ἐγώ ς ' ἀλείψω . καὶ ταινίη δὲ μασθῶι καὶ μάργαρον τραχήλωι καὶ σάνδαλον γενοίμην : μόνον ποσὶν πάτει με
σε τῶν σοφῶν λόγων πλέον , Οὐ χρυσὸν , οὐ μάργαρον , οὐ λαμπροὺς λίθους , Οὐ βασιλείας ὕψος ,
4772646 καταπυθεται
ὑπὲρ αἴης ἢ δρυὸς ἢ πεύκης , τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ : λᾶε δὲ τοῦ ἑκάτερθεν ἐρηρέδαται δύο λευκώ
ὁ Θάσιος τὸ δίδομεν δέ οἱ καὶ τὸ μὲν οὗ καταπύθεται ὄμβρωι . . . . παρὰ δὲ τὴν προσωιδίαν
4694463 ἀστικτον
, ἐν τοῖς τρισίν γε , καὶ τὸ μακαριώτατον , ἄστικτον . λουτρόν , θεραπαίνας , στρώματ ' , ἀργυρώματα
ὑφαίνειν σύνταγμα τῆς ἀρχῆς ἄγριον κυβευτήν ἀκούσας ἥκειν Ἀλέας Ἀθηνᾶς ἄστικτον χωρίον δικάσιμοι ἡμέραι ἐπιχειμάζεις σεαυτόν ἐς κόρακας καυνάκας πορφυροῦς
4626246 ἐξαλειψας
ὅρα δὴ νῦν πάλιν ἐξ ἀρχῆς , πάντα τὰ πρόσθεν ἐξαλείψας , εἴ τι μᾶλλον καθορᾷς , ἐπειδὴ ἐνταῦθα προελήλυθας
: οἱ μὲν ἀντὶ τοῦ τὸ τυχὸν 〚 τῆς πορνείας ἐξαλείψας , 〛 παρὰ τὸν ἐν τοῖς ὄνυξι ῥύπον ,
4571656 ϲυγχωρει
ἐπίμικτόν τε καὶ δυϲερμήνευτον οὐχ ἁπλῶϲ ψυχρὸν ἀποφήναϲθαι τὸ ὄξοϲ ϲυγχωρεῖ : αἰϲθανόμεθα γάρ τινοϲ ἐν αὐτῷ πυρώδουϲ δριμύτητοϲ θάλψιν
ϲφοδρῶϲ ἐμψύχει . καὶ προϲεναλειφόμενον τὸ ἐλαιῶδεϲ τοῖϲ ϲώμαϲιν οὐ ϲυγχωρεῖ αὐτὰ βλαβῆναι ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ . ἅμα τε καὶ
4467244 διωλεσε
, ἣ ἐκείνου πᾶσαν τὴν οἰκίαν ἐλυμήνατο καὶ χρήματα πολλὰ διώλεσε καὶ αὐτὸν τοῖς οἰκειοτάτοις εἰς διαφορὰν κατέστησεν . Ὅθεν
ὄλεθρον ἕρδει . καὶ συνεκλύσθη πόρος Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης καὶ στρατὸν διώλεσε . * * κράτιστε Μωσῆ , πρόσσχες , οἷον
4438296 ἐσφοιταν
δίκῃ , τοσοῦτον αὐτοῖς ἐπιμηνίσαντες , ὅσον ἐτόλμησαν καὶ ἱερὰ ἐσφοιτᾶν μὴ καθαροὶ ὄντες . ” καὶ ἅμα ἐς τὸν
τοῦ φίλου . Ἀληθῆ λέγεις : οὐδὲ γὰρ θηρίῳ συγχωρεῖ ἐσφοιτᾶν οὐδενί , οὐδὲ ὄφις ἐνταῦθα , οὐδὲ φαλάγγιον ,
4392615 σπανιζεις
ἐπαύξεται σῇ βασιλείᾳ καὶ διαμένει . νῦν δ ' εἰ σπανίζεις μὲν ἀνδρῶν εἰς πόλεμον , ἁρπάζεις δὲ χρημάτων οἷς
μηδὲν οἶσθα τῶν μετεώρων πραγμάτων ; ἀλλ ' εἰ † σπανίζεις τἀργυρίου μοι τὸν τόκον ἀπόδοτε † . τοῦτο δ
4365388 λελοιπεν
γοργῶπες αἵδε προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαί , τὸ δὲ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων οὐδ ' ἀποίχεται χάρις . Ἑλλὰς ὦ
καὶ ὄζους φύσει , ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν , οὐδ ' ἀναθηλήσει : περὶ γάρ ῥά ἑ
4260883 μυριζειν
ἐλέφαντι περὶ Τάξιλα μεγίστην τῶν ἐν Ἰνδοῖς πόλιν , ὃν μυρίζειν τε οἱ ἐπιχώριοι καὶ ταινιοῦν : εἶναι γὰρ δὴ
δὲ κεισόμεσθα κόνις ὀστέων λυθέντων . τί σε δεῖ λίθον μυρίζειν ; τί δὲ γῆι χέειν μάταια ; ἐμὲ μᾶλλον
4203210 θεσφατοις
ἐρήμους καὶ ἀτριβεῖς ὁδοὺς ἀλωμένῳ τῷ μὴ θεοπροπίοις καί τισι θεσφάτοις πεπιστευκότι βαρὺς ἦν πόλεμος . ἀλλ ' ἔδει γὰρ
καὶ σπεύδων καταλαβεῖν , ἵνα τίσηται τῆς ἐξόδου , ἣν θεσφάτοις ἀριδήλοις ἐπέτρεψε ποιήσασθαι . ἀλλ ' ὡς ἔοικεν ἀβέβαιος
4183175 ἐμπνευσαι
φύσει : καὶ ἀτεχνῶς , ὃ ἔφη Ὅμηρος , μένος ἐμπνεῦσαι ἐνίοις τῶν ἡρώων τὸν θεόν , τοῦτο ὁ Ἔρως
δὲ καὶ τὸν Πᾶνα θεὸν τοῦτον τὸν νόμιον , μεῖζον ἐμπνεῦσαι τῇ σύριγγι , ὅτε τὴν Ἀριάδνην Διόνυσος ἐν Κρητικοῖς
4166306 κατοικιδιοις
παρὰ τοῖς Λαμψακηνοῖς , ἔχειν ἐν ἑαυτῆι μῦς ὁμοίους τοῖς κατοικιδίοις : ἱστορεῖν δὲ ταῦτα Θεόπομπον . : Θεόπομπον δέ
πῖλον ἔχει , ὁποίους οἱ τοξόται Πέρσαι φοροῦσιν : τοῖς κατοικιδίοις ὀρνέοις ἴσος εἰς μέγεθος , πλὴν ὅτι χρῆται σκέλεσι
4137474 θεμις
. Τὰ δὲ Μουσῶν καὶ Ἀπόλλωνος διδάγματα οὐδὲ τὴν ἀρχὴν θέμις ἄλλό τι ὑπολαβεῖν , ἢ ἀφ ' ὧν ψυχὴ
ὅτι ἀπέθνησκεν , ἡ δὲ τῇ θυγατρί : οὐ γὰρ θέμις ἐν μουσοπόλων οἰκίᾳ θρῆνον εἶναι οὐκ ἄμμι πρέποι τάδε
4075549 περισφιγξας
ἐπὶ τὸν ὑπερήφανον ἔβαλεν : ὁ δὲ ὄφις τοῖς κόλποις περισφίγξας αὐτὸν ἀνεῖλεν Ἀστερίου ποιμαίνοντα ἐν ταῖς ἀκρωρείαις . Κατὰ
χνοῶδες τὸ ξηρίον γενέσθαι εἰς ῥάκος λινοῦν ἐνέβαλον αὐτὸ καὶ περισφίγξας αὐτὸ πάντοθεν ἀκριβῶς ἀφῆκα κρεμασθῆναι ἐν ποτηρίῳ μικρὸν ἔχοντι
4071075 ἐπηυξατο
: ταῦρον γὰρ οὐκ ἔσφαξεν ? [ ὅν γ ' ἐπηύξατο ] ἐλθόντα θύσειν φάσμα [ ποντίωι ] [ θεῶι
μὴ τῆς μηρίνθου , καὶ ταύτην διακόψαι , ἐπειδὴ μὴ ἐπηύξατο τῷ Ἀπόλλωνι : Μηριόνην δέ , ἄνδρα οὐ τοξικόν
4064704 ναεται
; τοιγαροῦν φεύγους ' ἀεί . Τούτῳ δ ' ὁπόταν ναέται χώρας ἰχθύν τιν ' ἕλως ' οὐχ ἡμέριον ,
. καὶ συναγώγιμον συμπόσιον ἐπιπληροῦσιν . τούτῳ δ ' ὁπόταν ναέται χώρας ἰχθύν τιν ' ἕλως ' οὐχ ἡμέριον ,
4061478 τριπηχυν
περιφερῆ ὥσπερ κυκλαμίνου , ἔγχλοα : ἄνθος ῥοδοειδές : καυλὸν τρίπηχυν : ῥίζαν γλίσχραν , λευκὴν ἔνδοθεν . Ἄλκμαρ φύλλα
καὶ ἐχίδνας μεγάλας καὶ ὄφιν πηχῶν δέκα καὶ χελώνην ποταμίαν τρίπηχυν πέρδικά τε μείζω γυπός . συνῆν δέ , ὥς
4044885 συναριθμει
, οἷς ἔφατο δίκην ἀκολουθεῖν παρὰ τῶν θεῶν , ἄλλα συναριθμεῖ δι ' ἔργων ἁμαρτήματα ἀπὸ ἀνοσίου γινόμενα ζωῆς .
, διὰ τί Πλάτων μὲν ἐν τούτοις κίνησιν καὶ στάσιν συναριθμεῖ , παρῆκε δὲ τούτων Ἀριστοτέλης τὴν μνήμην , ἴστω
4032971 ἡττηθησῃ
οὐ μόνος δέ ε μὴ λέγε τὴν δίκην ἄρτι : ἡττηθήσῃ γάρ Ϛ παραμενεῖ σοι τὰ ὑπάρχοντα πάντα ζ οὐ
: προτελευτήσεις γάρ δ μὴ λέγε τὴν δίκην ἄρτι : ἡττηθήσῃ γάρ ε οὐ παραμενεῖ σοι πάντα τὰ ὑπάρχοντα Ϛ
4024006 ὑλοτομος
' ἣν ὥραν καὶ ὁ δρυτόμος ἀριστοποιεῖται , ἤγουν ὁ ὑλοτόμος , ὁ ξυλοτόμος : δρῦν γὰρ ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ
καὶ τὸ μετάφρενον ἐμὲ καὶ ἐμοῦ ὅπως καὶ ὥσπερ τις ὑλοτόμος ἐργάτηςἀπὸ κοινοῦ τὸ ῥήσσει καὶ κόπτειπεύκης πρέμνον ἢ στύπος
4006619 ἐδους
οἷός πέρ τε ῥέει μακάρεσσι θεοῖσιν : οὐ γὰρ σῖτον ἔδους ' , οὐ πίνους ' αἴθοπα οἶνον , τοὔνεκ
. ἀνέδην . ἐκκεχυμένως , καὶ τὸ κατὰ στέρησιν τοῦ ἔδους . στλεγγίδα καὶ λήκυθον . στλεγγὶς ἡ ξύστρα ,
3991863 ἐπισυρεσθαι
ἀποδημίας κατάσχωσι , μᾶλλον μὲν οὖν καὶ ἀνωφελῆ φόρτον αὐτοὺς ἐπισύρεσθαι , ἔδοξεν ἐπαφεῖναι τῇ πόλει , οὐδὲ τοῦτο φειδοῦς
: οὐ γάρ ἐστιν ἄτοπον τὰς καθολικὰς μεθόδους τῶν ἰάσεων ἐπισύρεσθαι καὶ πρὸς τὰ μέρη : συγγενῆ γὰρ ἀλλήλων τυγχάνει
3990632 ὀκτωκαιδεκ
γὰρ ἄν τις ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἕνα καλῇ , πάρεισιν ὀκτωκαίδεκ ' ἄλλοι , καὶ δέκα ἅρματα συνωρίδες τε πεντεκαίδεκα
τὸν Ἄλεξιν , ἂν ἐπὶ δεῖπνον ἕνα καλῇ , πάρεισιν ὀκτωκαίδεκ ' ἄλλοι καὶ δέκα ἅρματα καὶ συνωρίδες πεντεκαίδεκα :
3975974 χρυσῳ
γε οὐδὲ [ σπουδάζοντα ] . τὸν γοῦν Κᾶρα τὸν χρυσῷ καλλωπιζόμενον εἰς τὸν πόλεμον μάλα ὑβριστικῶς ἐλοιδόρησεν , εἰπών
κιννάβαρι ἐκλάμπειν : εὑρίσκεσθαι δὲ ὑπὸ τῶν Ἰβήρων ὁμοῦ τῷ χρυσῷ λέγεται . Φιγαλεῦσι δὲ ἀνδριάς ἐστιν ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς
3975399 προσαιτων
, πολλῶν δεόμενος σκευαρίων , νῦν δὴ γενοῦ γλίσχρος , προσαιτῶν , λιπαρῶν . Εὐριπίδη , δός μοι σπυρίδιον διακεκαυμένον
τῶν ἐφημέρων ἀπορῶν , πτωχός , πτωχεύων , ἀγείρων , προσαιτῶν , μισθωτός , μισθαρνῶν , πελάτης , θής ,
3954489 στειχουσα
, σὺ δ ' , ὦ τάλαινα , διπτύχους νεκροὺς στείχουσα θάπτε : δεσποτῶν δ ' ὑμᾶς χρεὼν σκηναῖς πελάζειν
ἐν Ἑρμῇ ἡ χερνῆτις ἔριθος ἐφ ' ὑψηλοῦ πυλεῶνος δανδαῖτις στείχουσα καλὰς ἤειδεν ἰούλους . ἴουλος τὸ πολύπουν ζῶον ὅθεν
3951036 ἐπιγλωττησομαι
ἄφελε τὰς ἐγχέλεις . Περὶ τῶν Ἀθηνῶν δ ' οὐκ ἐπιγλωττήσομαι τοιοῦτον οὐδέν , ἀλλ ' ὑπονόησον σύ μοι .
οἷον λοιδορουμένω , καὶ παλίγγλωσσον τὸν δύσφημον , καὶ οὐκ ἐπιγλωττήσομαι ἤγουν οὐ λοιδορήσομαι . γλώττας δὲ τὰς τῶν ὑποδημάτων
3939985 ἑτοιμασον
' εὐθὺς οὕτω τὰς τραπέζας αἴρετε , μύρα , στεφάνους ἑτοίμασον , σπονδὰς ποίει . ἡδὺ τὸ μύρον , παιδίον
: σπεῦσον καὶ εὐτρέπισον τὴν οἰκίαν μου καὶ δεῖπνον μέγαν ἑτοίμασον , διότι Ἰωσὴφ ὁ δυνατὸς τοῦ θεοῦ ἔρχεται πρὸς
3934007 φερων
αὐτῷ λόγον ἐπιχειρῶμεν κομίζειν , οἷον κύων παρὰ ποταμόν τινα φέρων κρέας , καὶ κατὰ τοῦ ὕδατος τὴν αὐτοῦ σκιὰν
' ἕκαστον δὲ τῶν ἱππέων τῶνδε ὑπηρέτης ἦν πολλὰ ἀκόντια φέρων , οἷς ἐπενόει τὰ θηρία ἀμύνεσθαι . οὕτω μὲν
3924403 ἐπιβητορα
καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι , ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα κάπρον , οἴκαδ ' ἀποστείχειν ἕρδειν θ ' ἱερὰς
θύειν κελεύει ὁ Τειρεσίας ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα κάπρον . ὁ δὲ Ἀχιλλεὺς τῷ Πατρόκλῳ ἐναγίζει πάντα
3912148 ἀποσβεσθῃ
καὶ τὸ ἱππομάραθρον καὶ τὸ ἱπποσέλινον συνεψόμενα . Ἢν γάλα ἀποσβεσθῇ , πράσα τρίψας , διεὶς ὕδατι , δοῦναι πιεῖν
ἐπιχέας ὅσον ἔλαιον , ἅψαι τὸν λύχνον , καὶ ἐὰν ἀποσβεσθῇ , πρὸς τὰς ῥῖνας πρόσαγε : ἢ βόρβορον ὡς
3899292 δυναμαι
ἢ δυνάστην ἢ τύραννον στέργειν ἢ θεραπεύειν τοῖς λόγοις ἐγὼ δύναμαι , μὴ παρ ' ἐμαυτῷ πρότερον αὐτὸν ἐπαινέσας καὶ
καὶ ἐπισκώψαντος : ” ὁρᾷς , ὦ Πλάτων , ὅτι δύναμαι ἀτιμοῦν ” ἔφη : „ ἀλλ ' οὐχ ὁ
3895009 κανδυλον
Ἀγαμέμνονα ποιήσας δειπνίζοντα τοὺς ἀρίστους : καὶ οὐ θρῖα καὶ κάνδυλον καὶ ἄμητας μελίπηκτά τε τοῖς βασιλεῦσιν ἐξαίρετα παρατίθησιν Ὅμηρος
? [ ] [ ἰδών ] ? γέ ? πως κάνδυλον ? ? ὡς ? οὕτως † εἰπών ? ?
3886867 χρῃζῃς
καὶ θαμὰ κινῶν ὕσσωπον παράθες τρίψας , κἂν ἄλλο τι χρῄζῃς , δριμὺ διεὶς ὄξος : κᾆτ ' ἔμβαπτ '
καὶ θαμὰ κινῶν ὕσσωπον παράθες τρίψας , κἂν ἄλλο τι χρῄζῃς . δριμὺ διεὶς ὄξος : κᾆτ ' ἔμβαπτε καὶ
3866982 ἐπικυψας
, Ποστουμίῳ τῷ τῆς πρεσβείας ἡγουμένῳ προσελθὼν ἀπεστράφη τε καὶ ἐπικύψας τὴν ἐσθῆτα ἀνεσύρατο τὴν ἑαυτοῦ καὶ τοῦ πρεσβευτοῦ κατησχημόνησεν
πάντα τὰ πράγματα ἡμερῶν πέντε καὶ πεντήκοντα . Ἔδοξέ τις ἐπικύψας πονηρὸν ὄζοντας τοὺς περὶ τὸν [ ἀρχαῖον ] ὀμφαλὸν
3865356 Κλειταρχῳ
ὑπὲρ τούτων εὐνοίας ἐμαυτὸν ἀφῃρούμην : εἰπέμοι : οὐχ ὑπεῖχον Κλειτάρχῳ τὴν δεξιὰν τόσα διδόντι καὶ τόσα , ἵνα μένῃ
εἶπεν Αἰσχίνην εἶναι τὸν τύραννον , οὐδ ' ἄλλον ὅτι Κλειτάρχῳ παρίστατο : τῷ χρώματι λύσεις πάλιν , τὰ κατὰ
3850709 ἀργυρουν
' Ἀθηναίοις . εἰς τὸν καλαμίσκον : τὸν χαλκοῦν ἢ ἀργυροῦν , οἵους ἔχουσιν οἱ ἰατροί . Γ οὐδ '
. Ὅτι Βρέννος ὁ τῶν Γαλατῶν βασιλεὺς εἰς ναὸν ἐλθὼν ἀργυροῦν μὲν ἢ χρυσοῦν οὐδὲν εὗρεν ἀνάθημα , ἀγάλματα δὲ
3841637 ἐπιτερπες
καὶ ἐξάγων τὸ φῶς τὸ γλυκὺ καὶ τὸ ποθεινὸν καὶ ἐπιτερπὲς ἐκ θησαυρῶν αὐτοῦ , ἀνάγων νεφέλας ἐξ ἐσχάτου τῆς
καθαρὸν αἱ ἄμπελοι παριστᾶσι , μάλιστα δὲ τὸ ποικίλον καὶ ἐπιτερπὲς καὶ ῥαδίαν τὴν γένεσιν ποιούμενον οἱ κῆποι , τοιαύτην
3839570 κομιζειν
ἡδίων γίνῃ γράμμασιν , ἔδεισε μὴ δίκην ἀπαιτηθῇ τοῦ μὴ κομίζειν . ἔδωκα τοίνυν ἀμφοτέρων εἵνεκα προθύμως σοί τε εὐφροσύνην
γὰρ ὄντος παρὰ τοῖς Πέρσαις τὸν ἄγοντα παλλακὴν τῷ βασιλεῖ κομίζειν ταύτην ἐπὶ ἀπήνης κεκρυμμένης , καὶ τῶν ἀπαντώντων μηδένα
3837864 προσταξασα
τεταγμένης ἀφανοῦς , ἀπέστειλεν ὡς ἐμέ , τὰ σαφέστατα ἀπαγγεῖλαι προστάξασα . ἐμὲ δὲ ἐπεσπάσατο ἡ ῥύμη τοῦ λόγου πρὸς
τῷ ξίφει κατὰ τοῦ γήμαντος ἐπαφίησιν , οὐ πρότερον ἐπανήκειν προστάξασα , πρὶν ἂν ἐκεῖνον διαχρήσηται : ὁ δὲ ἀλητήριος
3831550 ἀμφιδεξιον
παρεστώσαιν ἐμοί . Ἐρείσατ ' , ὦ παῖ , πλευρὸν ἀμφιδέξιον ἐμφύντε τῷ φύσαντι , κἀναπαύσατον τοῦ πρόσθ ' ἐρήμου
βρόχοις ἠρτημένη . οὐ σπεύσετ ' ; οὐκ οἴσει τις ἀμφιδέξιον σίδηρον , ὧι τόδ ' ἅμμα λύσομεν δέρης ;
3829720 μαργαροις
, ὅσον ἐν σκεύεσι χρυσοῖς , ἐν λίθοις , ἐν μαργάροις , κατὰ πυρᾶς ἠκόντισε πάντα τῆς πολυξύλου , καὶ
τὰ δὲ κοκκοβαφῆ πέδιλα , ἃ ἐκεῖνος βασιλειῶν ἐπεδύετο , μαργάροις ὄντα καὶ λίθοις κατάστικτα πρὸς τὸν κρατοῦντα ἐξέπεμπε ,
3828144 εὑρηι
. . . ] . ! ασταε ! ! ἵνα εὕρηι ? ? ? ωμαυνλεγε ! ! ! διὰ ?
λάθω δέδοικα καὶ τύραννον , ἡνίκ ' ἂν κενὰς κρηπῖδας εὕρηι λαΐνας ἀγάλματος . πῶς οὐ θανοῦμαι ; τίς δ
3821209 ἱπποις
δὲ θυμὸς ἑκάστου νίκης ἱεμένων , κέκλοντο δὲ οἷσιν ἕκαστος ἵπποις . ἐνταῦθα τοὺς μὲν ἡνιόχους πεποίηκεν ἀγωνιστὰς καὶ φιλοτιμουμένους
ἐπὶ τῷ ἐσχάτῳ δρόμῳ συνέθεον [ οἱ ἀναβάται ] ταῖς ἵπποις εἰλημμένοι τῶν χαλινῶν , καθὰ καὶ ἐς ἐμὲ ἔτι
3821056 ὀξυβαφοις
μάλιστα : ἑψοῖς δ ' ἂν τὸ ὀξύβαφον ἐν δέκα ὀξυβάφοις ὕδατος : δεῖ δὲ τρίψαντα ἐν θυίᾳ παραχεῖν τοῦ
ὕλης , ὡς εἴ γε συνέβη τοιαύτην ἀναλογίαν ἀριθμῶν ἐν ὀξυβάφοις ἢ αὐλοῖς εἶναι , τὸ αὐτὸ ἂν μέλος ἀπετελεῖτο
3812203 περιβαλων
καταπτάμενος δὲ ὄπισθεν αὐτοῦ ὁ Ζεὺς κούφως μάλα τοῖς ὄνυξι περιβαλὼν καὶ τῷ στόματι τὴν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ τιάραν ἔχων
' αὐτὰ τυρῷ χλωρῷ καὶ λεκίθοις ᾠῶν καὶ ἐγκεφάλοις , περιβαλὼν συκῆς φύλλῳ εὐώδει , ζωμῷ ὀρνιθείῳ ἢ ἐριφείῳ ἔνεψε
3811580 στεφανοις
τοὺς ἐκ τοῦ δήμου πόῤῥωθεν προκατελάμβανον τὰς εὐθύνας ἐπαίνοις καὶ στεφάνοις καὶ κηρύγμασι . Κατιδὼν δή τις ταῦτα νομοθέτης τίθησι
πρὸς Χειρίσοφον , κατελάμβανον κἀκείνους σκηνοῦντας ἐστεφανωμένους τοῦ ξηροῦ χιλοῦ στεφάνοις , καὶ διακονοῦντας Ἀρμενίους παῖδας σὺν ταῖς βαρβαρικαῖς στολαῖς
3807208 διαχρησηται
τὰ πολεμικὰ διαφέρων , ἀποτυχὼν τῶν ἀριστείων ἐπανελθὼν οἴκαδε ἑαυτὸν διαχρήσηται : ὃς τοσοῦτον καταγελᾷ τῆς πρὸς ὑμᾶς φιλοτιμίας ὥστε
ἕως οὗ καὶ τὴν ἑστίαν αὐτὴν καὶ τὸ γένος αὐτὸ διαχρήσηται : οὕτως ἀείμνηστον ἔχει τὸν πόλεμον : εἶτα ἀπόδοσις
3799182 κραταιῳ
μαίνομαι . στείχει πολίταις ὄμμ ' ἔχων ἰδεῖν πικρόν . κραταιῷ περιβαλὼν βραχίονι εὕδει πιέζων χειρὶ δεξιᾷ ξύλον . ὅδ
καὶ πῆμ ' ἀπάλαλκεν ἐσσυμένως . Ὃ δ ' ἔπειτα κραταιῷ χώσατο φωτὶ ἥρως Εὐρύπυλος , μέγα δ ' ἀσχαλόων
3795878 ἑρμασιν
τέκνοις τὴν δαῖτα ἐκόμισεν , ἀλλὰ ταῖς ἐκείνου σπείραις περιπεσὼν ἕρμασιν ἔμελλεν οὐ μὰ Δί ' ἀπολεῖν , ἀλλ '
ναυσὶν , ἃς Ἀχιλλεὺς ἔχων ὅτε τὰς Τρωάδας ἐληίζετο πόλεις ἕρμασιν ὑφάλοις περιπεσούσας ἀπέβαλεν . ἐντυχὼν δὴ τοῖς εἰρημένοις Αἰνείας
3792442 περιβεβλημενος
ὁ μὲν γὰρ πάγκαλος καὶ τοξότης καὶ δύναμιν οὐ μικρὰν περιβεβλημένος ἁπάντων ἄρχων , ὁ δὲ θῆλυς καὶ ἡμίανδρος καὶ
ἐπιβουλευόντων αὐτῷ τῶν πατρικίων προῆλθεν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐσθῆτα πιναρὰν περιβεβλημένος καὶ κατηφὴς συνούσης αὐτῷ καὶ τῆς μητρὸς Ὀκρισίας καὶ
3788561 ἀρνας
εἰ δὲ ὅσον πήχεος ἡ ῥίζα ληφθῆι , ἕλκει καὶ ἄρνας καὶ ὄρνεα : ταύτηι γὰρ καὶ τὰ πλεῖστα τῶν
προγινώσκειν , ὁποῖον χρῶμα ἔχει τὸ ἔμβρυον . ζʹ . ἄρνας μὴ νοσεῖν . ηʹ . πότε δεῖ καὶ πῶς
3787078 μεγαν
τε . τὸ δὲ πῦρ μεθερμηνευόμενον Ἥφαιστον ὀνομάσαι , νομίσαντας μέγαν εἶναι θεὸν καὶ πολλὰ συμβάλλεσθαι πᾶσιν εἰς γένεσίν τε
τὸν θρόνον ἐκεῖνον τὸ ἐπιθυμητικόν τε καὶ φιλοχρήματον ἐγκαθίζειν καὶ μέγαν βασιλέα ποιεῖν ἐν ἑαυτῷ , τιάρας τε καὶ στρεπτοὺς
3780868 ἀκηρατους
στάδιον , τοῖς ποσὶν ἐπαρκέσας καὶ τὴν νίκην ἀπενεγκάμενος . ἀκηράτους τὰς ἡνίας ἔφη ἀντὶ τοῦ ἀδιαφθόρους : οὐ γὰρ
ἢ ἐρευνᾶν τοὺς ἐν αὐτοῖσι μόνον Καρποὺς δρέπεσθαι , τοὺς ἀκηράτους ὅλως , Καὶ μᾶλλον αὐτῶν τῶν σοφῶν μαθημάτων ,
3778214 ἁψαι
εἶτα ἀκούει φωνῆς , καὶ ἔλεγεν αὕτη τῶν νεβρῶν μὴ ἅψαι . οὐκοῦν ἐπεὶ πολλὰ περιβλέψας οὐδὲν ἐθεάσατο , ἔδεισε
, τὰ γύναια καὶ τοὺς παῖδας ἀνελεῖν καὶ τὸ πῦρ ἅψαι καὶ ἑαυτοὺς ἐπικατασφάξαι . οἳ μὲν δὴ μάρτυρας τῶνδε
3777520 νικηφορους
? ἀνθολόφον ? ? ? ? ? ? τοὺς εὐμενεῖς νικηφόρους στρατηλάτας αἰὲν ἀγαλλε ? ? ? [ ! !
, τοὺς δὲ τῶν μεγίστων καὶ ἀληθινῶν ἔργων ἀγωνιστὰς καὶ νικηφόρους ἐσομένους ὁπόσοις ἂν τύχῃ νικᾶν ὑπὲρ ἀρχῆς τοιαύτης ,
3777391 ῥαπισας
μικρότητος αὐτοῦ . ὁ δὲ μετ ' ὀργῆς τῇ πτέρυγι ῥαπίσας τὸν κάνθαρον τὸν λαγωὸν ἁρπάσας κατέφαγεν . ὁ δὲ
καὶ τούτων ὑπομιμνῄσκουσαν καὶ ἀξιοῦσαν εὖ παθεῖν τὸ μὲν πρῶτον ῥαπίσας καὶ ἀπειλήσας ἀπέπεμψεν ἀπὸ τῆς οἰκίας , ὡς δ
3776989 ἀλλα
τοῦ δικαίου καλουμένου , οἱ χρόνοι γὰρ οὐ συγχωροῦσιν , ἀλλὰ τοῦ τρίτου ἀπ ' ἐκείνου . εἰσὶ δὲ Καλλισθένης
Ναί . Ἀλλὰ μὴν μὴ ὄν γε οὐχ ἕν τι ἀλλὰ μηδὲν ὀρθότατ ' ἂν προσαγορεύοιτο ; Πάνυ γε .
3765185 ἐξελκει
πρύμναν : οὐ γὰρ ἐς καιρὸν τυπεὶς ἐτύγχαν ' : ἐξέλκει δὲ καὶ παραστάδος κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων καθαρπάσας ἔστη '
σὺν δὲ μελικράτῳ λεῖον , ἑφθὸν καταπλασσόμενον , ὀστᾶ κεκλασμένα ἐξέλκει . τὸ αὐτὸ δὲ σπέρμα καὶ σὺν μέλιτι καταχριόμενον
3759944 χελιδοσι
τῶν ὀρνέων φοβοῦντες : κορυδοῖς δ ' εἰσὶν οὗτοι καὶ χελιδόσι πολέμιοι , καὶ ταύτῃ γε αὐτοὺς συγγενεῖς ἄν τις
ἐφ ' ὕμνῳ θεῶν ἀναβάλλεσθαι . ἀφίημι δὲ καὶ ταῖς χελιδόσι ταῖς Ἀττικαῖς τὸν μῦθον ἐκεῖνον τὸν Θρᾴκιον , καὶ
3757211 δωσω
, ὁμηλικίη δ ' ἐμοὶ αὐτῷ : τοὔνεκα σοὶ προτέρῳ δώσω χρύσειον ἄλεισον . ” ὣς εἰπὼν ἐν χερσὶ τίθει
τὰ φθόρια τὴν Ἱπποκράτους προσκαλούμενοι μαρτυρίαν λέγοντος : “ οὐ δώσω δὲ οὐδενὶ φθόριον ” , καὶ ὅτι τῆς ἰατρικῆς
3755657 ταυρους
λευκὸν , τοῦ Ὁμήρου εἰπόντος , ὅτι χρὴ θύειν „ ταύρους παμμέλανας ἐνοσίχθονι κυανοχαίτῃ „ . ἀλλὰ βοηθεῖται τὸ ἀργᾶντα
: τοὶ δ ' ἐπὶ θινὶ θαλάσσης ἱερὰ ῥέζον , ταύρους παμμέλανας , ἐνοσίχθονι κυανοχαίτῃ . ἐννέα δ ' ἕδραι
3740224 λασιας
ἐς ὄρος τρεῖς ἄγαγον αὐταὶ ἐοῖσαι . χαἲ μὲν ἀμερξάμεναι λασίας δρυὸς ἄγρια φύλλα , κισσόν τε ζώοντα καὶ ἀσφόδελον
ἄμμιγα θέλξει Δάφνις κηροδέτῳ πνεύματι μελπόμενος . ἐγγὺς δὲ στάντες λασίας δρυὸς ἄντρου ὄπισθεν Πᾶνα τὸν αἰγιβάταν ὀρφανίσωμες ὕπνου .
3739926 χωνευειν
ἀσεβήματα εὐσεβήματα , οἷον ὡς ὁ τὰς Νίκας τὰς χρυσᾶς χωνεύειν κελεύων καὶ καταχρῆσθαι τοῖς χρήμασιν εἰς τὸν πόλεμον οὐχ
τὸ ψῆγμα καὶ τοῦ τυχόντος τοῖς ἐμπόροις ἀργὸν διατίθενται , χωνεύειν οὐκ εἰδότες . Ἐπεὶ δ ' ἐν τῷ περὶ
3736862 τριποδας
τοῦ κατασκευάσματος ἀπομιμήματα γίνεσθαι τοὺς ἔτι καὶ νῦν κατασκευαζομένους χαλκοῦς τρίποδας . ὃν μὲν οὖν τρόπον εὑρέθη τὸ μαντεῖον καὶ
δὲ εἶπε θησαυρὸν τὸ Ἰσμήνιον διὰ τὸ αὐτόθι πολλοὺς ἀνακεῖσθαι τρίποδας : οἱ γὰρ Θηβαγενεῖς ἐτριποδοφόρουν ἐκεῖσε . ἡ δὲ
3719373 ἐσπεισαμην
' ἀνήρ . Ἐγὼ δὲ τὴν στήλην καθ ' ἣν ἐσπεισάμην μέτειμ ' , ἵνα στήσω φανερὰν ἐν τἀγορᾷ .
τῆς φιλίας τοῖς κειμένοις ἀπολογησάμενος , ὡς οὐκ εὐτυχῶς αὐτοῖς ἐσπεισάμην : ἂν συγχωρῇ τὸ δαιμόνιον , ἐπιδώσω τὸν τρίτον
3717450 ἀναπαηναι
καὶ καταλαβὼν δένδρον , ἐκάθισεν ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ τοῦ ἀναπαῆναι ὀλίγον . Καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν
καὶ ἐλθὼν ἐπί τι δένδρον τῷ καύματι , ἐκάθισα τοῦ ἀναπαῆναι ὀλίγον , καὶ ἔκλινα τὴν κεφαλήν μου ἐπὶ τὸν
3717166 ἠιδεσαν
πέμπουσι τῆς στρατιᾶς τοὺς εὐρωστοτάτους ἅμα καὶ νεωτάτους , οὓς ἤιδεσαν οὐ μετασχόντας τῶν ὅρκων διὰ τὸ παῖδας ἔτι ὄντας
, καὶ ἐδόκουν αὐτὸν θυσίας ἐπιτελεῖν . ταῦτα δὲ μόνοι ἤιδεσαν οἱ εὐνούχοι . ὁ μὲν οὖν Σαρδανάπαλλος ἐκτόπως ἡδυπαθήσας
3714186 πορφυριδας
κωμῳδοῖς χορηγῶν . σύνηθες ἐν κωμῳδίᾳ παραπετάσματα δέρρεις ποιεῖν οὐ πορφυρίδας . Μυρτίλος ἐν Τιτανόπασι τὸ * * * “
μεταξὺ ἐπαιδεύετο . τὴν δὲ ἐσθῆτα τὴν ποικίλην καὶ τὰς πορφυρίδας ἐκείνας ἀπέδυσαν αὐτὸν ἀστείως πάνυ τὸ ἀνθηρὸν ἐπισκώπτοντες τῶν
3705146 ἐπαγομενοις
τοῦ ποτοῦ μηδὲν ἐπαγόμενοι , ἕπεται καὶ τὸ ἀσθμαίνειν τοῖς ἐπαγομένοις τι . ἀναπνοῆς . Φωκέων ] τῶν . ὅπου
γένους ἑκατέρου διαφορὰν λέγει : ἐξ ὧν δὲ ἐν τοῖς ἐπαγομένοις διακρίνει προσώπων τε διαφορὰν τιθεὶς καὶ ἰδίᾳ πραγμάτων ,
3695505 περιορυξας
εὐκοίλιοι , ἐάν , μετὰ τὸ βλαστῆσαι , τὰς ῥίζας περιορύξας τοῖς κλωνίοις ἐπιβάλῃς ἐλλεβόρου μέρος , καὶ προσχώσας ἐάσῃς
μεταφυτεύσας αὐτὰς πότιζε . ὅταν δὲ μέγεθος παλαιστιαῖον ἔχωσι , περιορύξας αὐτάς , ὥστε φαίνεσθαι τὰς ῥίζας , περίπλασσε κόπρῳ
3693453 παριτω
τῇ κεφαλῇ τὸ κρίθινον ἄλευρον κομίζουσα , καθάπερ ἐλέχθη , παρίτω , ὁ δὲ ἱερεὺς [ ἀντικρὺ ] τὸ κεραμεοῦν
τὸν νεὼν κηρύσσει καθ ' ἡμέραν : Πίνδαρος ὁ μουσοποιὸς παρίτω πρὸς τὸ δεῖπνον τῷ θεῷ . καὶ γὰρ ἐν
3684633 κελευσαι
καὶ ἀξιοῦν ἀποφαίνεσθαι περὶ τοῦ ἤθους : τὸν δὲ διαπορούμενον κελεῦσαι ἀπιέναι τὸν ἄνθρωπον . ὡς δ ' ἀπιὼν ἐκεῖνος
τε αὐτοῖς καταστῆναι ὑπὲρ τοῦ ἀνδρὸς ἐς Αὐλίδα τε ἕπεσθαι κελεῦσαι πάντας , ὡς ἐκεῖ ἀναδυσομένου θαυμασιώτατα ἀνθρώπων . ἀνέσχε
3677705 χαρτῃ
δ ' οὔ ” , καὶ ἅμα προσεπαπειλησάμενος ἐν τῷ χάρτῃ καὶ τοῦτο μετ ' εἰρωνείας : „ μὴ οὕτω
ἀσώματος οὖσα μιᾷ προσβολῇ κρίνει τὸ λευκὸν τὸ ἐν τῷ χάρτῃ καὶ τὸ μέλαν τὸ ἐν τοῖς γράμμασι , καὶ
3677046 περιβαλους
δ ' Ὀρέστης , μητρὸς ἀνοσιωτάτης , ἣ πόσιν ἀπείρωι περιβαλοῦς ' ὑφάσματι ἔκτεινεν : ὧν δ ' ἕκατι ,
αὐχένος ὠθεῖ σίδηρον , ἐν δὲ τοῖσι φιλτάτοις θανοῦσα κεῖται περιβαλοῦς ' ἀμφοῖν χέρας . ἀνῆιξε δ ' ὀρθὸς λαὸς
3675086 ἐνορκιον
ἄνδρα καὶ μεταδόσει χρημάτων εὐεργετικώτατον λέγει τὸν Θήρωνα . αὐδάσομαι ἐνόρκιον : λόγον ὄμνυμι ἔνορκον καὶ ἀληθέστατον : ἵνα δείξῃ
πρόχειρον ἢ πρὸς ἐπίδοσιν χρημάτων ἀφθονέστερον τοῦ Θήρωνος . αὐδάσομαι ἐνόρκιον : Ἀκράγας πεντηκοστῇ Ὀλυμπιάδι ἐκτίσθη , ὁ δὲ Θήρων
3671496 κελευει
ἑταίρα , καὶ ὁ μὲν παροξυτόνως ἀναγινώσκων δημοσίαν αὐτὴν εἶναι κελεύει , οἱ δὲ συνηγοροῦντες ἐκείνῃ προπαροξυτόνως ἀναγινώσκοντες τὰ χρυσία
. Κἄν τι τοιοῦτον εὑρίσκωσιν , ἀναγεγραφότας ἐν σανίσιν ἐκτιθέναι κελεύει πρόσθεν τῶν ἐπωνύμων , τοὺς δὲ πρυτάνεις ποιεῖν ἐκκλησίαν
3655525 ἐρεεινεν
Καλλίστρατος υἷας Ἀχαιῶν , κέρμα φίλον διαδούς , ὅτε συμμαχίαν ἐρέεινεν : οἶον δ ' οὐ κήλησε δέμας λεπτὸν Ῥαδάμανθυν
τὴν δ ' ἀνιοῦσαν Χαλκιόπη , περὶ παισὶν ἀκηχεμένη , ἐρέεινεν : ἡ δὲ παλιντροπίῃσιν ἀμήχανος οὔτε τι μύθων ἔκλυεν
3651556 βατραχον
βατράχου συμβουλεύει ὁ σοφώτατος Ἀρχέστρατος ἐν ταῖς γνώμαις τάδε : βάτραχον ἔνθ ' ἂν ἴδῃς , ὀψώνει . . .
κινεῖσθαι , ὕστερον δὲ κινηθέντα τοῖς ποσὶ βουλόμενοι σημῆναι , βάτραχον ἔχοντα τοὺς ὀπισθίους πόδας ζωγραφοῦσιν : ἐκεῖνος γὰρ γεννᾶται
3650194 κελευε
, ὡς ἐλάχιστον καὶ ὑδαρέστατον δίδου , καὶ περιπατέειν ὀλίγα κέλευε : ἢν δὲ δυνατὸς ᾖ , πλεῖστα . Ξυμφέρει
δεῖ : στεῖχ ' ἐπ ' Ἠλέκτρας ἰὼν πύλας : κέλευε πάντας ἀσπιδηφόρους ἵππων τ ' ἀπαντᾶν ταχυπόδων ἐπεμβάτας πέλτας
3649762 ἐχαλεπηνεν
ἁπάντων τῆς χώρας ἐπέβην . Αἴατος αἰσθόμενος τῆς ἀπάτης οὐκ ἐχαλέπηνεν , τὸ δὲ φρόνημα τῆς κόρης ἀγάμενος αὐτὴν ἔγημε
καὶ ἀπειλαῖς , εἴ τις ἐπικρύπτοι . οὐδένα δὲ συλλαβὼν ἐχαλέπηνεν ὡς τοῦ στρατοῦ σφᾶς ἐπικρύπτοντος . ἀπαγγελλομένων δὲ καὶ
3645178 ἐμπλησας
δ ' ὅτε πίνοιεν μελιηδέα οἶνον ἐρυθρόν , ἓν δέπας ἐμπλήσας ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μέτρα χεῦ ' , ὀδμὴ δ
ὅπως μεταδῶ τῶν ἑταίρων τοῖς δεομένοιςἱκανὸν εἰ ταυτηνὶ τὴν πήραν ἐμπλήσας παράσχοις οὐδὲ ὅλους δύο μεδίμνους χωροῦσαν Αἰγινητικούς . ὀλιγαρκῆ
3644364 αων
! ! ! ! ! ! ! ! ] λεον αων [ ! ! ] ἀεὶ | [ ! !
] ῶϲ [ ] ! λειϲ : ] ω ] αων ! ] φυγω βα ! [ ] ] α
3644212 παραχωρουντας
ἀφαγνίζεσθαι „ , τὴν κάθαρσιν τῆς ψυχῆς αὐτὴν καθαίρεσθαι , παραχωροῦντας τῷ θεῷ τὸ φαιδρύνειν καὶ μηδέποτε νομίσαντας ἱκανοὺς εἶναι
τράπεζαν , παραστάντας δειπνεῖν [ καὶ ] καρτερίαν διδάσκειν , παραχωροῦντας εἴς τινα τόπον πλησίον , ὅπου τὸν μὲν πρεσβύτερον
3641576 γαληνοις
τὸν νεώτατον τῶν παίδων εἰσιόντα καὶ παρεστῶτα εἷλκε τῆς παρειᾶς γαληνοῖς ἀποβλέπων ὄμμασι πρὸς αὐτόν . ἐμοῦ δὲ θαυμάζοντος ,
. ὅταν γάρ τοι τὸ κῦμα ἐν τοῖς ὑπευδίοις καὶ γαληνοῖς πραϋνθῇ , τηνικαῦτα ἑαυτὸν ἐξοκέλλει , τοῦ κύματος ἐποχούμενος
3640518 ἐμιξε
λοιπὰ δῆλα . λ . Ὀκταδράχμους καὶ πενταδράχμους χοέας τις ἔμιξε τοῖς ὁμοπλοῖσι ποιεῖν χρήστ ' ἐπιταττόμενος , καὶ τιμὴν
, καὶ πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος πῶς εἶχεν ; εἶτα ἔμιξε τὰ μεγάλα τοῖς μικροῖς , πῶς ἂν οὖν ἢ
3639560 κεραμον
Ἀργείους καὶ Αἰγινήτας Ἀττικὸν μηδὲν προσφέρειν εἰς τὰς θυσίας μηδὲ κέραμον , ἀλλ ' ἐκ χυτρίδων ἐπιχωρίων τὸ λοιπὸν αὐτόθι
συνῴκισε τὴν Κασάνδρειαν , φιλοδοξοῦντι καὶ βουλομένῳ ἴδιόν τινα εὑρέσθαι κέραμον διὰ τὸ πολὺν ἐξάγεσθαι τὸν Μενδαῖον οἶνον ἐκ τῆς
3637449 βακχευμασιν
γυναικῶν . καὶ μύροις ἐλούετο καὶ ἔφασκεν ὅτι : κἀν βακχεύμασιν οὖς ' ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται . κωμῳδῶν
ἀεί ] τοῦτο : σκοπεῖν χρή : καὶ γὰρ ἐν βακχεύμασιν οὖς ' ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται . ὁρᾶις
3636683 παρακελευεται
τὸν ἐπακτροκέλητα ἐμβιβάζει , ταῦτά ἐστιν ἑκάστῳ Ποινή , ταῦτα παρακελεύεται σφάττειν τοὺς πολίτας , ὑπηρετεῖν τοῖς τυράννοις , συγκαταλύειν
περιέλαβεν . τεσσαράκοντα γὰρ καὶ πέντε τοὺς πάντας κλήρους διανέμειν παρακελεύεται : τὴν δ ' αἰτίαν τοῦ τοσούτου ἀριθμοῦ γνωσόμεθα
3634968 ἠθελεν
ἔν τισι τούτων πρόσωπαὡς καὶ τὰ τοῦ Λουκιανοῦ ; οὐκ ἤθελεν ὁ ποιητὴς θεῖναι ἀλλοίας καὶ ἀλλοίας ὑπογραφάς , ἀλλὰ
' ἔτικτε μητέρα , ] οὐχ ηὗρε πλὴν γυναικὸς ὅστις ἤθελεν θανὼν πρὸ κείνου μηκέτ ' εἰσορᾶν φάος : ἣν
3630173 φορεων
τέρπετο κυδαλίμου θηεύμενος υἱέος ἔργα . / αὐτὰρ ὁ θεσπεσίην φορέων τετράζυγα μορφήν / ὀφθαλμοὺς [ κάμμυσε ] κεδαζομένης ?
θνητοῖς ἀνθρώποισιν ὀνείρατα καλὰ προφαίνει . πάντα γὰρ ἀλθήσαιο πόνον φορέων περὶ σῶμα , ὀφθαλμῶν δέ τε πᾶσαν ἐρητύσειας ἀνίην
3625849 μελιηδης
τοὺς πλείονας ἀκράτου σπῶντας θορυβώδεις γίνεσθαι : οἶνός σε τρώει μελιηδής , ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει , ὃς ἄν
ἡμετέρων μύθων ξεῖνος καὶ πτωχὸς ἀκούει . οἶνός σε τρώει μελιηδής , ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει , ὃς ἄν
3622675 ἠλοησε
χρώμενοι ἐκεῖνοι εἶτα ἀνίασι γήρᾳ βαρεῖς ὄντες . ποῦ δὲ ἠλόησε πληγαῖς πατέρα ἐλέφας ; πῶς δὲ ἀπεκήρυξεν ὁ πατὴρ
τράπεζαν ἔθλας ' ἐς μέσον βάλλων ἅπαντα δ ' εὐθὺς ἠλόησε τὰ σκεύη : δειπνοῦντα δ ' ἰθὺς ἦλθε δεσπότην
3616222 τελεσφορα
Λύκει ' ἄναξ , εἰ μὲν πέφηνεν ἐσθλά , δὸς τελεσφόρα , εἰ δ ' ἐχθρά , τοῖς ἐχθροῖσιν ἔμπαλιν
ὅτου . ἡβήσωσι : αὐξήσωσι , στερεωθῶσι , λάβωσιν . τελεσφόρα : τέλεια , τὰ εἰς τελειώτατον φέροντα . Ῥυτῆρες
3612768 καθαροισιν
, ἐπὴν φλεγματώδεσι τροφῇσι καὶ σιτίοισι καὶ ποτοῖσι χρῆται μὴ καθαροῖσιν : ξυμβάλλεται γὰρ πάντα τὰ ἐς τὴν κοιλίην πίπτοντα
, ὡς τόν τ ' ἀπόντα δεσπότην Κύκλωπ ' ἐμὸν καθαροῖσιν ἄντροις μῆλά τ ' ἐσδεχώμεθα . ἤδη δὲ παῖδας
3609002 Νισαιον
ἀδόλου , καὶ τοῦτο ἂν ἑλοίμην ὑπάρξαι μοι μᾶλλον ἢ Νισαῖον ἵππον καὶ κύνα Κελτὸν καὶ τὸ Δαρείου χρυσίον καὶ
τόπον Νισαῖον . Ὁ δὲ Πολέμων κακῶς φησι λευκὸν ἵππον Νισαῖον . . . . Χλαμὺς χλαμὺς καὶ χλαῖνα :
3608302 ἐθηκε
ἀρίζηλον θῆκεν θεὸς ὅς περ ἔφηνε : λᾶαν γάρ μιν ἔθηκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω : ἡμεῖς δ ' ἑσταότες θαυμάζομεν
ξίφος , ἀετὸς καταπτὰς ἥρπασε , καὶ ἐπὶ τῶν ἐμπύρων ἔθηκε ῥάβδον μικρὰν ἔχουσαν σφύραν , τὸ δὲ ξίφος ἐπέβαλε
3608176 ενθα
κα [ ] ἄγε γὰρ [ ] γατερ [ ] ενθα [ ] γ ? [ ] ! [ ]
] εὐσυμβ ? [ ] τητα ? δε [ ] ενθα ? ? ? ! ! [ ] θειον ?
3607011 αἱμαξαι
πρὸς ἑαυτοὺς μαχομένους καὶ οὐ πρότερον ἀποστάντας πρὶν ἢ ἀλλήλους αἱμάξαι , ἔφη πρὸς ἑαυτόν : „ ἀλλ ' ἔγωγε
πῶς οὐχὶ τἀνάλωμα γίγνεται πικρόν , ἄνδρας γυναικῶν οὕνεχ ' αἱμάξαι πέδον ; ὅμως δ ' ἀνάγκη Ζηνὸς αἰδεῖσθαι κότον
3605498 ὀπτωσιν
μίκρ ' ὀβολοῦ . παρὰ δ ' ἡμετέροις προγόνοισιν ὅλους ὀπτῶσιν βοῦς , ἐλάφους , ἄρνας : τὸ τελευταῖον δ
: ἁρμοστὸν δ ' ἐπίθημα ποιήσαντες καὶ πηλῷ φιλοπόνως περιχρίσαντες ὀπτῶσιν ἐν καμίνῳ πέντε ἡμέρας καὶ νύκτας ἴσας ἀδιαλείπτως :

Back