: Θήβη , ἥβη , στίβη : σημαίνει τὸν ὀρθρινὸν παγετόν : λώβη : τὸ δὲ λαβὴ ὀξύνεται , ἐπειδὴ
ὁ ἥλιος , καὶ τοῦτον τὸν λέοντα , ἤτοι τὸν παγετόν , νικήσας διέλυσε . . Κητὼ δ ' ὁπλότατον
6250158 οὐλομεναν
ὡς μέλλουσαν δέχεσθαι τῆς μιαιφονίας τὸ αἷμα : κατίδετε τὰν οὐλομέναν : κατοικτείρατε καὶ ἐλεήσατε ἀποβλέψαντες καὶ προνοήσασθε , δι
τινὸς ἢ καρποῦ φθίσιν ἢ νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον ἢ στάσιν οὐλομέναν ἢ πόντου κενεῶσιν ἀμ πέδον ἢ παγετὸν χθονὸς ἢ
5304304 χαος
γαῖα γένοισθε . καὶ Ζήνων δὲ τὸ παρ ' Ἡσιόδῳ χάος ὕδωρ εἶναί φησιν , οὗ συνιζάνοντος ἰλὺν γίνεσθαι ,
κακουργημάτων ἠλάθη , ἄγονται πρὸς Ἐρινύων ἐπ ' ἔρεβος καὶ χάος διὰ Ταρτάρου , ἔνθα χῶρος ἀσεβῶν καὶ Δαναΐδων ὑδρεῖαι
5204402 αἰθερα
ἀστεροπήν , νέφος , ὄρνεον , ἄγγελον , ἰχθύν , αἰθέρα , νύκτα , θάλασσαν , ὅλην φύσιν , ἔμφρονι
Χρόνου δὴ καὶ ῥύσεως τέκνα γῆν τε καὶ ὕδωρ , αἰθέρα τε καὶ ἀέρα σὺν αὐτῷ ὑπεστήσατο : καὶ τῇ
5199600 νεφος
' ὡς τάχος εἴσω . δῆλον ἀπ ' ἀρχῆς ἐξαιρόμενον νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ ' ἀνάψει μείζονι θυμῶι : τί
. δωδ . § : κρεῖττον γὰρ ἐπερχόμενον ἐκκλῖναι τὸ νέφος ἢ φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥεύματι . . . ὑπ
4942326 ὑπερφατον
εἰ σᾶμα φέρεις τινὸς ἢ καρποῦ φθίσιν ἢ νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον ἢ στάσιν οὐλομέναν ἢ πόντου κενεῶσιν ἀμ πέδον ἢ
υἱόν , μάτρωος δ ' ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν , ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καί ἔργοισι . πόλιν δ '
4919831 ὀμβρου
ἐνδεῶς ἔχῃ : ἐρᾷ δ ' ὁ σεμνὸς οὐρανὸς πληρούμενος ὄμβρου πεσεῖν εἰς γαῖαν Ἀφροδίτης ὕπο : ὅταν δὲ συμμιχθῆτον
ἕπηται δὲ ἡ ἀτμίς , τότε πρόδρομος ὁ ἄνεμος τοῦ ὄμβρου συνίσταται : οὐ μένει δὲ οὐδὲ οὗτος διαρκής ,
4727715 νεφελη
, ἤγουν φόβου ἄξια , εἰσῆλθε δὲ τοῖς ἐμοῖς ὀφθαλμοῖς νεφέλη πλήρης δακρύων , εἰσιδούσῃ τὸ σὸν σῶμα πρὸς τῇ
δύω σκόπελοι ὁ μὲν οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει ὀξείῃ κορυφῇ , νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκεν κυανέη : τὸ μὲν οὔ ποτ
4703723 αἰθερος
, φερβόμενοι κλεινοτάταν σοφίαν , αἰεὶ διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος , ἔνθα ποθ ' ἁγνὰς ἐννέα Πιερίδας Μούσας λέγουσι
. Ζεὺς δὲ ὁ αἰθήρ . τὸ δὲ θερμὸν τοῦ αἰθέρος , μιγνύμενον τῷ ἀέρι , ζωογονεῖ ὅθεν μυθεύονται τὰ
4627434 πετρου
τἀνιαρὰ φροῦδος αἴσθησις φθαρῇ , τὸ σῶμα κωφοῦ τάξιν εἴληφεν πέτρου ἦν ἆρα τρανὸς αἶνος ἀνθρώπων ὅδε , ὡς τὸν
. Οὐκ , ὦ κακῶν κάκιστε , καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ ' ὀργάνειας , ἐξερεῖς ποτε ,
4598779 ἀνεμον
χωρία οἰκημένοι . Ὅσοι μέν νυν αὐτῶν αὐξόμενον ἔμαθον τὸν ἄνεμον καὶ τοῖσι οὕτω εἶχε ὅρμου , οἱ δ '
καὶ τρόπον τινὰ τοῦτο ἕρμα ἑαυταῖς ἐπιτεχνῶνται πρὸς τὸν ἐμπίπτοντα ἄνεμον τά τε ἄλλα καὶ ἵνα μὴ παρατρέψῃ τῆς ὁ
4586083 πνεει
εἰς ξένους τόπους , ὅπου τροπή , κίνδυνος ἐστομωμένος , πνέει καθ ' ἡμῶν φλεγμονὰς πυρεκβόλους ; μικρόν τι καρτέρησον
τῷ καί μιν δελέασσιν ἀποπνείουσιν ἀϋτμὴν ῥηϊδίως ἕλκουσιν , ὅσα πνέει ἐχθρὸν ἄημα . εἴκελα δὲ τρίγλῃσιν ὕεσσί τε ,
4578283 ἀγονον
προεμήνυσεν . ἐφ ' ᾧ καταπληχθεὶς ὁ Ἴφικλος ἔλυσεν . ἄγονον δὲ ὄντα τὸν Ἴφικλον ποιήσας γόνιμον ἔλαβε τὰς βοῦς
συῶν ἐστιν ἄπορος , ὥσπερ δὴ πάλιν τὴν Σικελίαν φασὶν ἄγονον εἶναι λεόντων . σῦς δὲ σφριγῶν ἔρωτι καὶ πρὸς
4566376 ὀμβρος
τὸν δὲ κοχλίαν μὴ φαίνεσθαι θέρους , ἀλλ ' ὁπόταν ὄμβρος γένηται ἀναδυόμενον φαίνεσθαι , διὰ τῶν φυτῶν βαίνειν ἕλκοντα
τὸν δ ' οὔτ ' ἂρ χειμὼν κρυόεις , οὐκ ὄμβρος ἀπείρων , οὐ φλὸξ ἠελίοιο δαμάζεται , οὐ νόσος
4562191 αἰθηρ
τοῦ “ βιοθρέμμονα ” δῆλον , ὅτι ἀήρ , οὐχὶ αἰθήρ . Αἰθέρα : τὸν ἀέρα : ὁ γὰρ αἰθὴρ
οὐδὲν ἐμπόδιον , οὐ τοῦ ἡλίου πῦρ , οὐχ ὁ αἰθήρ , οὐχ ἡ δίνη , οὐχὶ τὰ τῶν ἄλλων
4561656 εὐρυστερνος
καὶ ἰσόθεος τιμή . τὰ δὲ σημεῖα : εὐμεγέθης , εὐρύστερνος , ἐκ τῶν μηρῶν εἰς τοὺς πόδας ἰσχναίνεται ,
ἐν φρεσὶ βάλλεο μῦθον . Εὖτε γὰρ αἰγλῆεν σφέτερον δέμας εὐρύστερνος Οὐρανός , ὠμηστῆρος ὑπαὶ παλάμῃσι Κρόνοιο δῃωθεὶς εἵλιξεν ἀπειρεσίην
4557784 ἐκπνεει
πυκνοὺς σωλῆνας , δι ' ὧν ἥ τε θερμὴ ἀτμὶς ἐκπνέει , καὶ αὖρα ψύχουσα εἰσπνέει . μὴ ἐχέτω δὲ
τῆς ἐργασίης εἰσί : παλαιούμενα δὲ , τὸ μὲν θερμὸν ἐκπνέει , τὸ δὲ ψυχρὸν ἐπάγεται . Ἄρτοι θερμοὶ μὲν
4553634 βορεης
ἔνθα δυώδεκα μὲν μένον ἤματα δῖοι Ἀχαιοί : εἴλει γὰρ βορέης ἄνεμος μέγας οὐδ ' ἐπὶ γαίῃ εἴα ἵστασθαι ,
γαῖαν , ἀλλά με κῦμα ῥόος τε περιγνάμπτοντα Μάλειαν καὶ βορέης ἀπέωσε , παρέπλαγξεν δὲ Κυθήρων . ἔνθεν δ '
4548900 βαρυν
ἀδικημάτων κἂν ἐπιμήκιστα ὄντα ἀνυπαίτια καὶ καθαρά , τὸ συνειδὸς βαρὺν κατήγορον οὐκ ἔχοντα , τὰ δὲ ἑκούσια , κἂν
ἐκολάκευσεν ὁρμάς : οἱ δὲ δημοτικοὶ δυσανασχετοῦντες ἐπὶ τοῖς ὀνειδισμοῖς βαρὺν καὶ πικρὸν καὶ πολεμίων ἁπάντων ἔχθιστον αὐτὸν ἀπεκάλουν .
4516204 ὁμιχλωδες
φυσώδης ὑπάρχῃ φύσει , τηνικαῦτα καὶ ἐξ ἀρχῆς γεννᾶται μὲν ὁμιχλῶδες πνεῦμά τι , ὀλίγον δ ' ὡς ὑπὸ μιᾶς
τὴν δὲ χώραν ἀπολιπόντων διὰ τὸ ἐξ ἀναχύσεως τοῦ Ὠκεανοῦ ὁμιχλῶδες γινόμενον , καὶ γρυπῶν δὲ πλῆθος ἀναφανέν : ὅπερ
4500674 βροντην
τοῦ λαμπτῆρος φῶς , καὶ τοῦ γίνεσθαι , ὡς τὴν βροντήν , τήν τε ὑλικὴν καὶ τὴν τελικήν , πλεῖστα
μάταιον σημαίνει , ὅτι μετὰ τὴν ἀστραπὴν προσδοκήσειεν ἄν τις βροντήν , ἣ διὰ τὸν ψόφον οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ
4494893 σελας
τῶν τοιούτων ἐστὶ ζῴων : διὸ καί τινες ἀπὸ τοῦ σέλας ἔχειν ὠνομάσθαι φασὶν αὐτὰ σελάχια . μαλακὴν δ '
δὴ σύνοδον τούτοις ἐνὶ τείρεσι θείη , ἢ διχόμηνον ἄγοι σέλας ἔκφατον , εὖτέ σε χρειὼ τέχνην ἢ σοφίην δεδαήμεναι
4494446 ἀερα
μεγάλης δ ' ἐπινεφὴς καὶ ὑέτιος διὰ τὸ πλείω συνωθεῖν ἀέρα . Τὸ δὲ μὴ πνεῖν κατ ' αὐτὴν τὴν
. ἐν μὲν οὖν τῷ κόσμῳ γῆν καὶ ὕδωρ καὶ ἀέρα καὶ οὐρανὸν τέτταρα τὰ πάντα εἶναι συμβέβηκεν : ὧν
4492169 ἐκκενωθῃ
, ἵνα μὴ ἀθρόως διαιρεθέντος τοῦ τὸ ὑγρὸν περιέχοντος χιτῶνος ἐκκενωθῇ τὸ ὑγρόν : κενωθέντος γὰρ τοῦ ὑγροῦ καὶ συμπεσόντος
ἢ τὴν δι ' αἰρῶν ἔμπλαϲτρον ἐμπλάϲαϲ ἐπιτίθει καὶ ὅταν ἐκκενωθῇ τὰ ὑγρά , ἄραϲ ταύτην ἐπιτίθει τοῦ μυρϲινάτου λεγομένου
4484668 χερσαιον
πάντων σχεδὸν τῶν θηρίων ἰσχυρότατον . ποτάμιον δὲ ὑπάρχον καὶ χερσαῖον τὰς μὲν ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι ποιεῖ γυμναζόμενον κατὰ
τροπικόν , ἐαρινόν , ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν ,
4458724 ἠχον
ἀψύχοις δόξαις , λέγω δὲ „ βατράχοις „ , πιεσθεὶς ἦχον καὶ ψόφον ἔρημον καὶ κενὸν πραγμάτων ἀποτελούσαις , εἰπόντος
χρυσοῖ γὰρ κώδωνες περὶ τὸν ποδήρη εἰσὶν αὐτοῦ , μέλους ἦχον ἀνιέντες ἰδιάζοντα : παρ ' ἑκάτερον δὲ τούτων ἄνθεσι
4454904 αἰθεριου
ἐνιαυτῶν περιόδοις . ὅταν μὲν οὖν ἔμπρησις καταλαμβάνῃ , ῥεῦμα αἰθερίου πυρὸς ἄνωθεν ἐκχεόμενον πολλαχῇ σκεδάννυσθαι , μεγάλα κλίματα τῆς
πνευμάτων πλήρη καὶ ὑγρᾶς ὄντα συστάσεως , ἐκ δὲ τῆς αἰθερίου ζωῆς τὴν ἐνέργειαν ποριζόμενον , ἀμφοτέροις τοῖς ὀργάνοις ἐμπνευστοῖς
4444168 φλοξ
ἀντίληψιν . μέσην δὲ χώραν αὐγῆς τε καὶ ἄνθρακος εἴληχε φλόξ : σβεσθεῖσα μὲν γὰρ εἰς ἄνθρακα τελευτᾷ , ζωπυρουμένη
. . ; . . , . . . : φλόξ : παρὰ τὸ φλέγω φλέξω φλὲξ καὶ φλόξ .
4441669 σεισμον
μετοπωρίζοντος ἢ μετοπώρου ἐαρίζοντος : ἤδη δὲ καὶ κλόνον καὶ σεισμὸν γῆς ἐκ τῶν κατ ' οὐρανὸν κινήσεων στοχασμῷ προεσήμηνάν
τὰ ὄμματα τύχης φερόντων τὴν παραμυθίαν . κακὸν δὲ ἕτερον σεισμὸν ἐπενεγκὸν τῇ τέχνῃ , φυγὴ μὲν ἀπὸ τῆς τῶν
4434060 ζῳογονον
δὲ τοῦ Διὸς τὴν βʹ εὔκρατον καὶ θρεπτικὴν οὖσαν καὶ ζῳογόνον : ὁ δὲ τοῦ Ἄρεως τὴν γʹ διάπυρον καὶ
δὲ τοῦ Διὸς τὴν δευτέραν , εὔκρατον καὶ θρεπτικὴν καὶ ζῳογόνον ὑπάρχουσαν . ὁ δὲ τοῦ Ἄρεως τὴν τρίτην καὶ
4417188 ὑετον
ἐπίθεσιν πρὸς τὴν πόλιν ποιεῖν ὡς τῶν φυλάκων διὰ τὸν ὑετὸν ἀναχωρούντων . Ὅτι κατόπιν τῆς πέτρας τοὺς κρημνοβατεῖν ἐπιτηδείους
ἐτησίων γένεσιν . ἡ δὲ φύσις οὐ ματαιουργός , ὡς ὑετὸν χορηγεῖν μὴ δεομένῃ γῇ , καὶ | ἅμα χαίρει
4400093 ἀνιους
ἰοῦσα , νῦν δέ σε τεθνηῶτα κιχάνομαι ὄρχαμε λαῶν ἂψ ἀνιοῦς ' : ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί
μέρος ἐξαίρετον ἔνειμεν ἡ φύσις τὸ πρόσωπον αἰσθήσεσιν , ἡ ἀνιοῦς ' ἀφ ' ἡγεμονικοῦ πηγὴ σχιζομένη πολλαχῇ καθάπερ τινὰς
4370326 κρηναιον
ἔν τε Βοιωτῶν χθονὶ διώλλυθ ' , οἱ μὲν ἀμφὶ κρηναῖον γάνος δίψῃ πονοῦντες , οἱ δ ' ὑπ '
, ὅθεν ὁ Πρωτεσίλαος πρῶτος τῆς νεὼς πηδήσας ἀπέθανε . κρηναῖον : φασὶ γὰρ ὅτι πηδήσαντος τοῦ Ἀχιλέως ἐκ τῆς
4360668 ῥεει
πνεύματα . Ἢν ῥόος ἐν τῇσι μήτρῃσιν ἐγγένηται , αἷμα ῥέει πολλὸν , καὶ θρόμβοι πεπηγότες ἐκπίπτουσι , καὶ ὀδύνη
οὐδεμία ἐκδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται . Ἴσος δὲ αἰεὶ ῥέει ἔν τε θέρεϊ καὶ ἐν χειμῶνι ὁ Ἴστρος κατὰ
4352574 κυανην
ὠχράν , μετρίως θερμόν . καί τινων ταύρων ἐθεασάμην χολὴν κυανῆν , ὑπεροπτηθείσης τῆς ξανθῆς , ἣν οὐκ ἠξίωσα βαλεῖν
μὲν γὰρ οἰδαίνεται , μετὰ δὲ οὐ πολὺ τὴν χροιὰν κυανῆν δείκνυσιν , ὀδυνᾶται περὶ τὴν καρδίαν , ὠγκωμένην ἔχει
4351737 Πιερικον
: ἐπὶ τῶν ἀμούσων καὶ ἀπαιδεύτων . Λειβήθριοι γὰρ ἔθνος Πιερικόν ἐστιν , οὔτε μέλους ἁπλῶς οὔτε ποιήματος ἔννοιαν λαμβάνον
Ἀμουσότερα Λειβηθρίων : ἐπὶ τῶν ἀπαιδεύτων . Λειβήθριον γὰρ ὄρος Πιερικόν , οὔτε μέλους ἁπλῶς οὔτε ποιήματος ἔννοιαν λαμβάνον .
4344982 μεταβαλλει
. οἷον εἰ μεταβάλλει τὸ λευκόν , ἤτοι μένον λευκὸν μεταβάλλει ἢ μὴ μένον . οὔτε δὲ μένον λευκὸν μεταβάλλει
μὲν τῷ αὐτῷ , ἐν ᾧ ἐστιν , ἐξ οὗ μεταβάλλει , οὐ μεταβέβληκεν , εἰ δὲ ἐν ἄλλῳ ,
4329357 πετηνα
, ὡς παρ ' Ἡσιόδῳ , οἷον „ αἰὲν μὴ πετῆνα γενέσθαι „ , οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἄω ,
ἐπιτατικοῦ μορίου ζαήν : τὸ γὰρ τέλειον ζαῆνα , ὡς πετῆνα , εἰ μὴ κατ ' ἔκθλιψιν γέγονε . .
4319067 μιξιος
τοῦ ψύχεος καὶ τοῦ κόπου ἐπιλαθέσθαι τοῦ ἱμέρου καὶ τῆς μίξιος , καὶ μηδὲν παρακινέειν πρότερον ἢ ἀνανδρωθῆναι . Περὶ
ἣ πάντα κυβερνᾶι : πάντα γὰρ ἣ στυγεροῖο τόκου καὶ μίξιος ἄρχει πέμπους ' ἄρσενι θῆλυ μιγῆν τό τ '
4318255 φεγγος
δέξαιτο δ ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος , δίκᾳ ξεναρκέϊ κοινόν φέγγος . εἰ δ ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκˈριτος ἁλίῳ σὸς
τοίνυν μηδὲ εἰς τὰς κοίτας λαμπτῆρας φέρεσθαι μηδὲ ἄλλο νυκτερινὸν φέγγος : ἤδη γάρ τινες , ἐπεὶ πάντῃ ἐξείργονται μηδὲν
4317166 φυεν
χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον Ἀντινόοιο . ΠΥΛΕΩΝ . οὕτως καλεῖται ὁ
συγκυλίνδεται τῇ γυναικί , τοῖσι δ ' ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην , λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον
4312896 περισημον
' Ὠκεανοῖο περὶ ῥόος ἐστεφάνωται : τάων δ ' ἂν περίσημον ἐγὼ θέσιν ἐξενέποιμι , ὁπποτέρου τ ' ἀνέμοιο παρὰ
χαλκὸν τιτρώσκουσι ξίφεσιν , οὔτε μὴν ἀκοντίοις τὴν μεγάλην καὶ περίσημον τῶν προγόνων βασιλείαν διαμοιράσασθαι . μῆλά τε γάρ τοι
4310122 Γη
εἰρημένον ? [ ] : Δημήτηρ ? [ Ῥέα ] Γῆ Μήτηρ [ ] Ἑστία Δηιώι ? . καλεῖται ?
πυρίκαυτα παραχρῆμα καταχριόμεναι μετ ' ὀξυκράτου , κωλύουϲαι φλυκταινοῦϲθαι . Γῆ ἀμπελῖτιϲ ἢ φαρμακῖτιϲ . Ἀμπελῖτιϲ γῆ καὶ φαρμακῖτιϲ λέγεται
4303130 ἰον
τὸν καινὸν καὶ μήπω βεβλημένον ἀλλὰ νεοπαγῆ καὶ ἀκέραιον τὸν ἰὸν ἐν αὑτῷ ἔχοντα . κλίνεται δὲ διὰ τοῦ τος
: ὁρμῶν . Ἰοτόκοισι : ἰοβόλοις , τοῖς τίκτουσι τὸν ἰὸν , τοῖς γεννῶσι τὸν ἰὸν , πεφαρμακωμένοις . περισπέρχει
4283674 ἀεντων
λίθοισι πάντοθεν , ὄφρ ' ἴσχως ' ἀνέμων μένος ὑγρὸν ἀέντων , χείμαρον ἐξερύσας , ἵνα μὴ πύθῃ Διὸς ὄμβρος
] , ὡς ποιέντων , οἷον καὶ ἀνέμων μένος ὑγρὸν ἀέντων . [ εἰ δὲ ] ἦν βαρύτονον , ἄεντες
4280583 πορον
φόνιον ἐξίει κάλων , ὡς ἂν πορεύσας δι ' Ἀχερούσιον πόρον τὸν καλλίπαιδα στέφανον αὐθέντηι φόνωι γνῶι μὲν τὸν Ἥρας
πηγὰς τοῦ Νείλου εἶναι , καὶ βάθος ἄβυσσον ἔχειν τὸν πόρον κατὰ τοῦτον τὸν τόπον . νήσους δ ' ὁ
4279403 ἀνεμου
κλάδων , πετάσαντες τὰ ἱστία καθάπερ ἐν θαλάττῃ ἐπλέομεν τοῦ ἀνέμου προωθοῦντος ἐπισυρόμενοι : ἔνθα δὴ καὶ τὸ Ἀντιμάχου τοῦ
: θύραι δ ' ἐπέκειντο φαειναί . ἡ δ ' ἀνέμου ὡς πνοιὴ ἐπέσσυτο δέμνια κούρης , στῆ δ '
4278441 καπνον
ὀρόβων ξήριον μετὰ μέλιτοϲ . Ἄλλο . χολὴν χοίρου ὑπὲρ καπνὸν ξηράναϲ λείου καὶ ἐπιτίθει τῷ ἡλκωμένῳ αἰγίλωπι . Ἄλλο
καὶ Δημοσθένην μετὰ τὴν ὁδὸν τὸ Θηβαίων ὄρος ἐδέχετο , καπνὸν ἀπὸ τῆς πόλεως ἐταραττόμην θεώμενος . εἶτα αὔξησον ὡς
4275197 καταφερηται
ἀφιέντες , ὅταν ἀπαιωρήσωσιν ἄχθος , ἵνα θᾶττον τῷ βάρει καταφέρηται : οἱ δ ' ἐπ ' ἐρημίαν κομίζουσιν ἐκθήσοντες
καὶ εἱλιγμένον ἔντερον , ἵνα μὴ ἡ λαμβανομένη τροφὴ ῥαιδίως καταφέρηται , ἀλλὰ ὑπομένῃ ποσοὺς χρόνους . * ὡς γὰρ
4273684 ἀλωμενη
τόπον , ἔνθα ἐμίγη πρῶτον αὐτῷ , καὶ περὶ αὐτὸν ἀλωμένη θαμὰ ἐβόα τοὔνομα τοῦ Ῥήσου : τέλος δὲ σῖτα
: οὐ γὰρ ἄιδρις ἦεν ὁδῶν , θαμὰ καὶ πρὶν ἀλωμένη ἀμφί τε νεκρούς ἀμφί τε δυσπαλέας ῥίζας χθονός ,
4267204 ὑποψαμμος
τὴν τῶν ποταμῶν πρόχωσιν : οὐ γὰρ στέριφος οὐδ ' ὑπόψαμμος ὁ βυθός , ὅθεν οὐδὲ ναυσίν , ὅτι μὴ
πετρώδης , ψαμμώδης , λιθώδης , ὑπόλιθος , ὑπόπετρος , ὑπόψαμμος , ἄφορος , ἄσπορος , ἀβαθής , ξηρά ,
4261514 ταυροιο
τε χύτλα καὶ εὐχωλὰς μειλίγματ ' ἐνὶ χθονὶ χεύῃ θελγομένου ταύροιο κλυτοῦ μένει ἠελίοιο , καὶ τότε δὴ πεφύλαξο πόλει
μὲν πρῶτα φερέσβιος ἀλφίτου ἀκτή , αἷμα δ ' ἐπὶ ταύροιο , θαλάσσης θ ' ἁλμυρὸν ὕδωρ . Στέψασθαι δ
4261346 εὐηλιον
παλίσκιον , ψυχεινόν , εὐχείμερον , ἀλεεινόν , ὑπόθερμον , εὐήλιον , δίκαιον ταῖς ὥραις , καλῶς οὐρανοῦ κείμενον ,
καὶ ὁ χυλὸς ἐρυθρός . φιλεῖ δὲ λιπαρὰν γῆν , εὐήλιον , δρυμοὺς καὶ γεώλοφα : πλεονάζει δ ' ἐν
4259087 καπνος
δὲ λοιπὰ ἢ προαιρετικά ἐστιν ἢ ἀπροαίρετα , νεκρὰ καὶ καπνός . Πρὸς θανάτου καταφρόνησιν ἐγερτικώτατον ὅτι καὶ οἱ τὴν
ἀπὸ κρεῶν . θ λιγνὺς κυρίως ὁ ἐκ τοῦ λίπους καπνός . καπνὸς ὁ ἀπὸ ξύλων , ἀτμὸς ὁ ἀπὸ
4251873 ἐπιφλεγει
νηυσὶ γλαφυρῇσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν . Ἠΰτε πῦρ ἀΐδηλον ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην οὔρεος ἐν κορυφῇς , ἕκαθεν δέ τε
τοὺς τὸν Νεῖλον αὔξοντας ὄμβρους καταρραγῆναι , κατέχων ὁ Τυφὼν ἐπιφλέγει , καὶ τότε κρατήσας παντάπασι τὸν Νεῖλον εἰς ἐναντίον
4240904 ἑτερημερος
δέ κ ' ἔρχεται ὕστατον ἦμαρ . Εἰ δὲ πυριφλεγέθων ἑτερήμερος ἄνδρα θαμίζων , ἢ κρυερὸς μάρπτων πυρετὸς παραδηθύνῃσιν ,
τε μέλεσθαι † Ἑρμείας . ὁ Αἰθαλίδης Ἑρμοῦ παῖς ἦν ἑτερήμερος καὶ μίαν ὑπὸ τὸν Ἅιδην διῆγεν , ἑτέραν δὲ
4238182 ἀτρακτος
Ἀτρεύς , οἱονεὶ ὁ ἄφοβος ' . . . . ἄτρακτος : κυρίως ἐπὶ βέλους : τὸν γὰρ βαλόντα ἄτρακτον
Ἀταλάντῃ ἁρπεδόνην τε λύσιν ἱστοῦ : τοῦτο δὲ τραγικώτερον . ἄτρακτος , σφόνδυλος , κλωστήρ . οὕτω δὲ καὶ τὴν
4236267 πετην
κλίνεται ἀπτῆνος : ἡ μηδέποτε πτᾶσα : παρὰ τὸ πέτω πέτην , συγκοπῇ πτήν καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀπτήν
? Ἀπτήν : τὴν μηδέπω πτᾶσαν : παρὰ τὸ πέτω πέτην , καὶ πτήν , καὶ ἀπτήν * * *
4234171 χιων
ἐν τοῖς καλοῖς συμποσίοις , ἐν οἷς πολλὴ μὲν ἡ χιών , πολλὴ δὲ ὕβρις , αἰσχραὶ δὲ ἅμιλλαι ,
καὶ διὰ τί πῦρ ] καὶ διὰ τί ψύχει ἡ χιών . . . . . . Καὶ Θεόφραστος μέντοι
4225074 κυμα
λέγει τῶν ὕμνων τὸ πνεῦμα . νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὅπα κῦμα κατακλύσει ῥέον : ἀλληγορικῶς ταῦτα λέγει : προσυπακουστέον δὲ
πέτρας , ὅτι τὴν ναῦν προσέρρηξεν ἂν τῇ πέτρᾳ τὸ κῦμα , καὶ οὐκ αὐτὴ ἡ πέτρα συνεκρότησε τῇ ἑτέρᾳ
4223763 ἀνετειλε
, ἐννύχιοι πνοιῇ ἀνέμοιο θέοντες . ἦρι δὲ νισσομένοισιν Ἄθω ἀνέτειλε κολώνη Θρηικίη , ἣ τόσσον ἀπόπροθι Λῆμνον ἐοῦσαν ὅσσον
. * . Ἄθως : † Ἥρη δὲ νισομένοισιν Ἄθω ἀνέτειλε κολώνη : ἀκρωτήριον Θρᾴκης . Σοφοκλῆς : † Ἄθω
4222389 διασκεδασει
πάχνην , ὕφαψον τὴν κόπρον : ἐνεχθεὶς γὰρ ὁ καπνὸς διασκεδάσει τὴν πάχνην . τὰς δὲ ὑπὸ πάχνης εὐκόλως ἀποκαιομένας
τοῦ Ποσειδῶνος , δι ' ἣν σαλεύει τὴν γῆν , διασκεδάσει καὶ ἀφανίσει καὶ διαλύσει . λέγει δὲ ὃν ἔμελλε
4209405 οὐρανιον
πρὸς ἄλληλα καὶ ὁμοιότητα ἔχειν πρὸς ἑαυτὰ , ὥστε τὸ οὐράνιον σῶμα ψυχὴν εἶναι ὠγκωμένην καὶ ζωὴν ἐπὶ πᾶν διεστῶσαν
πρὸς τὴν ὕλην , ἀναγωγός τε ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ καὶ ἄυλον ἀλλ ' οὐχὶ κάτω βρίθουσα περὶ
4200591 δυμι
ἀγωνίαν . . ΚΑΤΑΔΥΜΕΝΑΙ . Δύμεναι , καὶ εἰσελθεῖν : δῦμι , ὁ βʹ ἀόριστος ἔδυν , ἡ μετοχὴ ὁ
οὐκ ἔξεστιν εἰσιέναι οὐδὲ εἰσδῦναι πᾶσιν . ἀπὸ τοῦ δύω δῦμι δύσω δέδυκα δέδυμαι δέδυται δυτός καὶ ἄδυτος , .
4173931 ἀνεμων
τῷ ὀνόματι , ἵνα ἀκολούθως ἀπὸ τῆς θαλάσσης καὶ τῶν ἀνέμων ἀποκρίνεσθαι καὶ αὐτὸς δοκῇ . ἡ δὲ Ποτιδαία πόλις
μηδὲν γενναῖον πράττειν δυναμένων . Ἄλλοτ ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετῶν ἀνέμων . Ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅγε κύρεται , ἄλλοτε
4169670 ἀφρον
τὴν πόλιν οὐ δύναται ἐπανακάμψαι εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν . ἄφρον καὶ δίψυχε καὶ ταλαίπωρε ἄνθρωπε , οὐ νοεῖς ,
φασὶ γὰρ τὸν κέπφον εὐτελέστατον καὶ λάλον : ὄρνεον γὰρ ἄφρον , ὅπερ φιλεῖ ἀφρὸν θαλάττιον ἐσθίειν : τοῦτο βουλόμενοι
4166696 σαπεντος
ἐάσῃ τοῦτον συναναφέρεσθαι τῷ αἵματι . κἀντεῦθεν πλεονάσαντος αὐτοῦ καὶ σαπέντος , γίνεται τεταρταῖος . ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲ
ἐκ μυελοῦ ῥάχεως δεινὸς γίνετ ' ὄφις , νέκυος δειλοῖο σαπέντος , ὃς νέον ἐκ τούτου πνεῦμα λάβῃ τέραος ,
4166044 βυθον
ἀγκυρῶν διεσάλευεν : ἀσθενέστερον δὲ ἔχων τὸ κῦμα διὰ τὸν βυθόν , εἰρεσίᾳ ὅμως καὶ πρὸς τόδε ἐνίστατο καρτερᾷ μὴ
οὐδὲ οὗτός ἐστιν . ὅτε γοῦν καθεύδει , ὠθεῖται ἐς βυθόν , ἕως ἂν ψαύσῃ τῆς κάτω γῆς . ὅταν
4162044 εὐδιου
. ἄρχεται μὲν εὐθὺς ἐκ πυλῶν , οἷον ἔκ τινος εὐδίου λιμένος , τῆς ἀναγωγῆς ἡ ναῦς : κινηθεῖσα δὲ
ἀπὸ τοῦ αἴτιος αἰτίου αἰτία , καὶ ἀπὸ τοῦ εὔδιος εὐδίου εὐδία , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ πολιός πολιοῦ πολιά
4153667 ἀστραπης
σωληναρίῳ χρυσῷ καὶ φορῇ , οὐ βλαβήσεται ὑπὸ κεραυνοῦ ἢ ἀστραπῆς . περίαπτον δὲ πρὸς κεραυνὸν ἕξεις ἐὰν λίθον κεραύνιον
δὲ ὁ Θέρσανδρος τὸ κάλλος ἐκ παραδρομῆς , ὡς ἁρπαζομένης ἀστραπῆς ἀφῆκε τὴν ψυχὴν ἐπ ' αὐτὴν καὶ εἱστήκει τῇ
4146862 γερονθ
: ὤμοσε ? [ ] [ γὰρ θεός ] , γέρονθ [ ] ? ' ὅτι ? [ ] Πˈρίαμον
. πράξας ἀρωγήν : ἄγγελον δ ' οὐ μέμψεται πόλις γέρονθ ' , ἡβῶντα δ ' εὐγλώσσῳ φρενί . ἰὼ
4146418 ἀηρ
[ ὅθεν δὴ βούλεται αὐτὸν οὕτως εἰπεῖν , ὅτι ἐστὶν ἀήρ ] . τὸν δὲ αἰθέρα τῇδέ πῃ ὑπολαμβάνω ,
τῆς ἀρτηρίας ἀέρι τὸ αἷμα , καὶ τῷ αἵματι ὁ ἀήρ , καὶ οὕτω πυρούμενα πάσχουσι καὶ ποιοῦσι πρὸς ἄλληλα
4137254 Νειλοιο
ἔργων καλῶν τέτˈμανθ ' ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δι ' Ὑπερβορέους : οὐδ ' ἔστιν
ἀνέρες ἐν Λιβύεσσιν ἀρίθμιοι : ἦ γὰρ ἐς αὐγὰς ἑπταπόρου Νείλοιο νενασμένον ἔλλαχον ἄστυ : ἄλλοι δὲ πλεῖστοι τήνδε χθόνα
4136308 ὀμβρον
παλάμην ἐτίταινε φέρων χθονὶ νύμφιον ὕδωρ , πυκνὸν ἀκοντίζων αὐτόσσυτον ὄμβρον ἐρώτων , καὶ νεφέλης ἔπλησε μελανστέρνοιο καλύπτρην . ἣ
ὡς δ ' οὔ μοι μέλει ἄκουσον : ὅταν ἄνωθεν ὄμβρον ἐκχέηι , ἐν τῆιδε πέτραι στέγν ' ἔχων σκηνώματα
4135031 καταφερομενος
γὰρ τοιοῦτος , πρὸς τὴν ἐργασίαν τῆς ἀμπέλου οὐ μακρόθεν καταφερόμενος , ἀλλὰ πρόσγειος ὤν , ἀπονητὶ ἐργάσεται . Τοὺς
φέρεσθαι τὸν τροχόν : καὶ ἔστιν οὗτος ἀεὶ ἀνακυκλούμενος καὶ καταφερόμενος , ταύτην τιννύων τιμωρίαν . Δίψει δὲ λέγει κολάζεσθαι
4134348 ἠερος
νεφέλην μόρφωσεν : ὀπιπευτῆρι δὲ κύκλωι ἀνδρομέη τροχάουσα δι ' ἠέρος ὄμματος ἀκτὶς Ἠέλιον βλεφάροισιν ἴδε ζωστῆρα κατόπτρου : καὶ
, αἳ δ ' ἔτι φύζης μνωόμεναι πολιοῖο δι ' ἠέρος ἐσσεύοντο : τῇσι δ ' ἐφ ' Ἡρακλέης κεχολώμενος
4127642 παχνη
: δηλοῦται ὡς μὲν Ἀπίων ψῦχος , ὡς δὲ Ἡλιόδωρος πάχνη : Ἀπολλόδωρος τὸ ἐξ αἰθρίας ψῦχος . συμφερτή Ν
σπόρου ὥρα . . , . β Δωι ψύχη ἢ πάχνη . . , . ιζ Δωι χειμὼν καὶ κατὰ
4123203 αὐξεται
ἔστι δ ' ὅτε καὶ πλείονος τῆς τροφῆς οὔσης οὐκ αὔξεται τὸ σῶμα ὡς ἤδη ἀποκαμόντων τῷ χρόνῳ τῶν μορίων
προηγούμενον αἴτιόν ἐστιν οὗ παρόντος πάρεστι τὸ ἀποτέλεσμα καὶ αὐξομένου αὔξεται καὶ μειουμένου μειοῦται καὶ αἱρουμένου αἱρεῖται . ρνζʹ .
4123126 ῥεθει
Τρωάσι φησίν . ἐν δὲ δεμνίοις τὸν πέμπτον εἰδωλοπλάστῳ προσκαταξανεῖ ῥέθει καὶ σώματι ἐξ ὀνείρων ἐστροβημένον - τουτέστι ποιήσει αὐτὸν
φαείνεται ἠΰτε κούρης ὄμμα καὶ ὑγρὰ μέτωπα : τὰ δὲ ῥέθει ἄντα ἔοικεν . ἢ πόντου μέγα κῦμα καταντία κυμαίνοντος
4118251 σκηπτον
Ἀργείων : ὅπλοις βρέμων : ἐμφαντικῶς , οἱονεὶ ἠχῶν ἵνα σκηπτὸν ἀλληγορῇ τὸν πόλεμον . ἢ κομπάζων : ἆρα πύλαι
αὐτὸς δόξειε κεκεραυνῶσθαι , ἀλλ ' εἰς γῆν ἴδοι τὸν σκηπτὸν πεσόντα : καὶ γὰρ τὸ τοιοῦτον ὄναρ τοῖς ἐνοικοῦσιν
4112685 πυροεις
ὁππότε δ ' οὖν σελάων τοίοις ζώοισιν ἐπόντων καὶ Θοῦρος πυρόεις καὶ καλλίκομος Κυθέρεια ἄρσεσι δεικήλοισιν ἐπεμβεβαῶτες ὁρῷντο , καὶ
φαέθων , δωδεκαετίᾳ τὸν οἰκεῖον ἀμείβων κύκλον . Ὑπὸ τοῦτον πυρόεις , ὁ τοῦ Ἄρεως , ἀτακτοτέραν μὲν τὴν κίνησιν
4103943 κεραυνον
τὸ πῦρ προτεῖνον , τουτέστι τὸ πυρῶδες , λέγω τὸν κεραυνὸν τὸν καυστικόν , τὸν ἀρηρότα , ἤγουν τὸν ἁρμόζοντα
Ἀργείοισιν ὄρινον . Ὣς εἰπὼν στεροπήν τε θοὴν ὀλοόν τε κεραυνὸν καὶ βροντὴν στονόεσσαν ἀταρβέος ἀγχόθι κούρης θήκατο : τῆς
4096742 διωκομενης
τιθέμενον : μυθεύονται γὰρ καὶ αὗται τὸν Ὠρίωνα φεύγειν , διωκομένης τῆς μητρὸς αὐτῶν Πληιόνης ὑπὸ τοῦ Ὠρίωνος . ἡ
, σπουδαιότερον ἐλαύνειν , κωπηλατεῖν . ἐλάτῃσι : κώπαις . διωκομένης : ἐλαυνομένης , τρεχούσης . ἀκάτοιο : νηός .
4094311 Φαεθοντος
Οὐκαλέγων Οὐκαλέγοντος , Κελάδων Κελάδοντος , Ὑψίζων Ὑψίζοντος , Φαέθων Φαέθοντος . Καὶ τοῦτο δὲ μὴ ἀγνοητέον , ὅτι ἔστιν
, Ἄργον ὃς ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκεν : ἐν δὲ βίη Φαέθοντος ἀνὰ ῥόον Ἠριδανοῖο βλήμενος ἐκ δίφροιο : καταιθομένης δ
4090070 ἀστραπην
ἰδιώτῃ φιλοσοφοῦντι πρὸς τὸ ἔργον ἄν τις ἀρκεῖν ὑπολάβοι καθάπερ ἀστραπὴν ἐκλάμψασαν τὴν ἀρετὴν εὐθὺς ἀποσβῆναι , ἀνδρὶ δὲ Ὧι
τῷ χαλκῷ τῶν ἀσπίδων ἀκτὶς ἡλίου προσβάλλουσα διπλῆν ἐκεῖθεν ἀφίησιν ἀστραπὴν , ὑψουμένην τε ἀπ ' ἀνατολῶν καὶ ταπεινουμένην πρὸς
4089028 δριμυτατης
φύσιν ἑκάστῳ ποιητέον . Δεῖσθαι δέ φησιν Ἀνδροτίων καὶ κόπρου δριμυτάτης καὶ πλείστης ὑδρείας , ὥσπερ καὶ τῆς διακαθάρσεως ,
αὐτῶν ποτὸν κατεσκευασμένον ἀνθρώπου χείλεσιν , αὐτίκα δὴ καὶ παραχρῆμα δριμυτάτης ὀδύνης ἐμπίμπλησιν αὐτά , προϊὸν δὲ ἐπὶ τὰ εἴσω
4075614 αὐγη
εἶναι καὶ ἱστίον τῷ ἅρματι , ἀφ ' οὗ καὶ αὐγή τις ἐπὶ τὸ μέτωπον καὶ τὴν κεφαλὴν ἥκει οὔπω
φαίνηται , ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός : ὅτε πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγή , ὅσσον ἐπισκιάειν , ἐπὶ τέτρατον ἦμαρ ἰοῦσα :
4070191 οὐρανιην
ἱερὸν θάλος , εἰ δ ' ἄγε σύν μοι / οὐρανίην ψαύσειας ἔπι τρίβον „ , ἔνια δὲ ” Ἀντίγονε
' ἔοικε φάρμακ ' ἔχειν , νημερτὲς ἀπόρροιάν μιν ἀοιδοὶ οὐρανίην κλείουσιν ἐς ἀνθρώπους ἀφικέσθαι . οὐ γὰρ ὅ γ
4064023 ῥοιζον
τὸ προσαγορευόμενον Χελιδόνιον τεῖχος , ὅπερ ἐπέχει τοῦ ὕδατος τὸν ῥοῖζον καὶ οὐκ ἐᾷ κατακλυσμῷ φθείρεσθαι τὴν χώραν , καθὼς
ἐν κύκλῳ τοῦ ἡλίου γένηται . νῦν δὲ λέγει τὸν ῥοῖζον καὶ τὴν συνεχῆ κίνησιν τῆς ἀσπίδος : κινήσαντος οὖν
4059814 γιγαντα
ᾄδοι ὀργιζόμενος οὐδὲ τὸν Ἔρωτα Ἐριννὺν ποιήσειεν τῇ ἑρμηνείᾳ ἢ γίγαντα , οὐδὲ τὸ γελᾶν κλαίειν . Ὥστε ἡ μέν
ἵνα ὁ λόγος ᾖ περὶ Θησέως ὅπερ καὶ βέλτιον . γίγαντα δὲ καλεῖ τὸν Θησέα ἐπεὶ Ἀθηναῖος καὶ γηγενὴς ἀπὸ
4058347 Χθονιην
. . Φ . μὲν ἀρχὰς εἶναι λέγων Ζῆνα καὶ Χθονίην καὶ Κρόνον : Ζῆνα μὲν τὸν αἰθέρα , Χθονίην
τοῦ Συρίου τὴν ποίησιν σκόπει καὶ τὸν Ζῆνα καὶ τὴν Χθονίην καὶ τὸν ἐν τούτοις Ἔρωτα , καὶ τὴν Ὀφιονέως
4053834 ἐκκαυσιν
αὐτῷ ὑγρότητα ἔχειν καὶ εἰς τὰς πλευρὰς ὠμοὺς χυμοὺς , ἔκκαυσιν καὶ δίψαν ἔχων , καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ τραχεῖα
φέγγος . , Μ . ὑδατώδους ἀναθυμιάσεως διὰ τὴν ἡλιακὴν ἔκκαυσιν γίνεσθαι ὁρμὴν πνευμάτων † θείων : τοὺς δὲ ἐτησίας
4049780 νοτερον
ἀργαλέου κρύους εἰς πραεῖαν ἡδονὴν ἔαρος γαληνοῦται , καὶ τὸ νοτερὸν τῆς ἐαριζούσης καταστάσεως ἔμπυρος ἡ τοῦ θέρους βία πυκνοῖ
τευχέων ῥίψω γαίας παγάν , ἃν ἀποχεύονται Κασταλίας δῖναι , νοτερὸν ὕδωρ βάλλων , ὅσιος ἀπ ' εὐνᾶς ὤν .
4047305 ἠεροϲ
τὰ εἴϲω : ἀναπνοὴ θερμή , ὡϲ ἐκ πυρόϲ : ἠέροϲ ὁλκὴ μεγάλη : ψυχροῦ ἐπιθυμίη : γλώϲϲηϲ ξηρότηϲ :
ἀρχή : ἥδε καὶ τῷ πνεύμονι τῆϲ ὁλκῆϲ τοῦ ψυχροῦ ἠέροϲ τὴν ποθὴν ἐνδιδοῖ : ἐκφλέγει γὰρ αὐτόν : ἕλκει
4046213 ἀνεμουϲ
μετὰ τὸν ὑετὸν ἄνεμοι γίγνονται , ποτὲ δὲ μετὰ τοὺϲ ἀνέμουϲ ὑετὸϲ ἐπακολουθεῖ , λέγομεν ὅτι τὸ ἐν τῇ γῇ
τὸν ἀέρα ἀλλοιοῦϲιν , ὡϲ ϲυμβαίνειν ἐκ τούτου καὶ τοὺϲ ἀνέμουϲ ἄλλοτε ἄλλουϲ πνεῖν , ἀναγκαῖον ἐνόμιϲα ἐνταῦθα δηλῶϲαι καὶ
4045414 πυρωδες
τὸν οὐρανὸν ἐξ ἀέρος συμπαγέντος ὑπὸ πυρὸς κρυσταλλοειδῶς , τὸ πυρῶδες καὶ τὸ ἀερῶδες ἐν ἑκατέρῳ τῶν ἡμισφαιρίων περιέχοντα .
ἀλεύροις θαυμαστῶς τὰς ὀδύνας οἶδε παρηγορεῖν καὶ τὸ ζέον καὶ πυρῶδες ἀποσβεννύειν τῆς ὀδύνης καὶ εἰς εὐκρασίαν φέρειν τὰ πεπονθότα
4039993 ληκτικον
τὸ Σ δυνάμει καὶ τελευταῖον . Εἰ τοίνυν πέφυκεν ὑπάρχειν ληκτικὸν ὀνόματος τὸ Σ , ἐνεργείᾳ μὲν ὡς Αἴας ,
δὲ Ψ ἐκ τοῦ ΠΣ : οὐδέν ἐστι τὸ κωλῦον ληκτικὸν εἶναι ὀνομάτων τό τε Ξ καὶ τὸ Ψ .
4032656 κυματωδη
καὶ ὑποστρέψασα ἀπὸ τοῦ λιμένος καὶ τῆς γῆς ἐπὶ τὰ κυματώδη , αὖθις ἐλθοῦσα ἐπὶ τὴν γῆν κατέλαβε μέρος τι
τότε τὸν πρεσβύτην Ἀρβιτίωνα παρατυχόντα τὴν τοῦ βασιλέως ἄτακτον καὶ κυματώδη φορὰν ἐς ὁμαλὸν καὶ λεῖον καταστορέσαι τοῦ λογισμοῦ πάθος
4026453 ἐκπυρον
αὖθις μαχαίρᾳ θερμῇ , τοῦ πυρὸς τὸ αἷμα ἔξαξον πᾶν ἔκπυρον λίαν ἐρυθρὸν ὡς φλὸξ φεγγίτης ἅπτων φλόγα , βάψαι
πρὸς μὲν τὸν ἥλιον ἀμαυρουμένην , θηρεύουσαν δὲ ἐν νυκτὶ ἔκπυρον φῶς : εἰ γάρ τις ἐς τὰς Πλάτωνος φωνὰς
4020770 κεραυνος
τὸ λαμπρὸν καὶ ἐπιφανές . . ἣν οὐδὲ Διὸς δάμνησι κεραυνός : ἡ διπλῆ ὅτι ἰδίως ἐπὶ τῆς αἰγίδος τοῦτό
σὺ λέγειν φαίνει . τί γάρ ἐστιν δῆθ ' ὁ κεραυνός ; ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς μετεωρισθεὶς κατακλεισθῇ ,
4019733 ἀστραπων
βροντῶν τε εἰκότως καὶ πρηστηρίων καὶ χασμάτων καὶ σεισμῶν καὶ ἀστραπῶν ἀποτελεστικός , ζῴων τε καὶ φυτῶν εὐχρήστων καὶ ποταμῶν
οὗ ἂν ἡ ἐκπνευμάτωσις γένηται , καθάπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἀστραπῶν ἐλέγομεν : καὶ κατὰ σύνοδον δὲ ἀτόμων πυρὸς ἀποτελεστικῶν

Back