πρότερον ἐν οὐρανῷ πῦρ ἱερὸν καλούμενον , σελήνην δὲ τὴν μήνην προσαγορευομένην . διεγερθεῖσαν δὲ καὶ τοῖς ὄχλοις τόν τε
πρότερον ἐν οὐρανῶι πῦρ ἱερὸν καλούμενον , σελήνην δὲ τὴν μήνην προσαγορευομένην . διεγερθεῖσαν δὲ καὶ τοῖς ὄχλοις τόν τε
5796913 φυτευσαι
τῇ Ἴσσῃ καὶ Μιτυλήνῃ τῇ περιρρύτῳ τῇ κυκλουμένῃ ὑπὸ θαλάσσης φυτεῦσαι δὲ ποδηγέτην καὶ ἑρμηνέα καὶ ὁδηγὸν τῶν Ἑλλήνων τῶν
: τινὲς δέ φασι καὶ τὴν ἐν Δελφοῖς πλάτανον Ἀγαμέμνονα φυτεῦσαι καὶ τὴν ἐν Καφύαις τῆς Ἀρκαδίας . ταῦτα μὲν
5703245 ποτιζων
φύλλοις : ὁμοῦ συναναφυρέντων πρόσαγε τῇ χρείᾳ , πρότερον μέντοι ποτίζων τὴν κεφαλὴν νάρδῳ , εἶθ ' οὕτως θάλπειν αὐτὴν
, ταῦτα γράφω . παραυτίκα μὲν πεπωκότας ἐμεῖν κέλευε , ποτίζων πλεῖστον ὑδρέλαιον συνεχῶς καὶ παντοδαπὰ σιτία δίδου , εἰς
5554964 χλοερον
εὐθὺς φέρει τὸν καρπὸν ἡλίκον φακὸν ἄπεπτον , ἡ δὲ χλοερὸν ἐνέγκασα μετὰ ταῦτα ἐρυθραίνει , καὶ ἅμα τῇ ἀμπέλῳ
ἀκοῦσαί τε καὶ ἰδεῖν ἄνθος ἀπέδειξε καὶ τρυφερώτατόν τι καὶ χλοερὸν ἔαρ ὁ βέλτιστος ἐξ Ἀλεξανδρείας Ἱέραξ , οὕτω πάντα
5501150 θυειᾳ
ἑψήϲαϲ ἐπίβαλε τὰ λοιπὰ καὶ ϲπαθίϲαϲ ἢ καὶ μαλάξαϲ ἐν θυείᾳ χρῶ . τὸ δὲ ἀπο - ϲυρὲν δέρμα οὐ
πολὺ διατρίβειν ” . ἅμα μὲν παρὰ τὸ τρίβειν ἐν θυείᾳ μυττωτόν , ἅμα δὲ παρὰ τὸ ἐπιτρίβειν καὶ ὥσπερ
5497628 σφαζων
ἁλὸς ᾧ ζωή , τὰ δὲ δίκτυα κείνῳ ἄροτρα , σφάζων ἀκρόνυχος ταύτῃ θεῷ ἱερὸν ἰχθύν , ὃν λεῦκον καλέουσιν
τοῦθ ' ὡρμημένος ἦισσε κἀκέντει φαεννὸν αἰθέρ ' , ὡς σφάζων ἐμέ . πρὸς δὲ τοῖσδ ' αὐτῶι τάδ '
5416704 λειμωνι
ἀρχῆς πάλιν . Ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ , κύπειρόν τε δροσώδη , κἀνθρύσκου μαλακῶν τ
. , . . . . Ἀσίω : Ἀσίω ἐν λειμῶνι . οὐκ ἔχει τὸ ι προσγεγραμμένον , ἀπὸ γὰρ
5412089 ἁλι
ῥοφανέτω τοῦ χυλοῦ , ἀρτύσας τυρῷ ἀνάλτῳ καὶ μήκωνι καὶ ἁλὶ καὶ ἐλαίῳ καὶ σιλφίῳ καὶ ὄξει . Ἢν δὲ
καὶ ὄξουϲ , ϲταφὶϲ ἀφῃρημένη τὰ γίγαρτα μετὰ φλοιοῦ ϲὺν ἁλὶ καὶ ὀξυμέλιτι , καρύων βαϲιλικῶν τὸ ἐντόϲ , μυρϲινόφυλλα
5322221 σκιᾳ
γεννᾶται ἐν κήποις ἀμπελῶσι : συνάγεται ἐν πυραμητῷ ξηραινομένη ἐν σκιᾷ καὶ συνεχῶς στρεφομένη . ἀποτίθεται δ ' αὐτῆς ὁ
τρίκοκκον ἐν φθινοπώρῳ ἀνασπάσας ὅλην σὺν τῇ ῥίζῃ ξήρανε ἐν σκιᾷ : καὶ ὅλην κόψας καὶ σήσας , στῆσον αὐτῆς
5308043 κευθεσι
: ὁ πολὺς , ἀκαταπόνητος . νεάτοις : ἐσχάτοις . κεύθεσι : βάθεσιν . Κελαινούς : ἀθλίους . Ἀτράκτους :
ὄφιν δεινόν τε μέγαν τε αἰόλον ὠμηστήν , ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης . ἔνθα δέ οἱ σπέος ἐστὶ κάτω κοίλῃ
5289982 πρασιῃσι
ἀραιοτέρης : μάλα δ ' ἂν καὶ ἀμάρακος εἴη χραισμήεις πρασιῇσι καὶ ἀνδήροισι χλοάζων : ἐν δὲ τίθει τάμισον σκίνακος
' ἐκ ῥαφάνοιο γενέθλη μακρή τε στιφρή τε φαείνεται ἐν πρασιῇσι . καὶ τὰς μέν τ ' αὔηνον ἀποπλύνας βορέῃσι
5286533 δενδρεων
μὲν ῥίζας τὸ θέρος ὀρύσσοντες παντοίας , καρποὺς δὲ ἀπὸ δενδρέων ἐξευρημένους σφι ἐς φορβὴν κατατίθεσθαι ὡραίους καὶ τούτους σιτέεσθαι
χρέονται , κατάπερ λέγει Νέαρχος , λίνου τοῦ ἀπὸ τῶν δενδρέων , ὑπὲρ ὅτων μοι ἤδη λέλεκται . τὸ δὲ
5210435 περιρρυτῳ
μὲν ἄρ ' ἐξενάριξε βίη Ἡρακληείη βουσὶ πάρ ' εἰλιπόδεσσι περιρρύτῳ εἰν Ἐρυθείῃ ἤματι τῷ , ὅτε περ βοῦς ἤλασεν
πυριφλέκτους βλάβας . Ὡς μή σε Κάδμος ὤφελ ' ἐν περιρρύτῳ Ἴσσῃ φυτεῦσαι δυσμενῶν ποδηγέτην , τέταρτον ἐξ Ἄτλαντος ἀθλίου
5204527 συσκιον
, κιττοῦ καὶ μυρρίνης καὶ δάφνης ἐς ταὐτὸ συμπεφυκότων καὶ σύσκιον ἀκριβῶς ποιούντων αὐτό . . . . . .
σελίνῳ ἐστεφανωμένον . ἀλλ ' εἰ δοκεῖ , εἰς τὸ σύσκιον ἐκεῖσε ἀπελθόντες καθίσωμεν ἐπὶ τῶν θάκων , ὡς μὴ
5203417 φυλλοισι
ὕδατι κλύζειν . Ἢ σιδίῳ , ῥόῳ βυρσοδεψικῆ , μυρσίνης φύλλοισι καὶ βάτου , ἐν οἴνῳ μέλανι ἑψεῖν , καὶ
διοϊστεύσειας . τῷ δ ' ἐν ἐρινεός ἐστι μέγας , φύλλοισι τεθηλώς : τῷ δ ' ὑπὸ δῖα Χάρυβδις ἀναρρυβδεῖ
5185947 σποδῳ
δοκέω λασιώτερος ἦμεν , ἐντὶ δρυὸς ξύλα μοι καὶ ὑπὸ σποδῷ ἀκάματον πῦρ : καιόμενος δ ' ὑπὸ τεῦς καὶ
: καὶ ἢ ἐν ἰπνοῖς καὶ κριβάνοις , ἢ ἐν σποδῷ . ὧν τοὺς μὲν ἰπνίτας ἢ κριβανίτας φασί ,
5118644 δραχμαων
ἐχῖνον , ἄλλοι δ ' ἐγκατόεντα κεκρύφαλον : ὧν ἀπερύσας δραχμάων ὅσσον τε δύω καταβάλλεο μοίρας τέτρασιν ἐν κυάθοις μέθυος
βάθος ὀξυβάφοιο . Ἔνθα καὶ ἱππείου προταμὼν σπερμεῖα σελίνου , δραχμάων δὲ δύω σμύρνης ἐχεπευκέος ἄχθη , ἐν δὲ θερειγενέος
5115456 φυλλων
ἄρχου τῶν ἀναπαίστων . Ἄγε δὴ φύσιν ἄνδρες ἀμαυρόβιοι , φύλλων γενεᾷ προσόμοιοι , ὀλιγοδρανέες , πλάσματα πηλοῦ , σκιοειδέα
ἢ πράϲοιϲ ἢ πιτύροιϲ ἀνεζεϲμένοιϲ ὄξει ἢ κριθίνοιϲ ἀλεύροιϲ ϲυγκαθηψημένων φύλλων δάφνηϲ ϲὺν οἴνῳ , ἢ ϲπόγγον καινὸν εἰϲ ὄξοϲ
5101730 ἀλωῃ
Δημήτερος ἀκτὴν ἤματι τῷ ὅτε μ ' εἷλες ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ , καί μ ' ἐπέρασσας ἄνευθεν ἄγων πατρός τε
, ἣ δ ' ἀλθομένη ἀνέμοισι μειδιάᾳ τεθαλυῖα πολυκμήτῳ ἐν ἀλωῇ : ὣς ἄρα τειρομένοιο Φιλοκτήταο πάροιθε πᾶν δέμας αἶψ
5096799 καταβαλλεο
: ἐν μὲν γὰρ μυελοῖο νεοσφαγέος ἐλάφοιο δραχμάων τρίφατον δεκάδος καταβάλλεο βρῖθος , ἐν δὲ τρίτην ῥοδέου μοῖραν χοός ,
καὶ ἑρπύλλοιο φιλοζώοιο πέτηλα εὐφίμου τ ' ἀπὸ καρπὸν ἅλις καταβάλλεο μύρτου : ἢ καί που σιδόεντος ἀποβρέξαιο κάλυμμα καρπείου
5094954 θυϊᾳ
ὄξει , ἔπειτα ὁλμοκοποῦνται : μετὰ τοῦτο δ ' ἐν θυΐᾳ λειοτριβοῦνται , παραχεομένου ὄξους , ἢ ἐν ᾧ ἡψήθησαν
, ποτὲ μὲν ἐκ τοῦ ὑπολειφθέντος ῥοδίνου βαλὼν ἐν τῇ θυΐᾳ βραχὺ , ποτὲ δὲ ψυχροῦ ὕδατος , ἕως οὗ
5093775 φρυξον
Τότε ἀνάψας ἄνθρακας θαμινὰ θαμινὰ , ἤγουν συχνὰ συχνὰ , φρύξον ὅλον τὸ ὠόν : εἶτα ἐξελὼν τὸ μῖγμα ,
τρίψας δίδου δι ' ὕδατος . ἄλλο . κόπρον ὀνείαν φρύξον καὶ λάμβανε ἀπ ' αὐτῆς ὅσον κοχλιάρια βʹ .
5076796 μεμαγμενον
Κατέπεισεν . ὄντας κάπρους : Ὑπάρχοντας καὶ ἀγριοχοίρους . . μεμαγμένον : Μεμαλαγμένον καὶ ἐζημωμένον . . μ . σκὼρ
ἑταίρους τοῦΦιλωνίδου ποτ ' ἐν Κορίνθῳ ἔπεισεν ὡς ὄντας κάπρους μεμαγμένον σκῶρ ἐσθίειν , αὐτὴ δ ' ἔματτεν αὐτοῖς ,
5074608 ἐλαιης
ἦν ῥῆμα , ὁ μὲν φυλίης ἦν , ὁ δὲ ἐλαίης . , . . . Ε . ὣς ὁ
δόλος , ὡς ἐδάησαν ἰχθυβόλοι : θαλλοὺς γὰρ ὁμοῦ δήσαντες ἐλαίης ὅττι μάλ ' εὐφυέας μόλιβον μέσον ἐγκατέθηκαν , ἐκ
5070808 χυτρᾳ
δὲ τὰ φύλλα μετὰ τῶν ἀνθῶν καὶ εἰς ἀντίσποδα ἐν χύτρᾳ ὠμῇ περιπεπλασμένῃ τὸ πῶμα πηλῷ ἄχρι ὀπτήσεως τοῦ κεράμου
ἐφ ' ὧν δ ' οὐδὲ τὴν ἀρχὴν ἐμβάλλεται τῇ χύτρᾳ , ἀλλὰ σὺν ὄξει λειοτριβηθέντος αὐτοῦ καὶ μένοντος ἐν
5068839 νεοθηλεα
Κρήτης : ὄνομα τόπου . Οὐρανίδης : ἢ Κρόνος . νεοθηλέα : νέον . Ἀμφίλλεξε : πρόκρινε . Ἀμφεβάλοντο :
λαβών . καὶ Ἀνακρέων δέ φησιν : οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης ἀπολειφθεὶς
5048053 κευθμωνι
τριαίνῃ , ἔνθ ' Ἄνεμοι κελαδεινὰ δυσηχέες ηὐλίζοντο ἐν κενεῷ κευθμῶνι , περίαχε δ ' αἰὲν ἰωὴ βρυχομένων ἀλεγεινά .
τίκτει γαίης ] ? ? [ ] ? ἐν ? κευθμῶνι τρίτωι ἔτεϊ τρία τέκνα . ἦρος ] ? μὲν
5042229 λειοτριβησας
σπληνὸς καὶ καταδιέλῃς . ἄλλο . μυροβάλανον μετ ' ὄξους λειοτριβήσας καὶ ποιήσας κηρωτῆς πάχος ἐπιτίθει . ἄλλο . ἀλώπεκος
ἀνὰ ⋖ α . τοῖς πύον οὐροῦσι νάρθηκας καύσας καὶ λειοτριβήσας πότιζε τὴν σποδιὰν μετὰ γλυκέος Κρητικοῦ ὅσον τοῖς τρισὶ
5027797 συγκερασας
αἴγεια λείωσον καὶ ἐκ σεμιδάλεως γενομένων κρομμύων καὶ ἐν οἴνῳ συγκεράσας δίδου πίνειν . αὐτὴ ἡ ῥίζα ἐπειράθη καὶ ἐπὶ
ὄγκον , καὶ μαλάχης τοὺς κλάδους Τεμὼν ἐν ὅλμῳ , συγκεράσας καὶ μέλι , Καὶ σπῶν τι βραχὺ πρὸς τροφὴν
5024577 Αἰθιοπιᾳ
τὴν ἐν Ἰνδοῖς αὐτῶν εὐπείθειαν καὶ εὐμαθίαν ἢ τὴν ἐν Αἰθιοπίᾳ ἢ τὴν ἐν Λιβύῃ γράφειν , ἴσως καὶ μῦθον
, τὸ δὲ σύμπτωμα Ἀρκαδίᾳ , Σουσιανῇ , Βακτριανῇ , Αἰθιοπίᾳ ἔσεσθαι καὶ τῇ περὶ τὸν Εὐφράτην χώρᾳ , ἀπὸ
5022287 χυτρῳ
γυῖα λιπαίνοις . Εἴ γε μὲν ἐκ τριόδοιο μεμιγμένα κνώδαλα χύτρῳ ζωὰ νέον θορνύντα καὶ ἐν θρόνα τοιάδε βάλλῃς ,
κο - ρέσοις τὸν ἄνθρωπον καὶ θανάτου πλησίον ἐλθόντα σώσεις χύτρῳ ] τῇ χύτρᾳ βεβαῶτα ] ἐλθόντα , βεβηκότα ἤν
5013475 λευκῃ
〚 〛 λευκή τις καὶ Ἀθηνᾶ Σκιράς , ὅτι τῇ λευκῇ χρίεται . Γ πρὸς τὴν ὁμωνυμίαν οὖν . Γ
τὸ δὲ ἄγαλμα οὐκ ἂν εἰκάσαις ἄλλῳ τῳ ἢ πυραμίδι λευκῇ , ἡ δὲ ὕλη ἀγνοεῖται . Λυκίοις ὁ Ὄλυμπος
5006112 δροσῳ
ἤτοι κοσμηθεῖσα ἐν δρόσῳ μαλθακῇ ἤτοι ἐν ὁμαλῷ ἐπαίνῳ : δρόσῳ δὲ εἶπε καὶ ῥαπθεῖσα , ἐπεὶ οἱ ἐν ἄθλοις
Σθένειαν ἱκέτιδες γουνούμεναι . θεᾶς δ ' ὀφελτρεύσουσι κοσμοῦσαι πέδον δρόσῳ τε φοιβάσουσιν , ἀστεργῆ χόλον ἀστῶν φυγοῦσαι . πᾶς
4997418 χρυσεων
Ὀλύμπου . Πᾶνα τὸν νυμφαγέταν Ναΐδων μέλημ ' ἀείδω , χρυσέων χορῶν ἄγαλμα , κωτίλας ἄνακτα [ μοίσας ] εὐθρόου
ἀνθ ' ὅπλου , καὶ φωνοῦντα διὰ τῶν ἐν αὐτῷ χρυσέων γραμμάτων , πρήσω τὴν πόλιν . Ἄλλως . ὁ
4972547 ῥιζεα
. καί τε σύ γ ' ἠρύγγοιο καὶ ἀνθήεντος ἀκάνθου ῥίζεα λειήναιο , φέροις δ ' ἰσορρεπὲς ἄχθος ἀμφοῖιν κλώθοντος
ἠὲ μελισσάων καμάτῳ ἔνι παῦρα μορύξαις σκορπιόεντα χαδὼν ψαθυρῆς ἐκ ῥίζεα γαίης αἰὲν κεντρήεντα : πόη γε μὲν ὕψι τέθηλεν
4964573 Γῃ
ὁ μὲν Κρόνος ἱστορεῖται συνεχῶς κατιόντα ἐπὶ τῷ μίγνυσθαι τῇ Γῇ τὸν Οὐρανὸν ἐκτεμεῖν καὶ παῦσαι τῆς ὕβρεως , ὁ
. λέγει δὲ ἐν Ἀθήναις . ἐκεῖ γὰρ ἄγεται τῇ Γῇ ἀγὼν , ὥς φησι Δίδυμος . . . .
4962276 ὠμηστην
δεύτερον αὖτις ἔτικτεν ἀμήχανον , οὔ τι φατειόν , Κέρβερον ὠμηστήν , Ἀίδεω κύνα χαλκεόφωνον , πεντηκοντακέφαλον , ἀναιδέα τε
τὸ ἥμισυ δὲ ὄφιν διὰ τὰς τῶν ῥιζῶν ἑλίξεις . ὠμηστήν , ὠμὸν ἐσθιόμενον . οἱ γὰρ τῶν δένδρων καρποὶ
4959686 ἐρνος
ἐν θήρεσσιν ἐπ ' ἀγλαΐῃ κομόωσιν ἄρσενες εὐκέραοι , πολυδαίδαλον ἔρνος ἔχοντες : ἦ γὰρ ἐϋσχιδέων κεράων ὥρησι πεσόντων ,
, ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος : οἷον τῶν στεφάνων κατασχεῖν . ἔρνος δὲ Ἀλφειοῦ τὴν ἐλαίαν λέγει , ἀφ ' ἧς
4955209 ἀκριδος
. ὄρος μεταξὺ Βοιωτίας καὶ τῆς Ἀττικῆς . Πάρνοψ . ἀκρίδος εἶδος . Παρόν . ἐξόν , δυνατόν , δέον
τῷ Ἅιδῃ προΐαψας . . . . βροῦχος : εἶδος ἀκρίδος : παρὰ Ἀριστοφάνης Ὄρνισι : βρύκους ' ἀπέδεσθαί μου
4944619 ῥοας
τήνδ ' , ἣν ἐλαύνειν χρῆν ς ' ὑπὲρ Νείλου ῥοὰς ὑπέρ τε Φᾶσιν , κἀμὲ παρακαλεῖν ἀεί , οὖσαν
ἐνταῦθα παῦε τῶν φόνων τῆς Ἰλίου , Κρήτης τραγῳδῶν τὰς ῥοὰς τῶν αἱμάτων . Ἐπεὶ γὰρ ἧκεν ὁ στρατὸς τοῦ
4944253 χιονι
ὁμοίως καὶ ἡ θερμότης τῷ πυρὶ καὶ ἡ ψυχρότης τῇ χιόνι . ἐπεισοδιώδη δὲ λέγεται ὅσα τοὐναντίον μήτε παρόντα σώζει
ὑπάρχειν τοῖς ὑποκειμένοις ἂν εἴποις , οἷον τὸ λευκὸν τῇ χιόνι : ἀλλ ' ὅτι γε φύσιν ἔχει τισὶν ἑτέροις
4940066 θιασοις
: οὐκ ἴσασιν οὗτοί σε τὸ μὲν ἐξ ἀρχῆς ἐν θιάσοις καὶ μεθύουσιν ἀνθρώποις καλινδούμενον ; καὶ ὅσα ἄλλα εἴρηται
Διόνυσον , ὅστις ἔστι , τιμώσας χοροῖς , πλήρεις δὲ θιάσοις ἐν μέσοισιν ἱστάναι κρατῆρας , ἄλλην δ ' ἄλλος
4931012 Ἰσιδι
τε Κρόνιος ἄμητος . Ἄστεα διφρηλάτᾳ πάντα δι ' ἀνακτόρων Ἴσιδι χορεύεται . . . . . . . .
τὰ κατὰ τὴν Αἴγυπτον καταστήσαντα καὶ τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν Ἴσιδι τῇ γυναικὶ παραδόντα , ταύτῃ μὲν παρακαταστῆσαι σύμβουλον τὸν
4902720 ἁλμῃ
μετὰ μετρίων ἁλῶν ἢ νίτρου , ἐπὶ δὲ τῶν τελειοτέρων ἅλμῃ δριμείᾳ ἢ ἀφεψήματι κενταυρίου ϲὺν νίτρῳ καὶ μέλιτι ἢ
κατάχεε , καὶ δι ' ὅλης νυκτὸς ὑπαιθρίους διαψύξας ἐν ἅλμῃ δριμείᾳ σύνθες , καὶ διαμένουσιν ἐπιπολύ . Τὰς δὲ
4895448 σπενδων
τὸ μεμοιρασμένον . ὑποκλαίων ] λείπει τίς . ὑπολείβων ] σπένδων . ἡμέτερον + δέον εἰπεῖν οὐ θέλξει τὰς ὀργὰς
τοῦ μὴ γνῶναι καθαρῶς ὑμεῖς ἐποιήσατ ' ἀναλδεῖς . καίτοι σπένδων πόλλ ' ἐπὶ πολλοῖς ὄμνυσιν τὸν Διόνυσον μὴ πώποτ
4892286 ἀνθεων
, τὰ δ ' ἔνδον οὐδὲν διαφέρεις δράκοντος . Καιροσπάθητον ἀνθέων ὕφασμα καινὸν Ὡρῶν . Λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους ἀνθέων γέμοντας
γὰρ καὶ ἐπὶ ? τῶν ? ? δενδρῶν ἀποφορὰ τῶν ἀνθέων 〚 ο̇υ̇ 〛 πλείων ⌈ ⌋ , 〚 αλλαδενδρων
4889578 ἱζεν
ἔπειτα θοῶς ἐπὶ ἔργα τράποντο , Αὐτὴ δ ' ἀντίον ἷζεν Ἀλεξάνδροιο ἄνακτος , Ὄσσε πάλιν κλίνασα , πόσιν δ
ἄρα κισσυβίῳ κίρνη μελιηδέα οἶνον , αὐτὸς δ ' ἀντίον ἷζεν , ἐποτρύνων δὲ προσηύδα : “ ἔσθιε νῦν ,
4889478 στεγῃ
κύτος , πλαστὸν ἐκ γαίης , ἐν ἄλλῃ μητρὸς ὀπτηθὲν στέγῃ , νεογενοῦς ποίμνης δ ' ἐν αὐτῇ πνικτὰ γαλακτοθρέμμονα
] τοῦ γελοίου χάριν . κάπνη ἐστὶν ὁ ἐν τῇ στέγῃ τοῦ μαγειρείου σωληνοειδὴς αὐλός , δι ' οὗ ὁ
4886897 ἀκανθωδεσι
τι καὶ ἄνθος : καὶ τῶν φυλλακάνθων ἔνια , πλὴν ἀκανθώδεσι κομιδῆ , καθάπερ ὁ σόγκος . Ἔστι δὲ καὶ
τῆς φιλανθρώπου λεγομένης καὶ ξανθίου τὸ σπέρμα τὸ ἐν τοῖς ἀκανθώδεσι σφαιρίοις εὑρισκόμενον παρεοικὸς λίνου σπέρματι , ἐλειῶν ἀσπαράγων ῥίζαι
4886599 Ἀραβιᾳ
ʹ λα ἀπὸ δὲ μεσημβρίας τῷ ἐντεῦθεν ἐπὶ τῇ Ἐρήμῳ Ἀραβίᾳ πέρας τοῦ Περσικοῦ κόλπου μυχῷ . Διαῤῥέουσι δὲ τὴν
παράπλουν οὐκέτι συμβαίνει τραχὺν εἶναι , συνάπτειν τέ πως τῇ Ἀραβίᾳ καὶ τὸ πέλαγος ταπεινὸν εἶναι σχεδόν τι καὶ ἐπὶ
4884452 χρυσοφρυν
ναῦς ἕως εἰς λιμένα : διὸ καὶ πομπίλον καλεῖσθαι , χρύσοφρυν ὄντα . καὶ Ἐρατοσθένης δ ' ἐν Ἑρμῇ φησιν
καλούμενος ἱερὸς ἰχθύς . Καλλίμαχος δ ' ἐν Γαλατείᾳ τὸν χρύσοφρυν : χρύσειον ἐν ὀφρύσιν ἱερὸν ἰχθύν , ἢ πέρκας
4865111 χλοῃ
σπέρματος ἀλλοιουμένου καὶ τῶν ῥιζῶν : ἡ γὰρ ἐν τῇ χλόῃ μεταβολὴ δι ' ἐκείνας : συμφυεῖς δ ' οὔσας
ἡγεμονίαν Ἀρχιδάμου τοῦ βασιλέως , τὸν δὲ σῖτον ἐν τῇ χλόῃ διέφθειραν , καὶ τὴν χώραν δῃώσαντες ἐπανῆλθον εἰς τὰς
4863647 φυομενον
καὶ οὐκ ἀξιοῦσαι περιιδεῖν κοινὸν ἐπὶ τοῖς περιοίκοις ἅπασι κακὸν φυόμενον . τέως μὲν οὖν πρὸς τὸ Σαβίνων ἔθνος ἀποστέλλουσαι
' ἐπίμηκες καὶ φοινίσσον , τὸ δ ' οὖλον : φυόμενον δ ' ἐν τῇ Κρήτῃ πρὸς τῇ γῇ εὐανθὲς
4863341 νυμφων
σχεδὸν Αἰγύπτοιο ῥοάων . τραφέντα δ ' αὐτὸν ὑπὸ τῶν νυμφῶν ἐν τῇ Νύσῃ φασὶν εὑρετήν τε τοῦ οἴνου γενέσθαι
ὥστε πηρωθῆναι αὐτόν . καὶ Πίνδαρος δέ φησι , περὶ νυμφῶν ποιούμενος τὸν λόγον : ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος λαχοῦσα .
4830338 ῥιζῃ
καταλαμβάνειν καὶ τὸ λειμόδωρον τὸ βού - κερας εὐθὺς τῇ ῥίζῃ παραφυόμενον καὶ ἄλλα δ ' ἄλλων . Καὶ ὅσα
μετ ' ἐλαίου ἐπίχριε προξυρήϲαϲ . Προαποϲμηξάμενοϲ τὴν κεφαλὴν ϲπονδυλίου ῥίζῃ χριέϲθω τὰϲ τρίχαϲ μετὰ ἀκράτου . Ἄλλο . ξυρήϲαϲ
4825638 μηλοις
τῶν ταῦτα διδόντων , οἷς χαίρουσιν οἱ λαμβάνοντες . Βάλλεις μήλοις : ἐπὶ τῶν τυχεῖν ὧν ἐρῶσι βουλομένων . Βαλανεύς
, ὅτε δὴ τὸν μὲν Κλαζομένιον Ἀναξαγόραν ἀγέλαις τε καὶ μήλοις τὰ ἑαυτοῦ ἀνέντα προβάτοις ἔφη μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις φιλοσοφῆσαι
4824059 θαλασσῃ
ἀναδασμόν : ἑώρα γὰρ τὴν Ῥόδον ἀναβλαστῆσαι μέλλουσαν ἐν τῇ θαλάσσῃ καὶ πάσας ὑπερβαίνειν . διὸ τὴν Λάχεσιν τὴν μίαν
, Λευκανία , Ἀπουλία , καὶ ὅσαι νῆσοι τῇ ταύτῃ θαλάσσῃ παράκεινται ἀπὸ * Γενουσῶν μέχρι Σικελίας . Ἐν τῷ
4817560 σποδιᾳ
τελευτῆς ] πολὺ κράτιστον ἐνταυθὶ τετάχθαι τάξεως . βολβοὺς μὲν σποδιᾷ δαμάσας καταχύσματι δεύσας ὡς πλείστους διάτρωγε : τὸ γὰρ
ἐγκρύβουσι συνεχῶς ἐφορῶντες καὶ δοκιμάζοντες : ἀφεθεὶς γὰρ ἐν τῇ σποδιᾷ ἐπὶ πολὺ μεταβάλλει τῷ χρώματι , ἔπειτα καὶ διαχεῖται
4815995 λιμναν
/ βασιλέα καὶ ? ? ? τὰν ? ? ? λίμναν ? ? ? ἐπὶ / τοῦ πεδίου ! !
καὶ γλαυκᾶς θαλλὸν ἱερὸν ἐλαίας , Λατοῦς ὠδῖνι φίλον , λίμναν θ ' εἱλίσσουσαν ὕδωρ κύκλιον , ἔνθα κύκνος μελωιδὸς
4814678 πυξιδι
⋖ δ , πρασίου σπέρματος ⋖ α . ἀποτίθεται ἐν πυξίδι χαλκῇ . χρῶ πρῶτον ξηρῷ , ἵνα ἐκπυήσῃ καὶ
τοῦ χυλοῦ μέλιτοϲ κοτύλαιϲ δ ϲκεύαζε καὶ ἀνελόμενοϲ ἐν χαλκῇ πυξίδι χρῶ : πρὸ δὲ τοῦ ἐγχρίειν ἀποπυριάτω τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ
4811698 ἀστραπτειν
γαλοπρέπειαν τὴν περὶ τοὺς λόγους αὐτοῦ : ὁ δ ' ἀστράπτειν καὶ βροντᾶν καὶ κυκᾶν αὐτόν φησι δημηγοροῦντα . μὴ
ὀλίγον μέρος αὐτοῦ κατεῖχον οἱ πολέμιοι . οἰκείως δὲ τὸ ἀστράπτειν : τοιαύτη γὰρ ἡ τοῦ χαλκοῦ φύσις εἴ τις
4810486 φυομενων
ὁρῶσι νικῶντας ὁπότεροι ἂν πλέον διδῶσιν . ἀλλὰ καὶ τῶν φυομένων ἐκ τῆς γῆς τὰς δυνάμεις οἱ παῖδες πρόσθεν μὲν
, τοῦτο μὲν ὑπὸ τῆς τῶν σπειρομένων ἐν ταὐτῷ καὶ φυομένων συνεχοῦς καὶ ἐπαλλήλου πυκνότητος , τοῦτο δ ' ὑπὸ
4806053 πηλωδους
ἀληθὴς λόγος ὅτι κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς σύστασιν τῆς νήσου πηλώδους οὔσης ἔτι καὶ μαλακῆς , τὸν Ἥλιον ἀναξηράναντα τὴν
ἐπιγενομένων δὲ ὄμβρων μεγάλων καὶ τῆς χώρας οὔσης βαθυγείου καὶ πηλώδους τῶν τε ὑποζυγίων οὐκ ὀλίγα συνέβη καὶ τῶν σωμάτων
4803793 ῥιπιζων
οὖν αὐτοὺς ἐν τῷ παραχρῆμα ψυχρὸν ὕδωρ ἐπιδιδοὺς πιεῖν καὶ ῥιπίζων καὶ καταπνεῖσθαι ποιῶν καὶ ἀνατρίβων τὸν στόμαχον , μετὰ
ἔλθ ' ἀπὸ Θράικης λῦέ τε παννέφελον στάσιν ἠέρος ὑγροκελεύθου ῥιπίζων ἰκμάσιν νοτεραῖς ὀμβρηγενὲς ὕδωρ , αἴθρια πάντα τιθείς ,
4801843 πεταλοισι
ἀπὸ σπληδοῖο φαείνεται ὅστις ἐπαύρῃ . τῷ ἴκελος Περσεῖος ὑποτρέφεται πετάλοισι , τοῦ καὶ σμερδαλέον νεύει κάρη αἰὲν ὑποδράξ ἐσκληκός
Ἀετύλου φησὶν οὕτως : Τίς δὴ τῶν νῦν , τοσάδε πετάλοισι μύρτων ἢ στεφάνοισι ῥόδων ἀνεδήσατο νίκας ἐν ἀγῶνι περικτιόνων
4801489 ἀλφιτοισι
φώξας καὶ κόψας καὶ σήσας , μήκωνα λευκὴν κόψαι ἐν ἀλφίτοισι καὶ σῆσαι , καὶ τυρὸν αἴγειον ὀπτᾷν περιξύσας τὸ
, καὶ πήγανον , καὶ ὀρίγανον , καὶ γλήχωνα ἐν ἀλφίτοισι σῆσαι καὶ φυρῆσαι , καὶ κρίμνα ἀπ ' ἀλφίτων
4791146 ἀγλαϊᾳ
στεφάνων τάν τε ἀριδρέπτων ἀοιδάν : Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαΐᾳ ἴδετε πορευθέντες ἀοιδαῖς δεύτερον ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν ,
εἶπεν , ἀντὶ τοῦ θάλλουσιν , καὶ ἐν εὐθυμίᾳ καὶ ἀγλαΐᾳ καὶ χαρᾷ διάγουσι . . ΚΟΥΡΟΤΡΟΦΟΣ . Κουροκτόνος μὲν
4787971 χαλαζαν
τοῖς πρὸς βορρᾶν ἐστραμμένοις μέρεσι τῆς Ἰνδικῆς ὡρισμένοις καιροῖς καὶ χάλαζαν ἄπιστον τὸ μέγεθος καὶ τὸ πλῆθος καταράττειν , καὶ
ὀλιγάκις καὶ ὅταν ἧττον ᾖ ψῦχος . εἶναι δὲ τὴν χάλαζαν τοῦ καταφερομένου πῆξιν ἐκ τῶν νεφῶν ὕδατος . ἐκ
4774386 φιαλῃ
πετάχνῳ τινί , ἀστειοτάτῳ τὴν ὄψιν , οὔτε τρυβλίῳ οὔτε φιάλῃ , μετεῖχε δ ' ἀμφοῖν τοῖν ῥυθμοῖν . Νυνί
# # ιʹ , λειώσας πάνυ καλῶς , βάλε ἐν φιάλῃ ὑελίνῃ . Εἶτα βαλῶν ὄξος δριμύτατον ⸕ βʹ ,
4768626 λειμωνων
νεκρῶν οὐδὲν ἄμεινον ἔχοντες . Ἄρτι δὲ διαγελῶντος ἔαρος καὶ λειμώνων στεφομένων τοῖς ἄνθεσιν ὡς ἐκ τάφων ἀναστάντες τῶν αὐτοῦ
τὰ πρῶτα φέροντι τῶν ὁμοτέχνων . ἐδρεψάμην κἀγὼ τῶν τοῦδε λειμώνων , ὅσα χωρεῖν ἠδυνάμην . ἀπὸ τοιούτων οὖν πηγῶν
4767234 ἀκτης
εἶναι : τοῦ τε λίνου τὸν καρπὸν κόψας καὶ τῆς ἀκτῆς , ξυμμίξας δὲ ἐν μέλιτι καὶ ποιήσας φάρμακον ,
' ἀνέμῳ λίνα μεσσόθι , τῆλε δ ' ἀπ ' ἀκτῆς γηθόσυνοι φορέοντο παραὶ Ποσιδήιον ἄκρην . ἦμος δ '
4763783 ξηραινομενης
, πλῆθος πολλά . Καὶ τῷ χρόνῳ ὑπὸ τοῦ θερμοῦ ξηραινομένης τῆς γῆς , ταῦτα καταληφθέντα περὶ αὐτὰ σηπεδόνας ποιέει
μετὰ δὲ ταῦτα διὰ τὴν τῶν καυμάτων ὑπερβολὴν τῆς νομῆς ξηραινομένης καταφεύγουσιν εἰς τοὺς ἑλώδεις τόπους , καὶ περὶ τῆς
4762299 ὁλμῳ
τὸν φλοιὸν λαβὼν ὅταν ἀκμάζῃ ἡ βοτάνη , κόπτε ἐν ὅλμῳ : ἔπειτα μετενεγκὼν εἰς ἀγγεῖον χαλκοῦν ἢ κεραμεοῦν ,
πρὸς ὀλίγον βρέξας ὕδατι καὶ ἀνασπάσας καὶ βαλών , πτίσσε ὅλμῳ ὡς πτισάνην : ὅταν δὲ τὸν φλοιὸν ἀποβάλῃ ,
4760400 διασεσωσθαι
γεγενῆσθαι , καὶ τοὺς διαφυγόντας ἐπὶ τοῖς ὑψηλοτάτοις ὄρεσιν αὐτοὺς διασεσῶσθαι . ἕτεροι δὲ λέγουσι γεγονέναι Δευκαλίωνα καὶ Πύρραν ,
γενόμενον κατακλυσμὸν ἐφθάρη τὰ πλεῖστα τῶν ζώιων , εἰκὸς μάλιστα διασεσῶσθαι τοὺς κατὰ τὴν Αἴγυπτον ὑπὸ τὴν μεσημβρίαν κατοικοῦντας ,
4760142 θαλαττιον
' ἄλλης : οὐδέ σε δεῖ ἵππων ὄχημα ἤ τι θαλάττιον παρασκευάσαι , ἀλλὰ ταῦτα πάντα ἀφεῖναι δεῖ καὶ μὴ
, ἀναιρεῖν , διὰ τῆς αἰχμῆς φέρειν . ἅλιον : θαλάττιον . ἅλιον μόρον : θανάσιμον : ἀπὸ θαλασσίου κέντρου
4755428 ἀσφαλτον
κεῖσθαι ὡς τὰ δυτικῶν ἐν τοῖς ἀνατολικοῖς , καὶ οὕτως ἀσφαλτὸν τὴν καταγραφὴν γενέσθαι . Τῶν ΒΞ , ΔΞ .
κεῖσθαι ὡς τὰ δυτικῶν ἐν τοῖς ἀνατολικοῖς , καὶ οὕτως ἀσφαλτὸν τὴν καταγραφὴν γενέσθαι . Τῶν ΒΞ , ΔΞ .
4751880 προδομον
ζήλου τοῦ βασιλικοῦ καὶ ἄρχοντας καὶ ἰδιώτην , ὃς μὲν πρόδομον ἐγείρει , ὃς δὲ θάλαμον , ὃς δὲ ἀνδρῶνα
ἀκρήδεμνος ἐοῦσα στρωφᾶται πάντῃ κατὰ δώματα καὶ μογέουσα ἄλλοτε μὲν πρόδομον μετανίσσεται , ἄλλοτε δ ' αὖτε ἐς λέχος ἰθύει
4750108 καλαμῃ
Ὑστερέων πάσης νούσου θεραπευτικόν : λίνου τὸ σχιστὸν αὐτῇ τῇ καλάμῃ ὅσον δραχμὴν κόψας λεπτὰ , καταβρέξαι ἐν οἴνῳ λευκῷ
καλαμαία ἀντὶ τοῦ ἀρουραία . ἔστι δὲ ἀκρὶς ἐν τῇ καλάμῃ γινομένη καὶ καλεῖται μάντις . νῦν οὖν τὴν ἰσχνήν
4747539 ἀφρου
. Ἀφρόν : ἐπιφάνειαν , ποτὲ δ ' ὑπεράνω τοῦ ἀφροῦ τῆς θαλάσσης . ὑπεκθρώσκων : κάτωθεν ἐκπηδῶν , ὑποφεύγων
ϲὺν μελικράτῳ . Ἄλλο . ϲινάπεωϲ ⋖ α , νίτρου ἀφροῦ τριώβολον , ἐλατηρίου δίχαλκον , ὅ ἐϲτιν ἡμιοβόλιον :
4742840 ἁπτουσι
ἀντὶ ταινίας : περὶ γὰρ τὴν κοιλίαν οἱ μεμυημένοι ταινίας ἅπτουσι πορφυρᾶς . καὶ Ἀγαμέμνονα δέ φασι μεμυημένον ἐν ταραχῇ
δωμάτων ἴδε προκηρύσσει θοάζων ὅδ ' αἰθέρος ἄνω καπνός . ἅπτουσι πεύκας ὡς πυρώσοντες δόμους τοὺς Τανταλείους οὐδ ' ἀφίστανται
4739743 στεφανωματα
γαστρὶ χαριζόμενοι . χέρνιβα δ ' αἶψα θύραζε φέροι , στεφανώματα δ ' εἴσω εὐειδὴς ῥαδινῇς χερσὶ Λάκαινα κόρη .
' ἀρετάν , προθύροισιν δ ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν . Ἓν ἀνδρῶν , ἓν θεῶν
4737403 σκυφῳ
ἐν πυέλῳ : κελεύει δὲ αὐτὸν ἐν πυέλῳ ἤγουν ἐν σκύφῳ θερμοῦ ὕδατος καθεῖναι καὶ καταντλεῖν τῷ θερμῷ ἵνα τὸ
ἀπ ' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκεραννήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρόν ,
4735400 λιμνῃ
. Ἴκρια ἐπὶ σταυρῶν ὑψηλῶν ἐζευγμένα ἐν μέσῃ ἕστηκε τῇ λίμνῃ , ἔσοδον ἐκ τῆς ἠπείρου στεινὴν ἔχοντα μιῇ γεφύρῃ
ὁδῷ μικρὸν ὕδωρ ἔχων . καὶ δὴ τοῦ ἐν τῇ λίμνῃ θατέρῳ παραινοῦντος πρὸς αὐτὸν μεταβῆναι , ὡς ἂν ἀσφαλεστέρας
4733609 χαλαζων
οὕτως ἔκβαλε ἐξ αὐτοῦ τὰς φούσκας μετὰ τῶν ἐν αὐταῖς χαλαζῶν : καὶ σχίσας ταύτας , ἔξελε τὰς ἐν αὐταῖς
τοῖς τοιούτοις ἵλεώ τε εἶναι καὶ σὺν εὐμενείᾳ χωρεῖν , χαλαζῶν μὲν καλινδουμένων ἐπὶ τοὺς ἀδίκους καὶ ὄμβρων ἀγόνων καὶ
4732342 τεφρᾳ
εἰκόνα θεοῦ μὴ περιφέρειν , χύτρας ἴχνος συγχεῖν ἐν τῇ τέφρᾳ , δᾳδίῳ εἰς θᾶκον μὴ ὀμόργνυσθαι , πρὸς ἥλιον
ἄνευ πυρετοῦ βδέλλιον ἰᾶται καὶ κόϲτοϲ κράμβηϲ καυλῶν καυθέντων τῇ τέφρᾳ καὶ ϲτέατι μιγνύμενα : διαφορητικὸν γὰρ ἰϲχυρῶϲ ἐϲτι τὸ
4730143 Αἰτνῃ
περὶ Ἑλληνικῶν ] θεῶν καὶ Πολέμων καὶ Αἰσχύλος ἐν τῇ Αἴτνῃ παραδιδόασιν [ . ] . : Μετὰ δὲ Τρῶον
κεντουμένοις βαλλόμενοι τῇ ψυχρότητι . . Ἰστέον ὅτι ἐν τῇ Αἴτνῃ ἡμέρας μὲν φωτὸς δίχα καπνὸς καυστικὸς ἀναδίδοται , νυκτὸς
4721688 σπεραδος
' ὑσσώπου ὀροδάμνους , πολλάκι δ ' ἀγριόεντα κράδην , σπέραδός τε σελίνου Ἴσθμιον , ᾧ θ ' ὑπὸ κοῦρον
ὑσσώπου ] εἶδος βοτάνης κράδην δέ , τὴν ἀγρίαν συκῆν σπέραδός τε σελίνου : τοῦ ὀρεοσελίνου , φησί , καλουμένου
4716881 θυιᾳ
ὕδατος καθαροῦ λίτρας δύο : βαλὼν τὴν λιθάργυρον λειοτάτην ἐν θυίᾳ καὶ ἐπιβαλὼν αὐτῇ τὸ ὑδρέλαιον καὶ ἑνώσας ἱκανῶς καὶ
τοῦ χυλοῦ : καὶ χλιάνας τὰ ἑψηθέντα κατάχεε ἐν τῇ θυίᾳ , καὶ ἀναμαλάξας χρῶ ὡς θαυμαστῷ : ἔχει δραχμὰς
4715977 φυεσθαι
δέ : τὰ γὰρ μετὰ Πλειάδα σπαρέντα καὶ πρὸ τροπῶν φύεσθαι ἑβδομαῖαἐν Αἰγύπτῳ δὲ καὶ τριταῖα , τὰ δὲ μετὰ
βλαστάνειν , ἐπιρρυείσης δὲ τῆς τροφῆς ᾤδησέ τε καὶ ὥρμησε φύεσθαι ἀπὸ τῆς ῥίζης ὁ τοῦ πτεροῦ καυλὸς ὑπὸ πᾶν
4709940 ἀπυρον
ἢ ἡμίπυρόν ἐστι σφοδρὸν δὲ ἄλλως καὶ ἁθρόον πρηστήρ ἢ ἄπυρόν ἐστι παντελῶς τυφών οἱ δύο θεοί . Ἀπόλλων καὶ
ἢ ἡμίπυρόν ἐστι σφοδρὸν δὲ ἄλλως καὶ ἁθρόον πρηστήρ ἢ ἄπυρόν ἐστι παντελῶς τυφών οἱ δύο θεοί . Ἀπόλλων καὶ
4707139 κριθης
: ἀβέβαιος γάρ ἐστιν ὁ βίος οὗτος . ἡμίονος ἐκ κριθῆς παχυνθεὶς ἀνεσκίρτησε βοῶν καὶ λέγων : „ πατήρ μού
τὸ ἀσθενέστερον μεταβάλλειν : ἡ δὲ αἶρα καὶ πυροῦ καὶ κριθῆς ἰσχυρότερον ὥσθ ' ἅμα συμβαίνει καὶ τὸ παρὰ φύσιν
4704519 κυαμινων
ἅμα τῷ δέρματι θλασθέντι καὶ ἕλκωσις γένηται τὸ διὰ τῶν κυαμίνων ἀλεύρων , καὶ ὀξυμέλιτος ἐπιτήδειον κατάπλασμα : τῇ θλάσει
, θεράπευε οὕτως . περιορυγεισῶν τῶν ῥιζῶν , περίβαλλε ἀχύρων κυαμίνων κεκραμένων ὕδατι τῷ μὲν μεγάλῳ δένδρῳ μέτρον χοῶν ὀκτώ
4700655 χλιαρων
νῆστιν , ἢ δέλφακος ὀπωρινῆς ἠτριαίαν φέρετε δεῦρο μετὰ κολλάβων χλιαρῶν . Μηδὲ τὰ Φαληρικὰ τὰ μικρὰ τάδ ' ἀφύδια
ἡ δύναμιϲ εὐκράτων μὲν ὄντων , ὑγρὰ καὶ θερμή , χλιαρῶν δὲ γενομένων ὑγρὰ καὶ ψυχρά , θερμοτέρων δὲ τοῦ
4695444 κινωπετα
λείπει ἡ ὑπέρ : πολλὰ δ ' ὑπὲρ τοῦ Καρίωνος κινώπετα ἤγουν ἑρπετά , παρὰ τὸ ἐν τῷ πέδῳ κινεῖσθαι
τῷ πέδῳ κινούμενα , οἷον κινώπεδα ὄντα τινά . * κινώπετα βόσκεται : ἑρπετὰ νέμεται δρυμοὺς δὲ τοὺς συμφύτους τόπους
4691367 γενεσει
οὕτως ἀποφαίνου τὰ κατὰ τὴν μητέρα . Σκέπτου ἐν τῇ γενέσει ποῖον τῶν φώτων κεκάκωται καὶ ἀπ ' ἐκείνου στοχάζου
ἔδει μηκέτι ἐλθεῖν εἰς γένεσιν πάλιν πειραθείσας ἐν τῇ προτέρᾳ γενέσει τῶν τῇδε κακῶν : ὥστε ἤδη ἂν ἐπέλιπον ἰοῦσαι
4686898 ἐριθηλες
δ ' ἄρ ' ὦκα θεῶν ἐρικυδέι βουλῇ ἔρνος ὅπως ἐριθηλὲς ἀέξετο , καί οἱ ἔγωγε γήθεον εἰσορόων ἠμὲν δέμας
εἴ ποθι κεῖνο πελάσσῃ . εἰ γάρ τίς κ ' ἐριθηλὲς ἀεξόμενον φυτὸν ὥραις , θαλλοῖς τ ' εὐφυέεσσι καὶ
4684249 αὐχμῳ
προνοίᾳ . πρῶτον μὲν οὖν τῆς οἰκοφθορίας ταῖς πόλεσιν ἐδόκει αὐχμῷ ἡ γῆ κακωθεῖσα ἄρξαι , ἡνίκα οὔτ ' ἐπὶ
τὴν ῥῖνα , καὶ οὔλη δὲ ἡ κόμη καὶ ξὺν αὐχμῷ . Φιλοκτήτης δὲ ὁ Ποίαντος ἐστράτευσε μὲν ὀψὲ τῶν
4672834 φλοισβοιο
ὑφ ' ἅλμης : αὐτὴ δ ' ἐν βένθεσσιν ὑπὸ φλοίσβοιο θαλάσσης νήχεται , ὄφρα ἑ κύματ ' ἀποπτύσῃ αἰγιαλόνδε
ὑφ ' ἅλμης : αὐτὴ δ ' ἐν βένθεσσιν ὑπὸ φλοίσβοιο θαλάσσης νήχεται , ὄφρα ἑ κύματ ' ἀποπτύσῃ αἰγιαλόνδε
4670171 Ὠκεανῳ
Ἡ μὲν οὖν Ἀκουιτανία περιορίζεται ἀπὸ μὲν δυσμῶν τῷ Ἀκουιτανίῳ Ὠκεανῷ κατὰ περιγραφὴν τῆς παραλίου τοιαύτην . Μετὰ τὸ Οἰασσὼ
καὶ τῷ Ἀκουϊτανικῷ κόλπῳ , ἀπὸ δὲ ἄρκτων τῷ Βρετανικῷ Ὠκεανῷ . Τῆς μὲν οὖν Ἀκουϊτανίας Κελτογαλατίας τὸ μὲν Μεδιολάνιον
4669908 καυλεα
πόσιν , ἢ ἀπὸ δάφνης Τεμπίδος ἢ δαυχμοῖο φέροις ἐκ καυλέα κόψας ἣ πρώτη Φοίβοιο κατέστεφε Δελφίδα χαίτην , ἢ
πῖον ἀρήξει : ἠὲ σύ γ ' ἀμπελόεντα γλυκεῖ ἔνι καυλέα κόψαις χλωρά , νέον πετάλοισι περιβρίθοντα κολούσας : ἠὲ
4669707 ἀλσει
τυχεῖν δεηθέντος τοῦ βασιλέως . χρόνῳ δὲ ὕστερον Εὐριπίδης ἐν ἄλσει τινὶ πρὸ τῆς πόλεως ἠρέμει , Ἀρχελάου δὲ ἐπὶ
ἥκιστα γὰρ δενδρώδης Ὀγχηστὸς , ἐφ ' ὑψηλοῦ κείμενος . ἄλσει : οὐκ ἄν τις ἐνταῦθα ἐναντιωθείη τῷ Πινδάρῳ τὸ

Back