γῆν εἰς βάθος κάτω τῷ ἀρότρῳ . ἀναβωλακίας δ ' ὀργυιάν : μέτρον τι ἡ ὀργυιά . φησὶν οὖν ,
μὲν πλάτος κατὰ σπιθαμήν , τὸ δὲ μῆκος κατ ' ὀργυιάν . αἱ δὲ Πελληνικαὶ χλαῖναι ἦσαν εὐδόκιμοι ὡς καὶ
7366034 περατουμενον
. ἡμάρτηται δέ , φησί , τὸ ἔα εἰς α περατούμενον καὶ Ἀσιανῆς ἔχεται φωνῆς καὶ οἱ ἑλληνίζοντες δὲ ἐν
οὐ γὰρ δή γε τῷ φίλος παράκειται ἐπίρρημα εἰς ω περατούμενον , εἰς δὲ ως , καὶ . . .
7240862 ἐξαγ
ἀθλίαν ποθεῖν . ἆ μή μ ' ἐπ ' οἶκτον ἔξαγ ' οὗ ' λελήσμεθα . σιγῶ : πέραινε δ
γε δυνατὸν αἰτεῖσθαι χρεών . σὺ μήτε σὴν παῖδ ' ἔξαγ ' ὄψιν εἰς ἐμὴν μήτ ' εἰς ὄνειδος ἀμαθὲς
7233735 Ξυλον
ἱππούροις καὶ οἱ πομπίλοι , σκιᾶς ἐρῶντες ὥσπερ ἐκεῖνοι . Ξύλον δέ τι προσφερὲς ἀτράκτῳ συνεχέσιν ὡπλισμέ - νον ἀγκίστροις
τοῦ μέτρου . Ξύριον : διὰ τὸ ξέειν ῥᾷον . Ξύλον : διὰ τὸ ξέεσθαι καὶ λεαίνεσθαι . ἢ διὰ
7233562 κτηδονας
μὲν ταῖς διαφύσεσιν : ὁ μὲν γὰρ ἐπ ' εὐθείας κτηδόνας ἀποκλᾶται , ὁ δ ' αἱματίτης ὡς ἔτυχεν :
πολὺ μᾶλλον , ὡς ἡ νυμφαία . Ἀγαρικὸν ἄμεινον τὸ κτηδόνας ἔχον εὐθείας . Ἀκακίας ἐκλέγου τὸ ἠρέμα κιρρὸν καὶ
7231926 σκουταριου
] ἤτοι ἕως τοῦ τέλους : τὸ τέλος γὰρ τοῦ σκουταρίου πρὸς τὴν γῆν ἐπιρρέπει : διὰ τοῦτο εἶπεν τὸ
τοῦ κοίλην ἔχοντος τὴν γαστέρα . Ξ κύκλου ] τοῦ σκουταρίου . αὐτὸς ] ὁ Ἱππομέδων . ἐπηλάλαξεν ] ἤχησεν
7226580 γηθοσυνη
καὶ πλεονασμῷ τοῦ δ ἁλοσύδνη , ὥσπερ καὶ τὸ γηθόσυνος γηθοσύνη . . . . ἀλλοδαπός : ὁ ξένος ,
ποδώκεος Αἰακίδαο φοίτα μακρὰ βιβᾶσα κατ ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα , γηθοσύνη , ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι . αἱ
7220321 ξυγκαμπτειν
. Ἢν δὲ μὴ ἐμπέσῃ , τοῖσι μὲν ὄπισθεν , ξυγκάμπτειν οὐ δύνανται , ἀτὰρ οὐδὲ τοῖσιν ἄλλοισι πάνυ :
. Σημεῖα δ ' εὔσημα : ἢν μὲν ἔσω , ξυγκάμπτειν ὅλως σφῶν τοὺς δακτύλους οὐ δύνανται : ἢν δ
7218961 γεγωνεμεν
μεγακήτεϊ νηῒ μελαίνῃ , ἥ ῥ ' ἐν μεσσάτῳ ἔσκε γεγωνέμεν ἀμφοτέρωσε , ἠμὲν ἐπ ' Αἴαντος κλισίας Τελαμωνιάδαο ἠδ
τὴν τάξιν τῆς νεωλκίας ἡ παρατήρησις , καὶ πρὸς τὸ γεγωνέμεν , ὅτι οὐ ψιλῶς ἐστὶ φωνεῖν ἀλλ ' ἀκουστὸν
7214579 ἀδικοιη
. εἰ δὲ μηδὲ ἀδικεῖται αὐτός , οὐδ ' ἂν ἀδικοίη ἐν τῇ οὕτω γινομένῃ ἀνίσῳ νομῇ . πᾶς γὰρ
- ποιῶν καὶ οὐ καταρχόμενος . οὕτω δὲ οὐκ ἂν ἀδικοίη τις ἑαυτόν : τί γὰρ μᾶλλον ἄρχεται ἢ ἀμύνεται
7134220 ἀπερατον
. τὸ χρῆμα ] ἡ ὕπαρξις , τὸ μέγεθος . ἀπέρατον καὶ ἀπέραντον τὸ μέγα καὶ μακρόν . ἀπέρατον μὲν
ἐξαπτομένη πρὸς τῶν αἰσθητῶν ἐμπίπρησι τὸν νοῦν , πολλὴν καὶ ἀπέρατον φλόγα ἐπεισχέουσα μετὰ ῥύμης ἀνηνύτου καὶ φορᾶς ; ἄριστον
7113837 ὑπευδιος
μαλακῇ ὑποδείελος αἴγλῃ , καί κεν ἐπερχομένης ἠοῦς ἔθ ' ὑπεύδιος εἴη . Ἀλλ ' οὐχ ὁππότε κοῖλος ἐειδόμενος περιτέλλῃ
Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν Πειρεσιαὶ Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος ἠπείροιο ἀκτὴ καὶ τύμβος Δολοπήιος . ἔνθ ' ἄρα
7102713 κυμβη
ἄμφωτον . Σιμάριστος δὲ παρὰ Κυπρίοις τὸ δίωτον ποτήριον . κύμβη κύλικος εἶδος ὃ Πάφιοι κύμβαν καλοῦσιν . κώθων Λακωνικὸν
ποτήριον καὶ στενὸν τῷ σχήματι , παρόμοιον πλοίῳ ὃ καλεῖται κύμβη . καὶ Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀγροίκοις : μεγάλ ' ἴσως
7090289 ὀχλουντα
παθῶν ὑπεξαιρεθέντων τὰ ἥδοντα αὐτὴν # ἀντιπαρέρχεται . τὰ οὖν ὀχλοῦντα τίνα [ ἐστίν ] ? ; % φόβοι μέν
, πῶς εἴποι τις τὸ προταθὲν καὶ ὅπως φυλάξεται τὸν ὀχλοῦντα σοφιστήν . παράδειγμα τοῦ μὲν προτέρου τὸ βιβλίον διδάσκει
7086478 τιφος
ὅς ῥ ' ἐνὶ βήσσῃς φέρβετο Λαμπείης Ἐρυμάνθιον ἂμ μέγα τῖφος , τὸν μὲν ἐνὶ πρώτοισι Μυκηνάων † ἀγορῇσι δεσμοῖς
ἔμπης πάντεσσιν νομοὶ ὧδε τεθηλότες αἰὲν ἔασι Μηνίου ἂμ μέγα τῖφος , ἐπεὶ μελιηδέα ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε
7053718 τελαμωνι
ὕψος ἀνέχουσα , χιτὼν δὲ ἐξ ὤμων ἀπαγόμενος εἰς πόδας τελαμῶνι χρυσέῳ κατὰ στέρνων ἐσφίγγετο . κόμη δὲ οὕτως ἦν
μέγα στιβαρὸν κεκορυθμένον : αὐτὰρ ἀπ ' ὤμων ἀσπὶς σὺν τελαμῶνι χαμαὶ πέσε τερμιόεσσα . λῦσε δέ οἱ θώρηκα ἄναξ
7052752 δολιχῃσιν
φλεγέθει καὶ ὀρίνεται ἄγριον ἦτορ , εἰσόκε μιν χηλῇσιν ἐπαΐξας δολιχῇσιν κάραβος αὐχενίοιο λάβῃ μέσσοιο τένοντος : ἴσχει δ '
ἀγρευτήρων σὺν κυσὶν εὐτόλμοισι ποτὶ χθόνα θῆρα βάλωνται , αἰχμῇσιν δολιχῇσιν ἐπασσύτερον δαμάσαντες , δὴ τότ ' ἀπ ' αὐχένος
7044463 Οἰδ
Ἁλκμήνης ἐγὼ υἱὸς γενοίμην δοῦλος ἅμα καὶ θνητὸς ὤν ; Οἶδ ' οἶδ ' ὅτι θυμοῖ , καὶ δικαίως αὐτὸ
ἀμφίστομος , κεντεῖ κάτωθεν , τοῖς δὲ χείλεσιν δάκνει . Οἶδ ' ἐγὼ ὃς νέος ὢν ἐστὶν βαρύς , ἂν
7039245 τρυχει
βληταί : ἤγουν βεβλημέναι ὑπὸ τῆς Ἀρτέμιδος . τρώει : τρύχει , φθείρει . θυωρόν : θυωρὸς ἡ φιλικὴ τράπεζα
ἢ φυλάσσομαι πύλης ἄναξ θυρωρέ Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος ἢ σφηκιὰν βλίττουσιν εὑρόντες τινά ἐγὼ
7033117 βρεχμον
γενέσθαι . . . . = . . βρέχμα καὶ βρεχμόν : τὸ ὑπερμετώπιον : οὕτως εὗρον εἰς τὸ Ῥητορικόν
χεῖρας ἐελδόμενοι στυγερὰς ἀπὸ Κῆρας ἀμύνειν . Καί πού τις βρεχμόν τε καὶ ἐγκέφαλον συνέχευε λᾶα βαλὼν ἑτέροιο κατὰ μόθον
7028330 ὀρνιθεσσιν
κραιπνοὶ τελέθουσαι αὐτοῖσιν φορέουσιν ἴσον τάχος οἰωνοῖσιν . οὐδὲ μὲν ὀρνίθεσσιν ὁμοίϊος ἀμβαδὸν εὐνή , Βάκτριον οἷα δὲ φῦλον ἔχουσιν
, ἄχθεα θαυματὰ χερσὶ καὶ ὤμοισιν φορέοντας ἱπταμένους γυίοις ἐναλίγκιον ὀρνίθεσσιν , πιλναμένους τε νέφεσσιν ἐπ ' ἠνεμόεντι πετεύρῳ .
7023305 θεεν
, ὃ λέγεται ἴτυς . „ ἄντυξ , ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης „ . ” ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας
δ ' ἐλάτην χαμάδις βάλεν , ἐς δὲ κέλευθον τὴν θέεν ᾗ πόδες αὐτοὶ ὑπέκφερον ἀίσσοντα . ὡς δ '
7015245 στρομβος
γαστέρα λαμβανόμενα πάντα τὰ ὀστρακόδερμα , οἷον πορφύρα κῆρυξ ὄστρεον στρόμβος ἐχῖνος μῦς πελωρὶς χήμη κτένες [ καρκινάδες ] καὶ
+ . * + . . . Βέμβιξ : ὁ στρόμβος , ὃν οἱ παῖδες περιστρέφοντες καὶ παίοντες ἱμάντι παίζουσι
7010226 σποδοειδης
Χροιῇ : τὴν ὄψιν , τῇ ὄψει . αἰθαλόεσσα : σποδοειδὴς , στακτώδης , μέλαινα , στακτοειδὴς , αἰθαλώδης .
ἐπιτεταμένως , ἡ δὲ σποδοειδής : ἀρίστη δ ' ἡ σποδοειδὴς οὖσα καὶ μαλακὴ ἄγαν πρός τε χαλκωμάτιον ἑλκυσθεῖσα γραμμὴν
6999368 ἀραγμος
προσκρουσμός . ἀραγμὸς ] κτύπος , κροῦσις τῶν πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ]
πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται
6999364 ἐκεχυντο
δ ' ἄρ ' ὁμαρτῆ , ὡς ἴδον , ὡς ἐκέχυντο παραφθαδόν , Ἄϊδος ἕρκος πλεκτὸν ἐπισπεύδοντες , ἐπειγομένοις δὲ
πλευραῖσι δὲ μᾶλα δαψιλέως ἁμῖν ἐκυλίνδετο , τοὶ δ ' ἐκέχυντο ὄρπακες βραβίλοισι καταβρίθοντες ἔραζε : τετράενες δὲ πίθων ἀπελύετο
6998671 συντριβουσι
τούς τε θυρεοὺς καὶ τὰ κράνη καὶ πᾶν σκεπαστήριον ὅπλον συντρίβουσι . κατὰ δὲ τὴν εὐστοχίαν οὕτως ἀκριβεῖς εἰσιν ,
ἐστί : πᾶν ὅ τι ἂν ὑπ ' αὐτοῖς λάβωσι συντρίβουσι ῥᾶιστα , ἐάν τε λίθος ἦι ἐάν τε ἥμερον
6993295 πλατυτατον
ἐληλάσθαι . τὸν μὲν οὖν πρῶτόν τε καὶ ἐξωτάτω σφόνδυλον πλατύτατον τὸν τοῦ χείλους κύκλον ἔχειν , τὸν δὲ τοῦ
͵δ σταδίων , μιλίων δὲ φλγʹ , πλάτος δὲ ᾗ πλατύτατον ͵β . Μεθ ' ὃν συνάγεται εἰς στενὸν [
6978423 βησσεται
ἢν τρωθῇ ἡ ἀρτηρίη , βὴξ ἔχει , καὶ αἷμα βήσσεται , καὶ λανθάνει ἡ φάρυγξ πιμπλαμένη τοῦ αἵματος ,
ὅταν πλευμᾷ , τὸ σίαλον παχὺ , ὑπόχλωρον , γλυκὺ βήσσεται , καὶ βρυγμὸς , καὶ ὀδύνη ἐς τὸ στέρνον
6974127 ἐελδομενος
Τῷ δ ' ἐπικαγχαλόων υἱὸς κρατεροῖο Μόλοιο ἄλλον ἀφῆκεν ὀιστὸν ἐελδόμενος μέγα θυμῷ υἷα βαλεῖν Πριάμοιο πολυτλήτοιο Πολίτην : ἀλλ
πεσόντος , ἐπηΰτησε δὲ λαός . Ἀλλὰ καὶ ὧς ἀνόρουσεν ἐελδόμενος πονέεσθαι τὸ τρίτον ἀμφ ' Αἴαντα πελώριον : ἀλλ
6974069 πενταπηχυ
δεκάπηχυ πρὸς τὸ δεκάπηχυ , ἀλλά φησιν ἔχειν ὡς τὸ πεντάπηχυ πρὸς δεκάπηχυ : ὥστε ὁ μέν φησι τὸ ἴσον
ἄλλως , ῥητὸν ἂν εἴη τὸ τοιοῦτον διάστημα πεντάπουν ἢ πεντάπηχυ , εἰ τύχοι : εἰ δὲ ὑπερβαίνει ἢ ἐλλείπει
6973161 προσεικασμενας
καὶ τὼ ὀφθαλμὼ ἐπιμέμυκε : κόρας δὲ ἔχει κυανοῦ χρόᾳ προσεικασμένας . καὶ τὸ μὲν γένειον ἔχει τοῦ ἡπάτου μεῖζον
καὶ τὼ ὀφθαλμὼ ἐπιμέμυκε : κόρας δὲ ἔχει κυανοῦ χρόᾳ προσεικασμένας . καὶ τὸ μὲν γένειον ἔχει τοῦ ἡπάτου μεῖζον
6970131 Σπεκτατον
λαβεῖν δὲ ἀργότατος . ἀλλ ' ἐπίστειλόν τε καὶ τὸν Σπεκτάτον ἡγοῦ τάχιστα ὄψεσθαι . μεθ ' οὗ βάδιζε ,
, ἐγώ τε οἴσω , κακὸς εἰ δειχθείην . Ἔφης Σπεκτάτον μέγαν ὄντα τοῖς ἔργοις μικρὸν γεγενῆσθαι τοῖς παρ '
6968807 ἑξαπλεθρον
ἐς πεντεκαίδεκα . τάφρον δὲ περιβεβλῆσθαι τῇ πόλει τὸ εὖρος ἑξάπλεθρον , τὸ δὲ βάθος τριήκοντα πήχεων : πύργους δὲ
ἐς πεντεκαίδεκα : τάφρον δὲ περιβεβλῆσθαι τῇ πόλι τὸ εὖρος ἑξάπλεθρον , τὸ δὲ βάθος τριήκοντα πήχεων : πύργους δὲ
6967972 πολυπτυχον
κλιμακτῆρα ὑψηλότερόν τινι χρὴ ποιέειν τοῦ μετρίου , καὶ ἱμάτιον πολύπτυχον , ὡς ἂν ἁρμόσῃ , ὑποτείνειν ὑπὸ τὸ σῶμα
κλιμακτῆρα ὑψηλότερόν τινι χρὴ ποιεῖν τοῦ | μετρίου καὶ ἱμάτιον πολύπτυχον , ὡς ἂν ἁρμόσῃ , ὑποτείνειν ὑπὸ τὸ σῶμα
6966756 σπερματιαν
Λαέρτα φίλον παῖδ ' ; ἐν Πάρῳ , σικυὸν μέγιστον σπερματίαν ὠνούμενον . οἱ δ ' ἀλυσκάζουσιν ὑπὸ ταῖς κλινίσιν
τὸν ἄνδρα παῖδα Λαέρτα φίλον ; ἐν Πάρῳ σικυὸν μέγιστον σπερματίαν ὠνούμενον . Οὐκ ἰδίᾳ τάδ ' οὐκετόνθοι τἀπὶ Χαριξένης
6957568 δηθυνει
εἰ δέ τε κούρην Ἀστραίην διίῃσι κερασφόρος ἀργέτα Μήνη , δηθύνει κλόπιον , χρόνιον δ ' ἀναφαίνεται αὖτις : δήεις
ἢ ἐπίπροϲθεν ἐϲ νύκτα . ἥδε ἡ περίοδοϲ οὐ κάρτα δηθύνει . καὶ τιϲὶ μὲν ἡ κεφαλὴ ἀλγέει πᾶϲα :
6955609 Μαγνησσα
τοῦ Καρὸς μετοικήσαντος ἐκεῖ σὺν Μάγνησι τοῖς ἐκ Κρήτης . Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος : ὁ νοῦς : οὐ τραχεῖά
δ ' εἰναλίη Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν Πειρεσιαὶ Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος ἠπείροιο ἀκτὴ καὶ τύμβος Δολοπήιος .
6950042 ξιφιῃ
. ἀνέρος : ἁλιέως . ἀλκῇ : δυνάμει . Ἐπὶ ξιφίῃ : κατὰ ξιφίου . ὁπλίζονται : τεχνῶνται , μηχανῶνται
, πάντες ἀταρτηροῖς ὑπὸ νύγμασιν ἰὸν ἱέντες . Τρυγόνι δὲ ξιφίῃ τε θεὸς κρατερώτατα δῶρα γυίοις ἐγκατέθηκεν , ὑπέρβιον ὅπλον
6947085 στρωτηρος
καὶ ἔπειτα ὑπερενεγκεῖν τὴν χεῖρα σὺν τῷ ξύλῳ ὑπὲρ τοῦ στρωτῆρος , ὡς ἡ μὲν χεὶρ ἐπὶ θάτερα ἔῃ ,
τὸ στῆθος τοῦ ἀνθρώπου ἱμάτιον ἐπικαθίσαι ἐπὶ τὸ προέχον τοῦ στρωτῆρος , εἶτα προσβάλλειν τὸ στῆθος πρὸς τὸν στύλον πλατέῃ
6943470 στορθυγξ
Φλεγρὰς αἶα δουλωθήσεται Θραμβουσία τε δειρὰς ἥ τ ' ἐπάκτιος στόρθυγξ Τίτωνος αἵ τε Σιθόνων πλάκες Παλληνία τ ' ἄρουρα
βροτῶν . ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον
6942778 λιθοκολλητον
. πρόσταξις ἧκεν ἀδελφὴ τῆς προτέρας προστιθεῖσα θαλαττίῳ χλαμύδος βαφῇ λιθοκόλλητον ταινίαν φέρουσάν τι καὶ αὐτὴν καρποῦ θαλαττίου . ὁ
τὸ ἄγαλμα τοῦτο Ἀφροδίτης εἶναι , καὶ πελειάδα αὐτῇ παρέστησε λιθοκόλλητον : καὶ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν θυσίαις τε ἱλεοῦτο καὶ
6940089 λακτιζων
δεσμὰ καὶ κάλους ῥήξας ἐς μέσσον αὐλῆς ἦλθ ' ἄμετρα λακτίζων . σαίνων δ ' ὁποῖα καὶ θέλων περισκαίρειν ,
μὲν κατέδυνεν ὑφ ' ὕδατι , πολλάκι δ ' αὖτε λακτίζων ἀνέδυνε : μόρον δ ' οὐκ ἦν ὑπαλύξαι .
6936377 ἀμνιον
Διονυσίων . τοῦτο αἱματοδεκτικὸν ἀγγεῖον , ὃ εἶπεν ὁ ποιητὴς ἄμνιον . τοῦτο ἅμα εἰπὼν ἐκχέει τὸν οἶνον ὁ κηδεστὴς
χρεία δ ' οὐ σμικρὰ καὶ ἥδε τοῦ κατὰ τὸν ἄμνιον ὑγροῦ : κουφίζει γὰρ καὶ ἀνέχει καθάπερ ἐννῆχον ἑαυτῷ
6930079 μεγακητεϊ
ἐν χειρὶ παχείῃ , στῆ δ ' ἐπ ' Ὀδυσσῆος μεγακήτεϊ νηῒ μελαίνῃ , ἥ ῥ ' ἐν μεσσάτῳ ἔσκε
ἐν χειρὶ παχείῃ , στῆ δ ' ἐπ ' Ὀδυσσῆος μεγακήτεϊ νηὶ μελαίνῃ , ἥ ῥ ' ἐν μεσσάτῳ ἔσκε
6928468 Σπανιον
τοὺς τῶν Ἀργείων λοιδοροῦντας αὐτὸν ὡς ἐπίορκον καὶ ἀσεβῆ . Σπάνιον εἴσαγε σὸν πόδα πρὸς σὸν φίλον , ἵνα μὴ
σφόδρα , διὸ καὶ τοὺς θώρακας ἐξαυάζοντες αὐτὸ ποιοῦνται . Σπάνιον δὲ τὸ ζῶον καὶ ὀλιγάκις φαινόμενον . Θαυμαστὴ δ
6926835 ἐμφερεστατα
τὸ χρῆμα τῆς νεολαίας ὡς καλόν . ἀνέχασκον εἷς ἕκαστος ἐμφερέστατα ὀπτωμέναις κόγχαισιν ἐπὶ τῶν ἀνθράκων . ἀνήρ τις ἡμῖν
πτερωτὰ φορέει , ἀλλὰ τοῖσι τῆς νυκτερίδος πτεροῖσι μάλιστά κῃ ἐμφερέστατα . Τοσαῦτα μὲν θηρίων πέρι ἱρῶν εἰρήσθω . Αὐτῶν
6926660 ἐπαλλαξαντες
ταῖς τῶν θηρίων κοίταις . ἐπαλαστήσασα ἐπιχαλεπήνασα , ἐπιδεινοπαθήσασα . ἐπαλλάξαντες ἐπιπλέξαντες , ἐξαμματίσαντες . ἐπιάλμενος ἐφαλλόμενος . ἐπάλυνεν ἐλεύκανεν
. ” ἐπαλλάξαντες ἅμμα ποιήσαντες καὶ ἀντεπιβαλόντες : “ πεῖραρ ἐπαλλάξαντες . ” ἔραζε χαμαί , εἰς τὴν γῆν .
6926036 εὐκυκλοις
. . πεδάρσιοι ] ἐν πεδίῳ αἰρόμενοι . ἐπ ' εὐκύκλοις ὄχοις ] καλοὺς τροχοὺς ἔχουσι ἐν τοῖς ἅρμασι .
, καὶ ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαιρόμενοι καὶ ὑψούμενοι ἐπὶ τοῖς εὐκύκλοις ὄχοις , ἤτοι ταῖς ἁμάξαις ταῖς εὐτρόχοις . τούτων
6924479 καππες
δ ' ὀστέον ἔγχος , ὃ δὲ πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κάππες ' : ἀτὰρ Μενέλαος ἀρήϊος οὖτα Θόαντα στέρνον γυμνωθέντα
πρόσθε ποδῶν : ὃ δ ' ἄρ ' ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππες ' ἀπ ' εὐεργέος δίφρου , λίπε δ '
6922768 ἀντλια
τροπωτῆρες , ὑπηρέσια , ἀσκώματα , κοντοί , κάλοι , ἀντλία , κάδοι , ἀπόγυα , ἐπίγυα , πείσματα ,
Ὁμήρῳ ἀλεξάνεμος . χείμαρος : τρῆμα νεώς , ὅθεν ἡ ἀντλία ἐκρεῖ . χιτώνιον : ὁ ζωστὸς χιτὼν καὶ γυναικεῖος
6918029 ἐπελασαντες
φεύγοντας οὐκ ἐπεδίωξαν , ἐπὶ δὲ τὴν φάλαγγα τῶν ἀντιτεταγμένων ἐπελάσαντες ἐφιλοτιμοῦντο παραλλάξαι τοὺς πεζούς . ἰσχυρᾶς δὲ μάχης γενομένης
ὕπατος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ῥωμαίων ἱππεῖς ἐπίλεκτοι , ἀχαλινώτοις ἐπελάσαντες τοῖς ἵπποις κατὰ τὸ καρτερώτατόν τε καὶ ἄριστα μαχόμενον
6915430 ἀθρησειε
ἔμπαλιν ὄμματ ' ἔνεικε , καλυψαμένη ὀθόνῃσιν , μὴ φόνον ἀθρήσειε κασιγνήτοιο τυπέντος : τὸν δ ' ὅγε , βουτύπος
φρένες ἐντός . ἤτοι ὅτ ' ἐς πεδίον τὸ Τρωϊκὸν ἀθρήσειε , θαύμαζεν πυρὰ πολλὰ τὰ καίετο Ἰλιόθι πρὸ αὐλῶν
6914042 φοινισσει
γλήνεα φοινίσσει : ἤτοι αἱματώδεις ἔχει τοὺς ὀφθαλμούς . * φοινίσσει : πειφοινιγμένος ἐστὶ κατὰ τὰ γλήνη , ἤτοι κατὰ
ἴσως δ ' ἐκ φολίδων τετρυμένη : αὐτὰρ ἐνωπῆς γλήνεα φοινίσσει τεθοωμένος , ὀξὺ δὲ δικρῇ γλώσσῃ λιχμάζων νέατον σκωλύπτεται
6910950 καταμυει
πυκνὴ γὰρ καὶ μαλακή . καὶ ὅταν μὲν ἐγρηγόρῃ , καταμύει τὰ βλέφαρα , ὅταν δὲ καθεύδῃ , τὰ μὲν
τὴν τῶν ὡρῶν διαφορὰν αἱ ῥῖνες αὐτὸν διδάσκουσιν . οὐ καταμύει δὲ κοιμώμενος : ἥττω γὰρ τὰ βλέφαρα πρὸς τοὺς
6909967 ὀμβριμον
] ἀπέρριψας , οὐδὲν ἡγήσω τὰς τοῦ δήμου ἀράς . ὄμβριμον ] ἤγουν μέγα . ἡμέτερον + νῦν μὲν δικάζεις
: ἐκ μιᾶς ἐννοίας ἐξέβησαν ἤγουν ἐκ τοῦ βάρους . ὄμβριμον ] γρ . ὄμβριον , ἤγουν τὸ σκότασμα .
6909132 οἰκοδομηται
ἐστι δυνάμει , ποτὲ μὲν ἐνεργεῖν ὡς οἰκοδομητόν , ὅταν οἰκοδομῆται , ποτὲ δ ' οὔ , οἷον εἰ κέοιντο
πάσαις ταῖς πυργοποιίαις , ἵνα κατὰ μηθὲν τὸ τεῖχος ἀμφίβολον οἰκοδομῆται . δεῖ δὲ καὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν τοὺς τάφους
6907148 ταρταρον
αὐτίχ ' ὁ μὲν ποταμόνδε καθήλατο , τύψε δὲ κώλοις τάρταρον ἰλυόεσσαν , ἄφαρ δ ' ἐφορύξατο γυῖα πηλῷ ,
χάλκεος ἄκμων ἐκ γαίης κατιών , δεκάτῃ κ ' ἐς τάρταρον ἵκοι . τὸν πέρι χάλκεον ἕρκος ἐλήλαται : ἀμφὶ
6906646 ἀναλυομενον
ἢ κατάσκιον ποιοῦσιν . ἄλυτον : ἀδιάλυτον , οἷον μὴ ἀναλυόμενον , ἀκατάλυτον . ὄγμον : τάξιν , καὶ ὄρδινον
συναιρεθήσεται . τὸ δὲ λεγόμενον ῥᾴδιον συνιδεῖν : ἅπαν σῶμα ἀναλυόμενον εἰς πῦρ ἀναλύεταί τε καὶ χεῖται , σβεννυμένης δὲ
6903869 χορτῳ
Ζηνὸς βωμός . ὁ μέντοι γε Πηλεὺς καταλαμβάνεται αὐλῆς ἐν χόρτῳ : ἔχε δὲ χρύσειον ἄλεισον , σπένδων αἴθοπα οἶνον
ἀνδροφάγοι ἦσαν , γελοίως : τὸ γὰρ ζῷον τοῦτο μᾶλλον χόρτῳ καὶ κριθῇ ἥδεται ἢ κρέασιν ἀνθρωπίνοις . τὸ δ
6901323 Καρπαθον
τὸ γένος , κατά τι λόγιον ἀποικίαν ἀπέστειλεν εἰς τὴν Κάρπαθον . Τὴν δὲ νῆσον τὴν ὀνομαζομένην Ῥόδον πρῶτοι κατῴκησαν
μὲν ἔχων ναῦς τὰς καλουμένας παρὰ Ῥοδίοις φυλακίδας ἔπλευσεν εἰς Κάρπαθον καὶ πολλὰ μὲν πλοῖα τῶν Δημητρίου καταλαβών , ἃ
6900813 γαλακτωδης
βρεχομένοις . περιτρέφεται : γίνεται , αὐξάνεται . γλαγόεσσα : γαλακτώδης , ἀφρώδης , λευκή . Μύξα : ἀφρὸς ,
δ ' ὑπόχλωρος , ἰασπίζων , ἐν δὲ τῷ διίεσθαι γαλακτώδης φαινόμενος , ἀναδάκνων σφοδρῶς . Ὁ δὲ Ἰουδαϊκὸς γεννᾶται
6900808 ἐκαη
θανατικὸν τόπον καθυπερτέρησεν Κρόνος καὶ Ἑρμῆς . ὁ τοιοῦτος ζῶν ἐκάη . Ἄλλη . Ἥλιος Αἰγόκερῳ , Σελήνη Ζυγῷ ,
θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες . αὐτὰρ ἐπεὶ νεκρός τ ' ἐκάη καὶ τεύχεα νεκροῦ , τύμβον χεύαντες καὶ ἐπὶ στήλην
6899087 διπλασιαζε
γένεσιν αὐτοῦ . ἐκτίθει τοὺς ἀπὸ μονάδος περιττοὺς καὶ τούτους διπλασίαζε , καὶ οἱ διπλασιαζόμενοι ἀρτιοπέριττοί εἰσιν . ἐκτιθέσθωσαν οὖν
δόρυ κλῖνον , πρόαγε , ἔχου οὕτως . τὸ βάθος διπλασίαζε , ἀποκατάστησον . τὸ βάθος ἡμισίαζε , ἀποκατάστησον .
6898923 ἀειρων
αὐτοβαφὴς ὑψοῦτο κερασφόρος : ἀσμαράγωι δὲ χείλεϊ σιγαλέωι τανυηκέα πῆχυν ἀείρων , πήξας δάκτυλον ἄκρον ἐθέλγετο θαῦμα κεράσσας . κεκλιμένος
ὑποστῶ ] ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρων καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχων κατὰ πάντα λογισμὸν μήσομαι ἔρδειν
6898698 ματευει
. ὀτοτύζεται ] δεῖ δὲ ὅμως τὸν ἀποθανόντα θρηνῆσαι . ματεύει ] ὅμως οὐκ ἠρεμεῖ ἡ ψυχή : ζητεῖ γὰρ
, πάντα θ ' ἅτ ' ἐκ γαίης μερόπων ἐπίνοια ματεύει . ἢν δ ' ἀκτὶς Κρονικὴ κορυφὴν ἐπ '
6896872 σμωδιξ
δὲ σμώδιγγες „ . ὁ δὲ Ἀπίων οὕτως μεταφράζει : σμῶδιξ τὸ ἀπὸ τῆς πληγῆς οἴδημα . σόλος Ψ .
ποιητοῦ . σμῶδιξ Β . Ψ . . , : σμῶδιξ : μώλωψ : καί φασιν ἐτυμολογοῦντες ἔνιοι σμῶδιξ εἶναι
6893957 ξεστῃς
ἀπὸ δὲ συμβαίνοντος τὸ προηγούμενον , οἷον ἑζόμενοι λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσι . τὸ λεύκαινον γὰρ εἶπεν ἀντὶ τοῦ συντόνως
. Ἀλλ ' ὅτε δὴ Πριάμοιο δόμον περικαλλέ ' ἵκανε ξεστῇς αἰθούσῃσι τετυγμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ πεντήκοντ ' ἔνεσαν
6890827 ὀκελλει
ἐπὶ τοῖϲι : ϲημηΐοιϲι γεγράφαται . ἀτὰρ καὶ ἐϲ ξυγκοπὴν ὀκέλλει τὸ πῦρ , ὅκωϲ ἐπὶ τοῖϲι καύϲοιϲι . τῆϲ
οἷα κεράστης μέσσου ὅγ ' ἐκ νώτου βαιὸν πλόον αἰὲν ὀκέλλει , γαίῃ ἐπιθλίβων νηδύν , φολίσιν δὲ καὶ ὁλκῷ
6889505 βυζω
. παρὰ τὸ βύω , ἔνθεν βεβυσμένος : οὗ παράγωγον βύζω , ὁ παθητικὸς παρακείμενος βέβυκται , ὡς βάζω βέβακται
, τροπῇ τοῦ α εἰς υ . ἢ παρὰ τὸ βύζω βυστός καὶ βυθός . . . . βύκτης :
6888388 Ναυσταθμον
: [ Κυρηναίων ἐπίνειον ] Ἀπολλωνία ν Ϛʹ λα γοʹ Ναύσταθμον , λιμήν . . . . . . .
τὸν Πόντον ἔξεισιν . Ἀπὸ δὲ Ἅλυος ποταμοῦ εἰς τὸν Ναύσταθμον , ἐν ᾧ καὶ λίμνη ἐστὶ , στάδια μʹ
6887553 δωδεκαπηχυς
ἣ περιεῖχε τὴν ἐξ Ἰνδῶν κάθοδον Διονύσου , Διόνυσος ἦν δωδεκάπηχυς ἐπ ' ἐλέφαντος κατακείμενος , ἠμφιεσμένος προφυρίδα καὶ στέφανον
τῶν φύλλων ἔχει . μεγέθει δὲ μέγα , καὶ γὰρ δωδεκάπηχυς ἐξ αὐτῆς ἐρέψιμος ὕλη τέμνεται . διττὸν δὲ τὸ
6882995 οἰχομενῳ
ἔσται δι ' ἐμέ . ἔχετ ' οὖν τῷ μὲν οἰχομένῳ συγγνώμην ὧν ἤλπισεν , ἐμοὶ δὲ τοῦ σιγῆσαι .
, μηδέ τις εἰναλίων ἐσίδοι νέκυν ἡγητῆρα , μηδέ τις οἰχομένῳ περ ἐνὶ χροῒ λωβήσαιτο δυσμενέων : ἀρετὴ δὲ καὶ
6881571 Γελοιος
κομψείαν ἔχοντος , τοῦ δεινοῦ δὲ ὄγκον καὶ μέγεθος . Γελοῖος δ ' ὁ τοιοῦτος λόγος . ὁρῶμεν γὰρ πλὴν
προσῆψεν , ὀρθῶς ἢ μή ; Δῆλον ὡς οὐδαμῶς . Γελοῖος γὰρ ὅ γε πολὺς ὄχλος ἡγούμενος ἱκανῶς γιγνώσκειν τό
6881305 σαγην
οἶμαι ἀντὶ τοῦ ἐοικώς . παντελῆ ] τελείαν . παντελῆ σαγὴν ] πανοπλίαν ἢ τελείαν περιβολὴν ἔχων ξένου . φωνὴν
μάντις ἀψευδὴς τὸ πρίν . ξένῳ γὰρ εἰκώς , παντελῆ σαγὴν ἔχων , ἥξω σὺν ἀνδρὶ τῷδ ' ἐφ '
6880913 παραπλωσαντες
τὰ θεῖα ἐν κόσμῳ πεποίητο , οὕτω δὴ ἀνήγοντο . παραπλώσαντες δὲ νῆσον ἐρήμην τε καὶ τραχείην ἐν ἄλλῃ νήσῳ
τοι ἐγὼ μύθοισιν ἐπὶ προτέροισιν ἔλεξα . Ἔνθεν ἄκραν προβλῆτα παραπλώσαντες ἔβημεν γῆν ἐπὶ Παφλαγόνων , τὴν δὴ παράμειψε θέουσα
6879975 μανην
λεπτόφωνος λιβανωτοπωλεῖν λιποταξίου λίστριον λογάρια λογγάζειν λοφοπωλεῖν μαγίδες μάθος μαλθακόν μάνην μελαναίων μελῳδός μικροπολιτικόν μύξαν ναύτριαι νεαλές νεανιεύεσθαι νεόφυτον Νωνακριεύς
τοῦτ ' ; ἐὰν τύχῃ μόνον αὐτῆς , ἐπὶ τὸν μάνην πεσεῖται καὶ ψόφος ἔσται πάνυ πολύς . πρὸς θεῶν
6879704 ἐγκονεοντες
ἀμφὶ πανήμεροι ἑψιόωντο : ἦρί γε μὴν ἐπὶ νῆα κατήισαν ἐγκονέοντες , καὶ δ ' αὐτὸς σὺν τοῖσι Λύκος κίε
τουτέστι πλέον τῶν ἁλιέων προσπεύδουσιν . Ἀφραδίῃσι : μωρίαις . ἐγκονέοντες : σπουδάζοντες , σπεύδοντες . Τοίῃ : ὁμοίᾳ .
6876333 παχυστομον
πολλάκις . Πιεῖν πιεῖν τις ἔγχει πυριγενῆ λαβὼν βραχύωτον κυκλοτερῆ παχύστομον κώθωνα , παῖδα φάρυγος . Ὁ βοῦς ὁ χαλκοῦς
λειόστρακον , ἡ δὲ πίνη λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , δίθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λεπὰς δὲ μονόθυρον
6874673 λαιφεα
δὲ τὰ ὑμένια ἐϲ ἀπόϲταϲιν καὶ ξυναγωγήν , ὅκωϲ νηὸϲ λαίφεα . πάϲχει δὲ τάδε καὶ ὑπὸ φλεγμαϲίηϲ : καὶ
ὀξέι ῥοίζῳ νηὸς ὑπερπτάμενον νεφέων σχεδόν , ἀλλὰ καὶ ἔμπης λαίφεα πάντ ' ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσιν : οὐ γὰρ ὅγ
6871384 ἀολλεις
ῥόπαλόν τε τινάσσων , παῖς Διός : οἳ τότ ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων : μόνα δ '
κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ἄλλοτ ' ἐρυθρὸν κόκκυγ ' ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας
6870707 εὑδῃ
Νειλῴους , φόνιον γένος : ὁππότε γάρ τις θηρῶν λευγαλέων εὕδῃ τρίστοιχα πετάσσας χείλεα καὶ χάος εὐρὺ καὶ ἄσπετον αἰόλον
. Οἱ δὲ κώνωπες , ἢν μὲν ἐν ἱματίῳ ἐνειλιξάμενος εὕδῃ ἢ σινδόνι , διὰ τούτων δάκνουσι : διὰ δὲ
6868833 αἱμασιαισι
κόρος καὶ κοῦρος , ὁ ἁπαλὸς καὶ τρυφερὸς παῖς . αἱμασιαῖσι : φραγμοῖς ἠκανθωμένοις : εἰς ἃς οἱ εἰσερχόμενοι αἱμάσσονται
οὐδ ' ἀνεμώνα πρὸς ῥόδα , τῶν ἄνδηρα παρ ' αἱμασιαῖσι πεφύκει . οὐδὲ γὰρ οὐδ ' ἀκύλοις ὀρομαλίδες :
6868257 ἀποϲταϲιϲ
περῆϲαι θέλῃ , τὰ μὲν ἄνω μέρεα , ἔνθα ἡ ἀπόϲταϲιϲ , ὀξὺϲ πόνοϲ : κοιλίη ὑγρή , τὰ πρῶτα
δὲ τρυγῶδεϲ ἢ πελιδνόν . ἢν δὲ καὶ βαθυτέρη ἡ ἀπόϲταϲιϲ γένηται , καὶ μέλαν τὸ ὑγρόν : εὖτε καὶ
6867787 φοβουσιν
ἄλλων ἀστέρων ] , διά γε τῶν ὀνείρων ἐκταράσσουσι καὶ φοβοῦσιν . εἰ γὰρ ἦν τοῦτο ἀληθές , οὐκ ἂν
διώκοντες χειμῶνα δηλοῦσι . Βοῦν δὲ ἐμπεσόντα εἰς τέλμα λύκοι φοβοῦσιν , ἐπιβῆναι τῆς γῆς οὐκ ἐπιτρέποντες : ἀναγκάζουσι δὲ
6866803 περιστιγες
πεπαλαγμένον ἄζῃ , ἀντὶ τοῦ κεχρωσμένον ὑπὸ μελανίας . * περιστιγές : καὶ ἔχον γραμμάς αἰθαλέη δὲ ἤγουν τεφρώδης .
δὲ τοῦ πεπιλημένου δηλωθήσεται τὸ στερεόδερμον τοῦ θηρίου . * περιστιγές : κατάστικτον * ἔρφος : δέρμα στέρφος δερῶν *
6866440 βεβασιν
δηλονότι . ἀγρόται ] ἄρχοντες . στρατοῦ ] τοῦ . βεβᾶσιν ] ἀπῆλθον . οἴ οἴ ] φεῦ . νώνυμοι
φονίους ἀνδρῶν ἁμίλλας ἔθετ ' ἀστεφάνους : ἀπὸ δὲ φθίμενοι βεβᾶσιν Ἰλιάδαι βασιλῆες , οὐδ ' ἔτι πῦρ ἐπιβώμιον ἐν
6866190 σιμην
τῶν : θηλειῶν * βρεχμοί : κεφαλαί * κολοβήν : σιμήν μικράν * ἐπελίσσεται : στρέφει συνέχει * ἀργαλέαις :
ἀκούσομαι παρθένους καὶ γάμους ναυκληρικοὺς διεξιούσης ; ἐγὼ δὲ ἢ σιμήν τινα ἢ καλὴν νύμφην οἶδα ; ἢ ὅτι Φίλων
6857951 περιρρηδης
πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος :
περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι
6856389 παροπτεον
ποθεν τὰς ἐν Λαμίᾳ πάσας . τὸ γὰρ σύνηθες οὐδαμοῦ παροπτέον . μαρτύρομαι τὸν φίλιον , ὦ Κράτων , Δία
ποθεν τὰς ἐν Λαμίᾳ πάσας . τὸ γὰρ σύνηθες οὐδαμοῦ παροπτέον . μαρτύρομαι τὸν φίλιον , ὦ Κράτων , Δία
6855548 βαλλεν
λαῖον ἐπὶ στιβαρῷ πιέσας ποδί : τῆλε δ ' ἑοῖο βάλλεν ἀρηρομένην αἰεὶ κατὰ βῶλον ὀδόντας , ἐντροπαλιζόμενος μή οἱ
. φησὶ γὰρ οὕτω : χαλκὸν δ ' ἐν πυρὶ βάλλεν ἀτειρέα κασσίτερόν τε καὶ χρυσὸν τιμῆντα καὶ ἄργυρον .
6852806 ἀνθινον
γὰρ δὴ παράλογον εἶναι καὶ πολλὴν ἀτοπίαν ἔχον τὸ δοκεῖν ἄνθινον λειμῶνα εἶναι , ὅθεν ἐδρέφθη τὰ ἄνθη , καὶ
καθαῖρον : κόκκους κνιδίους ἑξήκοντα , μέλι τε καὶ ἔλαιον ἄνθινον μίξας , κλύζειν ἐν ὕδατι . Ἢ κνῆστρον ἑψήσας
6851217 φελλοι
] διὰ φήμης σώζοιέν σε . κληδόνες ] εὐφημίαι . φελλοὶ ] ἐκεῖνοι γὰρ ἐπιπλέοντες σημαίνουσι τὴν ἐν βυθῶι σαγήνην
θανών . [ παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι θανόντι : φελλοὶ δ ' ὣς ἄγουσι δίκτυον , τὸν ἐκ βυθοῦ
6848164 ἠμυει
καταιγίδας . καὶ ὅτι πτῶσις ἤλλακται : ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν , ἀντὶ τοῦ ἐπιμύει δὲ τοὺς ἀστάχυας ,
τῶν τοιούτων ὀνομάτων Ἀττικόν ἐστιν . Ὅμηρος ἐπὶ τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν . Κρατῖνος ὁμοίως τῷ ἄνηστις ἀντὶ τοῦ νῆστις
6847774 ᾠδηκαντι
, ἡ μετοχὴ ὁ ᾠδήκας τοῦ ᾠδήκαντος , ἡ δοτικὴ ᾠδήκαντι . ᾠδήκαντι : ἐξωγκωμένοι ἦσαν : τοιοῦτοι γὰρ οἱ
μετοχὴ ὁ ᾠδήκας τοῦ ᾠδήκαντος , ἡ δοτικὴ ᾠδήκαντι . ᾠδήκαντι : ἐξωγκωμένοι ἦσαν : τοιοῦτοι γὰρ οἱ κοπιῶντες .
6843696 προμαχοισιν
' ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη , Τυδεΐδης δ ' ἐξαῦτις ἰὼν προμάχοισιν ἐμίχθη καὶ πρίν περ θυμῷ μεμαὼς Τρώεσσι μάχεσθαι :
ἀμύμων , αὐτὸς δ ' αὖτ ' ἐξ αὖτις ἰὼν προμάχοισιν ἐμίχθη . Ἔνθά οἱ υἱὸς ἐπᾶλτο Πυλαιμένεος βασιλῆος Ἁρπαλίων
6842847 Τελμησσος
ἑτέραν ἔχουσαν γραφήν , τὴν αὐτὴν οὖσαν ὡς οἶμαι . Τελμησσός , πόλις Καρίας , ὡς δὲ Φίλων καὶ Στράβων
. . . . . . ξ λε ∠ ʹγιβʹ Τελμησσός . . . . . . . . .
6839773 εὐμαριν
περιωπὴν τοῦ τάφου , ἀείρων καὶ ἐπαίρων καὶ κινῶν τὴν εὔμαριν καὶ τὸ ὑπόδημα τοῦ ποδὸς κροκόβαπτον καὶ ἐρυθρὸν καὶ
ἔλθ ' ἐπ ' ἄκρον κόρυμβον ὄχθου , κροκόβαπτον ποδὸς εὔμαριν ἀείρων , βασιλείου τιήρας φάλαρον πιφαύσκων . βάσκε πάτερ
6838521 ἀποκλινον
ὅταν δὲ κινῶνται σφαλερὸν γίνεται καὶ εἰς ἓν μόριον ἀθρόον ἀποκλῖνον ποιεῖ τὸν ἴλιγγον . Ὁ ἱδρὼς πότερον ἐξ ὑγρότητος
ἢ ὥσπερ θαλαττεῦον σκάφος ὑπὸ πολλοῦ κλύδωνος πρὸς ἑκάτερον τοῖχον ἀποκλῖνον : βέβαιον γὰρ ἢ σταθηρὸν οὐδὲν ὁ ἄφρων λέγειν
6833625 βαζων
, οἷς ἄρα βουλὴ ἥνδανε Λαοκόωντος : ὃ γὰρ πεπνυμένα βάζων φῆ δόλον ἔμμεναι αἰνὸν ὑπ ' ἐννεσίῃσιν Ἀχαιῶν ,
ἐμοῖσι περὶ στέρνοισι γεγηθὼς πολλάκι παππάζεσκες ἔτ ' ἄκριτα χείλεσι βάζων , καί μευ νηπιέῃσιν ὑπ ' ἐννεσίῃσι δίηνας στήθεά
6832644 ἐρειδων
δὲ χειρίζων τῷ ἀντίχειρι τῆϲ ἀριϲτερᾶϲ ἀνατεινέτω τὸ βλέφαρον , ἐρείδων τὸν δάκτυλον ὑπὸ τὴν ὀφρύν , ἵνα ἰϲότονοϲ γένηται
πλῆκτρον τὸν ἥλιον καλεῖ : ἐν γὰρ ταῖς ἀνατολαῖς , ἐρείδων τὰς αὐγάς , οἷον πλήσσων τὸν κόσμον εἰς τὴν

Back