ἐνταῦθα διαίρεσις μεγεθῶν ἐστιν : ἡ γὰρ ὑπεροχὴ τῶν ἡγουμένων μερίζεται . ἀπὸ τοῦ ἡγουμένου δὲ εἶπον : καὶ ἐπὶ
ἐσχίζετο , τὴν μὲν Ναξίων πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν εὐθὺς μερίζεται , τῇ μὲν ἀφεὶς μετὰ τῆς ἐπωνυμίας αὐτό που
6194261 τετρηται
, περιαιρετέον αὐτήν . Ἐκ γενετῆς ἐνίοις ἡ βάλανος οὐ τέτρηται κατὰ φύσιν , ἀλλ ' ὑπὸ τῷ κυνὶ καλουμένῳ
οὐδέν : ὅταν δὲ γένηταί τινι αὐτῶν παιδίον , οὐ τέτρηται τὴν πυγὴν οὐδὲ ἀποπατεῖ , ἀλλὰ τὰ μὲν ἰσχία
5995641 στενοτερον
ἐνωμοτία ἀνδρῶν ῆ ἢ , . ἢ κε . . στενότερον ] στενώτερον κοινῶς . στεινότερον κατὰ τὸν κανόνα τὸν
τοῦ πλαισίου , τὸ μέσον ἂν ἐξεπίμπλασαν , εἰ μὲν στενότερον εἴη τὸ διέχον , κατὰ λόχους , εἰ δὲ
5975779 βεζη
θέσιν τὴν βε καὶ ὅλον τὸ βαδγ ἔσται ὡς τὸ βεζη ἐπεστραμμένον ἐπὶ δόρυ καὶ κατειληφὸς τόπον μὲν τὸν ἔμπροσθεν
, τῆς τε ἐπὶ τὸ βθκλ καὶ τῆς ἐπὶ τὸ βεζη καὶ ἔτι τῆς ἐπὶ τὸ βαδγ , ἀλλὰ κατ
5970194 γαστρα
καλεῖται . καὶ τὸ μὲν ἔδαφος τῆς νεὼς κύτος καὶ γάστρα καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται . καλοῖτο δ ' ἂν καὶ
ὑποκείμενον βάσις , τὸ δ ' ὅλον χώρημα κύτος καὶ γάστρα καὶ κόλπος . τὸ δὲ στόμιον κατὰ μέσον κεῖται
5930720 ἐκρει
διὰ τοῦ Ἡρακλεωτικοῦ στόματος εἰς τὸν καλούμενον Βουβαστιακὸν , ὃς ἐκρεῖ διὰ τοῦ Πηλουσιακοῦ στόματος : θέσις δέ ἐστι τῆς
κάλλιόν τε καὶ ἱερώτερον , ἀπ ' αὐτῶν τῶν βάθρων ἐκρεῖ , ἐφ ' ὧν ὁ νεὼς ἕστηκεν . ὥστε
5903802 σχιζεται
δακτύλων πλατυνόμενον , ἀφ ' οὗ εἰς ἐκείνους ἡ χεὶρ σχίζεται . καὶ τὸ μὲν ἔνδοθεν τῆς χειρὸς σαρκῶδες ,
ἢ Πεύκῃ ἐπέχοντι θέσιν νϚʹ μϚʹ δʹʹ τὸ δὲ ἀρκτικώτατον σχίζεται καὶ αὐτὸ κατὰ θέσιν νεʹ μϚʹ ∠ ʹʹδʹʹ καὶ
5867801 ἐκτεινομενον
θρυλουμένων ἑπτά . εἰ γὰρ τὸ α κατ ' αὐτοὺς ἐκτεινόμενον καὶ συστελλόμενον οὐχ ἕτερόν ἐστι στοιχεῖον ἀλλ ' ἓν
κρίναντες ἀγαπητὸν ἀπῆλθον . Ὁρῶ μὲν οὖν καὶ τὸν λόγον ἐκτεινόμενον καὶ ἐπὶ τοιούτοις τοῖς προειρημένοις οὐ ῥᾴδιον ὂν πρὸς
5789515 ἀτμητον
αὐτῇ ὁμοῖα ὑποσημαίνοντας μᾶλλον ἂν εἴκοιεν , καὶ γῆν ἔτι ἄτμητον ἔχοντες καὶ περὶ παρόντων ἀγαθῶν καὶ οὔπω ἐφθαρμένων βουλευόμενοι
, ἔτι δὲ ὡρισμένον καὶ ἕν , τὴν ἀδιάφορον καὶ ἄτμητον ἀρχὴν ἐπισφραγιζομένην ἀποτυποῦν . κακὸν δὲ ἢ αἰσχρὸν τὸ
5720543 ἀναλυεται
ὧν πρώτων συνίσταται τὸ πᾶν μέλος καὶ εἰς ἃ ἔσχατα ἀναλύεται . διαφέρουσι δὲ ἀλλήλων οἱ φθόγγοι ταῖς τάσεσιν ,
κατηγορεῖται . οἷον τὸ Σωκράτης περιπατεῖ πρότασίς ἐστι : τοῦτο ἀναλύεται εἰς τὸ Σωκράτης καὶ εἰς τὸ περιπατεῖ : ἑκάτερον
5717357 βεβηκος
. . . . . . . . ἔστιν ἄγαλμα βεβηκὸς ἄνω , τὰ κάτω δὲ κεχηνός , εἰς πόδας
γινόμενον ἄμαχον . Ὅτι τοῦ μαχίμου τὸ μὲν ἐπὶ γῆς βεβηκὸς καὶ ἰδίως πεζικὸν λεγόμενον : τὸ δὲ ἐπ '
5685519 χαλκωμα
ἰσχυρὸν καὶ ἀς βράσῃ ὥρας δʹ : καίεται γὰρ τὸ χάλκωμα καὶ γίνεται τοιοῦτον ὅ τι τρίβεται ὥσπερ ἅλας :
λύχνον ἐντίθει εἰς κοῖλον λοπάδιον ὀστράκινον καινόν , εἶτα περικάθαψον χάλκωμα εἰς κοῖλον τετρημένον κατὰ μέσον ἐπιμελῶς , ὑποτιθείς τε
5666940 τοὐμπροσθεν
στοιχεῖν , ἀλλ ' ἐν τῷ μεταξὺ αὐτῶν κεῖσθαι εἰς τοὔμπροσθεν , ὡς αὔτως δὲ καὶ τῶν βγ τὸ ι
εἰς τοὐπίσω μόνον ἀφαλλόμενον , ἔστιν ὅτε δὲ καὶ εἰς τοὔμπροσθεν , ἀναφέροντα τῶν σκελῶν ἑκάτερον ἐν μέρει . καὶ
5665960 κοιλον
μηχανὴν ἐμφερείας . διὰ τὸ ἄνω εἶναι τοῦ ἄρθρου τὸ κοῖλον , ὡς καὶ τῆς μύλης τὸ ὕπερθεν , καὶ
κατὰ σφυροῦ : εἶτα ἀντίαν λοξὴν κατὰ σφυροῦ ὑπὸ τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ
5665294 σταθμην
οἱ δὲ Περὶ φύσεως , Διόδοτος δὲ ἀκριβὲς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου , ἄλλοι Γνώμον ' ἠθῶν , τρόπου κόσμον
εἶπεν , ὅπερ ἐκεῖνοι ὑπολαμβάνουσιν ὡς ὁμολογούμενον οὗτος εἰπών . στάθμην δὲ λέγουσι τὸ ἄνω τῆς πλάστιγγος , ἀπὸ τούτου
5657336 ἐσχισμενον
τὸ δὲ ὑποτετράγωνον ἀνδρεῖον . γένυος τῆς κάτω τὸ ἄκρον ἐσχισμένον ὥστε δικόρυφον γίνεσθαι , εἰ μὲν ἐπὶ πολὺ τὸ
ἰσάτει ὅμοια , παχύτερα δέ : καυλὸν σπιθαμιαῖον , ἄνωθεν ἐσχισμένον . ταύτης ἱστορεῖται τὸ ἄνθος τρὶς τῆς ἡμέρας μεταβάλλειν
5655696 ἀναφερεται
τὴν ἀμφιβολίαν ἢ ψευδοδοξίαν . καὶ πρὸς ἓν μὲν ἑκάτερος ἀναφέρεται τέλος : εἰς γὰρ τὴν εὐσέβειαν ἔχει τὴν ἀναφορὰν
κάτωθεν ἄνω τῆς ἀντικειμένης ταῖς ἀρχαῖς ἀγκύλης : ἐντεῦθεν γὰρ ἀναφέρεται παρὰ μέρος μὲν ἡ τοῦ βρόχου πλοκή , παρὰ
5652431 διαιρουμενον
τῷ διαιρουμένῳ γένει διαφοραὶ εἰς ἃς πᾶν τὸ ὑπὸ τὸ διαιρούμενον γένος ἐμπίπτει : εἰ γὰρ μὴ αἱ προσεχεῖς αὐτῷ
ἡ ἀπάτη τῷ μηθὲν οἴεσθαι διαφέρειν συντιθέμενον τὸν λόγον ἢ διαιρούμενον καὶ καταφρονεῖν ὡς οὐδὲν πρᾶγμα : τὸ δὲ διαφέρει
5631396 σιδηριον
πλημνόδετον ἢ θώραξ . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πλήμνης σιδήριον , ὃ τρίβει τὸν ἄξονα , γάρνον ἢ δέστρον
. Λακεδαίμων : Ἔστι καὶ . . . τὸ Λακωνικὸν σιδήριον : στομωμάτων γὰρ τὸ μὲν Χαλυβδικὸν , τὸ δὲ
5628473 μηρος
τοῦ μηροῦ , ὥστε ἀνέῳκτό μοι κατ ' ἐκεῖνο ὁ μηρὸς τῇ ῥάβδῳ : ὁ δὲ ἀεὶ τὸ τραῦμα ἔπαιεν
τὸ εὐμετάβλητα καὶ δυσέμβλητα εἶναι τὰ ἄρθρα . ἐνίοις γὰρ μηρὸς ἐμπίπτει ἀπ ' οὐδεμιῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' ὀλίγης
5621465 χερσαιον
πάντων σχεδὸν τῶν θηρίων ἰσχυρότατον . ποτάμιον δὲ ὑπάρχον καὶ χερσαῖον τὰς μὲν ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι ποιεῖ γυμναζόμενον κατὰ
τροπικόν , ἐαρινόν , ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν ,
5602469 οὐραιον
. . . ἄκρην : σκολιὸν καὶ περιεστραμμένον ἐπισύρεται τὸ οὐραῖον τεινόμενον * ὁμῶς : πάντοτε ὁμοίως ἔμπης * ἐπιτείνεται
, σκόμβρος , θυννίς , κωβιός , ἠλακατῆνες , κυνὸς οὐραῖον τῶν καρχαριῶν , νάρκη , βάτραχος , πέρκη ,
5600826 χωρει
γὰρ τὴν ἐξαίφνης ἔφοδον τῶν ἀκουσθέντων ἢ θεαθέντων εἰς βάθος χωρεῖ τὸ λογιστικόν . τὸ δὲ ἄχθος ἐστὶ λύπη βαροῦσα
τῶν ἄλλων τοῦ σώματος πόρων καὶ τῷ λόγῳ θεωρητῶν εἴσω χωρεῖ , θερμανθεὶς δὲ εἰς τὰ ἔξω πρὸς τὸ συγγενὲς
5593606 φλεψ
, καί τι τῆϲ τοῦ πνεύμονοϲ οὐϲίαϲ ἢ βρόγχιον ἢ φλὲψ ἀνενεχθήϲεται : οἶδα δέ τινα τῶν ἐκ τοῦ πνεύμονοϲ
μονοειδῆ , ἄρτον καὶ ὕδωρ , καὶ ἐκ ταύτης τρέφεται φλὲψ ἀρτηρία σὰρξ νεῦρα ὀστᾶ καὶ τὰ λοιπὰ μόρια .
5586073 σαρκωδες
ἀσυνδέτους , σκέλη τὰ πρόσθεν ἐλαφρὰ σύγκωλα , στῆθος οὐ σαρκῶδες , πλευρὰς οὐ βαρείας οὐδὲ ἀσυμμέτρους , κωλῆνα σαρκώδη
τελείων παραδέχεσθαι . κατὰ μέντοι τὴν φύσιν τρυφερόν ἐστιν καὶ σαρκῶδες ἐπὶ τῶν ἀδιακορεύτων , σομφότητι πνεύμονος ἢ τρυφερίᾳ γλώττης
5572758 εἰσρει
, ὡς δ ' Ἔφορος ποταμὸς περὶ Πριήνην , ὃς εἰσρεῖ εἰς λίμνην . Αἰγύπτιος μιαρώτατος τῶν ἰχθύων κάπηλος ,
συνελόντι εἰπεῖν τὰς τῶν θηρίων κοίτας καὶ εὐνὰς τὸ μέλος εἰσρεῖ . καὶ τὰ μὲν πρῶτα παριόντος αὐτοῖς εἰς τὰ
5548593 κυτος
ἐφ ' ᾧ θυσιάζομεν . γαστήρ βʹ : ὅλον τὸ κύτος . καὶ τὰ ἔντερα . γενεή γʹ : γένος
ἄκρους κατὰ τὸν τοῦ περιναίου τόπον ἐρείδειν καὶ εἰς τὸ κύτος ἀπωσάμενον αὐτὸν τῆς μήτρας , εἶτα καθέντα τὴν χεῖρα
5540808 περιφλεγει
περιφλύει ] ἀμαυροῖ , ἐπὶ πολὺ καίει , περιφλέγει ; περιφλέγει ] κύκλῳ . , μετρίως καίει . φλέγει ,
, ὅτι πολλάκις ὁ κεραυνὸς ἁψάμενος οὐκ ἀναιρεῖ , ἀλλὰ περιφλέγει . ἀφίησιν , ἐπιπέμπει . καὶ Ν Κρονίων ὄζων
5538269 διῃρηται
βαδίζειν , ὁ Σωκράτης ἄρα βαδίζει : τὸ γὰρ βαδίζει διῄρηται μὲν τοῦ δύναται , μόνον δὲ συντέθειται τῷ Σωκράτει
λόγος ὁ αὐτός . καὶ πῶς τοῦτο , δείκνυσι λέγων διῄρηται γὰρ ὁμοίως οἷς τε καὶ ἅ . εἰ δὲ
5531379 δεκαπηχυ
: ἦν δὲ τὸ δένδρον μέγα μῆκος μὲν μεῖζον ἢ δεκάπηχυ , πάχος δ ' ὥστε μὴ ῥᾳδίως ἂν περιλαβεῖν
Καὶ μὴν καὶ ἴχνη μεγάλα ἐντετύπωται τοῖς δρόμοις ἐς τὸ δεκάπηχυ μέγεθος τοῦ ἥρω . Βαδίζοντος , ξένε , τὰ
5528776 ὑψοϲ
τινὲϲ μὲν ἐν βραχείᾳ τῇ κατὰ τὸ μῆκοϲ διαϲτάϲει τὸ ὕψοϲ ἱκανόν , τινὲϲ δ ' ἔμπαλιν , καὶ τινὲϲ
τούτων γιγνομένων οἱ ϲφυγμοὶ μὴ καταπίπτοιεν , ἀλλ ' εἰϲ ὕψοϲ μᾶλλον αἴροιντο καὶ ϲφοδρότεροι γίγνοιντο , προϲεπιϲφραγίζοι δὲ καὶ
5511342 ἐκτεταμενον
εἶναι ἐλπίδα σωτηρίας , ὁρῶν ἐπὶ πολύ τε καὶ στενὸν ἐκτεταμένον τὸ ἑαυτοῦ στράτευμα , καὶ νομίζων πρὸς τὸ ἄναντες
, ὀλίγον δὲ τὸ διάλειμμα , τοῦτον αὖ πάλιν ὠνομάϲαμεν ἐκτεταμένον τριταῖον . Τὸν ἀκριβῆ τριταῖον , ὡϲ ἂν ὑπὸ
5503588 κατανεμεται
, ἡ ἔρημος Λιβύη . Καὶ τὰ μέγιστα μὲν ἔθνη κατανέμεται τὴν Λιβύην , τό , τε τῶν Γαραμάντων ,
γυμναζόμενον κατὰ βάθους , τὰς δὲ νύκτας ἐπὶ τῆς χώρας κατανέμεται τόν τε σῖτον καὶ τὸν χόρτον , ὥστε εἰ
5485758 βαδγ
καὶ τῆς ἐπὶ τὸ βεζη καὶ ἔτι τῆς ἐπὶ τὸ βαδγ , ἀλλὰ κατ ' ἐπιστροφὴν μίαν τὴν ἐπὶ τὸ
ἀποκαταστήσεται τῇ τε εἰς τὸ βεζη καὶ τῇ εἰς τὸ βαδγ , καὶ δύο ἐπιστροφαῖς ἐπικαταστήσεται , τῇ τε εἰς
5474921 Βαρυγαζα
ὁ ποταμὸς Ναμνάδιος . Ὁ δὲ κόλπος αὐτὸς ὁ κατὰ Βαρύγαζα στενὸς ὢν τοῖς ἐκ πελάγους ἐρχομένοις ἐστὶ δυσεπίβολος :
εἰς τούτους τοὺς τόπους εἰσβάλλοντα πλοῖα Ἑλληνικὰ μετὰ φυλακῆς εἰς Βαρύγαζα εἰσάγεται . Μετὰ δὲ Καλλίεναν ἄλλα ἐμπόρια τοπικὰ Σήμυλλα
5474726 Σαμωνιον
εἰς δύο ἀκρωτήρια μεριζόμενον , τὸ δ ' ἑῷον τὸ Σαμώνιόν ἐστιν ὑπερπῖπτον τοῦ Σουνίου οὐ πολὺ πρὸς ἕω .
, Ἱπποκόρωνά τε τῆς Ἀδραμυττηνῆς καὶ Ἱπποκορώνιον ἐν Κρήτῃ , Σαμώνιόν τε τὸ ἑωθινὸν ἀκρωτήριον τῆς νήσου καὶ πεδίον ἐν
5472222 στενον
τὸ ἄρρωστον εἶναι τὸν σφυγμὸν καὶ σκληρὸν καὶ βραχὺν καὶ στενὸν καὶ ἄγαν ἁπάντων τῶν ἐπὶ πολὺ μάλιστα χρονισάντων φρενιτικῶν
δή . ἐν στενῷ ] μεταξὺ Σαλαμῖνος καὶ Αἰγίνης τὸ στενὸν ἦν . παίοντ ' ] παράλογον τὸ δυϊκόν .
5455074 κοιλοτης
τὸ εἶναι , οὗ καὶ νοουμένη ἀχώριστος , ὡς δὲ κοιλότης κεχωρισμένη καὶ οὐδὲν δεῖ τῷ νῷ προσεπινοεῖν τὸ ὑποκείμενον
. καὶ ἡ γαστὴρ αὐτή . καὶ ἡ τῶν ἑλκῶν κοιλότης . κράδης : οἱ μὲν τὰ τῆς συκῆς φύλλα
5440325 χοριον
' ἣν αἰτίαν μικρὸν ὕστερον ἐροῦμεν . οὗτος δὲ κέκληται χόριον καὶ ἀγγεῖον καὶ δεύτερον καὶ ὕστερον καὶ πρόρρηγμα :
, ἀποταγηνιῶ τυροῦ τροφάλια χλωρὰ Κυθνίου παρατεμὼν βοτρύδιόν τι , χόριον , ἐν ποτηρίῳ γλυκύν : τὸ τοιοῦτον γὰρ ἀεί
5439750 βαθος
Οἰκίς , καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς υ , ὡς βάθος βύθος , . . , . Βύνη : ἡ
ὑπὸ τῇ ἄκρᾳ , καὶ μετὰ τοῦτον ἐγκολπίζουσα ᾐὼν εἰς βάθος , ἐν ᾗ αἱ Βαῖαι καὶ τὰ θερμὰ ὕδατα
5438400 δικρουν
καὶ ἁπλοῦν ἐστι , τοῦτο δὲ προσαυξηθὲν σχίζεται καὶ γίνεται δίκρουν , εἶτα πάλιν ἑκάτερον τούτων ὁμοίως : ἔτι δὲ
θάνατος . . . . , : . . . δίκρουν γάρ , ὥστε δύο ἀκμὰς ἔχειν καὶ μιᾶι βολῆι
5426007 κοιλωμα
γαστρίῳ . καὶ τὸ ἐν ὀσφύι δὲ καὶ ῥάχει γινόμενον κοίλωμα αἴτιον δυστοκίας γίνεται , καὶ διὰ πιμελῶδες ἐν ἐπιγαστρίῳ
ἀναβάς , ὁ δὲ κύων πρὸς τῇ ῥίζῃ τοῦ δένδρου κοίλωμα ἔχοντος . τοῦ δὲ ἀλεκτρυόνος κατὰ τὸ εἰωθὸς νύκτωρ
5425993 πλαγιον
: λευρὸν οἱ μὲν τὸ πλατύ : βέλτιον δὲ τὸ πλάγιον ἀκούειν , ἵνα νοήσωμεν οὐχὶ τὸ καθ ' ἑαυτὸ
ἐπὶ τῶν τιμωριῶν προσέταξεν ἐκδεῖραι ζῶντα καὶ τὸ μὲν σῶμα πλάγιον διὰ τριῶν σταυρῶν ἀναπῆξαι , τὸ δὲ δέρμα χωρὶς
5421771 πελεκεος
δὲ καὶ περικεφαλαίας εἶδος . στείχειν πορεύεσθαι . στειλειή τοῦ πελέκεος ἡ ὀπή , εἰς ἣν ἐντίθεται τὸ ξύλον .
, στάχυος βότρυος : σεσημείωται τὸ πῆχυς πήχεος καὶ πέλεκυς πελέκεος . τῷ βότρυϊ , τὸν βότρυν , ὦ βότρυ
5421372 ἐκπεφυκεν
καὶ μή σε λειμὼν ἀναβάλῃ τοῦτο , καὶ γὰρ ἐνταῦθα ἐκπέφυκεν , ὁποία τῆς γῆς ἀνέσχε . λέγει δὲ ἡ
δὲ λοιπὸν σῶμα ὑπὸ τῷ διαφράγματι . τῆς δὲ κοιλίας ἐκπέφυκεν ἔντερον κατὰ τὰ δεξιὰ μᾶλλον νενευκός , τῇ ῥάχει
5415355 ἀνατεταμενον
ἁρμάτειον αὐτὸν φάναι διὰ τὸ τὸν ὑπαξόνιον τῶν ἁρμάτων ἦχον ἀνατεταμένον τε καὶ ὀξὺν εἶναι . ὅτι δὲ εὐνοῦχος ἦν
. αὐλοῖσι διδύμοισι : † παρὰ τὸν † εἰς μῆκος ἀνατεταμένον † αὐλόν . δίδυμον δὲ τὸ συμφυές , τοὺς
5413867 τρωγλη
. . , : τρώγλη : παρὰ τὸ τρώγω τρώξω τρώγλη : τὸ διαβεβρωμένον καὶ τετρημένον μέρος τοῦ τοίχου .
καὶ τετραχθὰ διατρυφὲν ἔκπεσε χειρός „ . . , : τρώγλη : παρὰ τὸ τρώγω τρώξω τρώγλη : τὸ διαβεβρωμένον
5413690 παραπλευσαντι
μοτὼ καὶ λίβανος . Ἀπὸ δὲ Τάβαι μετὰ σταδίους τετρακοσίους παραπλεύσαντι χερσόνησον , καθ ' ὃν τόπον καὶ ὁ ῥοῦς
ἡ τῶν [ Λαμιέων πόλις ] . εἶθ ' ἑξῆς παραπλεύσαντι σταδίοις ἑκατὸν ὁ Ἐχῖνος ὑπέρκειται . τῆς δ '
5399943 ἐντιθεται
ἐπὶ δὲ τῶν νηπίων καὶ χόνδρος ἁλὸς καθ ' ἑαυτὸν ἐντίθεται ἐλαιωθείς , καὶ μέτρον πυρῆνι ὅμοιον , καὶ ἀγλιθάριον
λέγομεν πειρίνθια , τὰ ἐπὶ τῆς ἁμάξης , εἰς ἃ ἐντίθεται τὰ πρὸς τὴν χρείαν , ἕνεκα τοῦ πλείω χωρεῖν
5389882 εἰσεχει
ἔχει , καὶ τῶν μορίων τὰ μὲν ὑπερέχει τὰ δὲ εἰσέχει , καὶ ποιεῖ τὴν τραχύτητα . διττὸν δὲ τὸ
. . . . . . . . τὴν ἑσπέραν εἰσέχει ἀπὸ τοῦ καλουμένου Ἀτλαντικοῦ πελάγους τὴν εἰσροὴν ἔχουσα ,
5379422 πυγαιον
τε καὶ κατατεταμένον τὸ χωρίον φαίνεται , κατὰ δὲ τὸ πυγαῖον , στολιδωδέστερον καὶ ἀσαρκότερον . Ταῦτα μὲν οὖν σημήϊά
προεχέτω δὲ τοῦ στρωτῆρος κατὰ τὸ ἓν μέρος ὁκόσον τὸ πυγαῖον : περιδήσας δὲ περὶ τὸ στῆθος τοῦ ἀνθρώπου ἱμάτιον
5379323 βυσσον
: βιαζόμενον , καταπονούμενον . κατεπειγόμενον , σπουδάζοντα . ποτὶ βυσσόν : πρὸς τὸν βυθόν . ὑποβρυχίοισι : βυθίοις ,
Ἰκάρῳ . κνῆ τυρὸν κνήστι . ἔκοπτε τυρὸν κοπίδι . βυσσόν . πυθμένα . ἐξ ὑπογύου . παρ ' αὐτά
5377242 τετρημενον
Ἀπὸ Μύλης ἐπὶ τὸν Τρητὸν στάδιοι νʹ : ἀκρωτήριόν ἐστι τετρημένον , κατάκρημνον τῆς Κρήτης . Ἀπὸ τοῦ Τρητοῦ εἰς
λίθον ἕψειν καὶ σπείρειν πέτρας , ὠὸν τίλλειν , εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν , καὶ τὰ ὅμοια . φαῦλα :
5375354 ὀρθιον
τοῦ λυροφοίνικος καὶ τοῦ ἐπιγονείου , ὃ νῦν εἰς ψαλτήριον ὄρθιον μετασχηματισθὲν διασῴζει τὴν τοῦ χρησαμένου προσηγορίαν . ἦν δ
. . . ! ! ! ! ] πολε [ ὄρθιον ] ⌋ ἰάλεμον ⌊ [ κελαδήσατ ⌋ ⌊ !
5375230 τετραπουν
δὴ δεῖν τότε εὐθὺς τὸ πεζὸν τῷ δίποδι πρὸς τὸ τετράπουν γένος διανεῖμαι , κατιδόντα δὲ τἀνθρώπινον ἔτι μόνῳ τῷ
, ἵνα μὴ βλάβης γένωνται πρόξενα . Λύκος ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἄγριον καὶ πονηρόν . Τοῦ οὖν αἵματος αὐτοῦ
5373830 ἐπιμηκες
, ἄνθος κρόκῳ ὅμοιον , σπέρμα λευκὸν καὶ πυρρόν , ἐπίμηκες , γεγωνιωμένον . Κολχικόν λήγοντος τοῦ φθινοπώρου ἀνίησιν ἄνθος
καὶ ὁ οἰκοδόμος ἀπὸ μεταφορᾶς τούτου τεῖχος , ἀντὶ τοῦ ἐπίμηκες ποιεῖ : καὶ ἐλαύνει ἵππον , ἀντὶ τοῦ ἐπ
5356703 πεπηγε
ξένων ἐμοὶ μάλιστα μισηθέντος , ἐχθίστου θ ' ὁρᾶν : πέπηγε δ ' ἐν γῇ πολεμίᾳ τῇ Τρῳάδι , σιδηροβρῶτι
μὲν περιέψυκται τὰ κῶλα καὶ ῥυϲὰ καὶ ὠχρά ἐϲτι καὶ πέπηγε ϲχεδὸν ἡ ϲύγκριϲιϲ , οἷϲ δὲ διακέχυται καὶ οἷον
5353871 σπιθαμη
σμήρινθοί τινες ἐνοῦσαι σπῶσί τε ἡμᾶς καὶ ἀλλήλοις ἀνθέλκουσιν . σπιθαμὴ τοῦ βίου : τὸ ἐλάχιστον . στάθμης ἀκριβέστερος :
ἄκρον . ἡ δραχμὴ ἔχει δʹ δακτύλους : ἡ δὲ σπιθαμὴ , ιβʹ . Σπάθαι . αἱ τῶν πλευρῶν .
5348233 ἐκτεινει
ἀντισπαστικὸν ἑκατέρωθεν ἔχον τὰς ἰαμβικάς . ἐν δὲ τῷ εὐάνορος ἐκτείνει τὸ ρ . τὸ δέ γε κλέος , κοινὴ
ἐκτίνει τὸ ἐνδεῆσαν ὑπὸ τῆς πάλαι ῥᾳδιουργίας , καὶ οὐκ ἐκτείνει μόνον , ἀλλὰ καὶ ἐπαύξει τὸ σιτηρέσιον , ὅτε
5343804 ἀμνιον
Διονυσίων . τοῦτο αἱματοδεκτικὸν ἀγγεῖον , ὃ εἶπεν ὁ ποιητὴς ἄμνιον . τοῦτο ἅμα εἰπὼν ἐκχέει τὸν οἶνον ὁ κηδεστὴς
χρεία δ ' οὐ σμικρὰ καὶ ἥδε τοῦ κατὰ τὸν ἄμνιον ὑγροῦ : κουφίζει γὰρ καὶ ἀνέχει καθάπερ ἐννῆχον ἑαυτῷ
5343590 χωρημα
ψηλαφᾷ . εὐρύτερον : πλατύτερον . κύτος : πλάτος , χώρημα , τὴν θέσιν . ἀμφιβαλέσθαι : εἰς τὸ ,
οὖν ὁ χορὸς πλεονασμῷ τοῦ τ , χόρτος . τὸ χώρημα δύναται , καὶ ὁ χῶρος κατὰ συστολὴν , καὶ
5340254 πηχυαιον
δεκάπηχυ διάστημα ἐν ἑνὶ ἀμερεῖ διέρχεται χρόνῳ , τὸ λειπόμενον πηχυαῖον διάστημα τῆς αὐτῆς οὔσης κινήσεως ἐν δεκάτῳ μέρει τοῦ
δίπηχυ κατὰ πύκνωσιν , ἔφην , ἐπωνόμασται , τὸ δὲ πηχυαῖον κατὰ συνασπισμόν . γίνεται δὲ ἡ μὲν πύκνωσις ,
5338181 περιφερες
ἐπεστραμμένων , ἔλαθε Λαίλιος ἐπὶ θάτερα τοῦ Κώθωνος ἐς τὸ περιφερὲς αὐτοῦ μέρος ἀνελθών . βοῆς δ ' ὡς ἐπὶ
ἐν αὐτῷ . υληʹ . Ἧλός ἐστιν ἕλκος ἐν πέλματι περιφερὲς καὶ τετυλωμένον . υλθʹ . Ἐκκρίνεται τὸ σπέρμα ,
5337766 ἑλος
κόσμον ἀμφιθεῖσά μοι , παρ ' ἄκρα ποταμοῦ λάσιον εἰς ἕλος δασύ : Μαριὰμ δ ' ἀδελφή μου κατώπτευεν πέλας
, πρῶτος ὁ Μαξιμῖνος ἅμα τῷ ἵππῳ ἐμβαλὼν ἐς τὸ ἕλος , καίτοι ὑπὲρ γαστέρα τοῦ ἵππου βρεχομένου , τοὺς
5332375 τεινεται
πάντα , τὰ μὲν πάρος , ἄλλα δ ' ὀπίσσω τείνεται , ὠκεανοῖο νέον ὁπότε προγένωνται Ἰχθύες ἀμφότεροι : τά
τοῦ τείχους . ὀλίγου ] διαστήματος . Ξ τείνει ] τείνεται . τείνει ] φαίνεται . τείνει ] παθητικόν .
5331069 Μακεδονικος
γὰρ τὸν ὄπιθεν τῆς φάλαγγος μεταλαμβάνει τόπον , ὡς ὁ Μακεδονικός , οὔτε τὸν ἔμπροσθεν , ὡς ὁ Λακωνικός ,
ἡ πλείστη γίνεται : ψυχρὸς δὲ καὶ ὁ Ὄλυμπος ὁ Μακεδονικός : καὶ γὰρ ἐνταῦθα γίνεται πλὴν οὐ μεγάλη :
5326766 ἐναιμον
μεν με [ ] [ ] [ [ ] ! ἔναιμον π ? [ [ ] α ? κραιν ?
σάκκον μὲν τὸ σῶμα αἰνιξάμενος , αἷμα δὲ ζωὴν τὴν ἔναιμον . ἐπειδὴ γὰρ ψυχὴ διχῶς λέγεται , ἥ τε
5324320 ἀντικνημιον
τε καὶ λεπτὸν ἐν τοῖς πρόσω τῆς κνήμης ἐστίν , ἀντικνήμιον ὀνομάζεται : τὰ δὲ κάτωθεν αὐτοῦ πέρατα κνήμης τε
κνήμη ὑπομετέωρος ᾖ , ἀνάγκη τὸ ὀστέον τοῦτο κατὰ τὸ ἀντικνήμιον κοιλότερον φανῆναι τοῦ μετρίου , προσέτι καὶ ἢν ἡ
5320234 ἀναβαινει
μέλλομεν ἀγνοεῖν πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον , ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθονίων γένος ἀνδρῶν . Ὁ μὲν Πλάτων εἰς θεὸν
καὶ ἵπποι φορβάσι καὶ ταῦροι δαμάλεσι , τότε καὶ κριὸς ἀναβαίνει τὴν θήλειαν , καὶ κάπρος ἐπιθόρνυται συῒ , καὶ
5319561 διαιρουν
καὶ ποτὰ λάβῃ , τήκει δή , καὶ κατὰ σμικρὰ διαιροῦν , διὰ τῶν ἐξόδων ᾗπερ πορεύεται διάγον , οἷον
ἰσότητα ἢ ἀνισότητα οὐδὲ εὐθεῖά ἐστι δηλονότι , οὐδὲ τὸ διαιροῦν αὐτὰς σημεῖον . φανερὸν δή , . , ]
5317606 πους
βʹ ποδὸς διαλελυμένου εἰς τρίβραχυν , εἶτα χορίαμβος , εἶτα ποὺς ἁπλοῦς . Τὸ βʹ προσοδιακὸν τρίμετρον ἀκατάληκτον : ἡ
ἀντικαταδύνει καὶ οὐχ , ὡς οὗτοί φασιν , ὁ δεξιὸς ποὺς καὶ τὸ δεξιὸν γόνυ τῷ Τοξότῃ ἀντικαταφέρεται . Ἠγνοήκασι
5312866 ἑπτακις
[ ἡ ] ὀξύπορος καὶ ὀξύπους . Ἑλλώτια δ ' ἑπτάκις : τὴν προσηγορίαν φασὶ ταύτην ἐσχηκέναι τὴν Ἀθηνᾶν ἀπὸ
Σιμούνδου , νῦν δὲ Σαλική , πλοῦ μῆκος . οὖσα ἑπτάκις που χιλίων σταδίων , πλάτος δὲ πεντακοσίων . τὰ
5312751 ἀποληγει
ἀλλ ' Ἕκτωρ πυρὸς αἰνὸν ἔχει μένος , οὐδ ' ἀπολήγει χαλκῷ δηϊόων : τῷ γὰρ Ζεὺς κῦδος ὀπάζει .
ἠὲ βάλῃσιν , ἀλλά τε καὶ περὶ δουρὶ πεπαρμένη οὐκ ἀπολήγει ἀλκῆς , πρίν γ ' ἠὲ ξυμβλήμεναι ἠὲ δαμῆναι
5309490 ὁμοιομερες
' οὐδὲ ὡς ὅλον εἰς μέρη ὁμοιομερῆ : εἰ γὰρ ὁμοιομερὲς τὸ καὶ ὀνόματος καὶ ὁρισμοῦ μετέχον κοινοῦ , αἱ
: τὸ “ ὁμαλόν ” , δεῖ αὐτὸ κατὰ τὸ ὁμοιομερὲς ὑπολαβεῖν . τοῦτο δὲ διττόν ἐστι κατὰ τὴν σύστασιν
5300512 συρεται
μισητὸς , καιρὸς , θανατηφόρος . ἕρπει : ἀκολουθεῖ , σύρεται , διατρέχει , ἐπιγίνεται : ἕρπει ἐπὶ τῶν βραδέως
μὲν ἔθνη τὴν Ἰταλίαν κατοικεῖ . Ἐκεῖθεν δὲ πρὸς ἀνατολὰς σύρεται ἢ τὴν θάλασσαν ἐπερεύγεται ὁ Ἀδρίας κόλπος , τοὺς
5294581 τριπουν
διὰ παντὸς δὲ αὐτοῦ ἄλλο ὄρυγμα εἰκοσίπηχυ βάθος ὀρώρυκται , τρίπουν δὲ τὸ εὖρος , δι ' οὗ τὸ ὕδωρ
αἰτιατικὴν πουλύπουν φασίν , ὡς Ἀλκίνουν καὶ Οἰδίπουν . καὶ τρίπουν δὲ λέβητα Αἰσχύλον εἰρηκέναι ἐν Ἀθάμαντι ἀπὸ ἁπλοῦ τοῦ
5294524 πορθμειον
ἑορτή : βαλανεῖον : λοφεῖον ἡ θήκη τῆς περικεφαλαίας : πορθμεῖον : μουσεῖον : βραβεῖον : φορεῖον : πορεῖον ἀντὶ
Κερκόρου , δράκοντα τὸν φύλακα . Ὁρκίζω σε εἰς τὸ πορθμεῖον ἐκεῖνο , καὶ δι ' Ἀχέροντα ναυτίλον . Ὁρκίζω
5292500 μεριζομενος
τὴν φυλακήν , λάθοι δ ' ἂν δοὺς ἐν πλείοσι μεριζόμενος ὃ μὴ ἂν ἄλλως ἔχων . δείξει γάρ τις
, ὅτι οὐδὲν ἐπίρρημα σχηματίζεται . κεδαιόμενος : διακοπτόμενος , μεριζόμενος . ἀτλήτους μελεδῶνας : ἀνυποστάτους μερίμνας ἔχω , ἀνυπομονήτους
5290490 κεραμεουν
πτεροῖϲ , καὶ μᾶλλον ἐὰν ἐμβαλὼν αὐτὰϲ ζώϲαϲ εἰϲ ἀγγεῖον κεραμεοῦν , εἶτα περιτιθεὶϲ τῷ ϲτόματι τοῦ ἀγγείου ἀραιὸν ὀθόνιον
δὲ λαβόντες μέτρῳ τε καὶ σταθμῷ τὸ συνηγμένον εἰς ἄγγος κεραμεοῦν ἐνέβαλον , καὶ μίξαντες κατὰ λόγον τοῦ πλήθους μολίβδου
5289730 σιμον
ἔχουσι τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον , λευκὸν καὶ λευκότερον , σιμὸν καὶ σιμώτερον , ἡ δὲ οὔ . κακῶς δὲ
, ὥστε τὰς πάντοθεν ὀσμὰς προσδέχεσθαι . Τὸ δὲ δὴ σιμὸν τῆς ῥινὸς πῶς τοῦ ὀρθοῦ κάλλιον ; Ὅτι ,
5283204 ὠθειται
οὖν , ὅτι τὸ ἓν μέρος τῆς παρατάξεως λεπτὸν ὂν ὠθεῖται ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν , τὰ ἄλλα μέρη βαθυνόμενα τί
τὴν προειρημένην ἀποδείκνυσι φερώνυμον . ὁ γοῦν ἰὸς ἐπὶ πᾶν ὠθεῖται τὸ σῶμα τάχει ἀμάχῳ , καὶ μέντοι καὶ ἡ
5280723 συνεχες
χρόνον : ἡ διαφορὰ δὲ ἐν τῷ τὸ τὴν μὲν συνεχές , τὴν δὲ διωρισμένον ποιεῖν . καὶ συνέχει δὴ
στενοῖς τοῖς κωλύουσι τὸν περίπλουν , ἀλλὰ μᾶλλον σύρρουν καὶ συνεχές : οἵ τε γὰρ περιπλεῖν ἐγχειρήσαντες , εἶτα ἀναστρέψαντες
5277965 ἐνεχθεν
καὶ τὸ μ κέντρον τοῦ ἐπικύκλου , τὴν μο περιφέρειαν ἐνεχθέν , τὸν εζη ἐπίκυκλον ἐπὶ τὸν πρχ μετήνεγκε ,
χρήσασθαι δὲ ἔλεγον ἱμάτιον ἢ σκεῦος . νεαρὸν νεωστὶ ὕδωρ ἐνεχθέν : ἔγκειται γὰρ τὸ ἀρύειν , πρόσφατον δὲ τὸ
5273654 διαιρει
αὐτὴν λέγει . δὶς γὰρ ἕκαστον τῶν οἷς προσάγεται ποιοῦσα διαιρεῖ πως αὐτό , οὐκ ἐῶσα μένειν ὃ ἦν :
σιδήρου δι ' ὅλου κατελθοῦσα τοῦ λίθου τήν τε ἀκόνην διαιρεῖ καὶ τῆς κατεχούσης αὐτὴν χειρὸς ἐπιτέμνει τι μέρος .
5263736 μεμερισται
τῶν ἐπαίνων λέγει . θανόντεσσι μέρος : καὶ τοῖς ἀποθανοῦσι μεμέρισται , καὶ οἱ ἀποθανόντες κοινωνοῦσι τῆς τῶν ἐγκωμίων γραφῆς
σαφὲς ὅτι καὶ ταὐτὸ μέρος λόγου : οὐ γὰρ φωναῖς μεμέρισται τὰ τοῦ λόγου μέρη , σημαινομένοις δέ . τῶν
5261137 βροντειον
τεῖχος καὶ πύργος καὶ φρυκτώριον καὶ διστεγία καὶ κεραυνοσκοπεῖον καὶ βροντεῖον καὶ θεολογεῖον καὶ γέρανος καὶ αἰῶραι καὶ καταβλήματα καὶ
κατοπτεύουσιν ἢ γρᾴδια ἢ γύναια καταβλέπει . κεραυνοσκοπεῖον δὲ καὶ βροντεῖον , τὸ μέν ἐστι περίακτος ὑψηλή : τὸ δὲ
5251322 ῥυτον
Ἀλεξανδρείᾳ ἑστάναι φησὶ κατὰ πολλὰ μέρη τῆς πόλεως μονοχίτωνας , ῥυτὸν κρατοῦντας ἐν ταῖς χερσίν . ἐπὶ τούτοις τοῖς λόγοις
: τῶν Ῥοδιακῶν ἢ τῶν ῥυτῶν . καὶ πάλιν : ῥυτὸν χωροῦντα δύο χόας , ὃν οὐδ ' ἂν ἐλέφας
5246583 νηκτον
μετα - βάσεως , ὡς πτηνόν φαμεν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν : ἢ καὶ ὅτι μία ἡ ἀντίθεσις , κἂν
Σκορπίῳ , δίσωμον , θηλυκόν , γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , πτερωτόν , ἄφωνον , ὑποτακτικόν .
5245092 βαθυ
τοσοῦτον ἐπιστήμης ἀλλοτριωθῶμεν , ὡς ἄγνοιαν , τὸ μέγα καὶ βαθὺ σκότος , τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς κατασκεδάσαι . διττὸν δὲ
φασὶ δὲ Ἱερώνυμόν τινα ἱστορεῖν ὅτι Τιθωνὸς ἀδελφὸς Πριάμου ἐς βαθὺ γῆρας ἐλάσας καὶ ζῆν μηκέτι ἐθέλων ᾐτήσατο παρὰ τῆς
5242584 διαρθρουται
ἐπίκειται . καὶ οὕτω μὲν ἡ κνήμη εἰς τὰ ἄνω διαρθροῦται : ἀλλ ' οἷον ὑποβέβληται * * * πρὸς
ταύτης ἐστὶ τὰ ἄρθρα : ὡς γάρ φησιν αὐτὸς , διαρθροῦται , οὕτως ἡμεῖς ἀνατρέπομεν αὐτήν . οἱ μέντοι δοξάζοντες
5240135 διαιρετος
εἴς τι μεταβεβληκὸς ἐν χρόνῳ μεταβέβληκεν , ὁ δὲ χρόνος διαιρετός . εἰ γὰρ ἐν τῷ νῦν , ἐν μὲν
κινεῖται διάστημα . εἰ τοίνυν καὶ οὗτος ὁ χρόνος εἴη διαιρετός , ἐν ᾧ κινεῖταί τι κατὰ ἀμεροῦς καὶ ἐλαχίστου
5239556 προηκοντα
καὶ τὸν βίον ἀναγκασθῆναι [ ] παθεῖν εἰς τοῦτο [ προήκοντα ] [ ] ὥστε , εἰ ἔδυ [ ὁ
] τουτέστιν εἰς Μακεδονίαν μεταβιβάζειν τὴν δύναμιν . εἰς τοῦτο προήκοντα ] οὐκ εἶπεν οὕτως ἔχοντα , ἀλλ ' οὕτω
5235363 ἡμιτομον
δὲ Πλειάδες περὶ τὸ οὐραῖον τοῦ αὐτοῦ Ταύρου , ὅπερ ἡμίτομόν ἐστιν . ἡ ἐπιτολὴ δὲ τῶν Πλειάδων γίνεται ἀπὸ
δὲ Πλειάδες περὶ τὸ οὐραῖον τοῦ αὐτοῦ Ταύρου , ὅπερ ἡμίτομόν ἐστιν . ἡ ἐπιτολὴ δὲ τῶν Πλειάδων γίνεται ἀπὸ
5231540 ὀργυιαν
γῆν εἰς βάθος κάτω τῷ ἀρότρῳ . ἀναβωλακίας δ ' ὀργυιάν : μέτρον τι ἡ ὀργυιά . φησὶν οὖν ,
μὲν πλάτος κατὰ σπιθαμήν , τὸ δὲ μῆκος κατ ' ὀργυιάν . αἱ δὲ Πελληνικαὶ χλαῖναι ἦσαν εὐδόκιμοι ὡς καὶ
5230723 ἐκτεινεται
κατὰ τὸν μέγαν δάκτυλον . ὑπὸ τούτων τῶν τριῶν καρπὸς ἐκτείνεται , κατὰ μὲν τὸν μικρὸν δάκτυλον ἐγκλινομένης ὡς ἐπὶ
καὶ τὸν πῆχυν καὶ τὸ ἐχόμενον τῶν ἡνιῶν , καὶ ἐκτείνεται δὲ καὶ συγκάμπτεται : πρὸς δὲ τούτοις καὶ τὸ
5227423 προυχον
' αὐτῇ δέρμα , ὡς ἀκροποσθία καὶ ἀκροπόσθιον τὸ πόσθης προῦχον . ᾧ δὲ τὴν πόσθην ἀπέδουν , τοῦτον τὸν
κουφότεραί τε οὖσαι καὶ ναυτικωτέρων ἀνδρῶν , ταχυτῆτι καὶ ἐμπειρίᾳ προῦχον , αἱ δὲ Ῥωμαίων ἅτε βαρύτεραι καὶ μείζους ἐμόχθουν
5227226 πηχυς
προσαγορεύουσι καὶ μετροῦσι τὰ νάματα , καὶ πανήγυρις αὐτοῖς ὁ πῆχυς γίνεται . . . Δεινὸς χρηματιστὴς ἐκ τῆς κατὰ
γενικῆς στάχυος , βότρυος , κέγχρυος πλὴν τῶν δύο τούτων πῆχυς πήχεως , καὶ πέλεκυς πελέκεως . ταῦτα γὰρ μόνα
5224782 βουβωνα
ἐξέρχεται τὸ πῦος , ἔστι δὲ ᾗσι καὶ κατὰ τὸν βουβῶνα ὡς φῦμα γίνεται , κἀκείνῃ πῦον γενόμενον ἐξῆλθε :
πύον τῆς μεταβολῆς γινομένης . υιβʹ . Φύγεθλόν ἐστι κατὰ βουβῶνα γινόμενον ἀπόστημα . υιγʹ . Ὑποσπαδίας ἐστὶ πάθος ἐφ
5218136 Ἰορδανης
μεγάλην ἀσφάλειαν ἔχουσα . Περιρρεῖ δ ' αὐτὴν ὁ λεγόμενος Ἰορδάνης ποταμὸς ἀείρρους . Τῆς δὲ χώρας οὐκ ἔλαττον ἑξακισχιλίων
ὁρκίζω σε μέγαν θεὸν Σαβαώθ , δι ' ὃν ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐρυθρὰ θάλασσα ἣν
5212275 τενοντα
τὸ ἐπίσειον καὶ ἐς τὸν κενεῶνα καὶ τὰς ἰξύας καὶ τένοντα καὶ κοιλίην καὶ στῆθος , καὶ τὰς ὠμοπλάτας καὶ
' ἀλλήλων διίστανται , αἱ δ ' ἀρχαὶ ἐπὶ τὸν τένοντα ἁμματίζονται . καὶ οἱ μὲν διὰ τῆς περιοδίας εὔχρηστοι
5209408 εὐωνυμα
καλεῖ : τῶν γὰρ δεξιῶν ἡ καλὴ ἐργασία . ἢ εὐώνυμα λέγει τὰ πληγώματα αὐτῶν : εὐωνύμως γὰρ ἐπλήγησαν .
ὁ δὲ ἥλιος οὐ τοσοῦτον παραβαίνει ἐπὶ τὰ δεξιὰ καὶ εὐώνυμα , ὅσον οἱ πέντε , ἀλλὰ τῶν τριῶν τούτων

Back