τί μετεωρίζομαι ἐν τούτοις τοῖς φάσμασι : γράφεται νύξ : μελανοπτερύγων : ἐπειδὴ ἐν νυκτὶ προσπελάζουσι . καὶ Ἡσίοδος περὶ | ||
ἐν πρώτῳ μαγειρικῆς διδασκαλίας . Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Τελμησσεῦσι μελανοπτερύγων , ἔφη , κορακίνων . ὑποκοριστικῶς δὲ ὠνόμασεν αὐτοὺς |
Ἑρμῆς , ὡς Ὀδυσσεύς : Ἑρμείας δ ' οὐκ ἔστι διάκτορος . . ὅπως παρευθὺς ὑπηρέτης καλὸς ὑπάρχειν φαίνῃς . | ||
τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον : ἀγχίμολον δέ σφ ' ἦλθε διάκτορος Ἀργεϊφόντης ψυχὰς μνηστήρων κατάγων Ὀδυσῆϊ δαμέντων . τὼ δ |
[ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει | ||
, ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ |
: ὦδε : ἀβάλε : τὸ οὐαί : παπαί : βαβαὶ , οὐχ οὕτως ἔχοντα , διὰ τῆς αι διφθόγγου | ||
ἔχω . Δημοσθένους γε καὶ ταῦτα , ὦ Ἀρχία . βαβαὶ τῆς ἀηττήτου ψυχῆς καὶ μακαρίας , ὡς ἀνδρεῖον μὲν |
καὶ οἷον „ καὶ ” ἀλλ ' οἷον τόδ ' ἔρεξεν ” , „ οἷον τὸν Τηλεφίδην „ . οὕτως | ||
Διὸς μένος . Ἀλλὰ τὸ μέν που ἀθανάτων τάχ ' ἔρεξεν ἐὺς νόος ἠὲ καὶ οὐκί : Ἀργεῖοι δ ' |
πολλὰ δ ' ἀθρῆσαι : τοίαν φρίκην παρέχεις μοι . Αἰαῖ , αἰαῖ , δύστανος ἐγώ , ποῖ γᾶς φέρομαι | ||
ξένοι , μείνατε , πρὸς θεῶν . Τί θροεῖς ; Αἰαῖ αἰαῖ , δαίμων δαίμων : ἀπόλωλ ' ὁ τάλας |
πόθεν ἥκεις , Πραξαγόρα ; τί δ ' , ὦ μέλε , σοὶ τοῦθ ' ; ὅ τί μοι τοῦτ | ||
Μὰ Δί ' οὐκ ἔμοιγ ' ἐπέβαλεν οὐδείς , ὦ μέλε . Κἄπειτα δῆθ ' οὕτω σιωπῇ διαπέτει διὰ τῆς |
“ Αἰσονίδη , τίνα τήνδε μετὰ φρεσὶ μῆτιν ἑλίσσεις ; αὔδα ἐνὶ μέσσοισι τεὸν νόον . ἦέ σε δαμνᾷ τάρβος | ||
; † Πάριν ὡς ἀφέλοιτο . . . πῶς ; αὔδα . Κύπρις ὧι μ ' ἐπένευσεν . . . |
, μονή : φένω , φονή : ἐξ οὗ τὸ φονῶ , φονᾶς : γείνω , γονή : πρόσκειται ἁπλᾶ | ||
ἡ ἀπὸ Σκυθῶν λεγομένη ἀπόκρισις αὕτη . ἐγὼ μαίνομαι καὶ φονῶ καὶ μισῶ τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος . ἔνθεν τοι |
Εὐριπίδῃ , . τά τ ' ἄστρα καὶ τὸν Ὠρίωνα δέρκομαι : ὁ γὰρ ποιητὴς διὰ τὸ μέτρον ἐξέτεινε τὸ | ||
θεῶμαί σε , ὀσσόμενος πατέρ ' ἐσθλόν , λεύσσω , δέρκομαι , ὀπτεύω . καὶ δοκεῖ μοι τὰ τῆς συντάξεως |
ἔφατ ' ἀντομένη : τοῦ δὲ φρένες ἰαίνοντο ἧς ἀλόχου μύθοισιν , ἔπος δ ' ἐπὶ τοῖον ἔειπεν : “ | ||
πρὸς Ἀγαμέμνονα . . . . . λαὸς Ἀχαιῶν Πείσονται μύθοισιν : ὅτι πρὸς τὸ νοητὸν ἀπήντηκεν , ὁ λαὸς |
δῖον . αὐτὰρ ὅτ ' εἰς ἵππον κατεβαίνομεν , ὃν κάμ ' Ἐπειός , Ἀργείων οἱ ἄριστοι , ἐμοὶ δ | ||
, οἷον αὐτὰρ ὅτ ' εἰς ἵππον κατεβαίνομεν , ὃν κάμ ' Ἐπειός . ἐν γὰρ τῷ κατεβαίνομεν τὸ μέγεθος |
δ ' ἄμυδις πυρσοῖο σέλας προπάροιθεν ἰδόντες τό σφιν παρθενικὴ τέκμαρ μετιοῦσιν ἄειρεν , Κολχίδος ἀγχόθι νηὸς ἑὴν παρὰ νῆα | ||
τις ποιῆσαι , καὶ ἐλπίζει τοῦτο τελέσαι . θεὸς ἅπαν τέκμαρ καὶ σημεῖον ἀνύεται καὶ τελειοῖ ἐπὶ ταῖς ἐλπίδεσσι : |
ἐργασίας γενόμενος , ζῶν μὲν ἐπηγγέλλετο τὴν οὐσίαν ἱερὰν τῆι Ἀφροδίτηι καταλεῖψαι , τελευτῶν δὲ τὰ ὄντα προύθηκεν εἰς ἁρπαγήν | ||
[ ! ] εθε ? ? ? [ ] ως Ἀφροδίτηι ? δὴ φίλος [ ] χων ἅτ ' ὄλβιος |
παρενείραντες οὖν τὸ Υ ἰδίῳ ἔθει , παρέσει τοῦ Β λεύσσω . ἐνεστῶτος δὲ εἶναι οἶμαι ὡς τὸ ἄξετε καὶ | ||
. ἔα ἔα : τίνας Ἰλιάσιν τούσδ ' ἐν κορυφαῖς λεύσσω φλογέας δαλοῖσι χέρας διερέσσοντας ; μέλλει Τροίαι καινόν τι |
: παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ] ἀντὶ τοῦ ὀξέως κώκυσον οὐράνια ἄχη | ||
στέμβονται : στένε καὶ δακνάζου , βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη , ὀᾶ : τεῖνε δὲ δυσβάυκτον βοᾶτιν |
πάσχεις . σήμηνον ὅπη ] εἰπὲ ποῦ . . ἡ μογερὰ ] ἡ ἀθλία . . ἂ ἄ , ἔα | ||
τὰ κῶλα . βαρυδότειρα ] βαρέα καὶ δυστυχῆ διδοῦσα . μογερὰ ] ἀθλία . πότνια ] σεβασμία . πότνια ] |
. Ἐν καὶ Φρίξος ἔην Μινυήιος , ὡς ἐτεόν περ εἰσαΐων κριοῦ , ὁ δ ' ἄρ ' ἐξενέποντι ἐοικώς | ||
ἤπια μηχανόωνται , αὐταὶ ὅπως ἐθέλουσιν . Ὃ δ ' εἰσαΐων Ὀδυσῆος ἠδὲ καὶ ἀντιθέου Διομήδεος αὐτίκα θυμὸν ῥηιδίως κατέπαυσεν |
δ ' ἀνὰ νύκτα καὶ ἠῶ ἐξ ἁλὸς ἠνεμόφωνος ἐπιβρέμει οὔασιν ἠχή . Ὣς φαμένη ῥοδέην ὑπὸ φάρεϊ κρύπτε παρειὴν | ||
ἴῃ , ὧδε χρονιωτέρη ἡ νοῦσος γίνεται : τοῖσί τε οὔασιν οὐκ ὀξέως ἔστι τὸ ἀκούειν ἐκ τῆς νούσου : |
: μὴ ἔχουσά τι πρὸς ἄμυναν ἡ μήτηρ προβάλλεται τὸν κώκυτον , ἵνα δυσωπήσῃ τὸν πολέμιον . . . . | ||
: μὴ ἔχουσά τι πρὸς ἄμυναν ἡ μήτηρ προβάλλεται τὸν κώκυτον , ἵνα δυσωπήσῃ τὸν πολέμιον . . . . |
πραπίδων τε νόου τ ' ἐπιτιμητῆρες πρεσβύτεροι : γῆρας γὰρ ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν : ὣς ἄρα καὶ δελφῖνες ἑοῖς παίδεσσι | ||
. πρεσβύτεροι : οἱ δέ . γῆρας : γνώμη . ἐναίσιμον : ἔντιμον , συνετὸν , δίκαιον , ἐπαινετόν . |
ἐσθλὸν ὀπάζων . Ἱμερόεσς ' , ἐρατή , πολυθάλμιε , παμβασίλεια , κλῦθι , μάκαιρ ' Ὑγίεια , φερόλβιε , | ||
, σὺ δέ κεν θυμηδέα νόστον ἕλοιο ; μὴ τόγε παμβασίλεια Διὸς τελέσειεν ἄκοιτις , ᾗ ἔπι κυδιάεις : μνήσαιο |
ἶσος , δεινὰ δ ' ὁμοκλήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : χάζεο διογενὲς Πατρόκλεες : οὔ νύ τοι αἶσα σῷ ὑπὸ | ||
νοῶ , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ , φράζεο Τυδείδη καὶ χάζεο τυτθὸν ὀπίσσω . Προῆλθεν ἀντὶ τοῦ ἐγεννήθη , ὡς |
ἠέρι σεμνῶι : πάντων γὰρ κρατέεις μούνη πάντεσσί τ ' ἀνάσσεις ἠερίοις ῥοίζοισι τινασσομένη κατὰ χεῦμα . ἀλλά , μάκαιρα | ||
νόμος . Εἰνοδία θύγατερ Δάματρος , ἃ τῶν νυκτιπόλων ἐφόδων ἀνάσσεις , καὶ μεθαμερίων ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματ ' ἐφ |
μακρηγορεῖν . ἴστε γάρ με καὶ οἷς ἐκεῖνος ἔπρατ - τεν οὐκ ἀρεσκόμενον , καὶ προκινδυνεύσαντα ὑμῶν ἐν οἷς πολλάκις | ||
τείνουσα [ ] ἐμὴν καὶ τὸ συλ [ ? ] τεν τοῖς λόγοις [ ] κωλυουσ ? [ . . |
ὄσσω καὶ πέσσω , ἐξ οὗ τὸ ” κάκ ' ὀσσόμενος προσέειπεν ” . . . , : Ἡρακλείδης δὲ | ||
τεύχεσιν . ” σημαίνει καὶ τὸ κατακοιμηθῆναι . κάκ ' ὀσσόμενος κακῶς ὑποβλεψάμενος . κακά ἐπὶ τοῦ ὀνοματικοῦ “ αἰεί |
, ἀντὶ τοῦ ἐλωβήσω ἄν . . . . . ἴσχεο , μηδ ' ἔθελ ' οἶος : ὅτι ἔθελε | ||
κόπρων δυνάμει . Εἰς τί μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικόν ; ἴσχεο τέχνης : οὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι . Ἐν |
οἱ δὲ συνεμφάσεις , οἱ δὲ σχετλιασμούς , φεῦ , παπαῖ , ὤμοι . φασὶ δὲ καὶ [ ] εἰκασμοῦ | ||
καὶ γὰρ τὰ πυθόκραντα : δυσμαθῆ δ ' ὅμως . παπαῖ , οἷον τὸ πῦρ : ἐπέρχεται δέ μοι . |
⋮ – ˘ – × – ˘ × . . ὄτοβον ] ? ὠ [ [ ] πνευμα ? [ | ||
τὸν τῶν χνοῶν κτύπον . . τῶν καρουχῶν . . ὄτοβον ] κτύπον . ἁρμάτων ] τῶν πολεμίων . . |
Πηνελόπεια . τῶ σε πόδας νίψω ἅμα τ ' αὐτῆς Πηνελοπείης καὶ σέθεν εἵνεκ ' , ἐπεί μοι ὀρώρεται ἔνδοθι | ||
[ ! ! ἀθλήματα ] ? ? ? ? [ Πηνελοπείης ] ? . μὴ σύ γ ' ἄπιστος ἔῃς |
; παιδίον Κράτεια . [ τίς ] καλεῖ με ; πάππα ⌊ χαῖρε πολλὰ φίλτατε [ ] ⌊ ἔχω ⌋ | ||
τάλαινα ? τῆς ἐμῆς ἐγὼ τύχης : ὡς οἰκτρά , πάππα φίλτατε , πεπόνθαμεν . τέθνηκε . ὑφ ' οὗ |
ἠχώ : [ καὶ τίνα δὴ πρῶτον , τίνα ] λοίσθιον ὤλεσεν ἥρως [ , ] [ ὡς Βλεμύας φεύγοντας | ||
ἀπὸ κοινοῦ τὸ ὁσιοῦν : ἀντὶ τοῦ ἐνέχεσθαι : τὸ λοίσθιον μίασμα : τὸ ἔσχατον , τὸ μὴ ἀφ ' |
ὀλβίοισιν † ἐν ὥραις . Ἀθανάτων θεότιμε θεῶν μῆτερ , τροφὲ πάντων , τῆιδε μόλοις , κράντειρα θεά , σέο | ||
καὶ τοῦ αἴ . θηλαμών ἡ τροφός . . θηλαμὼν τροφὲ ἐκ τοῦ θηλὴ θηλαμών . τροφὸν δὲ αὐτὴν τὴν |
Ἑλλάδι φῶς Θέτιδος εἰναλίας γόνον ταχύπορον πόδ ' Ἀτρείδαις . Ἰλιόθεν δ ' ἔκλυόν τινος ἐν λιμέσιν Ναυπλίοις βεβῶτος τᾶς | ||
τῷ ποιητῇ ι Κίκονες Κικόνεσσι γεγώνευν , καὶ πάλιν ι Ἰλιόθεν με φέρων ἄνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν : ἔτι δεῖ προσθεῖναι |
ὤνθρωπον λέγοντες καὶ τὰ ὅμοια . οὕτω καὶ τὸ ἄναξ ὤναξ . εἰ δέ ἐστιν ἀττικὴ συναλοιφὴ ἀντὶ τοῦ ὦ | ||
τοῦ κλῦθι ἀττικῶς , τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ . * ὤναξ ἀντὶ τοῦ * ἄναξ δωρικῶς ὀξύνεται : τὸ γὰρ |
. . καὶ μάλιστα κατὰ τοὺς ἀνάπλους τοῦ Νείλου , θαυμαστικὸν ὄντα τῶν τοπικῶν ἰδιωμάτων ἅμα καὶ οὐκ ἀπαίδευτον . | ||
τῷ τέλει τῶν στίχων κορωνίς . ὅσα δὴ δέδηγμαι : θαυμαστικὸν τὸ “ ὅσα ” , ἀντὶ τοῦ πολλά . |
ἀντὶ τοῦ ἐπὶ τοὺς Κρῆτας . . . . . ὄσσα : ὅτι ὄσσα ἡ θεία κλῃδών , οἱ δὲ | ||
ἔννεκ ' ἐυσφύρω : οὔτως ἀνυσίεργος , φιλέει δ ' ὄσσα σαόφρονες . οὐ γὰρ εἰς ἀκίρας οὐδ ' ἐς |
ἀμφὶ Λοξίου ; οὐ γὰρ τοιοῦτος ὥστε θρηνητοῦ τυχεῖν . ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ . ὦπολλον ὦπολλον . ἥδ ' αὖτε | ||
δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς . ἴυζε μέλος ὁμοῦ τιθείς . ὀτοτοτοτοῖ . βαρεῖά γ ' ἅδε συμφορά . οἴ , |
[ ] ! ! ! ! ! [ [ ] ερος ? ἵνα ? [ [ ] ν σπιλα [ | ||
εγο ? ? [ [ ] παν [ [ ] ερος : [ [ ] ! πο ? [ [ |
ὀμφαλόν , ὁ βάρβαρος ] Ἄρης ὅτε [ τεὸν ] μαντόσυνον [ οὐ σεβίζων ἕδος πολυκυθὲς ] λῃζόμενος ὤλεθ ' | ||
πρὸς τέκνων ἐπηῦρεν . θεοῦ θεοῦ νιν κέλευσμ ' ἐπεστράφη μαντόσυνον , ὅτε νιν Ἄργος ἐμπορευθεὶς Ἀγαμεμνόνιος κέλωρ , ἀδύτων |
εἰ ζῇ : ἐγὼ πρὶν τοῦ ἀποθανεῖν ὑπὸ τῶν κακῶν τέθνηκα : ἄπαγε καλύψας τοῖς ἱματίοις διὰ τὸ κόσμιον : | ||
, τέθνηκα ἡμιθνής ἡμιθνῆτος : τοῦτο δέ , φημὶ τὸ τέθνηκα , τῇ μὲν φωνῇ ἐστιν ἐνεργητικόν , τῷ δὲ |
[ χθονίων ] καθαρά , χθονίων βασίλεια , Εὖκλε καὶ Εὐβουλεῦ καὶ ὅσοι θεοὶ δαίμονες ἄλλοι : καὶ γὰρ ἐγὼν | ||
ἄριστε , ἁβροκόμη , φιλέρημε , βρύων ὠιδαῖσι ποθειναῖς , Εὐβουλεῦ , πολύμορφε , τροφεῦ πάντων ἀρίδηλε , κούρη καὶ |
δ ' ἄρα πτωχοὺς κακοείμονας ἠγερέθοντο . τοῖσιν δ ' Ἀντίνοος μετέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ κέκλυτέ μευ , | ||
, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε . τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος προσέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ Τηλέμαχ ' , |
Ἱππόβοτός γέ τοί φησι λέγειν Ἐμπεδοκλέα , Τήλαυγες , κλυτὲ κοῦρε Θεανοῦς Πυθαγόρεώ τε . σύγγραμμα δὲ φέρεται τοῦ Τηλαύγους | ||
' ἢ εἰ χρυσὸν ἔδωκεν . Ἤλυθες , ὦ φίλε κοῦρε : τρίτῃ σὺν νυκτὶ καὶ ἠοῖ ἤλυθες : οἱ |
σημαίνει τὸ ” ἀνίσταμαι αὐτὸς ἐγώ “ , τὸ δὲ ἐγείρω τὸ ἐνεργητικὸν τὸ ” ἀνίστημι ἕτερον “ , ὡς | ||
ἀγρόμενοι Πύλιοί τε καὶ Ἀρκάδες ἐγχεσίμωροι ” , καὶ τὸ ἐγείρω ἔγρω οἷον „ ἔγρετο δ ' ἐξ ὕπνου „ |
, ὁ δέ μ ' αὐτίκ ' ἀμειβόμενος προσέειπε : διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὔτ ' ἐμέ | ||
, αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : “ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , κεῖνος δὴ αὖτ |
τὸ δεῖπνον ἐς λόγους ἤδη παροινίους τρεπόμενοι , ὡς τό χαῖρ ' , Ἀχιλεῦ , δαιτὸς μὲν ἐΐσης οὐκ ἐπιδευεῖς | ||
Ἀττικὴ ἐξαιρέτως εἰς τὸν τῆς ἐλαίας καρπόν . Γ χαῖρε χαῖρ ' : διπλῆ καὶ τοῦ χοροῦ κῶλα γʹ τροχαϊκά |
' ἐπὶ νῆα καὶ ἠιόνας βαρυδούπους καγχαλόωντες ἔνεικαν ὁμῶς σφετέροισι βελέμνοις . Καί ῥά οἱ ἀμφεμάσαντο δέμας καὶ ἀμείλιχον ἕλκος | ||
. Κατάβηθι , Κύπρι , θᾶττον σὺν Ἔρωτι , σὺν βελέμνοις νεκύων κάτω πρὸς αὐλάς , ἵν ' ἀπαλλαγῶ φαρέτρης |
, ὅττί οἱ οὔ τι παίδων ἐν μεγάροισι γονὴ γένετο κρειόντων , ἀλλ ' ἕνα παῖδα τέκεν παναώριον : οὐδέ | ||
ὄντα προφέρεται , καὶ φησὶν ὑπὲρ τὸ καθῆκον . ὕπατε κρειόντων ἡγούμενε θεῶν . ὑπίσχεται ἀναδέχεται καὶ ὑπισχνεῖται . ὑποστάς |
ἅδετο , ἐρεῖς ἀτρεκέως ὅλον τὸν ἄνδρα . Ἅ τε φωνὰ Δώριος χὠνὴρ ὁ τὰν κωμῳδίαν εὑρὼν Ἐπίχαρμος . ὦ | ||
μεθυσθέντες πλέον τῇ φωνῇ χρῶνται : ὡς εἴρηται θαρσαλέα παραγηρητῆρι φωνὰ γίνεται μείζων . Βάπτω , βλάβω , βλάπτω , |
, ὅτε περὶ Κτησιφῶντα διῆγε , γηγενέων ποτὲ φῦλον ἐνήρατο μητιέτα Ζεὺς ἔχθιστον μακάρεσσιν Ὀλύμπια δώματ ' ἔχουσι . Ῥωμαίων | ||
διὰ τὰ ποιητικά , οἷον ἱππότα ἀντὶ τοῦ ἱππότης καὶ μητιέτα ἀντὶ τοῦ μητιέτης καὶ νεφεληγερέτα ἀντὶ τοῦ νεφεληγερέτης : |
Νεῖλος . εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι πρόσοικοι Μαύροις Αἰθίο - πες ἄχρι Νασαμώνων παρήκοντες . Νασαμῶνες γάρ , οὓς Ἄτλαντας | ||
[ ] ισέχομε [ [ ] σκύ̆ρον [ [ ] πες ? ? ! [ . . . . . |
: ] [ Αἶαν διογενές , ] Τελαμώνιε ? , κοίρανε λαῶν , [ ἅμα ] καὶ νώτοισι ? νέκυν | ||
φαρμάκτῃσιν ὑποδμηθέντες ὄλοντο . Ἔνθεν ἔπειτ ' ἀΐων τεκμαίρεο , κοίρανε γαίης , ὡς οὐδὲν μερόπεσσιν ἀμήχανον , οὐκ ἐνὶ |
δῆτ ' ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον . τί , ὦ πάτερ ; κύσον | ||
ἀδίκους . νικᾶν ] τοὺς δικαίους . σκέψαι ] ὦ Φειδιππίδη . ὡς ] ὅτι , πῶς . δειλὸν ποιεῖ |
πτω λήγοντα βαρύτονα μετατιθέασιν εἰς δύο σσ , οἷον πέπτω πέσσω , ὄπτω ὄσσω „ ὀσσόμενος πατέρ ' ἐσθλόν „ | ||
τὸ νίπτω οὖν παρ ' Αἰολεῦσι νίσσω λεγόμενον ὡς πέπτω πέσσω οἱ Ταραντῖνοι μεταθέσει τῶν δύο σσ εἰς τὸ ζ |
ἑλισσόμενος . πηλὸς ἐφυράθην , οὐ ψεύσομαι . ἀλλ ' ἐφίλησα , ὦ ξεῖν ' , ὀστρακέων δύσμορον ἐργασίην . | ||
, ὡς ἂν διαδὺς κατεφίλησά σε : καὶ τὴν χεῖρα ἐφίλησα ἄν , εἰ μὴ τὸ στόμα ἤθελες . μήκων |
ὁ Ζεὺς πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε καὶ ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη , ὕπατε κρειόντων . καὶ αὐτὸς μὲν ὁ | ||
ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη : ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη ὕπατε κρειόντων εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ |
ἑοῖο καὶ πάλιν ὣς ὁ βαρὺ στενάχων ἔπε ' Ἀργείοισι μετηύδα . οἱ δὲ γέροντες τέττιξιν ἐοίκοτες ζῴοις ὀξυφώνοις ἰσάζονται | ||
χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε ' Ἀργείοισι μετηύδα : ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες Ζεύς με |
] [ ] ν ὕπνον [ ] : [ ] φος ? ! [ ] ! ! ἀπὸ γλυκυ [ | ||
[ ] ς γὰρ τάδεσαμ ? [ [ ] ! φος μακα ! ! ! ! [ [ πάροιθεν ] |
κατὰ παραγωγὴν οἰζυρὸς καὶ κατὰ διάλυσιν ὀϊζυρός . ὀζυρὸς καὶ ὀϊζυρὸς ὁ ταλαίπωρος καὶ ἄθλιος , καὶ ὀϊζὺς ἡ ταλαιπωρία | ||
δήν : νῦν δ ' ἅμα τ ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρὸς περὶ πάντων ἔπλεο : τώ σε κακῇ αἴσῃ τέκον |
' αὐταῖς ὑπακούσω . δῆλον ὅτ ' ἐν τᾷ γᾷ κἠγών τις φαίνομαι ἦμεν . Οὕτω τοι Πολύφαμος ἐποίμαινεν τὸν | ||
, ἁδὺ δὲ χἀ σῦριγξ χὠ βουκόλος , ἁδὺ δὲ κἠγών . ἔστι δέ μοι παρ ' ὕδωρ ψυχρὸν στιβάς |
ἀγχονῶν , δεσμῶν . βρέτας : εἴδωλον . βροτοσσόων : βροτείων λόγων . γεγῶσα : γεγονυῖα . γῆρυν : φωνήν | ||
[ Θεοῦ μὲν οὐδεὶς ἐκτὸς εὐτυχεῖ βροτός . Φεῦ τῶν βροτείων ὡς ἀνώμαλοι τύχαι : οἱ μὲν γὰρ εὖ πράσσουσι |
σκοτεινῆς , ἤγουν ἀμαυρούσης αὐτούς . μελάθροισιν ] ἐν . μελάθροισιν ] ἐν οἴκοις . ἄτας ] βλάβης , φθορᾶς | ||
' ἔταν , ἄμαχον ἀπόλεμον ἀνίερον , Θράσος , μελαίνα μελάθροισιν Ἄτα , εἰδομένα τοκεῦσιν . Δίκα δὲ λάμπει μὲν |
νῦν δέ μιν ἀκλειῶς Ἅρπυιαι ἀνηρέψαντο : οἴχετ ' ἄϊστος ἄπυστος , ἐμοὶ δ ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν | ||
ἔπλετο μῦθος : ταχὺς , ἄλοχος . . . . ἄπυστος : ἀνήκουστος : ἀπὸ τοῦ πεύθω πέπευσμαι πέπευσται πευστός |
. βλαβῶν . ἔλαβε . ἀφείλκυσεν εἰς ἑαυτὸν . ὦ ἄγγελε . λέξον . ναῶν ] ἀπὸ . αἳ ] | ||
νῦν μὲν οὖν , ἔφη , σύ τε , ὦ ἄγγελε , ἀνάπαυσαι , ἐπεὶ καὶ πεπόνηκας , ἡμεῖς τε |
. ψυχρὴ γάρ τ ' ἠὼς πέλεται Βορέαο πεσόντος , ἠῷος δ ' ἐπὶ γαῖαν ἀπ ' οὐρανοῦ ἀστερόεντος ἀὴρ | ||
βοάασκεν ἀυτῇ . Αὐτίκα δ ' ἀκροτάτας ὑπερέσχεθεν ἄκριας ἀστήρ ἠῷος , πνοιαὶ δὲ κατήλυθον : ὦκα δὲ Τῖφυς ἐσβαίνειν |
τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ . | ||
μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα |
μοῦνος ἀνδρῶν ἔπρηξας ; τὰ οὐ πάμπαν ἐπαινέω . ὦ σχέτλιε , ὃς τοιάδε ἔτλης , οἷα μήτε σὲ παθέειν | ||
μ ' ὁρῶν τὸν προστρόπαιον , τὸν ἱκέτην , ὦ σχέτλιε ; Ἀπεστέρηκας τὸν βίον τὰ τόξ ' ἑλών : |
κρατερόφρονος Αἰακίδαο ἵππους ἠδὲ καὶ υἷα πελώριον , οὔ τι τοκῆος μείονα : τοῦ δ ' ἄρα θυμὸς ὑπὸ φρεσὶν | ||
τμηθεὶς οὐχὶ στονύχεσσι λεόντων , ἀλλ ' ἐχθραῖς γενύεσσι λεοντείῃσι τοκῆος . τοῖά τις ἂν πανάποτμον ἑὸν περὶ νήπιον υἷα |
μὲν δι ' ἐμὲ ἐσώθης , ἐγὼ δὲ διὰ σὲ ἀπωλόμην . . . . : / [ ! ] | ||
ζῶς ' ἥδ ' ἀνίης ' ἀτμὸν ἐμφανῆ . . ἀπωλόμην : οὐκ οἴσετ ' εἰς δόμους νέκυν ; νοεῖς |
Σεσοβημένος , ἐπίτριπτος . καταμωκώμενοι δὲ τῶν Δωριέων τὸ ὦ Δάματερ λέγουσιν . ὁ δὲ νοῦς , πῶς ἐπηρμένος καὶ | ||
Θεόπομπος λέγῃ : ἰχθύων δὲ δὴ ὑπογαστρι ' , ὦ Δάματερ , παρατηρητέον ὅτι ἐπὶ ἰχθύων μὲν ὑπογάστριον λέγουσι , |
συνεχῶς κινοῦμαι . ἐξ οὗ παράγωγον σκαρίζω , ὡς στένω στενάζω . καὶ ὡς σκαλίζω ἀσκαλίζω κατὰ πρόσθεσιν τοῦ α | ||
πλησιάζοντα καὶ ἐγγὺς ὄντα τοῦ τάφου καὶ τοῦ θανάτου ὁρῶσα στενάζω . ἢ οὕτως : πρὶν ἢ ἐν τῷ τάφῳ |
: ψυχὴ δ ' , ἠΰτ ' ὄνειρος , ἀποπταμένη πεπότηται . Ὑποτίθεται γὰρ τὰς ψυχὰς τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν | ||
ἔτ ' ἐς φάος , οὕνεκ ' ἄιστος ψυχή οἱ πεπότηται ἐς ἠέρα , σῶμα δ ' ἄνευθε πῦρ ὀλοὸν |
ἀγλαὸς υἱός , αἶψα δὲ Τυδεΐδην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : Τυδεΐδη Διόμηδες ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ , ἄνδρ ' ὁρόω κρατερὼ | ||
ἱπποδάμοιο . τοῖσι δ ' ἀνιστάμενος μετεφώνεεν ἱππότα Νέστωρ : Τυδεΐδη περὶ μὲν πολέμῳ ἔνι καρτερός ἐσσι , καὶ βουλῇ |
ἄνδρα τόν , ὅς τε θεοῖσιν ἀπέχθηται μακάρεσσιν . [ ἔρρ ' , ἐπεὶ ἀθανάτοισιν ἀπεχθόμενος τόδ ' ἱκάνεις . | ||
ἐλήφθη τὸ ” βάλ ' ἐς κόρακας “ καὶ ” ἔρρ ' ἐς κόρακας “ ἐπὶ τοῦ ἀφανισμοῦ . εἴρηται |
κρήδεμνα [ ] γενέθλης : Ἀζειόν ποτε κοῦρον ἐγείνατο κυσαμένη Χθών Τιτήνων μεγάλοισι συνηβήσαντα κυδοιμοῖς . Ἀζειὸς δὲ Λύκωνα γίγας | ||
ὅτι πάρει . Χάλαζα . παρὰ τὸ χαλᾶσθαι ἄνωθεν . Χθών . ἤτοι παρὰ τὸ ἡ κεχυμένη γῆ . Χώρα |
ὅταν βαδίζωμεν , οἰόμενοι βέλτιον εἶναι , καὶ τὸ ἐναντίον ἕσταμεν ὅταν ἑστῶμεν , τοῦ αὐτοῦ ἕνεκα , τοῦ ἀγαθοῦ | ||
ὑπέρ τ ' ἐμαυτῆς τοῦ θεοῦ θ ' ἵν ' ἕσταμεν . τί δ ' ἐστὶ Φοίβωι σοί τε κοινὸν |
γούνασιν ὧδε πίτνω τέκνοις τάφον ἐξανύσασθαι . μῆτερ , τί κλαίεις λέπτ ' ἐπ ' ὀμμάτων φάρη βαλοῦσα τῶν σῶν | ||
εἰπόντος δέ τινος : ” τί παθὼν αὑτὸς καταδικάζεις καὶ κλαίεις ” ; εἶπεν : „ ὅτι ἀναγκαῖόν ἐστι τῇ |
παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] ἐπιθυμίαν ἔχων . κατὰ τοῦτον γὰρ τὸν καιρὸν | ||
μαργῶν ] μαινόμενος . θ Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν |
ὁ δέ μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ] ἆσέ με δαίμονος | ||
οὗτος , ὥσπερ ἐπὶ τῆς Καλυψοῦς πρὸς τὸν Ὀδυσσέα Διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς |
ὄσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν , οὖτος , ἔσχηκας . Κύδιλλα , κοῦ ' στι Πυρρίης , κάλει μ ' | ||
, κοὐκ ἄγεις αὐτόν ὄκου λέγω σοι ; θλῆ , Κύδιλλα , τὸ ρύγχος τοῦ παντοέρκτεω τοῦδε . καὶ σύ |
χαλεπαίνεις ; μέχρι δ ' ἂν ταῦτα θαυμάζῃς , σεαυτῷ χαλέπαινε μᾶλλον ἢ ἐκείνοις . σκόπει γάρ : ἔχεις καλὰ | ||
ναιομένην ἀπένεικας νόσφι φίλων πάντων . ὃ δ ' ἐπεγρόμενος χαλέπαινε ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς , ἐμὲ δ ' ἔξοχα |
! ] φέλικτος ? ] ? ? ἰχθύβοτος [ ] κτα ? ? ! ! ! ! ! ! ! | ||
ἀστυφέλικτος ? ? [ ] ? ? ἰχθύβοτος [ ] κτα ? ? ! ! ! ! ! ! ! |
ἰδέαν τὴν καρποφόρον βασίλειαν , Δήμητρα θεάν , ἐπικοσμοῦντες ζαθέαις μολπαῖς κελαδεῖτε . Δήμητερ , ἁγνῶν ὀργίων ἄνασσα , συμπαραστάτει | ||
, τὰν ἐν θρήνοις μοῦσαν νέκυσιν μέλεον , τὰν ἐν μολπαῖς Ἅιδας ὑμνεῖ δίχα παιάνων . οἴμοι τῶν Ἀτρειδᾶν οἴκων |
ἀνθρώποις λαθεῖν δυνάμενον . καὶ δαίμων τις καλεῖται ἐπεξιὼν τοὺς ἄλαστα εἰργασμένους καὶ αὐτὸς ὁ πράξας τι τοιοῦτον , μάλιστα | ||
ἐς Κρότωνα , ἐνθάδε εἰρηνεῖς . οἱ δὲ Αἰακέος παῖδες ἄλαστα κακὰ ἔρδουσι καὶ Μιλησίους οὐκ ἐπιλείπουσι αἰσυμνῆται . δεινὸς |
ἀντὶ τοῦ γάρ . γένος ] τὸ τῶν Λημνιάδων . ἀγείρω . . . σοῦται ] συνάξασα κατηγορῶ : νύσσει | ||
ἀερῶ : οἰκτείρω , οἰκτερῶ : ἐγείρω , ἐγερῶ : ἀγείρω , ἀγερῶ . Τὰ διὰ τοῦ ενω δισύλλαβα βαρύτονα |
. . . . Νέστωρ δὲ πρῶτος κτύπον ἄιε , φώνησέν τε . , : . Λ . εἴπ ' | ||
θυμῷ . τὸν μὲν πὰρ πόδ ' ἑὸν χαμάδις βάλε φώνησέν τε : ὦ φίλοι ἤτοι κλῆρος ἐμός , χαίρω |
δὲ σπείρειν ξανθῇ Δημήτερι μίσγων : καί τοι λοιγὸν ἅπαντα τεῆς ἀπάτερθεν ἀρούρης , αὐχμούς τ ' ἐξελάσει σταχύων γλάγος | ||
' ἀνέρι φαρμακόοντα . πρὸς δ ' ἔτι τοῖς Δίκτυννα τεῆς ἐχθήρατο κλῶνας Ἥρη τ ' Ἰμβρασίη μούνη στέφος οὐχ |
ἤτοι θρήνοις πρὸς ὃν ἡ ἀντιθρήνησις γίνεται . † τὸ ὀτοτοῖ ἔν τισι μὲν δι ' ἑνὸς τ εὕρηται , | ||
θέλει ὁπωσδήποτε περισπᾶσθαι , ὡς ἔχει τὸ οἰμοιμοῖ καὶ τὸ ὀτοτοῖ καὶ τὸ οἰοιοῖΦαίνεται . ὅτι καὶ τὸ εὐοἵ κατὰ |
ἐπεὶ ὠφελήσει ὑμᾶς , εὐνοῶν ὑμῖν κελεύω κατέχειν . ἀλλὰ τίη με : ταῦτά φησιν , ἐπεὶ ἔλαθεν ἑαυτὸν τὰ | ||
ὡς ἔστιν ᾗ ἂν τὸν ἄνδρα ἀμειβοίμην . Οἶδα . τίη μοι ἐπισταμένῳ πάντ ' ἀγορεύεις ; μὴ γὰρ οἴου |
Ἶριν δὲ προτέρην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : βάσκ ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα , Ποσειδάωνι ἄνακτι πάντα τάδ ' ἀγγεῖλαι , | ||
. . . Ε , . . βάσκ ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα : ἡ διπλῆ ὅτι οὐκ ἔστι κοινὸν νῦν |
ἀκουῶ 〚 〛 , ὥσπερ σύρω † σαρῶ καὶ κύρω κυρῶ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ ἀκροῶ . εἴρηται δὲ | ||
Οἰνέως κόρην , δάμαρτά θ ' Ἡρακλέους , εἰ μὴ κυρῶ λεύσσων μάταια , δεσπότιν τε τὴν ἐμήν . Τοῦτ |
ὁ ῥιγοπύρετος . Ἡράκλεις : ἐπίφθεγμα θαυμαστικόν . τὸ δὲ Ἥρακλες κλητικὴ πτῶσις , ὥσπερ τὸ ὦ Δάματερ τοῦ Δήμητερ | ||
: Ἡρακλῆος δὲ ἰωνικῶς : ἡ κλητικὴ Ἡράκλεες Ἡράκλεις : Ἥρακλες δὲ κατὰ συγκοπήν : ἡ μέντοι συνῃρημένη Ἡρακλοῦς ἐν |
καὶ Αἰσχύλος ὁ τῆς τραγῳδίας ποιητὴς λέγων δέδοικα μωρὸν κάρτα πυραύστου μόρον . Ὁ δὲ κίγκλος ζῷόν ἐστι πτηνὸν ἀσθενὲς | ||
. Μέμνηται καὶ αὐτοῦ Αἰσχύλος εἰπών : Δέδοικα μωρὸν κάρτα πυραύστου μόρον . Εἴρηται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἑαυτοῖς |
κατέθηκ ' , ἐπεὶ οὐκέτι τοῖσιν ἐῴκει , οἷά ποτε Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς , ἀλλὰ κατῄκισται , ὅσσον πυρὸς | ||
κατέθηκ ' , ἐπεὶ οὐκέτι τοῖσιν ἐῴκει , οἷά ποτε Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς , ἀλλὰ κατῄκισται , ὅσσον πυρὸς |
φοιταλέου . φεῦ μόχθων οἵων , ὦ τάλας , ὀρεχθεὶς ἔρρεις , τρίποδος ἄπο φάτιν ἃν ὁ Φοῖβος ἔλακεν ἔλακε | ||
ᾖ : φεῦ ἰὼ ζεῦ οἵων μόχθων ὁ τάλας ὀρεχθεὶς ἔρρεις : ἐκτείνεται γὰρ τὴν διάνοιαν ὁ ἐπιθυμῶν . . |
παθητικὴ χοόμενος , χούμενος καὶ δωρικῶς χώμενος , ὡς Μοῦσα Μῶσα , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο χωόμενος : ἢ παρὰ | ||
Μνασάλκεος τὸ σᾶμα τῶ Πλαταιΐδα τῶ ' λεγῃοποιῶ : ἁ Μῶσα δ ' αὐτῶ τᾶς Σιμωνίδα πλάτας ἧς ἀποσπάραγμα κενά |
ἀοιδὸς ἀειδέμεναι . ἀείδω ἀοιδός . ἀπὸ τούτου καὶ τὸ ἀοιδή , οὐ θηλυκὸν τοῦ ἀοιδός : ἐκεῖνο μὲν γὰρ | ||
ἐκ Διὸς ἀρχόμενοι πίνωμεν , παίζωμεν : ἴτω διὰ νυκτὸς ἀοιδή , ὀρχείσθω τις : ἑκὼν δ ' ἄρχε φιλοφροσύνης |
, Προκλέι Περσείδαις τ ' , ἐκ Διὸς ἀρχόμενοι , πίνωμεν , παίζωμεν , ἴτω διὰ νυκτὸς ἀοιδή , ὀρχείσθω | ||
! ἀπὸ γλυκυ [ [ ] [ ] λωι ? πίνωμεν χα [ [ ] ανους ? ? ἁζομενοι ? |
ἡ τοῦ Πρωτέως θυγάτηρ ἐν Φάρῳ φησὶ πρὸς αὐτόν : Μενέλαε , εἴπερ βούλει μαθεῖν τὸ περὶ σὲ πᾶν , | ||
Ὣς φάμενον προσέειπεν ἐυμμελίης Ἀγαμέμνων : Μὴ νῦν , ὦ Μενέλαε , μέγ ' ἀχνύμενος περὶ θυμῷ σκύζεο μητιόωντι Κεφαλλήνων |
ἑξῆς : ἡ δὲ ἐπειρύσασα παρειὰς κύσε ποτισχομένη , καὶ ἀντομένη ἀγανοῖς μύθοις ἀμείβετο μειδιόωσα . ποτισχομένη : περιλαβοῦσα . | ||
φάτο , φώνησέν τε . , : ἡ δέ μοι ἀντομένη . , ἔπεα πτερόεντα προσηύδα , ἔπεα πτερόεντ ' |