κύκλῳ , τοσοῦτον περιεχούσαις τῆς γῆς , ὅσον ἀπόχρη νεῷ ξυμμέτρῳ , κιττόν τε περιβαλεῖν αὐτὸν καὶ ἀμπέλους ταῖς δάφναις
' αὐτοῦ κακουργοῖτο . ἀποματτέτω δὲ ὁ γυμναστὴς καὶ ἀποστλεγγιζέτω ξυμμέτρῳ χρώμενος , ὡς μὴ ἀποφράττοιντο αἱ ἐκβολαὶ τοῦ ἱδρῶτος
5258332 μυλῃ
αὑτοῦ γυναικὶ Μεγαπόλῃ ἔνδον με κατέλιπεν : ἡ δὲ τῇ μύλῃ με ὑπεζεύγνυεν , ὥστε ἀλεῖν αὐτῇ καὶ πυροὺς καὶ
ἄπονον ποιεῖ . ἄλλο . ὄνυξ χελώνης ἐντιθέμενος τῇ βεβρωμένῃ μύλῃ ποιεῖ καλῶς . ἄλλο . χολὴ ἄρκτου ἐντεθεῖσα αὐτίκα
5198293 κνημῃ
ἕνα τῷ μηρῷ πλησίον τοῦ γόνατος , καὶ ἄλλον τῇ κνήμῃ ὑπὲρ τὴν γαστροκνημίαν , εἶτα πάλιν τοῦ τονίου κάτω
τῶν περιεχόντων τὸ ἕλκος , ἄλλως τε καὶ ἢν ἐν κνήμῃ ἔῃ τὸ ἕλκος ἢ ἐν δακτύλῳ ποδὸς ἢ χειρὸς
5137356 Ἰβηριαι
. Ἀπολλόδωρος ἐν τῷ Περὶ τῆς γῆς δευτέρῳ . : Ἰβηρίαι δύο , ἡ μὲν πρὸς ταῖς Ἡρακλείαις στήλαις ,
νῆσος ἑσπεριωτάτη τὰ ἐσχατόεντα Γάδειρα κατὰ μέσον τῶν πρὸς τῆι Ἰβηρίαι πυλῶν : διὸ καὶ Ἰβηρικά φησιν Ἀρριανὸς αὐτά .
5056595 ὀθονῃ
κηρωτῇ μιγνύμενα . ξυρᾶν δὲ δεῖ τὰς τρίχας καὶ ἀνατρίβειν ὀθόνῃ τὸ πεπονθὸς δέρμα καὶ οὕτω σκεπάζειν τῷ φαρμάκῳ ,
ἀνθῶν καθαρῶν τῆϲ χαμαιμήλου # β προεψυγμένων ἡμέρᾳ μιᾷ : ὀθόνῃ δὲ ἀραιᾷ χρὴ ϲκεπάζειν τὸ ϲτόμα τοῦ βίκου ,
5024400 διαστασει
ʹ γʹ νο νγ Ϛʹ δʹ τῶν ἐν τῇ ἑξῆς διαστάσει γ ὁ ἑπόμενος . . . . . .
κζʹ , ἐπὶ δὲ τοῦ δευτέρου τὸ κατὰ Ἀριστόξενον ἐν διαστάσει μοιρῶν κδʹ καὶ γʹ καὶ γʹ , ἐπὶ δὲ
4956148 ὑστερᾳ
τοῦ σπέρματος ἡ σύλληψίς ἐστιν , ἀλλ ' ἡ ἐν ὑστέρᾳ : καθ ' ὃν γὰρ καιρὸν ἐν τοῖς σπερματικοῖς
πεπέρεως λευκοῦ καὶ κόκκου γνιδίου ἀνὰ ἐξάγιον αʹ . προλελουμένῃ ὑστέρᾳ προσθέτω ταῦτα : ὠφελεῖ δὲ καὶ σπέρμα ὀξυλαπάθου τετριμμένον
4934228 τραχειαις
, δήσασα , ἀναπετάσασα , ἀνακρεμάσασα . σπιλάδεσσι : πέτραις τραχείαις , πέτραις . Ὀλίγαι : μικραί . Δόλοισι :
δύνηται , παρέγχει κατ ' ὀλίγον . Τὰ ἐν ταῖς τραχείαις ἀρτηρίαις συνιστάμενα ἕλκη εἰς τὸν ἔνδον αὐτῶν χιτῶνα θεραπεύομεν
4906682 ἐνδιδουϲηϲ
' ὄξουϲ καὶ λυκίου ἢ ἀκακίᾳ μετ ' ὄξουϲ . ἐνδιδούϲηϲ δὲ τῆϲ ζέϲεωϲ χρηϲτέον ἁπλοῖϲ μὲν θείῳ ἀπύρῳ καὶ
μὴ θερμανθέντα τὰ μέρη διαπυήϲῃ : ταῖϲ δὲ ἑξῆϲ ἡμέραιϲ ἐνδιδούϲηϲ τῆϲ φλεγμονῆϲ ϲικύαν προϲβλητέον τῷ ἰνίῳ μετὰ καταϲχαϲμοῦ :
4860042 κλινῃ
τὴν οἰκίαν τοῦ Ἀντιφίλου , καὶ τὰ φώρια ἐξέφερον ὑπὸ κλίνῃ τινὶ ἐν σκοτεινῷ κείμενα . ὅ τε οὖν Σύρος
παρὰ τῇ γυναικί , οἱ δ ' ὕστερον ἐν τῇ κλίνῃ γυμνὸν ἑστηκότα . ἐγὼ δ ' , ὦ ἄνδρες
4856964 πυελῳ
δὲ αὐτοὶ μετὰ τὴν χειρουργίαν ἔλουον εὐθὺϲ τοὺϲ κάμνονταϲ ἐν πυέλῳ μακρᾷ ξυλίνῃ θερμὸν ὕδωρ ἐχούϲῃ μέχρι τῆϲ ἑβδόμηϲ ἡμέραϲ
καὶ βαλανεὺς τωὐτὸν ἔχους ' ἐμπεδέως ἔθος : ἐν ταὐτᾷ πυέλῳ τόν τ ' ἀγαθὸν τόν τε κακὸν λόει .
4848157 χελωνῃ
τὴν ἐκ τοῦ Τέκτονος ὀργάνου σπάθην : ἐν δὲ τῇ χελώνῃ ἐστὶν ἡ ῥίζα . αὕτη δ ' ἡ σπάθη
, Ἀφροδίτην δὲ Πάνδημον ὀνομάζουσι . τὰ δὲ ἐπὶ τῇ χελώνῃ τε καὶ ἐς τὸν τράγον παρίημι τοῖς θέλουσιν εἰκάζειν
4847881 ῥινι
καὶ ὕποπτον ἐν πᾶσιν ἄνδρα σημαίνει . ὁπόσοι δὲ ἐν ῥινὶ φθέγγονται , ψευδεῖς , κακοήθεις , βάσκανοι , πήμασιν
ἀντίληψιν τῆς φωνῆς ἀπεργάζεσθαι . ἀλλὰ καὶ αἱ ὀδμαὶ τῇ ῥινὶ καὶ οἱ χυμοὶ αὖ τῇ γλώττῃ προσπίπτουσιν , καὶ
4779118 ἑδρᾳ
καὶ Σοφοκλῆς τῷ ἐσχάτῳ ἀντὶ τοῦ πρώτου : ἤδη γὰρ ἕδρᾳ Ζεύς , φησίν , ἐν ἐσχάτῃ θεῶν , ἀντὶ
αἰδοίοις καὶ ὄρχεσι καὶ τιτθοῖς φλεγμονὰς πρός τε τὰς ἐν ἕδρᾳ μεθ ' ἑλκῶν ἢ στολίδων ἀνεξασμένων . γάλα τοῖς
4770699 ζωνῃ
ἐκ μὲν τῆς πρὸς μεσημβρίαν πλευρᾶς συνάπτει τῇ καταλεγομένῃ νῦν ζώνῃ ἀραιᾷ σφόδρα οὔσῃ κατὰ τὴν συναφήν , ἄρχεται δὲ
τῆς Αἰθιοπίας φεύγειν , αἰσθομένης δὲ τῆς μητρὸς καὶ τῇ ζώνῃ τὸν τράχηλον αὐτοῦ σφιγγούσης , ταύτῃ μηδὲ καθ '
4769191 θερινῃ
ἕωθεν ἀνατελλοντ | ! ! [ τροπῇ δὲ ] | θερινῇ ? ἕωθεν δυνοντ ? ? [ ] | [
, ἀλλὰ τό γε κατεπεῖγον , καὶ μάλιστα ἐν ὥρᾳ θερινῇ : κατὰ ταύτην γὰρ ἀναβάλλεσθαι τὴν χειρουργίαν οὐ χρή
4761865 κοτυλαις
, ὡς κυάμου μέγεθος , ὁμοίως μετὰ οἴνου διηθηθέντος ἐν κοτύλαις δυσὶ διὰ τῶν ῥινῶν ἐγχέας θεραπεύσεις . Ῥάμνου φύλλα
ἐστὶν ἡ κάπηλις ἡ ἐκ τῶν γειτόνων , ἣ ταῖς κοτύλαις ἀεί με διαλυμαίνεται . καὶ τὸ κοτυλίζειν εἴρηται μὲν
4747264 Συηνῃ
ὀκτακοσίους τοὺς πλεονάζοντας πρὸς τῷ ἰσημερινῷ . , ἐν δὲ Συήνῃ καὶ Βερενίκῃ τῇ ἐν τῷ Ἀραβίῳ κόλπῳ καὶ τῇ
, ἐπειδὰν τὴν μεγίστην ὁ ἥλιος πληροῖ : ἐν δὲ Συήνῃ τῆς αὐτῆς ἡμέρας τε καὶ ὥρας μέσος ἐν μέσῳ
4714810 ἐαρινῳ
τοῦτο παντὸς τοῦ βίου ἀεὶ τελεῖσθαι τοῖς ἐτησίοις κύκλοις , ἐαρινῷ μάλιστα καιρῷ δὲ πλέον . καὶ πρῶτον αὐτά πως
ἂν σαφεστέρα ἡ τῶν τοιούτων διδασκαλία ὡδί πως . ἐν ἐαρινῷ καιρῷ πολυτελέσι δαπάναις κατεσκευάζετο ἡ σκηνὴ τριωρόφοις οἰκοδομήμασι ,
4661288 ἀμφοτεραις
καὶ τὰς μικράς , φησίν : οἱ γὰρ θεοὶ ἐν ἀμφοτέραις ἴσοι , ὥστ ' ἐπεὶ αἱ χάριτες θεαί ,
βοήθειαν : ἢ τὸ διδύμῃ χερὶ τῇ τοῦ Ἱέρωνος : ἀμφοτέραις γὰρ ταῖς χερσὶ τὰς τοῦ ἅρματος ἡνίας κατεῖχεν ,
4648613 ὑπαιθρῳ
παρατάξει νικήσωσι , κατέστρεψέ τε τὰς πόλεις καὶ κατεστρατοπέδευσεν ἐν ὑπαίθρῳ . Οἱ δ ' ἐφορμοῦντες Καρχηδόνιοι τῷ ναυστάθμῳ τῶν
σφίσιν ἀμῦναι τὴν Περσῶν . ἐν δὲ τοῦ γυμνασίου τῷ ὑπαίθρῳ πεφυκέναι ποτὲ ἀγρίαν φασὶν ὕλην , καὶ Ὀδυσσέα ,
4634929 κινευμενα
αἰῶνος . μόνα δὲ ἁ σφαῖρα ἐδύνατο καὶ ἀρεμέουσα καὶ κινευμένα ἐν τᾷ αὐτᾷ συναρμόσθαι χώρᾳ , ὡς μή ποκα
αἰῶνος . μόνα δὲ ἁ σφαῖρα ἐδύνατο καὶ ἀρεμέουσα καὶ κινευμένα ἐν τᾷ αὐτᾷ συναρμόσθαι χώρᾳ , ὡς μή ποκα
4624908 στεγῃ
κύτος , πλαστὸν ἐκ γαίης , ἐν ἄλλῃ μητρὸς ὀπτηθὲν στέγῃ , νεογενοῦς ποίμνης δ ' ἐν αὐτῇ πνικτὰ γαλακτοθρέμμονα
] τοῦ γελοίου χάριν . κάπνη ἐστὶν ὁ ἐν τῇ στέγῃ τοῦ μαγειρείου σωληνοειδὴς αὐλός , δι ' οὗ ὁ
4619709 Χηλαις
ἐπὶ τῶν ἡλιακῶν ἐκλείψεων ἐσημειώσαντο . Ἐν δὲ Ζυγῷ ἤτοι Χηλαῖς τοῦ Ἡλίου ἐκλείποντος κατὰ τὴν αʹ ἢ βʹ τρίωρον
ὅταν ὁ ἥλιος ἐν Καρκίνῳ , μετοπωριναὶ δὲ ὅταν ἐν Χηλαῖς , χειμεριναὶ ὅταν ἐν Αἰγόκερῳ , ἐαριναὶ ὅταν ἐν
4615269 λιμνῃ
. Ἴκρια ἐπὶ σταυρῶν ὑψηλῶν ἐζευγμένα ἐν μέσῃ ἕστηκε τῇ λίμνῃ , ἔσοδον ἐκ τῆς ἠπείρου στεινὴν ἔχοντα μιῇ γεφύρῃ
ὁδῷ μικρὸν ὕδωρ ἔχων . καὶ δὴ τοῦ ἐν τῇ λίμνῃ θατέρῳ παραινοῦντος πρὸς αὐτὸν μεταβῆναι , ὡς ἂν ἀσφαλεστέρας
4580292 πτελεᾳ
, ὧν τελευταῖος ἦρος ἐν ὥρᾳ χαίρων , ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ . καλεῖται δὲ τοῦτο τὸ μέτρον ἀριστοφάνειον ,
τελευταῖος τῶν τετραμέτρων ἀναπαίστων . ἦρος ] ἔαρος . πλάτανος πτελέᾳ ] δένδρα ὑψίκομα ⌈ ἀμφότερα . ψιθυρίζῃ ] ⌈
4569505 νεμομεν
γε μέντἂν αὐτῶν φεύγωσι , τούτους ὑμῖν καὶ τοῖς ἵπποις νέμομεν , ὡς μὴ σχολάζωσι μήτε μένειν μήτε ἀναστρέφεσθαι .
ἐπὶ τὸ οὖς καὶ παρὰ τὰς ἑτέρας λεγομένας μετωπιαίας ἄνω νέμομεν καὶ παρὰ τὰς ἐπικαρσίους κάτω , ἄχρι οὗ ἐπιπληρωθῇ
4568267 Ἡρακλειαις
. εἴρηται καὶ Μασταυρίτης . Μαστιανοί , ἔθνος πρὸς ταῖς Ἡρακλείαις στήλαις . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . εἴρηται δὲ ἀπὸ Μαστίας
. . : Ἰβηρίαι δύο , ἡ μὲν πρὸς ταῖς Ἡρακλείαις στήλαις , ἀπὸ Ἴβηρος ποταμοῦ , οὗ μέμνηται Ἀπολλόδωρος
4562907 συνθηκῃ
καὶ κώλοις , ἐν οἷς θεωρεῖται , ἔτι μέντοι καὶ συνθήκῃ καὶ ἀναπαύσει καὶ τοῖς ῥυθμοῖς . ἔννοια δὲ ὅπερ
δὲ πλείοσιν , ὡς ἡ καθαρότης τῇ εὐκρινείᾳ λέξει κώλοις συνθήκῃ κοινωνεῖ καὶ ἡ τραχύτης τῇ σφοδρότητι καὶ κατὰ πλείονα
4551359 κατορωρυκται
Οὐκοῦν τάλαντα μὲν ἑβδομήκοντα ἐκεῖνα πάνυ ἀσφαλῶς ὑπὸ τῇ κλίνῃ κατορώρυκται καὶ οὐδεὶς ἄλλος οἶδε , τὰ δὲ ἑκκαίδεκα εἶδεν
, ὄπισθεν Ἕλληνες . κωμῳδοποιός Ἀττικοί , κωμῳδιοποιός Ἕλληνες . κατορώρυκται Ἀττικοί , κατώρυκται Ἕλληνες . καταγώγιον καὶ κατάγεσθαι Ἀττικοί
4548900 κοπριᾳ
ἢ τιμῆς τινος δημοσίας , ἐπειδὴ πάντες οἱ δημόται τῇ κοπρίᾳ προσφέρουσί τι καὶ προσβάλλουσιν , ὥσπερ καὶ τοῖς ἄρχουσι
ἐμβληθέντων , ἣν καταχώϲειϲ ἡμέραϲ μ , μεϲοῦντοϲ θέρουϲ ἐν κοπρίᾳ . τοῦτο δὲ τὸ φάρμακον ξηραντικώτερον ἅμα καὶ ἀδηκτότερον
4541157 γραμμαις
Γάδειρα καὶ τὸ στόμα τοῦ Νείλου , λοξὸν ἐν ταῖς γραμμαῖς , ὅ ἐστι ταῖς διατυπώσεσιν , ὡς κολποῦσθαι καὶ
λεγόμενον ἢ ἰδίᾳ πως καθ ' ἕκαστον , οἷον ἀριθμοῖς γραμμαῖς , ζῴοις φυτοῖς : τέλεος δ ' ἡ ἐξ
4538107 ἐαρινῃ
τὸ ὑδατῶδες . ποιεῖσθαι δὲ καὶ τὴν δοκιμασίαν μάλιστα τῇ ἐαρινῇ ὥρᾳ : ἄγγος τὸ ὑάλινον ἢ κεράτινον ἢ κόγχον
ἀρθέντες ἀπείρξουσι τοὺς κλέπτας . ταῦτα δὲ ποίει ἐν ἰσημερίᾳ ἐαρινῇ . Εὐκόλως δὲ φραγμὸν ποιήσεις , ἐὰν σχοινίον τρίψας
4529881 λειωσει
, οὐ χρὴ χνοωδέστατα τῇ πέψει μόνῃ συνεργοῦντα ἐν τῇ λειώσει ἐργάζεσθαι : τὸ δὲ διὰ καλαμίνθης καὶ τὰ παραπλήσια
τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ φησι γίνεσθαι , Ἐρασίστρατος δὲ τρίψει καὶ λειώσει καὶ περιστολῇ τῆς γαστρὸς καὶ ἐπικτήτου πνεύματος ἰδιότητι .
4500571 τελειοτητι
τινὰ καὶ συλλέγεται καὶ θείου πληροῦται τόνου καὶ τῇ νοερᾷ τελειότητι τῆς ψυχῆς συνέπεται . τί οὖν ἡ ἐνίων βρωμάτων
νοητῶν ἀρχῶν καὶ στοιχείων καὶ γενῶν , διότι ἀπολείπεται αὐτῶν τελειότητι καὶ καθαρότητι καὶ ἁπλότητί τε καὶ τῇ ἐπὶ πλεῖστον
4498211 Ἀναβασει
δὲ τὸν καρπὸν καὶ Ἑλλάνικος κέκληκεν ἐν τῇ εἰς Ἄμμωνος Ἀναβάσει , εἰ γνήσιον τὸ σύγγραμμα , καὶ Φόρμος ὁ
καὶ παρὰ Θεοπόμπῳ ἐν τοῖς Φιλιππικοῖς καὶ Ξενοφῶντι ἐν τῇ Ἀναβάσει καὶ τοῖς Ἑλληνικοῖς βιβλίοις . καὶ μὴν καὶ αὐτοῦ
4496171 ἀναπαυσει
αὐτῆς ἅπαντα , καὶ οὐκ ἦσαν ἐν μόχθῳ οὐδὲ ἐν ἀναπαύσει , ἀλλ ' ἐν τόπῳ μεσότητος . τὰς δὲ
πρὸς ἁρπαγάς τε τῶν ἐγκαταλειφθέντων ἐν τῷ χάρακι τραπόμενοι καὶ ἀναπαύσει τὰ σώματα δόντες μεγάλου αὐχήματος ἑαυτοὺς ἐστέρησαν . τῇ
4493585 σκιᾳ
γεννᾶται ἐν κήποις ἀμπελῶσι : συνάγεται ἐν πυραμητῷ ξηραινομένη ἐν σκιᾷ καὶ συνεχῶς στρεφομένη . ἀποτίθεται δ ' αὐτῆς ὁ
τρίκοκκον ἐν φθινοπώρῳ ἀνασπάσας ὅλην σὺν τῇ ῥίζῃ ξήρανε ἐν σκιᾷ : καὶ ὅλην κόψας καὶ σήσας , στῆσον αὐτῆς
4492581 κειμενῃ
δέ , ὅτι ἐν τῇ Ἀσίᾳ , πόλει τῆς Λυδίας κειμένῃ ἐν Τμώλῳ , πρῶτον εὑρέθη . καὶ τὰς γοώδεις
καὶ Ὀυουλτοῦρνος ὁμώνυμός ἐστι τῇ παρ ' αὐτὸν πόλει ἐφεξῆς κειμένῃ : ῥεῖ δ ' οὗτος διὰ Ὀυενάφρου καὶ τῆς
4487784 Σουσιανῃ
. Περιορίζεται δὲ ὁ πίναξ ἀπὸ μὲν ἀνατολῶν Ἀσσυρίᾳ καὶ Σουσιανῇ καὶ μέρει τοῦ Περσικοῦ κόλπου , ἀπὸ δὲ μεσημβρίας
Μακεδόσι νῦν δὲ Παρθυαίοις . Τῇ δὲ Περσίδι καὶ τῇ Σουσιανῇ συνάπτουσιν οἱ Ἀσσύριοι : καλοῦσι δ ' οὕτω τὴν
4480507 ἐπιφανειᾳ
ἐπὶ κλίνης τὰς φυσικὰς ἀνάγκας ἐπλήρου . Ἑνδεκάτῃ ἐπὶ τῇ ἐπιφανείᾳ τὸ παρυφιστάμενον ἐνήχετο λευκὸν μέν , ὑπόγλισχρον δὲ καὶ
ὀρθὰς οὖσαν τῇ ΒΓ , καὶ πεποίηκε τομὴν ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ τὴν ΔΕΖ , ἡ δὲ διάμετρος ἡ ΜΕ ἐκβαλλομένη
4477999 ἀρτηριᾳ
δὲ πρὸς ὄρεξιν καὶ κατάποσιν . παρατέταται δὲ τῇ τραχείᾳ ἀρτηρίᾳ καὶ διατείνει μέχρι διαφράγματος . κοινὴ δὲ πρὸς πέψιν
, ὥσπερ ἡ βήξ : ἀλλὰ τούτῳ τύπτει τὸν ἐν ἀρτηρίᾳ πρὸς αὐτήν : σημεῖον δὲ τούτου : οὐδεὶς γὰρ
4471921 προσδεδεσθαι
οὕτως : τῆς δὲ ἁμάξης λέγεται τὸν ζυγὸν τῷ ῥυμῷ προσδεδέσθαι κλήματι ἀμπελίνῳ . ἔστι δὲ λόγιον : ὃς ἂν
Ἄριστον δ ' ἐν τοιαύταις νυξὶν ἔξω τοῦ τείχεος κύνας προσδεδέσθαι νυκτερεύοντας , οἵπερ ἐκ πλείονος ἐμφανιοῦσιν τὸν ἐκ τῶν
4461146 οὐρᾳ
καὶ βορειοτέρῳ ποδί , ἔσχατος δὲ ὁ ἐν ἄκρᾳ τῇ οὐρᾷ . Μεσουρανεῖ δὲ τῶν ἄλλων πρῶτος μὲν ὁ ἐν
; οὐ γὰρ πρὸ μοίρας ἡ τύχη βιάζεται . ἔσαινεν οὐρᾷ μ ' ὦτα κυλλαίνων κάτω γλώσσης ἀπαυστὶ στάζε μυξώδης
4448743 μητρᾳ
ὡς ἂν μηδ ' οἵου τ ' ὄντος ἐν τῇ μήτρᾳ γονίμως κρατηθῆναι μήτι γε ψυχῆς ἔξωθεν τῇ εἰσκρίσει ἑαυτῆς
ἄκυθος . ἢ παρὰ τὸ μὴ ἔχειν σπέρμα ἐν τῇ μήτρᾳ . ἔστι δὲ καὶ κανόνα εἰπεῖν : τὰ διὰ
4448368 Ὀκτωβριων
προσῆκον ἀπὸ ἰσημερίας φθινοπωρινῆς , ἥτις ἐστὶ πρὸ δύο καλανδῶν Ὀκτωβρίων : τὸν δὲ σῖτον ἀπὸ πλειάδων δύσεως , ἥτις
μέγας πνεῖ . . . . Τῇ πρὸ μιᾶς Νωνῶν Ὀκτωβρίων ὁ Δημόκριτος τοὺς Ἐρίφους ἀνίσχειν καὶ βορρᾶν πνεῖν διισχυρίζεται
4443111 σκεπῃ
ὑπ ' ἰωγῇ . † ) τῇ σκέπῃ . ὑπὸ σκέπῃ . . . , . εὗρε δὲ Τηλέμαχον καὶ
γίαις καὶ τροφῶν ἐνδείαις καὶ πόσεως πλεονασμοῖς , τῇ δὲ σκέπῃ θερμαίνων καὶ πόνοις καὶ σιτίῳ πλείονι καὶ ποτῷ ἐλάσσονι
4429041 ἀνατολῃ
ἐπίπνοιαι καὶ ἀντικόψεις . Αἱ δ ' ἐπ ' Ὠρίωνος ἀνατολῇ καὶ δύσει τῶν πνευμάτων ἀκρισίαι συμβαίνουσιν ὅτι ἐν μεταβολαῖς
ἡ δὲ Σελήνη τυχοῦσα μετὰ Κρόνου ἐν τῇ τοῦ Κυνὸς ἀνατολῇ σημαίνει ᾗ προσοικείωται χώρᾳ τὸ ζῴδιον ἐφ ' οὗ
4425781 μεσῃ
. ἀμφίπολον δὲ λέγει ἢ τὸν περιπολούμενον διὰ τὸ ἐν μέσῃ εἶναι τῇ πόλει : ἐνταῦθα γὰρ οἱ οἰκισταὶ ἐθάπτοντο
ἔπεμπεν ἐς Σύλλαν : καὶ αὐτὴν ὁ Σύλλας ἐν ἀγορᾷ μέσῃ πρὸ τῶν ἐμβόλων θέμενος ἐπιγελάσαι λέγεται τῇ νεότητι τοῦ
4417366 προσπεφυκυιαι
. Σκοπεῖν γε μὴν χρεὼν εἰ μὴ προσίσχοιντο τῷ πυθμένι προσπεφυκυῖαι : ἄλλως δὲ λεπταὶ τυγχάνουσιν , αὗται γάρ εἰσιν
ἐχούσας : αἳ ἀναφθεῖσαι φερόμεναι , ἐμπαγεῖσαι ταῖς μηχαναῖς καὶ προσπεφυκυῖαι ῥᾳδίως αὐτὰς κατέφλεγον . τῶν μὲν οὖν πρώτων ἡμερῶν
4415283 ἀμπελῳ
ὡς γὰρ ὄζος ἐν τοῖς ἄλλοις οὕτω καὶ ὀφθαλμὸς ἐν ἀμπέλῳ καὶ ἐν καλάμῳ γόνυ . . . ἐνίοις δὲ
τῆς γῆς , ἵνα τὸ μέν τι αὐτοῦ συνημμένον τῇ ἀμπέλῳ , ὥσπερ ἀπὸ μαστοῦ ἕλκῃ τὴν τροφήν , τὸ
4409587 ὀθοναις
καὶ ὄξει , τὰ δ ' ἄλλα προβολαῖς ἱματίων ἢ ὀθόναις κεχαλασμέναις τῆς φορᾶς ἀνέλυον ὅλως τε οὐδὲν προθυμίας ἀνδρὶ
δαπάναις κατεσκευάζετο ἡ σκηνὴ τριωρόφοις οἰκοδομήμασι , πεποικιλμένη παραπετάσμασι καὶ ὀθόναις λευκαῖς καὶ μελαίναις , βύρσαις τε παταγούσαις καὶ χειροτινάκτῳ
4396699 κολυμβηθρᾳ
τῇ δὲ ὑστεραίᾳ μετακομισθῆναι ἐς τὴν οἰκίαν τὴν πρὸς τῇ κολυμβήθρᾳ καὶ θῦσαι μὲν τὰ τεταγμένα , ἔχοντα δὲ πονήρως
γυμνασίοις χρηστέον καὶ βαλανείοις θερμοτέροις : ἐν δὲ τῇ ψυχρᾷ κολυμβήθρᾳ διατριβὴ μὴ πολυχρόνιος γινέσθω , μηδὲ αὐτὸ τὸ ὕδωρ
4395249 γναθῳ
στόματος . . ἡ Σαλμυδησία ἐστὶ ῥαχία ἀκρωτηριώδης ἐοικυῖα ὄνου γνάθῳ . καλεῖται δὲ ἀπό τινος Σαλμυδησοῦ ποταμοῦ ἐντεῦθεν ἐκρέοντος
ἕτερος , ὅτι Μηδόκης ὁ βασιλεὺς βοῦν ἔφερεν ὅλον ἐν γνάθῳ . Τοῦ δὲ αὐτοῦ εἴδους καὶ τὰ τοιαῦτά ἐστιν
4392999 χλαμυδι
εἰς ἐνιαυτὸν σημαίνει : χρὴ γὰρ τὸν ἔφηβον ἐν τῇ χλαμύδι τὴν δεξιὰν ἔχειν ἐνειλημένην διὰ τὸ ἀργὴν εἶναι εἰς
υ διὰ καθαροῦ τοῦ ος , ὀϊζύος Ἐρινύος . τῇ χλαμύδι , τὴν χλαμύδα , ὦ χλαμύ . Δυϊκά .
4384996 προσβαλλων
ἔχουσα χρυσοῦν στέφανον ἐλαίας εὐμεγέθη , πρὸς ὃν ὁ ἥλιος προσβάλλων τὰς ἀκτῖνας κατεσκεύαζε τὴν αὐγὴν ἀποστίλβουσαν καὶ σειομένην ,
τῆς ἐν αὐτῷ οὐσίας προσηνοῦς τῇ ἁφῇ ὑγρασίαν καί τινα προσβάλλων . Αὐχμηρός ἐστι σφυγμὸς , ὥστε ἐκδεδαπανῆσθαι μὲν τὴν
4373694 μαχαιρῃ
. . . . ἔνθα μιν ἐκτανύσας ἐκ μηροῦ τάμνε μαχαίρῃ ὀξὺ βέλος περιπευκέςἡ διπλῆ , ὅτι μάχαιραν καλεῖ τὸ
μετὰ μεγάλης σπουδῆς τιμᾶν τε καὶ σέβειν . Τὸ δὲ μαχαίρῃ πῦρ μὴ σκάλευε φρονήσεώς ἐστι παρακλητικόν : ἐγείρει γὰρ
4370752 ἁλμυρᾳ
μελαίνης χολῆς ὀξείας τε ἄγριος , ὅταν συμμειγνύηται διὰ θερμότητα ἁλμυρᾷ δυνάμει : καλεῖται δὲ ὀξὺ φλέγμα τὸ τοιοῦτον .
, τινὲς δὲ ἐπὶ χώρας ἐῶσι , καὶ ἐπειδὴ τῇ ἁλμυρᾷ γῇ χαίρει , χρὴ κατ ' ἐνιαυτὸν περιορύσσειν ,
4368755 κυστει
καὶ τελείως ἀποφράξαντα . Καὶ αἷμα δὲ θρομβωθὲν ἐν τῇ κύστει αἴτιον τῆς ἰσχουρίας γίνεται , καὶ πύον παχὺ ἐκκρινόμενον
τελείων τοῖς πλεονάζουσιν ἐν τυρῶν ἐδωδῇ καὶ ὁμοίων λίθους ἐν κύστει καὶ νεφροῖς γενομένους ἔγνωμεν . ἔστιν οὖν πάθημα τῆς
4360009 λεπτοτερᾳ
ὅλως τὸ δένδρον , μελαντέρᾳ δὲ πίττῃ καὶ γλυκυτέρᾳ καὶ λεπτοτέρᾳ καὶ εὐωδεστέρᾳ , ὅταν ᾖ ὠμή : ἑψηθεῖσα δὲ
τῷ ξυμβαλλόμενος προεῖπας τῇ Ἐφέσῳ νοσήσειν αὐτούς ; „ ” λεπτοτέρᾳ , ” εἶπεν „ ὦ βασιλεῦ , διαίτῃ χρώμενος
4359720 λευκαις
δ ' εἰπεῖν , Ἰνδοὺς ἐσθῆτι λευκῇ χρῆσθαι καὶ σινδόσι λευκαῖς καὶ καρπάσοις , ὑπεναντίως τοῖς εἰποῦσιν εὐανθέστατα αὐτοὺς ἀμπέχεσθαι
τὰς φρένας οὗτος εἶπεν . Λευκαῖς φρεσὶν ] * Τὸ λευκαῖς φρεσὶν ἐκαινοτόμησε Πίνδαρος ἀπὸ τοῦ Ὁμηρικοῦ : εἰ γὰρ
4359335 κεφαλῃ
, ἔσχατος δὲ τοῦ Κηφέως ὁ προηγούμενος τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριῶν καὶ ὁ δεξιὸς αὐτοῦ πούς , ὡς ἡμιπήχιον
οὐδ ' ἀπατηλὸν οὐδ ' ἀτελεύτητον , ὅ τί κεν κεφαλῇ κατανεύσω : εἰ τοίνυν ὁ Ζεὺς ὑπέσχετό σοι καὶ
4358533 πιμελῃ
ἀπὸ τῆς κεφαλῆς ἀνεστηκότα ἐπιδεικνύς , ἄλφιτά τε ἐμβαλὼν αἰγὸς πιμελῇ καὶ σώματι συμμιγῆ , ὥστε αὐτοῖς τῆς ὄψεώς τε
ἐν τοῖς νεφροῖς γὰρ τὸ σπέρμα συνίσταται . κνίσσῃ ] πιμελῇ κῶλα ] τοὺς μηροὺς λέγει συγκαλυπτά ] περικεκαλυμμένα μακρὰν
4357184 ἑρμηνειᾳ
: ἤτοι γὰρ ἓν νόημα λαβόντες καὶ τοῦτο ἐργαζόμενοι τῇ ἑρμηνείᾳ πλείοσι κώλοις , ὡς ἔφην , διαρκοῦμεν τὸ ἓν
τῆς διατριβῆς καὶ τοῦ ἀγῶνος ἄλλῃ χρῶνται πρὸς τοὺς πέλας ἑρμηνείᾳ . εἶτα καὶ ὡς ἔφην , προσκοπὴν ἐμποιεῖ τὸ
4350800 Κελαιναις
τῇ Κύρου , ἔστι δὲ καὶ μεγάλου βασιλέως βασίλεια ἐν Κελαιναῖς ἔρυμνα ἐπὶ ταῖς πηγαῖς τοῦ Μαρσύου ποταμοῦ ὑπὸ τῇ
ἐν Τρωικοῖς σύριγγα μέν φησιν εὑρεῖν Μαρσύαν καὶ αὐλὸν ἐν Κελαιναῖς , τῶν πρότερον ἑνὶ καλάμωι συριζόντων . Εὐφορίων δ
4348750 ἐκφυσει
. Διδύμων κα # νο μζ εʹ ὁ ἐν τῇ ἐκφύσει τοῦ ἀριστεροῦ μηροῦ . . . . . .
ἡμιπήχιον , ἔσχατον δὲ τοῦ τε Ἐνγόνασιν ὁ ἐν τῇ ἐκφύσει τοῦ ἀριστεροῦ μηροῦ , καὶ τοῦ Τοξότου ἡ ἀκίς
4343994 ὡρᾳ
σφόδρα θερμὴν καὶ διακαῆ ἔχουσι τὴν κεφαλήν , ἄμεινον αὐτοῖς ὥρᾳ θέρους ἀλείφεσθαι ῥοδίνῳ τῷ καλλίστῳ , ἐκ μόνων ῥόδων
λιθίνους . . . ὅταν ἦθος ἁγνὸν καὶ κόσμιον ἐν ὥρᾳ καὶ χάριτι μορφῆς διαφανὲς γένηται , καθάπερ ὄρθιον ὑπόδημα
4342638 βαινουσιν
τῶν γὰρ φυσικῶν ἕξεων ἐνεργουσῶν καὶ χρωμένων τισὶ συμ - βαίνουσιν αἱ ἡδοναί : τῆς μὲν οὖν θρεπτικῆς ψυχῆς χρωμένης
, περιεζωσμένοι τε καὶ στεφάνην χρυσῆν ἐπικείμενοι : ἴσα τε βαίνουσιν ἐν τάξει μετὰ ᾠδῆς καὶ μετ ' ὀρχήσεως .
4339203 ἐξεχουσαι
Φρίσσουσι : πεπύκνωνται , ἀνορθοῦνται . Πρόκροσσαι : ὀξύτητες , ἐξέχουσαι . πυκινῇσιν : ὀξύτησιν . σταλίκεσσιν : ταῖς ὀξυτέραις
: καὶ ἐν ταῖς γραφαῖς ἀκρώρειαι ὁρῶνται μὲν γὰρ πάνυ ἐξέχουσαι , λεῖαι δὲ τῇ φύσει καὶ ὁμαλαί εἰσι παντελῶς
4329920 σκιερῳ
καύματος ἐσσυμένοιο δυσαέος ἤματι μέσσῳ ποιμένος οὐ παρεόντος , ὅτε σκιερῷ ἐνὶ χώρῳ ἰλαδὸν ἀλλήλοισιν ὁμῶς συναρηρότα πάντα μίμνωσιν ,
εἴκοσι τὰς πρὸ κυνὸς καὶ εἴκοσι τὰς μετέπειτα οἴκῳ ἐνὶ σκιερῷ Διονύσῳ χρῆσθαι ἰητρῷ . καὶ Μνησίθεος δ ' ὁ
4328661 μεσαις
ἐν μέσῃ εἶναι τῇ πόλει : οἱ γὰρ οἰκισταὶ ἐν μέσαις ταῖς πόλεσιν ἐθάπτοντο ἐξ ἔθους . ἄλλοι δὲ πολούμενον
' ἐν μὲν γενέσει πρωτοσπόρῳ ἐστὶ μεγίστη , ἐν δὲ μέσαις ἀκμαῖς μικρά , γήρᾳ δὲ πρὸς αὐτῷ μορφῇ καὶ
4327848 Ἰαννουαριων
μετοπωρινῆς ἕως ἀετοῦ ἐπιτολῆς , ἥτις ἐστὶ πρὸ μιᾶς νόννων Ἰαννουαρίων . Ἐν τῷ σπείρειν σὺν τῇ κόπρῳ καὶ νίτρον
τροπαῖς ταῖς χειμεριναῖς , αἵ εἰσι τῇ πρὸ θʹ καλανδῶν Ἰαννουαρίων . Δημόκριτος δὲ φυσικήν τινα παρατήρησιν παραδιδοὺς περὶ τὴν
4326542 ποᾳ
ὁ δὲ οὐ πόρρω τῆς κόρης ἐν ἡδείᾳ καὶ λιβανώδει πόᾳ κεῖται στάζων ἐς τὴν γῆν ἱδρῶτα καὶ τὸ δεῖγμα
αὐτῆϲ καὶ τὸ ϲπέρμα τὰ μὲν ἄλλα ὁμοίωϲ ἐνεργεῖ τῇ πόᾳ χλωρᾷ , λεπτομερεϲτέραν δὲ καὶ ξηραντικωτέραν ἐκείνηϲ καὶ ἔτι
4326067 κιστῃ
ὃ καὶ εἴρηται κίστη : “ μήτηρ δ ' ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ ' ἐδωδήν . ” τῶν δ '
τῶν κάτω . καὶ τοὺς μὲν ὄφεις οὓς ἐπιπέμπεις ἐν κίστῃ που κατασήμηναι καὶ παῦσαι φαρμακοπωλῶν . ὀσφὺν δ '
4322132 Ἰνδικῃ
τοῖς τε Γυμνοῖς οὔπω ἀφῖχθαι ἐς λόγον μάλα ἐσπουδακὼς σοφίᾳ Ἰνδικῇ ἀντικρῖναι Αἰγυπτίαν . ” οὐδὲ Νείλου ” ἔφη „
διφθόγγου ὡς Ἡρακλειανός . ἔστι καὶ Βυζάντιον ἕτερον ἐν τῇ Ἰνδικῇ . Βύζηρες , ἔθνος ἐν τῷ Πόντῳ . ἔστι
4313825 λευκῃ
〚 〛 λευκή τις καὶ Ἀθηνᾶ Σκιράς , ὅτι τῇ λευκῇ χρίεται . Γ πρὸς τὴν ὁμωνυμίαν οὖν . Γ
τὸ δὲ ἄγαλμα οὐκ ἂν εἰκάσαις ἄλλῳ τῳ ἢ πυραμίδι λευκῇ , ἡ δὲ ὕλη ἀγνοεῖται . Λυκίοις ὁ Ὄλυμπος
4313753 ὑμενι
θέλοντι εἰδέναι τούτου πέρι , ὅτι ἥ τε γονὴ ἐν ὑμένι ἐστὶ , καὶ κατὰ μέσον αὐτῆς ὁ ὀμφαλός ἐστι
ἐν τῷ αἵματι . καὶ οἱ μὲν ἐν τῷ περικαρδίῳ ὑμένι , οἱ δὲ ἐν τῷ διαφράγματι . . καὶ
4309886 κυρτῃ
] διά καὶ σχοινίδι κύρτη : τῇ ἐκ σχοίνου πεποιημένῃ κύρτῃ πορεῖν ] δός , δίδου πλήρη ] μεστήν ,
χείλεα τοῦ ποταμοῦ ἐληλαμένας , ἔλαβον ἄν σφεας ὡς ἐν κύρτῃ . Νῦν δὲ ἐξ ἀπροσδοκήτου σφι παρέστησαν οἱ Πέρσαι
4303055 Θασῳ
παραπληκτικὰ , ἢ μανικὰ , ἢ στερήσιες ὀφθαλμῶν . Ἐν Θάσῳ , πρὸ ἀρκτούρου ὀλίγον , καὶ ἐπ ' ἀρκτούρου
δ ' ὑμῖν χειμαδίῳ μὲν χρῆσθαι τῇ δυνάμει Λήμνῳ καὶ Θάσῳ καὶ Σκιάθῳ καὶ ταῖς ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ νήσοις
4302682 αἰθριᾳ
, οἵ τινεϲ ἤδη δαπανηθέντοϲ τοῦ ὕοντοϲ νέφουϲ μένουϲιν ἐν αἰθρίᾳ πνέοντεϲ ἢ ἐλαύνουϲι τὸ γεννῆϲαν αὐτούϲ . ὁ μὲν
ἐπιπροσθοῦντος ἡλίῳ τὸ παράπαν , [ ἀλλ ' ὡς ἐν αἰθρίᾳ καθαρᾷ ὁλοστὸν ἀναφαίνοντι ] , οὕτως κἂν χρησμολογῶσί τινες
4298395 παρακειμενῃ
λιποθυμοῦντα ὑπὸ τῆς διώξεως ἀπαγαγεῖν ὑπὸ κρήνῃ τινὶ καὶ τῇ παρακειμένῃ πόᾳ ἤδη ὑποψυχόμενον ἀπομάσσειν . ἀναζωπυρήσαντος δὲ τοῦ λαγὼ
ἐκτέμνουσι παρὰ τὴν γῆν , εἶτα προσχωννύουσιν ἐλαφρῶς τῇ γῇ παρακειμένῃ , μίξαντες ὀλίγην κόπρον , καὶ ὅταν οἱ βλαστοὶ
4294508 τραχειᾳ
ὑγροπεποιημένη κατασκευὴ εὐαιμορράγητος , μετὰ τοῦ μὴ δύνασθαι τὰς ἐν τραχείᾳ μάλιστα οὔσας ἀρτηρίᾳ ἐκ τῆς βάσεως ἀφαιρεῖσθαι : αὐτὰ
στόμαχος δὲ πρὸς ὄρεξιν καὶ κατάποσιν . παρατέταται δὲ τῇ τραχείᾳ ἀρτηρίᾳ καὶ διατείνει μέχρι διαφράγματος . κοινὴ δὲ πρὸς
4294316 χερσῳ
ἐλαύνουσαι τὸν πύργον , ἤγουν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τῇ χέρσῳ πλησιάζονται , τούτου τοῦ ἄνακτος ὑπήκοοι , ἤγουν τοῦ
δὲ καὶ Ἴων ὁ τραγικός : Ἀλλ ' ἔν τε χέρσῳ τὰς λέοντος ᾔνεσα καὶ τὰς ἐχίνου μᾶλλον οἰζυρὰς τέχνας
4292025 πορφυρᾳ
διεῖρται οὗτος ἐν τῇ κυρτίδι μέσῃ . ἀγώνισμα οὖν τῇ πορφύρᾳ διατεῖναι τὴν γλῶττάν ἐστι καὶ ἐφικέσθαι αὐτοῦ : καὶ
Παγκάλοις δὲ καὶ ποικίλοις ὑφάσμασιν αὐτὴν περιέβαλεν , ὑακίνθῳ καὶ πορφύρᾳ καὶ κοκκίνῳ καὶ βύσσῳ καταχρώμενος εἰς τὴν ὑφήν .
4291634 παραλληλοις
ἀλλήλων . κοινὸν δὲ ἀμφοτέροις τὸ ἐν ταῖς αὐταῖς ὑποτίθεσθαι παραλλήλοις τὰ παραλληλόγραμμα . δεῖ δὴ οὖν αὐτὰ μήτε ἐνδοτέρω
Στοιχείων : ἰσογώνια γὰρ τὰ τρίγωνα διὰ τὸ ἐν ταῖς παραλλήλοις ἐμπίπτειν εὐθεῖαν . Ἄχρις οὗ συμβαλεῖ . , ]
4288697 ὠριων
. τοῖς μὲν καλουμένοις ἐρωδίοις ὅμοιος τὸ μέγεθος ὅδε ὁ ὠρίων ἐστίν , ἔστι δὲ καὶ τὰ σκέλη ὡς ἐκεῖνοι
ἄρατος : λοξὸς μὲν ταύροιο τομῇ ὑποκέκλιται [ αὐτὸς ] ὠρίων . αἱ δὲ πλειάδες εἰσὶν ἐπὶ τῇ οὐρᾷ τοῦ
4288364 στρογγυλῃ
λέγων ὅμοιον . ἀδηφαγίας ὑπερβολή . ἀλλ ' ἐν θυείᾳ στρογγύλῃ : ὡς πένητα καὶ παράσιτον διασύρει αὐτὸν καὶ ἀποροῦντα
τὰς ὑπεροχὰς κατάχριε λιβανωτῷ μετ ' οἴνου ἢ σμύρνῃ ἢ στρογγύλῃ στυπτηρίᾳ μετὰ τοῦ λευκοῦ τῶν ὠῶν καὶ ἀλόῃ καὶ
4280179 ἡλιακαις
ἐφεξῆς πόσον χρόνον αἱ Πλειάδες ὑπὸ ταῖς αὐγαῖς κρύπτονται ταῖς ἡλιακαῖς : καὶ ὅτι τεσσαράκοντα ἡμέρας . καὶ γὰρ πρὸς
ὑπεροχῶν καὶ ἐλαχίστων ἀποστημάτων : ὅταν δὲ τὴν ἐν ταῖς ἡλιακαῖς ἐκλείψεσιν μεγίστην πάροδον ἀπέχῃ : αὕτη δὲ γίνεται μιᾶς
4280053 καινῃ
φολίδα καὶ τὰ ἐντὸϲ αὐτῶν ἀφελὼν τὰ λοιπὰ ἕψει ἐν καινῇ χύτρᾳ μετὰ ἀνήθου , ἕωϲ οὗ χωριϲθῶϲιν αἱ ἄκανθαι
, λείωσον ἐν θυείᾳ ἀσφαλῶς : καὶ βαλὼν ἐν χύτρᾳ καινῇ , στῆσον εἰς κυθρόποδα , καὶ περιχρίσας πέριξ πηλῷ
4279259 ὀσφυϊ
, παράλογος μαστῶν ἴσχνωσις , μηρῶν ψύξις , βάρος ἐγκαθήμενον ὀσφύϊ καὶ μηροῖς . Πρὸς δὲ τὸ φθείρειν ἀλυπότερον διατίθενται
μηρῶν : τοῖσι δὲ πολλοῖσι δυσέξοδον τοῦτο : ἀτὰρ καὶ ὀσφύϊ : καὶ λεπτόγαστρος : ὑποχόνδρια ὑπολάπαρα , πνευματώδης δὲ
4278732 εὐηλιῳ
γέλωτα ὀφλισκάνουσιν . ὄνος ἄγριος ὄνον ἥμερον θεασάμενος ἔν τινι εὐηλίῳ τόπῳ προσελθὼν ἐμακάριζεν αὐτὸν ἐπὶ τῇ εὐεξίᾳ τοῦ σώματος
γὰρ ὥστε τὰ μὲν ἐν παλισκίῳ εἶναι τὰ δὲ ἐν εὐηλίῳ . καὶ τὰ ἄρρενα δὲ τῶν θηλειῶν ὀζωδέστερα ἐν
4271965 παρακμῃ
θερμαίνειν δὲ τὴν κεφαλὴν καὶ πρὸ τοῦ λουτροῦ ἐν τῇ παρακμῇ καὶ μετὰ τὸ λουτρὸν ἰρίνῳ μύρῳ καὶ ἀμαρακίνῳ καὶ
καὶ ὀδύνας ἄρθρων . ταύτῃ καὶ ἐν ἀκμῇ καὶ ἐν παρακμῇ χρησάμενος εὐδοκίμησα : εὑρήσεις γὰρ τὰ φλεγμαίνοντα μέρη ἐρρυτιδωμένα
4268138 Ἀφρικῃ
Ἐρήμῳ καὶ τῇ πρὸς Αἴγυπτον Αἰθιοπίᾳ , ἀπὸ δὲ δύσεως Ἀφρικῇ καὶ τῇ Μεγάλῃ Σύρτει καὶ μέρει τῆς ἐντὸς Λιβύης
ἀπὸ δὲ ἄρκτων Ἀφρικανῷ πελάγει . Τῶν δὲ ἐν τῇ Ἀφρικῇ διασήμων πόλεων Θάβρακα τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ἰσημερινῶν
4264964 καλλονῃ
τοὺς βαρβάρους σιδήρῳ εὐηνίους ποιεῖν , ἀλλὰ τῇ τῆς ψυχῆς καλλονῇ καὶ εὐμουσίᾳ . τῆς δὲ Γρατιανοῦ ἀγλαΐας οὐχ οἱ
. Τὰ δὲ δένδρεα τὰ ἄγρια αὐτόθι φέρει καρπὸν εἴρια καλλονῇ τε προφέροντα καὶ ἀρετῇ τῶν ἀπὸ τῶν ὀΐων :
4263213 ἀκρᾳ
: ἔσχατον δὲ μεσουρανοῦσι τῆς τε Μεγάλης Ἄρκτου ὁ ἐν ἄκρᾳ τῇ οὐρᾷ , καὶ τοῦ Βοώτου ὁ βορειότερος τῶν
βορειότερος τῶν ἐν τῷ χάσματι , ἔσχατος δὲ ὁ ἐν ἄκρᾳ τῇ οὐρᾷ . Μεσουρανεῖ δὲ ἀστὴρ πρῶτος μὲν τοῦ
4248383 ἑψηϲει
δὲ τὴν γλῶτταν δίδου κατέχειν μέλι παϲτελλωθέν , ἐν τῇ ἑψήϲει ἐμπεπαϲμένων αὐτῷ ὑϲϲώπου καὶ καλαμίνθηϲ λειοτάτων . χρῶ δὲ
μέλιτοϲ δὲ # η καὶ ὕδατοϲ ὀμβρίου ἀποτριτωθέντοϲ ἐν τῇ ἑψήϲει # ιβ . ἕψομεν δὲ πρῶτον βαλόντεϲ τοὺϲ λϚ
4246309 μετοπωρινῃ
] | νε ! ! [ , τῇ μὲν ] μετοπωρινῇ ἰσημερίᾳ | ἕωθεν ἀνατελλοντ | ! ! [ τροπῇ
κρίσιος ἐν ἀσφαλείῃ ἤδη ᾖ . Ὁκόταν ἐν θερινῇ ἢ μετοπωρινῇ ὥρῃ ἐκ κεφαλῆς θερμὸν τὸ ῥεῦμα καταῤῥυῇ , καὶ
4243934 βοταναις
. β . θλάσας τὸ πέπερι καὶ βαλὼν σὺν ταῖς βοτάναις , βρέχε ὅλην νύκτα : ἕωθεν δὲ ἑψήσας ἕως
τοῖς ὁμοίοις ἀναφαίνεται : ὑδατώδη δὲ ὁποία ἐν λαχάνοις καὶ βοτάναις καί τισι καρποῖς ἢ ῥίζαις ἀναφαίνεται , κατὰ μηδὲν
4238485 λεοντῃ
τρόφιμον τοῦ Ἡρακλέους εἶναι ἔφασαν καὶ βρέφος ὄντα ἐνειληθῆναι τῇ λεοντῇ τοῦ ἥρωος , ὅτε ἀνασχὼν αὐτὸν τῷ Διὶ ἀνάλωτον
κύων τευτλία οὐκ ἐσθίει . “ πρὸς τὸν ἐπὶ τῇ λεοντῇ θρυπτόμενον , ” παῦσαι , “ ἔφη , ”
4234806 ποτιμοις
τὸ καθῆκον ἐπιρροίαις , καὶ ἔμπαλιν ἔννοιάν τινος λαμβάνων αἰσχροῦ ποτίμοις ἐννοίαις ἀπερρυψάμην ἐκεῖνο , θεοῦ τῇ ἑαυτοῦ χάριτι γλυκὺ
καὶ πόας οὐ σκληρᾶς ἅμα δρόσῳ γλυκείᾳ καὶ νάμασι νυμφῶν ποτίμοις , καὶ δὴ καὶ τοῦ περιέχοντος ἠρτημένοι καὶ τρεφόμενοι
4233293 πιθανῃ
περὶ τὸν Καρνεάδην , ἐν μὲν τοῖς τυχοῦσι πράγμασι τῇ πιθανῇ μόνον φαντασίᾳ κριτηρίῳ χρώμεθα , ἐν δὲ τοῖς διαφέρουσι
μάραναν , Κύπρι φίλη , γλυκεροῦ βλέμματος ἀστεροπαί . Ἑρμιόνῃ πιθανῇ ποτ ' ἐγὼ συνέπαιζον ἐχούσῃ ζωνίον ἐξ ἀνθέων ποικίλον

Back