καὶ ὁ σφόδρα χρώμενος παιδιαῖς ὑπερβάλλει κατά τινα ἄνεσιν καὶ παιδιώδης καλεῖται . Τῆς δὲ ἀκρασίας δύο εἰσὶν εἴδη :
διὰ τὴν φύσιν , πρὸς τ ' ἄρρεν διέστηκε . παιδιώδης δὲ λέγεται ὁ παιδιαῖς χαίρων , ἤτοι ὁ παίζειν
6597791 μαλακος
: τὸ δὲ πέρας , οὐ πόλιν ὅλην φυλὴν δὲ μαλακὸς ἀνατρέπει : ἐπεὶ κατὰ μέρος τὰς πόλεις , ὦ
καὶ τὸ τυρῶδες τοῦ γάλακτος ἐμπλαστικόν ἐστι , καὶ ὁ μαλακὸς καὶ νεοπαγὴς τυρός . καὶ ἡ τοῦ ὑὸς πιμελή
6524727 ἀνελευθερος
ἀνελευθεριότης οὐδαμῶς : οὔτε γὰρ αὐξανομένου τοῦ πλούτου βελτίων ὁ ἀνελεύθερος γίνεται , καὶ δαπανωμένου πολλῷ χείρων . ἔπειτα καὶ
καὶ ἔστιν ὑψαύχην ὡς ἂν ἄρρην , ἡ δ ' ἀνελεύθερος καὶ δουλοπρεπὴς καὶ πανουργίᾳ χαίρουσα οἰκόσιτος , οἰκοφθόρος :
6425630 ἀνιατος
: καὶ ἐν συνκοπῇ αἰσχρός : ἀνία ἡ λύπη , ἀνίατος τὶς οὖσα , ἡ δυσχέρως ἰωμένη : ἀκριβὴς παρὰ
τις ἀποδέξαιτο , ὅτι τὸ γῆρας , ἡ μακρὰ καὶ ἀνίατος νόσος , τοὺς τῶν ὀρέξεων ἐχάλασέ τε καὶ ἔλυσε
6386453 ἀγεννης
, ἄνανδρος , ἐπιδεὴς καταδεής , συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος
ἐστι . Καὶ ἡ εἰς ἄτοπον ἀπαγωγὴ ἰδέα λύσεων οὐκ ἀγεννής , ὅταν λέγωμεν ὅτι κατὰ τοῦτον τὸν λόγον πολλῶν
6382665 θηριωδης
ὁ ἐσθίων ἀνθράκων καὶ γῆς : ἐξ ἔθους δὲ γίνεται θηριώδης ὁ ταῖς παρὰ φύσιν ἡδοναῖς ἐκ προοιμίων τοῦ βίου
, φαύλως ἠγμένος , ἀπρόθυμος , ἀπαίδευτος , ἄτακτος , θηριώδης , δύσφορος , ἀκάθεκτος , ἀκόλαστος τὴν γνάθον ,
6353764 αὐστηρος
λευκοῖς τε ἅμα καὶ μετρίως αὐστηροῖς . ὁ δὲ κιρρὸς αὐστηρὸς ἁρμόττει καὶ αὐτὸς τοῖς κατὰ γαστέρα ῥεύμασιν : διττὸς
κέγχρος , τηγανιστὰ πάντα , λάγεια κρέα , οἶνος ὁ αὐστηρὸς καὶ μέλας ἄνευ γλυκύτητος καὶ ὁ λευκὸς καὶ αὐστηρὸς
6351189 πραοτερος
μικρὰ τῆς κακίας ὑπανεῖτε , κἀγὼ τάχα μειδιάσω . καίτοι πραότερος ἐν τῇ νόσῳ νῦν ἐγενόμην , ὅτι οὐκ ἐντυγχάνω
αὐτίκ ' αὐτῶι ταῦτ ' ἐροῦμεν ; πρῶτον ἀριστησάτω : πραότερος ἔσται . τί τοῦτο , Σώστρατ ' ; ἠριστήκατε
6304537 ἀτακτος
τελεία , ποτὲ δὲ τούτων | [ ποτὲ ] καὶ ἄτακτος ἀπόκρισις καὶ παραποδισμὸς πρὸς τοὺς περιπάτους ὡς ἀλλοτρίου τινὸς
, ὅπερ μᾶλλον λέγεσθαι δοκεῖ ὑπ ' αὐτοῦ , ἡ ἄτακτος κίνησις τῶν ὄντων ἐστὶν ἡ ὕλη , πρῶτον μὲν
6291219 σφοδρος
πολλάκις ἤδη καὶ ἐπ ' Ἀρχίππου δι ' ἐτῶν τετταράκοντα σφοδρός . Πονοῦσι δὲ μάλιστα τῶν τόπων οἱ κοῖλοι καὶ
φαρμάκου καθαίρονται δαψιλῶς . ὅταν οὖν ὁ πυρετὸς ᾖ μὴ σφοδρός , ἔμπειρός τε ᾖς τῆς φύσεως τοῦ κάμνοντος ,
6255428 λυπειται
Ἆρά γε ὁ φθονῶν χαίρει ; Οὐδαμῶς , ἀλλὰ μᾶλλον λυπεῖται . ἀπὸ τοῦ ἐναντίου ἐκίνησε τὸν πλησίον . Τί
τὸν τοῦ φίλου τρόπον , καὶ οἷς χαίρει καὶ οἷς λυπεῖται , καὶ δύναται παραμυθήσασθαι ῥᾳδίως . κατὰ τοῦτον μὲν
6234488 ἀκολαστος
ὁ μὴ λυπούμενος ἐπὶ τῇ τῶν αὐτῶν τούτων παρουσίᾳ , ἀκόλαστος δὲ ὁ ἐπὶ ἀπουσίᾳ τινῶν λυπούμενος , σώφρων δὲ
εἶναι : ὁ γὰρ ἀμεταμέλητος ἀνίατος : τοιοῦτος δὲ ὁ ἀκόλαστος : ὁ δὲ ἔλαττον τοῦ δέοντος τὰ τοιαῦτα ζητῶν
6211509 εὐχερης
φωνὴ μόνον ἀνωφελής , καὶ πρὸς ἔπαινον καὶ πρὸς ὀργὴν εὐχερής . τοῦτ ' ἔστι τὸ μετ ' ἐνδόξου προπηλακισμοῦ
Θήβας χρυσαρμάτους καὶ εὐαρμάτους καὶ λευκίππους καὶ κυανάμπυκας : τέλεον εὐχερής τις ὤν . καὶ γὰρ καὶ ἄλλας πλείους λιπαρὰς
6187774 ἀφρων
οἰκειότατον δὲ κακίας ὄνομα σύγχυσις : οὗ πίστις ἐναργὴς πᾶς ἄφρων , λόγοις καὶ βουλαῖς καὶ πράξεσιν ἀδοκίμοις καὶ πεφορημέναις
, φθονεῖς , ταράσσῃ , μεταβάλλῃ : διὰ ταῦτα ὁμολογεῖς ἄφρων εἶναι . ἐν δὲ τῷ φιλεῖν οὐ μεταβάλλῃ ;
6179427 ῥᾳθυμος
ἀλλὰ συντρέχειν εὔχομαι τὴν τύχην , ὅπως αὐτοῖς μὴ δόξω ῥᾴθυμος εἶναι . ταῦτ ' ἔφην οὕτως ἔχων εὐημερίας ,
ἀδωροδόκητος . ψέγων δὲ ἀμβλύς , ἄμοχθος , ἄμαχος , ῥᾴθυμος , ἀμελής , νωθής , βραδύς , μισοστρατιώτης ,
6141156 ὠφελιμος
. Ἔστι ταῦτα . Καὶ μὴν ὅ γε ἀγαθὸς ἀνὴρ ὠφέλιμος ἡμῖν ὡμολόγηται εἶναι . Ναί . Ἐπειδὴ τοίνυν οὐ
πρὸς ἐγκράτειαν , ἐπίπονος μέν , ἐν δὲ τοῖς μάλιστα ὠφέλιμος : καὶ ἡ μὲν ὑποφέρει καὶ ὑπονοστεῖν ἀναγκάζει τῷ
6131773 ἀπερισκεπτος
δυσέφικτος ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων
ὑπνώδης , μέθυσος , ἀκρατής , τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος ,
6130374 αὐθεκαστος
] γενέσθαι φάσκειν : καὶ μὴ δυσωπεῖσθαι τοὔνομα καλούμενος ὡς αὐθέκαστος , [ ἀλλὰ ] καὶ ἔτι παιδάρια λέγειν [
' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ ' αὐθέκαστος , ἀλλ ' ἐὰν τρισμυρίας ἀλώπεκάς τις συναγάγῃ ,
6120016 ἐμμελης
εὐθὺς τὴν φωνήν , ὅτι λεπτὴ ἢ μέγεθος ἔχουσα ἢ ἐμμελὴς καὶ εὔρυθμος καὶ πάλιν εἰ ἐκμελής τε καὶ οὐκ
μεταβολαῖς πέσωσιν ὅμοιοι φθόγγοι κατὰ τὴν τοῦ πυκνοῦ μετοχήν , ἐμμελὴς γίνεται ἡ μεταβολή , ὅταν δὲ ἀνόμοιοι , ἐκμελής
6113794 ὑπερβαλλοντως
ἰσχνούς φησιν οὐ τοὺς ἐπ ' ὀλίγον , ἀλλὰ τοὺς ὑπερβαλλόντως . τοῦτο γὰρ ἐν τῇ λέξει προστέθειται , καὶ
ὀρθὸν λόγον τὸν ἐν αὐτοῖς , ἤτοι πλούτῳ δόξῃ καὶ ὑπερβαλλόντως καὶ ἀμέτρως ζητοῦντες πλουτεῖν καὶ νικᾶν , οἱ τοιοῦτοι
6074089 ῥᾳδιος
εἰ μὴ μετὰ ἀνάγκης ταῦθ ' ἡμῖν παρασχόντας . Εἰ ῥᾴδιος ὁ πορισμὸς ἦν , οὐκ ἂν περιεμείναμεν βραδυτῆτι διαβαλεῖν
τὸ ῥᾳδίως , καθὰ καὶ ἐν ὀνόμασι τὸ ῥαΐδιος καὶ ῥᾴδιος καὶ ῥάϊος καὶ ῥᾷος , καὶ Λάϊος καὶ Λᾷος
6070633 ἀφελης
κῶλα αὐτὰ καθ ' ἑαυτά , ὁ δὲ λόγος ἔστω ἀφελής , ὡς κατὰ κῶλα μὲν ἀπαρτιζόμενος , κατὰ δὲ
τὰ πολλὰ ὁμοειδεῖ , καὶ περὶ τὰς ἐξεργασίας τῶν ἐπιχειρημάτων ἀφελής τις καὶ ἀπερίεργός ἐστιν : οὔτε γὰρ προκατασκευαῖς οὔτ
6050247 εἰκαιος
συνόντων , τῶν εἰς αὐτὸν ἰόντων ὄνειδος , ἀνδραποδώδης , εἰκαῖος , συρφετός , εὐωνότερος τῶν ἀποκεκηρυγμένων ὠνίων , τῶν
ἡ πόλις . . . Βοῦς Κύπριος : κοπροφάγος , εἰκαῖος , ἀκάθαρτος . Σημαίνει δὲ ἀτοπίαν τῶν Κυπρίων .
6046807 εὐκολος
ὅμως τι εὐπαράγωγον ἐπεδείκνυτο . , ; , . . εὔκολος Ὀδύσσεια ὁ δὲ ἁπλοῦς ἦν καὶ μάλα εὔκολος ,
] φιλόδικος . Γ ἀκράχολος ] μανιώδης , εἰς ὀργὴν εὔκολος . Γ κυαμοτρώξ ] ὅτι κυάμοις ἐχρῶντο οἱ δικασταὶ
6019407 ἀπληστος
ἐν αʹ Δευκαλιωνείας Ἐρυσίχθονά φησι τὸν Μυρμιδόνος , ὅτι ἦν ἄπληστος βορᾶς , Αἴθωνα κληθῆναι . Πολέμων δ ' ἐν
σωφρόνως οἰκεῖν οἰκίαν . τοῦ δ ' αὐτὸς αἴτιος ἦν ἄπληστος καὶ πολυτελὴς ὤν , προχείρως ἅπαντα ποιῶν καὶ κτώμενος
6012297 ταραχωδης
καρδίᾳ αὑτοῦ ὀργὴν ἀμείλιχον καὶ ἰταμωτάτην , τουτέστιν ἐάν τις ταραχώδης καὶ ὑβριστής ἐστιν , ὑπαντιάξασα αὐτῷ σύ , ὦ
: διψώδης , ἀσώδης τὸ πουλύ : κοιλίη πεπλανημένως , ταραχώδης , καὶ πάλιν ξυνισταμένη . Ἕκτῃ , ἐς νύκτα
6000425 ἀρρωστια
ἐκνοσηλεῦσαι , νοσοκομῆσαι , νοσοτροφία . ἀρρωστεῖν , ἀρρώστημα , ἀρρωστία : ὑγίεια , ὑγιαίνειν , ὑγιής . δίαιτα ,
ἀπομιμούμενος κίνησιν . οὗτος ἕπεται μὲν ἀρτηριῶν μαλακότησι καὶ ἱκανῶς ἀρρωστία δυνάμεως . συμβαίνει δὲ ἐπὶ λαύραις κενώσεσιν , αἱμορραγίαις
5992830 σφυγμος
ἣν ἥψατό τις διαστολήν , σῴζει τὴν αὐτὴν διάστασιν ὁ σφυγμὸς ἢ μεταβέβληκε , καὶ μάλιστα τῶν ἀνωμάλων καὶ ἀτάκτων
ἐντὸς αὐτῆς μεστότερόν τε καὶ σωματωδέστερον καταλαμβάνεσθαι . Κενός ἐστι σφυγμὸς καθ ' ὃν αὐτῆς τε τῆς ἀρτηρίας ἡ περιοχὴ
5992656 γλυκυς
τοιούτους ἐργάζεται χυμοὺς πικρούς , [ καὶ ] ἀνεπιτήδειός ἐστι γλυκὺς οἶνος τοῖς πυρέττουσιν , ἀλλὰ καὶ διότι παχεῖς ὄντες
δὲ τὸ κατερρεῖτο . ὅταν δὲ λέγῃ “ κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ , ” κατ ' ἴσον τῷ
5989311 συνουσια
ἔργον . μήτ ' ἐνδεοῦς οὖν τοῦ σώματος ὄντος ἡ συνουσία παραλαμβανέσθω μήτε δὲ πάλιν βαρέος , [ καὶ ]
οὐδενὶ γὰρ ἂν δόξειεν τοῦτ ' εἶναι ἡ τῶν ἀφροδισίων συνουσία , ὡς ἄρα τούτου ἕνεκα ἕτερος ἑτέρῳ χαίρει συνὼν
5968075 πραεια
ἡ διὰ τῶν χειρῶν τρῖψις συμβάλλεται ἥσυχος καὶ θερμὴ καὶ πραεῖα , προσέτι καὶ ἡ ἐπίδεσις τῶν ἄκρων . καὶ
Ὑδροχόῳ : ὁ γήμας ὠφεληθήσεται : ἔσται γὰρ ἡ γυνὴ πραεῖα καὶ φρονίμη . Σελήνης Κριῷ : ὁ γήμας βλαβήσεται
5963300 ἰσχυρος
ὁ Αἰγύπτιος ἦν μὲν συνεῖναι δεινότατος , ἀγωνιστὴς δὲ οὐκ ἰσχυρὸς ὑπὲρ τῆς ἀληθείας , οὐδὲ τὰς ἔξω φερούσας ἀπὸ
. Ὁ δὲ Ξιφίας τῷ τοῦ Ἑρμοῦ προσήκων φαίνεται δὲ ἰσχυρὸς καὶ χλωρότερος , παραμήκεις μᾶλλον ἀκτῖνας ἔχων περὶ αὑτόν
5961605 ἀνους
πεπρᾶσθαι . Ἐγώνγα καὐτός φαμι . Τίς δ ' οὕτως ἄνους ὃς ὑμέ κα πρίαιτο , φανερὰν ζαμίαν ; Ἀλλ
τοιούτων πλευρῶν λέγεται , οὕτω καὶ ὁ ἄφρων καὶ ὁ ἄνους οὐ κατὰ στέρησιν φρενῶν καὶ νοῦ , ἀλλὰ τοιούτων
5951930 ἀμετρος
ἀρετῶν εἰσὶν ἔρωτες : μηδ ' ἄρρυθμος ἔλθοις : μηδὲ ἄμετρός τις καὶ ἄτακτος ἔλθοις . ῥυθμὸς γάρ ἐστιν ἡ
ἀρετῶν εἰσὶν ἔρωτες : μηδ ' ἄρρυθμος ἔλθοις : μηδὲ ἄμετρός τις καὶ ἄτακτος ἔλθοις . ῥυθμὸς γάρ ἐστιν ἡ
5927837 εἰρηνικος
, τὰς δὲ φοβερὰς καὶ δεινάς . ὁ δὲ ἡμέτερος εἰρηνικὸς καὶ πανταχοῦ πρᾷος , οἷος ἀστασιάστου καὶ ὁμονοούσης τῆς
γῆς , χρόνον ἐνδιατρίψει : ἰδὼν δὲ τάδ ' οὐκ εἰρηνικὸς ἔσθ ' , ἵνα μή ποτε κἀποδυθῇ μεθύων ἄνευ
5925172 χυμος
στενοχωρεῖν καὶ διατείνειν αὐτούς . οὕτω δὲ καὶ ὁ μελαγχολικὸς χυμὸς οὐ μόνον τῷ ψύχειν καὶ θλίβειν , ἀλλὰ καὶ
καὶ δριμύτερον ὑφαιρουμένης ταύτης γίνεται . Καὶ ὁ ξανθήχολος ὧδε χυμὸς ἐπιδίδωσι ξηραῖς τε καὶ θερμαῖς αὐξάνων διαθέσεσι καὶ τὰ
5916954 εὐκαιρος
γὰρ νίκην νικᾷς . ” πρὸς ἄνδρα φιλόνεικον ὁ λόγος εὔκαιρος . ὄνος ἔν τινι λειμῶνι νεμόμενος ὡς ἐθεάσατο λύκον
οὐκ ἐβίωσε , ζῶν διευτύχησεν ἄν , ὁ θάνατος οὐκ εὔκαιρος : εἰ δ ' ἤνεγκεν ἄν οὗτος ὁ βίος
5912923 ἀσθενης
' ἴσον . γεγραμμένων δὲ τῶν νόμων ὅ τ ' ἀσθενὴς ὁ πλούσιός τε τὴν δίκην ἴσην ἔχει , ἔστιν
σφαλερώτερος : καὶ ὁ μὲν θρασὺς ἰταμώτερος , ὁ δὲ ἀσθενὴς θρασύτερος , ὁ δὲ φιλήδονος ἀκολαστότερος . Γεωργῶν ἀνήρ
5905741 ἀραιος
οἵων ἐγώ ποθ ' ἁ ταλαίφρων ἔφυν : πρὸς οὓς ἀραῖος , ἄγαμος , ἅδ ' ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι .
εἰς γῆν , καὶ ταῖς ἡνίαις ἐμπλακεὶς ἑλκόμενος θνήσκει . ἀραῖος . βλαβερός . ἐν εὐχαῖς . ἀλλαχοῦ : δίχα
5896111 σπουδαιος
, καὶ διὰ τοῦτο αἱρετόν ἐστιν . αἱρεῖται γὰρ ὁ σπουδαῖος καὶ ζῆν καὶ αἰσθάνεσθαι καὶ νοεῖν , ὅτι αἰσθάνεται
τὸ ἡδὺ καὶ τὸ ἵλεων τοῦτο : ἵλεως δὲ ὁ σπουδαῖος ἀεὶ καὶ κατάστασις ἥσυχος καὶ ἀγαπητὴ ἡ διάθεσις ἣν
5888917 λαγνιστατος
. Ὁ σκάρος πόας μὲν θαλαττίας σιτεῖται καὶ βρύα : λαγνίστατος δὲ ἄρα ἰχθύων ἁπάντων ἦν , καὶ ἥ γε
ἀλλὰ καὶ τῇ φύσει διαφέροντε πεφώρασθον . Χάννη δὲ ἰχθὺς λαγνίστατος . λευκοὺς δὲ μύρμηκας ἐν Φενεῷ τῆς Λακωνικῆς ἀκούειν
5873362 φλεγματωδεσι
φύσιν τὰ ὑπόξανθα , ὥσπερ αὖ τοῖς τε μελαγχολικοῖς καὶ φλεγματώδεσι δόξαιεν ἂν πρὸς τὸ λευκὸν ῥέπειν τὰ σύμμετρα .
ὑπεναντίων γε μὴν ἀγαθὸς ἅπασι τοῖς θερ - μαίνεσθαι δεομένοις φλεγματώδεσι καὶ ψυχραῖς κράσεσι , καὶ ψυχρῶν χυμῶν πλῆθος ἠθροικόσιν
5872903 ἀπονενοημενος
' εὖ οἶδ ' ὅτι οὐδεὶς οὕτω τολμηρὸς ἔσται οὐδὲ ἀπονενοημένος ἄνθρωπος . ὡς δὲ καταφανὲς ὑμῖν ἔσται , ὦ
παρακινδυνευτικός , ἐθελοκίνδυνος , ῥᾳδιουργός , θερμουργός , ἰταμός , ἀπονενοημένος , παραβεβλημένος : τὸ γὰρ λεουργὸς παρὰ Ξενοφῶντι φορτικόν
5870541 παλαιουμενος
χυμοῖς : ἀλλοιωθεὶς γὰρ ὁ μὲν ὥσπερ κατὰ φύσιν ὁ παλαιούμενος ἐκπεπίκρωται . Τοῦτο δὲ συμβαίνει δι ' ὅτι τὸ
μὲν μόνιμος , ὁ δὲ οὔ : καὶ ὁ μὲν παλαιούμενος καλλίων , ὁ δὲ αὐτόθεν πινόμενος , καὶ ἄλλη
5863207 εὐφραινεται
σωφροσύνην ἢ ὑγίειαν , καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια ,
ἄλλον . Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι , ὅσον ὁ θεὸς εὐφραίνεται ἐπὶ τῷ δικαίῳ , τοσοῦτον πάλιν ἄχθεται ἐπὶ τῷ
5858132 ἀηδης
πληττόμενος , βλαπτόμενος , ἀπὸ τῆς ἄτης . Ἀπηχής : ἀηδής . Ἀνασιμῶσαι : τὸ ἀναλῶσαι καὶ δαπανῆσαι . Ἀρχαιρεσιάζειν
καὶ ὑπὲρ αὑτοῦ δὲ λέγειν , ὡς ἡδύς ἐστι καὶ ἀηδής , ἀμφότερα δὲ οὐκ ἔχοντα οὐ ῥᾴδιον ἄνθρωπον λαβεῖν
5857221 ἀκοσμος
τὸ στρατόπεδον , καὶ ἦν ἄλλη φυγὴ τῶν Ἀντιοχείων ἐκεῖθεν ἄκοσμος . ὁ δὲ Μάνιος μέχρι μὲν ἐπὶ Σκάρφειαν ἐδίωκεν
δεδομένην , δανεισταί τε χρέα καὶ ταύτης ἐπεδείκνυον , καὶ ἄκοσμος ἦν ὅλως οἰμωγὴ καὶ ἀγανάκτησις . οἱ δ '
5854982 ἐπιμελης
πάνυ σφοδρός τε καὶ τραχύς ἐστι : διὸ καὶ ἧττον ἐπιμελὴς ὁ λόγος αὐτῷ , γοργὸς μέντοι καὶ δεινὸς οὐ
: καὶ ἔδοξεν ἀπὸ τοῦ λόγου εἰκάζοντί μοι τὴν πρώτην ἐπιμελὴς μὲν εἶναι σφόδρα , τὴν δὲ φύσιν ἀγεννέστερος .
5854905 ἀνεσις
καὶ μειδιασμὸς καὶ μειδίαμα καὶ μειδίασις , φαιδρότης ὀφθαλμῶν , ἄνεσις προσώπου , καγχασμός : καὶ ἑτέρας χρείας χλευασμός χλευασία
. ] τῶν τε ζῴων καὶ τῶν φυτῶν καὶ νούσων ἄνεσις ὁμοίως , ἢν ἔν [ τε ] τῇσι [
5852370 ἐκλελυμενος
Ἐπικούρου τίνι μύθων εἰκάσω ; τίς οὕτω ποιητὴς ἀργὸς καὶ ἐκλελυμένος καὶ θεῶν ἄπειρος ; Τὸ ἀθάνατον οὔτε αὐτὸ πράγματα
ἀνελέσθαι τὸν νεκρὸν καὶ τὰ ὅπλα : νῦν δὲ παντελῶς ἐκλελυμένος τις ὁ Ἀχιλλεὺς φαίνεται , τῷ πρώτῳ συστάντι τοιαῦτα
5850907 ῥᾳθυμια
ὁ τῆς Ἀφροδίτης . ἐπιτιμῶντος δέ μου καὶ πόθεν ἡ ῥᾳθυμία πυνθανομένου λέγειν μὲν ἠρυθρίων τὴν πρόφασιν , ἡδέως δὲ
τὴν ἐκκλησίαν τὴν Ἀττικὴν αὐτοῦ μὲν ἀπόντος σύγχυσις εἶχε καὶ ῥᾳθυμία καὶ ταραχή , καὶ κόσμος ἦν οὐδεὶς τῶν ποιουμένων
5843887 ὑπνωδης
ὁ μὲν ὑπνώδης ὁ δὲ μανικός . καὶ ὁ μὲν ὑπνώδης ἐρυθρὰν ἔχων τὴν ῥίζαν ὥσπερ αἷμα ξηραινομένην , ὀρυττομένην
τῇ πορείᾳ καὶ τῷ ἑλκυσμῷ τοῦ σώματος νωχελής ἐστι καὶ ὑπνώδης : τὸ γὰρ ὑπναλέοις ἐπιλλίζειν ὄσσοις τοῦτο δηλοῖ ,
5837938 δυσπροσιτος
εἶναι , πάντα τὸν ἄλλον περίβολον ἀσφαλὴς ἐπιεικῶς οὖσα καὶ δυσπρόσιτος . ἔμελλε δ ' , ὃ πάσαις φιλεῖ συμβαίνειν
ἀθρόως , εἴθιζεν δὲ καὶ ἐς αἰδῶ καὶ φόβον , δυσπρόσιτος ὢν καὶ δυσχερὴς ἐς τὰς χάριτας , καὶ μάλιστα
5831682 ἀτρεκης
αὐτὸ Ἀρριχίων ἐπαποθανὼν τῇ νίκῃ καὶ στεφανοῖ αὐτὸν οὑτοσὶ Ἑλλανοδίκης ἀτρεκὴς δὲ προσειρήσθω διά τε τὸ ἐπιμελεῖσθαι ἀληθείας διά τε
καὶ Ἠλεῖος , Ἑλλανοδίκης καὶ τῶν ἐκεῖσε ἀγωνιζομένων Ἑλλήνων κριτὴς ἀτρεκὴς καὶ ἀληθὴς καὶ ἀπροσωπόληπτος , βάλῃ καὶ τίθησι περὶ
5830251 ἀλογιστος
ἐστὶ τὸ τῆς ψυχῆς παράστημα μετὰ λογισμοῦ , θράσος δὲ ἀλόγιστος τόλμα . ὅθεν Εὐριπίδης ἁμαρτάνει λέγων : οὔτι θράσος
ἡμέραι αἱ πρότεραι ἄλογοι „ : κατὰ τὸ εἰκός : ἀλόγιστος γὰρ ὁ μὴ ἅγιος τρόπος , ὥστε ὁ εὐλόγιστος
5821472 ἀπανθρωπος
εὐπαράπειστος , εὐπαράγωγος , πεπλανημένος , σφαλερός , σκαιός , ἀπάνθρωπος , ἀνεπιεικής , ὑβριστής , ἑτερόρροπος , ἄνισος ,
, φιλανθρωπία , φιλανθρώπως , φιλανθρωπεύεσθαι . τὸ δὲ ἐναντίον ἀπάνθρωπος , ἀπανθρωπία , ἀπανθρώπως : οὐ γὰρ καὶ ἀπανθρωπεύεσθαι
5817087 νωθης
ἀμβλύς , ἄμοχθος , ἄμαχος , ῥᾴθυμος , ἀμελής , νωθής , βραδύς , μισοστρατιώτης , ἀνεπιστήμων , ὀκνηρός ,
Λυκοῦργος ἐν τῷ κατὰ Μενεσαίχμου . κεκωμῴδηται δὲ οὗτος ὡς νωθής . ἕτερος δ ' ἂν εἴη Κηφισόδωρος ὃς ἵππαρχος
5815472 πυκνος
τὸν σίδηρον εὐχερῶς ἕλκων , καὶ τὴν χρόαν κυανίζων : πυκνὸς δὲ καὶ οὐκ ἄγαν βαρύς : εὐεργεῖ δὲ εἰς
, καὶ ἀντὶ ἀραιοῦ τε καὶ μαλθακοῦ σκληρός τε καὶ πυκνὸς ἐγένετο , καὶ οὔτ ' ἐκπέσσει οὔτ ' ἀφίησι
5809412 ἀνεξαπατητος
ἦν δὲ ἀλήθεια καὶ ἀρετὴ τὰ ταύτην ὠφελοῦντα μόνα . ἀνεξαπάτητος δὲ ἔσῃ , εἰ τὴν οὐσίαν τὴν σαυτοῦ γνούς
ἀκούοντας διὰ θορύβου . Τοιγαροῦν ἀπάγων τοῦς ἄλλους αὐτὸς ἔμενεν ἀνεξαπάτητος , ὃ μὴ προσῆν τῷ Ἀρκεσιλάῳ . Ἐκεῖνος μέν
5789003 ἐπιταθεισα
, τῇ ἀνθολκῇ τῆς ἐπιγεγονυίας θερμότητος . Εἰ τοίνυν τοσαῦτα ἐπιταθεῖσα δεδύνηται σικύα , πολλῷ ἂν οἶμαι πλείω φλεγμονή τε
τοῦ δέοντος ὑπόπυρρά τε καὶ ὑπόξανθα ἔτι ἀποδίδωσι ταῦτα , ἐπιταθεῖσα δ ' ἤδη πυρρά τε καὶ ξανθά , ταῖς
5784418 ἀδιαλειπτος
γενόμενοι οὐδέποτε ὑπ ' αὐτῶν μετετράπησαν . ἦν δὲ καὶ ἀδιάλειπτος παρ ' αὐτοῖς παράκλησις τὸ νόμῳ βοηθεῖν ἀεὶ καὶ
πυκνόν , οὕτω καὶ ἡ ζωογονία αὐτοῦ πυκνή τις καὶ ἀδιάλειπτος τῷ τόπῳ καὶ τῇ χορηγίᾳ . καὶ γὰρ δαιμόνων
5783397 θυμοειδης
δεῖν εἶναι ; Τιθῶμεν , ἔφη . Φιλόσοφος δὴ καὶ θυμοειδὴς καὶ ταχὺς καὶ ἰσχυρὸς ἡμῖν τὴν φύσιν ἔσται ὁ
ἑαυτῆς ζητοῦσα καὶ ἑαυτὴν γινώσκουσα : ἡ μέντοι αἰσθητικὴ καὶ θυμοειδὴς καὶ ἐπιθυμητικὴ οὐ κινεῖται κύκλῳ , ἀλλ ' εὐθεῖαί
5772365 ὀξυς
σμικρὰ , οἷον κρίμνα , γονοειδέα . Τρίτῃ , πυρετὸς ὀξύς : διαχωρήματα μέλανα , λεπτὰ , ἔπαφρα : ὑπόστασις
κατέβη . Ἐν Λαρίσσῃ παρθένον πυρετὸς ἔλαβε , καυσώδης , ὀξύς : ἄγρυπνος : διψώδης : γλῶσσα λιγνυώδης , ξηρή
5761778 ξηροτερος
ὁ ἀσπάραγος αὐτῆς ξηραίνει . τῶν δ ' ἄλλων λαχάνων ξηρότερος ὁ καυλός ἐστιν : ἔμπαλιν δὲ ῥαφανίδος καὶ γογγυλίδος
τὸν θῆλυν ἄκρως ἐπέχει φθόγγον . ὁ δὲ τοῦ ἡλίου ξηρότερος καὶ καυστικὸς διόλου τε θερμὸς καὶ δραστικὸς ἠχεῖ τὸν
5757177 ἐπιτηδειος
θέσεως , ὥστε εἶναι πρὸς καθέδραν , φέρε εἰπεῖν , ἐπιτήδειος , ἀπὸ ταὐτομάτου καὶ οὐκ ἀπὸ τύχης λέγεται εἶναι
οὕτως ὑμεῖς ἀλογίστως ἔχετε . οὔτε γὰρ ἄξιος οὔτ ' ἐπιτήδειος οὔτε χείρων , ἀτυχὴς μέντοι δι ' ὑμᾶς ,
5753853 οὐρητικος
οὕτως : φλεγμαίνοντος τοῦ τραχήλου τῆς κύστεως , ἀποστενοῦται ὁ οὐρητικὸς πόρος τῆς κύστεως , καὶ τὸ τηνικαῦτα ἐπέχεται τὸ
, καὶ [ ὁ ? ] οἶνος λεπτὸς καὶ λευκὸς οὐρητικὸς , γυμνασίοις τε συμμέτροις κεχρῆσθαι καὶ ἀνατρίμμασιν ἐν τοῖς
5747937 χαυνος
, καὶ βλακεύματα αἱ εὐήθειαι . βλάξ : μαλακός , χαῦνος , ἐκλελυμένος ἢ μωρός . βουνός : λόφος .
καὶ εἰκόνες καὶ τὰ τοιαῦτα , ὧν ἀξιοῖ τυγχάνειν ὁ χαῦνος ἑαυτόν , οὐδ ' αὐτῶν ἀνάξιος ὤν : ὁ
5745550 ἀδολος
ὅτ ' ἐστρατήγει τῆς πόλεως : τοῦτο δέ ἐστι τρόπος ἄδολος . . . Εἰ δὲ τοῦτον ἴδοις δικαστικῶν θρόνων
δοκιμάζεται δ ' ὕδατι διατριβόμενος τοῖς δακτύλοις : ὁ γὰρ ἄδολος ἀνίεται καὶ γαλακτοῦται . Πάνακες Ἀσκλήπιον καὶ Χειρώνειον ἀνίησιν
5738395 κακουργος
γάρ , πολὺς καὶ τολμηρός ἐστιν ἅνθρωπος , καὶ οὕτως κακοῦργος , ὥστε περὶ ὧν ἂν μὴ ἔχῃ μαρτυρίας παρασχέσθαι
φησὶ τὴν ἀπροσδοκήτως πάντας ἀμυνομένην : τινὲς οὕτως : οἰμωζέτω κακοῦργος ὢν μετὰ ἡσύχου προνοίας : τοῖς σχήμασι ταπεινοὶ ἕζοντο
5736467 σκληρος
ἐξ ἀριστεροῦ : ἦν γὰρ καὶ ὁ σπλὴν κυρτὸς καὶ σκληρὸς , καὶ ἄνω : περιεγένετο : ὑποστροφή . Ἦν
ὄρνις ἀπὸ ζέματος ἡ ἁπλουστέρῳ γειναμένη ζωμῷ καὶ ἰσικὸς ὁμοίως σκληρὸς , οἷός ἐστιν ὁ ἀπὸ τῆς κηρίδος καὶ ὁ
5736082 ἀρρωστος
ἄν τις ἐκ τούτων εὐπορήσειεν , νοσώδης , ἐπίνοσος , ἄρρωστος , ἀσθενής . ἕτερα δ ' εἰς ταὐτὸν φέροντα
ἀσελγής , ἀκόλαστος , ἄνανδρος , θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής ,
5734975 ἐλλειπων
φροντίδα . ὁ μὲν οὖν μεγαλόψυχος τοιοῦτος . ὁ δὲ ἐλλείπων μικρόψυχος , ὁ δὲ ὑπερβάλλων χαῦνος : οὐκ εἰσὶ
τὸ μᾶλλον ἢ προσήκει χαίρειν ταῖς ἡδοναῖς , ὁ δὲ ἐλλείπων παρὰ τὸν ὀρθὸν ποιεῖ λόγον διὰ τὸ ἔλαττον ἢ
5717770 ἀργος
ἄγαλμα Ἀθηνᾶς πεποίηται . Γυθίου δὲ τρεῖς μάλιστα ἀπέχει σταδίους ἀργὸς λίθος : Ὀρέστην λέγουσι καθεσθέντα ἐπ ' αὐτοῦ παύσασθαι
τοῦ κατηνάλισκε , κατήσθιε , καὶ διὰ . . . ἀργὸς ἦν . : Ἀττικοὶ δὲ ἐπὶ τῶν θηλυκῶν ἀρσενικῶν
5712035 εὐψυχος
' ἐ [ ἴσως ἰταμὸς εἶ : τότε λογισμόν [ εὔψυχος αρως [ ! ! ] ζῆς [ ὄνειδος αὕτη
θαρραλέος , εὐθαρσής , ἄφοβος , ἀδεής , ἀνέκπληκτος , εὔψυχος : τὸ δ ' ἴτης κοινὸν ἐφ ' ἑκατέρου
5706926 εὐπορος
τὰ ἔργα ἢ ἐπὶ λόγους τοιούτους , εἴ τις οὖν εὔπορος οὕτω γένηται καὶ τὴν αἰδῶ ἡ ἀναίδεια νικήσῃτοῦτο γὰρ
λεία , ὁμαλή , ἄλιθος , ἱππόκροτος , ἱππόδρομος , εὔπορος . χωρία ἄφιππα , δύσιππα , ἄβατα , δύσβατα
5703264 φρονιμος
Ὅτι δ ' οὐκ ἔστιν ὀρθῶς ἡγεῖσθαι , ἐὰν μὴ φρόνιμος ᾖ , τοῦτο ὅμοιοί ἐσμεν οὐκ ὀρθῶς ὡμολογηκόσιν .
ἡ μὲν τρυγὼν ἐκ φύσεώς ἐστι σώφρων ἡ δὲ ἀλώπηξ φρόνιμος ὁ δὲ λέων ἀνδρεῖος ὁ δὲ πελαργὸς δίκαιος :
5700961 ἀνωμαλος
κλῆρος ὁ μυθευόμενος ἐν Σικυῶνι ταῦτα καὶ διαίρεσις ἀδελφῶν οὕτως ἀνώμαλος , ὡς οὐρανὸν ἀντιθεῖναι θαλάττῃ καὶ ταρτάρῳ . Πᾶς
δοκεῖ δὲ αὐτοῖς καὶ κατὰ λόγον τοῦτο γεγονέναι , διότι ἀνώμαλος ἡ τῶν ἐπιδέσμων γίνεται πρόσπτωσις διὰ τὴν ποικιλίαν δυναμένη
5700373 ἀκολασια
τοῦ ἐναντίου . ἡ μὲν οὖν περὶ τὰς ἡδονὰς ὑπερβολὴ ἀκολασία ἐστίν , ὡς εἴρηται . ἡ δὲ ἔλλειψις ὄνομα
νικᾶν ἢ μὴ ἡττᾶσθαι . φαίνεται δὲ ὅτι καὶ ἡ ἀκολασία χείρων τῆς ἀκρασίας ἐστί . φανερὸν γὰρ πᾶσιν ὡς
5700161 εὐλυτος
πεπωκέναι φαρμάκων , ἐγνωκέναι χρὴ εἰ πρὸς τὰ ἐσιόνται ὑγιαίνοντι εὔλυτος ἡ κοιλίη πρὸς τὰ κάτω ἢ εὐήμετος πρὸς τὰ
βλάψαι τι μέγα δυνήσεται καὶ προσέτι μᾶλλον ὑπὸ τῶν ὑγραινόντων εὔλυτος γενηθήσεται , δυσκίνητος ὢν φύσει καὶ ξηρότερος , ὥστε
5699751 δυσκολος
κἂν μελανθῆναι φθάσῃ γυμνωθείσης δὲ τῆς σαρκὸς τοῦ δέρματος , δύσκολος ἡ ἐπούλωσις γίνεται , δακνομένου καὶ ῥυπουμένου τοῦ ἕλκους
τῶν ὅρων λήψει . παρὰ γὰρ τοῦτο πολλάκις χαλεπὴ καὶ δύσκολος ἡ ἀγωγὴ γίνεται τῷ μὴ εὑρίσκεσθαι τῶν ὅρων ὀνόματα
5695781 ἀνελευθερια
δὲ ἡ ἀνελευθερία : ἐν δὲ τῷ λαμβάνειν ἡ μὲν ἀνελευθερία ὑπερβολή ἐστιν , ἡ δὲ ἀσωτία ἔλλειψις . νῦν
ἐνεργείας ὑπερβολὴ μέν ἐστιν ἡ ἀσωτία , ἔλλειψις δὲ ἡ ἀνελευθερία . ἁπλῶς μὲν οὖν σκοποῦντι καὶ εἰλικρινῶς τὴν ἑκατέρας
5692682 ἀκρασια
μὴ ἁλίσκονται . κακία μὲν οὖν ἁπλῶς οὐκ ἔστιν ἡ ἀκρασία , ἀλλά πῃ ἴσως , διὰ τὸ μὴ ὅλην
δύνει . Εὐκτήμονι καὶ Δοσιθέῳ χειμὼν καὶ ὑετία . Καίσαρι ἀκρασία ἀέρος . κϚʹ . ὡρῶν ιγ ∠ ʹ :
5683805 εὐπαιδευτος
καθάριος , ἡδύβιος , κατωφερὴς εἰς γυναῖκας , Ἑρμοῦ δὲ εὐπαίδευτος , συνετὸς καὶ ἐρωτικὸς εἰς παῖδας , Ἡλίου δὲ
ἐστιν Αἰσχύλος ὁ καὶ τὰ Μεσσηνιακὰ ἔπη συνθείς , ἀνὴρ εὐπαίδευτος . ὅταν δ ' ἔρωτος ἐνδεθῶμεν ἄρκυσιν θᾶσσον θυραίοις
5681399 ἐπιβουλος
φῂς τὸν Ἀχιλλέα ψεύδεσθαι , ὃς ἦν οὕτω γόης καὶ ἐπίβουλος πρὸς τῇ ἀλαζονείᾳ , ὡς πεποίηκεν Ὅμηρος , ὥστε
, πρόσοδον τὴν πολιτείαν πεποιημένος : ὕπουλος , δολερός , ἐπίβουλος , κακοήθης , ἀπατεών , ἐπιβουλεύων , ἐπηρεάζων ,
5678734 λεπτος
, δειλόν , ἄνανδρον καὶ δολερὸν σημαίνουσιν . Τράχηλος πάνυ λεπτὸς δειλὸν καὶ κακοήθη ἄνδρα σημαίνει , εἰ καὶ μακρὸς
ἄπεφθον τούτοις ἁρμόζει . ποτὸν δὲ οἶνος στυφὸς ὑδαρὴς καὶ λεπτὸς ἤ τι τῶν ἡδέων ἔστω πομάτων . φλεγματικωτέρων δὲ
5677900 ἡδεται
ἡ σωφροσύνη οὐ συνίσταται : ἄλλως τε ὁ μὲν σώφρων ἥδεται οἷς πράττει , ὁ δὲ ἐγκρατὴς ἐν ἀγῶνι ὢν
γεγονὼς καὶ ἀποκλίνας ἄλλος . Οὐ γὰρ δὴ τοτὲ μὲν ἥδεται ἐπὶ τοῦ κέντρου ὤν , τοτὲ δὲ λυπεῖται ἀποκλίνας
5676662 πομπικος
ἐπιστήμην ταχέως ἀνέδραμέ τε καὶ εὐθήνησεν ἐπ ' αὐτῇ , πομπικὸς ὢν καὶ ἐπιδεικτικός , φιλοσοφίας μὲν ἐπ ' ὀλίγον
οὗ καὶ παράδειγμα ὁ κατὰ Ἀριστοκράτους , πανηγυρικὸς δὲ ὁ πομπικὸς καὶ λαμπρὸς πανταχοῦ καὶ ἐπιδεικτικός : ὃς οὕτως εἴρηται
5674253 ἡδυς
. Κ Π . : ἴσως οὖν ἐνόμισαν ἀπὸ τοῦ ἡδύς εἶναι παραγωγὸν τὸ ἥδυμος , ὡς ἔτυμος ἐτήτυμος .
ἐπιθετικὰ διὰ τοῦ Ε κλινόμενα δισύλλαβα ὄντα ὀξύνεται : ἠύς ἡδύς ταχύς βραδύς ὠκύς . τὸ δὲ ἥμισυς προπαροξύνεται καὶ
5668415 ἀκριβης
δὲ οἱ μὲν ἄλλοι πάντες κατεκοιμήθησαν , ἡσυχία δὲ ἦν ἀκριβής , περιλαβοῦσα ἡ Ἀνθία τὸν Ἁβροκόμην ἔκλαεν ἄνερ λέγουσα
μίαν . Τὸ δὲ τρίτον γένος τῶν διαλειπόντων πυρετῶν ὁ ἀκριβής ἐστι τεταρταῖος , πολυχρονιώτερος καὶ ἐπὶ μόνῳ γινόμενος τῷ
5667604 θρυψις
ἦθος οὐδὲ στοχαζόμενον τῆς σωματικῆς εὐμετρίας . ἐπιτεινομένη γὰρ καθαρειότης θρύψις καὶ βλακεία εὑρίσκεται , ἐπιτεινομένη δὲ λιτότης ἀκαθαρσία καὶ
φύσιν τὸ μινύθημα καὶ διὰ χρόνου . Φευκτέη δὲ καὶ θρύψις ἐπικρατίδων διὰ προσκύρησιν ἀκέσιος , ὀδμή τε περίεργος :
5661873 δυσκινητος
τυγχάνει διὰ χρόνου πλῆθος ἤδη πεφυσιωμένη καὶ ἀνίατος ἢ πάνυ δυσκίνητος οὖσα , ἣν ἄν τις ἴσως ἕξιν ἤδη προσαγορεύοι
βλεφάρων σαρκωθείη σαρκὶ παραπλήσιον μετὰ ὑπεροχῆς καὶ ὁ ὀφθαλμὸς ἅπας δυσκίνητος ᾖ . τύλωσις δέ ἐστιν , ὅταν τὰ ἐν
5657644 ἠλιθιοτης
ὀργιλότης καὶ τὸ ἀκρόχολον : ἡ δὲ ἔλλειψις ἀοργησία ἢ ἠλιθιότης ] . ἔργα δὲ αὐτῆς : τὸ δύνασθαι φέρειν
τοῦτο μόνη ἡ ἀκρασία δοκεῖ ἐναντία εἶναι , ὅτι ἡ ἠλιθιότης ὀλιγάκις εὑρίσκεται . σώφρων δὲ ὁ ἐγκρατὴς λέγεται καὶ
5655688 Τραχηλος
εὐφρασίαν δηλοῖ . Βρόχθος πάλλων ἔπαινον καὶ δόξαν σημαίνει . Τράχηλος πάλλων χαρὰν ἐπί τινι δηλοῖ . Κατάκλεις δεξιὰ μάχας
τεσσαράκοντα ἡμέρῃσι κρίνηται , μεγάλην ἔχει ῥοπὴν ἐς σωτηρίην . Τράχηλος σκληρὸς καὶ ἐπώδυνος , καὶ γενύων σύνδεσις , καὶ
5653204 ἀκροχολος
ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος
ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία
5647806 ἀμορφος
τοῦ ὕδατός ἐστί τινα πρότερον ἐξ ὧν γέγονεν , ὕλη ἄμορφος καὶ ἀνείδεος . . . . . . .
σώματος μαρανθῶσιν οἱ λόγοι καί σοι φανῶ δι ' ἀμφοτέρων ἄμορφος . Ἀδικεῖς καὶ σαυτὸν κἀμὲ σιωπῶν , ἐμὲ μὲν
5647160 ἀνδρειος
περὶ ἀδοξίαν ἢ πενίαν ἢ νόσον ἢ ἀφιλίαν ἀδεὴς ὁ ἀνδρεῖος : ἔνια γὰρ δεῖ φοβεῖσθαι τούτων , καὶ αἰσχρὸν
ὁ δὲ τὰς δυνάμεις ἀναλαβὼν ὑπεχώρει , καίτοι ἀνὴρ ὢν ἀνδρεῖος , ὡς ἐν πολλοῖς δέδειχεν . Οἱ βάρβαροι δὲ
5636724 βλαξ
τὸ διεφθαρμένον τὸ ἴσον τῆς βάσεως . . . . βλάξ : ὁ εὐήθης καὶ μωρὸς καὶ ἀνόητος . Ἀριστοφάνης
μετάθεσις τοῦ μ εἰς β μαλακὸς καὶ παρώνυμον μάλαξ καὶ βλάξ . οὐ γὰρ ἐδύνατο τὸ μ προτάττεσθαι τοῦ λ
5636172 σφοδροτης
γίνεται διὰ τὸν ξανθοχολικὸν χυμόν . κολάζεται μὲν τούτου ἡ σφοδρότης διὰ τὴν τοῦ φλέγματος ἐπιμιξίαν . ἔστι δ '
μέν τινα αἱ τρεῖς ἀρεταὶ τοῦ λόγου , ἥ τε σφοδρότης καὶ ἡ ἔμφασις καὶ ἡ τραχύτης , εἰ καὶ
5630292 βραδυς
. οὐκ ἐπὶ τῆς τοῦ σώματος κινήσεως παρείληφε τὸ “ βραδύς ” , ἀλλ ' ἐπὶ τῆς διανοίας . νῦν
μὲν τοῖς λόγοις ἐστὶν ὀξύς , ἐν δὲ τοῖς ἔργοις βραδύς . ὁ δὲ Φαρνάβαζος ἀπεκρίθη , διότι τῶν μὲν
5625112 τρυφη
, τρυφαί εἰσι βλαβεραί ; Πᾶσα , φησί , πρᾶξις τρυφή ἐστι τῷ ἀνθρώπῳ ὃ ἐὰν ἡδέως ποιῇ : καὶ
ἀντὶ τῶν πατρῴων περίεστι βδελυρία , συκοφαντία , θράσος , τρυφή , δειλία , ἀναίδεια , τὸ μὴ ἐπίστασθαι ἐρυθριᾶν
5623644 λυπηρος
πρώραν „ , ἔφη : „ ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατός ἐστι , εἴγε ὁρᾶν μέλλω τὸν ἐχθρόν
ἄν ; Οὐδ ' ἄρα ὁ μέσος βίος ἡδὺς ἢ λυπηρὸς λεγόμενος ὀρθῶς ἄν ποτε οὔτ ' εἰ δοξάζοι τις

Back