ἐν οὐρανῷ σφαίρας καὶ ζῴων καὶ φυτῶν διαφορὰς καὶ τὸ παμποίκιλον ὕφασμα , τουτονὶ τὸν κόσμον , ἀπίδω . τὸν | ||
παμπάλαιον , πάμμεγα παμμέγεθες , παμπληθές πάμπολυ , πάμμηκες , παμποίκιλον , παντοδαπόν , παντοῖον , πανσέληνος , παναρμόνιον , |
νομέας συνδιέφθειραν πολλάκις , καὶ ἔχουσι δεῖπνον ἄφθονόν τε καὶ ἀμφιλαφές . Ταῖς ἀφύαις ὁ πηλὸς γένεσίς ἐστι : δι | ||
καὶ δασυτέρα καὶ πικρά . Κρῆθμον θαμνῶδές ἐστι βοτάνιον , ἀμφιλαφές , περὶ πῆχυν τὸ ὕψος , φυόμενον ἐν πετρώδεσι |
ἐκ θρόνων χωρίζεται . ἐγὼ δ ' ἐσεῖδον γῆν ἅπασαν ἔγκυκλον καὶ ἔνερθε γαίας καὶ ἐξύπερθεν οὐρανοῦ , καί μοί | ||
τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον , ἕτερα θ ' ὅς ' οὐδεὶς |
δὲ Ἀλαζώνων οἰκέουσι Σκύθαι ἀροτῆρες , οἳ οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι [ τὸν ] σῖτον ἀλλ ' ἐπὶ πρήσι . | ||
νοῦν οἴσει : Παθὼν δέ τε νήπιος ἔγνω . Ἄλλοι σπείρουσι , ἄλλοι δὲ ἀμήσονται . Ἄρκτου παρούσης ἴχνη ζητεῖς |
' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρόν , κατῃσίμωσα | ||
' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρὸν κατῃσίμωσε πῶμα |
ἢ ἔτι καὶ φοινίσσον : τὸ ξανθίζον φῦκος , ἤγουν φυκίον τῆς θαλάσσης , καταμίσγεο , καὶ ἡ καυκαλὶς δὲ | ||
πρινίνων ἁλουργίσι περιβάλοι καὶ τῷ ἄλλῳ κόσμῳ τῷ ἑταιρικῷ καὶ φυκίον ἐντρίβοι καὶ ψιμύθιον τῷ προσώπῳ . Ἡράκλεις ὡς καταγέλαστον |
. Καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς καύσεως τοῦ κηρίου εὐωδία καὶ ἔπλησε τὸν θάλαμον . Καὶ εἶπε πρὸς τὸν ἄνθρωπον Ἀσενέθ | ||
ὧν ἑαυτὸν ἦν θεὸν στήσας κάτω , ἀνθ ' ὧν ἔπλησε γῆν σφαγῆς μιασμάτων , ἀνθ ' ὧν ὑπῆρξεν εὑρετὴς |
γὰρ ὅταν ὀργίζηται ἵππος ἵππῳ ἢ ἐν ἱππασίᾳ θυμῶται , εὐρύνει μᾶλλον τοὺς μυκτῆρας . καὶ μὴν κορυφὴ μὲν μείζων | ||
ἐκ πολλοῦ τοῦ περιόντος διαναστὰς πρὸς ὕψος τὰ μὲν στέρνα εὐρύνει , τὸ δὲ στόμα διοίξας ὁλκοῦ πνεύματος ῥύμῃ βιαιοτάτῃ |
τῇ κεφαλῇ : ταινία δὲ , στενόν τι καὶ ἐπίμηκες ὕφασμα , κοινότερον δὲ εἰπεῖν , φασκία . 〛 κοτίνῳ | ||
ὁ εὐδιάχυτος , καὶ ἐπιβόλαιον λιτόν , ποτὲ δὲ λεπτὸν ὕφασμα . ἐγγαστρίμυθος ὁ ἐν γαστρὶ μαντευόμενος : τοῦτον καὶ |
, κιττοῦ καὶ μυρρίνης καὶ δάφνης ἐς ταὐτὸ συμπεφυκότων καὶ σύσκιον ἀκριβῶς ποιούντων αὐτό . . . . . . | ||
σελίνῳ ἐστεφανωμένον . ἀλλ ' εἰ δοκεῖ , εἰς τὸ σύσκιον ἐκεῖσε ἀπελθόντες καθίσωμεν ἐπὶ τῶν θάκων , ὡς μὴ |
ἄλλους δέ τινας κόσμους ὀνομάζουσιν οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι , λῆρον , ὀχθοίβους , ὄλεθρον , ἑλλέβορον , πομφόλυγας , βάραθρον , | ||
κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , ὄλεθρον τὸν |
Ἄκις διὰ τῆς Σικελίας ῥεῖ : οὗτος τοῦ μὲν θέρους ἰλυῶδες ἔχει ὕδωρ , τοῦ δὲ χειμῶνος καλόν τε καὶ | ||
ὑπῆλθέ τι ὕφαιμον , οἷον μυξῶδες , καὶ πάλιν οἷον ἰλυῶδες , μετὰ δὲ , πρασοειδέα σφόδρα καὶ μέλανα . |
βρῶμά τι πολτῶδές φασιν εἶναι . | πρόμαλον φώξας : πρόμαλόν ἐστιν εἶδος φυτοῦ , οὗ μέμνηται καὶ Εὔπολις ἐν | ||
βρῶμά τι πολτῶδές φασιν εἶναι . | πρόμαλον φώξας : πρόμαλόν ἐστιν εἶδος φυτοῦ , οὗ μέμνηται καὶ Εὔπολις ἐν |
τῆς λογικῆς πηγῆς [ εἰς καθαρὸν ] ἐπὶ ψυχὴν φέρεσθαι νᾶμα λείως , ἐπειδήπερ αἱ συνεχεῖς καὶ ἐπάλληλοι τροφαὶ κατακλύζουσαι | ||
τοξεύμασιν νεκρῶν ἅπαντ ' Ἰσμηνὸν ἐμπλήσω φόνου , Δίρκης τε νᾶμα λευκὸν αἱμαχθήσεται . τῶι γάρ μ ' ἀμύνειν μᾶλλον |
οἷον διὰ τί ἡ λίθος ἡ μαγνῆτις ἕλκει καὶ τὸ ἤλεκτρον καὶ ἡ σικυῖα ; πάντων γὰρ τὸ αὐτὸ μέσον | ||
ποτὲ ἄργυρον διὰ τὸν χρυσὸν , ποτὲ χαλκὸν διὰ τὸ ἤλεκτρον , ποτὲ μόλυβδον διὰ τὸν μόλυβδον . Αὕτη ἡ |
Αἰγύπτου θύσειν τῷ θεῷ „ φησί , τὰς ἀρετάς , ἄμωμα καὶ πρεπωδέστατα ἱερεῖα , ἃ βδελύττεται πᾶς ἄφρων . | ||
χειροτονεῖν τὸ ἔργον , οὓς ἔνιοι μωμοσκόπους ὀνομάζουσιν , ἵνα ἄμωμα καὶ ἀσινῆ προσάγηται τῷ βωμῷ τὰ ἱερεῖα , τὰς |
νηδύϊ μὲν πόσιος γόνιμον θορὸν ἀείρασα , δεξαμένη μορφὴν δὲ πολύχροον ὀφθαλμοῖσι . τοῖά νυ κἀκεῖνοι , τοῖσιν δόνακες μεμέληνται | ||
τῶν πτερῶν : σκέπην γὰρ κἀκεῖνος ἑαυτῷ διανίστησι ποικίλην καὶ πολύχροον ἐν χρυσέῳ τῷ ὄμματι καὶ σμαραγδίνῳ πορφυρίζουσαν . Καὶ |
δέ τι καὶ ῥυπτικόν . Δορύκνιον ὅμοιόν ἐϲτι τῇ κράϲει μήκωνι καὶ μανδραγόρᾳ ψῦχον ἀμέτρωϲ : ναρκοῖ μὲν γὰρ ὀλίγον | ||
μέλανα καθάπερ σηπία ἀλλ ' ὑπέρυθρον , ἐν τῷ λεγομένῳ μήκωνι . ὁ δὲ μήκων κεῖται ἐπάνω τῆς κοιλίας οἱονεὶ |
” ἐπὶ τελευτῇ δὲ τοῦ λόγου διαβάλλων τὴν πόλιν ὡς πνιγηρὸν οἰκητήριον τὸ ἐπὶ πᾶσιν ὧδε ἀνεφθέγξατο : ” ἀλλ | ||
τὸ θέρος ψυχρὰ γίνηται ἥ τε ὄπωρα γίνεται καὶ μετόπωρον πνιγηρὸν καὶ οὐκ ἀνεμῶδες . Οἱ πρῖνοι ἐὰν εὐκαρπῶσι χειμῶνες |
, ἀποδιώκουσι τὰ θηρία . τινὲς ὀπὸν καὶ ἔλαιον ἑψήσαντες χρίουσι τὰ πρέμνα τῶν ἀμπέλων , ἀπὸ τοῦ πυθμένος ὀλίγον | ||
ἀφροδίτην μᾶλλον . ἕτεροι δὲ πεπέριδι καὶ μέλιτι τὰ αὐτὰ χρίουσι , νίτρῳ δὲ ἄλλοι καὶ κνίδης καρπῷ : σμυρνίῳ |
νεφέλας καὶ λευκώματα καὶ τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις ἀποσμήχει καὶ ἀποκαθαίρει . ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς λεπτομερὴς ὢν καὶ θερμαγωγός | ||
χεῖρα ἀποψώμενον , ὅταν δὲ τούτων τινὸς θίγῃς , εὐθὺς ἀποκαθαίρει τὴν χεῖρα εἰς τὰ χειρόμακτρα , ὡς πάνυ ἀχθόμενος |
ἔρευθος δὲ κυρίως τὸ αἷμα παρὰ τὸ ἐρυθρὸν εἶναι : κόκκινον γάρ . Φοινίσσει : ἐξανθεῖ , βάπτει , μελαίνεται | ||
Ἕρμιππον καὶ τὸν Σιμέρμωνα τὸν τούτου ὑποκριτήν . ἔρυθρον ] κόκκινον . . , βεβαμμένον κοκκίνῳ . τοῖς παιδίοις ] |
* ἠερόεσσαν : μέλαιναν σκοτεινήν ἄνθεσι δὲ χαλκοῦ ἀντὶ τοῦ χαλκάνθῳ , ἣν νῦν φασι καλακάνθην . ἄνθεος δέ ἐστιν | ||
' ἄλλοις τε πολλοῖς μισγομένοις καὶ κισήρει ἢ μαρμάρῳ ἢ χαλκάνθῳ : καταληψόμεθα δὲ τὴν μὲν κίσηριν καὶ μάρμαρον καὶ |
μὲν φύλλον ἐγγὺς τοῦ τῆς ἰτέας , πολύοζον δὲ καὶ πολύφυλλον καὶ τὸ δένδρον ὅλως μέγα : τὸν δὲ καρπὸν | ||
' ἐπικηρότατον ὁ πίσος : πρὸς μὲν τὰς ἐρυσίβας ὅτι πολύφυλλον καὶ χαμαισχιδὲς καὶ εὐαυξές : συμπληροῖ γὰρ τὸν τόπον |
[ ] λᾱλ ? [ . . . ἀχαΐνην στέατος ἔμπλεων τράγον . ἦλθ ' ἦλθε χελιδὼν καλὰς ὥρας ἄγουσα | ||
δεσμοῖς ὑπὸ Ἐρινύων . εἶναί τε πάντα τὸν ἀέρα ψυχῶν ἔμπλεων : καὶ τούτους τοὺς δαίμονάς τε καὶ ἥρωας νομίζεσθαι |
αὖθις ἐν τῷ ὑάλῳ . Μετὰ ταῦτα λαβὼν ζωκάρους , ἔμβαλον ἐν τριβλίῳ καθάρῳ : τρίψον στύψιν ὀλίγην : ἐπίρρανον | ||
. Πρὸς ὦτα πυοῤῥοοῦντα . ] Στυπτηρίαν ὑγρὰν ἀνεὶς ὕδατι ἔμβαλον εἰς ὑέλινον ἀγγεῖον καὶ λειάνας ἔνσταζε . [ εʹ |
ἐλύπησεν αὐτοὺς τὸ δῆγμα οὐδέν . δεῖ δὲ εἶναι τὸν κιττὸν ἄγριον . Λέοντα δὲ νοσοῦντα τῶν μὲν ἄλλων οὐδὲν | ||
, δεικνύντας τεκμήρια τὴν ἀγρίαν ἄμπελον παρὰ μόνοις φυομένην καὶ κιττὸν καὶ δάφνην καὶ μυρρίνην καὶ πύξον καὶ ἄλλα τῶν |
μαστάζειν γενύεσσιν , ἀμελγόμενος δ ' ἀπὸ χυλόν τύμμασιν ἡμίβρωτα βάλοις ἔπι λύματα δαιτός ὄφρα δύην καὶ κῆρα κατασπέρχουσαν ἀλύξῃς | ||
τερεβινθίνης # δ . εἰ δὲ # δ τοῦ κηροῦ βάλοις καὶ ῥητίνης # α , ἔσται πρὸς τὰ μὴ |
. τί δὲ καὶ Διομήδους καὶ Αἴαντος καὶ Ἀχιλλέως γενναιότερον ἀείρει τὸ δέπας ὁ τῇ ἡλικίᾳ προβεβηκὼς Νέστωρ , φησὶ | ||
χαῖται ῥώοντ ' ἐσσυμένοιο , κάρη δ ' εἰς ὕψος ἀείρει φυσιόων μάλα πολλά , νόος δ ' ἐπιτέρπετ ' |
τὸ θέαμα . δύο μὲν οἱ μέγιστοι κύκλοι σανίδι καὶ γόμφοις συναπτόμενοι , ὥστε ἕνα τοῖς ἔξωθεν θεωμένοις δοκεῖν εἶναι | ||
. ἐπειδὰν οὖν οὗτος ἐν ἐλύματι πήξῃ τὸν γύην καὶ γόμφοις ἑνώσας αὐτὸν πρὸς τὸν γύην τὸ ἔλυμα ἁρμόσῃ , |
ἐγεννήθησαν , ἐτράφησαν , εἰς φῶς προῆλθον . Στάζει : ἐπιβαίνει , ἐμβάλλει , ἐπιφέρει . γλυκερόν : εὐφρόσυνον . | ||
τῷ κατὰ φύσιν ἀκολουθεῖν λόγῳ . οἷον τὰ μὲν ὄπισθεν ἐπιβαίνει , ὡς ἵππος ὄνος αἲξ βοῦς ἔλαφος καὶ τὰ |
τὸ πρόσωπον πλὴν αὐτῶν τῶν ὀφθαλμῶν , ἔρχονται ἐπὶ τὴν κασίην : ἡ δὲ ἐν λίμνῃ φύεται οὐ βαθέῃ , | ||
, ἀμφὶ δὲ τοῦτο εἵματα κυκλόσε τιθέναι : ὑποθυμιῇν δὲ κασίην , κιννάμωμον , σμύρναν , ἴσον ἑκάστου , ἐν |
ἱερὸν βότρυν ἀναδρομαί ἄρκτος τῆς κροταλισάσης ἁλκυόνες αἳ παρ ' ἀενάοις θαλάσσας κύμασι τέγγουσαι νοτίοις πτερῶν ῥανίσι χρόα δροσιζόμεναι . | ||
φησί : τίς κεν αἰνήσειε νόῳ πίσυνος Λίνδου ναέταν Κλεόβουλον ἀενάοις ποταμοῖς ἄνθεσί τ ' εἰαρινοῖς ἀελίου τε φλογὶ χρυσέας |
ὑπὸ γὰρ τῆς βίας καὶ τῆς τάσεως τοῦ πνεύματος πολλάκις ἐκπτύεται τὰ ῥάμματα . εἰ δὲ κατὰ ῥῆξιν ἀρτηρίας γένοιτο | ||
ὁ Ἀβδηρίτης συμμένει , ἐν ἀλέᾳ δὲ ὡς τὰ πολλὰ ἐκπτύεται . ἀνάγκην δὲ εἶναι λέγει τῆς θέρμης πλεοναζούσης διίστασθαι |
οὐκ ἔαρ στιλπνὸν τοῖς ἄνθεσιν ; οὐ θέρος ἀκροδρύων χρώμασιν ἀστράπτον τε καὶ τὸ ἄστυ ταῖς ὀσμαῖς λειμῶνα ποιοῦν ; | ||
πορφυρίζοντι . Πυρῶδες μὲν αὐτὸ τὸ ὄμμα καὶ στιλβηδόνα μαρμαρύσσον ἀστράπτον τε : τὸ σῶμα δὲ καρτερόν τε καὶ εὔσαρκον |
, ὅτι ἄρα τῆς μελίας ὁ καρπὸς τοὺς μὲν ὗς πιαίνει , αὐτῷ δὲ ἄλγημα ἰσχίου προξενεῖ : καὶ ὁρῶν | ||
τῆς μὲν ἄλλης τροφῆς , ἥτις αὐτοὺς εὐφραίνει τε καὶ πιαίνει , ἀπέχονται , σκόροδα δὲ σιτοῦνται προθυμότατα . οἱ |
στρόφον , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραια , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' | ||
, ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραι ' , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' |
καὶ τρῖβε ταῖς χερσὶν ἐπιμελῶς , ἀνατρίβων αὐτὸ καὶ οἱονεὶ ἀποψύχων : εἶθ ' ἑτέρῳ ὕδατι πολλάκις ἀποκλύσας δὸς εἰς | ||
ἀνθ ' ὧν ἐς τὸν Τρίτωνα ἠσέβησε , τεκμηριοῦντες ὅτι ἀποψύχων μὲν ἐξῃρέθη τῆς θαλάττης , ἰχῶρα δὲ ἠφίει παραπλήσιον |
δʹ , κασσιτέρου ἀποβολῆς # Ϛʹ . Μαγνησίαν ἐπίβαλε τῷ κασσιτέρῳ # βʹ , καὶ χώνευσον τὸν χαλκόν : ἐπιβάλλων | ||
καὶ μέλλῃ τρέπεσθαι ὁ οἶνος , εὑρήσεις ἱδρῶτα ἐν τῷ κασσιτέρῳ γινόμενον μέλανα , καὶ τὸν ἱδρῶτα ὀξὺν ὄντα . |
ἀπηγόρευται μὴ εἶναι , ἀλλ ' ἐστὶ τῇ ἀληθείᾳ ζῷον θαλάσσιον , ὃν καί τις τῶν καθ ' ἡμᾶς εὑρὼν | ||
ἐν τοῖς προεκκειμένοις , ὡς μὲν Νίκανδρός φησι , τὸ θαλάσσιον αἰδοῖον , ὡς δ ' ὁ Ἡρακλείδης ἐν Ὀψαρτυτικῷ |
τῆς δυνάμεως χρονιώτερον ἐχρῆν εἶναι . Τὸ γὰρ σήσαμον ἐπεὶ μονόρριζον καὶ βαθύρριζον ἄνω πᾶσαν ἀφίησι τὴν δύναμιν : ἀλλ | ||
οὐχ ὥσπερ ὁ φέως καὶ ἱππόφεως ἀνάκανθα τοῖς φύλλοις : μονόρριζον δὲ καὶ ἐπίγειον καὶ χαμαίκαυλον : βλαστάνει δὲ καὶ |
συκῆν διαφθείρουσιν ἐντίκτοντες , φύει καὶ ἧλον : οἱ δὲ μύκητα καλοῦσιν , ἔνιοι δὲ λοπάδα : τοῦτο δ ' | ||
ὑδάτεσσιν ἀειναέεσσι νοτίζοις , φύσονται πυθμέσσιν ἀκήριοι : ὧν σὺ μύκητα θρεπτὸν μή τι χαμηλὸν ἀπὸ ῥίζης προτάμοιο . καί |
ἁψώμεθα τὸν αὐτὸν ἡγούμενοι σοφιστήν : ” δεινὸν τὴν χώραν ἄσπορον εἶναι τὴν τοὺς σπαρτοὺς τεκοῦσαν . ” ἀλλ ' | ||
, νῦν αὐτοὶ τειχήρεις μένοντες καθήμεθα , γῆν τ ' ἄσπορον ἀφεικότες καὶ αὐλὰς διαρπαζομένας ὁρῶντες λείαν τ ' ἀπελαυνομένην |
ἄλθεα πίσαις , ἄλλοτε βουκέραος χιληγόνου ὅ ῥα κεραίας εὐκαμπεῖς πετάλοισιν ὑπηνεμίοισιν ἀέξει , ἀτμενίῳ μέγ ' ὄνειαρ ὅτ ' | ||
βοτανώδεσι τόποις ἐν καθύγροις τόποις * δήεις : μάθε * πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . |
. . . λιτρ . βʹ νάρδου τὸ ἀρκοῦν . Κράμβης ἀπόζεμα καὶ ῥοῦν Συριακὸν λειοτριβήσας εἰς λεπτὸν καὶ μίξας | ||
δόσις τριώβολον μετὰ κονδίτου ἢ ὑδρομέλιτος . Ἄλλο δόκιμον . Κράμβης σπέρματος ⋖ Ϛʹ , κυπέρου , πετροσελίνου , ἠλέκτρου |
ἀρχῇ παρόμοιον τῷ φλέῳ . ὡς ἐν Μαραθῶνι οὖν τοῦ φλέω πολλοῦ ὄντος : ἑλώδης γὰρ ὁ τόπος . ἱμονιοστρόφου | ||
τὸ λ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο . ἢ παρὰ τὸ φλέω φλοισμός καὶ ἀφλοισμός . οὕτως τὸ μὲν πρῶτον Ὠρίων |
Ἴωνι ἐχαρίσαντο πρώτῳ : ὅθεν καὶ ἐκλήθη . τὸν δὲ νάρκισσον Θεόφραστος καλεῖσθαί φησι καὶ λείριον . καὶ ἀκακαλλὶς δὲ | ||
. πρῶτόν τε ἀνθέων ἐκφαίνεσθαί φησι τὸ λευκόιον , εἶτα νάρκισσον , τὸ δὲ ῥόδον ὑστερεῖ τούτων καὶ ὕστερον μὲν |
πατρὸς Ὠκεανοῦ , μέγα πρεσβεύων Ἄργους τε γύαις Ἥρας τε πάγοις , καὶ Τυρσηνοῖσι Πελασγοῖς . Τυρρηνίας μὲν γὰρ δὴ | ||
δὲ τὴν συνεχῶς χιονιζομένην γῆν , διὰ τὸ φθείρεσθαι τοῖς πάγοις τινὰ τῶν σπερμάτων , μικρὸν πυκνότερον σπαρτέον . Τὴν |
, ἀπὸ οἰκιστοῦ Τήνου . ἐκλήθη καὶ Ὑδρόεσσα διὰ τὸ κατάρρυτον εἶναι , καὶ Ὀφιοῦσσα . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ | ||
πλησίον Ἱππωνίου πόλεως ἄλσος τι δείκνυσθαι , κάλλει διάφορον καὶ κατάρρυτον ὕδασιν , ἐν ᾧ καὶ τόπον τινὰ εἶναι καλούμενον |
καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχνάσδημι ' . . . . ἄχνη : πᾶσα λεπτότης ὑγροῦ ἐπιπολάζων τῷ κύματι ἀφρός : | ||
σπέρμα , ἅλες οἱ χαῦνοι τῶν ἄλλων μᾶλλον , ἁλὸς ἄχνη πάνυ , νίτρον , ἀλκυονίων τὸ τρίτον πάνυ , |
δ ' ἐρυθραίνεται σφόδρα . πολύρριζον δὲ τὸ δένδρον καὶ βαθύρριζον : δι ' ὃ καὶ χρόνιον καὶ δυσώλεθρον . | ||
τόπον καὶ ἔδαφος : ξύλον δὲ πυκνὸν καὶ ἰσχυρόν : βαθύρριζον δὲ ἐπιεικῶς καὶ πολύρριζον . καρπὸν δὲ ἔχει βαλανώδη |
μαστίχην . Θ . τὰ ἄκρα τῆς σκύλας . . σχῖνον : Ἤγουν σκίλλαν . . σχῖνος τὸ δένδρον , | ||
στύφουσιν , ἢ ῥόδα ἐν ὕδατι ἀφεψῶντα ἢ ῥοῦν ἢ σχῖνον ἢ ὀξύκρατον . οὐ χεῖρον δὲ καὶ εἰς τὴν |
ἐντὸς τοῦ τείχους γῆ ἐλεφαντίνη : ναοὶ δὲ πάντων θεῶν βηρύλλου λίθου ᾠκοδομημένοι , καὶ βωμοὶ ἐν αὐτοῖς μέγιστοι μονόλιθοι | ||
. ναὶ μὴν καὶ χρυσοῖο φέρει χαριέστερον ἄλλο , ὑγρῆς βηρύλλου γλαυκὴν λίθον , ἣ περὶ χῶρον φύεται ἐν προβολῇς |
ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν | ||
ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου |
κριθαὶ , λάθυροι , ὦχροι , φακοὶ , κύαμοι , ζειαὶ , βρόμος , παλάθιον , μέλι , ἔλαιον , | ||
: τὰ μὲν γὰρ σιτώδη , οἷον πυροὶ κριθαὶ τίφαι ζειαὶ τὰ ἄλλα τὰ ὁμοιόπυρα ἢ ὁμοιόκριθα : τὰ δὲ |
ἐποίησε , μηδὲ Πρίαμον ἐγγὺς θεῶν γεγονότα λιτανεύοντά τε καὶ κυλινδόμενον κατὰ κόπρον , ἐξονομακλήδην ὀνομάζοντ ' ἄνδρα ἕκαστον . | ||
δ ' ἔπλετο σήματα γυίων : εἰ μὲν γὰρ πόντοιο κυλινδόμενον μετὰ δίναις βαιὸν ὑπερτέλλοιτο ῥάχιν λοφιήν τε φαεῖνον ἄκρην |
ταύρῳ ἤτοι ταυρομόρφῳ Διονύσῳ κατάρξεται καὶ θύσει κρυφαίας καὶ μυστικὰς χερνίβας ἐν μυχοῖς τοῦ Δελφινίου τόπου ἤτοι τῆς Φωκίδος περὶ | ||
στιχουργήμασι ; ὁ Πύρρος τῆς μητρὸς αὐτοῦ Ἰφιγενείας μιμούμενος τὰς χερνίβας . λέγει δὲ τὴν ἐν Ταύροις αὐτῆς ξενοκτονίαν . |
: ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ κύπειρόν τε δροσώδη κἀνθρύσκου μαλακῶν τ ' ἴων λείμακα καὶ | ||
Ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ , κύπειρόν τε δροσώδη , κἀνθρύσκου μαλακῶν τ ' ἴων λείμακα |
κἀγὼ τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς στόμα ἤλπιζον εἶναι , μαντικῆι βρύον τέχνηι . ὁ δ ' , αὐτὸς ὑμνῶν , | ||
ἐφιστάμεναι μελεδῶναι . Ἰχθύος ἀγρευτῆρες ὁμῶς δύο κεῖντο γέροντες στρωσάμενοι βρύον αὖον ὑπὸ πλεκταῖς καλύβαισι , κεκλιμένοι τοίχῳ τῷ φυλλίνῳ |
ἡ ἄμπελος , καὶ ὅσα τοιαῦτα , αὐτὸ μέσον τὸ ξυλῶδες σχίσαντες ἐμβάλλουσι τὰ ἐνθέματα . καλεῖται δὲ οὗτος ὁ | ||
διὸ καὶ πολὺν χρόνον διαμένει καὶ κολουόμενον πάλιν βλαστάνει . ξυλῶδες δὲ καὶ τὸ ἀβρότονον , ἀλλ ' ἔχει τινὰ |
ἄλλους πεντακοσίους βαθμούς , καὶ ἴδον ἐκεῖ τὸν σκώληκα τὸν ἀκοίμητον καὶ πῦρ κατακαῖον τοὺς ἁμαρτωλούς . καὶ κατήγαγόν με | ||
ἔστι περίβολος καὶ δένδρα ἱερὰ καὶ πῦρ ἄσβεστόν τε καὶ ἀκοίμητον . εἰσὶ δὲ κύνες περί τε τὸν νεὼν καὶ |
οὐ μέγα : σκληρὸν δὲ μετρίως οὐκ ἄγαν : οὐδὲ πολύκαρπον ὡς κατὰ μέγεθος . σπάνιον δὲ τὸ ἐν λοβοῖς | ||
Ὁ δὲ κύαμος καὶ εἴ τι τῶν χεδροπῶν ἄλλο μὴ πολύκαρπον δι ' ἀσθένειαν ὀλιγόκαρπον : δι ' ὃ δὴ |
τὴν Περσικὴν ἐνεδύετο στολήν . ὁ δὲ Σικελίας τύραννος Διονύσιος ξυστίδα καὶ χρυσοῦν στέφανον ἐπὶ περόνῃ μετελάμβανε τραγικόν . Ἀλέξανδρος | ||
οἱ ἁ μεγάλοιτος ὡμάρτευν βύσσοιο καλὸν σύροισα χιτῶνα κἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα τὰν Κλεαρίστας . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν |
, ἱεροδούλων κατοικίαν ἔχον τρισχιλίων σχεδόν τι καὶ χώραν ἱερὰν εὔκαρπον , παρέχουσαν πρόσοδον ἐνιαύσιον ταλάντων πεντεκαίδεκα τῷ ἱερεῖ : | ||
ὁ φοινικών , μεμιγμένην ἔχων καὶ ἄλλην ὕλην ἥμερον καὶ εὔκαρπον , πλεονάζων δὲ τῷ φοίνικι , ἐπὶ μῆκος σταδίων |
παρὲκ λόφον , ἢ ἐνὶ βήσσης ἐσχατιῇ ὅθι πλεῖστα κινώπετα βόσκεται ὕλην , [ δρυμοὺς καὶ λασιῶνας ἀμορβαίους τε χαράδρας | ||
λέγε : ἐν τούτῳ γάρ , τῷ κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζειν , βόσκεται ὁ Ἄρης ἐν τῷ φόνῳ τῶν βροτῶν . θ |
, ἐκρέμαντο . Τὸ δὲ περιέχον αὐτὴν ὕπαιθρον μυρρίναις καὶ δάφναις ἄλλοις τ ' ἐπιτηδείοις ἔρνεσιν ἐγεγόνει συνηρεφές . Τὸ | ||
τὰς εἰκόνας Μαξίμου καὶ Βαλβίνου Γορδιανοῦ τε Καίσαρος στεφάνοις καὶ δάφναις κεκοσμημένας αὐτοί τε εὐφήμουν , καὶ τοὺς στρατιώτας ἠξίουν |
κυανόφθαλμον ἵππον ἐπήλασαν , ἄρκτῳ δὲ τὸν γλαυκὸν , καὶ παρδάλει τὸν μέλανα , ἐπὶ δὲ τοὺς σύας τὸν πυρσὸν | ||
, οἱ ὀφθαλμοὶ δὲ αὐτῷ λέοντος , τὸ δὲ στόμα παρδάλει ἴσον , αἰγάγρου δὲ δίκην τῇ κεφαλῇ τὰ κέρατα |
δρόμον , ἠδ ' ἵνα ποίη πρῶτα κυϊσκομένη χνοάει σκιάοντας ἰάμνους , τῆμος ὅτ ' ἀζαλέων φολίδων ἀπεδύσατο γῆρας μῶλυς | ||
φύουσα * σκιάει : σκιάζει * χλοάοντας : χλοηφόρους βλαστοῦντας ἰάμνους : τὰς ἰαμενάς , οἷον τοὺς συμφύτους καὶ καθύγρους |
εἰς ἔριν προκαλουμένων . Κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν : ὅτι ἄβρωτόν ἐστι αὐτὸ τὸ ζῷον , ἀλλὰ δὴ καὶ τὸ | ||
. Ἰσότης φιλότης . Κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν : ὅτι ἄβρωτόν ἐστιν αὐτὸ τὸ ζῷον , ἀλλὰ δὴ καὶ τὸ |
σὺν σπονδυλίῳ , καρκίνοι προστεθέντες τῷ σκορπίῳ κτείνουσιν αὐτόν : λυχνὶς ἀγρία φυγαδεύει σκορπίους , καὶ σταφυλίνου σπέρμα . Προσέχειν | ||
ὅσα χαύνης οἰνάνθης βρύα λευκὰ καταψήχουσι νομῆες , ὅσσα τε λυχνὶς ἔνερθεν ἐρευθήεις τε θρυαλλίς καὶ ῥόδον ἠδ ' ἴα |
γάλακτι , ἡ δ ' οἴνῳ , τριτάτη δὲ θυώδεϊ νᾶεν ἀλοιφῇ : ἡ δ ' ἄρ ' ὕδωρ προρέεσκε | ||
δὲ ναῖεν οὐκ εὖ . ἔδει γὰρ χωρὶς τοῦ ι νᾶεν , ἵν ' ᾖ ἔρρει , ὡς παρ ' |
καυθέν , ὀστρέων καὶ πορφυρῶν τὸ ὄστρακον καυθὲν ἱκανῶς , σηπέας ὄστρακον , ἔρια κεκαυμένα , τρίχες κεκαυμέναι πάνυ , | ||
αἰγεία κόπρος καυθεῖσα καὶ ἄκαυστος , τῶν ὀστρακοδέρμων πάντων καὶ σηπέας τὰ ὄστρακα , ἐχίνων ἀμφοτέρων καυθέντων ἡ τέφρα , |
' Ἵππαρχον , Θυμιατήριον , Νότιος Ἰχθύς , Κῆτος , Ὕδωρ τὸ ἀπὸ τοῦ Ὑδροχόου , Ποταμὸς ὁ ἀπὸ τοῦ | ||
ὁ δὲ κυανέου ὑπὸ Κήτεος οὐρῇ : τοὺς πάντας καλέουσιν Ὕδωρ . Ὀλίγοι γε μὲν ἄλλοι νειόθι Τοξευτῆρος ὑπὸ προτέροισι |
ἀμφιλαφέσι , παραδείσοις ποικίλοις , ὕδασιν ἀπείροις , τοῖς μὲν πηγαίοις , τοῖς δὲ ποταμίοις , οἷς αἱ λόχμαι τοῦ | ||
ἐστι φύσει . ὥστε διὰ ταῦτα δεῖ χρῆσθαί σε τοῖς πηγαίοις καὶ τούτοις διυλισμένοις καὶ πλείω τούτων μεταλαμβάνειν ἢ οἴνου |
ὧδε ποίει : ὥσπερ σῶμα ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα τήκει καὶ διόλλυσι καὶ ἄγει εἰς τὸ μηδὲ σῶμα εἶναι | ||
διαλύων , πηγνύς , χέων . τὸ ξηρὸν εἰς ὑγρὸν τήκει καὶ εἰς λύσιν αὐτὸ καθίστησι , καὶ λιβάδας μὲν |
θύρην τις αὐτῇ ἐνέβαλε , καὶ τὸ ὀστέον φλᾷ καὶ ῥήγνυσιν : αἱ δὲ ῥαφαὶ ἐν τῷ ἕλκει ἦσαν . | ||
ὁρᾷ ] βλέπει . πέπλους ] τὰ ἐνδύματα αὐτοῦ . ῥήγνυσιν ] σχίζει ὑπ ' αἰδοῦς . ἀμφὶ ] τοὺς |
, ὦ ταλαίπωρ ' , ἦτε πάσχοντες τάδε ; ἐπεὶ πετραίαν τήνδ ' ἐσήλθομεν † χθόνα † , ἀνέκαυσε μὲν | ||
ἡττᾶται δὲ αὖ πάλιν τοῦ χρέμητος κατά γε τοῦτο . πετραίαν δὲ οὖσαν τὴν γαλῆν καὶ νεμομένην φυκία ἀκούω πάντων |
ὄρθρον ἄνοιξον τὰ ἀγγεῖα , καὶ εὑρήσεις τοὺς κηφῆνας ταῖς ῥανίσι τῶν πωμάτων προσκαθημένους . ἀεὶ γὰρ μεστοὶ τοῦ μέλιτος | ||
λέγους ' ἀπίστους ἡδονὰς ἀπαγγελεῖ . κατολοφύρομαι σὲ τὸν χερνίβων ῥανίσι μελόμενον αἱμακταῖς . οἶκτος γὰρ οὐ ταῦτ ' , |
' ἄλλοτε μὲν μολίβου ζοφοειδέος ἴσχει , ἄλλοτε δ ' ἠερόεσσαν , ὅτ ' ἄνθεσιν εἴσατο χαλκοῦ . Εὖ δ | ||
ἤ , ἐπεὶ ὄνομα , οὐδὲν κωλύει τὸ δ * ἠερόεσσαν : μέλαιναν σκοτεινήν ἄνθεσι δὲ χαλκοῦ ἀντὶ τοῦ χαλκάνθῳ |
, σπείροντες ἀντὶ τῆς | βαθυγείου πεδιάδος ὑφάλμους ἀρούρας ἢ λιθώδη καὶ ἀπόκροτα χωρία , ἃ πρὸς τῷ μηδὲν πεφυκέναι | ||
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΑΝΔΑΡΑΧΗΣ . Λαβὼν σανδαράχην τὴν μὴ σιδηροῦσαν , μηδὲ λιθώδη , ἀλλὰ τὴν κιρρὰν καὶ αἱματώδη , λειώσας , |
, ψιμύθιον , μύρον , κίσηριν , στρόφι ' , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραι ' , ὑπογράμματα | ||
βαθύν , ψιμύθιον , μύρον , κίσηριν , στρόφον , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραια , ὑπογράμματα , |
ἐπὶ τῆς γῆς ἑστήκασιν ὕδατος χῆραι . οὐκοῦν οἱ ἐπιχώριοι ὅρπηκας αἰγείρων χλωροὺς καὶ κομῶντας ὀξύναντες δίκην σκολόπων καὶ ἐμπήξαντες | ||
ἄγ ' , ὅπως ἀνδρῶν τε πολυκλαύτων τε γυναικῶν ἐννυχίους ὅρπηκας ἀνήγαγε κρινόμενον πῦρ , τῶνδε κλύ ' : οὐ |
τῆς ἰκμάδος συρρεῖ εἰς τὰς ἁρμογὰς τῶν λίθων , καὶ πηγνύμενον συμφυεῖς ἀπεργάζεται τοίχους . μεταλλεύεται δὲ κατὰ τὴν Ἀραβίαν | ||
ὕδωρ ἐμβάλλουϲι πυέλοιϲ τετραγώνοιϲ ἐκ κεραμίδων γεγονυίαιϲ καὶ ἐν ταύταιϲ πηγνύμενον ἡμέραιϲ πλείϲταιϲ γίγνεται χάλκανθοϲ . τῷ δὲ χρόνῳ καὶ |
ἐστὶν , ἢ τὸ κλεπτικὴν ἔχον δύναμιν . Ὡς γὰρ ἔνδροσον ταυτὸν τῷ δροσερῷ μετουσιαστικῷ ὄντι , οὕτω καὶ ἐπίκλοπον | ||
ζεφύρια . καὶ εἰ ἐπαινεῖς χωρίον , ἐρεῖς εὔυδρον , ἔνδροσον , ὑδρηλόν , μαλακόν , βαθύ , κατάρρυτον , |
καὶ Δαλίδα καὶ Ὠκεανίδα . τὴν δὲ χώραν ὅλην εἶναι καρποφόρον , καὶ μάλιστα οἴνων παντοδαπῶν ἔχειν πλῆθος . εἶναι | ||
ῥώμαις . ἀμφότεραι δ ' αἱ νῆσοι χώραν ἔχουσιν ἀγαθὴν καρποφόρον καὶ πλῆθος τῶν κατοικούντων ὑπὲρ τοὺς τρισμυρίους , τῶν |
Αἰγύπτῳ ποταμὸς καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ταῖς ἐπιβάσεσι πλημμυρῶν ὅταν ἄρδῃ τὰς ἀρούρας , τί ἕτερον ἢ ὑετός ἐστι κάτωθεν | ||
ἀμβλωθρίδια , ἠλιτόμηνα : ὅσα δὲ ἂν ἐπινίφων ὁ θεὸς ἄρδῃ , τέλεια καὶ ὁλόκληρα καὶ πάντων ἄριστα γεννᾶται . |
οὐκ ἂν κατέσχε δῆμον , οὐδ ' ἐπαύσατο πρὶν ἀνταράξας πῖαρ ἐξεῖλεν γάλα : ἐγὼ δὲ τούτων ὥσπερ ἐν μεταιχμίωι | ||
καὶ πιότατον . ὁ δὲ Ἀπίων πεῖαρ ἀναγράφων καὶ τὸ πῖαρ , ὅ ἐστι πέρας , διὰ τοῦ ε καὶ |
ἡλίου καὶ σελήνης μηνίσκους φασὶν εἶναι : τὸ δὲ παρδαλῆν ἐνῆφθαι τῆς [ γῆς ] τῶν ἄστρων φαντασίας εἵνεκα : | ||
κίνησιν τῶν ὅλων ἐμφαίνει . νεβρίδα δὲ ἢ παρδαλῆν αὐτὸν ἐνῆφθαι διὰ τὴν ποικιλίαν τῶν ἄστρων καὶ τῶν ἄλλων χρωμάτων |
. ἐπὶ δὲ τῆς χρείας λαβὼν ἔλμιν ἢ γῆς ἔντερα ἀπόπλυνον , καὶ βάλε εἰς ἀγγεῖον , καὶ ἔγγραυλιν ἀπὸ | ||
σὸν ἐράσμιον κάλλος ἀεὶ καὶ τὴν σὴν ὡραιότητα βλέπειν : ἀπόπλυνον τελείως τοῦ σπίλου τῆς ἁμαρτίας καὶ κάθαρόν με ῥύπου |
Θάσιον τόν τε γῆς ἀπ ' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ | ||
Θάσιον τόν τε γῆς ἀπ ' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ |
σιαγόσι . σχήσει δὲ πῶς ; τὸ ἴχνος ἐμπλέξας τοῖς λύγοις . λύγους δὲ νῦν εἶπε τῆς ἀμπέλου τὰ κλήματα | ||
τυφλοῖ . ὕστερον δὲ αὐτοὶ σώζονται δε - θέντες ἐν λύγοις ὑπὸ ταῖς κοιλίαις τῶν προβάτων . * μονογλήνου τοῦ |
καὶ ὁ καρπὸς ἐλάττων καὶ ἅμα μείζων οὗτος καὶ τὸ περικάρπιον ἔλαττον καὶ σκληρότερον καὶ δυσχυλότερον . πρὸς ὃ δὴ | ||
, τὸ φύλλον δὲ οἷον σκέπασμα περικαρπίου , τὸ δὲ περικάρπιον καρποῦ , λέγω δὲ περικάρπιον μέν , ᾧ τὰ |
φίλαι . προσεπηχύναντο : ἤγουν εἰς τοὺς πήχεις ἔλαβον . μελίαι : νύμφαι . Ἀδρήστεια : ἡ Νέμεσις . Ἀδρήστεια | ||
ἐκφανεῖς ἀνακτόρων . × – τὸ μεθύειν πημονῆς λυτήριον καρύαι μελίαι τε θάρσει : μέγας σοι τοῦδ ' ἐγὼ φόβου |
τὴν ἐν ταῖς μαντείαις πρόγνωσιν ἐν μέσαις αὐτῶν ταῖς οὐσίαις ἐντιθέασιν . Ἀλλὰ τί ταῦτα ἀπομηκύνω , διὰ πολλῶν ἐν | ||
διαμασώμεναι τὰς τροφάς , ἐξαίρουσαι τοῦ στόματος τοῖς τῶν παιδίων ἐντιθέασιν : εἶτα συμβαίνει αὐτὰς ὀλίγα μὲν τοῖς παιδίοις διδόναι |
λέγε . Θυμέλην : τοῦτο οἱ ἀρχαῖοι ἀντὶ τοῦ θυσίαν ἐτίθουν , οἱ δὲ νῦν ἐπὶ τοῦ τόπου ἐν θεάτρῳ | ||
τοσαῦτα καὶ περὶ τούτων , ἵν ' εἰδῶμεν πῶς ταῦτα ἐτίθουν οἱ περὶ Πλάτωνα , οἷς Ἀριστοτέλης ἀντιτίθεται , ἀνελεῖν |
μαλακόν , βαθύ , κατάρρυτον , ἐπίρρυτον , ἔμφυτον , κατάφυτον , πυκνόν , δασύ , σκιερόν , σύνδενδρον , | ||
ἐν ᾗ τάφος Ἐρύθρα δείκνυται , χῶμα μέγα ἀγρίοις φοίνιξι κατάφυτον : τοῦτον δὲ βασιλεῦσαι τῶν τόπων καὶ ἀπ ' |
εὐπορώτατον εἶναι διὰ τὸ πλεῖστον ἐνεῖναι κενόν . τὸν δὲ στρυφνὸν ἐκ μεγάλων σχημάτων καὶ πολυγωνίων καὶ περιφερὲς ἥκιστ ' | ||
δὲ πάντα δι ' ἐλαίου πολλοῦ σκευάζοντα μηδὲν αὐστηρὸν ἢ στρυφνὸν ἔχοντα , μετὰ δὲ ταῦτα οἶνον , κἂν μηδέπω |
αἰτίαν νέμει . Καί μοί τις ὀπτὴρ αὐτὸν εἰσιδὼν μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει φράζει τε κἀδήλωσεν : εὐθέως | ||
οἱ τὸν Ἀλέξανδρον βαλλόμενόν τε ἐπὶ τῷ τείχει ἰδόντες καὶ πηδῶντα ἔσω ἐς τὴν ἄκραν , ὑπὸ σπουδῆς τε καὶ |
' ἐν ὀσμαῖς : οὐδὲν γὰρ πλὴν τό τ ' εὔοσμον καὶ τὸ κάκοσμον . Οὐδ ' ἐν ἁπτοῖς : | ||
γεῦσιν καὶ τὴν πρόσφοραν ἡ δὲ γλυκύτης σπανίως καὶ ἥκιστα εὔοσμον ὡς οὐ μιγνυμένων ἅμα τοῦ γλυκέος καὶ εὐόσμου : |
ἀδυνατεῖ ὀσμᾶσθαι μὴ ἀναπνέοντα , τὰ δὲ ἔνυδρα καὶ μὴ ἀναπνέοντα ὅμως ὀσμᾶται . ἡ δὲ αἰτία καὶ περὶ τούτων | ||
τάδε μεγάλα σημεῖα . ἄνθρωποι γὰρ καὶ τὰ ἄλλα ζῶια ἀναπνέοντα ζώει τῶι ἀέρι . καὶ τοῦτο αὐτοῖς καὶ ψυχή |
ἐλλάμπεται : τὸ γὰρ φῶς τῆς ἀληθείας φῶς ἀληθές , ἄσκιον , ἀμερῶς μεριζόμενον πνεῦμα κυρίου εἰς τοὺς διὰ πίστεως | ||
ἐπικρατούντων ταῖς πιθανότησιν , οὓς Ἀμορραίους ἀνακαλεῖ , περιφανεστάτην καὶ ἄσκιον αὐγὴν ἰδεῖν οὐ δυνάμεθα : κλιβάνου δ ' εἱλικρινὲς |