κατὰ δὲ τῆς γαστρὸς καὶ τῶν ὤμων φορῶν σχιαστὰς διὰ μαργαριτῶν καὶ κλαβία ἀνὰ πέντε , καὶ χρυσᾶ ψέλια εἰς
, τοῦτον δὲ εὐπετέως περιβάλλειν καὶ τὸ ἄλλο σμῆνος τῶν μαργαριτῶν : εἰ δὲ διαφύγοι σφᾶς ὁ βασιλεύς , τούτῳ
5611237 δρακοντων
πῶς φιλόσοφον ἐλέφας καὶ εἴδη ἰχθύων καὶ γεράνων ἀποδημίας καὶ δρακόντων φύσεις καὶ τὰ λοιπὰ ὅσα ἥδε ἡ συγγραφὴ πεπονημένως
φύσιν , τοῦ θεοῦ εἰς τοῦτο παραστήσαντος τὴν φύσιν τῶν δρακόντων . ἢ ἰῷ μελισσᾶν τῷ μέλιτι , διὰ τὴν
5515515 βυρσων
τὴν ἄφεσιν τῶν βελῶν ἀναστρεφόμενοι : ἦσαν μὲν γὰρ ἐκ βυρσῶν περιερραμμένα , πλήρη δὲ ἐρίων , εἰς τὸ τῇ
. παραστορῶ : ἐκτενῶ . ἅμα δὲ καὶ ἀπὸ τῶν βυρσῶν . ἀκολούθως δὲ τοῦ Ἡρακλέους ἐμνήσθη , ἐπειδὴ Θηβαίων
5462293 ὀνυχων
πολλοῦ ῥοίζου ἐπὶ κριὸν ἠνέχθη . ἐμπαρέντων δὲ αὐτοῦ τῶν ὀνύχων τοῖς μαλλοῖς ἐξαρθῆναι μὴ δυνάμενος ἐπτερύσσετο , ἕως ὁ
ὅπλον σωτήριον , ἥκιστα δὲ ῥινοκέρωτι : πάρδαλις ἐν ἀκμαῖς ὀνύχων ἔχει τὸ ἰσχυρὸν , ἀλλὰ κάπρος ἐν ὀδόντι ,
5426092 νεβρων
παίδων κρατεῖν δεῖ τῶν νεωτέρων σοφούς γῆρας λεόντων κρεῖσσον ἀκμαίων νεβρῶν γάμος κράτιστός ἐστιν ἀνδρὶ σώφρονι , τρόπον γυναικὸς χρηστὸν
ἅ τε ξυνεθέμην πρέσβυς ὢν γεραιτέρωι , θύρσους ἀνάπτειν καὶ νεβρῶν δορὰς ἔχειν στεφανοῦν τε κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν . ὦ
5368103 ἀντρων
, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον . τὸν γηγενῆ τε Κιλικίων οἰκήτορα ἄντρων ἰδὼν ᾤκτιρα , δάιον τέρας , ἑκατογκάρανον πρὸς βίαν
πολλὰ μενοινῶν ἢ κυσὶν ἢ ἀγρότῃς οἵ οἱ τέκνα δῃώσωνται ἄντρων ἐξερύσαντες , ὃ δ ' ἀμφὶ γένυσσι βεβρυχώς ,
5344781 ἑρπετων
οὐκ ἄν ποτε ἀνασχέσθαι ὑπομείνειεν , κἂν ᾖ θρασύτατον τῶν ἑρπετῶν . Οὕτω κομιδῇ πονηρόν καὶ λίαν δυσχερὲς ἡ ταύτης
[ τὸν Τριπτόλεμον ] λέγει ἐνταῦθα ἔπληξεν . Ἔστι μὴν ἑρπετῶν γένη ἄλλων καὶ ἄλλων , πλὴν ἧσσόν ἐστι τῶν
5307325 κυνηγετων
ἐνοχλούμενα διατρίβειν ἐν τοῖς δρυμοῖς ὑλοτραγοῦντα , ὅταν δὲ αἴσθωνται κυνηγετῶν κτύπου , καὶ ἀκούσωσι κυνῶν ὑλακῆς , ἀναθέουσιν εἰς
ἔρρει Σελινοῦς , ὁμώνυμος τῷ ἐν Ἐφέσῳ . τοὐντεῦθεν διετέλει κυνηγετῶν καὶ τοὺς φίλους ἑστιῶν καὶ τὰς ἱστορίας συγγράφων .
5290464 ληιων
. ἐδῄου τε οὖν πᾶσαν τὴν χώραν , μάλιστα τῶν ληίων ἀκμαζόντων , τάς τε κώμας ἐμπιπρὰς διαρπάζειν ἐδίδου τῷ
τὰ παρὰ τῶν θεῶν δεδομένα . νέμων δὲ τὴν μὲν ληίων εὔπορον ἀπειργάζετο , τὴν δὲ ἀμπέλοις ἐκόσμει , τὴν
5222109 κυνων
μὰ Δί ' , ἀλλ ' ἄριστός ἐστι τῶν νυνὶ κυνῶν , οἷός τε πολλοῖς προβατίοις ἐφεστάναι . τί οὖν
ἀλλὰ μονοειδῆ ταύτην εἶναι δοκοῦμεν . καὶ ἀκούομεν δὲ τῶν κυνῶν ἄλλην μὲν φωνὴν προϊεμένων ὅταν ἀμύνωνταί τινας , ἄλλην
5202470 χαλκων
ἐνειλουμένου καὶ ἐπὶ πολὺ σειομένου , ὃ μάλιστα ἐπὶ τῶν χαλκῶν ἀγγείων συμβαίνει καὶ τῶν ὁμοίων , ἐφ ' ὧν
τὸ ἀπὸ χαλκόφι τὴν ἀπὸ χαλκοῦ γενικὴν σημαίνει , οὐχὶ χαλκῶν , οὕτω καὶ τὸ κατ ' ὄρεσφιν οὐκ ἄλλο
5156574 βοτρυων
. διὸ οὐχ ἅπαντα ἐνίων τὰ περικάρπια σπερμοφόρα καθάπερ τῶν βοτρύων αἱ μικραὶ ῥάγες ὡς οὐκέτι δυναμένης τελειῶσαι τῆς φύσεως
μὴν καὶ τὸ μεθύειν , ὦ Δάμι , οὐκ ἐκ βοτρύων μόνων ἐσφοιτᾷ τοὺς ἀνθρώπους , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῶν
5154062 δερματων
† διαφέρει . σισύρα μὲν γὰρ τὸ ἐκ τῶν τετριχωμένων δερμάτων ἀναποίητον στέγαστρον , † σίσυρμα † δὲ τὸ ἐκ
ἅπαξ εἰρημένων . κυνέη κυρίως ἡ περικεφαλαία ἡ ἐκ κυνείων δερμάτων , καταχρηστικῶς δὲ ἡ ἐξ ἄλλων . ὅταν οὖν
5152597 κοτινους
. ἐν μὲν ἄρα χλοερῇσι πολυκνήμοισί τε βήσσαις καὶ φηγοὺς κοτίνους τε καὶ ὑψικάρηνα γένεθλα φοινίκων πρόρριζα κατὰ χθονὸς ἐξετάνυσσεν
Ὅτι τὰς μὲν κομάρους θηλυκῶς φησιν , ἀρσενικῶς δὲ τοὺς κοτίνους . εἴδη δὲ δένδρων ταῦτα . ) 〚 ὦ
5148594 κητων
θρεμμάτων ἰχθύων προσβάλλει : οἰκήσεις δὲ ποιοῦνται τοῖς ὀστέοις τῶν κητῶν χρώμενοι καὶ κόγχοις ὀστρέων τὸ πλέον , δοκοῖς μὲν
, ἢ καὶ κυκνείοισιν ὄχοις ἐπὶ πόντιον οἶδμα ἐρχομένη χαίρεις κητῶν κυκλίαισι χορείαις , ἢ νύμφαις τέρπηι κυανώπισιν ἐν χθονὶ
5141018 δορας
φάναι τῶν τῆς πόλεως στενωπῶν κατασύροντες , ἕως ὁ νεκρὸς δοράς , σάρκας , ἶνας ὑπὸ τῆς τῶν ἐδάφων ἀνωμαλίας
ἢ καὶ κατ ' ἀγρούς , καθημμένους νεβρίδας ἢ δορκάδων δοράς : ὡς δ ' εἰπεῖν , Ἰνδοὺς ἐσθῆτι λευκῇ
5090374 γενειων
ἡλικίαι , αἱ ἐκφύσεις ἐν χρόνοις , οἷον κεράτων , γενείων , μαζῶν αὐξήσεις , ἀκμαί , γενέσεις ἄλλων ,
, ἴουλος ἡ σγουρότης , καὶ ἴουλος ἡ ἐξάνθησις τῶν γενείων . τέτροφεν : ὑπάρχει , τρέφεται . ἄτη :
5088786 τριβολων
ὁπλίτας καὶ τότε τὰς ἁμάξας . Ὅτι ἀναγκαία ἡ τῶν τριβόλων χρῆσις . Ἐὰν γὰρ ἢ πετρώδης ὁ τόπος εὑρεθῇ
' ἑκάστην ἡμέραν γινομένης [ τῶν λίθων ] προσαγωγῆς τῶν τριβόλων [ προσφερομένων ] τριπλῆ ἢ καὶ τετραπλῆ ἡ τούτων
5083752 νομας
ἐμπῖπτον ταῖς πόαις καὶ ταῖς τῶν ἑλείων καλάμων κόμαις , νομὰς τοῖς βουσὶ καὶ τοῖς προβάτοις παρέχει θαυμαστάς , καὶ
περιίστασθαι τὰ νήπια . ἔξωθεν δὲ καταπλάττειν οἷς εἰς τὰς νομὰς παρεκελευσάμην . ἀλλὰ καὶ εἴ τις περιχρίει τὰ κύκλῳ
5081827 φακων
τοῦ χρώματος ὅλου , πτίλοις λευκοῖς καὶ πυκνοῖς διειλημμένου μείζοσι φακῶν . οὗτοι δ ' εἰσὶν ἐν ῥόμβοις οἱ κυλίσκοι
. Οὗτος ἔπιεν ἐλλέβορον ἐπὶ φακῶν χυλῷ , καὶ ἐπέπιε φακῶν χυλὸν ἕτερον ὅσον ἠδύνατο , καὶ ἔπειτα ἐπήμεσε ,
5045215 περιστερας
γεύσασθαι κρέως τῶν ἀθεσμοτάτων εἶναι δοκεῖ , Σύρων δέ τινες περιστερᾶς , ἄλλοι δὲ ἱερείων . ἰχθῦς τε ἐν τισὶ
κατάπλασσε : ἢ φακῷ ἑφθῷ λείῳ μετὰ μέλιτος κατάπλασσε . περιστερᾶς κόπρον εἰς ὀθόνην εἰλήσας κατάκαυσον , ἕως τέφρα γένηται
5040198 φατνην
ἐργάζεται τῷ σώματι καὶ πάσχει τὰ δεινότατα κἂν σχῇ τινα φάτνην , ἐμπέπτωκεν εἰς δουλείαν πολὺ τῆς προτέρας χαλεπωτέραν ἢ
μὲν τοῦ Μενάνδρου Θήρων μέγα φρονεῖ , ὅτι ῥινῶν ἀνθρώπους φάτνην αὐτοὺς ἐκείνους εἶχε : Κλείσοφος δὲ καὶ τὸν ὀφθαλμὸν
5039447 φορβαδων
τινὰ τῷ βίῳ διὰ τῆς τοιαύτης μεταβολῆς ἀπονέμων . Τούτου φορβάδων ἀγέλῃ μείζονι λέοντες ἐπορούσαντες τινὰς μὲν αὐτῶν ἀπέκτειναν :
: ὦ Κύπρου δέσποινα , τεὸν δεῦτ ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον Ξενοφῶν τελέαις ἐπήγαγ ' εὐχωλαῖς ἰανθείς
5016106 λειμωνι
ἀρχῆς πάλιν . Ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ , κύπειρόν τε δροσώδη , κἀνθρύσκου μαλακῶν τ
. , . . . . Ἀσίω : Ἀσίω ἐν λειμῶνι . οὐκ ἔχει τὸ ι προσγεγραμμένον , ἀπὸ γὰρ
5012434 βουκολων
καλύβῃ τινί σοι μήτε ἐν ἐπαύλει , οἷα ποιμένων καὶ βουκόλων ταῦτα ἀγαπητὰ οἰκητήρια , ἐᾶσαι ποτὲ προσελθεῖν θηρίον ,
τὴν δὲ τέχνην ἁλιεύς : ἐστρατεύετο δὲ μισθῷ κατὰ τῶν βουκόλων τὴν ἐν ταῖς ναυσὶ στρατείαν , ὥστε μετὰ τὸν
5003127 τραυματων
τὸ δὲ ὄγδοον , Ταύρου ὄν , περὶ ἀσθενείας ἢ τραυμάτων ἢ μερίμνης βασιλικῆς , τὸ δὲ θʹ περὶ κοινωνίας
τρόπος τῆς ἐπιδέσεως ἁρμόδιος ἐπὶ τῶν ἀλφιτηδὸν καταγνυμένων , μετὰ τραυμάτων καὶ πολλῆς περιθλάσεως τῶν μυῶν , ἐφ ' ὧν
5002180 μηρων
τῶν ἀῤῥένων τέτακται καὶ τῶν θηλειῶν κατὰ τὴν διάφυσιν τῶν μηρῶν , ὅπως κρύπτηται ὑπὸ τούτων . τοῦ μὲν οὖν
ὁ ἔρως θερμοτέρου τινὸς ἅπτεται πράγματος : εἶτ ' ἀπὸ μηρῶν προοιμιασάμενος κατὰ τὸν κωμικὸν αὐτὸ ἐπάταξεν . ἐμοὶ μὲν
4990225 ναστων
τι ἡ πρώτη συζυγία ἔχει : τῶν γὰρ ἄλλων νεύρων ναστῶν ὄντων , αὕτη μόνη κούφη ἐστὶ καὶ κοιλότητα ἔχει
πλέῳ διὰ τῶν στενωπῶν τονθολυγοῦντες ἔρρεον αὐταῖσι μυστίλαισι , καὶ ναστῶν τρύφη , ὥστ ' εὐμαρῆ γε καὐτομάτην τὴν ἔνθεσιν
4988060 καπρων
φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν : Ἀρίσταρχος ἐκ μεταφορᾶς τῶν κάπρων φησὶν εἰρῆσθαι : φρίξας εὖ λοφιήν : ὡς ἐξοχὰς
θηρίων ἐκάθηρεν ἀλλοκότων . δοκῶ δὲ ἔγωγε ὡς σφοδρότερον μὲν κάπρων κακία , βιαιότερον δὲ λεόντων , ἰταμώτερον δὲ πολυμόρφου
4969466 ἐλαφων
ἀμέρσας ἂψ ἀναφοιτήσῃ νεαρῇ κεχαρημένος ἥβῃ , ἢ ὁπότε σκαρθμοὺς ἐλάφων ὀχεῇσιν ἀλύξας ἀνδράς ' ἐνισκίμψῃ χολόων γυιοφθόρον ἰόν :
γυναικῶν τῶν εὑρισκομένων , ἐπί τε αἰγῶν καὶ βωῶν καὶ ἐλάφων , καὶ τῶν παραπλησίων ζῴων . σώματα δὲ ἐστὶ
4965089 περιστερων
καρδάμῳ μετὰ ἀλεύρου , καὶ ὀρόβῳ μετὰ μέλιτος , καὶ περιστερῶν κόπρῳ μετὰ ἰσχάδων , καὶ τοῖς πυριάμασι , καὶ
τῶν Θισβαίων , ὥς φησιν Ἐπαφρόδιτος , καὶ τὸ ἐπίνειον περιστερῶν πλῆρες . Ἰσμηνίας δὲ ὁ αὐλητὴς Θισβεύς ἐχρημάτιζε ,
4937571 χαραδρας
τὰ μικρὰ προσφιλοτιμουμένων . Ὅμοιόν ἐστιν εἴ τις θαλάττῃ ἐκ χαράδρας ὕδωρ ἐπεισάγει , καὶ χαρίζεσθαι δοκεῖ . Βοῦς ἐπὶ
πόρον ἐργάζεται . καὶ πρῶτον μὲν τὰ κοῖλα καὶ τὰς χαράδρας ἐπλήρωσεν ὑπελθὼν ὑποβρύχιος , ὥσπερ οἱ ὕφαλοι κολυμβηταὶ ,
4923062 ἀργυροποδας
: ἀπεσκευάσαντο δὲ καὶ τῶν βασιλείων κλίνας τὰς πλείστας μὲν ἀργυρόποδας , ὀλίγας δὲ καὶ χρυσόποδας , πρὸς δὲ τούτοις
. Ἔπεμψε δὲ καὶ τῷ Ἐλεαζάρῳ μετὰ τῆς ἐκπομπῆς αὐτῶν ἀργυρόποδας κλίνας δέκα καὶ τὰ ἀκόλουθα πάντα καὶ κυλικεῖον ταλάντων
4922555 κεφαλων
τουτέστι μᾶλλον τῶν ἄλλων κομῶντες . ἢ τὰ ἄκρα τῶν κεφαλῶν κομῶντες . οὕτως Ὠρίων . . . . ἀκραής
ἑαυτῶν σφαζόμενοι . Τιτήλατο : ἐτρέφετο . Τρικάρηνον : τριῶν κεφαλῶν . ὅθι : ὅθεν . Ἐγκελάδοιο : σημαίνοντος :
4907376 ποταμιων
καὶ ἀνέμων βιαίων χαλαζῶν τε χύσεως παραυτίκα κατευνήσεις καὶ κυμάτων ποταμίων τε καὶ θαλασσίων ἀπευδιασμοὶ πρὸς εὐμαρῆ τῶν ἑταίρων διάβασιν
, οὐκ ἐνάριθμοι δὲ τοῖς καθαριωτέροις θαλαττίοις . Τῶν δὲ ποταμίων καὶ λιμναίων φέρει μὲν ὁ Νεῖλος κητώδεις σίμους τε
4902446 κωπων
. . . . παρεξειρεσίαν : Ἀρριανός : τῶν μὲν κωπῶν ἔστιν ἃς ξυνέτριψαν καὶ τῆς παρεξειρεσίας τινὰ ἀπέθραυσαν .
ὀρνίθων ἡ πτέρωσις , ἀφ ' οὗ καὶ ὁ τῶν κωπῶν ὅμοιος σχηματισμός . Ἐπαμησάμενος . ἀνακινήσας . Ἰακχάζουσιν .
4902275 ὀστρακων
τριῶν δηλονότι ὄντων τῶν ὠῶν , τρῖβε αὐτὰ μετὰ τῶν ὀστράκων ἐν τῷ αὐτῷ ὄξει καὶ θεῖον ἄπυρον γο .
ὀρέξεις ἐπάγουσιν , ὡς μηδὲ πηλοῦ τε καὶ ἀνθράκων καὶ ὀστράκων φείδεσθαι τοὺς οὕτως ἀθλίως ἔχοντας . καὶ τοῦτο δῆλόν
4898119 ἑρκεσιν
ἑαυτοῦ ἔχων μεγάλην . ὑποστάς ] ἀντιστὰς , ἀντιμαχησάμενος . ἕρκεσιν ] “ Οὔτ ' ἄρα ἕρκεα ἴσχει . ”
ὥστε εἴργειν καὶ κωλύειν τὸ ἄμαχον κῦμα τῆς θαλάσσης ἐν ἕρκεσιν ὀχυροῖς , ἤτοι γεφύραις γενναίαις . ἀπρόσοιστος γὰρ καὶ
4895664 ἀνιεμενος
δερμάτων ] ἐρραμμένος : ἔρρει δὲ καὶ οὗτος κατὰ μικρὸν ἀνιέμενος κατὰ πᾶσαν τὴν ὁδόν . ἠκολούθουν δ ' αὐτῷ
καιρόν , ὁ διὰ τῆς ἀκακίας καὶ τῶν ἐλλεβόρων τροχίσκος ἀνιέμενος ἐν τῇ μολυβδίνῃ θυείᾳ χυλῷ ἀειζώου ἢ ἀρνογλώσσου ἢ
4869193 θηριων
τῶν κυνηγῶν μετηνέχθη . ἕπονται γὰρ οἱ κύνες τοῖς τῶν θηρίων ἴχνεσιν ἐν τοῖς κυνηγεσίοις . τινὲς δὲ προστακτικῶς ἀνέγνωσαν
δὲ τὴν Λιβύην διὰ τὸ πλῆθος τῶν κατὰ τὴν χώραν θηρίων ἀοίκητον πρότερον οὖσαν ἐξημερώσας ἐποίησε μηδεμιᾶς χώρας εὐδαιμονίᾳ λείπεσθαι
4864928 πρεμνων
τε καὶ ὀσμύλους ἐκ τῶν κυμάτων προελθόντας καὶ διὰ τῶν πρέμνων ἀνερπύσαντας καὶ τοῖς κλάδοις περιπεσόντας καὶ ὀπωρίζοντας , καὶ
τοὺς μὲν ἄλλους τρόπους φύεται πάντας , ἀπὸ δὲ τῶν πρέμνων καὶ τῶν ξύλων οὐ φύεται : μηλέα δὲ καὶ
4856045 ἀγελας
, καὶ ὄνομα τροχὸς αὐτοῖς . καὶ νεῖ κατ ' ἀγέλας ταῦτα , μάλιστα μὲν ἐν δεξιᾷ τοῦ Ἄθω τοῦ
τὴν ὀρεινὴν καὶ καταγείους οἰκήσεις κατασκευάσαντες ἔτρεφον πολ - λὰς ἀγέλας βοσκημάτων , ὧν παρεχομένων δαψιλεῖς τροφὰς ἠρκοῦντο προσφερόμενοι γάλα
4849189 ἐκτυπον
αἰθομένοιο , ἑσταότ ' ἐν δίφρῳ : χθόνα δ ' ἔκτυπον ὠκέες ἵπποι νύσσοντες χηλῇσι , κόνις δέ σφ '
κισσοῦ τε καὶ μυρσίνης ἔτι δ ' ἐλαίας ἀνέπλεξαν στέφανον ἔκτυπον , πολυτελεῖς ἐνέντες λίθους : καὶ τὰς λοιπὰς δὲ
4845788 θρεμματων
δὲ σταθμὸς καὶ αὐλή : ὁ μὲν γὰρ σταθμὸς οἰκητήριον θρεμμάτων , ἡ δὲ αὐλὴ ἀνδρῶν οἰκητήριον : οὐρείων πιδάκων
. ἢ πρὸς νεοσσῶν ὑπόστιξον ἀντὶ τοῦ τῶν οἰκείων αὐτῆς θρεμμάτων , ἢ οὕτω λέγε : εἴρξει καὶ κωλύσει τοῦτον
4839240 ὀνων
καὶ διὰ τοῦτο ζηλοτυπεῖν αὐτὸν τὴν τῶν τράγων τε καὶ ὄνων εὐδαιμονίαν ; Μὴ γὰρ οὐδὲ εὐσεβὲς ᾖ τὰ τοιαῦτα
τῶν ἐφ ' οἷς ἤλπισαν διαψευσθέντων . Ἀπὸ τῶν βραδυσκελῶν ὄνων ἵππος ὤρουσεν . Ἅπαντα τοῖς σοφοῖς εὔκολα : ἐπὶ
4838395 μυρμηκων
ἐπ ' αὐταῖς οἱ Ἰνδοὶ τὴν χρυσῖτιν κόνιν τῶν Ἰνδικῶν μυρμήκων κλέπτουσι πρὸς ἀνατολὰς ὁδεύοντες . ὅτι τῶν μυρμήκων ἐν
ὑπάρχει καὶ ἔστι πτηνὰ καὶ ἄπτερα , καθάπερ τὸ τῶν μυρμήκων γένος . καὶ τῷ ἀγρίῳ καὶ τῷ ἡμέρῳ διαιρεῖσθαι
4827493 ἀμφιμασχαλος
γὰρ ἐμὴ φαύλη τις ἂν εἴη καὶ ἀμφισβητήσιμος . . ἀμφιμάσχαλος : χιτών , δύο χειρῖδας ἔχων , ὃς ἦν
διπληγίδας καὶ διβόλους ὠνόμαζον . χιτὼν δ ' ἑτερομάσχαλος καὶ ἀμφιμάσχαλος , ὁ μὲν ἐλευθέρων σχῆμα , ὁ δ '
4824626 σπαρτῳ
δὲ λέγεται ὡς πρὸς τὰ μεσάγκυλα ἃ δέδεται κατὰ μέσον σπάρτῳ : σφαγῆς : ἀντὶ τοῦ διὰ σφαγῆς , ὥστε
: οἰστοὶ , μεσάγκυλ ' : εἴδη ἀκοντίων ἐν μέσῳ σπάρτῳ δεδεμένων ἣν κατέχοντες ἠφίεσαν . ἔστιν οὖν ἀντίθετον τῷ
4823231 ἀγροτερων
ἀνέμοισιν : ἀκαταλλήλως ἐξενήνοχεν : ἔδει γὰρ εἰπεῖν , λεόντων ἀγροτέρων μάχας ἐνήργει , ἢ λεόντεσσιν ἀγροτέροισι . σώματι δὲ
, τοῖος ἐπεὶ σύριγγος , ἐς ἤθεα βαιὸν ὁδεύων , ἀγροτέρων καλάμων λιγυρὴν ἐδίωκεν ἀοιδήν : πολλάκι δ ' οἰοπόλοισιν
4810574 λινων
ἦν ἶσος ἀνέμοις . δολίων θ ' ἑρκέων : τῶν λίνων . ἕρκεα γὰρ τὰ λίνα , τὰ περιφράγματα .
ῥιπτουμένους ἐπιδραμόντες ἐσθίουσι , καὶ εἴ τινες διεκφύγοιεν ἄλλοι τῶν λίνων , ἐκδέχονται , καὶ μάλα ἑτοίμως , αὐτούς ,
4809330 σκοπιας
Καὶ μήν , ἦν δ ' ἐγώ , ὥσπερ ἀπὸ σκοπιᾶς μοι φαίνεται , ἐπειδὴ ἐνταῦθα ἀναβεβήκαμεν τοῦ λόγου ,
δ ' ἔτι κυριώτερον ἀγαθὸν ἐπήγαγε , τὸ ὥσπερ ἀπὸ σκοπιᾶς ἐντεῦθεν δύνασθαι τὸν θεὸν καθορᾶν καὶ πάντα τὰ ἐν
4808256 παρδαλεων
καὶ φίλους ἀρχαίους , καὶ πολλοὶ πολλάκις . Θήρα δὲ παρδάλεων Μαυρουσία εἴη ἄν . καὶ ἔστιν αὐτοῖς οἰκοδομία λίθων
κερατία : θήρα δὲ καὶ ἐλεφάντων ἐστὶ καὶ λεόντων καὶ παρδάλεων : εἰσὶ δὲ καὶ δράκοντες οἱ ἐλεφαντομάχοι καὶ ἄλλα
4806062 Ἀχελωϊος
ἀλλάων , ὅσσας τ ' ἀπὸ Χαλκίδος ἕρπων δίνῃς ἀργυρέῃς Ἀχελώϊος ἀμφὶς ἑλίσσει . πολλαὶ δ ' Ἀμνισοῖο βορειότεραι ὁρόωνται
γὰρ ὀξεῖα καὶ ἡ βαρεῖα εἰς περισπωμένην συνέρχεται , οἷον Ἀχελώϊος Ἀχελῷος , ὑπερώϊον ὑπερῷον . περὶ δὲ τοῦ αἰζήϊος
4802615 ἀκτας
ἐπιδεξίοις ἁμίλλαις κατὰ πόντον Ἀτρειδᾶν Σπάρταν οἰχομένων Ἰλιάδος παρ ' ἀκτᾶς ; ὦ φίλος , εἴθε μοι σᾶι χερὶ καὶ
ἀπὸ τῆς Λερναίας ἀκτῆς εἰς Ῥόδον . Λερναίας ἀπ ' ἀκτᾶς : τὴν Λέρνην οἱ μὲν λέγουσι κρήνην , οἱ
4799490 ταυρων
δίκην ἰχθύος πλέουσαν . ταυροσφάγον ὡς φαγοῦσαν ἐκ τῶν Γηρυονείων ταύρων , λέαιναν δὲ εἶπε διὰ τὸ φονικόν . ταυροσφάγον
τῆς δεομένης ὀχεύεσθαι καὶ ἱδρῶτος μεταλαβὼν προσάψῃ τοῖς μυκτῆρσι τῶν ταύρων , παύει αὐτοὺς τῆς μάχης . ὅτι αἱ βόες
4793925 μελιττων
ἀπηνοῦς οἵα κωνώπων καὶ ἐμπίδων , οὐδὲ τὸ βαρύβρομον τῶν μελιττῶν ἢ τῶν σφηκῶν τὸ φοβερὸν καὶ ἀπειλητικὸν ἐνδεικνυμένης ,
ἐσυλήθησαν οὐδαμῶς μεμπτάς . Καὶ τοῦτο δὲ φιλεργίας τῆς τῶν μελιττῶν μαρτύριον . ἐν γοῦν τοῖς χειμεριωτάτοις τῶν χωρίων μετὰ
4793566 κερασασα
ἔχει τὰ λουτρά , διὰ τούτων μάλιστα δηλοῖ : θυμῆρες κεράσασα , κατὰ κρατός τε καὶ ὤμων . φανερὸν οὖν
ἐμβαλοῦσα ἔς τε κύ - λικα τὸ φάρμακον οἴνῳ τε κεράσασα εὐώδει δίδωσι πιεῖν . ὁ δ ' ὡς συνήθη
4781802 λιπος
ἔστι δὲ καὶ ἀπὸ κηροῦ : κνίσσα δὲ αὐτὸ τὸ λίπος καὶ ἡ ἀναθυμίασις τῶν καιομένων κρεῶν : παρὰ τὸ
ὑπομένειν τὸ ψῦχος , ὥστε ὃς ἂν τὸ τοῦ Λυκάονος λίπος φάγῃ , ἐκκλίνει τὴν φρίκην . . . .
4780422 πυκνων
προφυλακήν , ὅταν εἰς πυρίαν εἰσέλθῃ τις : σπογγίον τῶν πυκνῶν καὶ κοίλων βρέξας εἰς ὕδωρ καὶ ἐκπιέσας σφόδρα ἐπιτίθει
ἐστι ψιλή . εἰ γὰρ ἀσπίδι πολλῇ καὶ βελῶν ἀφέσει πυκνῶν ἱππέων τε καταλόγοις καὶ πᾶσι στρατοπέδου πληρώμασιν αἱ πρὸς
4778815 θαλασσιων
ψύξας καὶ λεάνας ἀποτίθεσο . Ἄσβεστος γίνεται οὕτως : τῶν θαλασσίων κηρύκων τὰ ὄστρακα ἐγκρύψας ἄνθραξιν ἢ εἰς διάπυρον κρίβανον
ἡ δὲ θαλαττία καρὶς σκορπιοπλήκτοις βοηθεῖ λεία καταπλαττομένη . Κοχλίων θαλασσίων ὁ ζωμὸς καὶ ἀχαρνῶν καὶ φωκίδων καὶ ἀφύων καὶ
4778143 ἁρματων
Σπιτάκης ὁ νομάρχης τῶν ταύτῃ Ἰνδῶν καὶ τῶν ἐλεφάντων καὶ ἁρμάτων οἱ ἡγεμόνες καὶ οἱ ἱππάρχαι καὶ οἱ στρατηγοὶ τῆς
Πτολεμαῖος δὲ ὁ πρῶτος καὶ Βερενίκη εἴκοσι τρισὶν ἐφ ' ἁρμάτων χρυσῶν καὶ τεμένεσιν ἐν Δωδώνῃ . Καὶ ἐγένετο τὸ
4776567 ζευγει
ἀληθής , ὁ δὲ ψευδής : οὗ μοι δοκεῖ χάριν ζεύγει τρυγόνων ἢ περιστερῶν ἐξομοιωθῆναι . τῶν δὲ πτηνῶν τὸ
ξ Γενεαλογιῶν ? [ ] ? ὑπὸ Γλαύκου ἐρίσαντα τῶι ζεύγει ? ? τ ' [ ] ˈ δύο δὲ
4774970 κεραμῳ
οἶδε πολεμήϊα ἔργα ξυνεπελάβοντο : ἐβοήθησαν , συνεφήψαντο . τῷ κεράμῳ : ἤγουν ταῖς κεραμίσι . παρὰ φύσιν ὑπομένουσαι :
' ἡδυπρόσωπος , ὃν Ἥφαιστος κάμεν ἕψων , Ἀττικῷ ἐν κεράμῳ πέττων τρισκαίδεκα μῆνας . αὔταρ ἐπεὶ δόρποιο μελίφρονος ἐξ
4768533 Σιληνιων
σκληρὰς . σκληράς , τραχείας . αἰγιαλοὺς . τύπτεται . Σιληνιῶν ] τῶν , ὄνομα τόπου . Σιληνία αἰγιαλός ἐστι
Ἀρτεμβάρης δὲ μυρίας ἵππου βραβεὺς στύφλους παρ ' ἀκτὰς θείνεται Σιληνιῶν . χὠ χιλίαρχος Δαδάκης πληγῇ δορὸς πήδημα κοῦφον ἐκ
4749896 σχοινων
τῶν ἐκ τῆς Θηβαΐδος καταφερομένων : ἐντεῦθεν ἀρχὴ τῶν ἑξηκοντασταδίων σχοίνων ἕως Συήνης καὶ Ἐλεφαντίνης : εἶτα ἡ Θηβαϊκὴ φυλακὴ
καὶ Κανδασίς . Κάνδαρα , χωρίον Παφλαγονίας ” ὡς ἀπὸ σχοίνων τριῶν Γάγγρων , καὶ Θάριβα κώμη „ . οἱ
4746665 ἀφροϲ
ἕψε τὸ ὕδωρ ϲὺν τῷ μέλιτι , ἕωϲ ὅ τε ἀφρὸϲ αὐτοῦ καὶ τὸ οἷον κηρῶδεϲ ἀναπλέον κατὰ μέροϲ λειφθῇ
λυϲϲοδήκτουϲ ὥϲτε μὴ ἐμπεϲεῖν εἰϲ τὸ ὑδροφοβικὸν πάθοϲ : † ἀφρὸϲ ὁ δηχθεὶϲ τὴν ἰδίαν ϲκιὰν θεωρῶν , ὡϲ ἔθοϲ
4742852 ἐσφορας
προεγράφη . τί δὲ γυναῖκες ἐπὶ Καίσαρι συνέγνωσαν αἱ ἐς ἐσφορὰς προγεγραμμέναι ; τί δὲ ὁ δῆμος ὁ μέχρι δέκα
ἐς τὴν κοινὴν τῶν πραγμάτων διαφθοράν . Ἀπορία γὰρ πρὸς ἐσφορὰς ἀκίνδυνον . [ . . . . , .
4742692 ληνους
πᾶς ἦν κατὰ τοὺς ἀγροὺς ἐν ἔργῳ : ὁ μὲν ληνοὺς ἐπεσκεύαζεν , ὁ δὲ πίθους ἐξεκάθαιρεν , ὁ δὲ
σαυτὸν παλαιῶν συγγραμμάτων , γεωργῶν δὲ ἤδη τῶν περὶ τὰς ληνοὺς πεπαυμένων αὐτὸς ἥκειν δεῦρο τύχῃ ἀγαθῇ . Ἐγὼ δὲ
4742268 λιθων
ποιου - μένη τὴν ἔκκριϲιν . προφυλακτικὰ δὲ τῆϲ τῶν λίθων γενέϲεωϲ ἔϲτω πρῶτον μὲν εὔχυμόϲ τε καὶ ϲύμμετροϲ τροφὴ
τρόπον τινὰ χώρας εἶναι , συγκεῖσθαι δὲ καὶ ἑνοῦσθαι δίκην λίθων καλῶς ἐξεσμένων πρὸς τὸ ἀλλήλοις εὐρύθμως συνάπτεσθαι δίχα τῶν
4741410 βοων
ἀντὶ τοῦ ἀπύσει ῥήματος ληπτέον . . ἀπύων ] ἔσται βοῶν . . πέσῃ λακὶς ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ μὴ
μὲν πρῶτον ὑπὸ Ἑρμοῦ ἐκ τῆς χελώνης καὶ τῶν Ἀπόλλωνος βοῶν , ἔσχε δὲ χορδὰς ἑπτὰ ἀπὸ τῶν Ἀτλαντίδων .
4741058 Σηπιας
αὐτὴν ἐν σηπίας μορφῇ καὶ ἐμίγη αὐτῇ , ὅθεν καὶ Σηπιὰς χωρίον Μαγνησίας Θετταλικῆς . οὕτω γοῦν φυγάδα Οἰνώνης ἤτοι
Πηλιάδας δὲ παρεξήμειβον ἐρίπνας , αἰὲν ἐπιπροθέοντες , ἔδυνε δὲ Σηπιὰς ἄκρη : φαίνετο δ ' εἰναλίη Σκίαθος , φαίνοντο
4740194 ἁλιεων
ἰχθύας , ὡς τροφῆς ἔρωτι καὶ ἀγκίστρῳ θηρᾶσθαι παρὰ τῶν ἁλιέων ἐσθ ' ὅτε . Τὰς φώκας δὲ οὐδὲ ἀγκίστρῳ
δὲ καρχαρόδους καὶ μονήρης . λέγεσθαι δὲ καὶ ὑπὸ τῶν ἁλιέων φησὶν ὡς καὶ κολοκύντῃ θηρεύεται χαίρουσα τῷ βρώματι .
4737076 ἐσχαρας
καλοῦσι λοπάδας λοπάδια , ἐχίνους ἐχινίσκους , χαλκία χαλκίδια , ἐσχάρας , ἐσχάρας ἰχθυοπτρίδας , ἐσχαρίδας , λέβητας λεβήτια λεβητάρια
τὸ μὲν γὰρ ἀπὸ πυρὸς καταντλήσεσι καὶ καταπλάσμασι τοῖς τὰς ἐσχάρας ἀποστῆσαι δυναμένοις ἰώμεθα : τὸ δ ' ἀπὸ κρύους
4729092 κεραστων
οὖν καθεῖναι καὶ μάλα ἐλεγκτικήν φασιν αὐτόν . λάρνακα πληρώσας κεραστῶν ἐμβάλλει τὸ βρέφος , οἱονεὶ πυρὶ τὸν χρυσὸν τεχνίτης
Δείπνῳ φησίν πίνετο νεκτάρεον πῶμ ' ἐν χρυσέαις προτομαῖς ταύρων κεραστῶν , ἔβρεχον δὲ κατὰ μικρόν . Ἀθηναῖοι δὲ καὶ
4725547 ὠμων
ἐν ἐλαίῳ διαφορητικόν τε καὶ ἀνώδυνον καὶ ὑπνοποιὸν καὶ πεπτικὸν ὠμῶν ὄγκων ὑπάρχει . καυθὲν δὲ τῆϲ τρίτηϲ τάξεωϲ τῶν
καὶ διὰ βάθους μᾶλλον χωρεῖ : ἐπί γε μὴν τῶν ὠμῶν καὶ ἀπέπτων παρυφισταμένων πεττομένων μετεωρίζονται τὰ παρυφιστάμενα τοῦ πλείονος
4722328 ἐχωρισεν
ἔστι μερικῶν , διὰ δὲ τοῦ εἰπεῖν διαφερόντων τῷ εἴδει ἐχώρισεν αὐτὸ ἀπὸ τοῦ ἰδίου καὶ εἴδους , διὰ δὲ
εἴδους , διὰ δὲ τοῦ εἰπεῖν ἐν τῷ τί ἐστιν ἐχώρισεν αὐτὸ διαφορᾶς καὶ συμβεβηκότος : διὰ δὲ τοῦ εἰπεῖν
4722252 προσεοικυιαν
δὲ ἡμεῖς ἡμέρας ἤδη ὑποφαινούσης ἐθεώμεθα τὴν καλιὰν σχεδίᾳ μεγάλῃ προσεοικυῖαν ἐκ δένδρων μεγάλων συμπεφορημένην : ἐπῆν δὲ καὶ ᾠὰ
, ἀλλ ' ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος , ὅτι τὴν νυκτὶ προσεοικυῖαν ἀχλὺν ὁ λευκὸς ἀὴρ ἐπὶ τὸ καθαρώτερον ἐλάμπρυνεν .
4718706 μηριων
τε καὶ Ἄργην ὀνομάζοντάς τε καὶ ἀγείροντας , καὶ τῶν μηρίων καταγιζομένων ἐπὶ τῷ βωμῷ τὴν σποδὸν ταύτην ἐπὶ τὴν
δευτέραν σύνθεσιν διαφρῶ καὶ εἰσφρῶ . Ἀριστοφάνης : ” τῶν μηρίων τὴν κνῖσαν οὐ διαφρήσετε ” . γέγονε δὲ ἡ
4718637 Ἀραβικῃ
, πόλις πλησίον Πετρῶν ἐν Ἀραβίᾳ , ὡς Γλαῦκος ἐν Ἀραβικῇ ἀρχαιολογίᾳ . τὸ ἐθνικὸν Γέιος . ἐν Πέτραις δ
τις ἂν εἰκάζων εὕροι , ὥστ ' ἔν γε τῇ Ἀραβικῇ καὶ ἡ περιβόητος αὕτη λιθοτομία ἡ πορφυρῖτίς ἐστιν :
4713705 ἐκχυθεις
εὐθέως ἔκραξεν : Ὦ Ἥλιε , ἀπώλεσας Ἰουλιανόν . Καὶ ἐκχυθεὶς τὸ αἷμα παρέδωκε τὴν ψυχὴν ὥραν νυκτερινὴν πέμπτην ,
νάπαι , φάραγγες , εὐθεῖς κοιλάδες : τῶν Κρητικῶν γὰρ ἐκχυθεὶς φωλευμάτων προευτρεπισθεὶς ἑπτασήμαντος στόλος , πολλὴν παρεῖχε τῷ στρατῷ
4706525 πετρων
ἐστι τῆς αὐάνσεως , ἀλλὰ καὶ δίυγρος ἀπὸ τῆς τῶν πετρῶν ψύξεως . καὶ οἶνον Βίβλινον , ὃν ἀξιοῖ ,
τῶν φλυάρων καὶ μακρὸν ἀποτεινόντων λόγον . Ἀπὸ πέντε ἅλλεσθαι πετρῶν εἰς σκυτάλην : ἐπὶ τῶν δι ' ἃ πάσχουσιν
4703026 προβατων
ἐπὶ μὲν τοῦ ἀσθενοῦς παρὰ τὴν βληχήν , τὴν τῶν προβάτων φωνὴν οὐδὲν οὖσαν , μένοντος , ὡς στάχυς ἄσταχυς
στήσεις καὶ τὰ τραύματα παρακολλᾷ καὶ ὑγιαίνει . ἢ βολβοὺς προβάτων ἅμα ἐλαίῳ λειώσας κατάπλασον . [ Πρὸς δηλητήρια φάρμακα
4702748 νεμομενας
ἢ μυρίκης καρπὸν λειώσας μετὰ μέλιτος διάχριε . [ Πρὸς νεμομένας ἄφθας . ] Κηκίδων ἀφέψημα εἰς ἴσον μέλιτι μίξας
ἐν οἴνῳ ἡψημένοις διακλυζέσθω . [ Πρὸς ἄφθας μελαίνας καὶ νεμομένας . ] Ἀποσμήξας ὀροβίνοις ἀλεύροις καὶ κηκῖδος διάχριε μετὰ
4702324 ὁρμουσας
δὲ τὴν ναυμαχίαν χειμὼν ἐπιγενόμενος μέγας πολλὰς ἐκτὸς τοῦ λιμένος ὁρμούσας τῶν νεῶν διέφθειρεν , ὥστε δοκεῖν τὸ θεῖον ἀντιλαμβάνεσθαι
ἐπ ' Αἴγυπτον : καὶ καταλαμβάνει τὰς ναῦς ἐν Πηλουσίᾳ ὁρμούσας . Μαζάκης δὲ ὁ Πέρσης , ὃς ἦν σατράπης
4695793 κλαδων
καὶ ἔλαιον ἐνέγκοι ἂν κάλλιον ἡ ἐλαία , καλλιελαίου φυτοῦ κλάδων ἐμβληθέντων . δεῖ δὲ λαμβάνειν τοὺς κλῶνας ἀπὸ τῶν
δὲ οὕτως ὅτι καθάπερ πέταλα δένδρων ἐν αὐτῷ διαφαίνονται μετὰ κλάδων συνεχεστέρων . Ζώνας διαφανεῖς ἔχει ἐν ἑαυτῷ . Ἔχει
4690449 ἐκπιπτοντων
τῆς γῆς , ἀλλὰ τῶν πλείστων ἐκτὸς εἰς τὴν μεγάλην ἐκπιπτόντων θάλατταν : διὸ καὶ λανθάνουσι . Τῷ δ '
δὲ ὑπὸ Κορινθίων , ἐπίμπλατο δὲ ἡ θάλαττα τῶν ἁρμοστῶν ἐκπιπτόντων , ἅτε ἀναρμόστων καὶ οὐ κατὰ τοὔνομα ἐγκατασταθέντων τε
4687608 συριγγων
δεοίμεθα καὶ ὑπὲρ τοῦ διευρῦναι καὶ ἀνοῖξαι τὰ στόμια τῶν συρίγγων παρασχεῖν τε χώραν τοῖς κολλυρίοις τῆς παρόδου . τῶν
τὰ ἐξ Ὑπερβορέων δ ' ἱερὰ μετ ' αὐλῶν καὶ συρίγγων καὶ κιθάρας εἰς τὴν Δῆλόν φασι τὸ παλαιὸν στέλλεσθαι
4683240 παλας
: πρότερον δὲ ἐχρῶντο μεγέθει μόνον καὶ ῥώμῃ πρὸς τὰς πάλας . τοσαῦτα κατὰ γνώμην τὴν ἐμὴν Ἀθηναίοις γνωριμώτατα ἦν
ἐκ χειρὸς βοὰν ὤτρυνε λαῶν ἢ τελευτάσας [ ] ἀμάρυγμα πάλας : τοίῳ [ θ ' ὑπερθύμῳ ] σθένει [
4682580 ὀρυσσομενων
καὶ πάλων ὀξέων καταπειρομένων ἐν αὐτοῖς , τούτων δὲ παραλλὰξ ὀρυσσομένων , καὶ μὴ ἐπ ' εὐθείας ὡς ἀπὸ τριῶν
λίθων , ξύλων , σιδήρου . ἤδη δὲ τῶν θεμελίων ὀρυσσομένων καθῆκε τὸν κηρύξοντα ὃς ἂν μηνύσῃ τοὺς κλέψαντας τοῦ
4676326 κοιλας
τῶν κοιλοτήτων τῶν πετρῶν ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν ὦ Ζάραξ ἔχων κοίλας πέτρας . Ὀφέλτης καὶ Ζάραξ ὄρη Εὐβοίας περὶ ἃ
ἤλυθε πάντας Ἀχαιούς . καί νύ κ ' ἀναΐξαντες ἔβαν κοίλας ἐπὶ νῆας , εἰ μὴ ἀνὴρ κατέρυκε παλαιά τε
4671385 δινας
ἐγώ , τῆς Τυνδαρείας θυγατρὸς Ἰφιγένεια παῖς , ἣν ἀμφὶ δίνας ἃς θάμ ' Εὔριπος πυκναῖς αὔραις ἑλίσσων κυανέαν ἅλα
τῶν στενῶν , τοῦ μὴ ἐμπιπτούσας τὰς ναῦς ἐς τὰς δίνας ἀναστρέφεσθαι πρὸς αὐτῶν , ἀλλὰ κρατεῖν γὰρ τῇ εἰρεσίᾳ
4670108 ἁδρας
Ἰταλίαν Ἑλλήνων τοὺς πλείστους καὶ τὸ τῶν Μεσσαπίων ἔθνος . ἁδρᾶς οὖν δυνάμεως περὶ αὐτὸν οὔσης οἱ μὲν Λευκανοὶ καταπλαγέντες
πυθόμενος ἀπέστειλε τὸν ἕτερον ὕπατον καλούμενον Ἄππιον Κλαύδιον μετὰ δυνάμεως ἁδρᾶς , ὃς εὐθὺς ἦλθεν εἰς Ῥήγιον . πρὸς δὲ
4669921 ἀργυραις
' ὑπερβολὴν καὶ χρυσοφοροῦντες , ἔτι δὲ στλεγγίσι καὶ ληκύθοις ἀργυραῖς τε καὶ χρυσαῖς χρώμενοι . Ἦν δὲ τῶν Ἀκραγαντίνων
Ἐρυμάνθιοι τῷ ὄντι σύαγροι κατὰ πινάκων τετραγώνων περιεφέροντο ἑκάστῳ σιβύναις ἀργυραῖς διαπεπερονημένοι . καὶ τὸ θαυμάσιον , ὅτι παρειμένοι καὶ
4669184 καραβων
τι μείους Ἀργολικῆς ἀσπίδος ἑκάστη , καρίδες δὲ καὶ μείζους καράβων αἱ Ἰνδῶν εἰσίν . αἱ μὲν οὖν ἐκ τῆς
τῆς Ἀττικῆς , ὄψου πετραίου παρατεθέντος ποικίλου ἐπὶ τῆς τραπέζης καράβων τ ' ἀληθινῶν , ἐπὶ πᾶσι λοπάδος τ '
4668367 φορειῳ
ἀγαθοῖς ὑπὸ ἀπορίας τῶν τροφῶν ᾔει πρὸς τὴν γυναῖκα , φορείῳ φερόμενος ὑπὸ τῶν οἰκετῶν οἷά τις ἄρρωστος , ἐς
τῆς νόσου . τοῦ Ἱέρωνος νοσήσαντος . ὅτι διὰ λιθουρίαν φορείῳ φερόμενος ἐνίκα τὰς μάχας ὁ Ἱέρων . παραβάλλων δὲ
4665086 φορτιων
ἀντὶ τῶν φορτίων χρυσὸν τιθέναι καὶ ἐξαναχωρέειν πρόσω ἀπὸ τῶν φορτίων : τοὺς δὲ Καρχηδονίους ἐκβάντας σκέπτεσθαι , καὶ ἢν
τοῦ λιμένος καὶ ταχείας τῆς ἐκ τῶν πλοίων γινομένης τῶν φορτίων ἐκκομιδῆς , πολὺς ὁ καταπλέων ἐστὶν εἰς τὸ ἐμπόριον
4657130 ἐδαμασθη
καὶ ἐχθροῖς τῶν ξένων καὶ ἀμνήμοσι τῶν θεῶν ἐδάμη καὶ ἐδαμάσθη πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ . ἡμέτερον : + τοῦτο
κοινῶς ἐπερχομένῃ . παγκοίνῳ ] δημοσίᾳ . θ δάμη ] ἐδαμάσθη . δάμη ] ἐδαμάσθη , ἐπλήγη . δάμη ]
4655431 ὀφεων
νευροκοποῦσι : τινὲς δὲ καὶ τοξεύμασιν ἀναιροῦσιν αὐτοὺς χολῇ βεβαμμένοις ὄφεων : ἡ δὲ τοξεία διὰ τριῶν ἀνδρῶν συντελεῖται ,
ὁ δράκων κατὰ μεσημβρίαν βοᾷ καὶ παρευθὺς οὐδεὶς τῶν ἄλλων ὄφεων φέρει τὸν αὐτοῦ συριγμόν , ἀλλὰ πάντες εὐθέως γίνονται
4648947 ἱματιων
ἀναδρομῆς ὑπὸ χρῶτα , καὶ ὑπὸ ἐρεθισμοῦ δέρματος , ἢ ἱματίων τρηχείων ἀήθει φορήσει , καὶ ἐξ ἱδρώτων ἐξόδου ,
τοῦ παραβεβηκέναι , πάνυ ἀκολούθως . Θουκυδίδης . παραιρήματα τῶν ἱματίων : Θουκυδίδης . παράλογον λέγουσιν ἀρσενικῶς οἵ τ '
4646722 μηλοφορων
ἔφευγον καὶ Περσῶν οἵ τε συγγενεῖς οἱ βασιλέως καὶ τῶν μηλοφόρων καλουμένων οὐ πολλοί . προσεγένοντο δὲ αὐτῷ κατὰ τὴν
Χρῆται δὲ αὐταῖς καὶ πολλάκις ὁ βασιλεὺς διὰ τῆς τῶν μηλοφόρων αὐλῆς . Ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν δο - ρυφόρων
4645577 σιαλων
ῥίζαν σιλφίου , ἣν κνηστῆρι κατατρίψειαν ὀδόντες πολλάκι καὶ βροτέην σιάλων ὑποέτρεσαν ὀδμήν . εἰ δὲ σύ γε τρίψας ὀλίγῳ
, ἀβρόχῳ δὲ λέγει οἱονεὶ ξηρῷ . ἵνα διὰ τῶν σιάλων τοῦ στόματος φυσηθὲν ὀδύνην δῆθεν ποιήσῃ τῷ στόματι ἐν

Back