ἡμᾶς δ ' ἀπαλλαχθέντας ἐπ ' ἀγαθαῖς τύχαις ὀβελισκολυχνίου καὶ ξιφομαχαίρας πικρᾶς . ὅταν δ ' εἴπῃ ἐν τῷ Αἰολοσίκωνι
Λεόντινος εὔχρως τε φᾶναι καὶ χαρίεις ὥσπερ νεκρός . Ἐλεφαντοκώπους ξιφομαχαίρας καὶ δόρη . Ἢ μετάδος ἢ μέτρησον ἢ τιμὴν
8815250 ἀπαλλαχθεντας
τηνδὶ λαβοῦσα καὶ τοδί τὸ πουλυπόδειον . Ἡμᾶς δ ' ἀπαλλαχθέντας ἐπ ' ἀγαθαῖς τύχαις ὀβελισκολυχνίου καὶ ξιφομαχαίρας πικρᾶς .
ὑπὸ Θεοπόμπου τοῦ κωμικοῦ ἐν Εἰρήνῃ : ἡμᾶς δ ' ἀπαλλαχθέντας ἐπ ' ἀγαθαῖς τύχαις ὀβελισκολυχνίου καὶ ξιφομαχαίρας πικρᾶς .
7656289 ἰχθυβολοισι
αἰεὶ κυμαίνουσαν ἐπὶ φρεσὶ λύσσαν ἔχοντες : πολλάκι δ ' ἰχθυβόλοισι καὶ ἐς λίνον ἀΐξαντες κύρτοις τ ' ἐμπελάσαντες ἐδηλήσανθ
ἁλίας . ἐπ ' : ἐν . δείπνοισιν ὑπ ' ἰχθυβόλοισι : ἐν τοῖς ἰχθυηροῖς δείπνοις . ἰχθυβόλοισι : ἀγρευομένοις
7637879 ὀεσσι
ἐν κνημοῖσι δίδη μόσχοιο λύγοισιν , ποιμαίνοντ ' ἐπ ' ὄεσσι λαβών , καὶ ἔλυσεν ἀποίνων . ὥ : ἡ
Ζ ἐπ ' ὄεσσι : ὅτι ἀντὶ τοῦ παρ ' ὄεσσι καὶ ὅτι ἐν τῷ τόπῳ τῶν ὀίων λέγει .
7629748 κυανεῃσιν
δ ' ἐγέλασσε χείλεσιν , οὐδὲ μέτωπον ἐπ ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη . σαυτὴν ἐπαινεῖς ὥσπερ Ἀστυδάμας , γύναι :
ὁ μὲν Ὅμηρος μετὰ τοὺς λόγους τίθησιν αὐτὸ ἦ καὶ κυανέῃσιν ἀντὶ τοῦ εἶπε καὶ ἔοικε τοῦτο τῷ ὣς ἔφατο
7534487 ἐσχαροφιν
γέροντος , ὦκα δὲ κεκλόμενοι Μαντήιον Ἀπόλλωνα ῥέζον ἐπ ' ἐσχαρόφιν , νέον ἤματος ἀνομένοιο : κουρότεροι δ ' ἑτάρων
Ἀλκινόοιο , χειρὸς ἑλὼν Ὀδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην ὦρσεν ἀπ ' ἐσχαρόφιν καὶ ἐπὶ θρόνου εἷσε φαεινοῦ , υἱὸν ἀναστήσας ἀγαπήνορα
7516999 νευσε
φόβηθεν . ἡ δ ' ἄρ ' ἐπ ' ὀφρύσι νεῦσε : νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεύς , ἐκ δ '
' Ὁμήρῳ „ ἦ καὶ κυανέῃσιν ἐπ ' ” ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων , ” τοῦ προφήτου τὸν Δία ὑποκριναμένου :
7451535 γεγωνεμεν
μεγακήτεϊ νηῒ μελαίνῃ , ἥ ῥ ' ἐν μεσσάτῳ ἔσκε γεγωνέμεν ἀμφοτέρωσε , ἠμὲν ἐπ ' Αἴαντος κλισίας Τελαμωνιάδαο ἠδ
τὴν τάξιν τῆς νεωλκίας ἡ παρατήρησις , καὶ πρὸς τὸ γεγωνέμεν , ὅτι οὐ ψιλῶς ἐστὶ φωνεῖν ἀλλ ' ἀκουστὸν
7433219 αἰθουσῃ
οὐδέ ποτ ' ἔσβη πῦρ , ἕτερον μὲν ὑπ ' αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς , ἄλλο δ ' ἐνὶ προδόμῳ ,
. . . . . . γ . ὑπ ' αἰθούσῃ ἐριδούπῳ . αἴθουσα . , Υ : αἱ αἴθουσαι
7399388 πελαθεις
ποτ ' ἀνδροδάϊκτον ἀκούων , ἰή , κόπον , οὐ πελάθεις ἐπ ' ἀρωγάν ; . . . . .
τί ποτ ' ἀνδροδάικτον ἀκούων , ἰή , κόπον οὐ πελάθεις ἐπ ' ἀρωγάν ; . . . [ ]
7325842 χορικης
ὁ λόγος ἡμῖν δοκεῖ μοι σημαίνειν ἤδη , τῆς γε χορικῆς Μούσης ὅτι πεπαιδεῦσθαι δεῖ βέλτιον τοὺς πεντηκοντούτας ὅσοισπερ ἂν
μελιτοῦττα καὶ κρίνον . καλεῖται δὲ κρίνον καὶ σχῆμα τι χορικῆς ὀρχήσεως . καλεῖται δὲ καὶ ἡ ὑγεία μάζα τις
7298157 ἐριδουπῳ
θείοιο , τρητοῖς ' ἐν λεχέεσσιν , ὑπ ' αἰθούσῃ ἐριδούπῳ , πὰρ δ ' ἄρ ' ἐϋμμελίην Πεισίστρατον ,
ἕποντο νομῆες . καὶ τὰς μὲν κατέδησαν ὑπ ' αἰθούσῃ ἐριδούπῳ , αὐτὸς δ ' αὖτ ' Ὀδυσῆα προσηύδα κερτομίοισι
7294772 αἰλινος
ὑμέναιος : ἐν δὲ πένθεσιν ἰάλεμος . λίνος δὲ καὶ αἴλινος οὐ μόνον ἐν πένθεσιν , ἀλλὰ καὶ ἐπ '
ὑμέναιος : ἐν δὲ πένθεσιν ἰάλεμος : λίνος δὲ καὶ αἴλινος οὐ μόνον ἐν πένθεσιν , ἀλλὰ καὶ ἐπ '
7291469 ἐσχαραις
; βάκηλος εἶ . ἐν τῷ βαλανείῳ μήτε πῦρ ταῖς ἐσχάραις ἐνὸν κεκλεισμένον τε τἀλειπτήριον . ὥστ ' ἐξελὼν ἐκ
Γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . Λεπάσιν , ἐχίνοις , ἐσχάραις , βελόναις τε τοῖς κτεσίν τε . Κῆρυξ Θαλάσσης
7282420 ἐσχαρῃ
υἱέας ἐγρήσσοντες : αὐτὸς δ ' ἐν μέσσοισι παρ ' ἐσχάρῃ ἧσθ ' ὁ γεραιός , πείρατα ναυτιλίης ἐνέπων ἄνυσίν
τῷ ἡ μὲν ἐπ ' ἐσχάρῃ ἀντὶ τοῦ παρ ' ἐσχάρῃ . . . . . Ἰλίου ἱρῆς : ἡ
7268298 στεφανωμ
' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει πλούτου στεφάνωμ ' ἀγέρωχον . νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν
Οὔ τις ] Οὐδείς . Δρέπει ] Καρποῦται . Πλούτου στεφάνωμ ' ] * Ὥσπερ ὁ στέφανος τιμὴ τῷ δεξαμένῳ
7236258 πενθεσιν
πένθεσιν ἰάλεμος . λίνος δὲ καὶ αἴλινος οὐ μόνον ἐν πένθεσιν , ἀλλὰ καὶ ἐπ ' εὐτυχεῖ μολπᾷ κατὰ τὸν
. ἕτερος δὲ αὖ τρόπος αὐλοῦ τε καὶ ᾠδῆς ἐν πένθεσιν , ἰωμένων οἶμαι τὸ σκληρὸν καὶ ἄτεγκτον τοῦ πάθους
7212464 ὀγχνῃ
: Τὸ Ἀθήνησι διατρίβειν ἐργῶδες : ὄγχνη γὰρ ἐπ ' ὄγχνῃ γηράσκει , σῦκον δ ' ἐπὶ σύκῳ : τὴν
' αὐτῶν χρηστὸν καὶ ἔγκαρπον ; Ἢ ὄγχνη μὲν ἐπὶ ὄγχνῃ γηράσκει , καὶ ἐπὶ μήλῳ μῆλον , καὶ σταφυλὴ
7210302 Φεας
Β . Ρ . ἐπαιγίζοντα κατὰ . . ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν . ὅτι νῦν μὲν Φεὰς πληθυντικῶς εἴρηκεν ,
ἠέλιος „ , σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί : ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν , ” ἀγαλλομένη Διὸς οὔρῳ , ἠδὲ παρ
7147825 δυσποτμων
, ἄγαμος , ἅδ ' ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι . Ἰὼ δυσπότμων γάμων , κασίγνητε , κυρήσας , θανὼν ἔτ '
' ἐμοὶ ] τὰ περισσότερα τὰ ἐπελθόντα ἐμοί . . δυσπότμων ] αὕτη ἡ γενικὴ πρὸς τὸ ἀρχηγέτα . κακῶν
7142082 ἐλευθερωσει
ἐπὶ καταδουλώσει τῶν Ἑλλήνων Ἀθηναίοις , ἀλλ ' ἐπ ' ἐλευθερώσει ἀπὸ τοῦ Μήδου τοῖς Ἕλλησιν . καὶ μέχρι μὲν
ἀποστεῖλαι . αὐτός τε οὐκ ἐπὶ κακῷ , ἐπ ' ἐλευθερώσει δὲ τῶν Ἑλλήνων παρελήλυθα , ὅρκοις τε Λακεδαιμονίων καταλαβὼν
7131562 ἐπεξανθισμενα
ἀπατμίζοντα , καὶ χόλικες βοός , καὶ πλευρὰ δελφάκει ' ἐπεξανθισμένα χναυρότατα παρέκειτ ' ἐπ ' ἀμύλοις καθήμενα . παρῆν
ἀτμίζοντα , καὶ χόλικες βοός , καὶ πλευρὰ δελφάκει ' ἐπεξανθισμένα χναυρότατα παρέκειτ ' ἐπ ' ἀμύλοις καθήμενα . παρῆν
7120013 νηχομενην
νεμεσίζομαι ὕλῃ . μὴ διεροῖς στονόεντος ἐπ ' Εὐρώταο ῥεέθροις νηχομένην ἐκάλυψεν ὑποβρυχίην σε γαλήνη ; ἀλλὰ καὶ ἐν ποταμοῖσι
παρ ' ἠιόν ' εἶδε Κλέανδρος Νικοῦν ἐν χαροποῖς κύμασι νηχομένην : καιόμενος δ ' ὑπ ' Ἔρωτος ἐνὶ φρεσὶν
7116656 βουθυτοις
' ἀρχικός σοι πᾶς ὅδ ' αὐανθεὶς πυθμὴν βωμοῖς ἀρήξει βουθύτοις ἐν ἤμασιν . κόμιζ ' , ἀπὸ σμικροῦ δ
πυργωθέντα πλοῦτον μὴ μελαμφαρέϊ κρύπτειν σκότῳ . Βρύει μὲν ἱερὰ βουθύτοις ἑορταῖς , βρύουσι φιλοξενίας ἀγυιαί : λάμπει δ '
7078953 ἀρωγαν
. 〛 ἰστέον ὅτι τὸ ἰήκοπον οὐ πελάθεις ἐπ ' ἀρωγὰν παίζων πανταχοῦ ἐπιφέρει , κυρίως ἐκείνων τῶν ἰαμβείων ὂν
. γυναικοποίνων ] τῶν εἰσπραξομένων ποινὰς ὑπὲρ τῆς Ἑλένης . ἀρωγὰν ] βοήθειαν . προτέλεια ] προθύματα ἀπὸ τῶν θυμάτων
7077392 δμῳῃσι
. Ἦ ῥ ' , Ἀχιλεὺς δ ' ἑτάροισιν ἰδὲ δμῳῇσι κέλευσε δέμνι ' ὑπ ' αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα
ἀγαθὸς Μενέλαος , αὐτίκ ' ἄρ ' ᾗ ἀλόχῳ ἠδὲ δμῳῇσι κέλευσε δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν ἅλις ἔνδον ἐόντων .
7077066 Κρηστων
καὶ Θεσσαλίας : Ῥιανὸς Ἔχιον ἄστυ ταύτην εἶπεν . . Κρηστών : πόλις Θράικης . ἔοικε δὲ εἶναι ἡ Κρηστὼν
. Κρήστων , πόλις Θρᾴκης . ἔοικε δὲ εἶναι ἡ Κρηστών παρ ' Ἡροδότῳ . Λυκόφρων ” ὁρκωμοτῆσαι τόν τε
7062349 οἰοπολοισιν
κάμε δακρυχέουσα . νῦν δέ που ἐν πέτρῃσιν ἐν οὔρεσιν οἰοπόλοισιν , ἐν Σιπύλῳ , ὅθι φασὶ θεάων ἔμμεναι εὐνάς
δάκρυ χέουσα . νῦν δέ που ἐν πέτρῃσιν ἐν οὔρεσιν οἰοπόλοισιν ἐν Σιπύλῳ , ὅθι φασὶ θεάων ἔμμεναι εὐνὰς νυμφάων
7058317 αἰολας
κομαρίδας τε καὶ κύνας , κέστρας τε πέρκας τ ' αἰόλας . Νουμήνιος δ ' ἐν Ἁλιευτικῷ : ἄλλοτε δ
: χαλκίδας τε καὶ κύνας κέστρας τε πέρκας τ ' αἰόλας . καὶ Σώφρων ἐν ἀνδρείοις : κέστραι βότιν κάπτουσαι
7055839 Πλεισθενει
' Ἕλλην , ὅσον ἔμοιγε φαίνεται . καὶ Εὐριπίδης ἐν Πλεισθένει ” ἐγὼ δὲ Σαρδιανός , οὐκέτ ' Ἀργόλας ”
, πλὴν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἄρτι ἡβάσκοντος : τοῦτον δὲ Πλεισθένει Ἀμφιπολίτῃ δίδωσι φυλάττειν , ὅπως εἰ καλῶς ἡγήσοιτο ,
7052420 ἰαυων
μαζοῖο τίθητι ; ζαλωτὸς μὲν ἐμὶν ὁ τὸν ἄτροπον ὕπνον ἰαύων Ἐνδυμίων : ζαλῶ δέ , φίλα γύναι , Ἰασίωνα
ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ , ἰαίνετο δ ' ὕδωρ . ” ἰαύων κοιμώμενος . ἰάψῃ διαφθείρῃ , καὶ προΐαψε προδιέφθειρεν :
7047340 χορταζε
. Πτισάνην διδάσκεις αὐτὸν ἕψειν ἢ φακῆν ; Θεράπευε καὶ χόρταζε τῶν μονῳδιῶν . Καὶ πῶς ἐγὼ Σθενέλου φάγοιμ '
καὶ καταχέσονται . ἐν τοῖσι συνδείπνοις ἐπαινῶν Αἰσχύλον θεράπευε καὶ χόρταζε τῶν μονῳδιῶν . ἀλλ ' ἴσθ ' ἐπ '
7023364 Γλαυκωι
καὶ τῆς Εὐβοίας Ἀθῆναι αἱ Διάδες , ὧν μέμνηται ἐν Γλαύκωι Ποντίωι Αἰσχύλος : κἄπειτ ' Ἀθήνας Διάδας παρεκπερσῶν .
ἀναμένει . . . . . . Αἰσχύλος δέ φησιν Γλαύκωι Ποτνιεῖ : ἀγὼν γὰρ ἄνδρας οὐ μένει λελειμμένους ,
7019069 εὐτυχιαισιν
οἷς ἡ πόλις ἥδε γέγηθεν , ἐπὶ καιναῖσιν δ ' εὐτυχίαισιν παιωνίζειν τὸ θέατρον . Ὦ ταῖς ἱεραῖς φέγγος Ἀθήναις
στίχοι ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι λεʹ , ὧν τελευταῖος ἐπ ' εὐτυχίαισιν ᾀστέον μοὐγκώμιον ' . ἐπὶ τῷ τέλει διπλῆ ἔξω
7007717 ἀναπιπτουσιν
ἀποκνεῖν . Θουκυδίδης πρώτῃ : καὶ νικώμενοι ἐπ ' ἐλάχιστον ἀναπίπτουσιν . ἀναπόμπιμα δῶρα : τὰ ἀποστρεφόμενα . ἀνασπᾶν :
ἀντὶ τοῦ ἀθυμεῖν . ὡς καὶ Θουκυδίδης φησί , νικώμενοι ἀναπίπτουσιν . Τὸ πάσασθαι οἱ παλαιότεροι ἐπὶ τοῦ ἀπογεύσασθαι ἐλάμβανον
6995494 κωρυκον
κέρατα ἔχειν : ἐπὶ τῶν ἀνδρίας ὑπόληψιν ἐχόντων . Πρὸς κώρυκον γυμνάζεται : ἐπὶ τῶν διακενῆς μοχθούντων . Πρὸ τῆς
τῆι χαράδραι τρώγοντες ἅλιμα καὶ κακὰ τοιαῦτα συλλέγοντες εἰς τὸν κώρυκον . κἀν τῶι κυρίως Κωρύκωι δ ' ἐπιγραφομένωι φησί
6981923 βακτηριου
. ὁ δὲ μεθύων ἤμει παρὰ τοὺς ἀρχηγέτας . πτωχικοῦ βακτηρίου . βακτηρία δὲ Περσὶς ἀντὶ καμπύλης . ὀφθαλμιάσας πέρυσιν
: οἷον ἤδη ῥηματίων ἐμπίμπλαμαι . Ἀτὰρ δέομαί γε πτωχικοῦ βακτηρίου . Τουτὶ λαβὼν ἄπελθε λαΐνων σταθμῶν . Ὦ θύμ
6980855 Εὐβοιις
ἀμόρφωτον αὐτόμοιρος αὐτόφορτοι ἐπαίνους ἀφωσιωμέναι ἠγόμην ἔστι γάρ τις ἐναλία Εὐβοιὶς αἶα : τῇδε βακχεῖος βότρυς ἐπ ' ἦμαρ ἕρπει
τῆς ἐν Παρνασῷ λέγων οὕτως : ἔστι γάρ τις ἐναλία Εὐβοιὶς αἶα : τῇδε βάκχειος βότρυς ἐπ ' ἦμαρ ἕρπει
6968812 αἰκλον
κριβανωτώς . κἠπὶ τᾶι μύλαι δρυφήται κἠπὶ ταῖς συναικλίαις , αἶκλον Ἀλκμάων ἁρμόξατο . ἤδη παρεξεῖ πυάνιόν τε πολτὸν χίδρον
ἀμφέπηι φρένας . . ἐκάλεσε γάρ τύ τις ἐπ ' αἶκλον ἀέκων : τὺ δὲ ἑκὼν ὤιχεο τρέχων . οὔτ
6965540 ἰφθιμῳ
Μειδίου . καὶ Ὅμηρος ” κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ “ κυνέην θέτο . ” καὶ Αἰσχίνης κατὰ Τιμάρχου
' ἐθέλῃσθα , παρέσσεται εὔστοχος ἄγρη . Ἄλλοι δ ' ἰφθίμῳ τε βίῃ καὶ κάρτεϊ γυίων πειθόμενοι μέγαν ἆθλον ἐπ
6963269 θασσει
σμύρνης δ ' ἀνύδρου καπνὸς εἰς ὀρόφους Φοίβου πέτεται . θάσσει δὲ γυνὴ τρίποδα ζάθεον Δελφίς , ἀείδους ' Ἕλλησι
νῦν διορχησάμενος ὀλίγον ὕστερον . τίς ἐπ ' αὐλείοισι θύραις θάσσει ; τουτὶ καὶ δὴ χωρεῖ τὸ κακόν . κλῇθρα
6962662 Ἀχαιου
ἀποδείξεις τῶν μᾶλλον πολεμικῶν ἀνδρῶν . δορὶ σὺν ἀσπίδι : Ἀχαιοῦ ἐστιν ἐκ Μώμου . οὐδὲν δὲ χεῖρον ὁλόκληρον θεῖναι
, δορὸς ἄγραν δουλίαν , ψαφαρᾷ σποδῷ ὑπ ' ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν περθομέναν ἀτίμως , τὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαι ,
6959532 μεγακητεϊ
ἐν χειρὶ παχείῃ , στῆ δ ' ἐπ ' Ὀδυσσῆος μεγακήτεϊ νηῒ μελαίνῃ , ἥ ῥ ' ἐν μεσσάτῳ ἔσκε
ἐν χειρὶ παχείῃ , στῆ δ ' ἐπ ' Ὀδυσσῆος μεγακήτεϊ νηὶ μελαίνῃ , ἥ ῥ ' ἐν μεσσάτῳ ἔσκε
6958029 μαθος
ὀξυτέρω τριβόλων ἀρυτήμενοι . . . ἀμμετέρων ἀχέων ἂπ πατέρων μάθος Ἄρευος στροτιωτέροις γᾶς γὰρ πέλεται σέος δέξαι με κωμάσδοντα
ὡς γὰρ τὸ ῥέος καὶ τὸ βλέπος οὕτω καὶ τὸ μάθος καὶ ἔτι τὸ δίψος καὶ τὸ βλάβος καὶ τὸ
6956625 ὀτοβει
τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμον . ὑπὸ δὲ κηρόπλαστος ὀτοβεῖ δόναξ ἀχέτας ὑπνοδόταν νόμον : ἰὼ ἰὼ πόποι ,
ἐν Ἠδωνοῖς τὰ κύμβαλα : ὁ δὲ χαλκοδέτοις ˈ κοτύλαις ὀτοβεῖ . . . , . : ταυρόφθογγοι : παραπλήσια
6950329 ἐλυγιχθης
λιγυξεῖν : ἆρ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος ὑπ ' ἀργαλέω ἐλυγίχθης ; σφόνδυλος : ἴσως αἰσχρόν τι πεποίηκεν . πῖθ
ἡ ἡδυτάτη καί φησι : βοῦτα , ὑπ ' ἀργαλέου ἐλυγίχθης Ἔρωτος καὶ ἐκάμφθης ; οἷον Εὔπολις : λυγίζεται καὶ
6945584 αἰσχροισιν
. ὃ δὲ Τρῶας μὲν ἅπαντας αἰθούσης ἀπέεργεν ἔπεσς ' αἰσχροῖσιν ἐνίσσων : ἔρρετε λωβητῆρες ἐλεγχέες : οὔ νυ καὶ
δεῖ [ . , ] . . μεταμέλεια ἐπ ' αἰσχροῖσιν ἔργμασι βίου σωτηρίη . . ἀληθόμυθον χρὴ εἶναι ,
6924733 δειλαιαι
δέσποτα . θρασέα γυνή κακὴ μὲν ὄψις , ἐν δὲ δείλαιαι φρένες . κἂν δοῦλος ᾖ τις , οὐδὲν ἧττον
μαλακόν , ἀγγαρεύεται . κακὴ μὲν ὄψις , ἐν δὲ δείλαιαι φρένες . Στρατοφάνη , λιτόν ποτ ' εἶχες χλαμύδιον
6914335 ὀλεθρωι
συμπλεῖ τῶν ἐμῶν μόχθων χάριν . οὔκουν δίκαιον ἐπ ' ὀλέθρωι τῶι τοῦδ ' ἐμὲ χάριν τίθεσθαι καὐτὸν ἐκδῦναι κακῶν
παῖδα νυμφεύσουσα σήν . ὦ θύγατερ , ἥκεις ἐπ ' ὀλέθρωι καὶ σὺ καὶ μήτηρ σέθεν . οἰκτρὰ πάσχετον δύ
6912680 ὀιων
τε καὶ αἰπόλια πλατέ ' αἰγῶν ποίμνας τ ' εἰροπόκων ὀίων , θυμῷ γ ' ἐθέλουσα , ἐξ ὀλίγων βριάει
, ἴδε , τὰν κύνα βάλλει , ἅ τοι τᾶν ὀίων ἕπεται σκοπός : ἃ δὲ βαΰσδει εἰς ἅλα δερκομένα
6908222 ἀσπαλαθους
θριγκὸν περιβαλεῖν , αἱμασιὰν περιελάσασθαι , ῥάχον περιστήσασθαι , ἢ ἀσπαλάθους ἐγείρειν . θλίβειν τὰς σταφυλὰς ἐν ταῖς ληνοῖς ,
' εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς πάλιν . Ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ , κύπειρόν τε δροσώδη ,
6889627 ἡσται
Σώπατρος λέγων φησί : δισσαῖς γὰρ ἐν μέσαισιν ἰχθύων φοραῖς ἧσται , τὸν Αἴτνης ἐς μέσον λεύσσων σκοπόν . καὶ
ἐντὸς ὀξάλμην ἔχων . δισσαῖς γὰρ ἐν μέσαισιν ἰχθύων φοραῖς ἧσται , τὸν Αἴτνης ἐς μέσον λεύσσων σκοπόν . βαυκαλὶς
6884251 ὀφρυσι
διάκλυζε . Τὰς δὲ φθειριάσεις τὰς ἐν τοῖς βλεφάροις καὶ ὀφρύσι θεραπεύει σὺν μέλιτι ἢ οἴνῳ καταχριόμενα σανδαράχη , σταφὶς
βίαιον δηλοῖ . εἰ δὲ καὶ τὸ μέτωπον ἅμα ταῖς ὀφρύσι σπᾷ εἰς τὸ μέσον , κερδαλεώτατον ἄνδρα σημαίνει .
6881764 ἀποιν
καί με θητεύειν πατὴρ θνητῶι παρ ' ἀνδρὶ τῶνδ ' ἄποιν ' ἠνάγκασεν . ἐλθὼν δὲ γαῖαν τήνδ ' ἐβουφόρβουν
τόνδ ' : ὅταν ἑορτάζηι λεώς , τῆς σῆς σφαγῆς ἄποιν ' ἐπισχέτω ξίφος δέρηι πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ '
6877931 φυσκαι
, ὃν διὰ φαυλότητα ὀνόσαιτό τις . ψεύδεα ῥινός : φύσκαι ἐπὶ τῆς ῥινὸς λεπταὶ αἱ λεγόμεναι ἴονθοι ὡς κατὰ
τὴν ἔνθεσιν χωρεῖν λιπαρὰν κατὰ τοῦ λάρυγγος τοῖς νεκροῖς . φύσκαι δὲ καὶ ζέοντες ἀλλάντων τόμοι παρὰ τοῖς ποταμοῖς σίζοντ
6868535 θυμελαν
τάδε τὰ χορεύματα ; τίς ὕβρις ἔμολεν ἐπὶ Διονυσιάδα πολυπάταγα θυμέλαν ; ἐμὸς ἐμὸς ὁ Βρόμιος : ἐμὲ δεῖ παταγεῖν
τάδε τὰ χορεύματα ; τίς ὕβρις ἔμολεν ἐπὶ Διονυσιάδα πολυπάταγα θυμέλαν ; ἐμὸς ἐμὸς ὁ Βρόμιος : ἐμὲ δεῖ κελαδεῖν
6867016 διαινε
, ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα , κείμενον ἐν ψαμάθοισι , δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ . τὸν μὲν ἄρ '
] ἐστερημένος . προπομπῶν ] τῆς θεραπείας τῆς βασιλικῆς . δίαινε ] ἤγουν θρήνει καὶ δάκρυσι τίμα τὴν συμφοράν .
6865681 ἐνεθηκατο
καί ῥα κατὰ στυφελοῖο σαρωνίδος αὐτίκα μίτρην ἁψαμένη , δειρὴν ἐνεθήκατο : ταὶ δ ' ἐπ ' ἐκείνῃ βεύδεα παρθενικαὶ
. καί ῥα κατὰ στυφελοῖο σαρωνίδος αὐτίκα μίτρην ἁψαμένη δειρὴν ἐνεθήκατο . ταὶ δ ' ἐπ ' ἐκείνῃ βεύδεα παρθενικαὶ
6864292 χαλκοδετοις
δακτυλόδικτον πίμπλησι μέλος , μανίας ἐπαγωγὸν ὁμοκλάν , ὁ δὲ χαλκοδέτοις κοτύλαις ὀτοβεῖ * * * ψαλμὸς δ ' ἀλαλάζει
. καὶ τὰ κύμβαλα δὲ παρ ' Αἰσχύλῳ κοτύλαι : χαλκοδέτοις κοτύλαις ὀτοβεῖ . Μαρσύας δὲ τὸ ἐν τῷ ἰσχίῳ
6862566 μυρεται
οἰόθεν : ἀντὶ τοῦ οἴη . πολιήν : γραῦν . μύρεται : κλαίει , θρηνεῖ . ᾗ οὐκ εἰσὶν ἔτ
ἁλμυρῆς , τῆς ἐν τῇ ἁλὶ οὔσης , περὶ ἣν μύρεται , ἤως μορμύρει , Ὅμηρος δέ : ποταμὸν ἁλιμυρήεντα
6859752 χερσευειν
' ἐπ ' ἀκταῖς νομάδα κυματοφθόρον ἁλιαίετον : τὸν παῖδα χερσεύειν μόρος . εἰ μὲν γὰρ ἐκ γῆς εἰς θάλασσαν
ὁμοίως ἀρδευομένη δαψίλειαν οἴνου τοῖς ἐγχωρίοις παρασκευάζει . οἱ δὲ χερσεύειν ἐάσαντες τὴν χώραν τὴν ἐπικεκλυσμένην καὶ τοῖς ποιμνίοις ἀνέντες
6856028 χρυσοκομας
ὑμνήσει χάριν Κηΐας ἀηδόνος . Ἔτι Συρακοσίαν φιλεῖ πόλιν ὁ χρυσοκόμας Ἀπόλλων , ἀστύθεμίν θ ' Ἱέρωνα [ ] γεραίρει
φυλλοκόμου μίλακος ἠχὼ πρὸς Διὸς ἕδρας , ἵν ' ὁ χρυσοκόμας Φοῖβος ἀκούων τοῖς σοῖς ἐλέγοις ἀντιψάλλων ἐλεφαντόδετον φόρμιγγα θεῶν
6855400 ἀργιοδοντες
. βῆ δ ' ἴμεναι κείων , ὅθι περ σύες ἀργιόδοντες πέτρῃ ὕπο γλαφυρῇ εὗδον , βορέω ὑπ ' ἰωγῇ
ἀργαλέοιο κυδοιμοῦ φεῦγον : τοὶ δ ' ἐφέποντο κύνες ὣς ἀργιόδοντες κεμμάσιν ἀγροτέρῃσι κατ ' ἄγκεα μακρὰ καὶ ὕλην .
6845407 ἀγαθαις
ζωῆς . Ταῦτα οὐ περὶ τοῦ ἐξ ἀρχῆς εὐδαίμονος καὶ ἀγαθαῖς χρησαμένου τύχαις καὶ μέχρι τέλους οὕτω τετηρημένου ἀλλὰ περὶ
ἡλικίας ἀσθένειαν αὐτοὶ ἀναπληροῦσι : τῶν δὲ ἐν ἀκμῇ ταῖς ἀγαθαῖς πράξεσι προστιθέασι , καὶ βελτίω ποιοῦσι τὰ ἔργα σύν
6842602 Αὐτ
' Ἀρχ . . Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ . εἰπών , ὅτι τοῦτον ἐπὶ λόγοις δεῖ κολάσαι
κέχρηται τῷ ὀνόματι καὶ Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ . καὶ ἄλλοι . . , . . ̈
6840361 πρυμνησι
ὀξέϊ χαλκῷ , νηὸς ἀπ ' ἰκριόφιν : τοὶ δὲ πρυμνήσι ' ἔλυσαν . οἱ μὲν ἀνώσαντες πλέον ἐς πόλιν
? [ ! ] ὀρούσας ? ἐπ ' οἶδμα γαληνείας πρυμνήσι ' ἀνάψαι τὸν ἁ τοῦ ποταμοῖο παρθένος Αἴγιν '
6821256 ἐφημοσυνῃσιν
δίκαιον παραβῆναι . γενέθλην : ἔμβρυον . ἐπιφροσύνῃσιν : γράφεται ἐφημοσύνῃσιν . Ὑλλικῷ : ἀπὸ τοῦ Ὕλλου τοῦ ἐκ Μελίτης
μὲν ὑψιλόφοισιν ἐν οὔρεσιν Αἱμονιήων νυμφιδίων Πηλῆος ἀειδομένων ὑμεναίων Ζηνὸς ἐφημοσύνῃσιν ἐῳνοχόει Γανυμήδης : πᾶσα δὲ κυδαίνουσα θεῶν ἔσπευσε γενέθλη
6817282 πορσυνε
οἷον κατὰ μνήμην ἔχε καὶ τίμα . διὰ γὰρ τοῦ πόρσυνε καὶ τόδε ἀκουστέον . ἐκείνου δὲ τοῦ ἔπους μέμνηται
Πότμον : μοῖραν . ἕτερος : ἕτερος δ ' ἑτέρῳ πόρσυνε καὶ ηὐτρέπισεν ἑαυτὸν ἐδωδὴν , τουτέστι τρώγεται ὑπ '
6813890 κενεῳ
σχέτλιον ἀφραδέων μερόπων γένος , οἷσιν ὁμίχλη ἄσκοπος ἐσσομένων : κενεῷ δ ' ὑπὸ χάρματι πολλοὶ πολλάκις ἀγνώσσουσι περιπταίοντες ὀλέθρῳ
ὣς ἥ γε στενάχιζε λυγρὸν τεκέων ἐπ ' ὀλέθρῳ μυρομένη κενεῷ περὶ σήματι : σὺν δέ οἱ ἄλλο πῆμα μάλ
6802332 ἀϊξασα
τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη , βῆ δὲ κατ ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα , στῆ δ ' Ἰθάκης ἐνὶ δήμῳ ἐπὶ προθύροις
θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη , βῆ δὲ κατ ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα : καρπαλίμως δ ' ἵκανε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
6800597 ὠκυροῳ
κελάδοντι μάχοντο Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν , Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα . ὠκυρόῳ κελάδοντι : ἡ διπλῆ ὅτι ἰδίως τὰ ἐπίθετα προτάξας
δοκεῖ λέγων “ ἡβῷμ ' ὡς ὅτ ' ἐπ ' ὠκυρόῳ ” καὶ πάλιν “ εἴθ ' ὣς ἡβῴοιμι βίη
6796275 βουθυτειν
ἡγῇ ; δεινὴ πόλις νοσοῦς ' ἀνευρίσκειν κακά . καὶ βουθυτεῖν γὰρ ἠξίους ἐμὴν χάριν . Ἔρωτα δ ' ὅστις
χρή σφ ' ἐπήγαγ ' ἀνθρωποσφαγεῖν πρὸς τύμβον , ἔνθα βουθυτεῖν μᾶλλον πρέπει ; ἢ τοὺς κτανόντας ἀνταποκτεῖναι θέλων ἐς
6795383 Φειας
' αὐτὴν τὴν Ὀλυμπίαν ἐπὶ θάλατταν τὴν Σικελικὴν ἐκπίπτει μεταξὺ Φειᾶς τε καὶ Ἐπιταλίου . πρὸς δὲ τῇ ἐκβολῇ τὸ
Ἀρκάδες Χάας πὰρ τείχεσσιν , „ οὐ Κελάδοντι , οὐδὲ Φειᾶς : τῷ γὰρ τάφῳ τοῦ Ἰαρδάνου τοῦτον πλησιάζειν καὶ
6790032 ὀγχνη
ὄψον . ἐπιμελουμένους δὲ αὐτοὺς εἰσάγει καὶ τῶν ἀκροδρύων : ὄγχνη γὰρ ἐπ ' ὄγχνῃ που γηράσκει , σῦκον δ
ζεφυρίη πνείουσα τὰ μὲν φύει , ἄλλα δὲ πέσσει . ὄγχνη ἐπ ' ὄγχνῃ γηράσκει , μῆλον δ ' ἐπὶ
6788313 Ἀττικαις
γένη ἀναγράφει ἁμάδεα καὶ νικύλεα . Φιλήμων δ ' ἐν Ἀττικαῖς λέξεσι καλεῖσθαί φησί τινα σῦκα βασίλεια , ἀφ '
ὑπογλωττὶς δὲ στεφάνου ἐστὶν εἶδος . Θεόδωρος δ ' ἐν Ἀττικαῖς Γλώσσαις στεφάνων πλοκῆς γένος παρὰ Πλάτωνι ἐν Διὶ Κακουμένῳ
6787941 παρενηνεον
κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν , σῖτον δὲ δμωαὶ παρενήνεον ἐν κανέοισι . καὶ Σώφρων ἐν γυναικείοις : τάλαινα
ὅτ ' εἴδατα θεῖα φέρουσαι χερσὶν ὑπ ' ἀμβροσίῃσι θοαὶ παρενήνεον Ὧραι χρυσείοις κανέοισι , Θέμις δ ' ἄρα καγχαλόωσα
6786665 δικαιαις
μὴν οὐδέποτε παύσεται τιμῶν , τοῖς καλοῖς ἔργοις καὶ ταῖς δικαίαις πράξεσιν . ἕκαστόν γε μὴν τῶν θεῶν ἱλάσκεται κατὰ
σὺ , τοῦ Διὸς θυγάτηρ Ἀλήθεια , ταῖς ἴσαις καὶ δικαίαις χερσὶν ἀποκωλύσατε καὶ ἀπείρξατε ἀπ ' ἐμοῦ τὴν ἐπίπληξιν
6782573 εὐαιωνι
Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . [ ] λὲς δὲ χειρὶ πάλλων
Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Ἀλλὰ δέχεσθε Βακχιάσταν [ - ]
6780593 ἀολλεις
ῥόπαλόν τε τινάσσων , παῖς Διός : οἳ τότ ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων : μόνα δ '
κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ἄλλοτ ' ἐρυθρὸν κόκκυγ ' ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας
6779241 εχω
[ ] [ ] [ ] [ ] [ ] εχω ? [ ! ! ! ! ! ! !
] ω [ ] μοις [ ] αλιαν ? ? εχω ? [ ] παρθενων . . . . .
6770922 ὀλοφυρμους
ὡς ἡμαρτηκὼς ἄφεσιν αἰτεῖσθαι τῆς τιμωρίας , οὐδ ' εἰς ὀλοφυρμοὺς καὶ δεήσεις καταφεύξεται παρὰ τὸν ἑαυτοῦ τρόπον , ἀλλ
τῶν παρόντων φωναί . ἐπειδὴ δὲ τελευτῶν τοῦ λόγου πρὸς ὀλοφυρμοὺς ἐτράπετο καὶ τὰς μελλούσας καθέξειν συμφορὰς τούς τε ὑπομένοντας
6770651 ὑβρεσι
μόνος , φησίν , ἐγὼ ὁ Ἐτεοκλῆς πολλάκις λοιδορίαις καὶ ὕβρεσι ἀπειρίτοις βληθήσομαι παρὰ τῶν πολιτῶν . Ἐτεοκλέης ] ἐγώ
οὗ γὰρ μάλιστ ' ἄνθρωποι καὶ μεγίσταις προσπίπτουσιν ἡδοναῖς καὶ ὕβρεσι καὶ ἀνοίᾳ πάσῃ , τοῦτ ' ἐξέβαλεν ὁ νόμος
6769903 λαμπασι
? σπιλάδεσσι τιθήνει ἀγροτέρης ] ? ? ? ? ἐραταῖς λαμπάσι ? ? ? ? ? ? τερπόμενον θμι !
δ ' ἐνίοτε καὶ ἐπὶ τὴν ἀκρόπολιν ἀπὸ τῶν τεγῶν λαμπάσι δᾳδουχουμένης πάσης τῆς Ἀθηναίων πόλεως . καὶ ἔκτοτε ἐκέλευσεν
6769643 γεραιοις
εἰς τὸ σκύφος . καὶ Ἄλεξις ἐν Λευκαδίᾳ : οἴνου γεραιοῖς χείλεσιν μέγα σκύφος . καὶ Ἐπιγένης ἐν Βακχίδι :
[ . ] τότ ? ? ? ' ἔφη Γαῖος γεραιοῖς ? [ : . ] καὶ ? ? ποῦ
6768929 ἀγαυη
πρηΰτατος δὲ πέλει κάματος βροτῷ αὐδήεντι , εἴ κεν συμφορέηται ἀγαυὴ Θειαντίνη Καρκίνῳ αἰγλήεντι , θοὴν δὲ φέρει ἐπαρωγήν .
κρυεροῖο τεταρπώμεσθα γόοιο ; ἦ τί μοι εἴδωλον τόδ ' ἀγαυὴ Περσεφόνεια ὤτρυν ' , ὄφρ ' ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος
6768045 ἀπαρακαλυπτως
, ] γίνεται . Ἄκουε τἀπὸ καρδίας : ἐπὶ τῶν ἀπαρακαλύπτως ἃ φρονοῦσι διεξιόντων . Ἀλλότρια βάλλειν : ἐπὶ τῶν
τὸν τοιοῦτον λόγον τοσαῦτα . Μέθοδος δὲ τραχύτητος μία τὸ ἀπαρακαλύπτως καὶ ψιλῶς κατ ' ἐπιτίμησιν , ἀλλὰ μὴ ἄλλως
6766955 ἀγλαοκαρποι
δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθάοντα , ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι . τάων οὔ
εὔπνοοι αὔραις , αἰπολικαί , νόμιαι , θηρσὶν φίλαι , ἀγλαόκαρποι , κρυμοχαρεῖς , ἁπαλαί , πολυθρέμμονες αὐξίτροφοί τε ,
6765659 ἱκανειν
τ ' ἠελίου : κέλομαι δ ' ἐπ ' ἄεθλον ἱκάνειν πρώτῃ ὑπ ' ἀμφιλύκῃ , ὅθ ' ἑωθινὸν ἀγροιῶται
ἐναντίον . ἐπ ' ἄεθλον : ἐπὶ τὸν πόνον . ἱκάνειν : ἀπελθεῖν . Πρώτῃ : τῇ πρώτῃ ἠῷ .
6765484 Θεωρεις
ὁ τὸ πῦρ κατέχων ; εἶπεν δὲ ὁ ἀρχιστράτηγος : Θεωρεῖς , πανόσιε Ἁβραὰμ , τὸν ἄνδρα τὸν φοβερὸν τὸν
τόπον τοῦ ποιῆσαι φόνον . καὶ εἶπεν πρὸς Μιχαήλ : Θεωρεῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην ; ἀλλ ' ἐλθέτωσαν θηρία ἐκ
6762792 περιπεπηγος
ἅτε τῇ ἀπορρήτῳ ἀρχῇ καὶ τἀγαθῷ , ὥς φησι , περιπεπηγός , ἀποπληρωτικὸν δὲ τοῦ νοῦ καὶ γεννη - τικόν
ἅτε τῇ ἀπορρήτῳ ἀρχῇ καὶ τἀγαθῷ , ὥς φησι , περιπεπηγός , ἀποπληρωτικὸν δὲ τοῦ νοῦ καὶ γεννη - τικόν
6761949 νεοπλουτος
ὁ πολλάκις ἡμᾶς καθ ' ἱερῶν τελείων ἑστιάσας , ὁ νεόπλουτος , ὁ τὰς ὅλας ἑκατόμβας , παρ ' ᾧ
τὸν πλοῦτον . σὺ δ ' , ὦ τάλαν , νεόπλουτος . ζʹ . τῷ αὐτῷ . Ἐὰν ὅτι τάχος
6761175 συνοισομενος
πεπαιδευμένος τὰ Ἑλληνικά . ὡς δὲ κρατίστοις τὰ ναυτικὰ ἀνδράσι συνοισόμενος ἐς μάχην , τὰς ἰδίας ναῦς ἐπεσκεύαζε καὶ ἀνεπλήρου
νῦν καταχαλκοῦ , ὦ κριέ , τὰ κέρεα , ὡς συνοισόμενος μεγάλῳ κακῷ . Ἐν δὲ τῇ Σπάρτῃ τοῦτον τὸν
6760425 ἀνωιστως
νῆ ' ἐπ ' ἐρετμοῖσιν , δεδοκημένοι ἥντινα ῥέξει μῆτιν ἀνωίστως : ἡ δὲ πτύχα πορφυρέοιο προσχομένη πέπλοιο παρειάων ἑκάτερθεν
τοι ἐπήρατον οὔνομ ' ἀνῆπται . Ὧς οἱ μὲν πυκινοῖσιν ἀνωίστως δονάκεσσιν μίμνον ἀριστῆες λελοχημένοι , αἱ δ ' ἐνόησαν
6755820 μελψαι
νόστον . τόσσον γὰρ περὶ θυμὸν ἀπείριτον ἵκετο θάμβος . μέλψαι δὲ μνήσειας ἀειθαλέας πλοκαμῖδας , οἵαις κυδιόωσαν ἀπ '
σέθεν ? [ ] ? παναοίδιμον ? [ ] οὔνομα μέλψαι , ὅττι χάρις καὶ χάρμα καὶ εὐεπίης φίλον ἄνθος
6752450 μολπαν
ἡνίκα ἐκ δείπνων : ἐπὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς : διασκορπίζεται : μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χαροποιῶν : τουτέστι : καταπαύσαντες
ἦμος ἐκ δείπνων ὕπνος ἡδὺς ἐπ ' ὄσσοις σκίδναται , μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χοροποιὸν θυσίαν καταπαύσας πόσις ἐν
6750947 ἀγκυρεων
ἀθυμίης , ἐπὶ τῷδε μετεώρους ἔσχε τὰς νέας ἐπ ' ἀγκυρέων . ἐνθένδε ἀναχθέντες ἐς Κανάτην ὁρμίζονται , σταδίους ὡς
] ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἀρυσάμενοι ταύτῃ μὲν τῇ ἡμέρᾳ ἐπὶ ἀγκυρέων ὥρμεον , ὅτι ῥηχίη κατὰ τὸν αἰγιαλὸν ἀνεῖχεν :
6748007 ἀφροντιστος
συστολὴν ἀκή , . , . * . Ἀκηδής : ἀφρόντιστος , ἀνελεήμων , κηδεμόνα μὴ ἔχων , . ,
ἡ ὀξύτης τὴν ὀξύτητα . . . . ἀκηδής : ἀφρόντιστος , ἀνελεήμων , κηδεμόνα μὴ ἔχων : παρὰ τὸ
6747362 τειχεσσιν
Κελάδοντι μάχοντο ἀγρόμενοι Πύλιοί τε καὶ Ἀρκάδες ἐγχεσίμωροι Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα . τοῖσι δ ' Ἐρευθαλίων πρόμος
. Οἳ δ ' ἄφαρ ᾗσι πύλῃσιν ἐπειρύσσαντες ὀχῆας ἐν τείχεσσιν ἔμιμνον ἐπεσσυμένων μένος ἀνδρῶν : ὡς δ ' ὅτε
6744780 Καλλιστον
κηρία . Τὸ προοίμιον ἀπὸ τῆς πατρίδος τοῦ νικητοῦ . Κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι ] * Αἱ Ἀθῆναι , φησίν
, καὶ λιβανωτοῦ φλοιὸν , καὶ τὰ τούτοις ὅμοια . Κάλλιστον δὲ καὶ τοῦτο ᾧ ἐχρήσατο Ἀρχιγένης πρὸς τοὺς αἱμοῤῥαγοῦντας
6737908 ἐπλαζοντο
τραπεζᾶν ὤθεον , αὐτόματοι δ ' ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνοντες ἐπλάζοντο . Ξενοφῶν Ἀναβάσεως ζʹ : κατὰ τὸν Θρᾴκιον νόμον
ἧι πολλαὶ μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν , γυμνοὶ δ ' ἐπλάζοντο βραχίονες εὔνιδες ὤμων , ὄμματά τ ' οἷα ἐπλανᾶτο
6734803 βιβλιοπωλην
δ ' εἰς τὰς Ἀθήνας ἤδη τριακοντούτης ἐκάθισε παρά τινα βιβλιοπώλην . ἀναγινώσκοντος δ ' ἐκείνου τὸ δεύτερον τῶν Ξενοφῶντος
ἀνελθὼν δὲ εἰς τὰς Ἀθήνας ἤδη τριακοντούτης ἐκάθισε παρά τινα βιβλιοπώλην . ἀναγινώσκοντος δὲ ἐκείνου τὸ δεύτερον τῶν Ξενοφῶντος ἀπομνημονευμάτων

Back