἰσχύνων καὶ καπηλεύων ἐν τῇ πόλει ὑμῖν περινοστήσει , προεδρίας | ||
Τηλέμαχ ' ὑψαγόρη , μένος ἄσχετε , ποῖον ἔειπες ἡμέας αἰσχύνων , ἐθέλοις δέ κε μῶμον ἀνάψαι . σοὶ δ |
καλοῦσι δὲ καὶ τὰς μισθαρνούσας ἑταίρας καὶ τὸ ἐπὶ συνουσίαις μισθαρνεῖν ἑταιρεῖν , οὐκ ἔτι πρὸς τὸ ἔτυμον ἀναφέροντες , | ||
, πράττων ἐπ ' ἀργυρίῳ , καὶ προῃρημένος ὡς ἀληθῶς μισθαρνεῖν , οὐκ εἰς ἃ καὶ συγγνώμην ἀκούσας ἄν τις |
σχισμάς , οὗτοι καὶ δίψυχοί εἰσιν καὶ κατάλαλοι , μηδέποτε εἰρηνεύοντες ἐν ἑαυτοῖς , ἀλλὰ διχοστατοῦντες πάντοτε . καὶ τούτοις | ||
οἱ κατ ' ἀλλήλων ἐν ταῖς καρδίαις ἔχοντες καὶ μὴ εἰρηνεύοντες ἐν ἑαυτοῖς , ἀλλὰ πρόσωπον εἰρήνης ἔχοντες , ὅταν |
καθ ' ὃ χαρακτηρίζεται τὸ ἡμέτερον εἶδος . δόξει δὲ ἀνοηταίνειν , εἰ εἴπῃ ὅτι εἴωθεν ἡμῖν ὁ κύων νοσήματα | ||
ἀλλὰ μόνα ταῦτα : πονηρεύεσθαι , πανουργεῖν , μισολογεῖν , ἀνοηταίνειν , ἀμαθαίνειν : τὸ δ ' ἀφραίνειν ποιητικώτερον . |
καὶ θεοπρεπὴς καὶ πολὺ τὸ κόσμιον ἐπιφαίνων τῷ προσώπῳ : Κανόνα γοῦν οἱ πολλοὶ ὀνομάζουσιν αὐτὸν εἰς τὴν ὀρθότητα τῆς | ||
? . Ἀρίστων δέ φησιν ἐν τῶι Ἐπικούρου βίωι τὸν Κανόνα γράψαι αὐτὸν ἐκ τοῦ Ναυσιφάνους Τρίποδος , οὗ καὶ |
, καὶ τὸ μέλαν τὸ Ἰνδικὸν καὶ διὰ τοῦτο τοῖϲ ἀφλεγμάντοιϲ ἕλκεϲιν ἀλύπωϲ ὁμιλεῖ : μικτῆϲ δέ πώϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ | ||
ἐμβολὴν τούτων καὶ τὴν ἰϲχυροτέραν ἐπίδεϲιν , μόνοιϲ δὲ τοῖϲ ἀφλεγμάντοιϲ τε καὶ παραμυθητικοῖϲ ἐν ἀρχῇ χρῆϲθαι κελεύει βοηθήμαϲιν : |
τοῖς ζῶσιν ἁρμόδιον . ἀνθρώπῳ δέ τοι οὐκ ἄπορον καλὸν κἀγαθὸν εἶναι . ἐπ ' ἀμφότερα τὰ ὦτα καθεύδειν ἐκαθήμεθα | ||
γὰρ τοῦτό ἐστι χαλεπὸν ἀμαθία , τὸ μὴ ὄντα καλὸν κἀγαθὸν μηδὲ φρόνιμον δοκεῖν αὑτῷ εἶναι ἱκανόν . οὔκουν ἐπιθυμεῖ |
μὲν ἄλλα πάντα ὁμοίως ἔχουσιν αἵ τε ἀπροσδιόριστοι καὶ αἱ προσδιωρισμέναι : κατὰ τοῦτο δὲ μόνον διαλλάττουσιν ὅτι ἐπὶ μὲν | ||
ἐν τῇ θεωρίᾳ ὅτι δια - φοράν τινα ἔχουσιν αἱ προσδιωρισμέναι προτάσεις πρὸς τὰς ἀπροσδιορίστους . ἐπὶ γὰρ τῶν ἀπροσδιορίστων |
νοῦν ἔχειν δέ - δοται τοῖς ἀνδράσιν , οὕτως τὸ πανουργεῖν καὶ μηχανὰς ἐξευρίσκειν ταῖς γυναιξί : ὄντως γάρ . | ||
, τὸν ἀπατεῶνα , λαβεῖν τι κακόν , ὧν ἤρξατο πανουργεῖν , ἤγουν ἕνεκα τοῦ πανούργου καὶ ἀδίκου αὐτοῦ σκοποῦ |
, ῥᾳδίως μέντ ' ἂν συμπλέξῃ ταῦτα , προχείρως δὲ συμπλέξας καὶ τὰς ἐπ ' αὐτοῖς αἰτίας τε καὶ διαγνώσεις | ||
ἀνῇς , ὑβριστὸν χρῆμα κἀκόλαστον . Φερεκράτης δὲ τῷ κόβαλον συμπλέξας τὸ ὑβριστὸν εἶπεν ὑβριστὸν ἔργον καὶ κόβαλον εἰργάσω . |
καιρὸς αἰσχρὰ καὶ διαλλάξας καλά . ὡς δὲ τὸ σύνολον εἶπαι , πάντα καιρῶι μὲν καλά ἐντι , ἐν ἀκαιρίαι | ||
ἔφθης ] προέλαβες , ἔφθασας . φράσας ] οὕτω τελείως εἶπαι , εἰπεῖν . , φράσαι . λαβὼν ] κρατήσας |
, ἀπώλεια , ζημία ζημιῶδες , ἐπιβλαβές , ἐπιζήμιον , βλαβερῶς ἐπιβλαβῶς , ἐπιζημίως , βλαβερὸς ἐπιβλαβής , ζημιώδης ἐπιζήμιος | ||
, ζημία βλαβερά ἐπιβλαβής καὶ τὰ ὅμοια ἐπιζήμιος ζημιώδης , βλαβερῶς ἐπιβλαβῶς ἐπιζημίως : τὸ γὰρ ζημιωδῶς δύσφθεγκτον , εἰσενεγκεῖν |
ἐμοί . . μέμψῃ ] Ἀττικῶς γράφεται δίφθογγον . . ναυκληρεῖν πόλιν ] περιέπειν , φροντίζειν τῆς πόλεως . . | ||
, οὐκ ἀσφαλὲς εἶναι λέγοντες ἀναθεῖναι αὑτοὺς πολιτείᾳ . καίτοι ναυκληρεῖν μὲν ἢ δανείζειν ἢ γεωργεῖν οὐδεὶς ἂν ἱκανῶς δύναιτο |
δὲ τιμαὶ ἀθάνατοι . Φίλοις ἀτυχοῦσιν ὁ αὐτὸς ἴσθι . Κέρδος αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει . | ||
βίῳ : Ἀγαθοποιὸς δ ' εἰ πάρεστι τῷ τόπῳ , Κέρδος δίδωσιν ἐκ βροτῶν πενεστάτων . Καὶ ταῦτα βίβλος Βαβυλωνίων |
παρασπάδος δὲ καὶ ῥίζης οὐδὲν φύεται τῶν μὴ παραβλαστανόντων . Ἁπάντων δὲ ὅσων πλείους αἱ γενέσεις , ἡ ἀπὸ παρασπάδος | ||
αἵματος δὲ ῥῆξιν ἐκ τῶν ἄνω τόπων μάλιστα προσδέχεσθαι . Ἁπάντων δὲ χρὴ τῶν οἰδημάτων χρονιζόντων περὶ ταῦτα τὰ χωρία |
ἁρπαγαί , ψευδομαρτυρίαι , ὑποκρίσεις , διπλοκαρδία , δόλος , ὑπερηφανία , κακία , αὐθάδεια , πλεονεξία , αἰσχρολογία , | ||
, τὸ πληγῆναι πολλάκις , εἰς δὲ τὴν τύχην αὐτὴν ὑπερηφανία , βαρύτης , μικρολογία . ἀδικώτατά μοι δοκοῦσιν ἐγκαλεῖν |
: “ ἐσχάραν ” τὴν νῦν καλουμένην ἄρουλαν . “ ῥιπίδα ” δὲ τὸν φυσητῆρα . ῥιπίδα ] τὴν νῦν | ||
σκυτίνην ἐπικουρίαν κομίσειέ μοί τις θυμαλώπων ὧδε μεστὴν ἐσχάραν ; ῥιπίδα εἴτε σκιάδειον οἶνον γὰρ πιεῖν οὐδ ' ἂν εἷς |
εἶναί φημι : Πρὸς βραχὺ δὲ πίπτουσα αὖθις ἀνίσταται . Σὸν φίλον εἰ θέλεις δοκιμάσαι , ἢ μέθυσον ἢ ὕβρισον | ||
βωμόν : ὁ δ ' ὡς ματέρι παῖς ἕπεται . Σὸν τόδε , Δάματερ , σὸν τὸ σθένος : ἵλαος |
μέντοι οὐδὲν λέγω . Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὠγαθέ , ἐννενόηκά τι σμῆνος σοφίας . Ποῖον δὴ τοῦτο | ||
τίνος σοι φῶμεν μάλιστ ' εἰρῆσθαι τοῦτον τὸν λόγον ; Ὠγαθέ , καὶ αὐτὸς ἐμαυτοῦ νυνδὴ κατεγέλασα . ἀποβλέψας γὰρ |
βουλευέτω ] φροντιζέτω . τἄξωθεν ] τὰ τῶν πολεμίων . τἄξωθεν ] τὰ πολεμικά . τἄξωθεν ] ἐπερχόμενα . ἔνδον | ||
] τὰ τῶν πολεμίων . τἄξωθεν ] τὰ πολεμικά . τἄξωθεν ] ἐπερχόμενα . ἔνδον ] ἐντὸς σύ , ὦ |
ἔχων ἐκ τῆς εὐσεβείας τὸν κίνδυνον ; τίς οἰκτείρειν ἐθελήσει πενόμενον , ἵνα πένης αὐτὸς παρ ' ἐκείνου γενήσεται ; | ||
ἔρημον φίλων , οὐδ ' αὖ πλουτοῦντας , ἐμὲ δὲ πενόμενον , οὐδ ' αὖ ὑμᾶς μὲν ὑπερευδοκιμοῦντας , ἐμαυτὸν |
γεγενημένων τινὸς ἤκουον , ἀνδρὸς οὐδαμῶς οἵου τε ψεύδεσθαι . ἀξιοπιστότερον δὲ τὸ εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀκούοντας ἀναφέρειν ἔχειν , | ||
' ἑαυτὸν βουλεύειν , ἀλλ ' ἀναπαύεσθαι χωρὶς ξιφιδίου , ἀξιοπιστότερον ἔτι εἶπεν : “ οὐ γὰρ ἔστι μοι θέλοντι |
' πιμελητὰ ἀντὶ τοῦ ὦ ἐργοδότα , ὃν δὴ ἐργοδότην φιλάργυρόν φησι . καταπρίων τὸ κύμινον : τοῦτο παρ ' | ||
' πιμελητὰ ἀντὶ τοῦ ὦ ἐργοδότα , ὃν δὴ ἐργοδότην φιλάργυρόν φησι . καταπρίων τὸ κύμινον : τοῦτο παρ ' |
μᾶλλον ἔργου τεχνικοῦ κατεσκευασμένος . πεποίηται γὰρ αὐτῷ τοῦτο τὸ ἀποίητον καὶ δέδεται τὸ λελυμένον καὶ ἐν αὐτῷ τῷ μὴ | ||
παντὸς ἔργου μᾶλλον τεχνικοῦ κατεσκευασμένος : πεποίηται γὰρ αὐτοῦ τὸ ἀποίητον καὶ δέδεται τὸ λελυμένον , καὶ ἐν αὐτῷ τῷ |
] διὰ τοῦτο ? ? [ εἶπε ] ? [ Κινδυνεύεις - ] [ λόγον οὐ ] φαῦλον ? ? | ||
οὖσι μεῖξις μία λύπης τε καὶ ἡδονῆς συμπίπτει γενομένη . Κινδυνεύεις ὀρθότατα λέγειν . Ἔτι τοίνυν ἡμῖν τῶν μείξεων λύπης |
ὁ Θέρσανδρος μικρὸν ἀναχωρήσας λέγει πρὸς τὸν Σωσθένην : “ Ἤκουσας ἀπίστων ῥημάτων , γεμόντων ἔρωτος ; ὅσα εἶπεν : | ||
. Οὐ καταβαλεῖς τὰ κῴδι ' , ὦ θυηπόλε ; Ἤκουσας ; Ὁ κόραξ οἷος ἦλθ ' ἐξ Ὠρεοῦ . |
τὸν νόμον καὶ τὴν ἐκείνου φωνὴν ἐπὶ τοῦ παρόντος ὑποκρινάμενος εἰπάτω , δουλείαν ὀνομάζει τὰ γράμματα . δεχέσθω , φησὶν | ||
νῦν , οὐ λέγει τις τὰ βέλτιστα : ἀναστὰς ἄλλος εἰπάτω , μὴ τοῦτον αἰτιάσθω . ἕτερος λέγει τις βελτίω |
αὐτὴν ἐπιμεμψάμενος ὡς ἀδελφὴν μὲν ἀγαθήν , μητέρα δὲ οὐκ εὐγνώμονα , παρεσκεύασεν ὅμως Πλάγκον ὑπατεύοντα κάθοδον τῷ Λευκίῳ ψηφίσασθαι | ||
, οὐ μὰ Δί ' , ἔφη , ἀλλ ' εὐγνώμονα : ἔχων ἐξουσίαν ἅπαντα λαβεῖν τὰ ἡμίση κατέλιπεν . |
ἱερὸν στῆσαι : Θάμυριν δὲ τὸ γένος Θρᾷκα εὐφωνότερον καὶ ἐμμελέστερον πάντων τῶν τότε ᾆσαι , ὡς ταῖς Μούσαις κατὰ | ||
εὐθὺς ἐκ παίδων ἁρμονίαις τὰ ἤθη καὶ τὸ σῶμα ῥυθμοῖς ἐμμελέστερον κατασκευάζουσα . τὴν γὰρ δὴ τῶν σφόδρα νέων ἡλικίαν |
' ἐκ τοῦ ἴσου διαλλαγῇ καὶ τῇ φιλανθρωπίᾳ αὐτὸ τὸ πλεονεκτικὸν κατακρατήσῃ παρὰ τὴν ἐλπίδα τοῦ κεκρατημένου . δῆλον γὰρ | ||
ἕξουσι γὰρ τὸ τολμηρὸν καὶ ἐπίφοβον καὶ τυραννικὸν καὶ τὸ πλεονεκτικὸν καὶ τὸ ἀναιρετικὸν καὶ τὸ ἀλλοτρίων ἐπιθυμεῖν καὶ παρανόμοις |
χρῆσθαι ; μὴ τοίνυν ἀκούσαντά τε Θεόμνηστον κακῶς τὰ προσήκοντα ἐλεεῖτε , καὶ ὑβρίζοντι καὶ λέγοντι παρὰ τοὺς νόμους συγγνώμην | ||
οἱ μὲν ἀδικοῦντες ἐλεινοί , ὑμεῖς δ ' οἱ ἀδικούμενοι ἐλεεῖτε . καὶ νῦν ἴσως ποιήσουσιν ἅπερ καὶ πρότερον ἦσαν |
ἰρίνῳ ἢ ἀμαρακίνῳ , τροφαῖϲ δὲ ϲυμμέτροιϲ χρηϲτέον μηδὲν γλίϲχρον ἐχούϲαιϲ . Πῶϲ ἐπιμελητέον ἐγκαύϲεωϲ . Ἡροδότου . Ὥϲπερ ἡ | ||
δέον : διαιτᾶν δὲ τοὺϲ καυϲουμένουϲ ὑγροτάταιϲ τροφαῖϲ καὶ μηδὲν ἐχούϲαιϲ δριμύ , οἷον καυλοῖϲ θριδάκων ἀπεζεϲμένοιϲ μετ ' ὀξυκράτου |
καθέδρας . ΓΘ πνὺξ : τὸ ἐν Ἀθήναις δικαστήριον . πυκνίτης ] ἐν τῇ πνυκὶ συναγόμενος . πνὺξ ] τόπος | ||
καθεύδειν . οἱ δὲ κυάμοις φασὶν ἐχρῶντο ἀντὶ ψήφων . πυκνίτης : πνὺξ τόπος Ἀθήνησιν ἔνθα ἔστιν ὅτε ἐκκλησίαζον οἱ |
γοεδνά . ἀύτει δ ' ὀξύ . καὶ τάδ ' ἔρξω . πέπλον δ ' ἔρεικε κολπίαν ἀκμῇ χερῶν . | ||
] λαξωπ [ ⸐ ἕως ἂν εὖ κρύψῃ τ [ ἔρξω τὸ π ! [ . . . [ ] |
τὸν Ἥφαιστον εἰς θυμόν . ἔχθιστον ] ἐχθρότατον . οὐ στυγεῖς ] οὐ μισεῖς . . ἔχθιστον ] ἀπὸ τοῦ | ||
σύμβουλον δέχῃ , ἐάν τε νουθετῇ τις εὐνοίᾳ λέγων , στυγεῖς πολέμιον δυσμενῆ θ ' ἡγούμενος . Ὅμως δὲ λέξω |
παρὰ ῥῆμα ἢ θηλυκά , οἷον ὀλυμπιονίκης μισογύνης μυροπώλης οἰνοπράτης σκυτοδέψης . Σεσημείωται τὸ ἀγκυλοχείλης : ἔχει δὲ ἀπολογίαν , | ||
, πανδοκεύς , πορθμεύς , μαστροπός , ὑπηρέτης , βυρσοδέψης σκυτοδέψης , ἀλλαντοπώλης . εἰ δὲ καὶ μὴ διὰ πασῶν |
ἀνδρῶν . ” ὣς φάτο , Τηλέμαχος δὲ μέγ ' ἔπταρεν , ἀμφὶ δὲ δῶμα σμερδαλέον κονάβησε : γέλασσε δὲ | ||
, ἔφη , γέγονεν οἰώνισμα , εἰ τοσούτων περιεστηκότων εἷς ἔπταρεν ; οἱ ναῦται γελάσαντες ἀνήχθησαν . Τιμόθεος παράγγελμα ἔδωκεν |
δικῶν ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε . λέγεται δὲ παιδικὸν καὶ τὸ παιδαριῶδες , οἷον τὸ ἁρμόζον παιδί . ἡ δὲ λέξις | ||
θῆλυ ἦθος , περισκελὲς ἦθος , θηριῶδες , βοσκηματῶδες , παιδαριῶδες , βλακικόν , κίβδηλον , βωμολόχον , καπηλικόν , |
Ταύτην δ ' ἡμῖν ἀποπέμπει . Ἀλλ ' , ὦ Κρονικαῖς λήμαις ὄντως λημῶντες τὰς φρένας ἄμφω , ὁ Ζεὺς | ||
πτερυγίζεις ] κοῦφα διαλέγῃ φρονοῦντας ] νουθετοῦντας χαλεπὸν ] δύσκολον Κρονικαῖς ] ἀρχαίαις ] ἑλλανοδίκαι . ἀνεκήρυττεν ] ἐξύμνει . |
πάνυ καλῷ ; Ἐμφαίνει οὕτως . Αὕτη τοίνυν ἐστὶν ἡ Εὐδαιμονία , ἔφη . Ὅταν οὖν ὧδέ τις παραγένηται , | ||
, τὴν δ ' εὐδαιμονίαν συνωνυμεῖν τῷ τέλει λέγουσιν . Εὐδαιμονία δ ' ἐστὶ τὸ ἄριστον ἐν τῷ βίῳ , |
δάκετα τῶν ἑρπετῶν , τὸν δ ' ἰχνεύμονα τῶν κροκοδείλων παρατηροῦντα τοὺς γόνους τὰ καταλειφθέντα τῶν ὠιῶν συντρίβειν , καὶ | ||
' ἕκαστον τούτων εὖ πως ἐκλαμβάνειν πειρᾶσθαι τὸν ἀκούοντα μὴ παρατηροῦντα τὸν ἀποδιδόμενον λόγον ἑκάστου αὐτῶν εἴτ ' ἐστὶν ἀκριβὴς |
στροφὴ κώλων ιβʹ , ὧν τὸ αʹ χοριαμβικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον ἐπιμεμιγμένον διιάμβῳ : τὸ βʹ ὅμοιον : τὸ γʹ δίμετρον | ||
βούλει , δακτυλικὸν πεντάμετρον : τὸ θʹ ὅμοιον τῷ αʹ ἐπιμεμιγμένον ἐπιτρίτῳ τρίτῳ : τὸ ιʹ ὅμοιον ἐπιμεμιγμένον δισπονδείῳ : |
δ ' ἐς Κόλχους τε καὶ ἄξενον ἵκετο Φᾶσιν . Χαίρειν πολλὰ τὸν ἄνδρα Θυώνιχον . ἄλλα τοιαῦτα Αἰσχίνᾳ . | ||
ἢ σαφήνειαν ἀπαιτεῖν . καὶ ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς ἀντὶ τοῦ Χαίρειν Εὖ πράττειν καὶ Σπουδαίως ζῆν . Ἀρίστων δέ φησιν |
ἔργου Φαραὼ καὶ ἐπενέγκαντα ἐπὶ Φαραὼ τὴν δεκάπληγον διὰ τὸ παρακούειν αὐτόν . ὁρκίζω σε πᾶν πνεῦμα δαιμόνιον , λαλῆσαι | ||
οἰκίας , οὔτε σκοποῦ : ἀλλ ' οὐδὲ παρορᾶν οὐδὲ παρακούειν νομίζουσι τὸν σοφόν , οὐδὲ τὸ σύνολον παραπαίειν κατά |
τὸ εἶναι δύο τὰς ἑταίρας . Κύδος : λοιδορία , κακολογία . Καὶ Κυδάζειν τὸ λοιδορεῖν καὶ κακολογεῖν . Ἡ | ||
. . . κακηγορῆϲαι ὡς Ὑπ . . , . κακολογία ὡς Ὑπ . . , . κακοπράγμων ὡς Ὑπ |
, δι ' ὧν ἄν τις τὴν διὰ σφυγμῶν σημείωσιν ἀποδείξειε , μακρολογίας φείσομαι . μετὰ δὲ τοῦτο Αἰγίμιός τε | ||
μέγα τὸ σφάλμα : σκέλος δὲ βραχύτερον γενόμενον , χωλὸν ἀποδείξειε τὸν ἄνθρωπον : τὸ γὰρ ὑγιὲς ἐλέγχει παρατιθέμενον , |
Εἰ δέ τι κωλύει τὴν φλεβοτομίαν , τῶν ἰσχαίμων τι συμπλέκων ἐνίημι : τέφρα τε οὖν ἐκ τῶν οἰσυπηρῶν ἐρίων | ||
μελλόντων , καὶ οὐκ ὀνομάζει μόνον ἀλλά τι περαίνει , συμπλέκων τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι . διὸ λέγειν τε αὐτὸν |
, εὐθυμίᾳ ψυχῆς , ἐπιδείξεων πυκνότητι , τοῖς ἐν ἑκάστῃ πηδήμασιν , ὁρμαθοῖς νέων , ἐπιδόσει νέων , νυκτερινοῖς πόνοις | ||
[ ] ? κτύπον ? [ ] ? πέδορτον ἐξαναγκάσω πηδήμασιν ? [ ] ? κραιπνοῖσι καὶ λακτίσμασιν ὥστ ? |
τὸ πλῆθος αἰτιατέον τῶν πραγμάτων , ἐὰν δὲ ἀρχαῖος , διδακτέον , ὅτι νῦν καιρὸς αὐτοῦ , ἐὰν δὲ ἀπίθανος | ||
, πότερον τὰς οὐσίας αὐτῶν ἢ τὰς ἐνεργείας ἡμῖν προτέρας διδακτέον ; σαφέστεραι γὰρ ἐπὶ πολλῶν ἡμῖν αἱ ἐνέργειαι : |
, ἐμοὶ δὲ οἰμωκτόν ” . Ὁ αὐτὸς ἐρωτηθεὶς τί δυσκολώτατον ἐν βίῳ εἶπε : „ τὸ πᾶσιν ἀρέσαι „ | ||
τῶν δ ' ἁπάντων ἴσθ ' ὅτι πτωχὸς ἀδικηθείς ἐστι δυσκολώτατον [ . πρῶτον μέν ἐστ ' ἐλεινός , εἶτα |
φόνων καὶ παντοίων ἀνομημάτων . οἱ μὲν γὰρ διὰ τὰς προϋπαρχούσας ἔχθρας οὐδεμιᾶς ἐπηρείας ἀπείχοντο κατὰ τῶν μισουμένων , ἔχοντες | ||
μετὰ τοῦ Κνήμου ναῦς τε προσπεριήγγειλαν κατὰ πόλεις καὶ τὰς προϋπαρχούσας ἐξηρτύοντο ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν . πέμπει δὲ καὶ ὁ |
φησί , ] [ προεῖπεν , ἐπερωτηθεὶς ] [ ὑπὸ δρομέως ἤδη ] μέλλοντος [ Ὀλυμπίασιν ] ἀγωνιεῖσθαι , ὅτι | ||
. , : γρίσων ὁ χοῖρος : Ἀριστοφάνης δέ φησι δρομέως ὄνομα . . . . : γρίσων ὁ χοῖρος |
τοῦτο , εἴπερ τι ἄλλο , ἔδοξε δημοτικόν τε καὶ φιλέταιρον πρᾶξαι Ἀλέξανδρον . οἱ δὲ παραλαβόντες ἀπῆγον τὴν αὑτοῦ | ||
τοῖς τοιούτοις χρησιμώτερον γένος . εἰ δ ' ἐστὶ τὸ φιλέταιρον ἕν τι τῶν καλῶν , ἀνὴρ παράσιτος τοῦτο ποιεῖ |
ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν Αἰγυπτιακὸν τὸ τὸν | ||
αὐτὸ λέγει , εἰ γὰρ ἄνθρωπος πάντως καὶ ζῷον . Ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ ἁπλῶς . |
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε : | ||
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν |
, εὕρομεν αὐτὸ μήτε ὑδατῶδες ἐκτρέχον ἐν ταῖς μετ ' ἐγκλίσεσι καὶ ἐκρέον , μήτε μελιτωδῶς προσκολλώμενον , χρηστὸν εἶναι | ||
ἄλλα ἐπιρρήματα τῆς τοιαύτης σημασίας ἀκώλυτον ἔσχον ἐν ἁπάσαις ταῖς ἐγκλίσεσι σύνταξιν . τὴν τοιαύτην σύνταξιν ἀκριβέστερον ἐν τῷ περὶ |
, οἷον ἄφθαρτος , δράσω , † δρατός ἄρατος καὶ ἄρρατος . . . . ἀρρηφόροι καὶ ἀρρηφορία : ἑορτὴ | ||
καὶ εὔπορος , καὶ ὑψηλός , καὶ ἐκπληκτικός , καὶ ἄρρατος , καὶ ἰσχυρός , καὶ ἄκμητος : εἴτέ τις |
οὐκ ἀπατῶσιν , ἀλλ ' οὐδὲ ὀρχηστὴν ὀνομάζομεν τὸν σχηματίζεσθαι ἀδυνατοῦντα τορῶς καὶ ποικίλως , οὐδὲ κιθαριστὴν τὸν οὐκ ἐπιστάμενον | ||
, τὸν μέχρι πολλοῦ τοσῆσδε ἀρχῆς αὐτοκράτορα καὶ βασιλέα , ἀδυνατοῦντα ἐκ φαρμάκων ἀποθανεῖν δι ' εὐήθη προφυλακὴν ἑτέρων φαρμάκων |
ἕκαστον ζῷόν τε καὶ εἶδος . ταῦτα δή , ὦ Θεαίτητε , ἆρ ' ἡδέα δοκεῖ σοι εἶναι , καὶ | ||
ῥάβδοις καὶ καλάμοις ἀνασπώμενον : οὗ τί φήσομεν , ὦ Θεαίτητε , δεῖν τοὔνομα λέγεσθαι ; Δοκῶ μέν , ὅπερ |
ἐκ Χαλκίδος . Περιήρει δὲ ὕστερον καὶ Κραταιμένει καὶ ἄλλους ἐπαγαγέσθαι τῶν Ἑλλήνων ἔδοξεν οἰκήτορας . τότε δὲ τοὺς Ζαγκλαίους | ||
ἐξευρῆσθαι ἐδόκεε , πέμψας ἐς Θήβας τὰς Βοιωτίας ἔφη θέλειν ἐπαγαγέσθαι Μελάνιππον τὸν Ἀστακοῦ : οἱ δὲ Θηβαῖοι ἔδοσαν . |
τραγῳδίαν ὥρμηκε νῦν καὶ τῶν μὲν ὑποκριτῶν πολὺ κράτιστός ἐστιν ὀψοποιός , ὡς δοκεῖ τοῖς χρωμένοις , τῶν δ ' | ||
. Θεαρίων κτλ . Θεαρίων Μίθαικος Σάραμβος ὁ ἀρτοκόπος ὁ ὀψοποιός ὁ κάπηλος οὐκ αἰτίων κτλ . διαφορὰ αἰτίου καὶ |
περὶ ἑωυτῷ μή μιν ἀποκτείνας ὁ ἀδελφεὸς ἄρχῃ , πέμπει Πρηξάσπεα ἐς Πέρσας , ὃς ἦν οἱ ἀνὴρ Περσέων πιστότατος | ||
, τίνα εἶδες ἤδη πάντων ἀνθρώπων οὕτω ἐπίσκοπα τοξεύοντα ; Πρηξάσπεα δὲ ὁρῶντα ἄνδρα οὐ φρενήρεα καὶ περὶ ἑωυτῷ δειμαίνοντα |
τὸ δὲ γαμικόν , τὸ δὲ δεσποτικόν , τὸ δὲ χρηματιστικόν . Δεῖν γάρ , ὥσπερ στρατιᾷ μὲν παρασκευῆς , | ||
λόγου , καὶ ποιεῖ τὸν τρίτον βίον τὸν πολιτικὸν καὶ χρηματιστικόν : ἢ πάλιν περὶ τὴν φύσιν στρέφεται τοῦ λόγου |
ἄση . Ὀργὴ μὲν οὖν ἐστιν ἐπιθυμία τιμωρήσασθαι τὸν δοκοῦντα ἠδικηκέναι παρὰ τὸ προσῆκον : θυμὸς δὲ ὀργὴ ἐναρχομένη : | ||
' ἐγώ , κἄν μου διαφθείρας δοκῇ λόγους ὑποστὰς αὐτὸς ἠδικηκέναι : ἀλλ ' ἐξ ἐμοῦ γὰρ τἀμὰ νῦν μάθοις |
καὶ διανοητικῆς διεξόδου καὶ τῆς πρὸς τὴν σάρκα λειτουργίας . Αἰσχρόν ἐστιν , ἐν ᾧ βίῳ τὸ σῶμά σοι μὴ | ||
ἀγορεύειν καὶ σιγᾶν αἰεί : τοῦτο γὰρ οὐ δυνατόν . Αἰσχρόν τοι μεθύοντα παρ ' ἀνδράσι νήφοσιν εἶναι , αἰσχρὸν |
τόκος ἐστὶ λῦσαι . ὀξεῖαν γὰρ τὴν ἠρεθισμένην ἢ τὴν εὐεπίφορον : ὁ δὲ ὀφείλων ἐπιδιδοὺς τόκον ἄμεμπτος γίνεται : | ||
. τἄπη τῇ βακτηρίᾳ : ὡς εἰς τοῦτο τὸ μέρος εὐεπίφορον ὄντα τὸν Ἕρμιππον σκώπτει : οἱ δὲ Σιμέρμωνα τὸν |
τίς τέχνη ὑπόδημα βέλτιον ποιεῖ , μὴ εἰδότες ὑπόδημα ; Ἀδύνατον . Οὐδέ γε τίς τέχνη δακτυλίους βελτίους ποιεῖ , | ||
γνωστόν τε καὶ δοξαστὸν τὸ αὐτό ; ἢ ἀδύνατον ; Ἀδύνατον , ἔφη , ἐκ τῶν ὡμολογημένων : εἴπερ ἐπ |
. κατὰ Σαρπηδόνιον χῶμα ] κατὰ τὴν Σαρπηδονίαν ἄκραν . ἴυζε καὶ λάκαζε ] μάτην λήκει καὶ βόα . οὐχ | ||
. ἀμφυγᾶς τίν ' ἔτι πόρον τέτμω γάμου λυτῆρα ; ἴυζε δ ' ὀμφάν , οὐράνια μέλη λιτανὰ θεοῖσι καὶ |
, κἂν μὴ τοιαῦτα τὰ πράγματα ἐν αὐτοῖς , ὅτι κακοῦργον οὐδὲν ἐπιφαίνουσιν ἐπὶ τῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' εἰσὶν | ||
σὺν ὀποβαλσάμῳ ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . Ζμύραινά ἐστιν θηρίον θαλάσσιον κακοῦργον καὶ πονηρὸν καὶ ἀλέπιδον , ἔχον φολῖδας μελαίνας ἐν |
παρατρέπειν , ποικίλλειν , κακουργεῖν , φενακίζειν , πανουργεῖν , δολοῦν , τεχνάζειν , ψεύδεσθαι , καταπεπλάσθαι , καπηλεύειν , | ||
παραλογίζεσθαι , φενακίζεσθαι , σοφίζεσθαι , τεχνάζειν , γοητεύειν , δολοῦν , κλέπτειν , παρατρέπειν , σκευωρεῖσθαι . ἀλλὰ καὶ |
τάχ ' ἐν πέδῳ βαλῶ . ἑπόμενα προτέροισι τάδ ' ἐφημίσω . καί τίς σε κακοφρονῶν τίθησι δαίμων ὑπερβαρὴς ἐμπίτνων | ||
ἔκυρσας ὥστε τοξότης ἄκρος σκοποῦ : μακρὸν δὲ πῆμα συντόμως ἐφημίσω . πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος ἢ τεθνηκότος φάτις πρὸς |
Ἡρακλέους ἐγκωμίῳ . καὶ τὸν Ὀδυσσέα δὲ Ὅμηρος πολυφάγον καὶ λαίμαργον παραδίδωσιν ὅταν λέγῃ : ἀλλ ' ἐμὲ μὲν δορπῆσαι | ||
βαρείης : λαιμάργου , ἀπλήστου . βαρείης : κακῶν , λαίμαργον καὶ βάρος ἐμποιούσης ζώῳ παντὶ , ἐπίκειμαι τῶν ἀνθρώπων |