περὶ Παρθένιον ποταμὸν κλυτὰ δώματ ” ' ἔναιον . ” παρήκειν γὰρ ἀφ ' Ἡρακλείας καὶ Μα - ριανδυνῶν μέχρι
Τὸν ἄνδρ ' ἀπηύδα Τεῦκρος ἔνδοθεν στέγης μὴ ' ξω παρήκειν , πρὶν παρὼν αὐτὸς τύχῃ . Ἀλλ ' οἴχεταί
6829564 διαπλουν
ἐν τῷ Ἰονίῳ Καίσαρος τεσσαράκοντα ναῦς ἑλὼν ἐφύλασσεν αὐτοῦ τὸν διάπλουν τόν τε στρατὸν ἐγύμναζε , συντρέχων καὶ συνιππεύων καὶ
ἐκ Πελοποννήσου καὶ Ῥόδου καὶ Κρήτης , εἶτα περὶ τὸν διάπλουν , εἶτα περὶ τὸν κατοικισμὸν , καὶ πάλιν διαγωνισάμενοι
6551723 Φυλασιων
οἵπερ οὖν εἰσι κοινοί . θύω τοίνυν τῷ Πανὶ καὶ Φυλασίων τοὺς μάλιστα ἐπιτηδείους ἐς τὴν ἱερουργίαν παρακαλῶ . ἐν
τὸν τόπον Φυλήν , τὸ Νυμφαῖον δ ' ὅθεν προέρχομαι Φυλασίων . περὶ χρημάτων λαλεῖς , ἀβεβαίου πράγματος : εἰ
6544835 προερχομαι
εἶναι τὸν τόπον φυλὴν , τὸ Νυμφαῖον δ ' ὅθεν προέρχομαι φυλασίων . Φιλόχορος δ ' ἐν ζʹ Ἀτθίδος φρούριον
τὸν τόπον , Φυλήν , τὸ νυμφαῖον δ ' ὅθεν προέρχομαι Φυλασίων καὶ τῶν δυναμένων τὰς πέτρας ἐνθάδε γεωργεῖν ,
6521068 περιστυλον
γυνὴ καὶ μήτηρ βασιλέως ὑπῆρξε . μετὰ δὲ τὸν πυλῶνα περίστυλον εἶναι τοῦ προτέρου ἀξιολογώτερον , ἐν ὧι γλυφὰς ὑπάρχειν
γυνὴ καὶ μήτηρ βασιλέως ὑπῆρξε . μετὰ δὲ τὸν πυλῶνα περίστυλον εἶναι τοῦ προτέρου ἀξιολογώτερον , ἐν ᾧ γλυφὰς ὑπάρχειν
6509642 Ὑφασιν
εἰς αὐτάς , αὐτὸς δὲ ξὺν τῇ στρατιᾷ ἐπὶ τὸν Ὕφασιν ποταμὸν προὐχώρει , ὡς καὶ τοὺς ἐπέκεινα Ἰνδοὺς καταστρέψαιτο
ὁ Ἀκεσίνης , ὁ Ὑδραώτης , τί ὀκνεῖτε καὶ τὸν Ὕφασιν καὶ τὰ ἐπέκεινα τοῦ Ὑφάσιος γένη προσθεῖναι τῇ ἡμετέρᾳ
6451699 ἐκκλινον
τῶν δ ' ἀποσχιζομένων μερῶν τὸ μὲν εἰς τὴν Λιβύην ἐκκλῖνον ὑφ ' ἅμμου καταπίνεται τὸ βάθος ἐχούσης ἄπιστον ,
τῶν δ ' ἀποσχιζομένων μερῶν τὸ μὲν εἰς τὴν Λιβύην ἐκκλῖνον ὑφ ' ἅμμου καταπίνεται τὸ βάθος ἐχούσης ἄπιστον ,
6370093 Μοψιον
Βοιβηὶς καὶ Ὄσσα καὶ Ὁμόλη καὶ Πήλιον καὶ Μαγνῆτις : Μόψιον δ ' ὠνόμασται οὐκ ἀπὸ Μόψου τοῦ Μαντοῦς τῆς
ἐν [ ᾧ ] Λάρισα καὶ Γυρτώνη καὶ Φεραὶ καὶ Μόψιον καὶ Βοιβηὶς καὶ Ὄσσα καὶ Ὁμόλη καὶ Πήλιον καὶ
6344735 Ἀριμασπους
Σκυθέων ἡμεῖς οἱ ἄλλοι νενομίκαμεν , καὶ ὀνομάζομεν αὐτοὺς σκυθιστὶ Ἀριμασπούς : ἄριμα γὰρ ἓν καλέουσι Σκύθαι , σποῦ δὲ
Ἴστρου καὶ τοῦ Ἀδρίου κατοικοῦντας Ὑπερβορέους ἔλεγον καὶ Σαυρομάτας καὶ Ἀριμασπούς , τοὺς δὲ πέραν τῆς Κασπίας θαλάττης τοὺς μὲν
6334138 τετραπηχυ
ὅπερ ὀνομάζεται κατὰ παραστάτην καὶ ἐπιστάτην . Δοκεῖ δὲ τὸ τετράπηχυ κατὰ φύσιν εἶναι , ὅθεν οὐδὲ κεῖται ἐπ '
: ὥρισεν ἡ φύσις τὸ τέλειον μέγεθος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τετράπηχυ , περαιτέρω δὲ μηκέτι προϊέναι , καὶ ὥρισε πάλιν
6305750 Ἀντιρριον
ἄκρον , ὃ ἔστι τῆς Πελοποννήσου , τὸ δ ' Ἀντίρριον Λοκρίδος . Ἀπὸ Ταινάρου ἐπὶ Φυκοῦντα Λιβύης τὸ δίαρμα
∠ ʹʹ Λοκρῶν Ὀζολῶν Μολυκρία μθʹ δʹʹ λζʹ ∠ ʹʹ Ἀντίρριον ἄκρον μθʹ γʹʹ λζʹ γʹʹ ιβʹʹ Ναύπακτος μθʹ ∠
6296443 Ἀδριατικον
εἰς τὴν Ποντικὴν θάλασσαν ἐκπίπτειν [ τὸ δὲ εἰς τὸν Ἀδριατικὸν κόλπον ] . οὕτω δὲ εἶπεν ἀκολουθῶν Αἰσχύλῳ ,
πάροικος Ἀδριανός ὡς Ἀσιανός , καὶ Ἀδριάτης , οὗ τὸ Ἀδριατικὸν πέλαγος , ὡς τοῦ Πτελεάτης ὁ Πτελεατικὸς οἶνος .
6285309 Παφιους
εἶναι ταύτῃ Σίνδους , Λυκίους , Μυγδονιώτας , Κραναούς , Παφίους . τούτους δ ' ὕλην κόπτειν , ὁπόταν βασιλεὺς
ΜΑΣΤΟΣ . Ἀπολλόδωρος ὁ Κυρηναῖος , ὡς Πάμφιλός φησι , Παφίους τὸ ποτήριον οὕτως καλεῖν . ΜΑΘΑΛΙΔΑΣ Βλαῖσος ἐν Σατούρνῳ
6283348 Ἀρμενην
τὰ Ἀγχιάλου βασίλειά ἐστιν . Ἀπὸ δὲ Πρυτάνου ποταμοῦ εἰς Ἀρμένην τόπον στάδια κδʹ , μίλια γʹ , γʹ .
Ἀρμένη ἐφ ' ᾗ παροιμιάζονται ” ὅστις ἔργον οὐδὲν εἶχεν Ἀρμένην ἐτείχισεν . ” ἔστι δὲ κώμη τῶν Σινωπέων ἔχουσα
6279914 στενωτατον
εἰς εὖρος δὲ πεντακοσίων . τοῦ δ ' Ἑλλησπόντου τὸ στενώτατον ἑπταστάδιόν φησι , μῆκος δὲ τετρακοσίων . . .
ἑλόμενοι σφίσι τὸν Κάλλιππον τοῦτον ἡγεῖσθαι . καταλαβόντες δὲ ᾗ στενώτατον ἦν , τῆς ἐσόδου τῆς ἐς τὴν Ἑλλάδα εἶργον
6258694 Βορυσθενη
ἀρκτικῷ φέρεται . εἰσὶ δ ' οἱ τόποι οὗτοι περὶ Βορυσθένη καὶ τῆς Μαιώτιδος τὰ νότια : ἀπέχουσι δὲ τοῦ
Τίν ' [ ἂν ] οὖν τοιαύτην εὕροις εὐδαιμονίαν περὶ Βορυσθένη καὶ τὴν Κελτικὴν τὴν παρωκεανῖτιν ; ὅπου μηδὲ φύεται
6220003 τρησαντες
ἢ μηρὸς ἢ πῆχυς ἢ κνήμη , πεπονθὸς ὑποπίπτοι , τρήσαντες τρυπάνῃ μέχρι σήραγγος , οὕτως τοῖς ἐκκοπεῦσιν ἀναβαλοῦμεν τὰ
μέγα οὐδὲν ἤνυον , πίθον κατασκευάσαντες ἴσον τῷ ὀρύγματι , τρήσαντες αὐτοῦ τὸν πυθμένα , σιδηροῦν αὐλίσκον διέντες , πληρώσαντες
6219568 ἱσταμενον
, ὥσπερ πολλάκις καὶ διαλογιζόμενός τι καὶ ἐννοῶν τὸν ἔμπροσθεν ἱστάμενον οὐχ ὁρῶ , ὡς ἐοικέναι με τότε τῷ ὀνειρώττοντι
κέρδη μεγάλας ζημίας προξενοῦσιν . Ὕβρις ἔρωτα λύει . Ὕδωρ ἱστάμενον ὄζει . Φαγέτω με λέων καὶ μὴ ἀλώπηξ .
6178527 χειροποιητον
: καρποῦσθαι : χρυσέας κόμης : τοῦτο πάλιν πρὸς τὸν χειροποίητον στέφανον , ὃν ἔφερεν τῷ ξοάνῳ . τινὲς μέντοι
: τινὲς δὲ καὶ πόρνης μνῆμα λέγουσι τὸν τάφον . χειροποίητον δὲ τὴν λίμνην ἔνιοι ἱστοροῦσι τὴν Κολόην πρὸς τὰς
6167736 Ἀραβιον
παρουσῶν ἥν * * θέλει φιλήσει . κιθαρῳδὸν ἐξηγείρατ ' Ἀράβιον χορόν . βαρύσταθμον βαυβήσομεν ἐλᾶν γυναῖκ ' Ἀθηναίαν καλήν
χορόν . καὶ πάλιν Μένανδρος ἐν Ἀνατιθεμένῃ ἢ Μεσσηνίᾳ : Ἀράβιον ἆρ ' ἐγὼ κεκίνηκ ' ἄγγελον ; Ἀργεία φορά
6159351 κυκλοειδη
φαντασίας , ἀφομοιοῦν εἶναι δίκαιον ἐνόμιζον . διὸ τὴν τράπεζαν κυκλοειδῆ κατεσκευάσαντο καὶ τοὺς τρίποδας τοὺς τοῖς θεοῖς καθαγιζομένους κυκλοτερεῖς
ὁ κόσμος ἐκ τεσσάρων στοιχείων σύγκειται , καὶ ἐκ τοῦ κυκλοειδῆ εἶναι τὸν οὐρανὸν καὶ ἔκ τινων , οὐκ αὐτοὶ
6154357 πυρηνα
ἡμιπηχυαῖον βάθος , εἶτα μέσον τοῦ χώματος τῆς βαλάνου τὸν πυρῆνα σχηματίσας πρὸς τὴν γῆν , ὥστε τὸ ὀξὺ τοῦ
ἕλκος , πειρᾶσθαι κατουλοῦν τὸ μὲν πρὸς τοῖς χείλεσιν ἐπικυλίοντα πυρῆνα μήλης ἔχοντα τῆς Ῥοδίας ἤ τινος τοιούτου ξηροῦ ,
6145224 Ἱπποκρατη
κάτω φορὰν τὸ προσερηρεισμένον τῷ πέλματι ξύλον . μεθ ' Ἱπποκράτη δ ' ηὑρέθη τὸ μηχανικὸν γλωττοκόμιον , οὗ τὴν
κεφαλήν , ἰσόσταθμον αὐτῷ χρυσίον ἀντιδώσειν , Λεοντῖνοι δὲ αὐτὸν Ἱπποκράτη στρατηγὸν ᾑροῦντο . . . , . , .
6135427 περικλυζομενον
γονὴν , ἔδει περικλύζειν τὴν γονὴν τὸ αἷμα , καὶ περικλυζόμενον σήπειν καὶ σήπεσθαι ἐκ τῆς γονῆς . καί φαμεν
πέντε . νένευκε δ ' ἐπὶ τὴν θάλατταν ἅπαν τὸ περικλυζόμενον αὐτῆς , πλὴν οὐκ ἀθρόως ἀπὸ τοῦ Θρᾳκίου τείχους
6128672 ἐνακοσιους
τὴν ἀρχὴν τῆς Παρωρείου , τοὺς Ὅλμους , στάδιοι περὶ ἐνακοσίους καὶ εἴκοσιν ἐκ τῶν Καρούρων : ἐπὶ δὲ τὸ
φησί , Καλλισθένης δ ' ἑπτακοσίους , ἄλλοι δέ τινες ἐνακοσίους , ὧν Πολύβιός ἐστιν . . . . ,
6121468 καικιαν
κατὰ δὲ βορρᾶν Πόντον , Μαιῶτιν , Σαρμάτας : κατὰ καικίαν Κασπίαν θάλασσαν καὶ Σάκας . Ἔστι δὲ ἡ μεγάλη
. Ἰδιώτατα δ ' οὖν ὡς εἰπεῖν τὰ περὶ τὸν καικίαν [ ἀπαρκτίαν ] καὶ τὰ περὶ τὸν ζέφυρόν ἐστιν
6082901 πυλωνα
ὡς οἱ ἐννέα ἄρχοντες ταῖς φυλαῖς ἀνέθεσαν Ἑρμῆν παρὰ τὸν πυλῶνα τὸν Ἀττικόν . Ἑρμίας : ὄνομα κύριον , ὁ
οἱ ἐννέα ἄρχοντες † ταῖς φυλαῖς ἀνέθεσαν Ἑρμῆν παρὰ τὸν πυλῶνα τὸν ἀστικόν . . . . συμμορία : Δημοσθένης
6082615 βουνου
πόλις ἐν Συρίᾳ ἐπὶ βουνῷ κειμένη : ἐπὶ δὲ τοῦ βουνοῦ πηγὰς ἐξερεύγεσθαι πλείονας καὶ ποταμοὺς γίνεσθαι μεγάλους , ἀφ
καὶ ἡ ἐπιφάνεια καθεωρᾶτο τοῦ πεδίου , ὑπὲρ δὲ τοῦ βουνοῦ νέφος ὄρθιον διανεστηκὸς εἰς ὕψος ὅσον διακοσίων ποδῶν ἠρεμοῦν
6069744 Ἀσωπον
τὴν πρὸς Μιλήτῳ θάλασσαν ἐς Πελοπόννησον ἔρχεσθαι καὶ ποιεῖν τὸν Ἀσωπόν . οἶδα δὲ καὶ Δηλίων τοιοῦτο ἀκούσας ἕτερον ,
Ὠρωπίαν ἔχοντας , ἐν ἀριστερᾷ δὲ πρὸς θαλάττης ἀφορίζοντας τὸν Ἀσωπόν : ἀρετῇ δὲ πᾶσαν γῆν ὑπὸ τῆς ἐνθάδε ὑπερβάλλεσθαι
6055232 Ἡρακλεωτικον
μὲν ἐξ αὐτῶν τῶν Γαδείρων , λήγουσαν δὲ παρὰ τὸ Ἡρακλεωτικὸν στόμα . Λιβύη δὲ ἐκλήθη διὰ τὸ κατάξηρον ,
δύο ἅμματα ἀπ ' ἀλλήλων διεστῶτα . ἐντεῦθεν παρανακύπτει τὸ Ἡρακλεωτικὸν ἅμμα , παρ ' ἑκάτερα ὅπου μὲν ἀγκύλη μία
6052174 Λιγυστικον
† τὰς χεῖρας ὁπλίσει . Λιβυστικὸν * δὲ * καὶ Λιγυστικὸν τὸ αὐτό ἐστι . Λιβυστικὸν μὲν λέγεται ἀπὸ Λιβύης
ἐστι . Λιβυστικὸν μὲν λέγεται ἀπὸ Λιβύης τῆς Ἐπάφου θυγατρὸς Λιγυστικὸν δὲ ἀπὸ Λίγυος τοῦ Ἀλεβίωνος ἀδελφοῦ , ὃς Ἡρακλέα
6038728 ͵γ
καὶ ͵γ . Ἀπὸ δὲ Στηλῶν ἐπὶ τὸ Ἱερὸν ἀκρωτήριον ͵γ . Τοῦτο μὲν δὴ τὸ μῆκος . Τοῦ δὲ
υἱὸς ἐποίησε τὸν δούριον ἵππον , εἰς ὃν νʹ ἢ ͵γ ἢ κατ ' ἐμὲ κγʹ ἄνδρες εἰσελθόντες Ἕλληνες ἐκάθηντο
6030962 μιξολυδιον
ἰσημερινὸν ὥσπερ ἐν ἑκάστῃ τῶν σφαιρῶν τασσομέναις , τὸν δὲ μιξολύδιον καὶ τὸν ὑποδώριον ὡς ἄκρους ταῖς βαρυτάταις καὶ νοτιωτάταις
φρυγίου πάλιν τρεῖς διέσεις ἀφιστᾶσιν , ὡσαύτως δὲ καὶ τὸν μιξολύδιον τοῦ λυδίου . τί δ ' ἐστὶ πρὸς ὃ
6030177 Κιμμερικος
δὲ ἡ μέσον δύο γαιῶν θάλασσα , οἷος ἦν ὁ Κιμμερικὸς Βόσπορος ἡμέτερον † ἰσθμὸν ἐμοὶ δοκεῖ λέγειν , οὐ
. ἔστι δὲ καὶ ἕτερος Βόσπορος , τῆς Σκυθικῆς , Κιμμερικὸς προσαγορευόμενος διὰ τὸ Κιμμερίους ἔθνος Σκυθικὸν περὶ ἐκείνους οἰκῆσαι
6027442 σπιθαμης
πρῶτον ἐκ τῆς κεγχραμίδος ὑπεφύετο , μέρος τι διίστησι τῆς σπιθαμῆς : ἀλλ ' ὥσπερ οἱ ἑκατὸν ἅμα καθέλκουσι τὴν
πορφυροειδὲς οἱονεὶ κροκύδιον : ῥίζα δὲ δακτύλου πάχος , ὅσον σπιθαμῆς τὸ μῆκος , εὐώδης , ἐδωδίμη ἑφθή . Στέαρ
6020310 Μανην
αὐτὸν πέμπτον ἀπὸ Διὸς , λέγοντες ἐκ Διὸς καὶ Γῆς Μάνην γενέσθαι πρῶτον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ βασιλέα : τούτου
γοῦν τις ὁμωνύμους οἰκέτας ἔχων κελεύοι παιδίον κληθῆναι αὐτῷ τὸν Μάνην , εἰ τύχοι , πεύσεται ὁ παῖς ποῖον .
6014523 παρασαγγας
ᾤχετο ἀπελαύνων . Ἀπὸ δὲ τοῦ Τίγρητος ἐπορεύθησαν σταθμοὺς τέτταρας παρασάγγας εἴκοσιν ἐπὶ τὸν Φύσκον ποταμόν , τὸ εὖρος πλέθρου
Σοφοκλῆς δ ' ἐν τοῖς Ποιμέσι καὶ Εὐριπίδης ἐν Σκυρίαις παρασάγγας αὐτοὺς κεκλήκασιν : ἐχρῆν δὲ εἰπεῖν σαγγάνδας : ὁ
5994144 Συηνην
τριῶν σπειρῶν τῶν κατὰ Συήνην καὶ ἑλόντες ἔφθασαν τήν τε Συήνην καὶ τὴν Ἐλεφαντίνην καὶ Φιλὰς ἐξ ἐφόδου διὰ τὸ
κύκλος . Φησὶ τοίνυν , καὶ ἔχει οὕτως , τὴν Συήνην ὑπὸ τῷ θερινῷ τροπικῷ κεῖσθαι κύκλῳ . Ὁπόταν οὖν
5974821 Δρεπανον
ποταμῶν ἐκβολὰς ἀρχὴ τῆς ἐπὶ θάτερα τοῦ Κέρως περιαγωγῆς , Δρέπανον ἐπίκαμπτος ἄκρα . μεθ ' ἣν λόφος ὀξύς ,
καὶ τῷ Συριακῷ κατὰ περιγραφὴν τοιαύτην : μετὰ δὲ τὸ Δρέπανον ἄκρον Φρούριον ἄκρον . . . . . .
5968101 στηλεων
τὴν μὲν γὰρ Ἕλληνες ναυτίλλονται πᾶσα καὶ ἡ ἔξω Ἡρακλέων στηλέων θάλασσα ἡ Ἀτλαντὶς καλεομένη καὶ ἡ Ἐρυθρὴ μία ἐοῦσα
, εἶναι τῆς Λιβύης χῶρόν τε καὶ ἀνθρώπους ἔξω Ἡρακλέων στηλέων κατοικημένους , ἐς τοὺς ἐπεὰν ἀπίκωνται καὶ ἐξέλωνται τὰ
5949919 ὁμωνυμους
κατὰ πλειόνων καὶ οὐχὶ καθόλου : ἤμελλε γὰρ ἐᾶν τὰς ὁμωνύμους φωνὰς λέγων καθόλου . Καλῶς εἶπε κοινῶς τὸ συμβεβηκὸς
' ἀποίκους ἡγοῦνται τῶν Εὐρωπαίων Ἰβήρων , οἳ δὲ μόνον ὁμωνύμους : ἔθος γὰρ οὐδὲν ἦν ὅμοιον ἢ γλῶσσα .
5945141 Τυραν
τὰ αἰδοῖα , καὶ τὸν μὲν Γάλλον ἐλθεῖν ἐπὶ τὸν Τύραν ποταμὸν καὶ οἰκῆσαι καὶ τὸν ποταμὸν Γάλλον καλέσαι :
. Μεταξὺ δὲ τῆς Ποντικῆς θαλάττης τῆς ἀπὸ Ἴστρου ἐπὶ Τύραν καὶ ἡ τῶν Γετῶν ἐρημία πρόκειται πεδιὰς πᾶσα καὶ
5941853 ἁμμου
Ἐχινάσι νήσοις . ἐκδέχονται δὲ ταύτην τὴν παράλιον ἀέριοι θῖνες ἅμμου κατά τε τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος , μέλανες
καὶ φαγεδαίνας καὶ τὰ ἕλκη τὰ σαπρὰ μετὰ γάλακτος καὶ ἅμμου καταπλασσομένη . ἡ δὲ ῥίζα αὐτῆς ὀπτὴ ἐσθιομένη ἔφηλιν
5940087 Ἀλκωνος
δὲ Ἄλκωνα λέγουσιν Ἱπποκόωντας παῖδα εἶναι . παρὰ δὲ τοῦ Ἄλκωνος τὸ ἡρῷον Ποσειδῶνός ἐστιν ἱερόν , Δωματίτην δὲ ἐπονομάζουσιν
θεῶν ; ῥυτὸν δίκρουνον ἡλίκον τι τρεῖς χωρεῖν χοᾶς , Ἄλκωνος ἔργον . προὔπιεν δέ μοί ποτε ἐν Κυψέλοις Ἀδαῖος
5939445 Πριαπῳ
ἐπόης ' εὐθέως τὸν κάνθαρον . Ξέναρχος δ ' ἐν Πριάπῳ φησὶ τάδε : σὺ δὲ μηκέτ ' ἔγχει ,
παῖς ἀμβρόσιόν τι θάλος . τοιγὰρ τῷ κρίναντι τὰ καλλιστεῖα Πριάπῳ νεβρίδα καὶ χρυσέην τήνδ ' ἔθετο προχόην . Ἆγις
5938620 ᾠκοδομησθαι
φησὶ κεῖσθαι Ἱεροσόλυμα ἐπὶ μετεώρου τε καὶ τραχέος τόπου : ᾠκοδομῆσθαι δέ τινα μὲν μέρη τοῦ τείχους ἀπὸ λίθου ξεστοῦ
περὶ τοὺς Αἰακίδας αἱ ἀρεταὶ , ὥστε πύργον ἐξ αὐτῶν ᾠκοδομῆσθαι . ἀλληγορεῖ δὲ ὡς ἐπὶ τούτων πρότερον : διὸ
5936597 ὀνισκον
ἰχθὺν πολλῶν ὀνομασιῶν τετυχηκέναι : καλεῖσθαι γὰρ καὶ βάκχον καὶ ὀνίσκον καὶ χελλαρίην . οἱ μὲν οὖν μείζονες αὐτῶν ὀνομάζονται
, ἐπ ' ὀνίσκῳ δῆσον τὸν πόδα : καὶ τὸν ὀνίσκον * * * σοῦ στρέφοντος ἡ τάσις καὶ ἡ
5928859 ὑπονομον
φλυκτὶς φλύκταινα ἐπιμήκης , μάλιστα περὶ βουβῶνας καὶ μασχάλας . ὑπόνομον ἕλκος , ὃ καὶ βάθος ἔχει καὶ κόλπους .
δὲ μεταξὺ Λαοδικείας καὶ Ἀπαμείας λίμνη , καὶ βορβορώδη καὶ ὑπόνομον τὴν ἀποφορὰν ἔχει πελαγία οὖσα : φασὶ δὲ καὶ
5927110 τεναγωδη
, συμβαίνειν τὴν χώραν ἐπιπολὺ παραύξεσθαι καὶ τὴν θάλασσαν γίνεσθαι τεναγώδη . γνάμψαν Ἀμαζονίδων ἕκαθεν λιμενήοχον ἄκρην : εἰκότως εἶπεν
Ἐλθόντες οὖν εἴς τι μέρος τοῦ ἐν Λιβύῃ ὠκεανοῦ καὶ τεναγώδη εὑρόντες αὐτόν , ὡς οὐκ ἠδύναντο πλεῖν , Μηδείας
5925377 Καυκασον
στρατηγίᾳ προσεκτήσαντο χώραν , τῆς μὲν ὀρεινῆς ἕως πρὸς τὸν Καύκασον , τῆς δὲ πεδινῆς τὰ παρὰ τὸν ὠκεανὸν καὶ
λέγεται δὲ καὶ Τιανεύς . Τιπανίσαι , ἔθνος παρὰ τὸν Καύκασον . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Τίριζα , πόλις Παφλαγονίας .
5924320 ὀχθου
Καταλύσειν δὲ μέλλοντες ἐν τῇ κώμῃ τῇ πλησίονἀπέχει δὲ τοῦ ὄχθου τῶν σοφῶν οὔπω στάδιονἰδεῖν φασι νεανίαν δρόμῳ ἥκοντα μελάντατον
ἴθι , ἱκοῦ : ἔλθ ' ἐπ ' ἄκρον κόρυμβον ὄχθου , κροκόβαπτον ποδὸς εὔμαριν ἀείρων , βασιλείου τιήρας φάλαρον
5917047 ἑπτακοσιων
μὲν ἀπὸ τῆς Πελωριάδος ἐπὶ τὸ Λιλύβαιον ὑπάρχει σταδίων χιλίων ἑπτακοσίων , ἡ δ ' ἀπὸ Λιλυβαίου μέχρι Παχύνου τῆς
τῷ σχήματι παραπλήσιον ὑπάρχον τῶν μὲν πλευρῶν ἑκατέραν ἔχει σταδίων ἑπτακοσίων καὶ πεντήκοντα , τὴν δὲ βάσιν θαλάττῃ προσκλυζομένην σταδίων
5911522 ἀλλαξαι
τῶν ῥυπουμένων ἱματίων καὶ ἐκστρεφομένων . ἐκστρέψαι δὲ ἱμάτιον τὸ ἀλλάξαι τὸ πρὸς τὸ ἔσω μέρος ἔξω . ἄλλαξον οὖν
φρονοῦντος καὶ τὰ πρὸς ἡδονὴν ἀκούειν παρὰ πάντων ἐθισθέντος . ἀλλάξαι μέν γε τὸ φρόνημα καὶ ταπεινὸν ἐμαυτὸν ποιῆσαι βουλόμενος
5900763 Κυτωρον
δὲ ἄρκτων μέρει τοῦ Πόντου κατὰ περιγραφὴν τοιαύτην : Μετὰ Κύτωρον πόλιν παράλιον Κλίμαξ χωρίον . . . . .
ἀρίστη φύεται πύξος κατὰ τὴν Ἀμαστριανὴν καὶ μάλιστα περὶ τὸ Κύτωρον „ . ὡς Κάλλατις Καλλάτιος Καλλατιανός καὶ Φᾶσις πόλις
5894454 Ἀριμα
Ἀρίμοις ὅθι φασὶ Τυφωέος ἔμμεναι εὐνάς εἰναλίου θεάσεται πρῶτον τὰ Ἄριμα ὄρη τῆς Κιλικίας , ὅπου Πίνδαρος καὶ Ὅμηρός φασιν
ἐν πέμπτῃ ] ἐπιτομῆς Ϛʹ . ὁ πολίτης Ἀρικῖνος . Ἄριμα , ὄρη . Ὅμηρος ” εἰν Ἀρίμοις ὅθι φασὶ
5886804 Αἰγιαλον
ἔπη ταῦτα εἰς τὸν Διάκοσμον μετὰ τὸ Κρῶμναν τ ' Αἰγιαλόν τε καὶ ὑψηλοὺς Ἐρυθίνους τιθεὶς Καύκωνας δ ' αὖτ
ἣν Ὅμηρος Ὑπερησίην φησίν . ἔνιοι ἀπὸ Αἰγιαλέως τὴν χώραν Αἰγιαλόν φασι τό τε Αἴγιον καὶ ἔτι Αἴγειραν . τὸ
5886202 μισχον
τῆς σκίλλης καὶ τοῦ βολβοῦ , τὰ δ ' ἔχοντα μίσχον . καὶ τὰ μὲν μακρόν , οἷον ἡ ἄμπελος
καὶ λεπτὸς φόρτος . ἕσμα : Ἀριστοτέλης , ὅπερ Θεόφραστος μίσχον . ἔστι δὲ ὁ αὐχὴν τοῦ καρποῦ τῶν ἀκροδρύων
5885036 Κεραυνιων
Συεσβόλα δὲ τὸ αὐτὸ διάστημα τῆς Τριβόλας ἀπέχουσα , τῶν Κεραυνίων ὀρῶν πλησίον . ἀπὸ δὲ ταύτης τετταράκοντα σταδίοις διῃρημένη
Ἰόνιον κόλπον ἅμα ταῖς παρακειμέναις νήσοις ἀπὸ Σικελίας ἕως τῶν Κεραυνίων , κἀκ τοῦ ἄλλου μέρους ἕως Καρχηδόνος καὶ τῶν
5877510 διατετρημενα
ὅσα δὲ μὴ ἄγονα . σπείρεται δὲ καὶ εἰς ὄστρακα διατετρημένα , καθάπερ καὶ οἱ φοίνικες . τοῦτο μὲν οὖν
δὲ εἰς τὸ πρόσω μέρος ἐντεῦθεν ἀνατεινόμενα λεπτὰ ὄντα καὶ διατετρημένα καὶ συμφυόμενα κατὰ τὸ πέρας ἀλλήλων ἥβης καλέουσιν ὀστᾶ
5866805 Ἐλεγεια
ἄν . Συνέπεια : σύμμιξις . Τεκτονική : λεπτουργική . Ἐλεγεία : ἐλεγεῖον μέτρον ἐστὶν ἐκ δύο πενθημιμερῶν γινόμενον .
ἄν . Συνέπεια : σύμμιξις . Τεκτονική : λεπτουργική . Ἐλεγεία : ἐλεγεῖον μέτρον ἐστὶν ἐκ δύο πενθημιμερῶν γινόμενον .
5861792 περιλαμβανοντα
δὲ πρὸϲ τῷ ἀκρωμίῳ τύχοι , διὰ τῆϲ πρώτηϲ ἐπιδεϲμίδοϲ περιλαμβάνοντα τὸ ἀκρώμιον καὶ ὠμοπλάταϲ καὶ ϲτέρνον , ὥϲτε τὴν
εἶναι δεῖ καθ ' ἡμᾶς τὸν τὰ ἀειφανῆ τῶν ἄστρων περιλαμβάνοντα , ἀνταρκτικὸν δὲ τὸν τὰ ἀποκεκρυμμένα περιέχοντα . Ἐπειδὰν
5860668 ἐννενηκοντα
τεσσαράκοντα καὶ πέντε πήχεις , τὸ δ ' ὕψος πηχῶν ἐννενήκοντα , διειλημμένην στέγαις ἐννέα , ὑπότροχον δὲ πᾶσαν τροχοῖς
ἐννέα καὶ τῶν παρ ' αὐτοῦ , οἷον ἔννατος ἐννάκις ἐννενήκοντα : ταῦτα γὰρ ψιλοῦνται : πρόσκειται ἀπὸ τοῦ ε
5855771 κυκλωθεν
Ἀθηναίων καὶ τοὺς τόπους τοὺς θαλασσίους , ἄλλας δὲ νῆας κύκλωθεν περὶ τὴν τοῦ Αἴαντος νῆσον , τουτέστι τὴν Σαλαμῖνα
καὶ ἐξ αὖ τῆς προσθέσεως γίνεται ἐπίῤῥημα πέριξ ἀντὶ τοῦ κύκλωθεν . Αἰόλα : ποικίλα τῇ πονηρίᾳ . Ἀλλ '
5854859 Κιμμερικον
πίπτοντα βυθίζεται τῶν δένδρων . : ὃν θρασυσπλάγχνως : Ὅντινα Κιμμερικὸν Βόσπορον λιποῦσάν σε καρτερικῶς χρὴ ἐκπεράσαι εἰς τὸν αὐλῶνα
] ἐξόδοις . . λίμνης ] τῆς Μαιώτιδος . . Κιμμερικὸν ] ἥξεις δὲ εἰς τὸν Ἰσθμὸν τὸν Κιμμερικὸν ἐπ
5849093 ἐπιμηκες
, ἄνθος κρόκῳ ὅμοιον , σπέρμα λευκὸν καὶ πυρρόν , ἐπίμηκες , γεγωνιωμένον . Κολχικόν λήγοντος τοῦ φθινοπώρου ἀνίησιν ἄνθος
καὶ ὁ οἰκοδόμος ἀπὸ μεταφορᾶς τούτου τεῖχος , ἀντὶ τοῦ ἐπίμηκες ποιεῖ : καὶ ἐλαύνει ἵππον , ἀντὶ τοῦ ἐπ
5848551 προελθουσιν
δὲ ἐκ Μεγάρων ἰοῦσι πηγή τέ ἐστιν ἐν δεξιᾷ καὶ προελθοῦσιν ὀλίγον πέτρα : καλοῦσι δὲ τὴν μὲν Ἀκταίωνος κοίτην
πρὸς δὲ τοῖς Φρουρίοις καλουμένοις ναός ἐστιν Ἀρτέμιδος , καὶ προελθοῦσιν ὀλίγον πεποίηται μνῆμα τοῖς ἐξ Ἤλιδος μάντεσι , καλουμένοις
5847583 πεπερανθαι
γὰρ τὸ ἄπειρον ὅλον φησίν , ὁ δὲ τὸ ὅλον πεπεράνθαι μεσσόθεν ἰσοπαλές [ , ] . . . ,
ἔχειν . ἐνίοις μὲν οὖν συμβαίνοι γ ' ἂν καὶ πεπεράνθαι καὶ πρός τι συνάπτειν , τοῖς δὲ πεπεράνθαι μέν
5846982 τεχναζονται
καὶ φίλοις ἐκ τῶν αὐτῶν ἐπιτηδευμάτων τε καὶ διατριβῶν . τεχνάζονται δὲ πρὸς τοὺς θηρατὰς ὁποῖα . ὅταν ἁλιεὺς ἀνὴρ
ἢ τὸ κῆτος μὴ βουλόμενον ἀνελκύσαιεν , ἀλλὰ τοιόνδε τι τεχνάζονται : πλατεῖς σφόδρα ἀσκοὺς πνεύματος ἐμπλήσαντες τῇ τε ὁρμιᾷ
5843741 Ἰαπυγιας
τῶν νῦν Φερῶν ἀπέχουσαι στάδια ὀκτώ . εἰσὶ καὶ ἄλλαι Ἰαπυγίας καὶ Αἰτωλίας καὶ Παρθυαίων . ἔστι καὶ διὰ τοῦ
. . Ἴστρος : . . . δ πόλις τῆς Ἰαπυγίας , ὡς Ἔφορος κθ . . . . Ν
5843193 Γυθειον
παραδείγματα τοῦ κανόνος ταῦτα : Χλούνειον , ὄνομα τόπου : Γύθειον : Σέῤῥειον ἡ πόλις : Λαύρειον , ὄνομα τόπου
ἀπολαβεῖν . καὶ μετὰ ταῦτα εὐθὺς Ἀθηναῖοι περιπλεύσαντες τὴν Πελοπόννησον Γύθειον εἷλον : καὶ Τολμίδης χιλίους ἔχων Ἀθηναίους ἐπιλέκτους διῆλθε
5841687 Θρονιον
. ἡ δὲ Ἀβαντὶς καλουμένη χώρα καὶ πόλισμα ἐν αὐτῇ Θρόνιον τῆς Θεσπρωτίδος ἦσαν ἠπείρου κατὰ ὄρη τὰ Κεραύνια .
καὶ ἀποβάσεις ποιησάμενος τῆς τε παραθαλασσίου ἔστιν ἃ ἐδῄωσε καὶ Θρόνιον εἷλεν , ὁμήρους τε ἔλαβεν αὐτῶν , καὶ ἐν
5836912 Κανωβικον
δὲ ἑτέρη τῶν ὁδῶν πρὸς ἑσπέρην ἔχει : τοῦτο δὲ Κανωβικὸν στόμα κέκληται . Ἡ δὲ δὴ ἰθέα τῶν ὁδῶν
Κάνωβον ἔστι τὸ Ἡράκλειον Ἡρακλέους ἔχον ἱερόν : εἶτα τὸ Κανωβικὸν στόμα καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ Δέλτα . τὰ δ
5835898 Μαιανδρον
δράγμασι συνειλῶν ᾖδεν . Ἡρακλῆς δὲ ἀναιρήσας αὐτὸν κατὰ τὸν Μαίανδρον ποταμὸν ἔρριψεν , ὅθεν καὶ νῦν οἱ θερισταὶ κατὰ
, ἕως ἀφίκοντο πρὸς τον ] ? \ ? | Μαίανδρον ποταμόν , ος ? = [ ποιῶν τὰ νομιζόμενα
5828917 κατιον
Κερχνείας ῥέος ] Κέρχνη κρήνη Ἄργους . τὸ ἀπὸ Κέρχνης κατιόν , ὅ ἐστιν ὄρος . καὶ ἡ ἄκρα δὲ
Κερχνείας ῥέος ] Κέρχνη κρήνη Ἄργους . τὸ ἀπὸ Κέρχνης κατιόν , ὅ ἐστιν ὄρος . καὶ ἡ ἄκρα δὲ
5827128 Θρᾳκιον
: Ἄβιοι , ἔθνος Σκυθικὸν . . . Δίδυμος δὲ Θρᾴκιον ἔθνος φησίν : Αἰσχύλος τε Γαβίους διὰ τοῦ γ
οὐ τὸν τῆς Βιβλίας ἀμπέλου , οὐ τὸν Μάρωνος τὸν Θρᾴκιον , οὐ Χῖον ἐκ Λακαίνης , οὐ τὸν Ἰκάρου
5827060 Μασσαλιας
μετεωρίζεται πήχεις ἕξ , τέτταρας δ ' ἐν τοῖς ἀπέχουσι Μασσαλίας ἐννακισχιλίους σταδίους καὶ ἑκατόν , ἐλάττους δὲ τῶν τριῶν
ἑξακισχιλίους , αὐτὸς λέγει χεῖρον πλείους ἢ ἐνακισχιλίους τοὺς ἀπὸ Μασσαλίας , ἀπὸ δὲ Πυρήνης μικρὸν ἐλάττους ἢ ὀκτακισχιλίους :
5824756 Ἀποκοπα
. . . . π γ ∠ ʹ Ἀπόκοπον ἢ Ἀπόκοπα . . . . . . . οθ γ
ὄρος τριῶν κεφαλῶν : καλεῖσθαι δὲ τοῦτον μόνον τὸν κόλπον Ἀπόκοπα , καὶ διάπλουν ἔχειν δύο νυχθημέρων : παρήκειν δ
5824344 στενον
τὸ ἄρρωστον εἶναι τὸν σφυγμὸν καὶ σκληρὸν καὶ βραχὺν καὶ στενὸν καὶ ἄγαν ἁπάντων τῶν ἐπὶ πολὺ μάλιστα χρονισάντων φρενιτικῶν
δή . ἐν στενῷ ] μεταξὺ Σαλαμῖνος καὶ Αἰγίνης τὸ στενὸν ἦν . παίοντ ' ] παράλογον τὸ δυϊκόν .
5824194 ἑπτασταδιον
περὶ ἑβδομήκοντα καὶ ἑκατόν . ἐνταῦθα δ ' ἔστι τὸ ἑπταστάδιον ὅπερ ἔζευξε Ξέρξης , τὸ διορίζον τὴν Εὐρώπην καὶ
: τὴν ναῦν . ζυγὸν ἀμφιβαλών ] ἐγεφύρωσε γὰρ τὸ ἑπταστάδιον ταῖς ναυσὶ συνδήσας αὐτὰς καὶ γῆν ἐπιβαλὼν , ὥστε
5821811 Σολοεντα
' αὐτῇ μέγα ὑπῆν . Κἄπειτα πρὸς ἑσπέραν ἀναχθέντες ἐπὶ Σολόεντα , Λιβυκὸν ἀκρωτήριον λάσιον δένδρεσι , συνήλθομεν . Ἔνθα
ἐξ Ἀθηνῶν , ἀδελφοὺς ἀλλήλων , Εὔνεων καὶ Θόαντα καὶ Σολόεντα . Τοῦτον οὖν ἐρῶντα τῆς Ἀντιόπης , καὶ λανθάνοντα
5819073 ὑπολειπομενον
λέγεται τῆς ἠπείρου πλοῦν ἡμερῶν τεττάρων , τὸ δ ' ὑπολειπόμενον ἀνήκειν μὲν ἱστοροῦσιν εἰς τὸ πέ - λαγος ,
ἰσχναίνει δὲ διὰ τὴν κένωσιν , ὑγραίνει δὲ διὰ τὸ ὑπολειπόμενον ἐν τῷ σώματι τῆς συντήξιος τῆς ὑπὸ τοῦ πόνου
5813727 κερατωδεις
μᾶλλον δὲ καὶ σκληροτάτους πάντων : ἄμφω δὲ πυκνοὺς καὶ κερατώδεις καὶ τῷ χρώματι ξανθοὺς καὶ δᾳδώδεις . ὅταν δὲ
δύσφθαρτος , οὔτε εὐστόμαχος οὔτε εὔχυλος . βελόναι , ῥάμφος κερατώδεις , οὐκ εὐστόμαχοι , κακόχυλοι , ἄτροφοι , εὔφθαρτοι
5813503 Κανωβικου
μυχοῦ τοῦ Ἀραβίου κόλπου καὶ Πηλουσίου , καὶ ἔτι τοῦ Κανωβικοῦ στόματος τοῦ Νείλου : τοῦτο μὲν τὸ νότιον πλευρόν
͵θ . Τῆς δὲ Λιβύης ἀπὸ Τίγγεως πόλεως μέχρι τοῦ Κανωβικοῦ τοῦ Νείλου στόματος ὁ παράπλους ἐστὶ σταδίων Μ γʹ
5813035 Κερας
τῶν κεκαυμένων , ὡς τό γε ξηραίνειν κοινὸν ἅπασιν . Κέρας ἐλάφου καὶ αἰγὸς κεκαυμένον καὶ πεπλυμένον ξηραντικῆς δυνάμεώς ἐστιν
ἐπηρεφὴς ὕλαις . Καθ ' ὃ δὲ λήγει μὲν τὸ Κέρας , ἄρχεται δ ' ὁ τοῦ Πόντου προκείμενος ἰσθμός
5808801 Παρνασσον
διαλεγόμενος φησὶ τὸ παλαιὸν Παρνασσίους τινὰς αὐτόχθονας καλουμένους οἰκεῖν τὸν Παρνασσόν : καθ ' ὃν χρόνον Ἀπόλλωνα τὴν γῆν ἐπιόντα
δὲ ὑπὸ τῶι Ὑμηττῶι , τοὺς δὲ Θρᾶικας ἐπὶ τὸν Παρνασσόν . Ὕαντες δὲ τῆς Φωκίδος Ὕαν πόλιν ὤικισαν .
5807586 δακτυλουϲ
ἐμβρύου πολυπικῷ ϲπαθίῳ ἢ κατιάδι ἢ ϲκολοπομαχαιρίῳ κρυπτομένῳ κατὰ τοὺϲ δακτύλουϲ τὸ κρανίον διελεῖν , ἵνα κενωθὲν ϲυμπέϲοι : εἰ
ἁφῇ τὸν ϲφυγμὸν καὶ μετρεῖν ἀπὸ τῶν ὤτων ὡϲ τρεῖϲ δακτύλουϲ τὸ διάϲτημα , ἐπὶ τὸ λεγόμενον ὀπιϲθοκράνιον . διαιρεῖν
5801304 ὑκας
φησι μαινίδος καὶ ἄλλων δὲ πλειόνων τροφιμώτερον . σπάρον ἢ ὕκας ἤ . σκόρπιος . Διοκλῆς ξηροτέρας εἶναι τὰς σάρκας
ἐπιγράμμασιν ἱερὸν ἰχθὺν καλεῖ . Νουμήνιος : ἢ σπάρον ἢ ὕκας ἀγεληίδας ἢ ἐπὶ φάγρον πέτρῃ ἀλώμενον . Τίμαιος δὲ
5801154 ͵βσʹ
καὶ Κύρνον Ποπουλώνιον τῆς Τυρσηνίας : τὸ δὲ δίαρμα σταδίων ͵βσʹ . Τῆς Σικελίας κατὰ Τιμοσθένην περίμετρος σταδίων ͵δψμʹ ,
: ἐπὶ στόμα Μαιώτιδος στάδια βφʹ : ἐπὶ Τάναϊν στάδια ͵βσʹ . Ἄλλως , ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν : ἀπὸ
5797266 Κασιον
κγʹ τοῦ Ξανθικοῦ μηνὸς ἦλθε θυσιάσαι εἰς τὸ ὄρος τὸ Κάσιον Διὶ Κασίῳ : καὶ πληρώσας τὴν θυσίαν καὶ κόψας
Ἄμμωνος καὶ τῆς Αἰγύπτου ῥηθεῖσιν , ὅτι δοκοίη καὶ τὸ Κάσιον ὄρος περικλύζεσθαι θαλάττῃ καὶ πάντα τὸν τόπον , ὅπου
5794189 Ἀπεννινον
' ἧς , ὡς εἶπον , ἐπὶ μῆκος τέταται τὸ Ἀπέννινον ὄρος ὅσον ἑπτακισχιλίων , πλάτος δ ' ἀνώμαλον .
Καμπανίας διέτεινε καὶ Σαυνιτῶν καὶ Πελίγνων καὶ ἄλλων τῶν τὸ Ἀπέννινον κατοικούντων . Ἅπασα δ ' ἐστὶν εὐδαίμων καὶ παμφόρος
5792014 ὑπολυδιον
ἕξ : ὑπερλύδιον , ὑπεριάστιον , λύδιον , φρύγιον , ὑπολύδιον , ὑποφρύγιον . οἱ δὲ κιθαρῳδοὶ τέτρασι τούτοις ἁρμόζονται
διὰ πασῶν ἐν τῷ λυδίῳ , εἶτα τετράχορδον ὑποβαίνοντες τὸ ὑπολύδιον καὶ ἑξῆς ὁμοίως τετράχορδον ἀναβαίνοντες τὸν ὑπερλύδιον . Κεχυμέναι
5791679 πετρους
ἐκτροπάς . Ὧν πρὸς τὴν χρείαν ὑποκειμένων οἰκείως , ἀναθέμενοι πέτρους αὐτοπαγεῖς ἐπὶ τῆς κοιλίας οἱονεί τινας ἀραιοὺς * *
κορυφῆς τοῦ μαστοῦ ἀφ ' οὗ Ξενοφῶν κατέβαινεν , ἐκυλίνδουν πέτρους : καὶ ἑνὸς μὲν κατέαξαν τὸ σκέλος , Ξενοφῶντα
5790677 ἀπαρκτιαν
δ ' οὖν ὡς εἰπεῖν τὰ περὶ τὸν καικίαν [ ἀπαρκτίαν ] καὶ τὰ περὶ τὸν ζέφυρόν ἐστιν . Ὁ
ἀρκτικοῦ κέντρου καταπνέων , ἔχει μεσάζοντας αὐτὸν θρασκίαν καὶ τὸν ἀπαρκτίαν . ὁ δὲ νότος ἀπὸ τῆς μεσημβρίας φερόμενος ,
5788795 λεπιδωτον
τῇ κάτω . Ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν ἄρρηκτον ἐπὶ τοῦ νώτου . Τυφλὸν δὲ ἐν ὕδατι
ἥγηνται εἶναι . Νομίζουσι δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τὸν καλεόμενον λεπιδωτὸν ἱρὸν εἶναι καὶ τὴν ἔγχελυν , ἱροὺς δὲ τούτους
5787949 Σικελικον
Λάβητ ' Αἰξωνέα τὸν τυρὸν ἀδικεῖν ὅτι μόνος κατήσθιεν τὸν Σικελικόν . τίμημα κλῳὸς σύκινος . ” θάνατος μὲν οὖν
ἔτι καὶ εἰς τόδε χρόνου μέρος τι τῆς πόλεως ὀνομάζεται Σικελικόν : καὶ ἦσαν ἁπάντων μάλιστα τῶν προσοικούντων λυπηροὶ τοῖς
5780418 χωννυναι
ἐς Δαρεῖον . ἐδόκει δὴ χῶμα ἐν κύκλῳ τῆς πόλεως χωννύναι , ὡς ἐξ ἴσου ἀπὸ τοῦ χωσθέντος ἐπάγεσθαι τὰς
θαλάσσης αἱ μηχαναί , αἷς Τύρον εἷλε . καὶ χῶμα χωννύναι ἐν κύκλῳ πάντοθεν τῆς πόλεως ἐκέλευσεν , εὖρος μὲν
5779959 Ταυρικον
στάδιοι ἑξακόσιοι . ἀπὸ δὲ Λαμπάδος εἰς Συμβόλου λιμένα , Ταυρικὸν καὶ τοῦτον , στάδιοι εἴκοσι καὶ πεντακόσιοι . καὶ
γʹ πόλις τῆς Ταυρικῆς . Ἡρόδοτος τετάρτῃ „ νέμεται τὸ Ταυρικὸν ἔθνος μέχρι Χερσονήσου τῆς τρηχείης καλεομένης „ . τὸ
5779642 χαλκωμα
ἰσχυρὸν καὶ ἀς βράσῃ ὥρας δʹ : καίεται γὰρ τὸ χάλκωμα καὶ γίνεται τοιοῦτον ὅ τι τρίβεται ὥσπερ ἅλας :
λύχνον ἐντίθει εἰς κοῖλον λοπάδιον ὀστράκινον καινόν , εἶτα περικάθαψον χάλκωμα εἰς κοῖλον τετρημένον κατὰ μέσον ἐπιμελῶς , ὑποτιθείς τε
5779174 διαρμα
κατὰ Τιμοσθένην περίμετρος σταδίων ͵δψμʹ , σχῆμα τρίγωνον σκαληνοειδές . δίαρμα δ ' ἔχει ἀπὸ Πελώρου ἄκρου εἰς Ἰταλίαν σταδίων
καὶ μασχάλην τινὰ ποιούσης : ἀπέχει δὲ τοῦ μὲν Ῥηγίου δίαρμα ἑξηκονταστάδιον , τῆς δὲ στυλίδος πολὺ ἔλαττον . κτίσμα
5776695 Γεωργους
: σημαίνει γὰρ νῦν τὸ ἐπιπόνους . 〛 πονήρους : Γεωργοὺς ἀσθενεῖς . πόνηρον : Γεωργόν . . ξυμμάχους :
ποταμὸν , τοὺς τὴν λεγομένην Ὕλαιαν οἰκοῦντας Σκύθας εἶναι , Γεωργοὺς δ ' ἐχομένους τούτων ἄνω : ἔπειτα πάλιν ἔρημον
5774483 Ἀριμασπων
ὅπου οἱ παῖδες , ἤτοι τὸ ἔθνος , τῶν πολεμιστῶν Ἀριμασπῶν , Κρόνιόν τε καὶ πεπηγότα κόλπον καλοῦσιν [ ἄλλοι
, τούτων δ ' ἀνωτέρω Ἀριμασπούς , ἄνω δ ' Ἀριμασπῶν τὰ Ῥίπαια ὄρη , ἐξ ὧν τὸν βορέαν πνεῖν

Back