δὲ ἑτέρη τῶν ὁδῶν πρὸς ἑσπέρην ἔχει : τοῦτο δὲ Κανωβικὸν στόμα κέκληται . Ἡ δὲ δὴ ἰθέα τῶν ὁδῶν
Κάνωβον ἔστι τὸ Ἡράκλειον Ἡρακλέους ἔχον ἱερόν : εἶτα τὸ Κανωβικὸν στόμα καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ Δέλτα . τὰ δ
8824303 Σεβεννυτικον
καὶ ποταμός . καὶ Σεβεννύτης νομὸς καὶ πολίτης . καὶ Σεβεννυτικὸν στόμα . Σεγίδα , πόλις Κελτιβήρων . τὸ ἐθνικὸν
δὲ Πηλουσιακόν . Καὶ πάλιν σχίζεται δίχα . Τὸ δὲ Σεβεννυτικὸν , τὸ μὲν εἰς τὸ Μενδήσιον , τὸ δὲ
8661281 Πηλουσιακον
μὲν οὖν ταῦτα τοῦ Νείλου στόματα , ὧν τὸ μὲν Πηλουσιακὸν καλεῖται , τὸ δὲ Κανωβικὸν καὶ Ἡρακλειωτικόν : μεταξὺ
. . . . . . . ξγ λα δʹ Πηλουσιακὸν στόμα . . . . . . . .
8625911 Φατνιτικον
βασιλική ] : τρίτον [ Μενδήσιον καὶ πόλις : δʹ Φατνιτικόν ] : πέμπτον Σεβεννυτικὸν [ καὶ πόλις Σεβέννυτος :
στόμα ἔστι τὸ Βολβιτικόν , εἶτα τὸ Σεβεννυτικὸν καὶ τὸ Φατνιτικόν , τρίτον ὑπάρχον τῷ μεγέθει παρὰ τὰ πρῶτα δύο
8564565 Βολβιτινον
ὁ πολίτης Βολβιτινίτης . τὸ κτητικὸν Βολβίτινος , ἔνθεν καὶ Βολβίτινον ἅρμα . . π . μον . λέξ .
ἐπὶ Ψαμμιτίχου τριάκοντα ναυσὶ Μιλήσιοι κατέσχον εἰς τὸ στόμα τὸ Βολβίτινον , εἶτ ' ἐκβάντες ἐτείχισαν τὸ λεχθὲν κτίσμα :
8472189 Ἡρακλεωτικον
μὲν ἐξ αὐτῶν τῶν Γαδείρων , λήγουσαν δὲ παρὰ τὸ Ἡρακλεωτικὸν στόμα . Λιβύη δὲ ἐκλήθη διὰ τὸ κατάξηρον ,
δύο ἅμματα ἀπ ' ἀλλήλων διεστῶτα . ἐντεῦθεν παρανακύπτει τὸ Ἡρακλεωτικὸν ἅμμα , παρ ' ἑκάτερα ὅπου μὲν ἀγκύλη μία
8342066 Τανιτικον
Ἀφροδίτης πόλις . ὑπὲρ δὲ τὸ Μενδήσιον στόμα καὶ τὸ Τανιτικὸν λίμνη μεγάλη καὶ ὁ Μενδήσιός ἐστι νομὸς καὶ ὁ
. . . . . ξβ ∠ ʹδʹ λα Ϛʹ Τανιτικὸν στόμα . . . . . . . .
8266587 Καλειται
μεθύοντα καὶ ἐπὶ κῶμον παραγενόμενον πρὸς τὴν ἐρωμένην . : Καλεῖται δ ' ἡ μὲν σατυρικὴ ὄρχησις , ὥς φησιν
τούτου ἐπὶ τοῦ στόματος τοῦ Πόντου εἰσὶ στάδιοι φʹ . Καλεῖται δὲ Ἀνάπλους ὁ τόπος ἀνὰ Βόσπορον μέχρι ἂν ἔλθῃς
8204379 Λιγυστικον
† τὰς χεῖρας ὁπλίσει . Λιβυστικὸν * δὲ * καὶ Λιγυστικὸν τὸ αὐτό ἐστι . Λιβυστικὸν μὲν λέγεται ἀπὸ Λιβύης
ἐστι . Λιβυστικὸν μὲν λέγεται ἀπὸ Λιβύης τῆς Ἐπάφου θυγατρὸς Λιγυστικὸν δὲ ἀπὸ Λίγυος τοῦ Ἀλεβίωνος ἀδελφοῦ , ὃς Ἡρακλέα
8172437 δυσμικωτατον
ἐλεφάντινον . μετὰ δὲ Κυλλήνην ἀκρωτήριόν ἐστιν ὁ Χελωνάτας , δυσμικώτατον τῆς Πελοποννήσου σημεῖον . πρόκειται δ ' αὐτοῦ νησίον
μοίρας . καὶ παραθέντες τοὺς ἀριθμοὺς ἀπὸ τῆς κατὰ τὸν δυσμικώτατον μεσημβρινὸν ἀρχῆς παροίσομεν ἀεὶ τὴν τοῦ κανονίου πλευρὰν ἐπὶ
8166346 προαριστιδιος
τʹ ἐπὶ μῆκος . Ἀπὸ δὲ Ἰκάρου πλοῦς εἰς Σάμον προαριστίδιος . Αὐτῆς δὲ Σάμου στάδια σʹ . Ἐκ Σάμου
κόλπου μῆκός ἐστιν ἀπὸ στόματος εἰς τὸν μυχὸν Παγασῶν πλοῦς προαριστίδιος . Τὸ δὲ στόμα αὐτοῦ ἐστὶ στάδια εʹ .
8150537 Καυκασος
. Μετωνομάσθη δὲ τὸ ὄρος Κοίτη Βορέου . Προσηγορεύθη δὲ Καύκασος διὰ περίστασιν τοιαύτην . Μετὰ τὴν γιγαντομαχίαν Κρόνος ἐκκλίνων
. : ἵκετο τερμόνιον ] ἐπεὶ τέλος τῆς οἰκουμένης ὁ Καύκασος . ἤ , οὐκ ἐγὼ πέραν εἰμὶ δεδεμένος :
8089739 ἐπιδορατις
χωρίον Βοιωτίας τοῦτο . στύρακος . κέντρον , κέρας , ἐπιδορατίς . ἐν τῷ Καρὶ . . . ὁ κίνδυνος
ἀμφιβαλλέσθω χροΐ . . . Α . : ἀθήρ : ἐπιδορατίς , μεταφορικῶς . Αἰσχύλος Νηρεΐσιν . . . .
8088397 καταληγον
εἰς ΣΣΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἔχοντα πρὸ τοῦ τέλους Ι εἰς Σ καταλῆγον μονογενῆ ὄντα προπαροξύνεται : κυπάρισσος νάρκισσος Μέλισσος . τὸ
, χωρὶς εἰ μὴ ὀφθείη πρὸ τοῦ Δ τὸ Ρ καταλῆγον , οἷον : ἡδανός οὐτιδανός ἐλλεδανός ῥιγεδανός Ἀπιδανός .
8083401 Καραμβεως
ὄρος , Κριοῦ μέτωπον λεγόμενον , νυχθήμερον πλοῦν ἀπέχον ἐκ Καράμβεως . Ὧν δὴ τόπων [ λέγουσιν ] ἄρξαι Φινέα
ἡνίκα ὁ Κιμμερίων κατέδραμε τὴν Ἀσίαν στρατός . Καταντικρὺ δὲ Καράμβεως ἐν τῇ πέραν κεῖται μέγιστον ἀπότομον εἰς θάλατταν ὑψηλόν
8080187 κυμβη
ἄμφωτον . Σιμάριστος δὲ παρὰ Κυπρίοις τὸ δίωτον ποτήριον . κύμβη κύλικος εἶδος ὃ Πάφιοι κύμβαν καλοῦσιν . κώθων Λακωνικὸν
ποτήριον καὶ στενὸν τῷ σχήματι , παρόμοιον πλοίῳ ὃ καλεῖται κύμβη . καὶ Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀγροίκοις : μεγάλ ' ἴσως
8076442 τριβακον
: παλαιός , ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἡλικιῶν . γέρων : τριβακὸν ἱμάτιον , ὅ ἐστι παλαιόν . ζωστῆρι πλακερῷ :
, μέχρις οὗ διαλυθῇ , ἔπειτα εἰς ῥάκος λινοῦν ἢ τριβακὸν ἐρεοῦν ἐμπλάσσεται καὶ κολλᾶται τῷ ἤτρῳ καὶ τῇ ὀσφύι
8068702 Αὐτης
μῆκος στάδια ρʹ . Εἰς Αἰγιλίαν πλοῦς προαριστίδιος . [ Αὐτῆς Αἰγιλίας μῆκος στάδια νʹ . Ἀπ ' Αἰγιλίας εἰς
ρʹ . Εἰς Ῥόδον ἀπὸ Καρπάθου πλοῦς στάδια ρʹ . Αὐτῆς Ῥόδου μῆκος στάδια χʹ . Ἀπὸ Ῥόδου εἰς τὴν
8053637 Ταυρικον
στάδιοι ἑξακόσιοι . ἀπὸ δὲ Λαμπάδος εἰς Συμβόλου λιμένα , Ταυρικὸν καὶ τοῦτον , στάδιοι εἴκοσι καὶ πεντακόσιοι . καὶ
γʹ πόλις τῆς Ταυρικῆς . Ἡρόδοτος τετάρτῃ „ νέμεται τὸ Ταυρικὸν ἔθνος μέχρι Χερσονήσου τῆς τρηχείης καλεομένης „ . τὸ
8042489 διασφαξ
. ἡ τοκὰς κόνις : τὴν Τρωικὴν λέγει χώραν . διασφὰξ δὲ καλεῖται πᾶν χάσμα γῆς . καὶ ἁπλοῦν δὲ
Τοῦ δὲ ὄρεος τὸ περικληίει τὴν γῆν τὴν Τρηχινίην ἐστὶ διασφὰξ πρὸς μεσαμβρίην Τρηχῖνος : διὰ δὲ τῆς διασφάγος Ἀσωπὸς
8031149 ͵βσʹ
καὶ Κύρνον Ποπουλώνιον τῆς Τυρσηνίας : τὸ δὲ δίαρμα σταδίων ͵βσʹ . Τῆς Σικελίας κατὰ Τιμοσθένην περίμετρος σταδίων ͵δψμʹ ,
: ἐπὶ στόμα Μαιώτιδος στάδια βφʹ : ἐπὶ Τάναϊν στάδια ͵βσʹ . Ἄλλως , ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν : ἀπὸ
8000881 Ζοαρα
πόλις τῆς εὐδαίμονος Ἀραβίας . ὁ πολίτης Ταρφαρηνός , ὡς Ζόαρα Ζοαρηνός , Αὔαρα Αὐαρηνός , ὡς Οὐράνιος ἐν Ἀραβικῶν
Βιθυνίας , ἀπὸ Ζιποίτου βασιλέως . τὸ ἐθνικὸν Ζιποίτιος . Ζόαρα , πόλις Περσική . οἱ οἰκοῦντες Ζοαρᾶται . Διονύσιος
7997973 πεπαλη
. . . , πεπάλη : πάσω πάλη καὶ ἀναδιπλασιασμῷ πεπάλη . . . . . . πεπάλη , ,
ἦν νῆσος . Πεπάλη . πέσω πάλη , καὶ ἀναδιπλασιασμὸς πεπάλη . Πτωχός . ὁ ἐκπεπτωκὼς τοῦ ἔχειν . Πίθος
7989219 ἐπιγονατις
δὲ ἐκεῖ καὶ νεύρων χονδρώδης σύνδεσμος καὶ ἐπάνω τούτων ἡ ἐπιγονατίς , ἥτις καὶ μύλη καλεῖται . αὕτη μὲν αὐτοῦ
πλατὺ καὶ περιφερὲς ὀστοῦν , ὥσπερ φράγμα τοῦ γόνατος , ἐπιγονατίς τε καὶ κόγχη καὶ κόγχος καὶ μύλη , κατὰ
7965167 Κεφαλιωνος
* , συγγραφέων δὲ τριάκοντα : ἐν οἷς καὶ ἡ Κεφαλίωνος ἱστορία . , : Ἔστι δὲ πολλῷ πλατύτερος τοῦ
Κεφαλίωνος ἱστορία . , : Ἔστι δὲ πολλῷ πλατύτερος τοῦ Κεφαλίωνος , ἐν οἷς τοὺς αὐτοὺς χρόνους συμβαίνει αὐτοῖς ἀναγράφειν
7954224 Κανωβικου
μυχοῦ τοῦ Ἀραβίου κόλπου καὶ Πηλουσίου , καὶ ἔτι τοῦ Κανωβικοῦ στόματος τοῦ Νείλου : τοῦτο μὲν τὸ νότιον πλευρόν
͵θ . Τῆς δὲ Λιβύης ἀπὸ Τίγγεως πόλεως μέχρι τοῦ Κανωβικοῦ τοῦ Νείλου στόματος ὁ παράπλους ἐστὶ σταδίων Μ γʹ
7939217 Βιλλαιον
κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου εἰς Τίον πόλιν καὶ ποταμὸν Βίλλαιον στάδια πʹ ” . τὸ ἐθνικὸν Ψυλλάτης . Ψύλλοι
κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου εἰς Τίον πόλιν καὶ ποταμὸν Βίλλαιον στάδια πʹ ” . τὸ ἐθνικὸν Ψυλλάτης . Ψύλλοι
7928804 Ἀζανια
Κρεμμυών : κώμη Κορίνθου . Εὔδοξος ἕκτῳ Γῆς Περιόδου . Ἀζανία : μέρος τῆς Ἀρκαδίας . Λέγεται καὶ Ἀζηνία :
Ἀρκὰς τριχῇ τὴν χώραν , καὶ ἀπὸ μὲν Ἀζᾶνος ἡ Ἀζανία μοῖρα ὠνομάσθη : παρὰ τούτων δὲ ἀποικισθῆναι λέγουσιν ,
7927015 Μενδησιον
ὃν τρέφει μέγας Ἴστρος Σκύθαισιν ἡμίνηρον ἡδονήν . καὶ τὸν Μενδήσιον οὕτως ὁ αὐτὸς καταλέγει : Μενδήσιός θ ' ὡραῖος
νομός , ἐν ᾧ Ἀφροδίτης πόλις . ὑπὲρ δὲ τὸ Μενδήσιον στόμα καὶ τὸ Τανιτικὸν λίμνη μεγάλη καὶ ὁ Μενδήσιός
7910586 παχυστομον
πολλάκις . Πιεῖν πιεῖν τις ἔγχει πυριγενῆ λαβὼν βραχύωτον κυκλοτερῆ παχύστομον κώθωνα , παῖδα φάρυγος . Ὁ βοῦς ὁ χαλκοῦς
λειόστρακον , ἡ δὲ πίνη λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , δίθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λεπὰς δὲ μονόθυρον
7908129 τρωγω
, βαρύνεται , εἰ μὴ παρ ' ὄνομα εἴη : τρώγω φεύγω τμήγω λήγω θήγω . τὸ μέντοι ῥιγῶ ἔχει
ἀφέξομαι βώλου , ὑφ ' ἣν τὰ κρίμνα μὴ φοβούμενος τρώγω . ” “ Μὴ λοξὰ βαίνειν ” ἔλεγε καρκίνῳ
7905310 φλεως
ἐσθίειν . ἔτνος δὲ κύαμος ἤ τι ὄσπριον ἄλλο . φλέως : δισυλλάβως , τὸ φυόμενον ἐν τοῖς ἕλεσι φυτόν
τὰς ὑπεραυξήσεις τῶν ὀνύχων ἀφαιρεῖν . Φλέϊνα τὰ ἀπὸ τοῦ φλέως πλεκόμενα . Πεποίθησις οὐκ εἴρηται , ἀλλ ' εἴ
7900994 Ζαραδρου
πηγὰς ἡ Κασπειρία , ὑπὸ δὲ τὰς Βιβάσιος καὶ τοῦ Ζαράδρου καὶ τοῦ Διαμούνα καὶ τοῦ Γάγγου ἡ Κυλινδρινή ,
. ρκδ λ συμβολὴ Ζαράδρου καὶ Βιδάσπου ρκε λ συμβολὴ Ζαράδρου καὶ Βιβάσιος . . ρλα λδ συμβολὴ Βιδάσπου καὶ
7889209 Φαρσαλος
πένητας καὶ θῆτας πενέστας ἐκάλουν . ἐς Φάρσαλον : ⌈ Φάρσαλος Γ ⌈ τῆς [ πόλις Γ ] ⌈ Θεσσαλίας
] Κόττυφος ἡγεμὼν τῶν Ἀμφικτυόνων : ἦν δὲ Φαρσάλιος : Φάρσαλος δὲ ἐστὶ Θετταλίας . . . χρωμένους ] οἱονεὶ
7878293 Παραπλους
Κερκινῖτις νῆσος καὶ πόλις , καὶ κατὰ ταύτην Θάψος . Παράπλους ἀπὸ ταύτης εἰς Θάψον ἡμέρας καὶ ἡμίσεως . Ἀπὸ
, Σίφαι καὶ λιμὴν , Εὔτρητος καὶ τεῖχος Βοιωτῶν . Παράπλους δὲ τῆς Βοιωτίας ἥμισυ ἡμέρας ἔλαττον . ΜΕΓΑΡΕΙΣ .
7862569 Ἠνοπος
δ ' ἐπιήνδανε μῦθος . Λειώδης δὲ πρῶτος ἀνίστατο , Ἤνοπος υἱός , ὅ σφι θυοσκόος ἔσκε , παρὰ κρητῆρα
. Χ . . . . πὺξ μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα Ἤνοπος υἱόν Ἀγκαῖον δὲ πάλην Πλευρώνιον , ὅς μοι ἀνέστη
7851468 Ζοαρηνος
διὰ τοῦ α οὐδετέρων ὁ διὰ τοῦ ηνος . Ζόαρα Ζοαρηνός , Μήδαβα Μηδαβηνός , Τάρφαρα Ταρφαρηνός , Αὔαρα Αὐαρηνός
τῆς εὐδαίμονος Ἀραβίας . ὁ πολίτης Ταρφαρηνός , ὡς Ζόαρα Ζοαρηνός , Αὔαρα Αὐαρηνός , ὡς Οὐράνιος ἐν Ἀραβικῶν τρίτῳ
7848915 ματτουσι
Μεσαππίων . ὑπὸ δὲ τρυφῆς οἱ Τυῤῥηνοὶ πρὸς αὐλὸν καὶ μάττουσι καὶ πυκτεύουσι καὶ μαστιγοῦσιν . διαβόητοι δ ' ἐπὶ
τρυφῆς οἱ Τυρρηνοὶ , ὡς Ἄλκιμος ἱστορεῖ , πρὸς αὐλὸν μάττουσι καὶ πυκτεύουσι καὶ μαστιγοῦσιν . : , , .
7848251 προυχον
' αὐτῇ δέρμα , ὡς ἀκροποσθία καὶ ἀκροπόσθιον τὸ πόσθης προῦχον . ᾧ δὲ τὴν πόσθην ἀπέδουν , τοῦτον τὸν
κουφότεραί τε οὖσαι καὶ ναυτικωτέρων ἀνδρῶν , ταχυτῆτι καὶ ἐμπειρίᾳ προῦχον , αἱ δὲ Ῥωμαίων ἅτε βαρύτεραι καὶ μείζους ἐμόχθουν
7843871 Αὐαρηνος
κατὰ γῆς ἐρριζωμένος , κἀκεῖ ἔκτισε πόλιν . Τὸ ἐθνικὸν Αὐαρηνός . : Σέννονες , ἔθνος Γαλατικὸν , ὡς Οὐράνιος
Ζόαρα Ζοαρηνός , Μήδαβα Μηδαβηνός , Τάρφαρα Ταρφαρηνός , Αὔαρα Αὐαρηνός . οὕτως καὶ Ἀδανηνός . ἢ Ἀδανίτης , ὡς
7841839 Καρδια
παντί . ἐν ἄλλοις : πληρωθήσεται ἡ διάνοια φόβου . Καρδία ἁλλομένη ἐπιβουλὴν φίλου δηλοῖ . Γαστὴρ ἁλλομένη πλουσίῳ ἀναλώματα
ἀστὴρ ὁμωνύμως τῷ τόπῳ , ἐφ ' ᾧ κεῖται , Καρδία Λέοντος προσαγορεύεται : ὑπὸ δέ τινων Βασιλίσκος καλεῖται ,
7839647 Ἀνακτοριος
ἀμπυκώμασιν ἀμύνανδρον ἀμύνασθαι ἀμυχρόν ἀμυχνόν ἀμυγνόν ἀμφώβολα ἀνακαλπάζει καλπάζει ἀνάκλητος Ἀνακτόριος Ἀναξιδώρα ἀνδραποδοκλόπος ἀναστρέφων ἀναψύχουσα ἀνόσητος ἀνούστερος , ἀνουστέρα ἄνυμφον
. Θουκυδίδης τετάρτῃ . ἀρσενικῶς παρὰ Σοφοκλεῖ . τὸ ἐθνικὸν Ἀνακτόριος καὶ Ἀνακτορία ἡ γῆ καὶ Ἀνακτοριεύς . Σοφοκλῆς δέ
7834856 Ποσειδειον
ιʹ , Ϙʹ Ϛʹ . Ἀπὸ δὲ τοῦ Μητρῴου εἰς Ποσείδειον , τὸ νῦν λεγόμενον τὰ Ποτίστεα , στάδια μʹ
] καὶ νῆσον ἔχει . Πρὸς δὲ τὴν Σητὸν λιμένα Ποσείδειον , Σάλον , Μυοῦς , Κελένδερις πόλις , καὶ
7826577 οὐγγιαϲ
. Ἡ λίτρα ἔχει οὐγγίαϲ ιβʹ . Ἡ κοτύλη ἔχει οὐγγίαϲ θʹ . Τὸ τρυβλίον οὐγγίαϲ θʹ . Ἡ μνᾶ
ἀϲϲάρια δύο . Ἡ οὐγγία ϲτατῆραϲ δύο . Ἡ ὁλκὴ οὐγγίαϲ δύο . Ἡ λίτρα ὁλκὰϲ ἕξ . Ἡ Ἰταλικὴ
7816719 ξεναγια
: ὑπ ' ἐνίων δὲ τὸ σύνταγμα τῶν σνϚ ἀνδρῶν ξεναγία καλεῖται καὶ ὁ τούτου τοῦ τάγματος ἀφηγούμενος ξεναγός .
καὶ πόσων ἀνδρῶν καὶ τίς ὁ συνταγματάρχης . Τί ἐστι ξεναγία καὶ τίς ὁ ξεναγός . Ὅτι καθ ' ἕκαστον
7811285 τκʹ
τὴν πόλιν . Ἀπὸ δὲ Ἀπολλωνίας εἰς Ἀμαντίαν ἐστὶ στάδια τκʹ . 〚 Καὶ ὁ Αἴας ποταμὸς ἀπὸ τοῦ Πίνδου
καὶ πλατύτατός ἐστιν ὁ Πόντος , στάδια ͵βυʹ , μίλια τκʹ . Ἔστι δὲ τῆς Κασπίας θαλάσσης μῆκος μὲν τὸ
7800123 Ὀασις
. α . Ἄνυσις : πόλις Αἰγύπτου . Ἀνυσίτης ὡς Ὄασις Ὀασίτης . . . Ἄνωλος : πόλις Λυδίας :
ἄλλοι , Βακτριανή , Κασπειρία , Σηρική , Θηβαΐς , Ὄασις , Τρωγλοδυτική . μερικῶς δέ , ὡς Ὠδαψὸς καὶ
7799742 πελεμιχθη
τοῦ ἀναστὰς περιεπάτησε . καὶ Ὅμηρος ” ὁ δὲ χασάμενος πελεμίχθη ” καὶ „ Ἥφαιστος κάμε τεύχων „ . Λεσβίων
καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν ὦσαν ἀπὸ σφείων : ὁ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη . ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἀμφιγύοισιν , ὅτι οἱ
7797347 Ζεφυριον
τῇ Ἀγχιάλῳ τῇ πρὸς Ταρσὸν ἐπιγέγραπται , ἥτις νῦν καλεῖται Ζεφύριον . Σήπινον γερόντιον : ἐπὶ τῶν ἀσθενῶν . Σιλφίου
. . . . . . ἐκαλεῖτο δὲ Ἰσθμὸς καὶ Ζεφύριον , ὡς Φίλων , καὶ Ζεφυρία . . .
7797257 ἐπιβληματα
τάπητες οἱ ἐκ θατέρου . ὑπαγκώνια στρώματα , περιστρώματα ὑποστρώματα ἐπιβλήματα , ἐφεστρίδες ἀμφιεστρίδες χλαῖναι , ἐπιβόλαια δάπιδες τάπιδες ψιλοδάπιδες
ἐσθῆτες μὲν τραγικαὶ ποικίλονοὕτω γὰρ ἐκαλεῖτο ὁ χιτώντὰ δ ' ἐπιβλήματα ξυστίς , βατραχίς , χλανίς , χλαμὺς διάχρυσος ,
7796640 ἐλυμα
μέσον εὔτονον , διὸ πρίνινον τὸν γύην . ἐλύματι : ἔλυμα μέρος τι τοῦ ἀρότρου ἐν τῷ μέσῳ ἔνθα συμβάλλεται
. δάφνης δ ' ἢ πτελέης ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες . δρυὸς ἔλυμα , πρίνου δὲ γύην . βόε δ ' ἐνναετήρω
7794696 Ἀραβος
ὀνομάτων καὶ διὰ τοῦ Β κλινόμενα , οἷον τὸ Ἄραψ Ἄραβος καὶ τὸ λίψ , ὁ ἄνεμος , λιβός ,
βατος . τὸ ἐθνικὸν Αἰγιλίπιος , ὡς Κίνυφος Κινύφιος , Ἄραβος Ἀράβιος , Φρυγός Φρύγιος , καὶ τῶν ὁμοίων .
7794376 Μηδαβηνος
νομός . Μήδαβα , πόλις τῶν Ναβαταίων . ὁ πολίτης Μηδαβηνός , ὡς Οὐράνιος ἐν Ἀραβικῶν δευτέρῳ . Μηδία ,
τῶν νόμων ἐπιτηδεύων . τὸ ἐθνικὸν Γερασηνός , ὡς Μήδαβα Μηδαβηνός . Γέργις , πόλις Τροίας . καὶ κλίνεται Γέργιθος
7783788 Ὠρωπος
διάπλουν ἔχουσα ἑξήκοντα σταδίων . μετὰ δὲ τὸ Δελφίνιον ὁ Ὠρωπὸς ἐν εἴκοσι σταδίοις : κατὰ δὲ τοῦτόν ἐστιν ἡ
. ἐγένετο δὲ ταῦτα ἄρχοντος Ἀθήνησι Πολυζήλου . ἔστι δὲ Ὠρωπὸς πόλις κειμένη ἐν τῇ ἠπείρῳ ἐν μεθορίοις τῆς Βοιωτίας
7781770 αἱμασια
. μήποτε ὁ φραγμός , τουτέστι τὸ περίφραγμα καὶ ἡ αἱμασιά , οὕτω καλεῖται , παρὰ τὸ ἐρύκειν ἢ παρὰ
πηγή : ταύτης τὰ μὲν πρὸς τοῦ ναοῦ λίθων ἀνέστηκεν αἱμασιά , κατὰ δὲ τὸ ἐκτὸς κάθοδος ἐς αὐτὴν πεποίηται
7779170 ὑπεδεικνυε
ξίφος τῆς χειρὸς ἀφέντα , ὁ δὲ τὴν κώπην εὐθὺς ὑπεδείκνυε καὶ τῆς μέμψεως ἀπελύετο : καί τις ἀνὴρ Μακεδών
τοῖς δυσί ; ὁ δὲ τὴν χεῖρα προτείνας τοὺς δύο ὑπεδείκνυε δακτύλους . Ἀφυὴς γραμματικὸς ἐρωτηθείς : Ἡ μήτηρ Πριάμου
7777040 Καταντικρυ
χωρίου ἐπὶ Κάραμβιν ἀκρωτήριον ὑψηλὸν καὶ μέγα στάδιοι ρʹ . Καταντικρὺ δὲ τῆς Καράμβιδος ἄκρας ἐν τῇ Εὐρώπῃ κεῖται μέγιστον
, καταφερές . Καταντικρύ , κατ ' ἐναντίον . „ Καταντικρὺ καὶ κατευθὺ τῇ τὰ οἰκεῖα συναγούση ἀποτυπώματα . ”
7774826 Τυρσηνια
. Τάρχων καὶ Τυρσηνὸς παῖδες ἐγένοντο Τηλέφου καὶ ἀπὸ Τυρσηνοῦ Τυρσηνία . Οἰκουρὸς ὁ Διόνυσος διὰ τὸ ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ
παρὰ Ῥωμαίοις , εἶτα ἀπό τινος Αὔσονος Αὐσονία , εἶτα Τυρσηνία , εἶτα ἀπὸ Ἰταλοῦ ἢ ἀπό τινος ταύρου τῶν
7765083 Σελευκις
καὶ τῆς Σελευκείας Σελευκεῖς καὶ Σελευκεύς καὶ Σελευκηνός , καὶ Σελευκίς ἡ χώρα . ἔστι καὶ ποτηρίων εἶδος Σελευκίς ,
δὲ καὶ Κοίλης Συρίας εἴκοσι , Παλαιστίνης δὲ ἡ νῦν Σελευκίς . βασιλεῖς ἐνικήθησαν Τιγράνης Ἀρμένιος , Ἀρτώκης Ἴβηρ ,
7760674 ποδοστραβη
λεκανίς , σπογγία , ἐπίδεσμα , σπληνίον , λαμπάδιον , ποδοστράβη , κλυστήρ : ἔστι γὰρ παρ ' Ἡροδότῳ τοὔνομα
τὸ καταπλασθὲν εἴρηκεν : τὸ γὰρ περιαπτὸν ἀλεξιφάρμακον . καὶ ποδοστράβη δ ' ἡ τὰ στρέμματα κατευθύνουσα ἐν τῇ κωμῳδίᾳ
7749163 Τροχος
Μίδου πλοῦτον καὶ Κροίσου : ἐπὶ τῶν ὑπερβολικῶς πλουτούντων . Τροχὸς τὰ ἀνθρώπινα : ἤτοι εὐμετάβολα . Τυφλὸς τά τ
ἓξ ἦν : τὸ πάλαι δὲ τρεῖς ἐβάλλοντο κύβοι . Τροχὸς τὰ ἀνθρώπινα : ἤτοι εὐμετάβολα . Τυφογέρων : ἐπὶ
7747946 Μαδυτος
πόλις ἐν Ἑλλησπόντωι περὶ Σηστόν . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . Μαδυτός : πόλις Ἑλλησποντία . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι καὶ ἄλλοι .
εἴπομεν δὲ ὅτι οἱ Ἄραβες τοῖς δυσὶ τύποις χρῶνται . Μαδυτός , πόλις Ἑλλησποντία . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ καὶ ἄλλοι .
7742547 ἐκδερω
μέτωπον . δέρτρον δὲ τὸ σῶμα παρὰ τὸ δέρω τὸ ἐκδέρω . * Τευχείρων : τῆς Κυρήνης πόλεις Ἀπολλωνία καὶ
κοντάρια : δοῦρα ὧδε τὰ κοντάρια ἀπὸ τοῦ δέρω τὸ ἐκδέρω : καὶ γὰρ ἐκδέρονται ταῦτα . οἷς : ἑτέροις
7741824 ἀδελφηι
Εὐρώπης σταλεὶς καὶ πλανώμενος περιπετὴς γέγονεν Ἁρμονίαι τῆι τοῦ Δαρδάνου ἀδελφῆι . ἁρπάσας δὲ καὶ εἰς τὰς νῆας ἐνθέμενος προσέσχε
τ ' , εἰ φέρων βρέτας θεᾶς βέβηκ ' , ἀδελφῆι τ ' οὐχὶ θυμοῦμαι : τί γάρ ; [
7741428 πτυου
. * μηλιαυθμῶν μανδρῶν τῶν προβάτων * . χερσαίας πλάτης πτύου ἢ καλαύροπος . ἡ δὲ καλαῦροψ ῥᾶβδος ἐστὶ ποιμενικὴ
καὶ τὴν τροφὴν τὴν ὑπὸ τῆς γλώττης , οἷον ὑπὸ πτύου ἀναλιχμωμένην διαπορθμεύει , ὥσπερ γέφυρα , ἐπὶ τὸν στόμαχον
7738207 ξηραινω
καθαυανεῖ ξηρανεῖ ἢ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ . αὔω γὰρ τὸ ξηραίνω ψιλοῦται , αὕω δὲ τὸ λάμπω δασύνεται , ὅθεν
, κυλίω . ἐξυπνίζομαι , ἐξυπνίζω , , ξηραίνομαι , ξηραίνω , ἐθίζομαι , ἐθίζω , ἡμεροῦμαι , ἡμερῶ ,
7735107 Μελιβοια
Ἑκαταῖος γενεαλογιῶν δʹ . τὸ ἐθνικὸν Μελιεύς ὡς Ὑριεύς . Μελίβοια , πόλις Θετταλίας . Στράβων ἐνάτῳ . τὸ ἐθνικὸν
οι διφθόγγου γράφονται : οἷον , Εὐβοεὺς , Εὔβοια : Μελίβοια : Περίβοια : Ἐρίβοια : Σθενέβοια : οἷς ἀκόλουθον
7734429 σκωλος
, ἃ οὐ πάντως ἐτυμολογοῦμεν , ὡς οὐδὲ τοῦτο . σκῶλος πυρίκαυστος Ν ; Σκῶλον Β . . , :
μεγήρας . καὶ τὸ μὲν αὐτοῦ μεῖν ' ὥς τε σκῶλος πυρίκαυστος ἐν σάκει Ἀντιλόχοιο , τὸ δ ' ἥμισυ
7733763 φυλια
γένος δένδρου . λέγεται γὰρ ὅτι ἡ ἀνήμερος ἐλαία λεγομένη φυλία λέγεται . φωριαμός Ω . ο . . ,
καὶ φυλία διαφέρει . φαυλία μὲν γὰρ εἶδος ἐλαίας , φυλία δὲ ἡ σχῖνος . φάκελος σφακέλου διαφέρει . φάκελος
7733166 Ἀρτακηνος
πόλις Καρμανίας . τὸ ἐθνικὸν Σαμυδακηνός , ὡς τῆς Ἀρτάκης Ἀρτακηνός . Σαμυλία , πόλις Καρίας , Μοτύλου κτίσμα τοῦ
πόλις Φρυγίας , ἄποικος Μιλησίων . . . Τὸ ἐθνικὸν Ἀρτακηνός . Σοφοκλῆς δὲ Ἀρτακεὺς εἶπε . . . καὶ
7732544 Ἰωμεν
ἄλλως ἀνδρικόν : καὶ ἡ πλάνη φαίνεται πάντως ἀδικουμένου . Ἴωμεν οὖν Κιλικίαν μὲν ἀφέντες ἐπὶ Καππαδοκίαν καὶ τὸν Πόντον
μέτρον τις εἰ περιέλοι , ῥητορείαν ἂν εὕροι πολιτικήν . Ἴωμεν ἐπὶ τοὺς τραγῳδούς , οὐκ ἐπειδὴ μὴ προσήκει πᾶσιν
7729008 μισθιος
καὶ ἡ Πνύξ , Κολωνός ἐστιν , οὗ ἕτερος ὁ μίσθιος λεγόμενος : οὕτως μέρος τι νῦν σύνηθες γέγονε τὸ
: κύριε , τοὺς δικαίους τί χαρίζεις ; ὥσπερ γὰρ μίσθιος ἐξυπηρετησάμενος τὸν χρόνον αὐτοῦ . . . . ,
7727610 Ἑρκυνιον
Πυρρηναίου ὄρους ὁ Ἑρκύνιος . Ἄλλως . Ἀντὶ τοῦ τὸ Ἑρκύνιον ὄρος παροικοῦντες . Ὀρόγκους δὲ λέγει ἢ τοὺς ὄγκους
Παυσανίας αʹ . ὁ οἰκήτωρ Ἐρινιάτης διὰ τὸ προκατειληφός . Ἑρκύνιον , ὄρος Ἰταλίας , ἀφ ' οὗ Ἑρκυνίς ἡ
7724476 χασσαμενος
καὶ ἴφθιμον καὶ ἀγαυὸν ὦσαν ἀπὸ σφείων : ὃ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη . Ὣς οἳ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην
ἐκ βολῆς ἔτρωσε . . . . . ὁ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη : ἡ διπλῆ πρὸς τὸ σημαινόμενον , ὅτι
7724406 Φασιανος
Κύτωρον „ . ὡς Κάλλατις Καλλάτιος Καλλατιανός καὶ Φᾶσις πόλις Φασιανός καὶ Σάρδις Σαρδιανός . τὰ γὰρ τοιαῦτα ἢ ἀπὸ
καὶ λέγεται . τὸ ἐθνικὸν Φασιάτης . καὶ Φασιατικός καὶ Φασιανός , ὡς Ἀριστοφάνης ἐν Ὁλκάσι , καὶ Φασιανή θηλυκὸν
7721085 ἀεμμα
καὶ τὸ ὑπῆρχον δέ , εἰ τότε κοῦρος ἔα . ἄεμμα : ἡ νευρά . φαεσφορίην : ἢ ὅτι λαμπαδοῦχος
[ ] ! [ ! ] ! ! γυμνὸν ? ἄεμμα [ ] ! ⌊ καί κεν Ἀθηναίης δολιχαόρου ⌋
7720588 λοφειον
θήκην τῶν λόφων . Γ τὴν θήκην τῶν λόφων . λοφεῖον ] τὴν θήκην τοῦ κράνους τοῦ τριλόφου . λεκάνιον
, κομμώτριον , ξυρόν , κάτοπτρον , οὗ τὴν θήκην λοφεῖον καλοῦσι , ψαλίς , παρωπίς , προσωπίς καὶ ὡς
7717838 Περκωτη
Λάμψακόν ἐστι καὶ Πάριον , καὶ ὅτι * ἡ πάλαι Περκώτη μετωνομάσθη ὁ τόπος . Τῶν δὲ ποταμῶν τὸν μὲν
πρωτοτύπου περιττεύει . σεσημείωται τὸ Περκώσιος καὶ Κριθώσιος ἀπὸ τοῦ Περκώτη καὶ Κριθώτη . Θρῖα , δῆμος τῆς Οἰνηίδος φυλῆς
7717830 στραγξ
] ⌈ ἀργῶ , ⌈ πιέζομαι , συνθλίβομαι / ⌈ στρὰγξ γάρ [ στράγξ στρὰξ δέ ] ἐστιν ὁ διὰ
. ἔστι δὲ μεταφορικὸν ἀπὸ τοῦ πάθους τῆς στραγγουρίας : στρὰγξ γὰρ ἡ στραγγουρία : καὶ λέγεται , ὅταν τις
7712346 θυεια
ὡς ἀποροῦντα μάκτρας καὶ θυείᾳ χρώμενον . μικρὰ γὰρ ἡ θυεία , ἡ δὲ κάρδοπος μεγάλη . ἐκεῖνο δ '
διασύρει αὐτὸν καὶ ἀποροῦντα μάκτρας . μικρὰ δέ ἐστιν ἡ θυεία , ἡ δὲ καρδόπη μεγάλη . ἐπειδὴ πένης ἦν
7712267 ἠνυετο
θεαῖς σπουδαζόμενον ἦν , ἢ τί διὰ τούτων τῶν ἐνυπνίων ἠνύετο : εἰ μὲν γὰρ ἁπλῶς , καθάπερ εἴωθε ,
πέμπτον ἔτος πρὸς τοῖς ἐννακοσίοις τε καὶ ἑξακισχιλίοις τοῖς ὅλοις ἠνύετο , ἕβδομον δὲ τῆς ἀρχῆς τῷ βασιλεῖ . περιέχει
7711474 καρηβαρικον
δυνατῶν τι κέλευ ' : οὐ γὰρ παρὰ Κενταύροισιν . καρηβαρικὸν τὸ πάθος ἀκροκώλια δίεφθα παιδοφίλης , παιδέρως Ζεύς τραχήλου
εἶναι καὶ ἄφυσον ψυκτικόν τε μετρίως ὀξυδερκές τε καὶ ἥκιστα καρηβαρικὸν κινητικόν τε ψυχῆς καὶ σώματος . Πραξαγόρας τε ταὐτά
7709576 Ἀραδιος
. ἐκαλεῖτο δὲ Λεύκοφρυς . ὁ πολίτης Τενέδιος , ὡς Ἀράδιος Ῥόδιος . ἔστι καὶ πόλις Τένεδος πρὸς τῇ Λυκίᾳ
ἐπὶ τῶν ἀηδῶν . σημειωτέον δὲ ὅτι τοῦ μὲν Ἄραδος Ἀράδιος καὶ Τένεδος Τενέδιος καὶ Τενεδεύς καὶ Λέβεδος Λεβέδιος ,
7707162 Δορυλαευς
Ἀρριανὸς ἐν Βιθυνιακοῖς . τὸ ἐθνικὸν Μαζαεὺς ὡς Μιδαεὺς καὶ Δορυλαεύς . . . , . , . Ἀρριανὸς δὲ
Φρυγίας , ὃ καὶ Δορύλαιον Δημοσθένης φησί . τὸ ἐθνικὸν Δορυλαεύς . Δουλίχιον , μία τῶν Ἐχινάδων νήσων , ἡ
7706248 Βολβης
Ὄλυμπον . . Ἀξίου ] τοῦ Βαρδάρη ποταμοῦ . . Βόλβης θ ' ἕλειον ] Βόλβη ὄνομα λίμνης Θρᾳκικῆς ,
δὲ τοῦ Ὀλυνθιακοῦ μνημεῖόν ἐστιν Ὀλύνθου , τοῦ Ἡρακλέους καὶ Βόλβης υἱοῦ . Κατὰ δὲ τὸν Ἀνθεστηριῶνα καὶ Ἐλαφηβολιῶνα λέγουσιν
7706031 Φαιακια
, ἥ τε λιπαρὰ ἢ πολυφόρος Κέρκυρα , ἡ καὶ Φαιακία λεγομένη , ἡ προσφιλεστάτη τοῦ Ἀλκινόου χώρα . Ἐπὶ
. ἐξ οὗ σύνθετον Φαγρωριόπολις καὶ Φαγρωριοπολίτης . Φαίαξ καὶ Φαιακία , ἀπὸ Φαίακος . Ἑλλάνικος Ἱερειῶν αʹ ” Φαίαξ
7705579 κυνεας
Παλαιστίνῃ τριηκοσίας , ὧδε ἐσκευασμένοι : περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυνέας εἶχον ἀγχοτάτω πεποιημένας τρόπον τὸν Ἑλληνικόν , ἐνδεδυκότες δὲ
μὲν σάκε ' ἔξελε , τόσσα δὲ δοῦρα καὶ τόσσας κυνέας , χαλκήρεας ἱπποδασείας . † ) σημείωσαι καὶ ὅτι
7700619 Βοιβη
ἐν Κρήτῃ Βοίβη τῆς Γορτυνίδος . καὶ ἐν Μακεδονίᾳ λίμνη Βοίβη . τὸ ἐθνικὸν τῆς Βοίβης Βοιβεύς καὶ Βοιβηίς θηλυκόν
: σεσημείωται βοικία , ἡ θεράπαινα : βοικεῖ γαμήσκει : Βοίβη λίμνη καὶ πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ : Βοιωτὸς τὸ ἔθνος
7696385 Βιστονος
Βίστονες δὲ ἀπὸ Βίστονος τοῦ υἱοῦ Ἄρεος . ? Βιστονίαἀπὸ Βιστόνος τοῦ Ἄρεος καὶ Καλλιρρόης τῆς Νέστου . ἀδελφὸς δὲ
, Πλατανιστών Πλατανιστῶνος . Πρόσκειται μὴ ὄντα ἐθνικά διὰ τὸ Βιστόνος : τοῦτο γὰρ ἐθνικὸν ὂν τρέπει τὸ ω εἰς
7696358 Ἀγορα
μέσα τοῦ Σκάφους καὶ τῆς Ἀχερουσίας λίμνης καὶ Κρήνη καὶ Ἀγορὰ καὶ τὰ μέσα τοῦ Τράγου τῆς δωδεκαώρου . τῷ
τῶν παρανομούντων . Ἐπίχαρμος : Ἀγρὸν τὴν πόλιν ποιεῖς . Ἀγορὰ λύκιος : ἐπὶ τῶν ταχέως πιπρασκομένων : ἐκ μεταφορᾶς
7695336 θρυλιχθη
, : θρυλίχθη : ὁ μὲν Ἀπίων συνεθραύσθη : ” θρυλίχθη δὲ μέτωπον ” . ἔνιοι δὲ παρεσύρθη , τινὲς
θρόνα ἄνθη : “ ἐν δὲ θρόνα ποίκιλλε . ” θρυλίχθη ὁ μὲν Ἀπίων συνεθραύσθη : “ θρυλίχθη δὲ πρόσωπον
7695112 κατοχου
τῆς ψυχῆς μετὰ πήξεως τοῦ παντὸς σώματος . εἴδη δὲ κατόχου τρία . ὁ μὲν γὰρ ὑπνώδης ὃς παράκειται τῷ
ζʹ περὶ κάρου . ηʹ περὶ κώματος . θʹ περὶ κατόχου . ιʹ περὶ ἀγρύπνου κώματος . ιαʹ περὶ φρενίτιδος
7693341 Πυδνα
Μετὰ δὲ τὸ Δῖον αἱ τοῦ Ἁλιάκμονος ἐκβολαί : εἶτα Πύδνα Μεθώνη Ἄλωρος καὶ ὁ Ἐρίγων ποταμὸς καὶ Λουδίας ,
ἐπιχειρεῖν . ὧν ὑπὸ Φιλίππου πεπόνθατε . καὶ πάλιν ἡνίκα Πύδνα , Ποτίδαια ] πρῶτον μὲν ἐν τάχει καὶ ἄνευ
7689122 Φαιστον
τῆς ἀναγνώσεως τῆς Τυραννίωνος . Β : . . . Φαιστόν τε Ῥύτιόν τε , πόλεις εὖ ναιετοώσας . .
ἔνθα νότος μέγα κῦμα ποτὶ σκαιὸν ῥίον ὠθεῖ , ἐς Φαιστόν , μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ ' ἀποέργει .
7687758 Ἀποδος
εἴ τι πρὸς ἡμᾶς ἐθέλοιεν ἢ ἀγνωμονεῖν ἢ βλακεύειν . Ἀπόδος τῇ πόλει χάριτας , ἥ σε τοσοῦτον ἔθηκεν ,
τῇ χειρί . γνώσομαι : Γνωρίσω . . ἀπότισον : Ἀπόδος , ἡττηθεῖσα τὸ συμπεφωνημένον . . ἀπόδος . Θ
7683010 θηκη
Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος , καὶ ἡ τοῦ σίτου θήκη . Πρόχυσις . τὸ ἀποσπεῖσαι . Πρόπολος . νεωκόρος
καὶ ἐρωτῶντος , τί σημεῖον ἔχει ἡ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ θήκη , ἀπεκρίθη : Ἔβησσεν . Κυμαῖος πύκτην ἰδὼν πολλὰ
7678257 αἱρησω
κατηγορήσας καταδίκης αἴτιός σοι γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω .
Ἀττικοί . οὐ χαιρήσεις ] οὐ χαίρων ἀπαλλάξεις . Γ αἱρήσω : διελέγξω : ἔλαβε δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ “
7678144 Σιδητης
Κιμώλου , ἀφ ' οὗ ἡ νῆσος . ὁ πολίτης Σιδήτης . τὴν δευτέραν συλλαβὴν ἔχει διὰ τοῦ η διὰ
τὸ δὲ Βαργυλιήτης καὶ Μασσαλιήτης τέτραπται . τὸ δὲ κωμήτης Σιδήτης λιμνήτης τρισύλλαβα . ἀπὸ τοῦ Αἰγινήτης Αἰγινητικός τὸ κτητικὸν
7677644 σκεπω
τὸ πρόσωπον καλύπτω ὑπ ' αἰσχύνης . . ἀντὶ τοῦ σκέπω ἐμαυτόν , ὡς ἀπορῶν δῆθεν . ἐκκαλύψειν δὲ ἀντὶ
οἷον , βλέπω : δρέπω : ἔπω : τρέπω : σκέπω : λέπω : νέπω τὸ ἐννέπω . Τὰ διὰ
7675546 χανος
ἀραρυίας τὰς φρένας . Χαῦνος . παρὰ τὸ χαίνω , χανὸς καὶ χαῦνος , ὡς φαίνω φανός . Χθές .
πολὺ λευκότερον . ὤεα δ ' ἔφη Ἐπίχαρμος : ὤεα χανὸς κἀλεκτορίδων πετεηνῶν . Σιμωνίδης ἐν δευτέρῳ ἰάμβων : οἷόν
7674540 Λοβων
παρ ' Ἀθηναίοις τὸ ἱερὸν τῶν Σεμνῶν , ὥς φησι Λόβων ὁ Ἀργεῖος ἐν τῶι Περὶ ποιητῶν [ . ̈
σοφὸν ἀστρονόμημα . τὰ δὲ γεγραμμένα ὑπ ' αὐτοῦ φησι Λόβων ὁ Ἀργεῖος [ . ̈ . ] εἰς ἔπη

Back