Τηλέφου ἡ στολή . καὶ νεβρίδες δὲ καὶ διφθέραι καὶ μάχαιραι καὶ σκῆπτρα καὶ δόρατα καὶ τόξα καὶ φαρέτρα καὶ
, ὅ τι μὴ θυρεοί : ἀμυντήρια δὲ λόγχαι καὶ μάχαιραι κοπίδες ὑπερμήκεις . Τό τε χωρίον , ἐν ᾧ
7960198 Βακχαι
Ἀλκιβιάδου οὐδὲν διάφορον τῶν Βακχῶν ἐπεπόνθειν . καὶ γὰρ αἱ Βάκχαι ἐπειδὰν ἔνθεοι γένωνται , ὅθεν οἱ ἄλλοι ἐκ τῶν
: αἵτινες , καὶ αὗται . Βάκχοιο : Διονύσου . Βάκχαι : τιθήναι παρδάλεις Διονύσου , καὶ δεῖγμα ταύταις τὸ
7740179 ἀγριαι
λελυμέναι . ἐδοκοῦ - σαν δέ μοι αἱ γυναῖκες αὗται ἄγριαι εἶναι . ἐκέλευσε δὲ αὐτὰς ὁ ποιμὴν ἆραι τοὺς
οὕτως Εὔπολις . στρουθίζων : τρίζων . Ἀριστοφάνης . στρουθοὶ ἄγριαι : αἱ στρουθοκάμηλοι . στρωματόδεσμα : οὐδετέρως Ἀττικοί ,
7627378 κωπαι
σκεύη κάλοι , ἱστία , κρίκοι , ἡνία , κωπίς κῶπαι , οἴακες , πηδάλια , πλῆκτρα , ὡς Σοφοκλῆς
νηῦς ἐρέτῃσιν , δὶς τόσον ἂψ ἀπόρουσεν , ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι ἠύτε καμπύλα τόξα , βιαζομένων ἡρώων . ἔνθεν δ
7469650 καιομεναι
σελαγοῖντ ' ] ἀντὶ τοῦ καίοιντο . σελαγοῖντ ' ] καιόμεναι λάμποιεν . ἐκπληττόμενος ὁ Δικαιόπολις ἐν τοῖς ῥηθεῖσι λέγει
. Αἱ ἐσχάραι αἱ μᾶλλον ὀπτηθεῖσαι τάχει ἐκπίπτουσιν . Αἱ καιόμεναι οὖλαι πρὸς τὸ ὀστέον καλλίονες γίνονται . Ἐπειδὰν δὲ
7450291 ἐσχαραι
μυρίων κατεσκευασμένος χρυσῶν . ἐπόμπευσαν δὲ καὶ θυμιατήρια χρυσᾶ καὶ ἐσχάραι ἐπίχρυσοι καὶ Δελφικοὶ τρίποδες καὶ φοίνικες ἐπίχρυσοι ὀκταπήχεις καὶ
Ἴσις ἔμμοτος μετὰ μέλιτος . ὅταν δ ' ἐκπέσωσιν αἱ ἐσχάραι , καὶ διὰ τῶν ἐπιτυχόντων σαρκοῦνται τὰ τοιαῦτα τῶν
7419918 νεβριδες
καὶ οὐ φέρουσι τὴν θερμασίαν αὐτοῦ . Ἠλλάσσοντο ] αἱ νεβρῖδες τῶν Βακχῶν , [ εἰς ] ὄφεις [ ἢ
Βάκχος θυμαίνων ἐπάτησεν , ὅτ ' ἠλλάσσοντο μὲν ἁβραὶ Ληνάων νεβρῖδες ἐς ἀσπίδας , ἐς δὲ σίδηρον θύρσοι μαιμώοντο καὶ
7384356 καμηλοι
τὸ δεξόμενον ; κἀνταῦθα οἷς ἦσαν ὄνοι καὶ ἡμίονοι καὶ κάμηλοι , σεμνοί τε καὶ τὰς ὀφρῦς ἐν τῷ μισθοῦν
, ἃ ηὗρε πλέον ἢ ἑβδομήκοντα τάλαντα , καὶ αἱ κάμηλοι δὲ τότε ἐλήφθησαν , ἃς Ἀγησίλαος εἰς τὴν Ἑλλάδα
7377797 ποδηρεις
βοστρυχιζομένους καὶ κεκρυφάλοις τὰς πλοκαμίδας ἀναδοῦντας ἐνδύεσθαί τε ποικίλους καὶ ποδήρεις χιτωνίσκους , καὶ χλανιδίοις ἀμπέχεσθαι λεπτοῖς καὶ μαλακοῖς ,
ἐν Ἠδωνοῖς . ” ὅστις χιτῶνας βασσάρας τε Λυδίας ἔχει ποδήρεις ” . φερόμενοι λόγοι βίαιοι . καὶ δῆλον ὅτι
7366627 συριγγες
αἱ πλημμυρίδες τῶν ποταμῶν , πλῆμναι δὲ αἱ τῶν τροχῶν σύριγγες . πλῆθος καὶ ὄχλος διαφέρει . πλῆθος μὲν γάρ
. ‖ χνόαι : αἱ χοινικίδες , αἱ τοῦ ἄξονος σύριγγες . ‖ χνόην : τὸν τῶν ποδῶν ψόφον .
7329504 ἀκριδες
τοῦ ὧδε Δωρικῶς τροπῇ τοῦ ω εἰς α . καὶ ἀκρίδες : ἀκρίδες λέγονται τὰ πωλία τὰ καθήμενα εἰς τὰ
ἡμιόνους , τοὺς πιστεύοντας αὐτῷ , οὐδ ' ὅσον αἱ ἀκρίδες τὸν νοῦν ἔχοντας . Ἐγὼ δέ , ὦ πάτερ
7320027 χηνας
Ἐκ δὲ τῶν κρεῶν πρόβεια , ὀρνίθια , περιστερόπουλα , χῆνας , ὄρτυγας , ὀρτυγομήτρας , καὶ λακτέντα ἐσθίειν :
, δούλοισι χλανισκιδίων μικρῶν : κἀκ Βοιωτῶν γε φέροντας ἰδεῖν χῆνας , νήττας , φάττας , τροχίλους : καὶ Κωπᾴδων
7268818 κοπισι
θεάν . ὅτι βάρακες παρὰ Φιλυλλίῳ σημαίνουσι τὰς ἐν τοῖς κοπίσι μάζας καὶ οὐ τολύπας , ὡς Λυκόφρων νοεῖ ,
ὀχετόν , οἳ δὲ ὡπλίζοντο ἐπὶ τὸν πολέμιον , καὶ κοπίσι καὶ ξυροῖς τεθηγμένοις αὐτοῦ διέκοπτον τὰς πλεκτάνας , ὡς
7261639 ἐξανθησεις
ἰούλους : τοὺς ἰούλους ὡς χνοῦν ἀναφύοντας ἔχων , τὰς ἐξανθήσεις τῶν γενείων . λέγεται δὲ ἴουλος καὶ θηρίον πολύπουν
, τοὺς κυτίνους ἀποβάλλοντες . νῦν δὲ ἀπὸ μέρους τὰς ἐξανθήσεις τῶν ῥοιῶν λέγει . αὐχενίους δὲ ἤγουν τραχηλώδεις ,
7253296 ἐλαφοι
τούτῳ καὶ ἡ δειλία τῶν φύσει αἱρετῶν ἐστιν , ἐπεὶ ἔλαφοι καὶ λαγῲ καὶ ἄλλα πλείονα ζῷα φυσικῶς ἐπ '
τὸ τῶν ἐλάφων πάσχομεν : ὅτε φοβοῦνται καὶ φεύγουσιν αἱ ἔλαφοι τὰ πτερά , ποῦ τρέπονται καὶ πρὸς τίνα ἀναχωροῦσιν
7232556 νυκτεριδας
ἐλαίῳ τρίψας καὶ αὐτῷ τὸν τόπον τρῖβε . ἄλλο . νυκτερίδας πλείστας ζωὰς τίθετι ἐν ἀσφάλτῳ καὶ ἔασας ὡς σήπωνται
παραχρῆμα . Ὁμοίως παρελεύσονται τὴν ὑποκειμένην χώραν , ἐὰν θηράσας νυκτερίδας προσδήσῃς ταύτας ἐν τοῖς ὑψηλοῖς δένδροις τοῦ χωρίου .
7226907 κοιλοτητες
καὶ ῥιπτασμοί , ἀναισθησίαι τε καὶ ἔμετοι , καὶ ὀφθαλμῶν κοιλότητες , καὶ μετρίως κεχηνὸς στόμα καὶ ἄλλα τοιαῦτα ,
τὰ πλατέα τῶν γομφίων , ὁλμίσκοι δὲ καὶ φάτναι αἱ κοιλότητες τῶν γνάθων , εἰς ἃς ἐμπεπήγασιν οἱ ὀδόντες .
7206206 ἀσπιδες
δὲ τοῦτο διὰ τὸ περιφερεῖς εἶναι καὶ τούτους ὡς αἱ ἀσπίδες . γοργόνωτον ἀσπίδος κύκλον : περιφραστικῶς τὴν ἀσπίδα .
τροπικῶς , ἀπὸ τοῦ ὅλου τὸ μέρος . βοάγρια αἱ ἀσπίδες . ὁ δὲ Ἀπίων τὰ ἐκ βοῆς ἠγρευμένα ,
7202508 χολικες
λέγουσιν . Οἱ χόλικες μὴ λέγε , ἀλλ ' αἱ χόλικες θηλυκῶς . Ἐκτενῶς μὴ λέγε , ἀλλὰ δαψιλῶς .
διαπλῦναι . χορδαί , φῦσκαι , πασταί , ζωμός , χόλικες ἐν δὲ Κλεωναῖς ὀξίδες εἰσίν . εἰκοβολοῦντες καὶ πλάττοντες
7196546 ἐπιμηκεις
, ὅπου δὲ κατὰ τὴν τοῦ κύματος κίνησιν αἱ μὲν ἐπιμήκεις ψηφῖδες εἰς τὸν αὐτὸν τόπον ταῖς ἐπιμήκεσιν ὠθοῦνται ,
ὁ λόφος ' . . . . αὐλῶνες : οἱ ἐπιμήκεις καὶ παραμήκεις τόποι ' . αὐλοῖσι διδύμοισι : †
7190497 ἀλκυονες
ἐπ ' ἀκροτάτοις ἱζάνοισι ποικίλαι πανέλοπες , αἰολόδειροι λαθιπορφυρίδες καὶ ἀλκυόνες τανυσίπτεροι . ἐν ἄλλοις δέ φησιν : αἰεί μ
ἁλιπορφύρου τι ἄνθος ἔχει . περιθέουσι δ ' αὐτὸν καὶ ἀλκυόνες ὁμοῦ μὲν ᾄδουσαι τὰ τῶν ἀνθρώπων , ἐξ ὧν
7172433 πεδαι
σχοίνῳ διαμετρησάμενοι τὸ πεδίον τὸ Τεγεητέων ἐργάζοντο . Αἱ δὲ πέδαι αὗται ἐν τῇσι ἐδεδέατο ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν
. , ἐκ δίκας δὲ καταδίκα , ἐκ δὲ καταδίκας πέδαι τε καὶ σφαλὸς καὶ ζαμία . Πανύασις δ '
7160167 πορναι
δ ' ἄρρηκτος , χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη . πόρναι δ ' εἰσῆλθον , κοῦραι δύο θαυματοποιοί , ἃς
κυνὸς ὡς ἀκτῖνες ἔλαμπον . Γ Κύννα δὲ καὶ Σαλαβακχὼ πόρναι Ἀθήνησιν . Γ τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ καὶ τὴν τραχύτητα
7155300 ἐνηλατα
ἐκάλεσεν : σύριγγες : αἱ χοινικίδες , αἱ πλῆμναι : ἐνήλατα : τὰ ἐμβαλλόμενα ταῖς χοινικίσιν : ἐνήλατα : οἱ
ἢ ξύλων εὐτελῶν πεποιημένη κλίνη . ἀλλὰ γὰρ ἐλεφαντόποδες τὰ ἐνήλατα καὶ κλιντῆρες ὀστράκοις πολυτελέσι καὶ ποικίλαις χελώναις ἐνδεδεμέναις μετὰ
7151464 αἰγες
τούτου οὖν φησιν ὅτι “ ἀηδίσομέν σε , ἐπεὶ καὶ αἶγες ἐκ τῆς κόπρου ἀηδίζονται ” . ἄλλως “ μινθώσομεν
ἕκαστον ἐρωτῶντες , ἐρῶ καὶ τἄλλα ἅ ἐστιν ἡμῖν : αἶγες ὀκτὼ θήλειαι , βοῦς κολοβή , μοσχάριον ἐξ αὐτῆς
7151312 γεισα
: καὶ θριγκῶσαι τὸ ῥῆμα . ψαλίδας , πυλίδας , γεῖσα γεισώματα , γεισήποδας γεισηποδίσματα γεισηποδίζειν . στεγάζειν , ἐρέπτειν
ὡς ὗον . Καὶ ἡ νῆττα ἥμερος ὑπιοῦσα ὑπὸ τὰ γεῖσα ἀποπτερυγίζηται ὕδωρ σημαίνει , ὁμοίως δὲ καὶ κολοιοὶ καὶ
7150095 καταιγιδες
] ἀστραπῆς . ζάπυροι ] λίαν καυστικοί . στρόμβοι ] καταιγίδες ἀέρων . . στάσιν ] ταραχήν . ἀντίπνουν ]
ἐπὶ τὸ κακὸν ἐν πλεονεξίᾳ ὑψούμενοι . Καὶ ἔσονται ὡς καταιγίδες ψευδοπροφῆται , καὶ πάντας δικαίους διώξονται . Ἐπάξει δὲ
7149135 ζορκες
γυιοφθόρον ἰόν : ἔξοχα γὰρ δολιχοῖσι κινωπησταῖς κοτέουσι νεβροτόκοι καὶ ζόρκες : ἀνιχνεύουσι δὲ πάντη τρόχμαλά θ ' αἱμασιάς τε
κοινῶς τοῖς ἑρπετοῖς : ὀργίζονται δὲ αὐτοῖς οἱ νεβροτόκοι καὶ ζόρκες , τουτέστιν αὐτοὶ οἱ ἔλαφοι καὶ αἱ δορκάδες .
7146287 σαλπιγγες
' αἷς οἱ λόγοι ποιμαίνονται . νυνὶ γὰρ Μουσῶν ἠχοῦσι σάλπιγγες , ναυτῶν δὲ λήγει κελεύσματα : καὶ τέττιγες μὲν
ἀρίστους ἔστησαν ἐπὶ τῶν λόφων . ἅμα δ ' αἱ σάλπιγγες παρ ' ἀμφοτέροις ἐσήμαινον καὶ τὰ στρατόπεδα συνῄεσαν εἰς
7142512 κρηπιδες
πρὸς ὑμᾶς ἐσώθην ἀπὸ τοῦ ὄχλου καὶ τῶν ἁρμάτων . κρηπῖδες : πανταχοῦ κεκρηπιδωμένοι ἄνδρες : λέγει δὲ τοὺς ἐν
εἴδη βασιλίδες : ἐφόρει δὲ αὐτὰς ὁ βασιλεὺς Ἀθήνησιν . κρηπῖδες : τὸ μὲν φόρημα στρατιωτικόν , ἔνιοι δ '
7132952 θηλειαι
οἱ δὲ νεώτεροι αἰεὶ τοῦτο ποιήσαντες ὀχεύουσιν . καὶ αἱ θήλειαι δ ' ἀλλήλας ἀναβαίνουσιν , ὅταν ἄρρην μὴ παρῇ
ληφθεὶς ] ἐπτοήθη . . . . . ὅτι αἱ θήλειαι κέρατα οὐ φύουσιν . ἐκαλεῖτο δὲ ἡ ἔλαφος Κερυνία
7128600 βυρσαι
Κλέων . ἰστέον ὡς βυρσοδέψης ἦν ὁ Κλέων , αἱ βύρσαι δὲ δύσοσμοί εἰσιν . ἐπειδὴ οἱ βυρσοδέψαι κάκιστον ὀδώδασιν
. . ἕτερος δὲ τὰς βύρσας ἕψει . λέγονται δὲ βύρσαι τὰ δερμάτια τῶν βοῶν . . ἁλοὺς : Κρατηθείς
7122466 κατεσθιουσιν
ἐκτρέφων , πρὸς οἷς αἱ θύνναι τεκοῦσαι τὴν αὑτῶν γονὴν κατεσθίουσιν . Τά γε μὴν διαφυγόντα τῶν ᾠῶν τὰς πηλαμύδας
τῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς τιθεμένων ἀπαρχῶν , ἃς οἱ ὁδοιπόροι κατεσθίουσιν . στλεγγίδα . στλεγγὶς ξύστρα : τὸ πάλαι δὲ
7117762 ἐξηλλοντο
δ ' ἔγβαλλον ὀρείους πόδας ναός , στόματος δ ' ἐξήλλοντο μαρμαροφεγγεῖς παῖδες συγκρουόμενοι : κατάστερος δὲ πόντος ἐγ λιποπνόης
' οἱ μὲν ἔκφρονες γιγνόμενοι ἔφευγον , οἱ δ ' ἐξήλλοντο , οἱ δ ' ἐνέπιπτον ἀλλήλοις . τοιαῦτα γὰρ
7106920 νυκτεριδες
ἢ μέλιτος . Ἀλλαχοῦ δὲ διπήχεις ὄφεις ὑμενοπτέρους ὥσπερ αἱ νυκτερίδες , καὶ τούτους δὲ νύκτωρ πέτεσθαι , σταλαγμοὺς ἀφιέντας
ἐστι . πλατάνου φύλλα ἐπιφέρουσι ταῖς καλιαῖς : αἱ δὲ νυκτερίδες ὅταν αὐτοῖς γειτνιάσωσι , ναρκῶσι καὶ γίνονται λυπεῖν ἀδύνατοι
7106894 πωλια
ω εἰς α . καὶ ἀκρίδες : ἀκρίδες λέγονται τὰ πωλία τὰ καθήμενα εἰς τὰ ἄκρα τῶν δένδρων καταχρηστικῶς :
οὖν εἰκοστῇ ἡμέρᾳ περιαιρῶν τὸ κέλυφος , καὶ ψωμίσας τὰ πωλία ἔμβαλε εἰς κόφινον ἔχοντα ὀρνίθων πτερά . τῇ δὲ
7099065 θυραι
ἐξ οὐδοῦ , περὶ δὲ θριγκὸς κυάνοιο : χρύσειαι δὲ θύραι πυκινὸν δόμον ἐντὸς ἔεργον : ἀργύρεοι δὲ σταθμοὶ ἐν
αὐτὸν ἔνδον , ὅτι ἀποκλεισθήσῃ , ὅτι ἐντιναχθήσονταί σοι αἱ θύραι , ὅτι οὐ φροντιεῖ σου . κἂν σὺν τούτοις
7087226 παιδισκαι
Ἐπόμπευσαν δὲ καὶ στεφάναι χρυσαῖ πάνυ πολλαὶ , ἃς ἔφερον παιδίσκαι πολυτελῶς κεκοσμημέναι : ὧν μία δίπηχυς εἰς ὕψος ,
δούλης . καὶ τὸ ” Ἐγένοντό μοι παῖδες καὶ “ παιδίσκαι , ” ἀντὶ τοῦ , δοῦλοι καὶ δουλίδες .
7075512 θυρσοι
μόνου τοῦ ἐρᾶν γέγραπται . σκευὴ μὲν γὰρ ἠνθισμένη καὶ θύρσοι καὶ νεβρίδες , ἔρριπται ταῦτα ὡς ἔξω τοῦ καιροῦ
τε καὶ παρα - δόξους ἐκδίδωσιν , ὥσπερ οἱ βακχεῖοι θύρσοι τὸ μέλι καὶ τοὺς ἑσμοὺς τοῦ γάλακτος . Μεγάλων
7060867 δᾳδες
βωμοὶ δὲ ἐπίχρυσοι ἐστεφανωμένοι χρυσοῖς στεφάνοις : ὧν ἑνὶ παρεπεπήγεσαν δᾷδες χρυσαῖ δεκαπήχεις τέσσαρες . ἐπόμπευσαν δὲ καὶ ἐσχάραι ἐπίχρυσοι
νῦν φανός , καὶ λαμπὰς καὶ λαμπτὴρ καὶ φανοὶ καὶ δᾷδες . λύχνου δὲ διμύξου τῶν κωμῳδῶν Φιλύλλιος μνημονεύει ,
7057686 στροφεις
καὶ ἔμβολα οἱ μὲν τοὺς καθέτας , οἱ δὲ τοὺς στροφεῖς : χαλκόδετά τ ' ἔμβολα : τοὺς μοχλοὺς τοὺς
ἀστραβέστατον τὸ τῆς πτελέας , δι ' ὃ καὶ τοὺς στροφεῖς τῶν θυρῶν ποιοῦσι πτελεΐνους : ἐὰν γὰρ οὗτοι μένωσι
7046831 θωρακες
χαλκέμβολοι αἱ τριήρεις , τὰ δὲ τῶν ἐμπλεόντων ἀσπίδες , θώρακες , κνημῖδες , κράνη , ξίφη , δορυδρέπανα ,
ἱππεῖς ἐδοκιμάσθησαν τῇ ὑστεραίᾳ εἰς πεντήκοντα , καὶ σπολάδες καὶ θώρακες αὐτοῖς ἐπορίσθησαν , καὶ ἵππαρχος ἐπεστάθη Λύκιος ὁ Πολυστράτου
7043689 διφθεραι
οἱ δὲ στίχοι τῶν κωπῶν ταρσώματα καλοῦνται . δέρρεις , διφθέραι . ἔστι δέ τις καὶ μηχανὴ καὶ τροχὸς καὶ
πόλει γὰρ εὐτυχοῦντες οἱ κακοὶ νόσος . εἰσὶν γὰρ εἰσὶ διφθέραι μελεγγραφεῖς πολλῶν γέμουσαι Λοξίου γηρυμάτων μηλοσφαγεῖ τε δαιμόνων ἐπ
7041181 λογχαι
ὄλβου μέγας ἐκομπάσθη ποτὲ ἔχων τυραννίδ ' , ἧς μακραὶ λόγχαι πέρι πηδῶς ' ἔρωτι σώματ ' εἰς εὐδαίμονα ,
καταφθίνει γᾶ . [ μαλερὰ μέλαθρα πυρὶ κατάδρομα δαΐωι τε λόγχαι . ] ἰὼ γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων .
7040785 τεκουσαι
καὶ τὰ βρέφη δὲ τὰ νεαρὰ οὐκ ἄν ποτε αἱ τεκοῦσαι προδοῖεν , ἀλλὰ καὶ ἐκείνοις ἐκεῖναι πιστῶς παραμένουσι ,
λεγόμενον μύλον καὶ ἐσώθη . ἤδη μὲν οὖν τινες μὴ τεκοῦσαι αὐτὸν ἀνῃρέθησαν ὑπ ' αὐτοῦ , τισὶ δὲ καὶ
7036464 πλεκταναι
πολυποδίου δασεῖα καὶ ἔχουσα κοτυληδόνας , ὥσπερ αἱ τοῦ πολύποδος πλεκτάναι . καθαίρει δὲ κάτω : κἂν περιάψηταί τις οὔ
, κόγχαι , κτένες , τευθίδες . πολυπόδεια κρέα ἢ πλεκτάναι , σηπίαι σηπιδάρια . ἐχῖνοι θαλάττιοι : ἔνιοι δὲ
7013758 ἑλιτροχοι
δευτέρου μικρότερον , λόγον τῶν αὐλῶν τῶν συρίγγων ἐπέχοντα . ἑλίτροχοι ] περὶ ἃς ἑλίσσονται οἱ τροχοί . ἱππικῶν ]
. σύριγγες ἔκλαγξαν ] αἱ ὀπαὶ τοῦ ἄξονος ἤχησαν . ἑλίτροχοι ] αἱ συνελοῦσαι τοὺς τροχοὺς δι ' ὧν τὸ
7012459 δεδενται
, λῃστῶν ἐπαχθέντων Μάγνου καὶ Βουβάλου , οἳ καὶ ἤδη δέδενται ληφθέντες . “ Ἀλλὰ καὶ βαρβάροις πολλάκις ἔχρησεν ,
ἀμείψηται φάος . πέλας δὲ πῶλοι Θρηικίων ἐξ ἁρμάτων λευκαὶ δέδενται , διαπρεπεῖς ἐν εὐφρόνηι : στίλβουσι δ ' ὥστε
7003270 χελωναι
, ἑλεπόλεις , μηχαναί , καὶ καταπάλται Μακεδονικοί , καὶ χελῶναι . χρεία δ ' εἰς τοὺς πολέμους σκευοφόρων μὲν
βάρος ἔχειν πολύ . αἱ δ ' ἐπὶ τῶν λέμβων χελῶναι κατασκευάζονται περιφερεῖς ἄνωθεν ἐκ σανίδων ἰσχυρῶν συμπηγνύμεναι , ὑπόφαυσιν
7000257 δορκαδες
σφῶν , ὥσπερ ἐκπεπληγμένα τοὺς ἀνθρώπους , ἔλαφοι δὲ καὶ δορκάδες καὶ στρουθοὶ καὶ ὄνοι πολλὰ μὲν καὶ ταῦτα ἑωρᾶτο
. Πάντα πέτρον κινήσω . Πάντα κάλων . Πρὸς λέοντα δορκάδες συνάπτουσι μάχας . Ῥόδιοι τὴν θυσίαν : ἐπὶ τῶν
6995113 θηλεας
ἰδίῃ , πάρεξ τῶν πολεμιστηρίων , οἱ μὲν ἀναβαίνοντες τὰς θηλέας ὀκτακόσιοι , αἱ δὲ βαινόμεναι ἑξακισχίλιαι καὶ μύριαι :
, παραλύεσθαι ἐπελκομένους , οὐκ ὁμοῦ ἀμφοτέρους : τὰς δὲ θηλέας ἀναμιμνησκομένας τῶν ἔλιπον τέκνων ἐνδιδόναι μαλακὸν οὐδέν . Τὸν
6993949 οὐλοχυτας
τέτταρας δραχμὰς ἀποβάλω , φησί , τὴν προαίρεσιν ; τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο . „ τοῦτο δ ' ἐστὶ τί
' ἀμέγαρτον ὄφελλεν . αὐτὰρ ἐπεί ῥ ' εὔξαντο καὶ οὐλοχύτας προβάλοντο , αὐέρυσαν μὲν πρῶτα καὶ ἔσφαξαν καὶ ἔδειραν
6980671 ἀρσενες
: καλεῖται δὲ Γορτύνιος καὶ ὁ ποταμός . Ἀλέῳ δὲ ἄρσενες μὲν παῖδες Λυκοῦργός τε καὶ Ἀμφιδάμας καὶ Κηφεύς ,
ἀρτάβαι : σινήπυος σπέρματος τρίτον ἀρτάβης . πρόβατα , οἱ ἄρσενες τετρακόσιοι : βόες ἑκατόν : ἵπποι τριάκοντα : χῆνες
6979701 ἐριθοι
λέγει . τὰ δὲ ἐν μέρει τούτων προείρηται . καὶ ἔριθοι δὲ καὶ τρυγήτριαι καὶ καλαμητρίδες καὶ ποάστριαι καὶ φρυγανίστριαι
, νεαρὲ κόρε νεβροχίτων Τὸν στυγνὸν Μελανίππου φόνον αἱ πατροφόνων ἔριθοι Χαῖρε ἄναξ Ἕκατε , ζαθέας μάκαρ ἥβας Πρόσθε μὲν
6975539 ἀρκτοι
ὁ Ἀττικός . Ἑλίκη δὲ καὶ Κυνόσουρα ἐν οὐρανῷ δύο ἄρκτοι , Διὸς ἡ ἑτέρα τροφός , οἱ δ '
Ἀλλ ' ὅτε δὴ κεφαλὰς μὲν ἐπ ' ἀντολίην ἔχον ἄρκτοι δέγμεναι ἠελίοιο θοὸν φάος , ἔγρετο δ ' Ἠώς
6965745 γερανοι
πορείας ἔχονται . οὕτω μὲν δὴ θερίζουσί τε καὶ χειμάζουσι γέρανοι : σοφίαν δὲ ἥγηνται ἄνθρωποι θαυμαστὴν τοῦ Περσῶν βασιλέως
αὐτὸν λειμῶνα ἐνέμοντο . ἐπιφανέντων δὲ αὐτοῖς θηρευτῶν αἱ μὲν γέρανοι ἐλαφραὶ οὖσαι ἀπέπτησαν , οἱ δὲ χῆνες μείναντες διὰ
6957833 γναθοι
πίτταν διαπέμπων εἰς Ἐπίδαυρον . καλοῦνται δὲ ἀσκώματα καὶ οἱ γνάθοι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν χαλκευτικῶν ἀσκωμάτων , ἅ εἰσι φῦσαι
πίνειν λευκόν . Τῇ Ἀσπασίου ὀδόντος δεινὸν ἄλγημα : καὶ γνάθοι ἐπήρθησαν : καστόριον δὲ καὶ πέπερι διακλυζομένη , ὠφελέετο
6954685 καθεδραι
ἀστέων ] τοῦτο πρὸς τὸ ἔχοντι . ἐκλήθησαν αὐτοῖς αἱ καθέδραι , ἤτοι αἱ πόλεις . . Ἔνθα , ἤγουν
καὶ πλεονασμῷ τοῦ β , βαῦνος . Κληΐδες . αἱ καθέδραι παρὰ τὴν κλάσιν τῶν γονάτων . Κύμβαχον . τὸ
6945620 Γοργονες
περὶ τὰ μέρη δὲ αὐτῆς κατοικοῦσιν αἱ Φορκίδες καὶ αἱ Γοργόνες οὕτω καλούμεναι , θυγατέρες Φόρκυνος , τοῦ υἱοῦ Πόντου
ἐξ ἀνθρώπου θηρίον . Τοῦτο οἱ Κένταυροι , τοῦτο αἱ Γοργόνες , τοῦτο αἱ Χίμαιραι , ὁ Γηρυόνης , ὁ
6944472 τροχοι
χρῆν ἀναγινώσκειν ὡς ἀξιοῖ ὁ Ἀσκαλωνίτης . τροχοὶ ὀξυτόνως καὶ τρόχοι βαρυτόνως διαφέρουσι παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς , φησὶ Τρύφων ἐν
τὸ παιδίον . τρόχοι βαρυτόνως καὶ τροχοὶ ὀξυτόνως διαφέρει . τρόχοι μὲν βαρυτόνως τοὺς δρόμους : Εὐριπίδης : ὁρῶ μὲν
6941656 μελισσαι
: ὃ γὰρ λέγει , τοιοῦτόν ἐστιν : ὥσπερ αἱ μέλισσαι , φησί , πᾶν ἄνθος δρέπονται , οὕτω καὶ
Τούτων δὲ Γύζαντες ἔχονται , ἐν τοῖσι μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται , πολλῷ δ ' ἔτι πλέον λέγεται δημιοργοὺς
6939530 δοραι
εἶδος ὑπὸ τῆς νόσου φοβερὸν ἥ τε στολὴ ἀήθης : δοραὶ θηρίων καλύπτουσιν αὐτόν . ἀλλὰ σὺ ἄμυνον , ὦ
ἐδείκνυεν . ἦν δὲ ἄρα τῇ Ἀταλάντῃ στρωμνὴ μὲν αἱ δοραὶ τῶν τεθηραμένων , τροφὴ δὲ τὰ τούτων κρέα ,
6935963 τρυγονες
. ἐστὶ δ ' ἡ ματτύα φάτται , χῆνες , τρυγόνες , κίχλαι , κόσσυφοι , λαγῴ , ἄρνες ,
λαγωοὶ καὶ ἔριφοι καὶ ἕτεροι ἄρτοι πεπονημένοι καὶ περιστεραὶ καὶ τρυγόνες πέρδικές τε καὶ ὅσον ἄλλο πτηνῶν πλῆθος ἦν .
6935016 ἁλκυονες
ἐν ἁλὶ κύειν . Ἀντίγονός φησιν , ὅταν γηράσωσιν αἱ ἁλκυόνες , κηρύλους καλεῖσθαι . Ἀριστοτέλης δὲ διῄρησεν ἁλκυόνα καὶ
Νηρηΐδων . . . Λευκοθέαν , Παλαίμονα , Ἀφροδίτην . ἁλκυόνες οὖν ἐκλήθησαν παρὰ τὸ ἐν ἁλὶ κύειν . Ἀντίγονός
6930901 φορουσιν
ξίφη δ ' ἀμφίστομα καὶ σιδήρῳ δια - φόρῳ κεχαλκευμένα φοροῦσιν , ἔχοντες σπιθαμιαίας παραξιφίδας , αἷς χρῶνται κατὰ τὰς
κοσμοῦνται : χρυσοφοροῦσι γὰρ καὶ διαλίθῳ κόσμῳ χρῶνται σινδόνας τε φοροῦσιν εὐανθεῖς , καὶ σκιάδια αὐτοῖς ἕπεται : τὸ γὰρ
6928465 πλαστιγγες
: λέγεται δὲ καὶ οὗ ἐν τοῖς ἄκροις αἰωροῦνται αἱ πλάστιγγες . ζυγόθρισον οὖν , ἤγουν ζυγοστάτησον ⌈ ταῖς σταθμαῖς
καὶ Ζυγὸν ἐκλήισσαν , ἐπεὶ τετάνυνθ ' ἑκάτερθεν οἷαί περ πλάστιγγες ἐπὶ ζυγοῦ ἑλκομένοιο , Σκορπίος ἐστὶ δ ' ἔπειτα
6927815 πελεκεις
χεῖρας ἐλθόντας , ταῖς σπάθαις μάχονται . οἳ δὲ καὶ πελέκεις μικροὺς φέρουσι πάντοθεν ἐν κύκλῳ ἀκωκὰς ἔχοντας . ἑκάστης
ὁ δὲ τοὺς εὐρώστους καὶ ἀκμάζοντας ἐπιλεξάμενος ἐξήγαγε δρέπανα καὶ πελέκεις καὶ ἀξίνας ἔχοντας ὡς τεμοῦντας ὕλην εἰς πυρκαϊὰν νεκρῶν
6917273 ἀλετρευουσι
. πεντήκοντα δέ οἱ δμῳαὶ κατὰ δῶμα γυναῖκες αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλῃς ' ἔπι μήλοπα καρπόν , αἱ δ '
. , ζ ? πεντήκοντα δέ οἱ δμῳαὶ αἱ μὲν ἀλετρεύουσι , αἱ δὲ ἵστους ὑφῶσι . . , .
6916842 νιφαδες
σῖτον αἱρουμένῳ πολλάκις . τὸ πολὺ δὲ ἐποίουν καὶ αἱ νιφάδες , ἡνίκ ' ἂν ἀλλήλοις ἐντύχοιμεν . οὐ γὰρ
ἀπάνευθε νεῶν ἐχέοντο θοάων . ὡς δ ' ὅτε ταρφειαὶ νιφάδες Διὸς ἐκποτέονται ψυχραὶ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο , ὣς
6916391 καμακες
ἄρκυες , ἐνόδια , ἐμβόλια , στάλικες , στήριγγες , κάμακες , δίκρα , κάλοι , ἱμάντες , κυνοῦχοι ,
τὰς μέντοι λαμπάδας καὶ κάμακας εἴρηκεν ἐν Ξαντρίαις Αἰσχύλος : κάμακες πεύκης οἱ πυρίφλεκτοι . τὸ δὲ ὀβελισκολύχνιον , στρατιωτικὸν
6912399 νηιαδες
υἱὸς ἵκηται , ὃν δὴ νῦν Χείρωνος ἐν ἤθεσι Κενταύροιο νηιάδες κομέουσι τεοῦ λίπτοντα γάλακτος , χρειώ μιν κούρης πόσιν
καὶ τὰ μὲν ἀθρόα πάντα δόμων ἐκ λύματ ' ἔνεικαν νηιάδες πρόπολοι , ταί οἱ πόρσυνον ἕκαστα : ἡ δ
6907629 ἁλυσεις
φωνῆς μεγέθους καὶ τοῦ τῶν ἀπειλῶν πλήθους , καὶ τὰς ἁλύσεις ταύτας μόνοι δεξάσθων φονεῖς καὶ τοιχωρύχοι καὶ οὓς δεῖ
περόνας , ἀμφιδέας , ὅρμους , πέδας , σφραγῖδας , ἁλύσεις , δακτυλίους , καταπλάσματα , πομφόλυγας , ἀποδέσμους ,
6903562 κυστεις
γόνασι κλίναντα τὸν ἄνθρωπον οὕτως ἐνιέναι : ἀφίστανται γὰρ αἱ κύστεις ἐν τούτῳ τῷ σχήματι , καὶ χαλῶσι τὸ ἔντερον
ἀφαρπαζομένης τῆς ὑγρασίας . ταῖς δὲ ἐν ὀδύνῃ | καὶ κύστεις ἐπιβάλλειν ἐλαίου θερμοῦ πλήρεις ἢ μαρσίπους ὠμὴν λύσιν θερμὴν
6898442 μαιαι
ἔτι αὐτὴ κυισκομένη τε καὶ τίκτουσα ἄλλας μαιεύεται . Αἱ μαῖαι , μέχρι δύνανται κυίσκεσθαι καὶ τίκτειν , οὐ μαιεύονται
| καὶ θάλπους ἐγγινομένας τοῖς σώμασι ζημίας , οὗ χάριν μαῖαι καὶ μητέρες , αἷς ἀναγκαία φροντὶς εἰσέρχεται τῶν γεννωμένων
6889405 μαστιγες
τυμπάνῳ ἠρέμα προσάγοις , οὐ ποιήσεις ψόφον , αἱ δὲ μάστιγες ποιοῦσι τὸν ψόφον καὶ αἱ ῥάβδοι παραπλησίως αὐτὸν τύπτουσαι
χερῶν πληγαῖς ὑπείκειν καὶ βολαῖσιν ὀστράκων . οὐ γὰρ ξέναι μάστιγες , ἀλλὰ δαψιλὴς σφραγὶς μενεῖ Θόαντος ἐν πλευραῖς ἔτι
6881321 γαλαι
μύες καθ ' ἑαυτοὺς τοιαῦτα : Οὐ παρὰ λόγον ἡμᾶς γαλαῖ ἡττῶσιν : οὐ γὰρ κτώμεθα ἄνακτα ὥσπερ αὕται ,
μυωπίας παρεισρεῖ . Φθείρουσι δ ' αὐτοὺς καὶ αἱ ἄγριαι γαλαῖ . Ἔστι δέ τις αὐτῶν καὶ ἀφανὴς καὶ ἀθρόα
6876410 βατε
τοὺς παρωχημένους τοῖς ἐνεστῶσι : βῆς βῆ βάτον βάτην βάμεν βάτε βάσαν καὶ συγκοπῇ βάν . . . . βάξις
τοὺς παρωχημένους τοῖς ἐνεστῶσι : βῆς βῆ βάτον βάτην βάμεν βάτε βάσαν καὶ συγκοπῇ βάν . . . . βάξις
6870425 ὠρυττον
Θεμισκυρίοις ἐπικαθήμενοι πύργους ἐπῆγον αὐτοῖς καὶ χώματα ἐχώννυον καὶ ὑπονόμους ὤρυττον οὕτω δή τι μεγάλους , ὡς ἐν αὐτοῖς ὑπὸ
προεκινδύνευον , αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν χάρακας περιέβαλλον , τάφρους ὤρυττον , βέλη προσέφερον , λίθους προσεκόμιζον , τοὺς τραυματίας
6867634 πορφυροις
, ἵν ' ᾖ ποικίλα ἱμάτια ἔχουσα σεμνῶς ἦλθες . πορφυροῖς γὰρ καὶ ποικίλοις ἱματίοις ἐπόμπευον . δεῖ δὲ ὑπονοεῖν
Καὶ ἦν ὁ πρῶτος θάλαμος μέγας καὶ εὐπρεπὴς καὶ λίθοις πορφυροῖς κατεστρωμένος καὶ οἱ τοῖχοι αὐτοῦ λίθοις ποικίλοις καὶ τιμίοις
6856869 χελιδονες
ὄρνιθες ἄπληστον κλύζονται ἐνιέμεναι ὑδάτεσσιν : Ἢ λίμνην πέρι δηθὰ χελιδόνες ἀΐσσονται γαστέρι τύπτουσαι αὔτως εἰλεύμενον ὕδωρ : ἢ μάλα
βοτάνη ἐστί , καὶ φυέται καθ ' ὃν καιρὸν αἱ χελιδόνες φαίνονται . δαύκειον : ὅπερ Ἀπολλόδωρός φησιν ἐν τῷ
6855140 ἀλωπεκας
εἰ ὑπέλαβές με καταβήσεσθαι . ἐγὼ γὰρ ἀπ ' ἐκείνου ἀλώπεκας φυλάττομαι , ἀφ ' οὗ ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ
καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν , καὶ ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας , καὶ μετ ' αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕας :
6852341 Λακαιναι
ἀντιτιθείς , ἴσως τὰς κατὰ στοῖχον πεφυτευμένας . γενναῖαι κύνες Λάκαιναι , Ἀρκάδες , Ἀργολίδες , Λοκρίδες , Κελτικαί ,
ὧδέ πως λέγοιτο : τριήρεις προσεδοκῶντο εἰς Κιλικίαν πολλαὶ μὲν Λάκαιναι , πολλαὶ δὲ Περσίδες , Κύρῳ ναυπηγηθεῖσαι ἐπ '
6850156 ἐσθιουσαι
ὁ ὑοσκύαμος τὰς ὗς , αἳ δὴ χαίρουσι καὶ σαλαμάνδρας ἐσθίουσαι , ὡσπεροῦν ἔλαφοι τὰ ἰοβόλα ζῷα καὶ αἱ χελιδόνες
τὰ φυόμενα . καὶ αἱ κατοικίδιαι δὲ ὄρνιθες συνεχῶς ταῦτα ἐσθίουσαι ἄτοκοι γίγνονται . ὅθεν καὶ διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν
6849845 ποκοι
: ἐπὶ τῶν ἑτέροις κακοπαθούντων καὶ εὐφροσύνην παρεχόντων . Ὄνου πόκοι : ἐπὶ τῶν ἀχρήστων . Ὄνου παρακύψεως : ἐπὶ
πρὸς τοὺς εἰς τὰ ἀδύνατα ἀναβαλλομένους , παρόσον ἀπὸ ὄνου πόκοι οὐ γίνονται : οἱ δὲ ἐπὶ κατάρας τοῦτο λέγουσιν
6848276 ἐδυσαν
ὅτι τὸ πῦρ φεύγοντες διὰ τοῦ τοίχου παρὰ τὴν γῆν ἔδυσαν , ἐγένοντο μικροὶ δύο ὄρνιθες : καὶ ἔστιν ὁ
εἶμι γὰρ αὖθις ἐπ ' Ὠκεανοῖο ῥεέθρων . ” ἔδυντο ἔδυσαν . ἐδωδή βρῶσις . ἐδανῷ ἡδεῖ : “ ἀμβροσίῳ
6846918 σειστρον
τὰ ? ? ἔντιμα ? ? ? ? μέλη ; σεῖστρον καλεῖ ς ' ὑφ ' ἄρρητα ? ? Λήθης
ὄνομα ῥώμη , ὡς γνώσω γνώμη . . , : σεῖστρον : παρὰ τὸ σείω . . . . .
6845915 βομβουσαι
κείμενον . Ἐπέκειντο δὲ καὶ μέλιτται αὐτοῖς συνεχὲς καὶ ἄπαυστον βομβοῦσαι καὶ θρηνούσαις ὅμοιον . Ὁ μὲν οὖν Λάμων ὑπ
φωνήν . 〚 κώνωπας δὲ λέγει τὰς ἐμπίδας . 〛 βομβοῦσαι : Βοῶσαι . . ἠχοῦσαι . . κεφαλὴν :
6843992 τριχιδες
πάντα ὡς εὐωχουμένων τῶν μελλόντων ἐμβαίνειν εἰς τὰς ναῦς . τριχίδες δὲ εἶδος ἰχθύων , ἴσως οὓς καὶ ἡμεῖς καλοῦμεν
ἄμφω τὰ ὀνόματα . ἀπὸ μέντοι τριχῶν τριχίαι ἰχθύες καὶ τριχίδες , καὶ ὑστριχὶς ἡ μάστιξ , καὶ τριχοβρῶτες θηρίδιά
6843817 ὀλολυγῃ
συνεπελάβοντο δὲ καὶ γυναῖκες τοῦ ἔργου οὐχ ὅσον κραυγῇ καὶ ὀλολυγῇ καὶ λίθοις ἀπὸ τοῦ στέγους , τοῦτο δὴ τὸ
ἐπικλαιόντων καὶ οἰκείων καὶ μάλιστα τῶν μητέρων , αἳ σὺν ὀλολυγῇ μανιώδει τῶν τέκνων ἐξήπτοντο καὶ νεῶν τῶν φερουσῶν αὐτὰ
6840210 κορεις
ξηρὸν ξύων εἰς οἶνον εὐώδη δίδου πιεῖν . ἄλλο . κόρεις γʹ . θλάσας μετὰ οἴνου αὐστηροῦ δὸς πιεῖν ἐπὶ
κομίσαι , τὸν σκάμνον . ἔχει γὰρ ὁ σκάμνος ἀμετρήτους κόρεις καὶ ἐδειλία ὁ Στρεψιάδης αὐτόν . κατάθου ] ἐπίθες
6839081 κωλας
ἥδιστον ἕψειν ἐν ἐπινικίοις κρέας . κεφαλάς τ ' ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις
ἥδιστον ἕψειν ἐν ἐπινικίοις κρέας . κεφαλάς τ ' ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις
6829591 ἀλωπεκες
τῷ φέγγει ἐπαναρριπτοῦντες μακρὰν διαίρουσιν ἀντιπαίζοντες : ταραχώδη δὲ ὅταν ἀλώπεκες προδιεξέλθωσι γίγνεται . τὸ δὲ ἔαρ κεκραμένον τῇ ὥρᾳ
: ἵππων δὲ τίγρητες ἐς ἔρωτα ἦλθον , κυνῶν δὲ ἀλώπεκες , ὅθεν δή φασι καὶ ἀλωπὸν φύεσθαι : οἶδα
6825125 μετριωτεραι
μάλιστα τοῖς βρέφεσιν ἐπιγινόμεναι . τούτων αἱ μὲν ὑπόλευκοι , μετριώτεραι τῶν ἄλλων , χείρους δὲ αἱ ὑπέρυθροι : αἱ
κητώδειϲ τῶν ἰχθύων , ἐξ ὧν εἰϲιν οἱ θύννοι , μετριώτεραι δὲ αὐτῶν αἱ πηλαμίδεϲ . ἱκανῶϲ δὲ παχύχυμα τά
6822663 ἱερειαι
Ἀττικὸν καὶ γνήσιον , ἐξ οὗ ἐγίνοντο τῆς Ἀθηνᾶς αἱ ἱέρειαι . Ἐξ ὅτου . Ἀντὶ τοῦ ἀφ ' οὗ
φύς , ἃς ἐφ ' ἑκάστοις τοῖς γάμοις εὔξονται καὶ ἱέρειαι καὶ ἱερεῖς καὶ σύμπασα ἡ πόλις ἐξ ἀγαθῶν ἀμείνους
6821671 ἀλφεσιβοιαι
Θεοκρίτῳ καὶ ἐπίθετον παρὰ τῷ ποιητῇ , οἷον : παρθένοι ἀλφεσίβοιαι , αἱ παρθένοι , αἱ βόας ἐφ ' ἑαυτὰς
ἢ ἀπὸ τοῦ κατὰ ἀμοιβὰς πολιτεύεσθαι . . . . ἀλφεσίβοιαι : αἱ παρθένοι , τῷ τοὺς πατέρας τοὺς ἄνδρας
6820850 λογχας
πρῶτον μὲν φυλακὴν κατεστήσατο περὶ ἑαυτὸν ἀνθρώπων θρασυτάτων ξίφη καὶ λόγχας φερόντων ἐπιχωρίων τε καὶ ἀλλοδαπῶν , οἳ νυκτός τε
ὁποῖος ; ὁ Βριάρεως , ὁ τοὺς καταπέλτας τάς τε λόγχας ἐσθίων , μισῶν λόγους ἄνθρωπος , οὐδὲ πώποτε ἀντίθετον
6812532 καμπυλαι
δὴ ταῦτα νωγαλεύματα , κόγχαι τε καὶ σωλῆνες αἵ τε καμπύλαι καρῖδες ἐξήλλοντο δελφίνων δίκην . Σώφρων δὲ τὸν σωλῆνα
ταῦτα νωγαλεύματα , κόγχαι τε καὶ σωλῆνες , αἵ τε καμπύλαι καρῖδες ἐξήλλοντο δελφίνων δίκην εἰς σχοινόπλεκτον ἄγγος . βαυκά
6811954 Λυδαι
μετὰ δὲ ταύτας Μακέται αἱ καλούμεναι Μιμαλλόνες καὶ Βασσάραι καὶ Λυδαί , κατακεχυμέναι τὰς τρίχας καὶ ἐστεφανωμέναι τινὲς μὲν ὄφεσιν
. Ξάνθος ἐν Λυδιακῶν πρώτῳ . τὸ ἐθνικὸν Λυδός καὶ Λυδαί . Λύζεια , πόλις Ἀκαρνανίας . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ .
6811544 ἐνεπιμπρασαν
καὶ πολλὰ καὶ γενναῖα ἔδρων τάς τε μηχανὰς αὐτοῦ συνεχῶς ἐνεπίμπρασαν , οὐχ ἧσσον αὐτοῖς τῶν γυναικῶν ἀνδριζομένων . ὀλιγώτεροι
σκηνῶν τῶν κατὰ τὴν ἀγορὰν ἐξεῖργον καὶ τὰ γέρρ ' ἐνεπίμπρασαν , οἱ δὲ τοὺς στρατηγοὺς μετεπέμποντο καὶ τὸν σαλπικτὴν
6811538 φολιδες
σώζεται , ὁ δὲ σκίγκος ἀπόλλυται . ὅτι αἱ αὐτῶν φολίδες εἰς τὸ ἐναντίον φύουσιν . κεφ . μθʹ .
ἐναπομείνωσιν . μοῦναιν : αἰολικὸν , ἰωνικόν . κοτυληδόνες : φολίδες , πλόκαμοι , πλεκτάναι , τὰ καρφία , αἱ
6810527 χορδαι
ὄργανόν τι ψαλτήριον . μέρη δὲ τῶν ὀργάνων νευραί , χορδαί , λίνα , μίτοι , τόνοι , πήχεις ,
τὸν σαπέρδην ἀποτῖλαι χρὴ κᾆτ ' ἐκπλῦναι καὶ διαπλῦναι . χορδαί , φῦσκαι , πασταί , ζωμός , χόλικες ἐν

Back