| μετοπωρινῆς ἕως ἀετοῦ ἐπιτολῆς , ἥτις ἐστὶ πρὸ μιᾶς νόννων Ἰαννουαρίων . Ἐν τῷ σπείρειν σὺν τῇ κόπρῳ καὶ νίτρον | ||
| τροπαῖς ταῖς χειμεριναῖς , αἵ εἰσι τῇ πρὸ θʹ καλανδῶν Ἰαννουαρίων . Δημόκριτος δὲ φυσικήν τινα παρατήρησιν παραδιδοὺς περὶ τὴν |
| καὶ τῶν ἰσημερινῶν ἡ μὲν ἐαρινή ἐστι τῇ πρὸ ὀκτὼ καλανδῶν Ἀπριλλίων : τινὲς δὲ τῇ πρὸ ἐννέα . ἡ | ||
| καὶ ψαμμώδη καὶ ἄνυδρον γῆν , μέχρι τῆς πρὸ θʹ καλανδῶν Ἀπριλλίων . κριθὰς σπείρειν τὰς λεπτίτιδας καλουμένας εἰς τὴν |
| ἐν λέοντι : πληροῦσθαι δὲ εἰς τὴν πρὸ πέντε εἰδῶν Νοεμβρίων . χειμῶνα δὲ ἄρχεσθαι ἀπὸ τῆς πρὸ τεσσάρων εἰδῶν | ||
| ἀπὸ πλειάδων δύσεως , ἥτις ἐστὶ τῇ πρὸ τριῶν εἰδῶν Νοεμβρίων : τοῦτο δὲ καὶ ὁ Οὐιργίλιος συναινεῖ : παύσασθαι |
| , ἕως ἐαρινῆς ἰσημερίας , ἥτις ἐστὶ πρὸ θʹ καλανδῶν Ἀπριλλίων . καὶ λῖνος δὲ ὁμοίως τοῖς ἰλυώδεσι χαίρει τόποις | ||
| μέχρι δὲ ἐαρινῆς ἰσημερίας , τουτέστι τῇ πρὸ ὀκτὼ καλανδῶν Ἀπριλλίων . Τινὲς δὲ ἐπιμελέστεροι ποιοῦντες τοὺς χρόνους τοῦ σπόρου |
| : ἀβέβαιος γάρ ἐστιν ὁ βίος οὗτος . ἡμίονος ἐκ κριθῆς παχυνθεὶς ἀνεσκίρτησε βοῶν καὶ λέγων : „ πατήρ μού | ||
| τὸ ἀσθενέστερον μεταβάλλειν : ἡ δὲ αἶρα καὶ πυροῦ καὶ κριθῆς ἰσχυρότερον ὥσθ ' ἅμα συμβαίνει καὶ τὸ παρὰ φύσιν |
| πρὸ δέκα καλανδῶν Δεκεμβρίων . τελείως δὲ δύνει τῇ πρώτῃ νόννων Φεβρουαρίων . Ταῦτα μὲν εἴρηται τοῖς ἀρχαίοις . ἐγὼ | ||
| πρὸ ὀκτὼ καλανδῶν Ἰουλίων , κᾄν τινες αὐτὴν πρὸ ἓξ νόννων εἶναι βούλωνται . καὶ τῶν ἰσημερινῶν ἡ μὲν ἐαρινή |
| τῶν ἀμπέλων : Ἀλκμάν καὶ ποικίλον ἴκα , τὸν ὀφθαλμῶν ἀμπέλων ὀλετῆρα . ἱππεὺς καὶ ἱππότης διαφέρει . ἱππεὺς μέν | ||
| , ἡ δὲ προσάρκτιος καὶ μᾶλλον , ὥστε καὶ τῶν ἀμπέλων σπάνιν εἶναι καὶ ἐν ταῖς ὑψώσεσι καὶ ἐν τοῖς |
| ὁμοίως δ ' ἐξ ἐλαιῶν ἔλαιον καὶ ἀπὸ τῶν ἄλλων ἀκροδρύων ἡμέρους καρπούς , ἵνα μὴ τἀναγκαῖα μόνον ἔχοντες αὐχμηρότερον | ||
| φησὶ καλεῖσθαι ἀγνοῶν . Γλαυκίδης γὰρ ἱστορεῖ ἄριστα λέγων τῶν ἀκροδρύων εἶναι μῆλα κυδώνια , φαύλια , στρουθία . κυδωνίων |
| τὸ πιτυρῶδες ἄχυρον , τὸ δὲ αἵνειν ἐπὶ ξυρῶν ὥσπερ καρύων , ἵνα τὸ ἀχυρῶδες αὐτῶν περικαὲν ἀφαιρεθείη . αἴσχιον | ||
| , σταφίδων λιπαρῶν χωρὶς τῶν γιγάρτων , στροβίλων πεφωγμένων , καρύων Ποντικῶν κεκαθαρμένων ἴσα λεάνας καὶ μέλιτι ἀπέφθῳ ἀναλαβὼν δίδου |
| χυλός , θρίδαξ μετρίως , ἴου τὰ φύλλα μετρίως , μηλέας Περσικῆς ὁ καρπός , μύκητες , πολύγαλον , ῥόδινον | ||
| καὶ τοῦ κιττοῦ : τὰ δὲ φυλλώδη , καθάπερ ἀμυγδαλῆς μηλέας ἀπίου κοκκυμηλέας . καὶ τὰ μὲν μέγεθος ἔχει , |
| καὶ οἱ λόγοι καὶ περὶ ἑκάστης οἵπερ καὶ περὶ τῆς φυτείας . οἱ μὲν γὰρ τὴν ἐαρίνην ἐπαινοῦσιν ἐπ ' | ||
| οὐκ αἰσχρὰς ἔστιν ἁπλῶς ἐκφράζειν , οἷον κάλλος χωρίου καὶ φυτείας διαφόρους καὶ ῥευμάτων ποικιλίας καὶ ὅσα τοιαῦτα : ταῦτα |
| ἄρχου τῶν ἀναπαίστων . Ἄγε δὴ φύσιν ἄνδρες ἀμαυρόβιοι , φύλλων γενεᾷ προσόμοιοι , ὀλιγοδρανέες , πλάσματα πηλοῦ , σκιοειδέα | ||
| ἢ πράϲοιϲ ἢ πιτύροιϲ ἀνεζεϲμένοιϲ ὄξει ἢ κριθίνοιϲ ἀλεύροιϲ ϲυγκαθηψημένων φύλλων δάφνηϲ ϲὺν οἴνῳ , ἢ ϲπόγγον καινὸν εἰϲ ὄξοϲ |
| συλλήψεως ἐστὶ καὶ τὰ τοιαῦτα . Πίτυος φλοιοῦ , ῥοὸς βυρσοδεψικοῦ , ἑκάστου ἴσον τρίβε μετ ' οἴνου στεμφυλίτου καὶ | ||
| στύφοντος , εὐώδους , παλαιοῦ ξέστ κʹ , βρέχε ῥοὸς βυρσοδεψικοῦ ξέστ ιβʹ . κυπαρίσσου σφαιρίου λιαʹ . κηκῖδος ὀμφακίτιδος |
| ταῖς οἰκίαις καὶ ὑπὲρ τῶν ὑπὸ τῷ τείχει θεμελίων . βρεχομένων δὲ τῶν κάτω πλίνθων καὶ προδιδουσῶν τὰς ἄνω , | ||
| : οὐ ποιήσω τὸν λόγον ἀσθενέστερον , ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν βρεχομένων : ταῦτα γὰρ ἀσθενέστερα γίνεται . οὐ μιανῶ οὖν |
| ταῦτα εὐθέως ποιεῖσθαι τὴν τῆς γῆς περίχωσιν , περιχωννύντας ἀπὸ ῥιζῶν δηλονότι ἕως διπαλαιστιαίου ὕψους , τά τε κύκλῳ τῆς | ||
| καὶ διηθήσας δὸς πιεῖν . ἄλλο . πίτυρα μετὰ μαράθρων ῥιζῶν ἑψήσας τὸ ὕδωρ δὸς πιεῖν . ἄλλο . μελάνθιον |
| βραχεῖα καὶ λεπτοτάτη φυτεύεται ἐκ προσφάτων φυτῶν Ἰαννουαρίῳ , ἄχρι Ἀπριλλίου μηνός . Ἴον τὸ ἄνθος ἐξ ἧς ὀνομάζεται γέγονεν | ||
| κϚʹ τοῦ Φευρουαρίου ἀρκτοῦρος ἑσπέριος ἐπιτέλλει . τῇ νεομηνίᾳ τοῦ Ἀπριλλίου , πλειάδες ἀκρόνυχοι κρύπτονται . τῇ ιϚʹ τοῦ Ἀπριλλίου |
| ἔνιοι θηλύπρινον καλοῦσιν . οὕτως Ἐρατοσθένης . ἅρκυες : λίνα περιτιθέμενα θηρίοις , ἀπὸ τῶν ἑρκῶν . Ἀττικοὶ δασέως , | ||
| κέκτηνται δύναμιν . ὅθεν καὶ αὐτὰ τὰ φύλλα τῆς κράμβης περιτιθέμενα τῇ κεφαλῇ καλῶς ποιεῖ . χρὴ δ ' αὐτὰ |
| , κυδωνέα . ἃ δὲ ἀπὸ κλάδων καὶ πασσάλου μόνον φυτεύεται ἔστι ταῦτα : ἄμπελος , ἰτέα , πύξος , | ||
| ζῶα δῆλον ἕτερα , εἰσίν . γάμοισι : συνουσίαις . φυτεύεται : γεννᾶται , ἀναδίδονται . γονῇσι : γένναις , |
| , ὡς πτῶ πτύον καὶ θῶ θύον , οἷον „ κέδρου τ ' εὐκεάτοιο θύου τ ' ἀνὰ νῆσον ὀδώδει | ||
| ἀρτίως ἐδηδεσμέναι οἷα ] ὥσπερ καρφεῖα ] ὁ καρπὸς τῆς κέδρου νέον ] νεωστί βεβρωμένα ] κεκομμένα βεβρωμένα ] ἐσθιόμενα |
| καὶ ἰχθύων λέπη καὶ καράβων ὄστρακα καὶ κρεῶν ὀστᾶ καὶ ὀπώρας μίσκους , ἃ καὶ κορήματα κλητέον . παῖς ἐκκορείτω | ||
| Πλάτων Πολιτικῷ . Ἀπήμονα , ἀβλαβῆ . Ἄπια , εἶδος ὀπώρας . Ἀπίους εἴρηκε Πλάτων ἐν Νόμοις . Ἀπιστεῖν , |
| πέτραις καὶ θριγκοῖς : καυλία ἀπὸ μιᾶς ῥίζης πολλά , περίπλεα φυλλαρίων λιπαρῶν , μικρῶν , ὀξέων ἀπ ' ἄκρου | ||
| τοῦ καυλοῦ , μικρὰ ὡς πηγάνου : τὰ δὲ ῥαβδία περίπλεα σπερματίων , ἐοικότα βοτρυδίοις μηδέπω ἀνθοῦσιν : ὀσμὴ οἰνώδης |
| παντὸς τοῦ χειμῶνος , ἐν τοῖς ψυχροτέροις τόποις μέχρις εἰδῶν Μαρτίων : καὶ μέχρι δὲ ἐαρινῆς ἰσημερίας , τουτέστι τῇ | ||
| καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι . Τὴν πρῖνον φυτεύεσθαι δεῖ πρὸ καλανδῶν Μαρτίων . φασὶ δέ , ἡ πρῖνος ἐὰν πολύκαρπος γένηται |
| - δὲ κύκλος ὁ ΕΖΜ , καὶ ὁ ἥλιος ἀπὸ χειμερινῶν τροπῶν πορευόμενος ἔν τινι ἡμέρᾳ ἀνατολὴν πεποιήσθω κατὰ τὸ | ||
| τοῦ μεσημβρινοῦ ὑπὸ γῆν . ιαʹ Ὅταν ὁ ἥλιος ἀπὸ χειμερινῶν τροπῶν ἐπὶ θερινὰς τροπὰς πορεύηται , ἐν τῷ μεταξὺ |
| ὄμφακα ξηρὸν κοπέντα καὶ σησθέντα : ἔστω δ ' Ἀμιναίας σταφυλῆς . Πότημα κοιλιακοῖς . Ἀκάνθης Αἰγυπτίας , ῥοιᾶς χυλοῦ | ||
| τῶν ἀμπέλων πολλὰ κράζῃ , εὐοινίαν σημαίνει . Ἄνθρωπον ὑπὸ σταφυλῆς βλαβέντα , καὶ ἑαυτὸν θεραπεύοντα βουλό - μενοι σημῆναι |
| καταφαγὼν καὶ λαβὼν τῶν τε ἀμυγδάλων τὰ κελύφη καὶ τῶν φοινίκων τὰ ὀστᾶ ταῦτα ἐπί τινος βωμοῦ ἔθηκεν εἰπών : | ||
| καὶ τῶν ἀπίων τῶν ξηρῶν καὶ τῶν μύρτων καὶ τῶν φοινίκων , πάντα αὐτῶν τὰ ἀποβρέγματα ἧσσον τὸ γλοιῶδες ποιεῖ |
| , μέχρις ἑνωθῇ . Ἐκθλίψαντες ὑγρὸν ψύχοντός τινος , οἷον θρίδακος ἢ στρύχνου ἢ ὀξαλίδος , ἐμβάλλομεν μετ ' ἀνδράχνης | ||
| κροκίζων ἐν τῇ ἀνέσει , ὁ δ ' ἐκ τῆς θρίδακος ἐξίτηλος τῇ ὀσμῇ καὶ τραχύτερος , ὁ δ ' |
| ἐπὶ τοῦ εἰς ὄξος μεταβάλλοντος οἴνου καὶ ἐπὶ τῆς ἐξ ὄμφακος εἰς γλυκὺν χυμὸν μεταβαλλούσης σταφυλῆς ἢ τοῦ ἄλλοτ ' | ||
| “ εὗδον Βορέω ὑπιωγῇ . ” ὑποπερκάζουσι μεταβάλλουσιν ἀπὸ τοῦ ὄμφακος . ὑπεκπροθέων ὑπεκτρέχων . ὑπὲρ τοκήων κατὰ τῶν γονέων |
| , μέλιτι δευόμενα : ἐπὶ δὲ τούτοις μελίκρατόν τε καὶ ῥοιᾶς γλυκείας ὁ χυλός . Τὰ δὲ κατὰ μηροὺς ἐκτρίμματα | ||
| θαυμαστῶς . Κυπαρίσσου σφαιρίων τῶν μικρῶν καὶ ἁπαλῶν , σιδίων ῥοιᾶς ἀνὰ # γ , μέλανος οἴνου ὅσον ἐξαρκεῖ . |
| τὸ ἀμυγδάλινον : τὸ δὲ σησάμινον καὶ τὸ ἐκ τῶν ἐλαιῶν μάλιστα . Χρῶνται δὲ μάλιστα τῷ ἐκ τῆς βαλάνου | ||
| ὀμφαλοῦ πυριῇν μυρσίνης ὕδατι , ἢ βάτον ἐναφεψεῖν , ἢ ἐλαιῶν φύλλα , ἢ ῥόδων , ἢ οἰνάνθης , ἢ |
| , τοιοῦτος οἷος ὁ γλυκύτατος ἥλιος . Λαλῶ Πτολεμαίῳ , γογγυλίδος ὀπτῶν τόμους . Ἑρμῆ θεῶν προπομπὲ καὶ Φιλιππίδου κληροῦχε | ||
| . Ἡ ῥίζα τοῦ ἄρου παραπλησίως μὲν ἐσθίεται τῇ τῆς γογγυλίδος : ἐν χώραις δέ τισι δριμυτέρα γίνεται ὡς ἐγγὺς |
| μὲν ἐσθίοντας σταφυλῖνον πάνυ κάθεφθον καὶ μάραθρον , σίον , σκόλυμον , γλήχωνα , καλαμίνθην καὶ τῶν θαλασσίων ἐχίνους τε | ||
| πάντως γλυκέως , καὶ λάμβανε ἐπὶ πτείστας ἡμέρας . Καὶ σκόλυμον χρὴ διδόναι πυκνῶς , καθεψεῖν δὲ τὰς ῥίζας αὐτῶν |
| πᾶσαν ὥραν ὀχεύει ἀλλ ' οὐχ ἑστῶτας τοὺς καιροὺς τῆς ὀχείας ἔχει , καθάπερ [ καὶ ] οἱ ἰχθύες . | ||
| σχεδὸν ἔχειν ἀρνειοὺς καὶ γάλα βουλόμενοι , διαφόρως τὸν τῆς ὀχείας καιρὸν μεθαρμόζουσιν εἰς ἑκάστην τοῦ ἔτους ὥραν . εὔτονοι |
| ἀναφυρόμενα χρήσιμα . Κάλλιστον δὲ κατάπλασμα ποδαγρικὸν καὶ τοῦτο : κυπαρίσσου κλωνάρια τρυφερὰ καὶ τὰ σφαιρία βαλὼν εἰς χύτραν σὺν | ||
| ὀπτήσας , τὸν χυλὸν ξὺν οἴνῳ μέλανι πίνειν . Ἢ κυπαρίσσου καρπὸν ὅσον τρία ἢ τέσσαρα , καὶ μύρτα μέλανα |
| ἁπαλῶν ὕδωρ μὲν αὐτὸ καθ ' ἑαυτὸ ποιεῖ κομιδῆς ἕνεκα κοπρίων ἐν συνεχέσι πυρετοῖς καὶ κακοήθεσι , καὶ ἐφ ' | ||
| . ὑδρελαίῳ δ ' ἐπὶ διατάσεων συνεδρευουσῶν τῇ κατοχῇ τῶν κοπρίων , οἷαι μάλιστα ἀπὸ ψύξεως συμβαίνουσιν , ὁμοίως δὲ |
| β : λείου τῷ πρωτοϲτάκτῳ . Πέμπτην ἄγοντοϲ ἡμέραν τοῦ Μαρτίου μηνὸϲ ἐν οἴκῳ κατωγείῳ εἰϲ κακκάβην ἐλαίου κοινοῦ # | ||
| ἀπὸ τῆς ιγʹ τοῦ Δεκεμβρίου μέχρι καὶ τῆς ιγʹ τοῦ Μαρτίου χειμών : καὶ τὰ ζῴδια ταῦτα : ♑ ♒ |
| ζῴου ἐμπεσόντος εἰς ἀκοήν , ἔνσταζε πρὸς τὸ ἀναβιβασθῆναι αὐτὸ μαλάχης χυλὸν ἢ κενταυρίου ἀφέψημα μετ ' ὄξους , ἢ | ||
| τῆς μαλάχης , καὶ ἐπιθήσεις . τῷ δὲ τῆς ἀγρίας μαλάχης χυλῷ εἴ τις χρίσαιτο σὺν ἐλαίῳ , οὔτε ὑπὸ |
| τὰς αὐγὰς πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνακλῶντος , ὅπερ κἀπὶ τῆς ἴριδος ἐπὶ τῶν νεφῶν συμβαίνει . Μητρόδωρος διὰ τὴν πάροδον | ||
| τὰ πολλά , καίτοι ψυχρότητι ὑπερβάλλουσα : μηδὲ ὑπὲρ τῆς ἴριδος ἡμᾶς διδάσκειν πότερον ἴνδαλμά ἐστι καὶ δόκησις τῶν ὀμμάτων |
| Τινὲς διὰ φαρμακείας εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἐπανῆλθον οὕτως . κηκίδας καύσας ἢ τρίψας καὶ διαμίξας σὺν φλοιῷ λιβάνου καὶ | ||
| θερμῷ . Χριέσθω δὲ τὴν κεφαλὴν , δαφνίδας τρίψας καὶ κηκίδας καὶ σμύρναν καὶ λιβανωτὸν καὶ ἀργυρίου ἄνθος καὶ ὕειον |
| πόσιν , ἢ ἀπὸ δάφνης Τεμπίδος ἢ δαυχμοῖο φέροις ἐκ καυλέα κόψας ἣ πρώτη Φοίβοιο κατέστεφε Δελφίδα χαίτην , ἢ | ||
| πῖον ἀρήξει : ἠὲ σύ γ ' ἀμπελόεντα γλυκεῖ ἔνι καυλέα κόψαις χλωρά , νέον πετάλοισι περιβρίθοντα κολούσας : ἠὲ |
| . Πάντων δὲ κάλλιον γῆν προετοιμάζειν ἐψυγμένην ἀργιλλώδη , ἢ ῥοιῶν φύλλα ξηρὰ καὶ σεσησμένα : καὶ ὅταν ὁ σῖτος | ||
| τοπικοῖς χρῶ . Ἐπὶ τοίνυν τῶν πολύπων τῷ διὰ τῶν ῥοιῶν χρησόμεθα : πάνυ γὰρ ἄκρως ἐνεργεῖ . λαμβανέσθωσαν δ |
| , λεπτότατον ἄλευρον γενόμενον . Ἀλφίτων πάλη συνεργασθεῖσα χυλῷ ἑλίκων ἀμπέλου ἢ πολυγόνου ἢ μήλων ναυτίας ἰᾶται καὶ πυρώσεις . | ||
| ὑποσφυρίσασθαι οἱ ποιηταὶ τὸ ὑπαρόσαι λέγουσιν . ὁμοίως δὲ τῆς ἀμπέλου τὸ ἀπὸ γῆς ἕως τῆς ἐκφύσεως τῶν κλημάτων καλεῖται |
| ] χωρῶν ἢ ὀδελόν . ἢ ὀβελὸν σιλφίου τῷ χαρακτηρικῷ κνηστῆρι [ χαρακτῷ ] κατάτριψον , οἷον ξέσον : κόψον | ||
| , λιμναίου τε χαδὼν ἀπὸ κάστορος ὄρχιν : ἢ ὀδελὸν κνηστῆρι κατατρίψαιο χαρακτῷ σιλφίου , ἄλλοτε δ ' ἶσον ἀποτμήξειας |
| ἔπειτα ἐκθλίψαϲ καὶ διηθήϲαϲ ἀποτίθεϲο . Ναρκίϲϲινον ἐκ τῶν λευκῶν ἀνθῶν γίνεται τῆϲ ναρκίϲϲου προεψυγμένων νύκτα καὶ ἡμέραν καὶ ἐμβαλλομένων | ||
| τὸ γελοῖος . Λείριον τὸ ἄνθος : καὶ λειρίων τῶν ἀνθῶν . λέγει δὲ ὁ Ὧρος : οὐ δεῖ λέγειν |
| ἄλλων , ὥσπερ εἴρηται , τῶν πλείστων , ὥσπερ καὶ ῥάμνου καὶ παλιούρου καὶ οἴσου [ καὶ οἴτου ] καὶ | ||
| τινὲϲ δὲ τὸ ἀμμωνιακὸν μόνον λεάναντεϲ μετὰ τοῦ χυλοῦ τῆϲ ῥάμνου ἐγχρίουϲιν . αὐτὸϲ δὲ ὁ χυλὸϲ κατ ' ἰδίαν |
| ξηροῦ ἀπὸ πεύκης ἢ ἐλάτης ἢ αἰγείρου , ἢ μετὰ ἀλεύρων ἀπὸ κέγχρου . Ἄλλοι εἰς θαλάσσιον ὕδωρ ζέον , | ||
| διπλάσιον τῆς λύπης ὠφέλησας . οἱ δὲ μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ἀλεύρων . διπλάσιον : περισσοτέραν ὠφέλειαν . Νισαῖοι Μεγαρῆες : |
| κόπτε τὸν σῖτον , ἕως λεπτὰ γένηται : καὶ μίξας ἄμμου παραχέων ὕδωρ ποίει μάζας , καὶ δελέαζε . Μελανθίου | ||
| τρόποι τῆς γενέσεως . ἡ γὰρ ἐν Νισύρῳ καθάπερ ἐξ ἄμμου τινὸς ἔοικε συγκεῖσθαι . σημεῖον δὲ λαμβάνουσιν ὅτι τῶν |
| καὶ τῶν πλείστων τραγημάτων : σταφὶς δὲ οὐκ ἄθετος καὶ στροβίλια νεαρὰ προβεβρεγμένα δυσὶν ὕδασι , καὶ ἀμύγδαλα χλωρὰ μὲν | ||
| ἑλκώσεως ὀδύνας παραμυθεῖται καὶ τοῦτο : σικύου σπέρματα λʹ , στροβίλια ιβʹ , ἀμύγδαλα πικρὰ λελεπισμένα εʹ , κρόκου ὅσον |
| χρηστέον καὶ τοῖς λοιποῖς βοηθήμασι τοῖς προρρηθεῖσιν ἐν τῷ περὶ ἐμπνευματώσεως τῆς μήτρας κεφαλαίῳ . Γίνεται καὶ ἐπὶ γυναικῶν ἡ | ||
| εἰλίγγων συνεχῶς ἐμπιπτόντων καὶ σκοτωμάτων ἐπιχρώμεθα αὐτοῖς καὶ ἐπὶ λειψάνων ἐμπνευματώσεως καὶ παραλύσεως . ἄθετοι δὲ πρὸς τὸ βοήθημα γυναῖκες |
| δὲ τὰ τοῖς ἕλκεσιν ἐπιβαλλόμενα , διαπάσματα δὲ τὰ ὑπὲρ εὐωδίας τοῦ χρωτός , ἢ παντὸς ἢ μερικῶς μασχαλῶν καὶ | ||
| στρατιώτῃ λόφος , καλῷ δὲ μειρακίῳ ῥόδον καὶ διὰ συγγένειαν εὐωδίας καὶ διὰ τὸ οἰκεῖον τῆς χροιᾶς . περιθήσῃ δὲ |
| τρίτη δὲ τῶν θερινῶν ἣν εἴπομεν , ἐν ᾗ κέγχρος σπείρεται καὶ μέλινος καὶ σήσαμον , ἔτι δ ' ἐρύσιμον | ||
| , τὸ σπέρμα τῆς δάφνης συλλέγεσθαι περὶ καλάνδας Δεκεμβρίας . σπείρεται δὲ μετὰ εἰδοὺς Μαρτίας . μεταμοσχεύεται δὲ Ὀκτωβρίῳ , |
| κατὰ τὴν ἐν ἀρχῇ πρόθεσιν τοῦτο τέλος ποιησόμεθα τῆσδε τῆς βύβλου . Ὡς Πέρσαι Εὐαγόραν ἐν τῇ Κύπρῳ διεπολέμησαν . | ||
| . γελοῖοι οὖν οἱ λέγοντες Ναυκρατίτην στέφανον τὸν ἐκ τῆς βύβλου τῆς στεφανωτρίδος καλουμένης παρ ' Αἰγυπτίοις καὶ ἐκ ῥόδων |
| [ δʹ . ] γʹ . περὶ ἐγκεντρισμοῦ δάφνης καὶ σπόρου καὶ μοσχεύσεως . [ εʹ . ] δʹ . | ||
| σπέρματος ⋖ β πεπέρεως λευκοῦ σμύρνης ἀνὰ ⋖ β ξυλοκαρεοφύλλου σπόρου ἀκακίας ἀνὰ ⋖ α στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ τ ⊂ |
| τοιαῦτα τὴν μὲν κοιλίαν εὐέκκριτον ποιοῦσι , τὰ δ ' ἀναδιδόμενα ἀπ ' αὐτῶν οὔτε πολλὰ οὔτε ἰσχυρά ἐστι , | ||
| . Ἀρισταῖος δέ , ὃς γέγραφε τὰ μέχρι τοῦ νῦν ἀναδιδόμενα στερεῶν τόπων τεύχη εʹ συνεχῆ τοῖς κωνικοῖς , ἐκάλει |
| κατὰ τοῦ ὀμφαλοῦ . Ἄλλο . ἀλόης θερμίνου ἀλεύρου ἀρτεμισίας ἀβροτόνου πηγάνου ἡδυόσμου καὶ ἀψινθίας τοὺς ζωμοὺς δεῦσον μετὰ τῶν | ||
| καινὸν εἰϲ ὄξοϲ ἀποβάπτων πυρία τὴν πληγήν . πότιζε δὲ ἀβροτόνου ϲπέρμα καὶ ἄνηθον | καὶ ἀριϲτολοχίαν καὶ ἐρέβινθον ἄγριον |
| τὰ φύλλα , ἀναδενδρομαλάχη , μαστίχη Χία , τερεβινθίνη , κολοφωνία , ὀποπάναξ , ῥύπος ὁ ἀπ ' ἀνδριάντων , | ||
| . συνεψῶνται τῷ ἐλαίῳ οἱ χυλοί , καὶ τότε ἐπιβάλλεται κολοφωνία , ὕστατος δ ' ὁ κηρὸς συνολμοκοπηθεὶς τῇ χαλβάνῃ |
| ἡλίου κύκλος ὁ ΓΕΔ , καὶ ὁ ἥλιος ἀπὸ τροπῶν θερινῶν πορευόμενος ἐπὶ τοῦ ἰσημερινοῦ ἀνατολὴν πεποιήσθω κατὰ τὸ Δ | ||
| ἥλιος ἀνατολὴν πεποιημένος κατὰ τὸ Ε . Καὶ ἐπεὶ ἀπὸ θερινῶν τροπῶν τοῦ ἡλίου πορευομένου δύο ἀνατολαί εἰσιν κατὰ τὰ |
| γὰρ καὶ διχοστατῶν λόγος σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς μέσον τεκταίνεται γραίας ἀκάνθης πάππος ὣς φυσώμενος πολλῶν χαλινῶν ἔργον οἰάκων θ ' | ||
| γνώμην ἀχερδούσιος , ἀντὶ τοῦ σκληρός : ἔστι δὲ εἶδος ἀκάνθης , . , . * . . ? Ἀχερουσιάς |
| ἰδέας τεύχειν , ὡς ἂν σὺ κελεύῃς . βολβῶν καὶ καυλῶν χαίρειν λέγω ὀξυβάφοισι ταῖς τ ' ἄλλαις πάσῃσι παροψίσιν | ||
| . οὐκ ἄλογος δὲ ἀλλ ' ὁμολογουμένη τῇ ἐκ τῶν καυλῶν . οὐδὲν γὰρ ἕτερον ἀλλ ' ἢ ξυνηθροισμένην δεῖ |
| χόριον , αὐλίσκον τε λεπτὸν ἐοικότα ἐντέρῳ ἐκ μέσου κατατεινούσης ῥίζης τρόπον ἢ μίσχου , ἐξ οὗ ἐκκρεμὲς ῥιζωθέν τ | ||
| β . ἢ καθ ' αὑτὸ ἢ καὶ μετὰ πάνακος ῥίζης ὀβολοῦ ἑνός . ἐνιέναι δὲ καὶ τῇ μήτρᾳ τὰ |
| ἀλόης οὐγγίας δύο καὶ ἡμίσειαν , δικτάμνου οὐγγίας γ , κινναβάρεως τῆς κοινῆς γράμματα ιη , μαγνήτιδος λίθου ζώσης καὶ | ||
| σκοπήσας ἐν τῇ τῶν διὰ μέλανος ἀριθμῶν σελίδι εὑρήσεις διὰ κινναβάρεως παρακείμενον τὸν ιη . ζητήσας οὖν τὴν ιη δεκάδα |
| δὲ καὶ ἐκβάλλει ἕλμινθας στρογγύλας καὶ τὸ σπέρμα τῆς ἡμέρου κράμβης καὶ μάλιστα τῆς Αἰγυπτίας πινόμενον καὶ ἔλαιον κοινὸν πάνυ | ||
| : κράμβην ἑψήσας ἐν ὕδατι , ἐν τῷ χυλῷ τῆς κράμβης ἕψε τὴν λινόζωστιν , παρεμβάλλων λίνου σπέρμα μικρόν : |
| ἢ ἄρτου . Τοὺς δὲ τὴν ἐπιφάνειαν καυσουμένους ὠφελεῖ , κολοκύνθης ξεσμάτων ὁ χυλὸς μετὰ ῥοδίνου ἢ ὄμφακος χυλὸς ὁμοίως | ||
| πυρετόν . ] Πέπονος ἡμέρου ὁ χυλὸς συγχριόμενος , ἢ κολοκύνθης ξυσμάτων ὁ χυλὸς συγχριόμενος καὶ ῥόδα μετ ' ἐλαίου |
| Εἰς τὸ μεθύειν ἐξ ἑνὸς ποτηρίου . ] Κληματίδων ἀμπέλων χλωρῶν ἢ ξηρῶν μικρὸν καύσας ἀπόσβεσον ἐν τῇ φιάλῃ ἔνθα | ||
| ῥητίνηϲ ἴϲηϲ ἐν καταποτίοιϲ εὐτονώτερον καθαίρει φλέγμα . δαφνίδοϲ φύλλων χλωρῶν ⋖ α ∠ ʹ : ϲικύου ἀγρίου ῥίζηϲ φλοιοῦ |
| ὅτι , μολύβδου μετὰ φοινικηΐου περιαφθέντος , ἢ τὸ παράπαν ἀφλέγμαντος γίνεται ἢ πολλῷ δὴ ῥηΐζει : οἱ δὲ λοιμώδεις | ||
| περὶ κακοήθων ἑλκῶν λόγῳ . Ἔναιμος , κόλπων κολλητική , ἀφλέγμαντος , ποιεῖ καὶ πρὸς σκληρίαν διαχέουσα καὶ πρὸς χοιράδας |
| . Πρὸς δὲ τὰς ἀνατροπὰς τοῦ στομάχου ῥοιᾶς ὀξείας τῶν πυρήνων χυλοῦ μέρη τρία , ἡδυόσμου χυλοῦ μέρος ἕν . | ||
| καὶ χόνδρον δι ' ὕδατος ψυχροῦ ἢ ὀξυκράτου ἢ μετὰ πυρήνων ῥόας , ἢ ἀλφίτων πόλτον ψαφαρώτατον , καὶ μάλιστα |
| δὲ νεῦρον ἢ νευρῶδές τι διατέθλασται , ἐνταῦθα ἐγὼ καὶ πίττης ὑγρᾶς βραχὺ μιγνὺς οἶδα μετρίως λυσιτελὲς ἀποφήνας τὸ ἐπίπλασμα | ||
| δὲ κεραμίσιν ἐπεστεγνοῦντο πρὸς τὸ ξύλον , ὑποτιθεμένων ὀθονίων μετὰ πίττης ὡς οὖν τὴν ἐκτὸς ἐπιφάνειαν ἐξειργάσατο , τὴν ἐντὸς |
| εἶναι , κἂν εἰ βουλοίμεθα διανοίγοντες τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐμπάσαι τῆς τέφρας , οἶμαι οὐκ ἂν κωλύσειεν , ἡγούμενος ὀρθῶς φρονεῖν | ||
| μύρτα , κράνα . κοχλιῶν καυθέντων μετὰ τῶν ὀστράκων τῆς τέφρας μέρη δ , κηκῖδος μέρη β , πεπέρεως μέρος |
| . . δραχ . βʹ . ἡ χαλβάνη μετ ' ἀμυγδάλων λειοῦται κατ ' ἰδίαν καὶ ἀναλαμβάνεται ὄξει σὺν τοῖς | ||
| γάρ τι καὶ ῥυπτικὸν τῶν κατὰ τὸν θώρακα παθῶν . ἀμυγδάλων οὖν λαμβανέτωσαν ἢ πιστακίων ἢ σταφίδων ἢ στροβιλίων καὶ |
| . καί τε σύ γ ' ἠρύγγοιο καὶ ἀνθήεντος ἀκάνθου ῥίζεα λειήναιο , φέροις δ ' ἰσορρεπὲς ἄχθος ἀμφοῖιν κλώθοντος | ||
| ἠὲ μελισσάων καμάτῳ ἔνι παῦρα μορύξαις σκορπιόεντα χαδὼν ψαθυρῆς ἐκ ῥίζεα γαίης αἰὲν κεντρήεντα : πόη γε μὲν ὕψι τέθηλεν |
| μέλιτος ἢ κόνυζα ἡ λεπτόφυλλος καλουμένη ἢ σταφὶς χωρὶς τῶν γιγάρτων λεία μετὰ νίτρου ἢ ἁλῶν : τά τε διὰ | ||
| σχίνου φύλλων ἢ βάτου ἢ μήλων κυδωνίων ἢ ῥόδων ἢ γιγάρτων ἢ ῥοιᾶς . ἄλλο . σπέρμα ῥόδου σὺν μαστίχῃ |
| ἐὰν βροντήσῃ , φθορὰν σίτου καὶ κριθῆς σημαίνει , καὶ ἀκρίδων ἔφοδον . ἐν δὲ βασιλικῇ αὐλῇ χαράν : τοῖς | ||
| διαβρέξαι τὸ στόμα προσεφέρετο . Σιωπηλὸς ἦν ὁ πρότερον τῶν ἀκρίδων λαλίστερος , ἀργὸς ὁ περιττότερα τῶν αἰγῶν κινούμενος . |
| τραγείου : ἀναδορᾶς δὲ τῶν σωμάτων γενομένης , χόνδρος ἢ ὀρύζης χυλὸς εὐθετώτερος . Εἰ δὲ πυρίνη ᾖ ἡ πτισάνη | ||
| τὰ ἔντερα . χυλοὶ οὖν ἔνθετοι πτισάνης ἢ τράγου καὶ ὀρύζης ἐνιέμενοι : εἰ μέντοι διὰ τοῦ στόματος ἀνάγοιτο , |
| , οἷόν ἐστι τὸ διὰ σιδίων : δεῖ δὲ τὰ σίδια ξηρὰ κοπέντα ἐμπάσσεσθαι οἴνῳ καὶ συμπλέκεσθαι αὐτοῖς κηκῖδα λείαν | ||
| Πρόσθετα . ] Ῥοιὰν σὺν ἐρίῳ καταπλάσας προστίθει . ἢ σίδια ἑψήσας καὶ τρίψας ἐν ἐρίῳ δεῖ προστίθεσθαι ἐν πεσσῷ |
| ὀπηδεῖ . Κριοῦ ἐλελίσφακος , Ταύρου περιστερεὼν ὀρθός , Διδύμων περιστερεὼν ὕπτιος , Καρκίνου σύμφυτον , Λέοντος κυκλάμινον , Παρθένου | ||
| τοῦ στήθους καὶ ὄψει . Κιναίδιος βοτάνη , ἥτις ἐστὶ περιστερεὼν ὕπτιος Ἀφροδίτης . Κιναίδιος πτηνόν , ὃ καλεῖται ἴυγξ |
| τοῦ πλησίον τοῦ Κρονίου λόφου κειμένου . * † τῶν δένδρων . . Ἀπορήσειεν ἄν τις ἐνταῦθα , πῶς τὸ | ||
| καὶ τοῖς ἀγρίοις εἶναι κοινὰς καὶ κατὰ τὴν ὅλην τῶν δένδρων φθορὰν καὶ ἔτι μᾶλλον κατὰ τὴν τῶν καρπῶν : |
| οἷόν ἐστι τοῦτο : ἀρσενικοῦ σανδαράχης ἀνὰ # β κολοφωνίας ξηρᾶς λι . α κηροῦ λι . α χαλβάνης # | ||
| , ἔχει δὲ καὶ τούτου ἡ γραφὴ οὕτως . Κυκλαμίνου ξηρᾶς . . δραχ . ηʹ νίτρου ἐρυθροῦ . . |
| ῥίζα , σίραιον , πενταφύλλου ἡ ῥίζα , πολυπόδιον , πτέρεως ἡ ῥίζα καὶ θηλυπτέρεως , σμύρνα , σαρκοκόλλα , | ||
| σαμψύχου , ἡδυόσμου , κράμβης , σισυμβρίου , ἑρπύλλου , πτέρεως , μαράθρου , εὐζώμου καὶ τῶν λοιπῶν ὅσα τῇ |
| . ἀγριοθύμβρον τράμια μʹ . μάραθρον τράμια μʹ . ἄνισον τράμια λʹ . ναναχουὰν τράμια μʹ . σταφίδας , μαύρας | ||
| . σὺν αὐτοῖς δὲ δεῖ βάλλειν ἐν ὀθονίῳ καθαρῷ ξυλαλόην τράμια εʹ . στάχυν τράμια ζʹ . καρυόφυλλα τράμια βʹ |
| αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί , ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς τακείσης χιόνος ὑγραίνει γύας . Πρωτεὺς δ ' ὅτ | ||
| τὴν κοινὴν ἐκτροχάσομεν . Δεῖ τοίνυν καρκίνους ποταμίους ἐπὶ κληματίδος λευκῆς ἀμπέλου καῦσαι , καὶ τὴν τέφραν αὐτῶν λειοτριβήσαντα ἔχειν |
| ⌈ δὲ [ τὸ ” μυττωτεύσομεν “ ] ἀπὸ τῶν σκορόδων : μυττωτὸς γάρ ⌈ ἐστι κυρίως τὸ ἐκ σκορόδων | ||
| φησι τὸ ὄμφακας ἔχον . * ἀγλῖθες : αἱ τῶν σκορόδων κεφαλαί * κορίοιο : τοῦ κορίου λεπτοθρίοιο δέ , |
| τῷ ὀξυκράτῳ : καὶ κύπειρος μετ ' οἴνου ἢ πηγάνου ὡςαύτως : καὶ συκῆς ὀπὸς , καὶ σίλφιον , εἰ | ||
| , βοηθεῖ καστορίου ⋖ αʹ , πινομένη σὺν οἴνῳ : ὡςαύτως δὲ καὶ ὁ τῆς μήκωνος ὀπός . Τοιοῦτος μὲν |
| καὶ ἔλαιον ἐνέγκοι ἂν κάλλιον ἡ ἐλαία , καλλιελαίου φυτοῦ κλάδων ἐμβληθέντων . δεῖ δὲ λαμβάνειν τοὺς κλῶνας ἀπὸ τῶν | ||
| δὲ οὕτως ὅτι καθάπερ πέταλα δένδρων ἐν αὐτῷ διαφαίνονται μετὰ κλάδων συνεχεστέρων . Ζώνας διαφανεῖς ἔχει ἐν ἑαυτῷ . Ἔχει |
| Περσίδος . ταῶσι ] τοῖς κόλποις τοῖς πεποικιλμένοις , ὅτι πορφύρας ἔχουσι καὶ τιάρας : τοιοῦτοι γὰρ Πέρσαι ἀλαζόνες . | ||
| ἐκβρασμάτιον τῶν Ἰνδικῶν καλάμων , τὸ δὲ βαφικόν ἐστιν ἐπανθισμὸς πορφύρας ἐπαιωρούμενος τοῖς χαλκείοις , ὃν ἀποσύραντες ξηραίνουσιν οἱ τεχνῖται |
| . διὸ οὐχ ἅπαντα ἐνίων τὰ περικάρπια σπερμοφόρα καθάπερ τῶν βοτρύων αἱ μικραὶ ῥάγες ὡς οὐκέτι δυναμένης τελειῶσαι τῆς φύσεως | ||
| μὴν καὶ τὸ μεθύειν , ὦ Δάμι , οὐκ ἐκ βοτρύων μόνων ἐσφοιτᾷ τοὺς ἀνθρώπους , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῶν |
| ὡς ὑφηγητοῦ τινος πύλαις διπλαῖς ἐνήλατ ' , ἐκ δὲ πυθμένων ἔκλινε κοῖλα κλῇθρα κἀμπίπτει στέγῃ . Οὗ δὴ κρεμαστὴν | ||
| τὸν Κ ] , ὁ δὲ ὑπὸ τῶν Ζ Η πυθμένων καὶ τῶν Γ Δ Ε ἐστιν μονάδων ρμδʹ [ |
| σῦκα δὲ τῶν διφόρων ἐν Κραπαταλοῖς Φερεκράτης . τὰ δὲ φυτευτήρια τῶν συκῶν συκίδας Ἀριστοφάνης ἐν ταῖς Λημνίαις . Ποιητικαὶ | ||
| Δημοσθένης ἐν τῷ πρὸς Νικόστρατον περὶ τῶν Ἀρεθουσίου ἀνδραπόδων ” φυτευτήρια ἐλαῶν περιστοίχων κατέκλασεν . “ Δίδυμος δέ τι γένος |
| ὕδωρ ἐστὶ τὸ διακόπτον πάντα τὰ ἀγγεῖα , πλὴν τῶν κερατίνων . . . : Καί μοι δοκεῖ τὰ ὄργια | ||
| ξύλοις δεδεμένοις λαμβάνειν διακόπτειν δὲ πάντα τὰ ἀγγεῖα πλὴν τῶν κερατίνων . τὸν δὲ ἀπογευσάμενον τελευτᾶν . Ἐν δὲ τῇ |
| . ἀσθενῆ , ἀδύνατον . . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῆς συκῆς , διότι ἔνι ἡ συκῆ ἀνίσχυρος , καὶ θραύεται | ||
| μείζονος αἴτιον τῷ ἐσχάτῳ , ὡς τοῦ φυλλορροεῖν καὶ τῆς συκῆς μέσα τὸ πήγνυσθαι τὸν ὀπὸν καὶ τὸ πλατύφυλλον , |
| τρίψας ἐν εἰρίῳ πρόσθες , πίνειν δὲ ἄμεινον . Ἢ κονύζης ὅσον χανδάνει χεὶρ , πράσου τε χυλὸν καὶ νέτωπον | ||
| . Πυριᾷν δὲ τοὺς τόπους ἀρωμάτων ἀφεψήματι ἢ πρασίου ἢ κονύζης ἢ τινὶ τῶν παραπλησίων , ἐνίοτε δὲ καὶ τῷ |
| δὲ ἐν οἷς μὲν ἱεροῖς μίνθης , ἐν οἷς δὲ ἡδυόσμου , ἐν οἷς δὲ σελίνου . ἔνιοι δὲ θᾶττον | ||
| ἐστι τὸ ὠμοτριβὲς ἔλαιον προσλαμβάνον κορύμβους κισσοῦ ἢ ἑρπύλλου ἢ ἡδυόσμου χλωροῦ . προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου καὶ τῶν θερμοτέρων |
| βʹ . κηρωτὰς βʹ ταύτας ἔχεις ὁμοῦ γρα - φείσας αἰγυπτίας , ἃς ὀλίγοι τῶν ἀνθρώπων ἔχουσιν . σκεύαζε θαρρῶν | ||
| δέκα ἀριθμῷ , ὠοῦ λέκιθον αʹ : λείου ἀφεψήματι ἀκάνθης αἰγυπτίας ἀποτριτωθέντι . Ἄλλο . Ὕελον ὄξει λεάνας εὖ μάλα |
| τὴν νύκτα τῆς ἡμέρας μηδὲ τὴν δείλην ἑσπέραν τῆς δείλης πρωΐας , ἐὰν συμμέτρως τις ἔχων [ τῆς ] τροφῆς | ||
| μετ ' οἴνου καὶ μέλιτος γινόμενον . ἕωθεν : Ἐκ πρωΐας . οἰνοῦτταν : Μουστόπιτταν . . οἰνοῦττα μέν ἐστιν |
| ἤτρῳ καταπλάσματα , καὶ ψύγματα καὶ χρίσματα ψύχοντα , οἷον θριδακίνης , κοτυληδόνος , φακοῦ τοῦ ἐπὶ τῶν τελμάτων , | ||
| ' ἐπιτιθέναι δεῖ φύλλα λαπάθου ἢ ἀμπέλου ἢ τεύτλου ἢ θριδακίνης : ὁ δ ' ὀξυγαλάκτινος τυρὸς καὶ τὰ μείζονα |
| παρεῖχεν αὐτῷ σιτεῖσθαι τὰ ἐν ἀγρῷ , συκῶν τε καὶ σταφυλῶν καὶ τῶν ἄλλων ἀκροδρύων . ὁ δὲ πολλὴν αὐτοῦ | ||
| ἕκαστον βόθρον , εἰς μὲν τὰ μέλανα γένη γίγαρτα λευκῶν σταφυλῶν , εἰς δὲ τὰ λευκὰ μελαινῶν . Δυνατὸν δὲ |
| ἀνώδυνον ἐπίθεμα κατ ' αὐτοὺς τοὺς παροξυσμοὺς χρωμένων : ὀποῦ μήκωνος , κρόκου ἀνὰ ⋖ δ λειώσας μετὰ γάλακτος βοείου | ||
| ' ἱκανῶς ψύχειν πέφυκεν . οὕτω δὲ καὶ τὸ τῆς μήκωνος σπέρμα καὶ τὸ τοῦ κωνείου , καίτοι τοῦτο σφοδρότατον |
| τοῦτο οἱ Ἀττικοὶ τιγγάβαρυ φασίν : τάγυρι : χνάσμι : κόρι : σέσελι , καὶ εἴτι ὅμοιον . Τὰ εἰς | ||
| ὃ μετὰ γύψου φυραθὲν , καὶ χρισθὲν εὐθέως πήγνυται : κόρι τὸ κορίαννον : κόμι : πέπερι : κιννάβαρι : |
| τροχοῦ καθημένους : οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ταὐτὸν ᾄσεται μέλος . ἑφθῶν μὲν σχεδὸν τρεῖς μνᾶς . λέγ ' ἄλλο . | ||
| καὶ ἀμόλυντα εἶναι καὶ μὴ περιρρεῖν : τῶν δ ' ἑφθῶν οὐκ ἔστι μέτρον τὸ μὴ μολῦναι , ἀλλὰ τὸ |
| , κάχρυος # γ . τὰ τηκτὰ ἐπίβαλε τοῖς ἄλλοις λείοις . διαφορεῖ , ἐπισπᾶται , ποιεῖ τε καὶ πρὸς | ||
| στυπτηρίας σχιστῆς μέρη β , σταφίδος ἀγρίας μέρος α : λείοις χρῶ . Ὅταν ἐμπεφραγμένος μυξωτὴρ τύχῃ , σαφῶς ἐνστάντος |
| . τὰ δὲ κατὰ μηροὺς ἐκτρίμματα μυρρίνῃ ξηρᾷ διαπάσσειν καὶ κυπέρῳ καὶ ῥόδοις προσμίσγουσάν τι τῶν ἀρωμάτων . τὰς δὲ | ||
| ὑπὸ γὰρ τῆς δριμύτητος ἡ φλεγμονὴ παροξύνεται . τινὲς δὲ κυπέρῳ καταχρίουσιν μετ ' οἴνου καὶ κρόκου τοὺς μαστούς , |
| ἀντιπαθής ἐστι βωλίταις καὶ δηλητηρίοις . εἰ δέ τις χυλῷ ῥαφανίδος ἐπιμελῶς τὰς χεῖρας ἑαυτοῦ χρίσει καὶ τρίψει , ἀφόβως | ||
| ' εὑρέσθαι παροξυτόνως διὰ τοῦ ε . Ῥάφανον ἐπὶ τῆς ῥαφανίδος μὴ θῇς : σημαίνει γὰρ τὴν κράμβην . Εὔνως |
| τῆς χιόνος , ὥς φασι , τὰς ἐπιρρύσεις τῶν τε τηκομένων λαμβάνων ἀεὶ πάγων , ἐν δὲ τῷ θέρει τὸ | ||
| ἀέρος τῶν λεπτοτάτων ἐν αὐτῷ καὶ ὑγροτάτων ὑπὸ τοῦ ἡλίου τηκομένων ἢ κινουμένων . Οἱ Στωικοὶ πνεῦμα ἀέρος εἶναι λέγουσιν |