ἐν ἐλαίῳ διαφορητικόν τε καὶ ἀνώδυνον καὶ ὑπνοποιὸν καὶ πεπτικὸν ὠμῶν ὄγκων ὑπάρχει . καυθὲν δὲ τῆϲ τρίτηϲ τάξεωϲ τῶν
καὶ διὰ βάθους μᾶλλον χωρεῖ : ἐπί γε μὴν τῶν ὠμῶν καὶ ἀπέπτων παρυφισταμένων πεττομένων μετεωρίζονται τὰ παρυφιστάμενα τοῦ πλείονος
8073295 μηρων
τῶν ἀῤῥένων τέτακται καὶ τῶν θηλειῶν κατὰ τὴν διάφυσιν τῶν μηρῶν , ὅπως κρύπτηται ὑπὸ τούτων . τοῦ μὲν οὖν
ὁ ἔρως θερμοτέρου τινὸς ἅπτεται πράγματος : εἶτ ' ἀπὸ μηρῶν προοιμιασάμενος κατὰ τὸν κωμικὸν αὐτὸ ἐπάταξεν . ἐμοὶ μὲν
7994117 ὀνυχων
πολλοῦ ῥοίζου ἐπὶ κριὸν ἠνέχθη . ἐμπαρέντων δὲ αὐτοῦ τῶν ὀνύχων τοῖς μαλλοῖς ἐξαρθῆναι μὴ δυνάμενος ἐπτερύσσετο , ἕως ὁ
ὅπλον σωτήριον , ἥκιστα δὲ ῥινοκέρωτι : πάρδαλις ἐν ἀκμαῖς ὀνύχων ἔχει τὸ ἰσχυρὸν , ἀλλὰ κάπρος ἐν ὀδόντι ,
7702841 βλεφαρων
τὸν ἄνδρα δηλοῦσιν . ἕτεροι δὲ καὶ τὰ μέσα τῶν βλεφάρων συγκλείουσι καὶ καθέλκουσι , τὰ δὲ ἀμφοτέρωθεν ἀνασπῶσι καὶ
λοιπὸν περίβλεπτοι , ὀφθαλμῶν δὲ βολαὶ καὶ γλῆναι κατακοιμηθεῖσαι , βλεφάρων δὲ ἕλικες οὐκέτι ἕλικες , ἀλλὰ συμπεπτωκότα πάντα .
7447839 ὀδοντων
, καὶ καινότατα δήπου ἀποκτείνασα ἀνῄρηται . Ὀνύχων ἀκμαῖς καὶ ὀδόντων διατομαῖς θαρροῦσι καὶ ἄρκτοι καὶ λύκοι καὶ πάρδοι καὶ
μάθοις δ ' ἂν ἐπὶ τῶν ἐγκαταλειφθέντων ταῖς διαστάσεσι τῶν ὀδόντων σιτίων καὶ μεινάντων δι ' ὅλης νυκτός : οὔτε
7409124 λινων
ἦν ἶσος ἀνέμοις . δολίων θ ' ἑρκέων : τῶν λίνων . ἕρκεα γὰρ τὰ λίνα , τὰ περιφράγματα .
ῥιπτουμένους ἐπιδραμόντες ἐσθίουσι , καὶ εἴ τινες διεκφύγοιεν ἄλλοι τῶν λίνων , ἐκδέχονται , καὶ μάλα ἑτοίμως , αὐτούς ,
7380058 αὐχενων
δ ' ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ λέπαδν ' ὑπ ' αὐχένων τίθησι . χἠ μὲν τῇδ ' ἐπυργοῦτο στολῇ ἐν
φαινομένη σκιά , τὰ τῶν φολίδων ἐπάρματα , τὰ τῶν αὐχένων κυρτώματα , ἡ λοφιὰ τῶν ἀκανθῶν , οἱ τῆς
7379182 νωτων
δελφῖνος φερόμενον , ὅπου δὲ καὶ ἐπ ' αὐτῶν τῶν νώτων τῆς θαλάττης , ὅπου δὲ καὶ ἐν ταῖς χερσὶ
πομπὴν ὑπηρετοῦσι Ῥωμαίοις , πύργους καὶ ἄνδρας φέρειν ἐπὶ τῶν νώτων ἐπαίδευεν , οἰόμενος οὕτως ἐκπλήξειν τούς τε Ἰλλυριούς ,
7298543 κροταφων
. εἰ δὲ ϲὺν τοῖϲ ἄνωθεν ἀγγείοιϲ καὶ ἐκ τῶν κροτάφων φέροιτο τὸ ῥεῦμα , μετὰ τὸ ἐμβαλεῖν τὴν εἰρημένην
ἔπειτα δύο σκέλη τὰ ἐμπρόσθια ἔμπροσθεν τῶν ὤτων διὰ τῶν κροτάφων ἀγαγεῖν ἐπὶ τὸ βρέγμα καὶ πρὸς ἄλληλα ἁμματίσαι ἅμματι
7262781 ὀπισθιων
τὸ ζῷον καθάπερ ὁ κύων , ἐπαίρων τὸ ἕτερον τῶν ὀπισθίων σκέλος οὐρεῖν καὶ ἀποπατεῖν πρός τι τῶν ἐξεχόντων τῆς
πλάσσει σφαιροειδὲς παραπλήσιον τῷ κόσμῳ σχῆμα , ὃ ἐκ τῶν ὀπισθίων μερῶν κυλίσας ἀπὸ ἀνατολῆς εἰς δύσιν , αὐτὸς πρὸς
7261656 ἀκανθων
ἐνεργάζονται χαλεπάς . καὶ τεθνεώτων δὲ πονηρὰ τὰ ἐκ τῶν ἀκανθῶν νύγματα ἀπαντᾷ , ὥς φασιν . Ἔστι δὲ ἐν
καὶ τρίβον ὀρθὴν εὐθεῖαν προλιπόντες ἀπήλθετε , καὶ δι ' ἀκανθῶν καὶ σκολόπων ἐπλανᾶσθε . βροτοὶ παύσασθε μάταιοι ῥεμβόμενοι σκοτίῃ
7214801 αἰδοιων
μέχρι τῶν αἰδοίων ἐπίσειον ἢ ἐφήβαιον . τῶν δ ' αἰδοίων τοῦ μὲν ἄρρενος τὸ μὲν ἐκκρεμὲς στῆμα , τὸ
ἢν ἐκ τόκου φλεγμήνωσιν αἱ ὑστέραι , στρύχνου χυλὸν ἐγχέαι αἰδοίων ἔσω , ἢ σελίνου , ἢ ῥάμνου , ἢ
7197178 πτερων
ὁ Τηρεύς . οὕτως ἐφύλαξε τὸ μῖσος καὶ μέχρι τῶν πτερῶν . ” Τότε μὲν οὖν οὕτως ἐξεφύγομεν τὴν ἐπιβουλήν
καὶ ὁ Ἀπολλώνιος ” πλὴν κριοῦ „ ἔφη „ καὶ πτερῶν κηροῦ ξυγκειμένων πάντα οἴου , θεὸν ἐπιγράφων τῇ πομπῇ
7125860 πτερυγων
Προμηθεῦ ] ὦ τὸν πτερυγωκῆ ] τὸν ταχὺν διὰ τῶν πτερύγων οἰωνὸν ] τὸν γῦπα ᾧ ἐπωχεῖτο γνώμῃ ] θελήματι
τὸ πᾶν δ ' ἄφαντος ἀμπετὴς ἀιδνὸς ὡς κόνις ἄτερθε πτερύγων ὀλοίμαν . ἄφρικτον δ ' οὐκέτ ' ἂν πέλοι
7102777 κερατων
δόνακα δέ τινα ὑπολύριον οἱ κωμικοὶ ὠνόμαζον ὡς πάλαι ἀντὶ κεράτων ὑποτιθέμενον ταῖς λύραις : ὅθεν καὶ Σοφοκλῆς εἴρηκεν ὑφῃρέθη
μένωσιν οἱ ἀσκοὶ οὗπερ οὖν καὶ κατέθεσαν αὐτοὺς οἱ τῶν κεράτων τῶνδε θηραταί , οἱ δὲ ἀπίασιν ἐπ ' ἄλλην
7083014 ὀφρυων
τοῦ ῥεύματος . . κροτάφων ἀπ ' αὐτῶν ] τῶν ὀφρύων τοῦ Καυκάσου . ἀστρογείτονας ] τὰς μέχρις ἀστέρων διηκούσας
, πάντα δίκην πυρὸς νεμομένους . προηγοῦνται δὲ τοῦ πάθους ὀφρύων τε καὶ τῶν κατὰ τὴν γένυν τριχῶν ἐκπτώσεις ,
7082046 γναθων
δὲ τῷ βουληθέντι τοὺς ὀδόντας ἐπ ' ἀλλήλων ἐρείσαντι τῶν γνάθων ἑκατέραν ἕλκειν ἐπὶ τἀναντία πρὸς τὰ τοῦ τραχήλου πλάγια
ποιεῖ : ἔπειτα δὲ ὅσον δεῖ ἀπέχειν τὸν χαλινὸν τῶν γνάθων . ὁ μὲν γὰρ ἄγαν πρὸς αὐταῖς τυλοῖ τὸ
7077212 δερματων
† διαφέρει . σισύρα μὲν γὰρ τὸ ἐκ τῶν τετριχωμένων δερμάτων ἀναποίητον στέγαστρον , † σίσυρμα † δὲ τὸ ἐκ
ἅπαξ εἰρημένων . κυνέη κυρίως ἡ περικεφαλαία ἡ ἐκ κυνείων δερμάτων , καταχρηστικῶς δὲ ἡ ἐξ ἄλλων . ὅταν οὖν
7061824 ταρσων
τῷ μητραδέλφῳ συστρατεύων δεσπότῃ , ὅλος σιδηρόφρακτος ἱπποτοξότης καὶ μέχρι ταρσῶν ἐσφυρηλατημένος , καὶ συγκαθῄρει τὰς πόλεις τῶν βαρβάρων :
, ἐφράσσατο κόσμον ἑκάστης καὶ πτέρνης μετόπισθε καὶ αὐτῶν ἴχνια ταρσῶν . χειρῶν μειδιόωντα δίκης προπάροιθεν ἑλοῦσα τοῖον Ἀλεξάνδρῳ μυθήσατο
7009684 ποδων
, ὃ ἡμεῖς ἡμίξεστον λέγομεν . λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν ποδῶν τοῦ πολύποδος καὶ τὸ ἰσχίον τοῦ μηροῦ . Πενία
: πατˈρὸς δὲ Θεσσαλοῖ ' ἐπ ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται , Πυθοῖ τ ' ἔχει σταδίου τιμὰν διαύλου
6989075 ἐριων
δὲ βίος ἔστ ' ἀλαζονείας δεόμενος . ἱμάτιον ἐφόρει μαλακὸν ἐρίων Σικελικῶν . τὸ δὲ προσκεφάλαιόν φησιν ἅμα σοὶ βούλομαι
πορφύραν , οὐκ ἐς ἀνθρώπων τροφήν , ἀλλ ' ἐς ἐρίων βαφήν , εἰ μέλλοι μένειν ἡ ἐκ τοῦ ζῴου
6975810 γενειων
ἡλικίαι , αἱ ἐκφύσεις ἐν χρόνοις , οἷον κεράτων , γενείων , μαζῶν αὐξήσεις , ἀκμαί , γενέσεις ἄλλων ,
, ἴουλος ἡ σγουρότης , καὶ ἴουλος ἡ ἐξάνθησις τῶν γενείων . τέτροφεν : ὑπάρχει , τρέφεται . ἄτη :
6971931 ὀστρακων
τριῶν δηλονότι ὄντων τῶν ὠῶν , τρῖβε αὐτὰ μετὰ τῶν ὀστράκων ἐν τῷ αὐτῷ ὄξει καὶ θεῖον ἄπυρον γο .
ὀρέξεις ἐπάγουσιν , ὡς μηδὲ πηλοῦ τε καὶ ἀνθράκων καὶ ὀστράκων φείδεσθαι τοὺς οὕτως ἀθλίως ἔχοντας . καὶ τοῦτο δῆλόν
6880713 αὐχενος
τὸ ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀντικρὺ δ ' ἁπαλοῖο δι ' αὐχένος ἤλυθ ' ἀκωκή . ἄρτι . ἄρτι : τοῦτο
καὶ μή τι παυσώμεσθα δρῶντες εὖ βροτούς δεινὸς κολαστὴς πέλεκυς αὐχένος τομεύς μικρὸν δὲ ποδὸς χαλάσαι μεγάλῃ κύματος ἀλκῇ στείχει
6879592 γενυων
αὐτοῦ τὸ σῶμα κατεπτέρωτο , αὐχμηραὶ δὲ ἐκ κεφαλῆς καὶ γενύων τρίχες ἐξηνέμωντο , πῦρ δὲ ἐδέρκετο τοῖς ὄμμασι .
ῥοπὴν ἐς σωτηρίην . Τράχηλος σκληρὸς καὶ ἐπώδυνος , καὶ γενύων σύνδεσις , καὶ φλεβῶν σφαγιτίδων παλμὸς ἰσχυρὸς , καὶ
6870837 κλαδων
καὶ ἔλαιον ἐνέγκοι ἂν κάλλιον ἡ ἐλαία , καλλιελαίου φυτοῦ κλάδων ἐμβληθέντων . δεῖ δὲ λαμβάνειν τοὺς κλῶνας ἀπὸ τῶν
δὲ οὕτως ὅτι καθάπερ πέταλα δένδρων ἐν αὐτῷ διαφαίνονται μετὰ κλάδων συνεχεστέρων . Ζώνας διαφανεῖς ἔχει ἐν ἑαυτῷ . Ἔχει
6861173 ἐβλυσεν
Χειμερίη ζοφόεσσα , καὶ ἐκ προχόου νιφετοῖο κρυμαλέον πέμπουσα πολυσταγὲς ἔβλυσεν ὕδωρ . καὶ δέμας ἀγκλίνασα ῥοητόκον ἴκμιος Ὥρη ,
κέρσε , μέλαν δέ οἱ αἷμα δι ' ἕλκεος οὐταμένοιο ἔβλυσεν ἐσσυμένως : ὃ δ ' ἄρα στενάχων ἀπόρουσεν εἰσοπίσω
6828543 στερνων
κατέκρυπτεν ὑπὸ τοῖς πέπλοις , καὶ μίαν ἐνέγκασα διὰ τῶν στέρνων πληγὴν ἕως τῆς καρδίας ὠθεῖ [ τὸ ξίφος .
τῇ χειρί . Τὸν γοῦν πρώτως ἐπιόντα βάλλει κατὰ τῶν στέρνων τῷ ὀϊστῷ καὶ εὐθὺς τοῦτον καταβάλλει τοῦ ἵππου .
6814415 πετρων
ἐστι τῆς αὐάνσεως , ἀλλὰ καὶ δίυγρος ἀπὸ τῆς τῶν πετρῶν ψύξεως . καὶ οἶνον Βίβλινον , ὃν ἀξιοῖ ,
τῶν φλυάρων καὶ μακρὸν ἀποτεινόντων λόγον . Ἀπὸ πέντε ἅλλεσθαι πετρῶν εἰς σκυτάλην : ἐπὶ τῶν δι ' ἃ πάσχουσιν
6813158 κεραμων
καὶ ὄρτυγες ὡς εἰς τοὺς θηρεύοντας ἐμπίπτειν καθίζοντας ἐπὶ τῶν κεράμων . φησὶ δὲ καὶ τὰς ἀγομένας θηλείας πέρδικας ἐπὶ
εἰς τὰ κεράμια οἶνον , οὐ μέχρι τοῦ χείλους τῶν κεράμων ἐμβάλλεσθαι , ἀλλ ' ἕως ὑποκάτω μικρὸν τοῦ τραχήλου
6799822 ἐχματα
τὸ ἤλεκτρον . ἐξ ἀμαρᾶν : Ὅμηρος : ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων . εἰσὶ δὲ ἀμάραι αἱ ὑδρορρόαι . Ἐλευσὶς
ἔχον πικρίαν , ἀπὸ τῆς πεύκης . ἔχῃ κατέχει . ἔχματα κωλύματα , ἀπὸ τοῦ ἐπέχειν : “ χερσὶ μάκελλαν
6768494 καλαμων
τά ] ταῦτα ὑποτέτροφε δέ , οἰκεῖ ἐν ταῖς τῶν καλάμων ῥίζαις : ἢ ἐτράφη ὑπὸ λίμνην οἰκείη δέ ,
λεπτολογίας ” . ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῆς σχίσεως τῶν καλάμων . ἰδίως γὰρ σκινδαλμοὺς καλοῦμεν τὰ τῶν καλάμων ξύσματα
6752151 γονατων
. λέγεται δὲ ὑπ ' ἐνίων ἐπιγονατίς , διότι μέχρι γονάτων διήκει . ἐγχυτρίστριαι : αἱ τὰς χοὰς τοῖς τετελευτηκόσιν
; μεμνήμεθ ' ἐς κίνδυνον ἐλθόντες μέγαν . ἥψω δὲ γονάτων τῶν ἐμῶν ταπεινὸς ὤν ; ὥστ ' ἐνθανεῖν γε
6749973 λαιμον
κρατεροῖο Πολίτου τυτθὸν ὑπὸ γναθμοῖο : πάγη δ ' ὑπὸ λαιμὸν ὀιστός : κάππεσε δ ' αἰγυπιῷ ἐναλίγκιος ὅν τ
τῷ ὄρει τρεφόμενον , καὶ ὄψει λαιμότομον , ἤγουν τὸν λαιμὸν τμηθεῖσαν , ἀπὸ τῶν ἐνταῦθα πεμπομένην πρὸς τὸ σκότος
6717771 κηκιεν
τὰ κύματα . ἀφρῷ : ἀντὶ τοῦ μετὰ ἀφροῦ . κήκιεν ἅλμη : ἀνεδίδοτο καὶ ἀνεπήδα ἑκατέρωθεν τῆς νεὼς ἡ
πορεύομαι , ἔκιον ἔκιε : πλεονασμῷ τοῦ κ καὶ ἐκτάσει κήκιεν καὶ : ἀνεκήκιεν . ἢ κίω , κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν
6713982 ὠεα
ἠρήμωσε καλιάς , αὕτως ὀρνίθων τε τόκον κτίλα τ ' ὤεα βρύκων . αὐτὰρ ὁ τοῦ καὶ ῥῆνα καὶ ἠνεμόεντα
ἀπ ' αἰθέρος ὀσφρήσαντο : καὶ κοίλης μύρμηκες ὀχῆς ἒξ ὤεα πάντα θᾶσσον ἀνηνέγκαντο : καὶ ἀθρόοι ὦφθεν ἴουλοι τείχε
6683957 ταμων
μὲν βαθείην τομὴν κατὰ τὸν νεφρόν : κἢν μὲν τύχῃς ταμὼν , παραχρῆμα ὑγιέα ποιήσεις : ἢν δὲ ἁμάρτῃς ,
ἥψασθε τραπέζης , ἦ τ ' ἂν ἀπὸ γλώσσας τε ταμὼν καὶ χεῖρε κεάσσας ἀμφοτέρας , οἴοισιν ἀποπροέηκα πόδεσσιν ,
6682414 ἱμαντων
σειραῖς . εἴρηται δὲ παρὰ τὴν εἴλησιν τῶν σχοινίων ἢ ἱμάντων . ἰλύσω ἰλύϊ περικαλύψω . ἱμάσθλην μάστιγα , ἀπὸ
“ στεναχούσης ” τῆς στοᾶς εἴρηκεν . τροπωτήρων : τῶν ἱμάντων τῶν συνδεόντων πρὸς τὸν πάτταλον , λέγω δὴ τὸν
6672963 χαμαδις
δῖαν ἠρέμα νευστάζουσι κάτω : μετέπειτα δὲ πάσας κῶμα βιησάμενον χαμάδις βάλεν ἄλλυδις ἄλλην . ὡς δ ' ὁπότ '
τὸ ποιητικὸν εὖ εἴρηται φύλλα τὰ μέν τ ' ἄνεμος χαμάδις χέει , ἄλλα δέ θ ' ὕλη τηλεθόωσα φύει
6667113 ὀρεων
Τοὶ δ ' ἑκάτερθε μάρναντ ' ἀκμήτοισιν ἐειδόμενοι σκοπέλοισιν ἠλιβάτων ὀρέων : μέγα δ ' ἔβραχον ἀμφοτέρωθε θεινόμεναι μελίῃσι τότ
οἱ μὲν κατὰ πίονα ἔργα λιπόντες φεῦγον Ἰθωμαίων ἐκ μεγάλων ὀρέων . ὥσπερ ὄνοι μεγάλοις ἄχθεσι τειρόμενοι , δεσποσύνοισι φέροντες
6664255 τριχων
τὰϲ ψυχικὰϲ ἀμέμπτουϲ ἔχῃ , μέϲοϲ δέ ἐϲτι καὶ ψιλοῦ τριχῶν καὶ δαϲέοϲ καὶ μέλανοϲ καὶ λευκοῦ τὴν χροιὰν καὶ
δὲ μεγάλας κόρυθας ἔχοντες . οἱ δὲ τοὺς ἐξ ἱππείων τριχῶν . βέλτιον δὲ τὸ πρῶτον . ἱπποκόμων τρυφαλειῶν τῶν
6656203 μυελον
ἂν ὠξ Ἐφύρας κτίσσε ποτ ' Ἀρχίας , νάσω Τρινακρίας μύελον , ἄνδρων δοκίμων πόλιν . νῦν μὰν οἶκον ἔχοις
μένει . τῷ δ ' ὀ πόθος καὶ τὸν ἔσω μύελον ἐσθίει ὀμμιμνασκομένῳ , πόλλα δ ' ὄραι νύκτος ἐνύπνια
6650334 νηδυν
σικύοιο : τοῦ ἀγριοσύκου τοῦ ἀγρίου σύκου νηδὺν δέ τὴν νηδὺν καίπερ βαρυνομένην ταῖς ἀνίαις καὶ τὰ ἑξῆς . *
ἢ ' πίκωμος ἢ μαζαγρέτας , Ἅιδου τραπεζεύς , ἀκρατέα νηδὺν ἔχων . ἐπεὶ δὲ τοσούτων λεχθέντων μηδὲν ἀποκρίνεται ,
6643940 πυκνα
: τὰ μὲν γὰρ δῆλον ὅτι μανὰ , τὰ δὲ πυκνὰ φυτευτέον . Φιλόσκια δὲ ὧν οἱ καρποὶ ξηροί τε
καὶ ἀνιχνεύων τὸ ποθούμενον : ἀγχοῦ δὲ τοῦ μηχανήματος γεγονὼς πυκνὰ περιδινεῖται τῷ λιμῷ τυραννούμενος . Καὶ τέλος ὑπερήλατό τε
6633568 νωτον
ποθέν . ἄνδρες πονηροὶ κοὐδὲν οἵδε σύμμαχοι . ὁτιὴ τὸ νῶτον τὴν ῥάχιν τ ' οἰκτίρομεν καὶ τοὺς ὀδόντας ἐκβαλεῖν
θέρμη λεπτή τις ἐνῆν αὐτῷ . Αὐδέλλῳ πληγέντι ἐς τὸν νῶτον , πνεῦμα πουλὺ κατὰ τὸ τρῶμα μετὰ ψόφου ἐχώρει
6630961 ἐγκεφαλοιο
δ ' ἀλεγεινὸν ἷξεν ἄχος , καὶ δριμὺ δι ' ἐγκεφάλοιο θεμέθλων ἐσσύμενον μήνιγγας ἄδην ἀμφήλυθεν ἄλγος , σὺν δ
, ὅτι καὶ ἐν ἀφαιρέσει ἐστὶ τὸ νέρθεν ὑπ ' ἐγκεφάλοιο . τροπικώτερον μέντοι ἡ λέξις τίθεται ἐπὶ παντὸς τοῦ
6628850 αἱμασσων
τε πατρός , ἁρπάσας μετάρσιον , ὄνυξι γαμφηλῇσί θ ' αἱμάσσων δέμας , ἔγχωρα τίφη καὶ πέδον χραίνῃ φόνῳ ,
καὶ ἀρτιχύτοιο φόνοιο θερμὸν ἔαρ λάπτουσιν : ὁ δ ' αἱμάσσων ὀδύνῃσι , βεβρυχὼς ὀλοῇσι περίπλεος ὠτειλῇσιν , ἄλλοτ '
6602843 ἀναυρων
ὅτ ' ἐς χορὸν ἐντύνοιτο ἢ ὅτε φαιδρύνοιτο χρόα προχοῇσιν ἀναύρων ἢ ὁπότ ' ἐκ λειμῶνος ἐύπνοα λείρι ' ἀμέργοι
τῶν ἐλεφάντων ἀποξύουσιν , ἄλλοι δὲ ἐπὶ ταῖς προόδοις τῶν ἀναύρων , ὅ ἐστι τῶν μὴ ἐχόντων ποταμῶν , αὔρας
6601785 ἰξυος
ἰχθύες . Πείσματι : σχοινίῳ . μηκεδανῷ : μακρῷ . ἰξύος : ὀσφύος . Ἀείρει : κρατεῖ , βαστάζει .
, ἐπιψαυε [ ! ] ! ! ! [ [ ἰξύος ] ἀκροτάτης ? ? ? , ἕπεται ? δέ
6584594 αὐχενα
Ἄρκτου , καὶ τοῦ Καρκίνου τὸ μέσον , καὶ τὸν αὐχένα τοῦ Ὕδρου , καὶ τῆς Ἀργοῦς τὸ μεταξὺ τῆς
Χρομίον τε . ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ πόρτιος ἠὲ βοὸς ξύλοχον κάτα βοσκομενάων , ὣς
6554741 ἐρρεε
ἐπηετανοί , πολὺ δ ' ὕδωρ καλὸν ὑπεκπρορέει ἀντὶ τοῦ ἔρρεε . καὶ ὁ μέλλων ἀντὶ τοῦ ἐνεστῶτος οἱ μὲν
' οὖδας ἐκ κεφαλῆς ἐκέχυντο , καὶ ἀμφοτέρων ἀπὸ μαζῶν ἔρρεε φοίνιον αἷμα ποτὶ χθόνα , δεῦε δὲ σῆμα .
6540981 ἱππειου
σπέρματα : μεστωθὲν δὲ χάδοι βάθος ὀξυβάφοιο . Ἔνθα καὶ ἱππείου προταμὼν σπερμεῖα σελίνου , δραχμάων δὲ δύω σμύρνης ἐχεπευκέος
ἀμφί τε δειρήν : τῷ ἴκελος Διὸς υἱὸς ἀφ ' ἱππείου θόρε δίφρου . ἦμος δὲ χλοερῷ κυανόπτερος ἠχέτα τέττιξ
6539901 ὁλκον
τὸ ἓν ἢ ἄλλο τι τῶν μαθημάτων , οὐκ ἂν ὁλκὸν εἴη ἐπὶ τὴν οὐσίαν , ὥσπερ ἐπὶ τοῦ δακτύλου
τῶν σοφιστικῶν λόγων διὰ τὸ ἀνεξέλεγκτον , ἀλλ ' ἔτι ὁλκὸν ἔχοντα δύναμιν ταῖς πιθανότησιν ἡμᾶς ἐπάγεται , [ καὶ
6530655 λαγονων
ποταμῶν ἄπειρα πηγαζούσης . ἐκρήγνυται γὰρ ἀπὸ τῶν κατὰ μέρη λαγόνων Ῥῆσός θ ' Ἑπτάπορός τε Κάρησός τε Ῥοδίος τε
δὲ καὶ σικύας κολλᾶν κατ ' ὀσφύος βουβώνων τε καὶ λαγόνων μετὰ πυρὸς πολλοῦ , καὶ προσκειμένας ἐᾶν ἐπὶ χρόνον
6525521 ἁλμης
ἀγρευτῆρσιν ὄλωνται . Ἄλλους δὲ ξεῖνός τε καὶ οὐκ ἐνδήμιος ἅλμης εἷλεν ἔρως , χερσαῖον ἐπ ' ἰχθύσιν οἶστρον ἐγείρων
δ ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας μαλακοὺς χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοί ποτε τοὖψον τοῦτο ποιοῦντι μήτε
6521925 καμπυλα
' ὀρόθυνεν : αὐτίκα δ ' ἀμφ ' ὤμοισιν ἐβάλλετο καμπύλα τόξα , ἕσσατο δ ' ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῖο λύκοιο
Κυθήρης . οὐ δ ' ἔχεν ἰοδόκον φαρέτρην , οὐ καμπύλα τόξα : ἀλλὰ τὰ μὲν δένδρεσσιν ὑπ ' εὐπετάλοισι
6518198 φολιδων
ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν θάλπουσι γενέθλην . μηδ ' ὅτε ῥικνῆεν φολίδων περὶ γῆρας ἀμέρσας ἂψ ἀναφοιτήσῃ νεαρῇ κεχαρημένος ἥβῃ ,
πρῶτα κυϊσκομένη χνοάει σκιάοντας ἰάμνους , τῆμος ὅτ ' ἀζαλέων φολίδων ἀπεδύσατο γῆρας μῶλυς ἐπιστείβων , ὅτε φωλεὸν εἴαρι φεύγων
6517904 πλοκαμων
ἐρεβίνθοις καὶ δίδου τρίτον καὶ εὐθέως λαλήσει . [ Αὐξητικὰ πλοκάμων καὶ πώγωνος , εἰ ἐπιῤῥέουσι . ] Τεῦτλον μετὰ
] τὰς δὲ νέας καὶ γηραιὰς ἄγεσθαι κεχειρωμένας ἀπὸ τῶν πλοκάμων ἱππηδὸν , ἤτοι δίκην ἵππων , τουτέστι μετὰ ἀνάγκης
6505822 ταυρων
δίκην ἰχθύος πλέουσαν . ταυροσφάγον ὡς φαγοῦσαν ἐκ τῶν Γηρυονείων ταύρων , λέαιναν δὲ εἶπε διὰ τὸ φονικόν . ταυροσφάγον
τῆς δεομένης ὀχεύεσθαι καὶ ἱδρῶτος μεταλαβὼν προσάψῃ τοῖς μυκτῆρσι τῶν ταύρων , παύει αὐτοὺς τῆς μάχης . ὅτι αἱ βόες
6497244 μαζων
δεμνον ὑπὲρ νώτοιο μ [ ] [ ] πολυθλιβέων ἀπὸ μαζῶν [ ] [ ] ον ὑπὸ σφυρὰ ! !
τί ῥέζεις , σατυρίσκε ; τί δ ' ἔνδοθεν ἅψαο μαζῶν ; μᾶλα τεὰ πράτιστα τάδε χνοάοντα διδάξω . ναρκῶ
6495482 ὑψου
κόμην ὑψοῦ ἔχουσι . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ ὑπέρφρονες , ὑψοῦ τὴν γνώμην αἴροντες . 〛 τοῦτο δὲ διὰ μέσου
τάχιον οἱ Κόλχοι σὺν Ἀψύρτῳ ἔπλευσαν . οἱ δ ' ὑψοῦ νήσοιο : οἱ περὶ τὸν Ἰάσονα ἄνωθεν τῆς νήσου
6494718 τροχων
κατὰ τοῦ πατρὸς νίκην . ὁ δὲ ταῖς χοινικίσι τῶν τροχῶν τοὺς ἥλους μὴ ἐμβαλὼν ἐποίησε τὸν Οἰνόμαον ἐν τῷ
τῶν ποταμῶν , πλῆμναι δὲ μετὰ τοῦ ν αἱ τῶν τροχῶν σύριγγες . διαπολιτεύεσθαι μὲν λέγουσι τοὺς ἐκ τῆς αὐτῆς
6488134 λευκων
ἐπιμελῶς ἐσκευασμένον προσφέρεσθαι ἐξ οἴνου κεκραμένου τῶν ἠρέμα στυφόντων καὶ λευκῶν . δίδου δὲ τούτοις καὶ τοῦ δι ' ἀλόης
δεῖ ποθεν ἐντεῦθεν λέγειν ἀρξάμενον . Τῶν τοίνυν λεπτοτάτων οὔρων λευκῶν πάνυ καὶ ἀνυποστάτων τελούντων ἤτοι ἀξιόλογός τις ἔμφραξις ἐπινοεῖται
6479478 πετρῃ
Ἁλιευτικῷ : ἢ σπάρον ἢ ὕκας ἀγεληίδας ἢ ἐπὶ φάγρον πέτρῃ ἀλωόμενον . Τίμαιος δ ' ἐν τῇ ιγʹ τῶν
τῇ λιθίνῃ ἴγδῃ . κεάσας ἤγουν τρίψας . * ῥωγάδι πέτρῃ : θυίᾳ ἠὲ σύγ ' : ἠρύγγου δὲ καὶ
6471188 στιβαροις
βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος . πρῶτον μὲν ξίφος ὀξὺ περὶ στιβαροῖς βάλετ ' ὤμοις , ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἐέσσατ '
ἤδη κατὰ πᾶσαν ἀνασταχύεσκον ἄρουραν γηγενέες : φρίξεν δὲ περὶ στιβαροῖς σακέεσσι δούρασι τ ' ἀμφιγύοις κορύθεσσί τε λαμπομένηισιν Ἄρηος
6448354 ἀντρων
, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον . τὸν γηγενῆ τε Κιλικίων οἰκήτορα ἄντρων ἰδὼν ᾤκτιρα , δάιον τέρας , ἑκατογκάρανον πρὸς βίαν
πολλὰ μενοινῶν ἢ κυσὶν ἢ ἀγρότῃς οἵ οἱ τέκνα δῃώσωνται ἄντρων ἐξερύσαντες , ὃ δ ' ἀμφὶ γένυσσι βεβρυχώς ,
6442954 τηλοσε
ἡ μοῖρα πεποίηκεν . τηλόθι : καὶ νῦν ἔδει εἰπεῖν τηλόσε . ἔκποθεν ἄτης : ἔκ τινος βλάβης . στυγεράς
νυ μήτηρ τῖλε κόμην , ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην τηλόσε : κώκυσεν δὲ μάλα μέγα παῖδ ' ἐσιδοῦσα .
6431417 τυψε
. Ὃς δὲ καὶ οὐτάμενός περ ἀταρβέι μάρνατο θυμῷ , τύψε δ ' ἄρ ' Αἰακίδαο βραχίονα δουρὶ κραταιῷ :
ὣς φάτο , τὸν δ ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν : αὐτίκα δ ' εἷλ ' Ἄτην κεφαλῆς
6427494 δρακοντων
πῶς φιλόσοφον ἐλέφας καὶ εἴδη ἰχθύων καὶ γεράνων ἀποδημίας καὶ δρακόντων φύσεις καὶ τὰ λοιπὰ ὅσα ἥδε ἡ συγγραφὴ πεπονημένως
φύσιν , τοῦ θεοῦ εἰς τοῦτο παραστήσαντος τὴν φύσιν τῶν δρακόντων . ἢ ἰῷ μελισσᾶν τῷ μέλιτι , διὰ τὴν
6426329 διφρου
καὶ συμπεπλεγμένος λόγος . γρώνη : τὸ κοῖλον τοῦ ἁρματείου δίφρου , εἰς ὃ τὰς μάστιγας οἱ ἡνίοχοι ἀπετίθεντο :
. Ὁ δὲ Ἰόλαος ὁ ἡνίοχος σὺν τούτῳ ἐπιβὰς τοῦ δίφρου ἡνιόχει τὸ ἅρμα . . . ΑΜΦΙ Δ '
6421097 θωρηκων
βρωθὲν ὠφελεῖ ὄρνιθος ] κατοικιδίας θωρήκων οὖν τῶν στηθιδίων σαρκῶν θωρήκων ] τῶν ἐντοσθίων σαρκῶν θωρήκων ] τῶν κατὰ τὸν
: ὄσσε δ ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων θωρήκων τε νεοσμήκτων σακέων τε φαεινῶν ἐρχομένων ἄμυδις : μάλα
6416693 ἑλκομενον
λαυκανίας , τῆς ἀρτηρίας , δι ' ἧς τὸ πνεῦμα ἑλκόμενον καταφέρεται . κουρὶξ δὲ κατὰ κόρρης , κατὰ κεφαλῆς
δ ' ἀσθενές , αὖθις ἀχθήσεται τῶν σκελῶν ἑκάτερον ὁμοτόνως ἑλκόμενον ἐπὶ τὸ πεπονθός . ὅταν δέ σοι ταῦτα κατὰ
6415040 ἡνια
ὅτι πᾶν ξύλον δρῦς καλεῖται : μέσαβα δὲ καὶ τὰ ἡνία τὰ μεταξὺ τῶν βοῶν προσδεδεμένα τῷ ἀρότρῳ ἢ τὸν
Τρωϊκὸν ἂμ πεδίον παπταίνετον εἰσορόωντι : ἦε τὸν ἡνίοχον φύγον ἡνία , οὐδὲ δυνάσθη εὖ σχεθέειν περὶ τέρμα καὶ οὐκ
6396253 ἰσχιων
κάτω τῇ ἕδρᾳ , τὰ δὲ πλάγια τοῖς σαρκώδεσιν τῶν ἰσχίων , τὸ δὲ ἄνω τῷ τραχήλῳ τῆς κύστεως :
, τὸ μεταξὺ τῶν μηρῶν καὶ τῆς κοτύλης καὶ τῶν ἰσχίων : μέμνηται δὲ τῆς κοχώνης καὶ ἐν Σκηνὰς Καταλαμβανούσαις
6386982 πετασσας
αὐτὴν δ ' ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων , ὑπὸ λῖτα πετάσσας , καλὸν δαιδάλεον : ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν
μελέσθω : ἱστὸν δὲ στήσας ἀνά θ ' ἱστία λευκὰ πετάσσας ἧσθαι : τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ βορέαο φέρῃσιν
6374546 χαιτην
κατὰ κοινοῦ , πόσιν δίδου , τουτέστι δαφνέλαιον δίδου πιεῖν χαίτην ] τρίχα ἢ πέπερι κνίδης τε : κνίδην λέγει
μοιράσῃ τοῖς πᾶσι . Ταῦτα οὖν αὐτοῦ ἀκηκοὼς ὁ ὄνος χαίτην ἔσεισε καὶ γελῶν ταῦτα ἔφη : Καλῶς εἴρηκας ,
6366733 αἰγων
. ” τὸν δ ' αὖτε προσέειπε Μελάνθιος , αἰπόλος αἰγῶν : “ οὔ πως ἔστ ' , Ἀγέλαε διοτρεφές
γὰρ λέγεται ἐπὶ τῶν προβάτων , μηκᾶσθαι δὲ ἐπὶ τῶν αἰγῶν διὰ τοῦ η , μυκᾶσθαι δὲ ἐπὶ βοῶν διὰ
6366665 ὀφρυος
τὸ διάστημα τὸ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τοῦ Σωκράτους μέχρι τῆς ὀφρύος τοῦ Χαιρεφῶντος , τὸν τόπον τῆς διαστάσεως . .
κατειληφὼς τὸ πρόσθιον : ἄρχεται δ ' ἀπὸ τῆς ὑψηλῆς ὀφρύος τοῦ τῆς ὠμοπλάτης αὐχένος , ἐντεῦθεν δὲ κατιὼν διὰ
6366286 ἀκροτατης
. σὺ δὲ οὐδ ' ἂν ἐκπλαγείης Δεινὸν ἀπ ' ἀκροτάτης κορυφῆς νεύοντα νοήσας οὐδὲ μορμολύττεταί σε ἀνὴρ σιδηροῦς φανταζόμενος
' ἐπὶ γῆρας ἐλέγχει οὐλόμενον , κεφαλῆς δ ' ἅπτεται ἀκροτάτης . Ἆ μάκαρ εὐδαίμων τε καὶ ὄλβιος , ὅστις
6355424 ἠριπε
δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς , διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν : ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων , ἀράβησε δὲ τεύχε '
δ ' ἀν ' ὀδόντας ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός : ἤριπε δ ' ἐν κονίῃ , ψυχρὸν δ ' ἕλε
6348573 χαμαζε
αὐτῶι τάδ ' ἄλλα Βάκχιος λυμαίνεται : δώματ ' ἔρρηξεν χαμᾶζε , συντεθράνωται δ ' ἅπαν πικροτάτους ἰδόντι δεσμοὺς τοὺς
? [ δ ' ἐκ σκληρῆς ] πέτρης ἔξαλτο [ χαμᾶζε ] δριμὺ βέλος . πικρὸν [ δ ' ἄχος
6346669 ὀχθων
καὶ φίλοι τῇ ἀναιδείᾳ : ὄχθοις ἱεροῖς : πρὸ τῶν ὄχθων τῶν περὶ τὴν πόλιν ἐν ᾗ . πόλει ,
μούνους : Ἀθηναίους γὰρ τραπομένους ἐς τὸ πεδίον ὑπὸ τῶν ὄχθων οὐ κατώρα . Πέρσας δὲ ὁρῶντες ὁρμημένους διώκειν τοὺς
6344203 ἀχυρων
ἐτέθη ὅπου ἕκαστα συνέφερεν ἀνυπόπτως : ἐν δ ' ἄγγεσιν ἀχύρων καὶ ἐρίων πέλται καὶ μικρὰ ἀσπίδια ἐν τοῖς ἐρίοις
ἀντλεῖν : ἐπὶ τῶν εἰς κενὸν πονούντων . Ἐκ πολλῶν ἀχύρων ὀλίγον καρπὸν συνήγαγον : ἐπὶ τῶν πολλὰ μὲν πονούντων
6342564 βοος
καὶ ἰδοὺ περισπᾶται καὶ διὰ καθαροῦ τοῦ ος κλίνεται , βοός γάρ : καὶ ἐπὶ ἄλλων δὲ εἰς ους τρέπουσι
τὸ ἐπισταδὸν ἀντὶ τοῦ ἐπιστατικῶς καὶ ἀμετακινήτως . φορβάδος ἀμφὶ βοός : ὑπὲρ νομάδος καὶ εὐτραφοῦς βοός . . .
6341056 σφυρα
τοῖοί τοι Μενέλαε μιάνθην αἵματι μηροὶ εὐφυέες κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρὰ κάλ ' ὑπένερθε . Ῥίγησεν δ ' ἄρ '
ἐν χειρὶ , καὶ ἐν κνήμῃ , τοῖσι παρὰ τὰ σφυρὰ , καὶ ἐν πήχεϊ , τοῖσι παρὰ τοὺς καρποὺς
6337808 ἡμιονων
πάσῃ , ὅση τε προβάτων , ὅση τε ἵππων καὶ ἡμιόνων . μηλείη δὲ κόπρος ἐστὶν ἡ τῶν προβάτων :
Ἐνέτης πόλεως Παφλαγόνων . Ὅμηρος : ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος . τούτους δὲ Καύκωνας ἐκάλουν πρὸ τῶν Τρωικῶν
6336517 συος
τὸ δὲ ἐκτίσαντο ἀντὶ τοῦ ᾤκησαν , ὡς τὸ ὀρεικτίτου συός παρὰ Πινδάρῳ [ . ] , ἀντὶ τοῦ ὀρειοίκου
εἷλεν ἔρημον τῶν ἐν ἡλικίᾳ τὴν πόλιν . ἔστι δὲ συός τε θήρα , περὶ οὗ σαφὲς οὐδὲν οἶδα εἰ
6336247 λυκων
γελῶν ταῦτα ἔφη : Καλῶς εἴρηκας , ὦ πρώταρχε τῶν λύκων : ἀλλὰ πῶς σὺ χθὲς ἣν ἐκράτησας ἄγραν κοίτῃ
γένυν . αἱ δ ' ἀγκάλαισι δορκάδ ' ἢ σκύμνους λύκων ἀγρίους ἔχουσαι λευκὸν ἐδίδοσαν γάλα , ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς
6333528 ὀστρακον
σμύρνα , χαλκῖτις , θεῖον , στυπτηρία σχιστή , σηπέας ὄστρακον , φλοιὸς λιβάνου , σκίλλα , ἀμμωνιακόν , ἰχὼρ
ἔκρυψε νέφεσιν , ἔνθεν εἰς ὄρος ῥίψας ἤραξεν αὐτῆς οὖλον ὄστρακον νώτων . ἡ δ ' εἶπεν ἐκψύχουσα “ σὺν
6331915 γαμψωνυχες
” ἀγκυλοχεῖλαι ἀγκύλα χείλη ἔχοντες : “ φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχεῖλαι . ” ἀγνώσασκε ἐξηγνόει : “ ἄλλοτε δ
τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες . ” Ἀπολλώνιος δὲ ὁ τοῦ Χάριδος ἀετοῦ γένος
6330330 χεας
θανασίμῳ * τύψει : πληγῇ * προσμάξας : προσάψας * χέας : χῦσον * σίδηρον : ἡ σίδηρος * φορβάδος
θηλυτέρης : πρωτοτόκου γυναικός : οὐ γὰρ ἵππου πάντως φησί χέας ] βαλών χέων ] μιγνύς , ἐμβάλλων νύμφαις ]
6321089 φολιδα
ἧς κατεσκεύαστο κατὰ μὲν τὴν κορυφὴν καμάρα χρυσῆ , ἔχουσα φολίδα λιθοκόλλητον , ἧς ἦν τὸ μὲν πλάτος ὀκτὼ πηχῶν
οἱ ἀρχαῖοι τὸ διάφραγμα . φιλεῖ : εἴωθεν . | φολίδα χαλκοῦ : τὴν λεπίδα . φαλακροῖσι : περιφερέσι .
6313230 λινου
ξανθίου τὸ σπέρμα τὸ ἐν τοῖς ἀκανθώδεσι σφαιρίοις εὑρισκόμενον παρεοικὸς λίνου σπέρματι , ἐλειῶν ἀσπαράγων ῥίζαι , ὕαλος κεκαυμένη λεία
ἐπὶ τῶν ἄκρων , ἃς ἡμεῖς πλαγίως νοοῦμεν τὰς τοῦ λίνου ἀδιεξοδεύτους ῥαφάς ἃς ἐποίησεν . * θερμὴν στέγην φησὶ
6308461 πτερα
ὑπ ' αὐτῶν λευκαίνεται τὸ ὕδωρ πληττόμενον πτίλα δὲ τὰ πτερὰ παρὰ τὸ ἐν τῷ πέτεσθαι ? τίλλειν καὶ κόπτειν
φωνήν . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος τὸ πρότερον . τανύπτερος τεταμένα πτερὰ ἔχων . τανυσσάμενος ἐκταθείς . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ
6305364 στερνον
φρενῶν , τὸ μὲν ἕτερον τῶν περάτων τῷ κατὰ τὸ στέρνον χόνδρῳ προσκείμενον ἐχουσῶν , τὸ δ ' ἕτερον ὀπίσω
μέλη δὲ σώματος ὁμοίως ἰσάριθμα : κεφαλή , τράχηλος , στέρνον , χεῖρες , κοιλία , ἦτρον , πόδες .
6304999 ἐλαιης
ἦν ῥῆμα , ὁ μὲν φυλίης ἦν , ὁ δὲ ἐλαίης . , . . . Ε . ὣς ὁ
δόλος , ὡς ἐδάησαν ἰχθυβόλοι : θαλλοὺς γὰρ ὁμοῦ δήσαντες ἐλαίης ὅττι μάλ ' εὐφυέας μόλιβον μέσον ἐγκατέθηκαν , ἐκ
6300627 ῥαθαμιγγες
περὶ δίφρον , ἃς ἄρ ' ἀφ ' ἱππείων ὁπλέων ῥαθάμιγγες ἔβαλλον αἵ τ ' ἀπ ' ἐπισσώτρων . ὃ
κε φέροι , νοτίη δὲ νότοιο : ἢ καί που ῥαθάμιγγες ἐπιτροχόως ' ὑετοῖο . Ἑσπερίοις καὶ μᾶλλον ἐπίτρεπε σήμασι
6299672 ῥοιων
. Πάντων δὲ κάλλιον γῆν προετοιμάζειν ἐψυγμένην ἀργιλλώδη , ἢ ῥοιῶν φύλλα ξηρὰ καὶ σεσησμένα : καὶ ὅταν ὁ σῖτος
τοπικοῖς χρῶ . Ἐπὶ τοίνυν τῶν πολύπων τῷ διὰ τῶν ῥοιῶν χρησόμεθα : πάνυ γὰρ ἄκρως ἐνεργεῖ . λαμβανέσθωσαν δ
6299043 χροος
βέλος ἐχεπευκὲς ἄμυνεν . ἣ δὲ τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροὸς ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν ὅθ ' ἡδέϊ
δηΐων ἀνδρῶν ἀλεωρήν : ὅς οἱ καὶ τότε παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκες ' ὄλεθρον . τοῦ δὲ Μέγης κόρυθος χαλκήρεος
6296626 ἀκρου
, καρπὸν δὲ παρόμοιον τῷ ἀνήθῳ πλὴν μείζω . ἐξ ἄκρου δὲ σχίζεται καὶ ἔχει τινὰς οὐ μεγάλους καυλούς :
τοῖς ἐπὶ τὸ τεῖχος ἀποβαίνουσιν . εἶτα ἀποστήσας ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ ἄνω ἐκ διαστήματος ὡς ὅσον ποδῶν Ϛʹ ἔστω
6293184 ὀδοντοφυουντων
ἐν τούτῳ ὅλη καὶ ἀνακηκίει , καὶ ὅπερ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται ὅταν ἄρτι φύωσιν ,
δ ' ἀνεκήκιεν ἱδρώς . κδʹ Καὶ ὅπερ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων Ὥσπερ , φησὶ , περὶ τὴν ἀρχὴν τῆς ἐκφύσεως

Back