κριβανωτώς . κἠπὶ τᾶι μύλαι δρυφήται κἠπὶ ταῖς συναικλίαις , αἶκλον Ἀλκμάων ἁρμόξατο . ἤδη παρεξεῖ πυάνιόν τε πολτὸν χίδρον
ἀμφέπηι φρένας . . ἐκάλεσε γάρ τύ τις ἐπ ' αἶκλον ἀέκων : τὺ δὲ ἑκὼν ὤιχεο τρέχων . οὔτ
8236664 ὀεσσι
ἐν κνημοῖσι δίδη μόσχοιο λύγοισιν , ποιμαίνοντ ' ἐπ ' ὄεσσι λαβών , καὶ ἔλυσεν ἀποίνων . ὥ : ἡ
Ζ ἐπ ' ὄεσσι : ὅτι ἀντὶ τοῦ παρ ' ὄεσσι καὶ ὅτι ἐν τῷ τόπῳ τῶν ὀίων λέγει .
7896854 γεγωνεμεν
μεγακήτεϊ νηῒ μελαίνῃ , ἥ ῥ ' ἐν μεσσάτῳ ἔσκε γεγωνέμεν ἀμφοτέρωσε , ἠμὲν ἐπ ' Αἴαντος κλισίας Τελαμωνιάδαο ἠδ
τὴν τάξιν τῆς νεωλκίας ἡ παρατήρησις , καὶ πρὸς τὸ γεγωνέμεν , ὅτι οὐ ψιλῶς ἐστὶ φωνεῖν ἀλλ ' ἀκουστὸν
7827386 Κρηστων
καὶ Θεσσαλίας : Ῥιανὸς Ἔχιον ἄστυ ταύτην εἶπεν . . Κρηστών : πόλις Θράικης . ἔοικε δὲ εἶναι ἡ Κρηστὼν
. Κρήστων , πόλις Θρᾴκης . ἔοικε δὲ εἶναι ἡ Κρηστών παρ ' Ἡροδότῳ . Λυκόφρων ” ὁρκωμοτῆσαι τόν τε
7694546 Σκυθινος
ἑνὸς τῶν Ἡρακλεῖ συστρατευσαμένων . μνημονεύει δ ' αὐτῶν καὶ Σκυθῖνος ὁ Τήιος ἐν τῆι ἐπιγραφομένηι Ἱστορίηι λέγων οὕτως :
. . ἀφ ' οὗ Πρωταγόρας ὁ Τήιος , καὶ Σκυθῖνος ἰάμβων ποιητὴς Τήιος . . . : Ἱερώνυμος δέ
7667974 μεγακητεϊ
ἐν χειρὶ παχείῃ , στῆ δ ' ἐπ ' Ὀδυσσῆος μεγακήτεϊ νηῒ μελαίνῃ , ἥ ῥ ' ἐν μεσσάτῳ ἔσκε
ἐν χειρὶ παχείῃ , στῆ δ ' ἐπ ' Ὀδυσσῆος μεγακήτεϊ νηὶ μελαίνῃ , ἥ ῥ ' ἐν μεσσάτῳ ἔσκε
7654375 εὐρυδιναν
ὑπερόχῳ τε Νίκᾳ [ σὺν Ἀγλαΐᾳ ] τε παρ ' εὐρυδίναν [ Ἀλφεόν , τόθι ] Δεινομένεος ἔθηκαν ὄλβιον τέκος
μὴ κάμοι θεός . Ξανθότριχα μὲν Φερένικον Ἀλφεὸν παρ ' εὐρυδίναν πῶλον ἀελλοδρόμαν εἶδε νικάσαντα χρυσόπαχυς Ἀώς , Πυθῶνί τ
7648771 ἐριδουπῳ
θείοιο , τρητοῖς ' ἐν λεχέεσσιν , ὑπ ' αἰθούσῃ ἐριδούπῳ , πὰρ δ ' ἄρ ' ἐϋμμελίην Πεισίστρατον ,
ἕποντο νομῆες . καὶ τὰς μὲν κατέδησαν ὑπ ' αἰθούσῃ ἐριδούπῳ , αὐτὸς δ ' αὖτ ' Ὀδυσῆα προσηύδα κερτομίοισι
7632424 ἐσχαρῃ
υἱέας ἐγρήσσοντες : αὐτὸς δ ' ἐν μέσσοισι παρ ' ἐσχάρῃ ἧσθ ' ὁ γεραιός , πείρατα ναυτιλίης ἐνέπων ἄνυσίν
τῷ ἡ μὲν ἐπ ' ἐσχάρῃ ἀντὶ τοῦ παρ ' ἐσχάρῃ . . . . . Ἰλίου ἱρῆς : ἡ
7619730 νευσε
φόβηθεν . ἡ δ ' ἄρ ' ἐπ ' ὀφρύσι νεῦσε : νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεύς , ἐκ δ '
' Ὁμήρῳ „ ἦ καὶ κυανέῃσιν ἐπ ' ” ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων , ” τοῦ προφήτου τὸν Δία ὑποκριναμένου :
7576513 Εὐβοιις
ἀμόρφωτον αὐτόμοιρος αὐτόφορτοι ἐπαίνους ἀφωσιωμέναι ἠγόμην ἔστι γάρ τις ἐναλία Εὐβοιὶς αἶα : τῇδε βακχεῖος βότρυς ἐπ ' ἦμαρ ἕρπει
τῆς ἐν Παρνασῷ λέγων οὕτως : ἔστι γάρ τις ἐναλία Εὐβοιὶς αἶα : τῇδε βάκχειος βότρυς ἐπ ' ἦμαρ ἕρπει
7572037 τειχεσσιν
Κελάδοντι μάχοντο ἀγρόμενοι Πύλιοί τε καὶ Ἀρκάδες ἐγχεσίμωροι Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα . τοῖσι δ ' Ἐρευθαλίων πρόμος
. Οἳ δ ' ἄφαρ ᾗσι πύλῃσιν ἐπειρύσσαντες ὀχῆας ἐν τείχεσσιν ἔμιμνον ἐπεσσυμένων μένος ἀνδρῶν : ὡς δ ' ὅτε
7571512 αἰλινος
ὑμέναιος : ἐν δὲ πένθεσιν ἰάλεμος . λίνος δὲ καὶ αἴλινος οὐ μόνον ἐν πένθεσιν , ἀλλὰ καὶ ἐπ '
ὑμέναιος : ἐν δὲ πένθεσιν ἰάλεμος : λίνος δὲ καὶ αἴλινος οὐ μόνον ἐν πένθεσιν , ἀλλὰ καὶ ἐπ '
7560578 Φειας
' αὐτὴν τὴν Ὀλυμπίαν ἐπὶ θάλατταν τὴν Σικελικὴν ἐκπίπτει μεταξὺ Φειᾶς τε καὶ Ἐπιταλίου . πρὸς δὲ τῇ ἐκβολῇ τὸ
Ἀρκάδες Χάας πὰρ τείχεσσιν , „ οὐ Κελάδοντι , οὐδὲ Φειᾶς : τῷ γὰρ τάφῳ τοῦ Ἰαρδάνου τοῦτον πλησιάζειν καὶ
7542739 ἰφθιμῳ
Μειδίου . καὶ Ὅμηρος ” κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ “ κυνέην θέτο . ” καὶ Αἰσχίνης κατὰ Τιμάρχου
' ἐθέλῃσθα , παρέσσεται εὔστοχος ἄγρη . Ἄλλοι δ ' ἰφθίμῳ τε βίῃ καὶ κάρτεϊ γυίων πειθόμενοι μέγαν ἆθλον ἐπ
7522669 Εὐρωταο
καλλιγύναικα , φίλην πόλιν Ἀτρείωνος , κεκλιμένην ἐνόησεν ἐπ ' Εὐρώταο ῥεέθροις . ἄγχι δὲ ναιομένην ὑπὸ δάσκιον οὔρεος ὕλην
διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν τῆς Ὀλυμπίας . Σχιζόμενος προχοῇσι Μεσηνίου Εὐρώταο ] Ἐπισυνάπτει τὴν Λακωνικὴν τῇ Μεσηνιακῇ , διὸ Μεσήνιον
7495635 ἡσται
Σώπατρος λέγων φησί : δισσαῖς γὰρ ἐν μέσαισιν ἰχθύων φοραῖς ἧσται , τὸν Αἴτνης ἐς μέσον λεύσσων σκοπόν . καὶ
ἐντὸς ὀξάλμην ἔχων . δισσαῖς γὰρ ἐν μέσαισιν ἰχθύων φοραῖς ἧσται , τὸν Αἴτνης ἐς μέσον λεύσσων σκοπόν . βαυκαλὶς
7471769 ᾠχεο
ἀπὸ στομάτων , θηρεύων βαλιοὺς συνομήλικας ἐν νομῷ ὕλης : ᾤχεο γὰρ πυμάταν εἰς Ἀχέροντος ὁδόν . Ὕστατα δὴ τάδ
ἀπὸ στομάτων , θηρεύων βαλιοὺς συνομήλικας ἐν νομῷ ὕλης : ᾤχεο γὰρ πυμάταν εἰς Ἀχέροντος ὁδόν . Ὕστατα δὴ τάδ
7464974 ὀλεθρωι
συμπλεῖ τῶν ἐμῶν μόχθων χάριν . οὔκουν δίκαιον ἐπ ' ὀλέθρωι τῶι τοῦδ ' ἐμὲ χάριν τίθεσθαι καὐτὸν ἐκδῦναι κακῶν
παῖδα νυμφεύσουσα σήν . ὦ θύγατερ , ἥκεις ἐπ ' ὀλέθρωι καὶ σὺ καὶ μήτηρ σέθεν . οἰκτρὰ πάσχετον δύ
7433284 μυθοποιια
τὰς τῆς μητρὸς ἀδελφάς , ἠνάγκασε Πενθέα διασπάσαι . ἡ μυθοποιία κεῖται παρ ' Αἰσχύλῳ ἐν Πενθεῖ . . .
' εὐφημισμὸν προσηγόρευσεν Εὐμενίδας . παρ ' οὐδετέρωι κεῖται ἡ μυθοποιία . τὰ τοῦ δράματος πρόσωπα : προφῆτις τῆς Πυθίας
7431609 νωε
κομισθέντες πῆδα ϝὸν θέλωσα φίλης ἀγκάλης ' ἑλέσθη τού τε νῶε † νίκας ' ὁ μεγαλοσθενὴς † Ὠαρίων χώραν τ
εὐθεῖαν σημαινούσηςοὐ . γὰρ ὑγιὲς τὸ λέγειν ὡς ἀκόλουθος τῇ νῶε , ὅτε οὐδὲ Ὅμηρος ἐχρήσατο . Πρὸς οἷς δοθήσεται
7426377 πολιοχρωσι
' ἐπ ' ἀνθράκων ὑδρίαν δανείζειν πεντέχουν ἢ μείζονα ταῖς πολιόχρωσι βεμβράσιν τεθραμμένη κοπίδι τῶν μαγειρικῶν εἰ παιδαρίοις ἀκολουθεῖν δεῖ
' ἀνθράκων . Ὑδρίαν δανείζειν πεντέχουν ἢ μείζονα . Ταῖς πολιόχρωσι βεμβράσιν τεθραμμένη . Ὀξωτά , σιλφιωτά , βολβός ,
7399908 Αἰσυηταο
ὃς Τρώων σκοπὸς ἷζε ποδωκείῃσι πεποιθὼς τύμβῳ ἐπ ' ἀκροτάτῳ Αἰσυήταο γέροντος , δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Ἀχαιοί : τῷ
καλύψαι ἢ αὐτὸς δουπῆσαι ἀμύνων λοιγὸν Ἀχαιοῖς . ἔνθ ' Αἰσυήταο διοτρεφέος φίλον υἱὸν ἥρω ' Ἀλκάθοον , γαμβρὸς δ
7389502 Θρυοεσσα
φυτῷ λεγομένη . λέγεται δὲ ἀπὸ τοῦ φυτοῦ Θρυόεις καὶ Θρυόεσσα . κεῖται δ ' ἡ πόλις περὶ τὸν Ἀλφειόν
ὅτι Θρύον εἶπε τὴν ἐν ἄλλοις Θρυόεσσαν ἔστι δέ τις Θρυόεσσα πόλις . . . . Οἰχαλίηθεν : ὅτι Θεσσαλίας
7384946 Φλεγυαντος
, ἀλλ ' ἄπιστα Θεσσαλῶν . . δ ' ἄρα Φλεγύαντος υἱέ , δέσποτ ' Ἰξίων . . ὅστις γὰρ
δὲ ἡ χώρα Φλεγυαντίς , ὡς ἀπὸ περιττοσυλλάβου γενικῆς τῆς Φλεγύαντος . ἔστι δὲ τοῦ Φλεγύας καὶ Φλεγύης εὐθεῖα καὶ
7384788 ἐννη
' ἐρόεντα βῶμον πόας τέρεν ἄνθος μάλακον μάτεισαι Μᾶλις μὲν ἔννη λέπτον ἔχοις ' ἐπ ' ἀτράκτωι λίνον ὀνίαν τε
οἷον τοοῦτος εἰς Θήβας πάϊς ἁρμάτεσς ' ὀχήμενος Μᾶλις μὲν ἔννη λεπτὸν ἔχοις ' ἐπ ' ἀτράκτῳ λίνον κανὼν δὲ
7381471 κηληθμῳ
προύχοντο κάρηνα , πάντες ὁμῶς ὀρθοῖσιν ἐπ ' οὔασιν ἠρεμέοντες κηληθμῷ : τοῖόν σφιν ἐνέλλιπε θέλκτρον ἀοιδῆς . οὐδ '
ὑπὸ κηδεμονίαν πεπτωκώς : “ κήδεός ἐστι νέκυς . ” κηληθμῷ τῇ τέρψει , καὶ κηλεῖν τὸ τέρπειν . κῆλα
7366272 ἀνωιστως
νῆ ' ἐπ ' ἐρετμοῖσιν , δεδοκημένοι ἥντινα ῥέξει μῆτιν ἀνωίστως : ἡ δὲ πτύχα πορφυρέοιο προσχομένη πέπλοιο παρειάων ἑκάτερθεν
τοι ἐπήρατον οὔνομ ' ἀνῆπται . Ὧς οἱ μὲν πυκινοῖσιν ἀνωίστως δονάκεσσιν μίμνον ἀριστῆες λελοχημένοι , αἱ δ ' ἐνόησαν
7362457 Κολαξιν
νόμους γράψαι φησὶν αὐτόν : ὡς δ ' Εὔπολις ἐν Κόλαξιν , Τήιος : φησὶ γάρ , Ἔνδοθι μέν ἐστι
ὑπὸ Εὐπόλιδος ὡς [ καὶ ] ἀκόλαστος πρὸς γυναῖκας ἐν Κόλαξιν οὕτως : Ἀλκιβιάδης ἐκ τῶν γυναικῶν ἐξίτω . τί
7362250 πυκνιτης
καθέδρας . ΓΘ πνὺξ : τὸ ἐν Ἀθήναις δικαστήριον . πυκνίτης ] ἐν τῇ πνυκὶ συναγόμενος . πνὺξ ] τόπος
καθεύδειν . οἱ δὲ κυάμοις φασὶν ἐχρῶντο ἀντὶ ψήφων . πυκνίτης : πνὺξ τόπος Ἀθήνησιν ἔνθα ἔστιν ὅτε ἐκκλησίαζον οἱ
7359692 ἐσχαραις
; βάκηλος εἶ . ἐν τῷ βαλανείῳ μήτε πῦρ ταῖς ἐσχάραις ἐνὸν κεκλεισμένον τε τἀλειπτήριον . ὥστ ' ἐξελὼν ἐκ
Γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . Λεπάσιν , ἐχίνοις , ἐσχάραις , βελόναις τε τοῖς κτεσίν τε . Κῆρυξ Θαλάσσης
7347914 πελαθεις
ποτ ' ἀνδροδάϊκτον ἀκούων , ἰή , κόπον , οὐ πελάθεις ἐπ ' ἀρωγάν ; . . . . .
τί ποτ ' ἀνδροδάικτον ἀκούων , ἰή , κόπον οὐ πελάθεις ἐπ ' ἀρωγάν ; . . . [ ]
7347869 δυσποτμων
, ἄγαμος , ἅδ ' ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι . Ἰὼ δυσπότμων γάμων , κασίγνητε , κυρήσας , θανὼν ἔτ '
' ἐμοὶ ] τὰ περισσότερα τὰ ἐπελθόντα ἐμοί . . δυσπότμων ] αὕτη ἡ γενικὴ πρὸς τὸ ἀρχηγέτα . κακῶν
7311281 κυανεῃσιν
δ ' ἐγέλασσε χείλεσιν , οὐδὲ μέτωπον ἐπ ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη . σαυτὴν ἐπαινεῖς ὥσπερ Ἀστυδάμας , γύναι :
ὁ μὲν Ὅμηρος μετὰ τοὺς λόγους τίθησιν αὐτὸ ἦ καὶ κυανέῃσιν ἀντὶ τοῦ εἶπε καὶ ἔοικε τοῦτο τῷ ὣς ἔφατο
7311185 αἰθουσῃ
οὐδέ ποτ ' ἔσβη πῦρ , ἕτερον μὲν ὑπ ' αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς , ἄλλο δ ' ἐνὶ προδόμῳ ,
. . . . . . γ . ὑπ ' αἰθούσῃ ἐριδούπῳ . αἴθουσα . , Υ : αἱ αἴθουσαι
7307323 Θρηιξ
Ἔνθα καὶ ὁ τῶν Βισαλτέων βασιλεὺς γῆς τε τῆς Κρηστωνικῆς Θρῆιξ ἔργον ὑπερφυὲς ἐργάσατο : ὃς οὔτε αὐτὸς ἔφη τῷ
τε Γοργόνος τρίαιναν ὀρθὴν στᾶσαν ἐν πόλεως βάθροις Εὔμολπος οὐδὲ Θρῆιξ ἀναστέψει λεὼς στεφάνοισι , Παλλὰς δ ' οὐδαμοῦ τιμήσεται
7303063 βουκολεοντι
Οἰνοπίδην , ὃν ἄρα νύμφη τέκε Νηὶς „ ἀμύμων Οἴνοπι βουκολέοντι παρ ' ὄχθας Σατνιόεντος ” . ” οὐ γὰρ
ὀξυόεντι Ἠνοπίδην , ὃν ἄρα νύμφη τέκε νηῒς ἀμύμων Ἤνοπι βουκολέοντι παρ ' ὄχθας Σατνιόεντος . τὸν μὲν Ὀϊλιάδης δουρὶ
7299211 ἐναλια
εἶναι τῆς ἐν Παρνασῷ λέγων οὕτως : ἔστι γάρ τις ἐναλία Εὐβοιὶς αἶα : τῇδε βάκχειος βότρυς ἐπ ' ἦμαρ
ποδί ἀμόρφωτον αὐτόμοιρος αὐτόφορτοι ἐπαίνους ἀφωσιωμέναι ἠγόμην ἔστι γάρ τις ἐναλία Εὐβοιὶς αἶα : τῇδε βακχεῖος βότρυς ἐπ ' ἦμαρ
7298396 ἀναριτης
τοῦ δ ' ἀναρίτου Ἴβυκος . καλεῖται δ ' ὁ ἀναρίτης καὶ ἀνάρτας . κοχλιῶδες δὲ ὂν τὸ ὄστρεον προσέχεται
Ἡρώνδας δ ' ἐν Συνεργαζομέναις : προσφὺς ὅκως τις χοιράδων ἀναρίτης . Αἰσχύλος δ ' ἐν Πέρσαις τις ἀνηρει τοὺς
7292941 Ἀφθονιῳ
λελακυῖα , μεμηκυῖα μεμακυῖα , συλλαλῶν οὕτω καὶ αὐτὸς τῷ Ἀφθονίῳ . . . : πόθεν τὸ δάκνω ; παρὰ
τό , προῆλθεν ἐξ ἁγνῆς παρθένου . καὶ παρ ' Ἀφθονίῳ , ὁ μῦθος ποιητῶν μὲν προῆλθε . προῆλθε καὶ
7287926 Ἰοπη
Φοινίκης Ἐλαία μεταξὺ Τύρου καὶ Σιδῶνος , ὡς Φίλων . Ἰόπη , πόλις Φοινίκης , πλησίον Ἰαμνίας , ὡς Φίλων
ἀπὸ Ἰοῦς , βοῦν ἔχουσα πλησίον ἐν τῇ εἰκόνι . Ἰόπη , πόλις Φοινίκης πλησίον Ἰαμνίας ὡς Φίλων , ὡς
7285250 Χαιρειν
δ ' ἐς Κόλχους τε καὶ ἄξενον ἵκετο Φᾶσιν . Χαίρειν πολλὰ τὸν ἄνδρα Θυώνιχον . ἄλλα τοιαῦτα Αἰσχίνᾳ .
ἢ σαφήνειαν ἀπαιτεῖν . καὶ ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς ἀντὶ τοῦ Χαίρειν Εὖ πράττειν καὶ Σπουδαίως ζῆν . Ἀρίστων δέ φησιν
7278963 ξυστησεται
ἐναντιώθη . ξυστήσεται ] ἐναντιωθήσεται . ξυστήσεται ] ξυμμαχήσεται . ξυστήσεται ] συμπαρατάξεται . θ ξυστήσεται ] συστάδην μαχήσεται καὶ
δ ' εὐλόγως ξυνήγαγεν . ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται , ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ ' ἀσπίδων θεούς :
7277552 λυγρωι
γαίηι μὲν γάρ , φησί , γαῖαν . . . λυγρῶι . γαίηι μὲν γὰρ γαῖαν ὀπώπαμεν , ὕδατι δ
ἀίδηλον , στοργὴν δὲ στοργῆι , νεῖκος δέ τε νείκεϊ λυγρῶι . . . δοκῆι δὲ ἐκεῖ φαίνεσθαι : οὐ
7271628 Χοηφοροις
τοῦ πλοκάμου τὸν ἀδελφὸν ἐγνώρισεν . παρ ' Αἰσχύλῳ ἐν Χοηφόροις ἡ Ἠλέκτρα ἐκ τοῦ βοστρύχου ἐπιγινώσκει τὸν Ὀρέστην ἐληλυθότα
Φιλοκλέους ὀλυμπιάδι π ἔτει β . πρῶτος Αἰσχύλος Ἀγαμέμνονι , Χοηφόροις , Εὐμενίσι , Πρωτεῖ σατυρικῶι . ἐχορήγει Ξενοκλῆς Ἀφιδναῖος
7269425 Αἰσχυλῳ
πολλαχοῦ , καὶ Εὐριπίδῃ εἴρηται , καὶ ἐν τῷ παρόντι Αἰσχύλῳ λέγοντι εἰς τὸ ὄπισθεν δρᾶμα “ ψαλίοις τετραβάμοσι ”
χειλός : πόα , χόρτος . χειμάμυνα : παρ ' Αἰσχύλῳ , ἡ παρ ' Ὁμήρῳ ἀλεξάνεμος . χείμαρος :
7266224 Παθων
νίκης ἐγκώμιον ᾄδεις : ἐπὶ τῶν προλαμβανόντων τὰ πράγματα . Παθὼν δέ τε νήπιος ἔγνω . Πολλῶν ἐγὼ θηρίων ἀκήκοα
φησίν : ὅμοιον δέ ἐστι τῷ παρ ' Ἡσιόδῳ , Παθὼν δέ τε νήπιος ἔγνω . Ἀπώλεσας τὸν οἶνον ,
7248949 ὠκειαων
: αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους σπερχομένους νηῶν ἐπιβαινέμεν ὠκειάων , μή πώς τις λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται .
τούτω κε λάβοιμεν , ἐελποίμην κεν Ἀχαιοὺς αὐτονυχὶ νηῶν ἐπιβησέμεν ὠκειάων . Ὣς ἔφατ ' εὐχόμενος , νεμέσησε δὲ πότνια
7240814 στεφανωμ
' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει πλούτου στεφάνωμ ' ἀγέρωχον . νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν
Οὔ τις ] Οὐδείς . Δρέπει ] Καρποῦται . Πλούτου στεφάνωμ ' ] * Ὥσπερ ὁ στέφανος τιμὴ τῷ δεξαμένῳ
7239315 ημι
] ηται ? καιρόϲ : ὡϲ παρ ' ἐλπίδαϲ ] ημι λαμπαδηφόρου ? ? ? ? ? ? ? ?
ηται ? καιρός . ὡς παρ ' ἐλπίδας [ ] ημι λαμπαδηφόρου [ ] ντος ὑπεραγωνιῶν [ ] τι ,
7220805 Ἀλοπῃ
Θρόνιον εἷλεν , ὁμήρους τε ἔλαβεν αὐτῶν , καὶ ἐν Ἀλόπῃ τοὺς βοηθήσαντας Λοκρῶν μάχῃ ἐκράτησεν . Ἀνέστησαν δὲ καὶ
. ὁ δὲ Παλαίφατός φησιν ἐξ Ἀλαζώνων τῶν ἐν τῇ Ἀλόπῃ οἰκούντων , νῦν δὲ Ζελείᾳ , τὸν Ὀδίον καὶ
7216589 Ῥιανῳ
' Ἡσιόδῳ . δῆσας ἀλυκτοπέδῃσι Προμηθέα , καὶ παρὰ τῷ Ῥιανῷ λίθος μέγας . Ταῦτα μὲν ἔχομεν εἰπεῖν ἐν τῇ
μὲν δρυμός ἐστιν ἐν τῇ γῇ ταύτῃ Λύκου καλούμενος , Ῥιανῷ τῷ Κρητί ἐστι πεποιημένον πάρ τε τρηχὺν Ἐλαιὸν ὑπὲρ
7215760 ὑποδραμων
οὕτω τούτων ἐχόντων , οὐκ , ἐάν τις ὑμᾶς θωπείαις ὑποδραμὼν ἐν νόσοις ἢ γήρᾳ σαλεύοντας παρὰ τὸ βέλτιστον διατίθεσθαι
ᾔδει . ὃ δὲ οὐδέν τι πρὸς ταῦτα θωπεύσας οὐδὲ ὑποδραμὼν ἀφικόμην εἶπεν ὡσπερανεὶ πρὸς πανδοκέα ἀγαθόν , παρ '
7206874 ὠκυροῳ
κελάδοντι μάχοντο Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν , Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα . ὠκυρόῳ κελάδοντι : ἡ διπλῆ ὅτι ἰδίως τὰ ἐπίθετα προτάξας
δοκεῖ λέγων “ ἡβῷμ ' ὡς ὅτ ' ἐπ ' ὠκυρόῳ ” καὶ πάλιν “ εἴθ ' ὣς ἡβῴοιμι βίη
7203666 Μινῳος
παράγωγα σὺν τῷ ι γράφονται καὶ προπερισπῶνται , οἷον Μίνως Μινῷος , ἥρως ἡρῷος , πάτρως πατρῷος : οὕτως οὖν
ἀπὸ τῆς Κῶ νήσου . Ἡρῷον : ἥρωος ναός . Μινῷος : ὄνομα κύριον . Μεμφίτης : ὁ ἀπὸ τῆς
7203439 ὁρμισαι
] ὡς παῖδα αὐτὸν ἐκτεῖναι ἐδόκει ἐν τοῖς σπαργάνοις . ὁρμίσαι ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἔδοξεν . χρήιζοντα ] πρὸς
τοῦ ζεύγματος : τῆς γεφύρας . ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ ἔφη ὁρμίσαι τὰ πλοῖα . οὐκ ἀτόπως : οὐκ ἀκόσμως .
7194609 ἐπιειμενοι
ἐργάζονται φιλόσοφοι ; θατέρου γὰρ τῶν ὤμων ἐξαμελοῦσι κόμην τε ἐπιειμένοι πολλὴν πωγωνοτροφοῦσιν ὄνυχας θηρίων περιφέροντες καὶ λέγοντες μὲν δεῖσθαι
δὲ Τρώεσσιν ὁμόκλα : τρὶς δὲ δύ ' Αἴαντες θοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκὴν νεκροῦ ἀπεστυφέλιξαν : ὃ δ ' ἔμπεδον ἀλκὶ
7194195 Ὑλατης
Τεμβριεύς . Τέμβρος , πόλις Κύπρου , ἐν ᾗ τετίμηται Ὑλάτης Ἀπόλλων . τὸ ἐθνικὸν Τέμβριος . Τεμένεια , πόλις
* . Ὕλη πόλις Κύπρις , ἐν ᾗ Ἀπόλλων τιμᾶται Ὑλάτης . × . Ὑλάτου δὲ τοῦ Ἀπόλλωνος : Ὕλη
7188608 ἀροτῳ
γίνονται καρποῖο , φέρει δέ τε σήμαθ ' ἑκάστη ἑξείης ἀρότῳ . Καὶ γάρ τ ' ἀροτήσιον ὥρην τριπλόα μείρονται
κακῶν ἀγαθά , τὰ λίαν ἀγαθά . Παίδων ἐπ ' ἀρότῳ γνησίων δίδωμί σοί γε τὴν ἐμαυτοῦ θυγατέρα . Μέμφομαί
7185557 ἀνιγρους
. . ἀλλ ' ἤτοι κακοεργὰ φαλάγγια , σὺν καὶ ἀνιγροὺς ἑρπηστὰς ἔχιάς τε καὶ ἄχθεα μυρία γαίης Τιτήνων ἐνέπουσιν
] κλείω ποιητικόν : οἱ μὲν καλοῦσι , ὀνομάζουσι καὶ ἀνιγροὺς δὲ τοὺς ἀνιαρούς , ἀκαθάρτους ὕρακας : τοὺς μύας
7183226 πωλω
βούλομαι . Κατάβητον ἐς τὸ μέσον . τὼ ἀρίστω βίω πωλῶ , τὼ σοφωτάτω πάντων ἀποκηρύττομεν . Ὦ Ζεῦ τῆς
τίς ἐλάλησεν , ἢ τίς ἐστιν ὁ προϊὼν σκοποῦντα , πωλῶ τοῦτον εὐθὺς ἐν ἀγορᾷ . αὑτῷ βαδίζει καὶ λαλεῖ
7174104 ἀπομηνισας
ἀλλ ' ὃ μὲν ἐν νήεσσι κορωνίσι ποντοπόροισι κεῖτ ' ἀπομηνίσας Ἀγαμέμνονι ποιμένι λαῶν : ἡμεῖς δ ' εἰμὲν τοῖοι
. . ἀπονοστήσειν : ἐπανελθεῖν ἡδύ . . . . ἀπομηνίσας : ὀργισθείς : μηνίω μηνίσω ἐμήνισα μηνίσας : ἀπὸ
7165920 Ἑκαταιῳ
διεξιόντες διὰ πασέων , ἐς ὃ ἀπέδεξαν ἁπάσας αὐτάς . Ἑκαταίῳ δὲ γενεηλογήσαντι ἑωυτὸν καὶ ἀναδήσαντι ἐς ἑκκαιδέκατον θεὸν ἀντεγενεηλόγησαν
κῆδος δοκῶν , ὑπεισελθὼν αὐτὴν διεχρήσατο . Τιργαταὼ Μαιῶτις ἐγήματο Ἑκαταίῳ βασιλεῖ Σίνδων , οἳ νέμονται μικρὸν ἄνω Βοσπόρου .
7164708 ἐυστεφανος
ἔοργας ἀτασθαλίῃσι πιθήσας . Σχέτλιε , ποῦ νύ τοί ἐστιν ἐυστέφανος Κυθέρεια ; Πῇ δὲ πέλει γαμβροῖο λελασμένος ἀκάματος Ζεύς
, ὄφρα σε Λιμὸς ἐχθαίρῃ , φιλέῃ δέ ς ' ἐυστέφανος Δημήτηρ αἰδοίη , βιότου δὲ τεὴν πιμπλῇσι καλιήν :
7164198 ἐγκλισεσι
, εὕρομεν αὐτὸ μήτε ὑδατῶδες ἐκτρέχον ἐν ταῖς μετ ' ἐγκλίσεσι καὶ ἐκρέον , μήτε μελιτωδῶς προσκολλώμενον , χρηστὸν εἶναι
ἄλλα ἐπιρρήματα τῆς τοιαύτης σημασίας ἀκώλυτον ἔσχον ἐν ἁπάσαις ταῖς ἐγκλίσεσι σύνταξιν . τὴν τοιαύτην σύνταξιν ἀκριβέστερον ἐν τῷ περὶ
7164125 Λαιτος
ἐλπίδος καὶ φόβου συνεχοῦς ἀπαλλάξομαι ” . πρὸς ταῦτα ὁ Λαῖτος „ οὐ παύσῃ „ ἔφη ” ἀνάξια σαυτοῦ καὶ
τῆς γνώμης τῶν στρατιωτῶν λαβεῖν : πείσειν δὲ αὐτοὺς ὁ Λαῖτος ὑπισχνεῖτο , ἐπείπερ αὐτῷ ἐπάρχῳ ὄντι μετρίαν ἀπένεμον αἰδῶ
7163602 ἰκριοφιν
ἀργαλέῳ ἔχετ ' ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων . ” ἀπ ' ἰκριόφιν ἀπὸ τοῦ ἰκρίου . λέγει δὲ ἴκριον καὶ τὴν
δ ' ἄρ ' ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππες ' ἀπ ' ἰκριόφιν , λίπε δ ' ὀστέα θυμὸς ἀγήνωρ . Ζεὺς
7162022 τερπικεραυνος
πρὸς δυσμὰς λέγει . . . . ἐπὶ δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος ὦρσεν ἀπ ' Ἰδαίων ὀρέων ἀνέμοιο θύελλαν : ἡ
τε καὶ ἵππων χαλκοῦ τε στεροπῆς . ἐν δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος φύζαν ἐμοῖς ' ἑτάροισι κακὴν βάλεν , οὐδέ τις
7151425 Ἠοιαις
Ϛʹ φησί . πεπηρῶσθαι δὲ Φινέα φησὶν Ἡσίοδος ἐν Μεγάλαις Ἠοίαις , ὅτι Φρίξῳ τὴν ὁδὸν ἐμήνυσεν , ἐν δὲ
Ἑκάτην ἀλλὰ Κράταιιν . . . ἐν δὲ ταῖς Μεγάλαις Ἠοίαις Φόρβαντος καὶ Ἑκάτης ἡ Σκύλλα . Στησίχορος δὲ ἐν
7147970 παρηορος
ἔκειτο παρήορος ἔνθα καὶ ἔνθα : σημειοῦνταί τινες διὰ τὸ παρήορος , ὅτι παρηρτημένος καὶ κεχυμένος . . . .
: νῦν αὖτε νόον νίκησε νεοίη . ἡ διπλῆ ὅτι παρήορος ὁ παρηρτημένος τὰς φρένας , οὐκ ἀραρὼς οὐδὲ κατὰ
7147424 σιοισι
Πάφον περιρρύταν πολλάκι δ ' ἐν κορυφαῖς ὀρέων , ὅκα σιοῖσι ϝάδηι πολύφανος ἑορτά , χρύσιον ἄγγος ἔχοισα , μέγαν
καὶ τὸ αἰδοιεστάτοι ὡς παρ ' Ἀλκμᾶνι , οἷον : σιοῖσι κἀνθρώποισιν αἰδοιεστάτοι ] σιόδματον ? τέγος ? ? [
7141933 βρυχω
* ἑρπηστᾶο : ἑρπετοῦ * ἔβρυξεν : ἔφαγεν ἔλαβεν ἔδακεν βρύχω σημαίνει τὸ συνερείδειν τοὺς ὀδόντας μετὰ ψόφου ἔδακε :
Ἐρίβροχοι : ὀξύβρυχοι ἀπὸ τοῦ ι ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ βρύχω . Δαμῆναι : σφαχθῆναι . Αἰχμητῇσι : τοῖς πολεμισταῖς
7136586 κιστη
πηκτή ἀκτή βλαστή . τοῦτό τινες βαρύνουσιν . τὸ μέντοι κίστη βαρύνεται καὶ τὸ πέλτη . τὰ δὲ κύρια βαρύνεται
ἡ ξυλίνη , δι ' ὃ καὶ ἀντίπηξ καλεῖται : κίστη δὲ ἡ πλεκτή . κλῆσις μὲν ἡ εἰς ὁτιοῦν
7134177 ἐξαγ
ἀθλίαν ποθεῖν . ἆ μή μ ' ἐπ ' οἶκτον ἔξαγ ' οὗ ' λελήσμεθα . σιγῶ : πέραινε δ
γε δυνατὸν αἰτεῖσθαι χρεών . σὺ μήτε σὴν παῖδ ' ἔξαγ ' ὄψιν εἰς ἐμὴν μήτ ' εἰς ὄνειδος ἀμαθὲς
7130819 Φεας
Β . Ρ . ἐπαιγίζοντα κατὰ . . ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν . ὅτι νῦν μὲν Φεὰς πληθυντικῶς εἴρηκεν ,
ἠέλιος „ , σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί : ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν , ” ἀγαλλομένη Διὸς οὔρῳ , ἠδὲ παρ
7129629 Ἱππωνακτι
γάλα . Ὅμηρος : εὐγλαγέας κατὰ πέλλας . παρ ' Ἱππώνακτι δὲ πελλίς : ἐκ πελλίδος πίνοντες . οὐ γὰρ
Ἀλκμᾶνι Σάμβας καὶ Ἄδων καὶ Τῆλος , καὶ παρ ' Ἱππώνακτι Κίων , Κώδαλος καὶ Βάβυς , ἐφ ' ᾧ
7125677 Γλωτταις
. Α , : ἀάπτους ] ἐν δὲ ταῖς Ἀριστοφάνους Γλώτταις διὰ τοῦ ε ἐγέγραπτο ἀέπτους . . . .
φιάλην . Φιλήμων δ ' ἐν τοῖς Ἀττικοῖς Ὀνόμασιν ἢ Γλώτταις προθεὶς καλπίς φησι : δακτυλωτὸν ἔκπωμα καὶ τὸ ἄμφωτον
7125191 καυης
δεῦρό μοι σκαπαρδεῦσαι . Κίκων δ ' ὁ πανδάλητος ἄμμορος καύης † τοιόνδε τι δάφνας κατέχων † οὐδὲν αἴσιον προθεσπίζων
λέγων οὑτωσί Κίκων δ ' ὁ πανδάλητος ἄμμορος καύης . καύης δὲ ὁ λάρος κατ ' Αἰνιᾶνάς ἐστιν . ἐρινοῦ
7123229 αἱμασιαισι
κόρος καὶ κοῦρος , ὁ ἁπαλὸς καὶ τρυφερὸς παῖς . αἱμασιαῖσι : φραγμοῖς ἠκανθωμένοις : εἰς ἃς οἱ εἰσερχόμενοι αἱμάσσονται
οὐδ ' ἀνεμώνα πρὸς ῥόδα , τῶν ἄνδηρα παρ ' αἱμασιαῖσι πεφύκει . οὐδὲ γὰρ οὐδ ' ἀκύλοις ὀρομαλίδες :
7122386 προσελαβετο
Περσῶν , συμμαχίαν ἐποιήσατο καὶ δύναμιν ἀξιόλογον παρ ' αὐτοῦ προσελάβετο , παρ ' Ἑκατόμνου δὲ τοῦ Καρίας δυνάστου ,
Καρίαν πόλεις , ὁμοίως καὶ τὰς ἐν τῇ Λυκίᾳ πείσας προσελάβετο . παρὰ δὲ τῶν ἀεὶ προστιθεμένων συμμάχων προσλαβόμενος ναῦς
7119494 Νεανισκοις
. . ἔχομεν δὲ τὴν χρῆσιν παρ ' Αἰσχύλωι ἐν Νεανίσκοις . καὶ καρτερικὸς καὶ πολεμικὸς ἀρείφατος . . .
. , . : ἀμφιλαφῆ κακά : ξένως εἴρηται Αἰσχύλωι Νεανίσκοις : πρὸς δ ' ἐπὶ τοῖς ˈ ἀμφιλαφῆ ˈ
7118384 κτανεοντα
διὰ πλειόνων ἐξηγεῖται λέγων : ξυνὸς Ἐνυάλιος , καί τε κτανέοντα κατέκτα . Νεμεσηταὶ γὰρ αἱ πολέμων ἐπ ' ἀμφότερα
ἅμα ὀλλῦναι . Ὅμηρος : ξυνὸς Ἐνυάλιος , καί τε κτανέοντα κατέκτα . Μαντική . μαντική τις ἐστίν : οἷον
7115782 σκιμπους
σύνεισιν ἡδέως . εἶτα τετράπους μοι , φησί , γένοιτο σκίμπους ἢ θρόνος , εἶτα δὴ τρίπους τις , εἶτα
. ἀσκάντης : κλινίδιον εὐτελές , ὃ ὑπὸ τῶν Ἀττικῶν σκίμπους ὀνομάζεται : Ἀριστοφάνης : ἔξει τὸν ἀσκάντην λαβών .
7112998 ἀολλεις
ῥόπαλόν τε τινάσσων , παῖς Διός : οἳ τότ ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων : μόνα δ '
κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ἄλλοτ ' ἐρυθρὸν κόκκυγ ' ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας
7111776 ὀψαρτυσια
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή
7106363 μελαγχολων
πορρωτάτω . Ὀδύνης γὰρ ὑὸς ἦν : κακοδαιμονῶν τις ἢ μελαγχολῶν ἅνθρωπος οἰκῶν [ ἐνθαδὶ ] τὴν οἰκίαν πρὸς ὅν
. καίτοι πόσους ἂν πατάξειεν ἢ ἀποκτείνειε Πολυδάμας ἢ Γλαῦκος μελαγχολῶν ; τῆς δὲ Καμβύσου μανίας φῦλα ὁμοῦ καὶ ἔθνη
7104806 ἠμιν
βραχυλογεῖν ἐθέλουσιν , ἐφεξῆς ῥητέον περὶ διαφορᾶς τῶν ἀναφαινομένων ἐν ἠμῖν μερῶν τε καὶ δυνάμεων τῆς ψυχῆς , καὶ ὅπως
τοῦ Πλάτωνος ἐν τῇ κατατομῇ τῆς ἐν Πολιτείᾳ γραμμῆς ἱκανῶς ἠμῖν αὐτὸ σαφηνίσαντος . εἰ δὲ μὴ μόνον τοῦ ὄντος
7103019 αἰδοιεστατοι
παρ ' Ἀλκμᾶνι , οἷον : † συοῖσικ ' ἀνθρώποισιν αἰδοιέστατοι , καὶ τὸ ἀφθονέστερα , οἷον : † ὅρα
Πηνελόπηι ἐγὼ γένος μέν εἰμι Κρὴς ἀρχέστατον , καὶ τὸ αἰδοιέστατοι , ὡς παρ ' Ἀλκμᾶνι οἷον σιοῖσι . .
7100687 Βοιωτιαις
ὥστε τὴν ὅλην μορφὴν εἶναι θολοειδῆ καὶ παρόμοιον μάλιστα ταῖς Βοιωτίαις κυνέαις : πυκνὸν δὲ οὕτως ὥστε μήτε χιόνα διϊέναι
. Δίρκη τε Στροφίη τε : κρῆναι ἐν Θήβαις ταῖς Βοιωτίαις . Ἰσμηνοῦ : Ἰσμηνὸς ποταμὸς Θηβῶν καὶ Ἀσωπός .
7096119 Αἰσχυλωι
τοῦ προκειμένου ὀνόματος τὸ α καὶ συστέλλουσι , ὡς παρὰ Αἰσχύλωι ἐν Σαλαμινίαις : εἴ μοι γένοιτο φᾶρος ἴσον ἐν
πεπλάσθαι , ὡς καὶ αὐτὸ προεδηλώθη , τὴν Ψυχοστασίαν τῶι Αἰσχύλωι κῆρε νοήσαντι τὰς ψυχάς , ὡς καθόλου τοῦ Διὸς
7095138 ἠριον
τίνα φησί : ἐν πόλει Τροιζηνίᾳ : ἐν Τροιζῆνι γὰρ ἠρίον Ἱππολύτου ἐν ᾧ ἀποκείρονται αἱ μελλόνυμφοι : διὰ τοῦ
τάφου φοιτῶσι . λέγουσι δὲ οἱ τὴν Τρωάδα ἔτι οἰκοῦντες ἠρίον εἶναί τι τῷ τῆς Ἠοῦς Μέμνονι ἄνετον : καὶ
7091117 καθαπτος
. Διόνυσος , ὃς : Ὑψιπύλης ἡ ἀρχή . 〚 κάθαπτος δὲ ἀντὶ τοῦ πυρφόρος , φωτεινὸς , διὰ τὰς
. Διόνυσος , ὃς : Ὑψιπύλης ἡ ἀρχή . 〚 κάθαπτος δὲ ἀντὶ τοῦ πυρφόρος , φωτεινὸς , διὰ τὰς
7090748 Ξενιων
Ὄαξος , πόλις Κρήτης , Ἐλευθέρνης οὐ πόρρω , καθὰ Ξενίων , ἀπὸ Ὀάξου τοῦ Ἀκακάλλιδος , τῆς θυγατρὸς τοῦ
Ἀκαρνανίας . καὶ τρίτη τῆς Ἀργολίδος , ὡς Φίλων . Ξενίων δὲ ἐν Κρητικοῖς διὰ δύο ππ γράφει τὴν πόλιν
7090139 Σατνιοεντος
ὄχθας : ἡ διπλῆ , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ὃς ναῖε Σατνιόεντος , ὁ Ἔλατος . κακόφωνον δὲ γίνεται . .
τῶν ὀίων λέγει . . . Δ . ναῖε δὲ Σατνιόεντος ἐυῤῥείταο παρ ' ὄχθας : ἡ διπλῆ , ὅτι
7086994 Αὐλητριδι
περιπατοῦντά τε κατέλιπον ; Μένανδρος δ ' ἐν Ἀρρηφόρῳ ἢ Αὐλητρίδι : οὐ γαμεῖς , ἂν νοῦν ἔχῃς , τοῦτον
ὀψοφάγος , ἀλλὰ σὺ φιλάργυρος . Ἀντιφάνης δ ' ἐν Αὐλητρίδι ἢ Διδύμαις Φοινικίδην τινὰ ἐπ ' ὀψοφαγίᾳ κωμῳδῶν φησιν
7084168 σαγην
οἶμαι ἀντὶ τοῦ ἐοικώς . παντελῆ ] τελείαν . παντελῆ σαγὴν ] πανοπλίαν ἢ τελείαν περιβολὴν ἔχων ξένου . φωνὴν
μάντις ἀψευδὴς τὸ πρίν . ξένῳ γὰρ εἰκώς , παντελῆ σαγὴν ἔχων , ἥξω σὺν ἀνδρὶ τῷδ ' ἐφ '
7079342 ἀραγμος
προσκρουσμός . ἀραγμὸς ] κτύπος , κροῦσις τῶν πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ]
πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται
7078470 ἐπιμαινεται
τῶν δοράτων τῶν πολεμίων κινούμενος ὁ ἀὴρ ταράσσεται . . ἐπιμαίνεται ] γρ . ἐπισημαίνεται . . ἄμμιν ] ἡμῖν
Ξ αἰθήρ ] ἀήρ . θ ἐπιμαίνεται ] ἠχεῖ . ἐπιμαίνεται ] ταράσσεται . θ ἐπιμαίνεται ] σφοδρῶς κινεῖται .
7076403 Ἀντινοον
' εἴ που πτωχῶν γὲ θεοὶ καὶ ἐρινύες εἰσίν , Ἀντίνοον πρὸ γάμοιο τέλος θανάτοιο κιχείη . τὸν δ '
: προσληπτέον τὸ οὐδὲν κωλύει . Εὐρύμαχον δὲ μάλιστα καὶ Ἀντίνοον θεοειδέα λίσσομ ' , ἐπεὶ καὶ τοῦτο ἔπος κατὰ
7074646 Ὑδη
. αὐτῶν κατὰ . . . . . . : Ὕδη , πόλις Λυδίας , ἐν ᾗ ᾤκει Ὀμφάλη .
ἐν ” πίονι δήμῳ . „ οὐδεμία δ ' εὑρίσκεται Ὕδη ἐν τοῖς Λυδοῖς . οἱ δὲ καὶ τὸν Τυχίον
7074041 ἀψαυστων
εἰπεῖν καὶ τοῖς ἀδυνάτοις ἐπιχειρῶν . ψαύουσι γὰρ καὶ τῶν ἀψαύστων οἷς λίχνοι οἱ ὀφθαλμοί . . : ἄπορα πόριμος
ἐπιχειρῶν , καὶ πόριμος αὐτοῖς . ψαύουσι γὰρ καὶ τῶν ἀψαύστων οἷς λίχνοι οἱ ὀφθαλμοί . . ἄπορος πρὸς ἀπορίαν

Back