ἡ ἔρημος καὶ θηριώδης τῆς Λιβύης , ἐπὶ πολὺ μὲν παρεκτείνουσα , διὰ δὲ τὴν ἀνυδρίαν καὶ τὴν σπάνιν τῆς
ἄκρας κατὰ μῆκος εἰς τὸ πέλαγος ἄχρι τῆς Δωρίδος Ῥόδου παρεκτείνουσα καὶ πλείστοις σχεδὸν ὀχλοῖς ἀπ ' ἀρχῆς καὶ πόλεσιν
6793106 πεδιας
περιβολήν , ἢ ἁπλῶς ὅπλισιν , παρὰ τὸ ἔχειν . πεδίας . ἀπολογεῖται διὰ τὴν τῶν τόξων χρῆσιν : καὶ
περιβολήν , ἢ ἁπλῶς ὅπλισιν , παρὰ τὸ ἔχειν . πεδίας . ἀπολογεῖται διὰ τὴν τῶν τόξων χρῆσιν : καὶ
6493705 ἀνυδρος
ἐπὶ τὴν Κητίαν ἄκραν στάδιοι ιεʹ : ὕφορμός ἐστιν , ἄνυδρος δέ . Ἀπὸ τῆς Κητίας ἄκρας εἰς Διονυσιάδας στάδιοι
: τὰ δὲ κατύπερθε τῆς θηριώδεος ψάμμος τέ ἐστι καὶ ἄνυδρος δεινῶς καὶ ἔρημος πάντων . Ἐκείνους ὦν τοὺς νεηνίας
6464685 σπανιζουσα
' ἣν τὸ νίτρον φύεσθαι συμβέβηκεν , ἄσπορος οὖσα καὶ σπανίζουσα ναματιαίων ὑδάτων , τὴν πρόσοψιν ἔχει πελάγει παρεμφερῆ :
ἀνειλημμένην διτταῖς . Αὕτη δὲ εὔοινος , εὔοψος , σίτων σπανίζουσα διὰ τὸ τὴν χώραν εἶναι λυπράν . Οἱ δ
6355565 πελαγια
Μηκύβερνα κειμένη : ἑξῆς Τορώνη τοῖς τόποις ὁμώνυμος . Εἶτεν πελαγία Λῆμνος , Ἡφαίστου τροφός , ἣν ὁ Διονύσου πρῶτος
ἔχει πευκῶν : ἔπειθ ' † οὕτως μετ ' αὐτὴν πελαγία Ἀχιλλέως ἡ νῆσός ἐστι κειμένη . ἔχει δὲ πλῆθος
6269529 εὐυδρος
- θρωπον . Ἡ δὲ πόλις ξηρὰ πᾶσα , οὐκ εὔυδρος , κακῶς ἐρρυμοτομημένη διὰ τὴν ἀρχαιότητα . Αἱ μὲν
ὁ τόπος οὗτος ἐμφερὴς τῷ Ἄμμωνι , φοινικοτρόφος τε καὶ εὔυδρος , ὑπέρκειται δὲ τῆς Κυρηναίας πρὸς μεσημβρίαν : μέχρι
6146089 παρηκει
Παλλάντιον ἐκ Μαντινείας ἄγουσαν προελθόντι ὡς τριάκοντά που σταδίους , παρήκει κατὰ τοῦτο ἐς τὴν λεωφόρον ὁ τοῦ Πελάγους καλουμένου
δὲ ὄρος ἂν λέγοιτο , ὁ δὲ οὐρανὸς εὐρύς : παρήκει γὰρ τῇ γῇ . . . . ἐκ δέ
6129566 κωμηδον
Λυδῶν δὲ κατασπασάντων τὴν Σμύρναν περὶ τετρακόσια ἔτη διετέλεσεν οἰκουμένη κωμηδόν : εἶτα ἀνήγειρεν αὐτὴν Ἀντίγονος , καὶ μετὰ ταῦτα
τῇ ληγούσῃ καὶ Η ἐν τῇ παραληγούσῃ οἷον σωρηδόν , κωμηδόν , κρουνηδόν πλὴν τοῦ νοσφιδόν , ἀσπιδόν , πληνθιδόν
6112816 δαψιλης
αὐτόχθονας πηγὰς ἐχόντων , ἃς ἀνίησιν ἡ κακία πολύχυτος καὶ δαψιλὴς οὖσα τοῖς πάθεσιν . . . , . οὕτω
παρ ' αὐτοῖς . Κτήνη τε πολλὰ παμμιγῆ , καὶ δαψιλὴς ἡ τούτων νομή . Διὸ καλῶς ἔβλεψαν , ὅτι
6067412 Μηδικη
Μετὰ Λέσβιον ᾠδόν : ἐπὶ τῶν τὰ δεύτερα φερομένων . Μηδικὴ τράπεζα : ἐπὶ τῶν πολυτελῶν καὶ ἁβρῶν . Μὴ
, καὶ Μήδειοι λέγονται . ὁ Μηδικὸς ὀπός , ἡ Μηδικὴ βοτάνη . Στράβων „ φέρει δὲ σίλφιον ἡ χώρα
6057839 πεδινη
τῇδε χρὴ διαγινώσκειν περὶ τῶν ὑδάτων : ἡ μέν ἐστι πεδινή , ἡ δὲ λόφοι καὶ ὄρη : ἡ πεδινὴ
ἓξ τόπων τούτων , ἢ γὰρ ὀρεινή τίς ἐστιν ἢ πεδινή , ἢ ξηρὰ καὶ ἄνυδρος ἢ λιπαρὰ καὶ εὔυδρος
5957352 μεινασα
διακοσμοῖ , προθυμίᾳ δὲ πλείονι εἰς τὸ εἴσω δύοιτο μὴ μείνασα ὅλη μεθ ' ὅλης , ἄλλως τε καὶ δυνατὸν
εἶπεν : Ἀγαθῆς γυναικὸς ἔργον ἐποίησας , ὦ Οὐολουμνία , μείνασα παρὰ τῇ μητρί μου καὶ οὐκ ἐγκαταλιποῦσα τὴν ἐρημίαν
5925383 ὑψηλη
Ἀλφειοῦ ἀπιέναι . ἐν δὲ τῇ Λευκάδι ἄκρα μέν ἐστιν ὑψηλή , νεὼς δὲ Ἀπόλλωνι ἵδρυται , καὶ Ἄκτιόν γε
ἑξῆς οὕτως : ἔστι δέ τις ἐν τῇ Προποντίδι νῆσος ὑψηλή , ἀπέχουσα βραχὺ τῆς Φρυγίας κατὰ τὸ ῥεῦμα τοῦ
5909724 ἐστρωμενη
στηκῶος ἐστὶν , ὃν στήκουσιν εὐχώμενοι . Στράτα . ἡ ἐστρωμένη ὁδὸς καλεῖται τῇ Λατίνων φωνῇ . Τράπεζα . κατὰ
ἐκτείνουσα . διίστησι δὲ αὐτὰς ἀπ ' ἀλλήλων ὁδὸς ὕπαιθρος ἐστρωμένη λίθῳ κατὰ τὴν στοὰν τὸ εὖρος . ἔστι δὲ
5891636 ὀρεινη
κλῆμα βότρυος ἔχον : ὀφροκόρινθος ὄνομα τόπου : ὀφρυόεσσα , ὀρεινὴ , ἔνδοξος . ὀχμάζει λαμβάνει : κατὰ δὲ τὸ
μετὰ δὲ ταῦτα τῶν βαρβάρων ἀντιφθεγξαμένων συνήχησε μὲν ἡ σύνεγγυς ὀρεινὴ πᾶσα , τὸ δὲ μέγεθος τῆς βοῆς ὑπερῆρε τὴν
5884708 χωρη
ἀρχαί τε ἦσαν καὶ φόρων ἐπιτάξιες . Ἡ Περσὶς δὲ χώρη μούνη μοι οὐκ εἴρηται δασμοφόρος : ἀτελέα γὰρ Πέρσαι
ὧραι μεγίστας μεταβολὰς ποιέονται καὶ πυκνοτάτας , ἐκεῖ καὶ ἡ χώρη ἀγριω - τάτη καὶ ἀνωμαλωτάτη ἐστίν : καὶ εὑρήσεις
5877276 πολυανθρωπος
συνηχῶσι καὶ ὅλον τὸ σύστημα ἡμῶν , ὥσπερ ἐμμελὴς καὶ πολυάνθρωπος χορός , ἐκ διαφερόντων φθόγγων ἀνακεκραμένων ἓν μέλος ἐναρμόνιον
πόλις μία τῶν ὁμόρων καὶ ἡ ἐν κύκλῳ γῆ , πολυάνθρωπος μὲν ἡ πόλις , εὔχορτος δὲ καὶ εὔσταχυς καὶ
5819788 τετραμμενη
σταδίους μὲν εἴκοσιν Ἤλιδος καὶ ἑκατὸν ἀφέστηκε , κεῖται δὲ τετραμμένη τε πρὸς Σικελίαν καὶ ὅρμον παρεχομένη ναυσὶν ἐπιτήδειον :
ἀντὶ παθητικοῦ . αὐλὴ πρόσειλος : ἡ πρὸς τὸν ἥλιον τετραμμένη . καὶ τέγος πρόσειλον . ἀλλόκοτον : σημαίνει μὲν
5813880 παρατεταται
, τοῖς δ ' ὀκτὼ τοῖς λοιποῖς ἐκ τῶν δεξιῶν παρατέταται , δι ' ἃς εἶπον αἰτίας : ὅταν δὲ
μικρὸν δάκτυλον πέρας αὐτῆς ὀστῷ τινι συναρθροῦται κυβοειδεῖ προσαγορευομένῳ . παρατέταται δ ' ἐκ τῶν ἐντὸς μερῶν τῷ σκαφοειδεῖ ,
5800715 χωρα
οὐδὲ θυμῷ γενναίῳ χρωμένην : οἶον σῶμα παρειμένον ἐν μιᾷ χώρα κείμενον ἐκνενευρισμένον , οὐδὲ κινεῖσθαι ἔτι δυνάμενον : καὶ
δὲ ἐθνικὸν Ψιττακηνός διὰ τὸ ἐπιχώριον , καὶ Ψιττακηνή ἡ χώρα , ἧς καὶ Ἀριστοτέλης μέμνηται ἐν τοῖς θαυμασίοις .
5795938 Βρεττανικης
γάρ ἐστι καὶ διαφορητικῆς , εἰ ποθείη , δυνάμεως . Βρεττανικῆς τὰ φύλλα στυπτικά , καὶ ὁ χυλὸς δ '
λέγειν οὐδὲν μνήμης ἄξιον ἐρωτηθεὶς ὑπὸ τοῦ Σκιπίωνος περὶ τῆς Βρεττανικῆς , οὐδὲ τῶν ἐκ Νάρβωνος οὐδὲ τῶν ἐκ Κορβιλῶνος
5791861 διεζωσμενη
τῆς Ἑλλάδος ἀρχὴ κατὰ πολὺ ἀνερχομένη προσεγγίζει , διπλῇ θαλάσσῃ διεζωσμένη ἢ περιεχομένη , τῇ Αἰγαίᾳ δηλονότι καὶ τῇ Σικελικῇ
κατάπλεως , εὔδενδρος ἅπασα , λάσιος , ποταμοῖς καὶ πηγαῖς διεζωσμένη πρὸς ἄφθονον ὑδρείαν , ὡς ἐκ τῶν προπόδων ἄχρι
5734629 θαλαττα
ἥν φησιν ὁ Ἐρατοσθένης , ὅτι ἡ ἐφ ' ἑκάτερα θάλαττα ἄλλην καὶ ἄλλην ἐπιφάνειαν ἔχει : οὐδὲ γὰρ ἐπὶ
ἔθνη βάρβαρα πολλὰ καὶ μεγάλα . μετέχει δὲ τῆς λίμνης θάλαττα τρεπομένη καὶ πλήθη τῶν ἀφ ' ἑκατέρας τῆς ἠπείρου
5731938 διειργεται
Φανόδημός φησιν , ὑπὲρ τὸ Ἡράκλειον , ᾗ βραχεῖ πόρῳ διείργεται τῆς Ἀττικῆς ἡ νῆσος , ὡς δ ' Ἀκεστόδωρος
, τὰ δὲ ἔργα ὑστέρησεν ; οὐ τοσοῦτον ὦ Παυσανία διείργεται τῆς Πελοποννήσου ἥ τε Τρωὰς ἀκτὴ καὶ Κολωναί ,
5728366 διειλημμενη
ἡ γὰρ Ἰνδικὴ χώρα διάφορος οὖσα τῷ κάλλει καὶ πολλοῖς διειλημμένη ποταμοῖς ἀρδεύεταί τε πολλαχοῦ καὶ διττοὺς καθ ' ἕκαστον
: σταυροῖσι δὲ ἡ ἑκατέρωθεν οἰκοδομὴ τοῦ τείχους ὀρθοῖς ξύλοις διειλημμένη , ἅπερ σταυροὺς κέκληκε διὰ τὴν στάσιν , ἢ
5716801 αἰγιαλος
ἔχουσι , πέλαγος . Ἐπέδραμον : ἐπιτρέχουσιν . αἰγιαλοῖσι : αἰγιαλὸς παρὰ τὸ αἶα ἡ γῆ καὶ τὸ γείτων καὶ
* κρόκῃσι κρόκαις , αἰγιαλοῖς . κρόκη δὲ λέγεται ὁ αἰγιαλὸς ἀπὸ τοῦ κείρω τὸ κόπτω κερόκη καὶ κρόκη ,
5704854 φυεται
φύλλα γευομένῳ πυρωτικὰ ἰσχυρῶς καὶ δριμέα , ῥίζα ἄχρηστος . φύεται δ ' ἐν πεδίοις καὶ ἐν τραχέσι τόποις καὶ
τῶν τὰ ἀγαθὰ ἀγγελλόντων . Οὔ ποτε ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὔθ ' ὑάκινθος . Οὐδ ' ἴσασιν ὅσῳ πλέον
5700024 μεγαλη
πατρίδα καλῇ . ἐρεῖς δὲ ἐν τούτῳ ὅτι λαμπρὰ καὶ μεγάλη ἡ πατρὶς καὶ ἀξία ποθεῖσθαι , ἀλλ ' ὅμως
ἐνύδρων ὁ κροκόδειλος , τῶν δὲ ὑποπτέρων ἡ στρουθὸς ἡ μεγάλη , τῶν γε μὴν τετραπόδων ὁ ἐλέφας . Περὶ
5692758 ᾠκειτο
καὶ χιὼν πλείων πίπτει , τεκμήρια φέροντες ὡς τότε μὲν ᾠκεῖτο τὰ ὄρη καὶ ἔφερε καρπὸν καὶ τὸν σιτηρὸν καὶ
, παρ ' ᾗ τὸ ἀρχαῖον ἡ τῶν Ῥωμαίων μητρόπολις ᾠκεῖτο , οὔτε ὑετῶν γενομένων οὔτε νιφετῶν οὔτ ' ἄλλης
5681878 ταπεινη
κράσει σώματός τι ἐνδιδοῦσα ἐπιθυμεῖν ἢ ὀργίζεσθαι ἠνάγκασται ἢ πενίαις ταπεινὴ ἢ πλούτοις χαῦνος ἢ δυνάμεσι τύραννος : ἡ δὲ
πανυπερτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται . ” χθαμαλὴ μὲν γὰρ ἡ ταπεινὴ καὶ χαμηλή , πανυπερτάτη δὲ ἡ ὑψηλή , οἵαν
5662806 Λαοδικειας
ἑπτακοσίων καὶ τετταράκοντα σταδίων : ἐντεῦθεν δὲ ἡ Φρυγία διὰ Λαοδικείας καὶ Ἀπαμείας καὶ Μητροπόλεως καὶ * Χελιδονίων : ἐπὶ
ζημίας ἐκ τῶν πορθμικῶν διαλύεσθαι τελῶν . Μεταξὺ δὲ τῆς Λαοδικείας καὶ τῶν Καρούρων ἱερὸν ἔστι Μηνὸς Κάρου καλούμενον τιμώμενον
5660024 συνεβαλλετο
τῇ κόρῃ . Πρότερον μὲν οὖν ἐκ νευμάτων καὶ γέλωτος συνεβάλλετο τοῦτο , τότε δὲ ἐξ ἑωθινοῦ σκηψαμένη πρὸς Χρῶμιν
δήμου σωτηρίαν , ὅθ ' ἡ μὲν χώρα τὰ δένδρα συνεβάλλετο , οἱ δὲ τετελευτηκότες τὰς θήκας , οἱ δὲ
5648169 ἀοικητος
διακεκαυμένη καλουμένη : τετάρτη ἡ ἀντεύκρατος : πέμπτη νότιος , ἀοίκητος διὰ ψῦχος . Δοκεῖ δ ' αὐτοῖς τὴν μὲν
ἔχουσα τὸν ὑπὲρ γῆς ὁρίζοντα τῶι ὑπ ' αὐτήν , ἀοίκητος , διακεκαυμένη , Ἄρεος , ἑξηκοστῶν μὲν ηʹ ,
5643908 λυπρα
' ἔτους συγκομίζουσι τὰ ἐπιτήδεια καὶ ταῦτ ' ἔστιν ὅτε λυπρὰ καὶ οὐ πάνυ διαρκῆ διὰ πολλὰς βλαβέντα αἰτίας :
τῶν εὐτελῶν καὶ μηδὲν λυσιτελὲς ἐχόντων , παρόσον πετρώδης καὶ λυπρὰ καὶ διὰ τοῦτο πενιχρὰ ἡ Σκῦρος , οὐδὲν φέρουσα
5641841 Ἑλληνις
Ὀλόφυξος Ἑλληνὶς , Ἄκανθος Ἑλληνὶς , Ἄλαπτα Ἑλληνὶς , Ἀρέθουσα Ἑλληνὶς , Βολβὴ λίμνη , Ἀπολλωνία Ἑλληνίς . Εἰσὶ δὲ
, ἀλλ ' ὑπερτάτους Φρυγῶν . οὐ Τρῳὰς οὐδ ' Ἑλληνὶς οὐδὲ βάρβαρος γυνὴ τεκοῦσα κομπάσειεν ἄν ποτε . τὴν
5641681 πολλη
πράττειν : εἰ δ ' ἀσθενὴς εἴη καὶ ὠμότης ὑπόκειται πολλὴ , ταῖς ἀνατρίψεσιν ἀνάγκη προσκαρτερεῖν καὶ τοῖς ἠρέμα λεπτύνειν
ἀγαθά . ταῦτα δ ' ἀποδείξομεν . Παρὰ τῷδε Καλλίᾳ πολλὴ θυμηδία , ἵνα πάρα μὲν κάραβοι καὶ βατίδες καὶ
5636256 καλουμενη
ὀνομάτων ἕκτης , ἡ τὸ χωρίον δυναμένη ἄλογός ἐστιν ἡ καλουμένη δύο μέσα δυναμένη . Χωρίον γὰρ τὸ ΑΒΓΔ περιεχέσθω
φλέψ , κατὰ δὲ τὴν μέσην αὐτῆς κοιλίαν προσήρτηται ἡ καλουμένη ἀορτὴ φλέψ . φέρουσι δὲ καὶ εἰς τὸν πνεύμονα
5630644 τραχεια
ἐφεξῆς δ ' ἐστὶν αἰγιαλὸς λιθώδης , καὶ μετὰ τοῦτον τραχεῖα καὶ δυσπαράπλευστος ὅσον χιλίων σταδίων παραλία σπάνει λιμένων καὶ
καὶ ὄργανον μὲν τῆς φυσικῆς δυνάμεως ὁ πνεύμων , ἡ τραχεῖα ἀρτηρία , ὑπερῴα , ὄργανα δὲ τῆς διαλέκτου χείλη
5618444 Μυκωνος
διαβεβλημένων ἐπὶ σμικροπρεπείᾳ : παρὰ τὴν σμικρότητα τῆς νήσου τῆς Μύκωνος καὶ εὐτέλειαν . Μυκωνείων δίκην ἐπεισπέπαικεν εἰς τὰ συμπόσια
ἐπὶ γλισχρότητι καὶ σμικροπρεπείᾳ παρὰ τὴν σμικρότητα τῆς νήσου τῆς Μύκωνος καὶ εὐτέλειαν . Μύλλος πάντ ' ἀκούει : ἐπὶ
5610660 δασεια
ἡ χώρη ἐκείνη ἑλώδης ἐστὶ καὶ θερμὴ καὶ ὑδατεινὴ καὶ δασεῖα : ὄμβροι τε αὐτόθι γίγνονται πᾶσαν ὥρην πολλοί τε
τῇ νήσῳ Λευκή , περίπλους δὲ αὐτῇ σταδίων εἴκοσι , δασεῖα δὲ ὕλῃ πᾶσα καὶ πλήρης ζῴων ἀγρίων καὶ ἡμέρων
5564063 νησος
. μετὰ δὲ τὴν Λιπάραν εἰς τὸ πρὸς δυσμὰς μέρος νῆσός ἐστι πελαγία , μικρὰ μὲν τὸ μέγεθος , ἔρημος
οἱ δὲ κύριον , ὡς Τιμοσθένης φησίν . Κέῳ : νῆσός ἐστιν ἡ Κῶς , ὅθεν ἦν Ἱπποκράτης . Παρράσιον
5563431 κειμενη
λόγος τίς ἐστιν ἐν χρόνοις κείμενος ἢ ἀλογία ἐν χρόνοις κειμένη εἰρημένον ἀφορισμὸν ἔχουσα . Τῶν δὲ χρόνων οἱ μὲν
τὰ τῆς Πελοποννήσου προπύλαια καὶ ἡ δυοῖν θαλάσσαιν ἐν μέσῳ κειμένη πόλις , χαρίεσσα μὲν ἰδεῖν καὶ ἀμφιλαφῶς ἔχουσα τρυφημάτων
5545815 δυσορμος
τῆς . τόπων ] τῶν . βαιά ] μικρά . δύσορμος ] δυσλίμενος . ὁ φιλόχορος ] ὁ τοὺς χοροὺς
ταύτης τὸ πρὸ Ἀστακάπρων ἀκρωτήριον , ἡ Παπικὴ λεγομένη , δύσορμος οὖσα διά τε τὸν ῥοῦν τὸν περὶ αὐτὴν καὶ
5539525 Κυρνου
Μελίτης καὶ Γαύλου καὶ Κερκίνης . Περὶ τῆς Αἰθαλίας καὶ Κύρνου καὶ Σαρδόνος . Περὶ Πιτυούσσης καὶ τῶν νήσων τῶν
καὶ τῆς Κελτικῆς τὴν Ναρβωνῖτιν , τρίτην δὲ Σαρδὼ μετὰ Κύρνου , καὶ Σικελίαν τετάρτην , πέμπτην δὲ καὶ ἕκτην
5527626 Μαντινειας
Τεγέαν . τῇ δ ' ὑστεραίᾳ ὁ μὲν Ἀγησίλαος ἀπέχων Μαντινείας ὅσον εἴκοσι σταδίους ἐστρατοπεδεύσατο : οἱ δ ' ἐκ
Μαντινικήν , καὶ ἐστρατοπεδεύσατο ὑπὸ τοῖς πρὸς ἑσπέραν ὅρεσι τῆς Μαντινείας : καὶ ἐκεῖ ἅμα ἐδῄου τὴν χώραν καὶ ἐπόρθει
5511851 πετρωδης
προείλετο πρὸς γάμον συμπραττόντων ἐκείνων . οὕτω δ ' ἐστὶ πετρώδης ἡ νῆσος ὥστε ὑπὸ τῆς Γοργόνος τοῦτο παθεῖν αὐτήν
καὶ ἡδεῖα οὐδὲν ἀντίτυπον ἢ δύσβατον ἔχουσα , ἡ δὲ πετρώδης καὶ τραχεῖα πολὺν ἥλιον καὶ δίψος καὶ κάματον προφαίνουσα
5507878 ληφθεισα
καλὴν λεγομένην εἶναι λαμβάνει . ἡ δὲ Μιλησία ἡ νεωτέρα ληφθεῖσα ὑπὸ τῶν ἀμφὶ βασιλέα ἐκφεύγει γυμνὴ πρὸς τῶν Ἑλλήνων
πᾶσαν , πολὺ δ ' ἐστὶ κρατίστη Ῥηγίου ἀντιπέραν πορθμοῦ ληφθεῖσα θαλάσσης : οὐ μὴν ἀλλὰ κλέος γ ' ἀρετῆς
5506536 ὀλιγη
σχῆμα παίσατε , τῶν δ ' ἐτέων ἡ δεκὰς οὐκ ὀλίγη . ὁμοίως δὲ τοῦ δωδεκασυλλάβου ἕν τίκτεσθαι : βροντᾶν
τοῖς βλαστοῖς αὐτοῦ κἀν τοῖς φύλλοις ἡ στρυφνὴ ποιότης οὐκ ὀλίγη . Μηδίου ἡ μὲν ῥίζα αὐστηρά τέ ἐστι καὶ
5502663 ἁδρα
τραχύτηταϲ ἴϲχει κεγχραμίϲιν ὁμοίαϲ : δεῖ οὖν θρύπτειν αὐτὴν εἰϲ ἁδρὰ καὶ ἕψειν ἐν ὄξει μὴ κινοῦντα , ἕωϲ μηκέτι
κατελείφθη , καί ποτε καὶ ἕλμινς δι ' αὐτοῦ διῆλθεν ἁδρὰ , καὶ ἔφη , ὅτε πυρέξειε , χολώδεα ὅτι
5495356 Βορυσθενεος
ἐκ λίμνης , καὶ τὸ μεταξὺ τούτου τε καὶ τοῦ Βορυσθένεος νέμονται οἱ γεωργοὶ Σκύθαι , ἐκδιδοῖ δὲ ἐς τὴν
λέγοντες , λέγουσι δ ' ὦν , Δία τε καὶ Βορυσθένεος τοῦ ποταμοῦ θυγατέρα . Γένεος μὲν τοιούτου δή τινος
5492846 σιτοφορος
, ἄμπελοί τε ἐν αὐτῇ ἐπεφύκεσαν καὶ φοίνικες , καὶ σιτοφόρος ἦν : τὸ δὲ μῆκος [ ἦν ] τῆς
ἀγαθὰς ἔχει καὶ πολλάς , ἄδενδρος δ ' ἐστὶν ὡς σιτοφόρος : οὐδ ' αὖ φυτὰ μὲν ἱκανὴ παντοῖα θρέψασθαι
5484716 ἀνοδος
, πῶς καὶ τρίτην καὶ μέσην εἶπεν . ιαʹ γὰρ ἄνοδος , εἶτα ιβʹ νηστεία , εἶτα τρισκαιδεκάτη καλλιγένεια ,
μὲν γὰρ κάθοδος τὸ ἓν πολλὰ ποιεῖ , ἡ δὲ ἄνοδος τὰ πολλὰ ἓν ποιεῖ . καὶ ἄμεινον τὰ πολλὰ
5480837 ἀβαθης
ἀξύμφορον . ἡ δ ' ἐφ ' ἕνα ἐπὶ μετώπου ἀβαθὴς τάξις ἐς λεηλασίας ἀνυπόπτους ἐπιτήδειος , ἢ εἴ που
αὖ μηκῦναι τὸ μέτωπον ἐς ὀκτώ , ἔσται οὐ πάντη ἀβαθὴς ἡ φάλαγξ . τὴν δὲ εἰς ὀκτὼ εἰ ἐκτεῖναι
5478803 προποδων
καὶ πηγαῖς διεζωσμένη πρὸς ἄφθονον ὑδρείαν , ὡς ἐκ τῶν προπόδων ἄχρι τῶν κορυφῶν ὅλα τῶν ὀρῶν τὰ κλίματα δένδρεσι
κάλλιστα ὀρῶν ἁπάντων πεδίον δὲ ὑποπεπταμένον πάμφορον , ἀπὸ τῶν προπόδων ἑκατέρων εὐθὺς ἀρξάμενον , καί τινας λόφους τρεῖς πάνυ
5477205 ἡπατιτις
, ὥσπερ ἡ ἡπατίτις , καὶ αὐτὴ τοῖς πολλοῖς δυσεντερία ἡπατίτις καλουμένη , καὶ προσέτι ὁ διαβήτης , ὃς καὶ
τι ἕτερον περί τὴν χοληδόχον κύστιν γινόμενον , ὥσπερ ἡ ἡπατίτις , καὶ αὐτὴ τοῖς πολλοῖς δυσεντερία ἡπατίτις καλουμένη ,
5477111 ἠπειρου
. ἐντεῦθεν δὲ ἔτι πολλῆς νυκτὸς παραπλεύσαντες καὶ ἀφικόμενοι τῆς ἠπείρου ἐς Ἁρματοῦντα καταντικρὺ Μηθύμνης , ἀριστοποιησάμενοι διὰ ταχέων παραπλεύσαντες
ὅτι ὥσπερ ὁ εἰς θάλασσαν καθήκων τόπος ἔσχατος ὢν τῆς ἠπείρου ἀκτὴ λέγεται , οὕτω καὶ τὸ ἔσχατον τοῦ ἀλεύρου
5472173 εὐλιμενος
. Ἐκ Θώνιδος δὲ πλοῦς εἰς Φάρον νῆσον ἔρημον 〚 εὐλίμενος δὲ καὶ ἄνυδρος 〛 στάδια ρνʹ . Ἐν δὲ
κατὰ τοὺς κρυμοὺς ὥστε πεζεύεσθαι . ἅπας δ ' ἐστὶν εὐλίμενος ὁ στενωπὸς οὗτος . Ὑπέρκειται δὲ τῆς Κοροκονδάμης εὐμεγέθης
5470506 ἐρημος
ἀλλὰ καὶ ἄλλοις ἱκανὸς ὢν ἡγεῖ - σθαι , καταλείπεται ἔρημος θεοῦ , καταλειφθεὶς δὲ καὶ ἔτι ἄλλους τοιούτους προσλαβὼν
ἐκαλεῖτο , Σινωπέων καὶ αὕτη ἄποικος , καθ ' ἣν ἔρημος κειμένη παρήκει νῆσος Ἄρεως λεγομένη . Ἀπὸ οὖν Φαρνακίας
5465569 ἀποτομος
λέγουσιν ἄνδρα αὐτόχθονα εἶναι Φενεόν . ἔστι δέ σφισιν ἀκρόπολις ἀπότομος πανταχόθεν , τὰ μὲν πολλὰ ἔχουσα οὕτως , ὀλίγα
. ἡ μὲν δὴ πρώτη σφῶν ἐρυμνή τέ ἐστι καὶ ἀπότομος καὶ τειχήρης τὴν φύσιν ἀκρωνυχίαν ἐξαίρουσα πανόπτῃ Ποσειδῶνι ,
5460054 κεκλιμενη
μεσημβρίαν τε καὶ πρὸς νότον ἄνεμον [ τοῦ Ταύρου ] κεκλιμένη , ἡ δὲ ἐπ ' ἄρκτον τε καὶ ἄνεμον
μειλιχίης οἴηκα κυβερνητῆρα γαλήνης δάκτυλον ὀρθὸν ἔθηκεν ἐπὶ στόμα : κεκλιμένη δὲ δεξιτερὴν ἐπέτασσε καὶ ἐς Φαέθοντα δοκεύει , Ἄγγελον
5457587 Σικινος
ποιητὴν Ὅμηρον : ἀπὸ δὲ τῆς Ἴου πρὸς ἑσπέραν ἰόντι Σίκινος καὶ Λάγουσα καὶ Φολέγανδρος , ἣν Ἄρατος σιδηρείην ὀνομάζει
καὶ Σικημίτης . τοῦ δὲ Σίκημα τὸ ἐθνικὸν Σίκημοι . Σίκινος , νῆσος περὶ τὴν Κρήτην , ὡς Στράβων δεκάτῃ
5455345 βαθυτατος
ὁ Ἰνδός : ἵνα δὲ στενότατός τε καὶ διὰ στενότητα βαθύτατος ἐς τοὺς πεντεκαίδεκα ξυνάγεσθαι : καὶ ταῦτα πολλαχῇ εἶναι
Κανὴν , τῆς γῆς ἐπὶ πλεῖον ὑποχωρούσης , ἄλλος ἐκδέχεται βαθύτατος κόλπος , ἐπὶ πολὺ παρεκτείνων , ὁ λεγόμενος Σαχαλίτης
5448766 παχεια
λοιπὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐλευθεροῦνται . πολλάκις γὰρ ὕλη παχεῖα πλεονάζει ἐν τῷ σώματι , καὶ ταύτην ἤρξατο κενοῦν
ἐκκαλεῖ μολών . ἕλκων ἐφ ' αὑτὸν ὥστε καικίας νέφος παχεῖα γαστὴρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον . † ἀγνοεῖ †
5446655 Ὑρκανια
θάλαττα , ἣ καλεῖται Κασπία , εἰ δὲ βούλει , Ὑρκανία . Τί οὖν πρὸς λόγον ταῦτα ; οὐ γὰρ
μεταξὺ στόμα Ἀραβίας καὶ Καρμανίας σταδίων υʹ . Ἡ δὲ Ὑρκανία ἤτοι Κασπία θάλασσα , μηνοειδὴς οὖσα , κατὰ δέ
5434762 παρωκεανιτις
Σαντόνων πόλις ἐστὶ Μεδιολάνιον . ἔστι δ ' ἡ μὲν παρωκεανῖτις τῶν Ἀκυιτανῶν ἀμμώδης ἡ πλείστη καὶ λεπτή , κέγχρῳ
συχνὴ δὲ καὶ . . . τῶν ἐκτὸς ἡ μὲν παρωκεανῖτις ἡ πρόσβορρος ἀμοιρεῖ διὰ τὰ ψύχη , ἡ δ
5430092 Σογδιανη
ἑξακισχιλίους σταδίους : εἶθ ' ἡ Βακτριανή ἐστι καὶ ἡ Σογδιανή , τελευταῖοι δὲ Σκύθαι νομάδες . τὰ δ '
Στράβων ἑνδεκάτῃ „ πλησίον δὲ καὶ οἱ Σόανες „ . Σογδιανή , χωρίον περὶ τὴν Βακτριανήν , ἧς οἱ οἰκήτορες
5419127 Ἰνδικη
λόγῳ τοῦ Ῥοίτειον καὶ Σίγειον Δαριειεύς . Δαρσανία , πόλις Ἰνδική , ἐν ᾗ αὐθημερὸν ἱμάτιον ἱστουργοῦσι γυναῖκες , ὡς
Νάρδου ἐστὶ δύο γένη : ἡ μὲν γάρ τις καλεῖται Ἰνδική , ἡ δὲ Συριακή , οὐχ ὅτι ἐν Συρίᾳ
5414632 μεγιστη
εὐδαιμονεῖν . Θυμῷ χαρίζου μηδὲν ἄνπερ νοῦν ἔχῃς . Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ ' εὐσεβεῖν . Θεῷ μάχεσθαι
ἀκούσαντες ἐπεχείρουν ταράττειν τὸ πλῆθος καὶ θόρυβος καὶ κραυγὴ ἦν μεγίστη , τῶν μὲν ἀσήμως βοώντων , τῶν δὲ βουλομένων
5413406 Σαρδω
τὸ Τυρρηνικὸν πέλαγος μέχρι τῆς Λιγυστικῆς συχναί , μέγισται δὲ Σαρδὼ καὶ Κύρνος , μετά γε τὴν Σικελίαν : αὕτη
ἐκδύσεσθαι τὸν ἔχων κιθῶνα καταβήσομαι ἐς Ἰωνίην πρὶν ἄν τοι Σαρδὼ νῆσον τὴν μεγίστην δασμοφόρον ποιήσω . Ἱστιαῖος μὲν δὴ
5409962 βαθυγειος
ἡ πεδιὰς καὶ ὅσα κατεβλήθη σπέρματα , ἐπάρατος δὲ ἡ βαθύγειος τῆς ὀρεινῆς καὶ ὅσα γένη δένδρων ἡμέρων : ἐπάρατοι
ἡλίου ἐκκαίονται , ὡς μὴ δύνασθαι ῥιζῶσαι . Καὶ ἡ βαθύγειος δὲ γῆ , καὶ ἡ στερεὰ καὶ ἡ βαρεῖα
5399482 ἐπιφανεστατη
. τὸ ἐθνικὸν Ῥοδοπεύς ὡς Σινωπεύς . Ῥόδος , νῆσος ἐπιφανεστάτη . ἐκαλεῖτο δὲ Ὀφιοῦσσα . καὶ Αἰθραία , οἱ
εὔχυλος , εὐδιοίκητος , τροφώδης μέσως καὶ εὐέκκριτος . τρίγλα ἐπιφανεστάτη ὄψων , εὐστόμαχος , εὔχυλος , εὔστομος : πλακώδης
5397811 Αἰγαι
γηράσκειν . δʹ . Ἀντίοχον δὲ τὸν σοφιστὴν αἱ Κιλίκων Αἰγαὶ ἤνεγκαν οὕτω τι εὐπατρίδην , ὡς νῦν ἔτι τὸ
γὰρ τὴν Θέτιν , ὁ δὲ τὴν Ἀμφιτρίτην ἔγημεν . Αἰγαὶ δὲ νῆσός ἐστι πρὸς τῇ Εὐβοίᾳ , καὶ ἀπὸ
5390656 Περσικη
. τὸ ἐθνικὸν Σταμεναῖος καὶ Σταμένιος . Στάσις , πόλις Περσικὴ ἐπὶ πέτρης μεγάλης . ἣν εἶχεν Ἀντίοχος ὁ Σελεύκου
Καρδιανός , Ὀλβία Ὀλβιανός , Ἀδρία Ἀδριανός . Ἀρταία , Περσικὴ χώρα , ἣν ἐπόλισε Πέρσης ὁ Περσέως καὶ Ἀνδρομέδας
5387570 κατοικουμενη
τῆς Αἰγυπτιακῆς παραλίας ἡ Ῥόδος ἐστὶν , ὑπὸ Ἰηλυσίων ἀνδρῶν κατοικουμένη . Μετὰ ταύτην δὲ πρὸς τὴν ἀνατολὴν αἱ Χελιδόνιαι
ἀντὶ τοῦ κατοικῇ , καὶ τὸ πόλις ναιετάουσα ἀντὶ τοῦ κατοικουμένη . . ] φεῦ ἐμοί , τὰς στυγνὰς καὶ
5387429 ἰσθμος
ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν θάλασσαν ἔχων τόπος : εἴρηται δὲ ἰσθμὸς παρὰ τὸ ἐν στενῷ εἶναι , οἷον ἴστνος τις
τοὺς μετοίκους . πολλάκις δὲ καὶ συνεστράτευον τοῖς Ἀθηναίοις . ἰσθμὸς καὶ πορθμὸς διαφέρει . ἰσθμὸς μὲν γάρ ἐστι γῆς
5386133 στενη
, ἀργὴν τὴν ὁμιλίαν καὶ ἄναρθρον ποιεῖ : ἡ δὲ στενὴ καὶ μικρά , ἐπερείδεσθαι πρὸς τοὺς ὀδόντας μὴ σώζουσα
ὑπὲρ τῆς γῆς . κατὰ τοῦτο ἥ τε ὁδὸς μάλιστα στενὴ γίνεται καὶ τὸ μνῆμα Ἀρηιθόου λέγουσιν εἶναι , Κορυνήτου
5383183 χειροποιητος
ἰσθμὸν ἀναχωρήσεις : αὐτοφυὴς μὲν ὁ πρὸς ἑσπέραν ἀφορῶν , χειροποίητος δ ' ὁ πρὸς τὴν ἕω καὶ Βυζάντιον :
Σύβαριν οὖσαν τὸ ἀρχαῖον : ὁ δὲ ὅρμος ταῖς ναυσὶ χειροποίητος καὶ Ἀδριανοῦ βασιλέως ἐστὶν ἔργον . πρὸς δὲ τῷ
5380733 Λιβυη
* ὁρῶ δὲ ταύτας ἑπτὰ παρθένους τινάς . * * Λιβύη μὲν ἡ γῆ πᾶσα κλῄζεται , ξένε , οἰκοῦσι
τὴν λευκὴν λέγει παρὰ τὴν ἄσβεστον . τοιαύτη γὰρ ἡ Λιβύη λευκόγειος . τελεσφορίην : ἑορτήν , θυσίαν . κρόκος
5376106 ψαμμωδης
, τὴν οἱ νομάδες νέμουσι , ἐστὶ ταπεινή τε καὶ ψαμμώδης μέχρι τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ , ἡ δὲ ἀπὸ τούτου
Γάζα τῆς μὲν θαλάσσης εἴκοσι μάλιστα σταδίους , καὶ ἔστι ψαμμώδης καὶ βαθεῖα ἐς αὐτὴν ἡ ἄνοδος καὶ ἡ θάλασσα
5371877 Μαιητιν
τάφρον ὀρυξάμενοι εὐρέαν κατατείνουσαν ἐκ τῶν Ταυρικῶν ὀρέων ἐς τὴν Μαιῆτιν λίμνην , τῇ πέρ ἐστι μεγίστη : μετὰ δὲ
μεγάλης ὁρμώμενος , ἐκδιδοῖ δὲ ἐς μέζω ἔτι λίμνην καλεομένην Μαιῆτιν , ἣ οὐρίζει Σκύθας τε τοὺς βασιληίους καὶ Σαυρομάτας
5368103 ὁδος
χωρίου τοῦ τ ' ἐμοῦ καὶ τοῦ τούτων τὸ μέσον ὁδός ἐστιν , ὄρους δὲ περιέχοντος κύκλῳ τοῖς χωρίοις τὸ
ἥλιον ἰόντι ἀνίσχοντα ὄρους ἐστὶν ἄκρα Γερόντειον καὶ κατὰ ταύτην ὁδός : Φενεάταις δὲ ὅροι πρὸς Στυμφαλίους τῆς γῆς τοῦτό
5359469 προσφιλεστερα
τὰ χαλεπὰ τῶν ἀλλήλους φυλαττόντων ; ποία μὲν τοῖς πολίταις προσφιλεστέρα πόλις ; ποία δὲ τιμιωτέρα τοῖς ξένοις ; ποία
οὐδ ' ἂν μεταγνοίη ἔτι ἤδη εἰθισμένη καὶ τῷ χρόνῳ προσφιλεστέρα γενομένη . Εἰ δὲ τὰς καθ ' ἕκαστον ψυχὰς
5355138 Λιβυης
περ μάλ ' ἐόντα ὠμηστῆρα ῥιφέντα πολυτμήτοισι φόνοισι . Ἱπποβότου Λιβύης δ ' ἐπὶ τέρμασι πουλὺς ἀλᾶται ἄσπετος οὐλόμενος στρατὸς
, τοῖς τε τῆς Εὐρώπης ἄκροις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Λιβύης , ὧν τὰ μὲν Ἴβηρες ἔχουσι τὰ δὲ Μαυρούσιοι
5349880 οἰκειται
: λόγου δὲ ὡς τὸ ὁ οἶκος οὗτος βεβαίως οὐκ οἰκεῖται , λέγω δὲ ὡς οἱ μένοντες ἐν τούτῳ ταχέως
ἐκτεινόμενον τῆς Μαυρουσίας τὸ ἀπὸ τῶν Κώτεων μέχρι καὶ Σύρτεων οἰκεῖται καὶ αὐτὸ καὶ ἄλλα παράλληλα αὐτῷ κατ ' ἀρχὰς
5348076 τεταπεινωμενων
περὶ ἐκείνας εὐδαιμονίαν εἰς αὑτὰ μεταθέντων , καὶ τῶν μὲν τεταπεινωμένων , τῶν δὲ τὰς γνάθους φυσώντων ἀγανακτεῖ τις ,
διὰ τὴν περὶ τὸ Δήλιον συμφοράν , τῶν δὲ Λακεδαιμονίων τεταπεινωμένων τῇ δόξῃ διὰ τὴν ἅλωσιν τῶν ἐν τῇ Σφακτηρίᾳ
5347266 συνηρεφες
εὐχρηστίαν πολὺ τοὺς ἄλλους ὑπερέχων : παρήκει γὰρ αὐτὸν ὄρος συνηρεφές , κυκλούμενον πανταχόθεν ἐπὶ σταδίους ἑκατόν , εἴσπλουν δ
ποταμῷ χῶμα μέγα , ἄχρι κορυφῆς τοῖς ἀειθαλέσι τῶν δένδρων συνηρεφές : ἐπ ' ἄκρῳ μὲν οὖν εἰκών ἐστι χαλκῆ
5336448 Σικυωνιας
συνάγων καὶ κτώμενος ἀπέστελλεν . Ἤνθει γὰρ ἔτι δόξα τῆς Σικυωνίας μούσης καὶ χρηστογραφίας , ὡς μόνης ἀδιάφθορον ἐχούσης τὸ
! ? . . . . Βουφία : κώμη τῆς Σικυωνίας . Ἔφορος κγ . τὸ ἐθνικὸν Βουφιεύς . .
5333177 Λιγυστικης
ὁ περὶ ἀνέμων γεγραφώς . ἔστι καὶ ἑτέρα πόλις τῆς Λιγυστικῆς . ἐθνικὸν Μεδμαῖος . Μεδυλλία , πόλις , Ἀλβανῶν
καλουμένης Γαλατίας τὴν πεδιάδα διεξιὼν ἐποιήσατο τὴν πορείαν διὰ τῆς Λιγυστικῆς . Οἱ δὲ ταύτην τὴν χώραν οἰκοῦντες Λίγυες νέμονται
5332937 ἐκτεινομενη
υ , ἐπεὶ εὑρέθη , φησί , καὶ ἡ εὐθεῖα ἐκτεινομένη : „ Φόρκυς αὖ Φρύγας ἦγε „ : ἐκεῖ
Γαλλία ἡ Τογάτα ὑπέρκειταί τε αὐτῶν τῶν ὀρέων μέχρι Ῥαουέννης ἐκτεινομένη , καὶ ἔχει πόλεις τάσδε : Πλακεντίαν λαʹ γʹʹ
5330959 κατοικειται
τῆς χώρας αὐτῶν δέον ἐστὶν εἰπεῖν . ἡ τοίνυν Γαλατία κατοικεῖται μὲν ὑπὸ πολλῶν ἐθνῶν διαφόρων τοῖς μεγέθεσι : τὰ
ὅση μὴ ἀνέμβατός ἐστιν , ἀλλ ' ὑπ ' ἀνθρώπων κατοικεῖται , πάσης δὲ κρατεῖ θαλάσσης , οὐ μόνον τῆς
5330147 καταρρυτος
νοτερά , νότιος , ἔννοτος , ἐννότιος , λιβάζουσα , κατάρρυτος , πηγάζουσα . αὖραι , πνοαί , πνεύματα ζεφύρια
γὰρ παντοῖον πλοῦτον τοῖς ἀνδράσι τοῖς ἀεννάοις ποταμοῖς ἔνθα κἀκεῖσε κατάρρυτος ἡ γῆ αὔξειἀεννάοις δὲ τοῖς ἀεὶ ῥέουσιν . ἀληθῶς
5327320 Ταπροβανη
ἡ ἐκτὸς Γάγγου ποταμοῦ Σινῶν χώρα : πίναξ ιβʹ . Ταπροβάνη ἡ νῆσος . Ὁμοῦ καὶ αἱ τῆς Ἀσίας ἐπαρχίαι
αὖ Κίτιόν τε καὶ ἱμερόεσσα Λάπηθος νῆσος τετράπλευρος , ἁλιστέφανος Ταπροβάνη , θηρονόμος πέπληθεν ἐϋρρίνων ἐλεφάντων . † οἱ δὲ
5321381 Μουζα
τελευταιοτάτῳ τῶν εὐωνύμων τούτου τοῦ πελάγους ἐμπόριόν ἐστι νόμιμον παραθαλάσσιον Μούζα , σταδίους ἀπέχον τοὺς πάντας ἀπὸ Βερνίκης , παρ
. . . . . . οδ δʹ ιδ Ϛʹ Μούζα ἐμπόριον . . . . . . . .
5320314 νεμομενη
εἶχε αὐτὴ τοῦ παιδὸς τὰ γέρεα ἐν Κυρήνῃ καὶ τἆλλα νεμομένη καὶ ἐν βουλῇ παρίζουσα : ἐπείτε δὲ ἔμαθε ἐν
πεδίον . ὅθεν λεῖα , ἡ τῶν τετραπόδων κτῆσις ἡ νεμομένη τὰ λήϊα . Λαγὼς καὶ λαγωὸς , παρὰ τὸ
5318814 παραπλους
θαλάττῃ : εἶτα Χαραδροῦς ἔρυμα καὶ αὐτὸ ὕφορμον ἔχον καὶ παράπλους τραχὺς Πλατανιστῆς καλούμενος : εἶτ ' Ἀνεμούριον ἄκρα καθ
τοῦτον δὲ ῥεῖν λέγουσιν ἐξ Αἰτωλίας . Ὁ πᾶς δὲ παράπλους οὐδ ' ὅλης ἔσθ ' ἡμέρας . Οὗτοι κατοικοῦσιν
5318712 διωρυχων
αὐτῆς ῥέουσι οὐ πολλῷ τεῳ ἀριθμὸν ἐλάσσονες τῶν ἐν Αἰγύπτῳ διωρύχων . Ὅσοι δὲ ὀνομαστοί τέ εἰσι αὐτῶν καὶ προσπλωτοὶ
κατατέτμηται [ ἐς ] διώρυχας : καὶ ἡ μεγίστη τῶν διωρύχων ἐστὶ νηυσιπέρητος , πρὸς ἥλιον τετραμμένη τὸν χειμερινόν ,
5318355 συμπασα
ἐστὶν ἱδρυμένα τῷ θεῷ καὶ πόλεις τινὲς οὕτως ὥσπερ ἡ σύμπασα τότε ἀκτὴ ὀνομαζόμεναι χῶροί τε πολλοὶ τοῦ δαίμονος ἐπώνυμοι
ἀναγκαίως αὐτῷ παρέλκεσθαι , ὅτι κατὰ τὸν Τρωικὸν πόλεμον οὔπω σύμπασα ἐκαλεῖτο ἑνὶ ὀνόματι ἡ Ἑλλάς , καὶ ὅτι περαιοῦσθαι
5311181 τετραπλευρος
τινα κατάπληξιν παρέχονται τοῖς θεωμένοις . ἡ μὲν γὰρ μεγίστη τετράπλευρος οὖσα τῷ σχήματι τὴν ἐπὶ τῆς βάσεως πλευρὰν ἑκάστην
καὶ τοῖσιν ἀεικέα λυγρὰ πιφαύσκει . Ζεὺς δ ' ὅτε τετράπλευρος ἄνω χθονὸς εἴδετ ' ἰοῦσαν ἠύκερον Μήνην τότε κεν
5308596 ἀοικητου
παρελθεῖν , ὡς ἂν ἐκ τῆς ἐναντίας ζώνης διὰ τῆς ἀοικήτου φερομένου τοῦ ποταμοῦ . μαρτυρεῖν δὲ τούτοις καὶ τὴν
καὶ διατοῦτο ἔθνος Αἰθιοπικόν , ὡς παρακεῖσθαι μακρὸν ἀγκῶνα τῆς ἀοικήτου . . λέγει δὲ τὴν διακεκαυμένην . . αὐλὼν
5301862 αὐξηθεισα
ὅσον ἀμφοτέραις ηὐξήθη ταῖς ποιότησιν . ἐπὶ πλεῖστον δ ' αὐξηθεῖσα τοῖς σηπεδονώδεσιν ἑτοίμως ἁλίσκεται νοσήμασιν , ὅτι κακόχυμος ἑτοίμως
πρότερον ὑπὸ Κάλχαντος : ὕστερον δὲ καθ ' αὑτὴν ἔμεινεν αὐξηθεῖσα ἐκ τοῦ πολιτεύεσθαι νομίμως , ὥστε καὶ δισμυρίανδρός ποτε
5283964 ἰλυν
κανθοὺς κάτω σανίδας προσήλωσεν , ὅπως οἱ τροχοὶ ἐς τὴν ἰλὺν τοῦ ποταμοῦ μὴ καταδύοιντο : ἄνδρας δὲ ἐρρωμενεστάτους τὰ
ὑπερανεστηκότες τόποι . λέγεται δὲ πρόσχωμα κἀκεῖνο ἔνθα καταρρέον ὕδωρ ἰλὺν περιττὴν καὶ ψάμμον τίθησι σωρηδόν . . ἐνταῦθα ἤγουν

Back