εἴσεισιν , οὕτω μαθόντα κατὰ πίστιν , ὡς ἐπὶ χρῆμα μακαριστὸν εἴσεισιν , ἤδη αὐτὸν δοῦναι εἰς τὸ εἴσω καὶ | ||
τέλος δὲ κατέκανε : καὶ τὸν πρῶτον μέντοι βοηθήσαντα πολλοῖς μακαριστὸν ἐποίησεν . ἐπεὶ δὲ κατεπέμφθη ὑπὸ τοῦ πατρὸς σατράπης |
] τὸν ἀξιόχρεων . τὸν φερέγγυον ] τὸν ἀντάξιον . φερέγγυον ] ἱκανώτατον . θ φερέγγυον ] τὸν ἀσφαλῆ καὶ | ||
καὶ τὸ μὴ ἀμελεῖν μάθε . σθένος δὲ ποιεῖν εὖ φερέγγυον τὸ σόν . οὔτοι προδώσω : διὰ τέλους δέ |
. δόλος ] πανουργία . . ὀρθῶς ] ἀληθῶς . λιγαίνειν ] ἀλαλάζειν . . δύσφρονες ] κακογνώμονες . . | ||
. λιγαίνειν ] κλαίειν . λιγαίνειν ] ὀλολύζειν . θ λιγαίνειν ] ἀλαλάζειν . τροχαϊκὰ τὰ γʹ , τὸ δὲ |
] [ ] ν ὕπνον [ ] : [ ] φος ? ! [ ] ! ! ἀπὸ γλυκυ [ | ||
[ ] ς γὰρ τάδεσαμ ? [ [ ] ! φος μακα ! ! ! ! [ [ πάροιθεν ] |
εὐφήμους τελετὰς ὁσίας νεομύστοις εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς . Κικλήσκω κούρην Καδμηίδα παμβασίλειαν , εὐειδῆ Σεμέλην , ἐρατοπλόκαμον , | ||
πρὸς σὸν χῶρον , ἄνασσα , καὶ εὐδύνατον Πλούτωνα . Κικλήσκω Διόνυσον ἐρίβρομον , εὐαστῆρα , πρωτόγονον , διφυῆ , |
. τεθοώμενος : καιόμενος , καὶ διεγειρόμενος , ὀξυνόμενος , ὡρμημένος , καιόμενος , πυρούμενος , σκοτιζόμενος τῇ τοῦ ἔρωτος | ||
Θεόπομπος α Φιλιππικῶν * * καὶ γ : ἔτι συνεπολέμησεν ὡρμημένος ἐκ Χαλκῶν τῆς Λαρισσαίας . . . : περὶ |
ἔλαφον θήλειαν ἄξονθ ' , ἅν ποτε Ταϋγέτα ἀντιθεῖς ' Ὀρθωσίας ἔγˈραψεν ἱεράν . τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα | ||
φησί . ἐγένοντο δ ' αὗται πρὸς τῷ βωμῷ τῆς Ὀρθωσίας Ἀρτέμιδος , τῆς τὴν πολιτείαν ἀνορθούσης . παρειστήκει γὰρ |
ἐλπίδες ἢ ὁ τῶν ἀμαθῶν πλοῦτος . , Δου . ὁμοφροσύνη φιλίην ποιεῖ . . , Δημοκρίτου . ἀνθρώποις ἁρμόδιον | ||
. καὶ ἐνταῦθα οὖν ἔσται ἡ πρὸς ἀλλήλους συμπεριφορὰ καὶ ὁμοφροσύνη καὶ λυγρῶν ἀρετή ἐστιν , ἐν ἴσῳ τῷ καὶ |
τε φίλην † ὑπὸ σειραίοις ποσὶν † ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ ' Ἡρακλέους . δύστηνος ἐγώ , δακρύων ὡς | ||
μᾶλλον δὲ μέρος τοῦ ἔπους οὔτε σχέτλιον καλεῖν ἀνεχόμενος οὔτε γεραιὸν προσειπεῖν καρτερῶν ὅνπερ εὐχόμην νέον ἰδεῖν . Ἥκει δὴ |
. . . κεῖται , γυναικὸς τῆσδε λυμαντήριος , Χρυσηίδων μείλιγμα τῶν ὑπ ' Ἰλίῳ : ἥ τ ' αἰχμάλωτος | ||
καὶ οἱ Ἀλεξανδρεῖς : καὶ μορέης , ἣ παισὶ πέλει μείλιγμα νέοισι , πρῶτον ἀπαγγέλλουσα βροτοῖς ἡδεῖαν ὀπώρην . Φαινίας |
ἀτρεκέως Φαέθοντος ἐράσσατο , τίκτε σε μήτηρ . τούνομά σευ καλέω παναοίδιμον Ἀφρογενείην : ῥηιδίως Παφίης πολυήρατος [ ] ἔπλεο | ||
, ἐλθεῖν εὐάντητον ἐπ ' εὐιέρωι σέο μύστηι . Θεσμοφόρον καλέω ναρθηκοφόρον Διόνυσον , σπέρμα πολύμνηστον , πολυώνυμον Εὐβουλῆα , |
. καλείσθω δὲ κυβερνήτης . . . καὶ κατ ' Ἀτα ὁ ποδοχῶν ἢ μᾶλλον κατ ' ἐμὲ ὁ ποδηγῶν | ||
τοῦ ἔντιμον . οὕτως Ἀ . . μεθέορτοι ἡμέραι κατὰ Ἀτα . καλείσθω δὲ κυβερνήτης . . . καὶ κατ |
. εἰ δ ' ἀνδρὸς γενέθλην ἠδ ' αὖ κείνοιο συνεύνου σκεψάμενος κατίδοις ἄμφω ζώοιν ἔνι Μήνην , αἰὲν ὁμοφροσύνῃσιν | ||
συζύγων . εἰκὸς γὰρ ἦν τοῦτον ἀεὶ θρηνεῖν ἔρημον τῆς συνεύνου τὴν ἑστίαν καὶ τὴν κλίνην ὁρῶντα . τὰ μὲν |
τῆς ἀγγελίας καὶ τῇ τότε ἀγγελίᾳ βεβαιούμενα καὶ ὡς θεοῦ πέμ - ποντος ἤρχοντο καθαρὰν αἵματος αὐτῷ τὴν νίκην ἐπηγγελμένου | ||
, ῥήτωρ . Συριανοῦ . Ὅπερ ἐπὶ τῆς τῶν προσώπων πέμ - πτης τάξεως ὡς ἀσθενὲς παρητήσατο σμικρὸν ἢ οὐδὲν |
ἀποπλεῦσαι εἰς Ἀσίαν καὶ τὴν ἐγγὺς τῆς Καρίας νῆσον ἔρημον κατοικήσαντα ἀπὸ τῆς γυναικὸς Σύμην αὐτὴν προσαγορεῦσαι . Εὐάνθης δὲ | ||
. Ἀριστοτέλης δὲ ἐν τῇ Δηλίων πολιτείᾳ φησὶν ἐν Δήλῳ κατοικήσαντα μετὰ τῶν Νηρηίδων τοῖς θέλουσι μαντεύεσθαι . Πόσσις δ |
καὶ ἐνέδρας σημαίνουσιν . [ τὸ δ ' αὐτὸ ποιεῖν γελωτοποιεῖν μιμολογεῖν ὑποκρίνεσθαι καὶ ἐξαπατῆσαί τινας σημαίνει . ] ᾄσματα | ||
ὡς ἀμυδρὸν βλέπειν : ἀποκαθῆσθαι δὲ ἐν τοῖς κουρείοις καὶ γελωτοποιεῖν . . . : περὶ δὲ τὴν Μολοσσίδα οἱ |
. φευγέμεν ἐκ μεγάροιο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν * ποδοψοφίην ἀίουσα βρισίθ : γένεσις . ἐλσιμόθ : ἔξοδος . ὀδοικρά | ||
ἀυτήν σμερδαλέην ἐσιδών , μέγα νήπιος : ἡ δ ' ἀίουσα , τὸν μὲν ἄρ ' ἁρπάγδην χαμάδις βάλε κεκληγῶτα |
τε καὶ περιχορεύουσιν αὐτήν : εἶτα ἐμπηδήσαντες κατεκυβίστησαν καὶ κατωρχήσαντο κέρτομόν τινα καὶ πιθήκοις πρέπουσαν ὀρχηστικήν , καὶ ποικίλως ἐνυβρίσαντες | ||
ἐγκρατῶς . ἀθρόοι οὖν γενόμενοι οἱ πίθηκοι περιχορεύουσι καὶ κυβιστῶσι κέρτομόν τι καὶ ὀρχηστικόν . ἡ δὲ ὑπομένει , καὶ |
τὸ ἀληθὲς ὥσπερ ὕδατος ῥοὰς εἰς τὸν φίλον ἄγων ἄνδρα αἰνέσω , ὡς ὕδωρ ὀχετηγός . ὡς γὰρ ἐκεῖνος ἀμφυτὰ | ||
ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω : ποτίφορος δ ' ἀγαθοῖσι μισθὸς οὗτος . ἐὼν |
καὶ παλίσσυτος ποσὶν ἔβαινεν εἱρκτῆς ἐντός , ἐν δὲ καρδίᾳ Σειρῆνος ἐστέναξε λοίσθιον μέλος , Κλάρου Μιμαλλὼν ἢ Μελαγκραίρας κόπις | ||
ἡδὺ καὶ ἁπαλόν : εἶπεν ἄν τις λαλούσης αὐτῆς ἀκούειν Σειρῆνος . πολυπραγμοσύνης δὲ ἁπάσης γυναικείας καὶ περιεργίας ἀπήλλακτο . |
νέφος ἐστεφάνωται . Ὧν πέρι μῦθον ἅπαντ ' ἔκλυες , Μουσαῖε δαΐφρον , ὥς ποτε Φερσεφόνην τέρεν ' ἄνθεα χερσὶ | ||
, Ἀμπρακίου κόλποιο διαπρήσσουσα κέλευθα : Ἔνθα τί τοι , Μουσαῖε θεηγενὲς , ἐξαγορεύσω ὅσσα πάθον Μινύαισιν ὁμοῦ ποτὶ Σύρτιν |
τοξεύειν : ὃς μέν κε βάλῃ τρήρωνα πέλειαν , πάντας ἀειράμενος πελέκεας οἶκον δὲ φερέσθω : ὃς δέ κε μηρίνθοιο | ||
νόον , ἤ μ ' ἀποειπών ἔχθαιρ ' ἐμφανέως νεῖκος ἀειράμενος . οὕτω χρὴ τόν γ ' ἐσθλὸν ἐπιστρέψαντα νόημα |
. ἔχει δ ' οὕτως τὸ ἐπίγραμμα : τίς τόδε σέλμα πελώριον ἐπὶ χθονὸς εἵσατο ; ποῖος κοίρανος ἀκαμάτοις πείσμασιν | ||
, καθέδραις . θ σέλματα δὲ κυρίως ἐπὶ νηῶν . σέλμα κυρίως τὸ ἑδώλιον τῆς νεώς : ἐνταῦθα δὲ τὸν |
τὸν αὐτὸν τρόπον [ ἂν ] τοῖς αὐτοῖς εἴ τις γεραίρει τὸν πεποιηκότα τοῖς γεγονόσιν , ἴστω πάντων ἀβουλότατος ὢν | ||
! ! ! ! ] α ? μήδεται ? ἠδὲ γεραίρει ! ! ! ! ! ! ! ! ! |
μὲν Σύβαριν , ἔχειν δὲ τὰ βασίλεια τῶν Κόλχων . προσελθοῦσαν δὲ ταῖς πύλαις κεκλειμέναις νυκτὸς τῆι Ταυρικῆι διαλέκτωι προσφωνῆσαι | ||
ταῖς εἰς τὸν ἀλλότριον αὐταῖς τόπον κατελθούσαις διὰ τοῦ Προμηθέως προσελθοῦσαν . Τὸ δὲ ΑΥΘΙΣ δηλοῖ , τὸ μετὰ τὴν |
ηʹ , τῷ ιβʹ , ἔσται τὸ σύμπτωμα λαθραῖον καὶ κρύφιον καὶ πᾶσιν ἀδιάγνωστον . εἰ δὲ ἀποκεκλικὼς μὲν ᾖ | ||
τότε διὰ μελέων ὀξὺ βέλος πέπηγε μύσταις , ἀφανές , κρύφιον , δεδυκὸς ὑπὸ μυχοῖσι γυίων , πόδα , γόνυ |
ἡγήσατο τῆς ἐπὶ κρήνην ὁδοῦ Ὑψιπύλη , νήπιον παῖδα ὄντα Ὀφέλτην ἀπολιποῦσα , ὃν ἔτρεφεν Εὐρυδίκης ὄντα καὶ Λυκούργου . | ||
γούνατ ' ἀμπέχουσα ] μηκύνεις μακράν [ , κτανοῦς ' Ὀφέλτην ] , τῶν ἐμῶν ὄσσων [ χαράν ; ! |
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν ' εὐρυβίαν , ὃν πρόγονον , καὶ τοξοφόρον Δάλου θεοδˈμάτας σκοπόν , αἰτέων λαοτˈρόφον τιμάν τιν ' ἑᾷ | ||
[ ] ! φόρμιγγι ? ? [ Φοίβωι ] : Δάλου ? [ ] ε μεσόχθονος ? ? [ [ |
εἶναι κακὸν αὐτό . ἀναγηρύονται δὲ ἐπὶ τῇ τελευτῇ οἷον ἐπικήδειόν τι μέλος . ὁ δὲ ἀετὸς ἀδίκων ἄρχων πρὸς | ||
τῇ καταστροφῇ τοῦ βίου τοῦ σφετέρου ᾄδειν καὶ ἀνακρούεσθαι οἷον ἐπικήδειόν τι ἑαυτῷ μέλος . τοιοῦτόν τινα καὶ τὸν Βελλεροφόντην |
διεγείρει . ἐποτρύνει ] παρακινεῖ . ἐποτρύνει ] ἐπεγείρει . πικρόκαρπον ] οὗ πικρὸς καρπὸς ἤτοι τέλος : θάνατος γάρ | ||
γένος . ὠμοδακής ς ' ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ - νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖν αἵματος οὐ θεμιστοῦ . φίλου γὰρ ἐχθρά |
ἂν τὴν διπλοΐδα , ἣν Ὅμηρός φησι δίπλακα μαρμαρέην . κατέβα τοι : ἀντὶ τοῦ : διὰ πόσου σοι ἀπὸ | ||
ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις . ἐς δ ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος , λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων . καί |
. ταῦτα δὲ λέγει διὰ τὸν Ἰάσονα : τὰν ἐμὰν ὑμνεῦσαι ἀπιστοσύναν : ὅτι ἐπὶ κακοῦ τὸ ὑμνεῦσαι . Μοῦσαι | ||
πέτρην ; τύνη , Μουσάων ἀρχώμεθα , ταὶ Διὶ πατρὶ ὑμνεῦσαι τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς Ὀλύμπου , εἴρουσαι τά τ |
ἀνθιστάμενος τοιαῦτα ὑφίσταται . εἴκασμα ] τὸ ὁμοίωμα . Ξ δαροβίοισι : ἤγουν ἐχθρὸν καὶ μισητὸν εἴκασμα καὶ εἴδωλον τοῖς | ||
πολὺ ζῶσι , τοῖς ἀθανάτοις . δαροβίοισι ] πολυχρονίοις . δαροβίοισι ] τοῖς ἀθανάτοις . Ξ δαροβίοισι ] ἀιδίοις . |
τὸ μέλος , ὃ νῦν εἰς αὐτὸν γέγραπται : ὅπερ λυτήριόν ἐστι τῶν δαπανῶν , ὧν εἰς τοὺς ἀγῶνας ἠνάλωσεν | ||
τὸ μέλος , ὃ νῦν εἰς αὐτὸν γέγραπται : ὅπερ λυτήριόν ἐστι τῶν δαπανῶν , ὧν εἰς τοὺς ἀγῶνας ἠνάλωσεν |
ἐκεῖς ' ἄγε με , Βρόμιε Βρόμιε , πρόβακχ ' εὔιε δαῖμον . ἐκεῖ Χάριτες , ἐκεῖ δὲ Πόθος , | ||
πολυώνυμε , λύσιε δαῖμον , κρυψίγονον μακάρων ἱερὸν θάλος , εὔιε Βάκχε , εὐτραφές , εὔκαρπε , πολυγηθέα καρπὸν ἀέξων |
ἵν ' ἀγγείλειε τοκεῦσι , πατρὶ φίλῳ καὶ μητρί : κιχήσατο δ ' ἔνδον ἐόντας . ἡ μὲν ἐπ ' | ||
ἐρεισθείς . ἣ δ ' ἄρα τὸν μὲν ἔλειπε , κιχήσατο δ ' Ἕκτορα δῖον Δηϊφόβῳ ἐϊκυῖα δέμας καὶ ἀτειρέα |
. . : θῶπτε ] Θώπευε . : τρόχιν ] Ἄγγελον , ἀπὸ τοῦ τρέχειν . * : τρόχιν ] | ||
Ἄγγελον , ἀπὸ τοῦ τρέχειν . * : τρόχιν ] Ἄγγελον , ἀπὸ τοῦ τρέχειν . δηλοῖ δὲ τὸν σπουδαῖον |
γάρ πω μανθάνομεν , ὦ ξένε , ὅτι τὰ νῦν φράζεις . Καὶ μάλα γε , ὦ Μέγιλλε , εἰκότως | ||
ἐν τούτοις αὐτοῖς . Ἐν τίσι καὶ ποίου πέρι βίου φράζεις ; Ἐν τῷ πληροῦσθαι καὶ κενοῦσθαι καὶ πᾶσιν ὅσα |
φρικώεντος ἐξ ἀδύτου μελλόντων θέμιν εὐσεβῆ χρησμοῖς εὐφθόγγου τε λύρας αὐδαῖς , ὢ ἰὲ Παιάν . Ἁγνισθεὶς ἐνὶ Τέμπεσιν βουλαῖς | ||
φρικώεντος ἐξ ἀδύτου μελλόντων θέμιν εὐσεβῆ χρησμοῖς εὐφθόγγου τε λύρας αὐδαῖς , ὢ ἰὲ Παιάν . Ἁγνισθεὶς ἐνὶ Τέμπεσιν βουλαῖς |
, ἐμὸς πατήρ . ὦ φωσφόρ ' Ἑκάτη , πέμπε φάσματ ' εὐμενῆ . οὐ νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας μ ' | ||
. θεοῦ ] τινός . πότερα ] ποῖόν ἐστι . φάσματ ' ] ἤγουν ὀνείροις κατεπείσθης . σέβεις ] τιμᾶις |
τε Μέγητα Θόαντά τε Μηριόνην τε καὶ Κρειοντιάδην Λυκομήδεα καὶ Μελάνιππον : βὰν δ ' ἴμεν ἐς κλισίην Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο | ||
ἔτι δὲ ζῶντος τοῦ Τυδέος Ἀμφιάραος ὁ μάντις ἀνῃρηκὼς τὸν Μελάνιππον ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ τῷ Τυδεῖ καὶ ὃς και |
δὲ τῶν ὁμοδούλων τὴν ὥραν : ἐκποδὼν δὲ τὸν ἄνδρα βουλευσαμένη ποιήσασθαι : μόλις ταύτην ἐξεύρηκε μηχανήν : ἐξαπατᾷ γὰρ | ||
ἀμφοῖν ἐγγύθεν ἡ προτέρα κρίσις , ἐσκόπει τε ὅ τι βουλευσαμένη πρῶτον ἀντεκπλήξει τὸν βάρβαρον : καὶ παρῆλθέ γε αὐτὸν |
πολλὰ δ ' ἀθρῆσαι : τοίαν φρίκην παρέχεις μοι . Αἰαῖ , αἰαῖ , δύστανος ἐγώ , ποῖ γᾶς φέρομαι | ||
ξένοι , μείνατε , πρὸς θεῶν . Τί θροεῖς ; Αἰαῖ αἰαῖ , δαίμων δαίμων : ἀπόλωλ ' ὁ τάλας |
κυρίου σέθεν . οἵδ ' , ὦ γεραιέ , σὺν τέκνωι θανουμένην ἄγουσί μ ' οὕτως ὡς ὁρᾶις . τί | ||
καὶ τάφου μεταίτιον , κοινὸν τόδ ' ἔργον προστιθεὶς ἐμῶι τέκνωι πόλει τ ' Ἀθηνῶν . τυγχάνω δ ' ὑπὲρ |
τὴν ψυχὴν εἶναι ἐράσμιον : τί τὸ ἐπὶ πάσαις ἀρεταῖς διαπρέπον οἷον φῶς ; Βούλει δὴ καὶ τὰ ἐναντία λαβών | ||
. ἔθετ ' ] ἐποιήσατε . ἄελπτον ] ἀνέλπιστον . διαπρέπον ] μέγα . δέδορκεν ] ἐθεάσατο . ἄτα ] |
ἐν χθονὶ μοῖραν ἕλοντο , ὄφρα τις ἢ μερόπων ἱερὸν τρόχιν Ἐννοσιγαίου κείμενον αἰδέσσαιτο χυτῇ τ ' ἐπὶ θινὶ καλύψαι | ||
ἄρξει θεοῖς . ἀλλ ' εἰσορῶ γὰρ τόνδε τὸν Διὸς τρόχιν , τὸν τοῦ τυράννου τοῦ νέου διάκονον : πάντως |
τῆς σῆς “ , ἔφη , ” δεξιᾶς ἐς πολεμίους ὠνάμην , ὀνήσομαι δὲ μέγιστον , εἰ νῦν με κατεργάσαιο | ||
. . ἀπώνατο : ἀπὸ τοῦ ὀνῶ ὀνήσω ὤνησα ὠνησάμην ὠνάμην ὤνου ὤνατο καὶ ἀπώνατο . ἢ ὄνημι συζυγίας δευτέρας |
' ἔτλη κακά . βρέφος γὰρ ἦν τότ ' ἐν Κλυταιμήστρας χεροῖν ὅτ ' ἐξέλειπον μέλαθρον ἐς Τροίαν ἰών , | ||
γ ' ἔθρεψεν Ἑρμιόνην μήτηρ ἐμή . αὕτη βέβηκε πρὸς Κλυταιμήστρας τάφον . . . τί χρῆμα δράσους ' ; |
] πρὸς τὴν ὑποληφθεῖσαν αὐτῷ φαντασίαν τοῦτο λέγει . . δύσποτμον ] δυστυχῆ . τὸ δύσποτμον οὐ πρὸς τὸν δεσμώτην | ||
γε δόλος ἔσχ ' ὑπὸ χειρὸς ἐμᾶς : στυγερὰν ἔχε δύσποτμον ἀρὰν ἐπ ' ἄλλοις : καὶ γὰρ ἐμοὶ τοῦτο |
ἤγουν τὴν Καμαρίναν , εὐανορίαις , ἤτοι εὐδοξίαις ἀνδραγαθημάτων , κλυταῖς , τουτέστιν ἐπὶ πολὺ διηκούσαις τῇ φήμῃ . ὦ | ||
καλῶν ἔμπειρον καὶ κατὰ ἰσχὺν ἐπικρατέστερον , κοσμήσειν στροφαῖς ὕμνων κλυταῖς , τουτέστι μετεώρῳ φωνῇ ᾀδομέναις καὶ ἐξακουομέναις . ὁ |
. βαθεῖαν : τὴν συνετήν . ὑπέχων : ὑποτιθείς . ἀγροτέραν : ἀγρευτικὴν τῶν ἡδέων , θηρευτικωτέραν πρὸς τὸ πορίζειν | ||
ἀπὸ τῶν ἐν βάθει ὑδάτων . τὴν ἅπαντα ἀγρεύουσαν . ἀγροτέραν : ἀντὶ τοῦ εὐαγροτέραν , καὶ θηρευτικὴν εἰς τὸ |
Κόσμου , ὄφρα βίου σταθεροῖο φύσιν καὶ ἄνακτα γεραίρων στέμματι φαιδρότερον πλοκάμους στέψειε καρήνου , Κόσμον ἐπολβίζων κοσμούμενον ἔμφρονι κόσμωι | ||
σὸν τοίνυν ἂν εἴη τοὐμὸν ζηλῶσαι τάχος καὶ ποιῆσαι Μάλχῳ φαιδρότερον τὸν βίον . Ἧκον οἱ παῖδες , εἰ μέν |
τοῦ Ἀρτεμισίου Ἀθηναίων δεηθέντων ἐς Σαλαμῖνα κατίσχει τὰς νέας . Τῶνδε δὲ εἵνεκα προσεδεήθησαν αὐτῶν σχεῖν πρὸς Σαλαμῖνα Ἀθηναῖοι , | ||
κατεῖχόν τε μέχρι Μουνιχίης πάντα τὸν πορθμὸν τῇσι νηυσί . Τῶνδε δὲ εἵνεκα ἀνῆγον τὰς νέας , ἵνα δὴ τοῖσι |
ἀναγκαῖα λέγειν διανοῇ , γυμνάσια καὶ διαπονήσεις τῶν σωμάτων . Μέμνημαι γάρ , ὦ γενναῖε , τῶν ἀπ ' ἀρχῆς | ||
εἰς ἓν ἔθνος ἀποβλέποντες ἐν αὐτῇ τοῦτο εὔδαιμον πλάττοιμεν ; Μέμνημαι , ἔφη . Τί οὖν ; νῦν ἡμῖν ὁ |
ἐλπίδας εἶχε κρατήσειν τῶν βαρβάρων : τὴν μὲν γὰρ Πυθίαν ἀνίκητον αὐτὸν ὠνομακέναι , τὸν δ ' Ἄμμωνα συγκεχωρηκέναι τὴν | ||
χειμῶνα πλεῖστον ? ? ? ? [ καὶ ἴσως ] ἀνίκητον . ἔδοξεν οὖν πλεῖν : ἀσπασάμενοι [ ] τοίνυν |
γένος ἔφθιτο , οὐδὲ θέμιστας οὐκέτι γινώσκους ' οὐδὲ μὲν εὐσεβίας . ἀλλ ' ὄφρα τις ζώει καὶ ὁρᾶι φῶς | ||
' ἄκρας ὀλέσας βίοτον , μόχθους δ ' ἄλλως τῆς εὐσεβίας εἰς ἀνθρώπους ἐπόνησα . αἰαῖ αἰαῖ : καὶ νῦν |
ἢ τὸν πλαστὸν καὶ φένακα τῦφον ἀντὶ τῆς ἀπλάστου καὶ ἀψευδοῦς ἀτυφίας ἐπαινεῖσθαί τε καὶ θαυμάζεσθαι ; παγκάλως δὲ προσδιέσταλται | ||
πολυχρηματίαν ἢ ὅσα ὁμοιότροπα , νομίσαντα εἶναι ἀγαθά , τῆς ἀψευδοῦς τῶν ἀγαθῶν μερίδος οὐδενὶ φαύλῳ συνταττομένης : ἀκοινώνητον γὰρ |
ἀνάπαλιν τοῦ κ , ἔνθα κτλ . . . Ἥρη ἀπτοεπές , ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες : ἡ διπλῆ , | ||
ἀπὸ τοῦ ὄπτω , τὸ βλέπω . . . . ἀπτοεπές : τινὲς δασύνουσιν , ἵν ' ᾖ ἡ ἁπτομένη |
ἔχει τὰ τοιαῦτα , ὃν καὶ ἀνηρείψαντο θεοὶ Διὶ οἰνοχοεύειν κάλλεος εἵνεκα οἷο : ἔστι γὰρ ἕνεκα τοῦ αὐτοῦ κάλλους | ||
γένετο θνητῶν ἀνθρώπων : τὸν καὶ ἀνηρείψαντο θεοὶ Διὶ οἰνοχοεύειν κάλλεος εἵνεκα οἷο , ἵν ' ἀθανάτοισι μετείη . ἡ |
τὸν φασὶ Διὸς ῥυτῆρα γενέσθαι , Ζηνὸς μὲν ῥυτῆρα , Τυφαόνιον δ ' ὀλετῆρα . κεῖνος γὰρ δείπνοισιν ἐπ ' | ||
. Τυφαόνιον : τοῦ Τυφῶνος . ὀλετῆρα : φθορέα . Τυφαόνιον δ ' ὀλετῆρα : φύλακα τοῦ Τυφῶνος τοῦ κατοικοῦντος |
τοῦ Ἀχέροντος δίνη . τὸν Μοίσαις φίλον : καθὸ πρῶτος εὕρατο βουκολικά . τὸν οὐ Νύμφαισιν ἀπεχθῆ : ἐπεὶ μία | ||
τὴν ἰατρικήν . Οὗτος καὶ τὴν διὰ ξεστῶν λίθων οἰκοδομὴν εὕρατο , ἀλλὰ καὶ γραφῆς ἐπεμελήθη . Οἱ δὲ λοιποὶ |
πρῶτος ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πηκτίδος . πηκτὶς δὲ καὶ μάγαδις ταὐτόν , καθά φησιν ὁ Ἀριστόξενος | ||
ὁ παρῳδός φησι , βάρβιτος δὲ τρίχορδος κατὰ Ἀναξίλαν , πηκτὶς δὲ δίχορδος κατὰ Σώπατρον . τὸ δὲ ψαλτήριον , |
τὴν ἐρωτικὴν φιλίαν πολλῶν ἐνδέχεται φίλον εἶναι . ἡ γὰρ ἐρωτικὴ φιλίας ἐστὶν ὑπερβολή , καὶ διὰ τοῦτο πρὸς ἕνα | ||
ἔδει γάρ τινα πρὸ αὐτῆς ἀποδειχθῆναι . Ἐπεὶ γὰρ ἡ ἐρωτικὴ εἰς τὸ νοητὸν βούλεται κάλλος ἀνάγειν τὴν ψυχὴν , |
ὑπερβατὸν οὕτως : ὦ τέκνον ἐμὸν , μήποτε ὤφελε τὸ δυσώνυμον γένος Ἑρμιόνης ἀμφιβαλέσθαι κατὰ σοῦ Ἀίδην ἕνεκα λεχέων σου | ||
ἐν ὑπερβατῷ : ὦ τέκνον ἐμὸν , μήποτε ὤφελε τὸ δυσώνυμον γένος Ἑρμιόνης Ἀίδαν ἀμφιβαλέσθαι ἐπὶ σοὶ καὶ ἐπὶ τοὺς |
, οὐκ ἀδελφὸν Πηλέως εἶναι , ἀλλὰ ἀκταίου παῖδα καὶ Γλαύκης τῆς Κυχρέως . . . . , : Ἔοικεν | ||
τί σᾶμά τε καὶ τίς ὑπ ' αὐτῷ : „ Γλαύκης εἰμὶ τάφος τῆς ὀνομαζομένης . „ Γνώσομαι , εἴ |
. Ἀνάγκᾳ ] Τῇ ἐκ τῆς νόσου . Φίλον ] Αὐτὸν τὸν Ἱέρωνα . Φίλον ] * Οἱ γράφοντες φίλων | ||
τοὺς ματαίους φόβους καταπαύσωσι τοὺς παρ ' αὑτῷ ἕκαστος . Αὐτὸν δὲ θορυβεῖν νυκτὸς τὸ τῶν ἐναντίων στράτευμα δαμάλεις τὰς |
ἄλλο . δεῦρο δὴ γεμίσω ς ' ἐγώ . γραῦ Θεολύτη , γραῦ . τί με καλεῖς σὺ φίλτατε ; | ||
. δεῦρο δή , γεμίσω ς ' ἐγώ . γραῦ Θεολύτη , γραῦ . τί με καλεῖς σύ , φίλτατε |
τὸ γῆρας ἐν κόποις ἀνηλώθη . Γλύψας ἐπώλει λύγδινόν τις Ἑρμείην . τὸν δ ' ἠγόραζον ἄνδρες , ὃς μὲν | ||
τ ' ἀκοίτας . ἐξ ὥρης δ ' ἐσορῶν Ζεὺς Ἑρμείην κατέναντα κοσμεῖ μὲν πλούτῳ μύθοισί τε καὶ σοφίῃσιν , |
πλατάγησον στήθεα καὶ λέγε πᾶσιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις . αἰάζω τὸν Ἄδωνιν : ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . κεῖται καλὸς Ἄδωνις | ||
, . Αἰάζειν : παρὰ τὸ αἴ σχετλιαστικὸν ἐπίρρημα γέγονεν αἰάζω , ὡς λίαν λιάζω , . , , . |
ἐργασίας γενόμενος , ζῶν μὲν ἐπηγγέλλετο τὴν οὐσίαν ἱερὰν τῆι Ἀφροδίτηι καταλεῖψαι , τελευτῶν δὲ τὰ ὄντα προύθηκεν εἰς ἁρπαγήν | ||
[ ! ] εθε ? ? ? [ ] ως Ἀφροδίτηι ? δὴ φίλος [ ] χων ἅτ ' ὄλβιος |
τὸν θεατὴν ἐρανίζεται , ἁβρύνουσι δὲ καὶ τέχναι ποικίλαι τὸ δαίδαλμα , αἱ μὲν παριόντα τὸν θεατήν , αἱ δὲ | ||
ἔχει δὲ ὧδέ πως , ὡς ἐμὲ μνημονεύειν , τὸ δαίδαλμα . ποιεῖ παῖδα τὸ εἶδος ἁβρόν , τὴν ἀκμὴν |
ἐμψύχοισι , τὸ δὲ σῶμα διαφέρει ἑκά - στου . Ψυχὴ μὲν οὖν αἰεὶ ὁμοίη καὶ ἐν μέζονι καὶ ἐν | ||
ἀρνούμενοι εἶναι αἴσθησιν ὡμολόγησαν . Ὅμηρος μὲν οὖν εἰπών : Ψυχὴ δ ' ἠΰτ ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται , ἐν |
Νὺξ μὲν ἀναπαύει , ἡμέρα δ ' ἔργον ποιεῖ . Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις . Νόμιζε πάντα κοινὰ | ||
βροτοῖσι περίοδον τ ' ἔχει Χρόνος διοικῶν ἀστέρων γνωρίσματα . Νικᾷ δὲ τούτων οὐθεὶς ἕτερον , ἀλλ ' ἀεί Ἥκει |
ἅπτουσα προσθείμην πλέον ; Εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσῃ σκόπει . Ποῖόν τι κινδύνευμα ; ποῖ γνώμης ποτ ' εἶ ; | ||
τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ καὶ τό : Ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων . . Ἔρεφον δὲ |
ἐτέων ὢν πέντ ' ἐπὶ πεντήκοντα . κλυτομήτης Φλεγύα ] κούρα περιώνυμε μᾶτερ ἀλεξιπόνοιο [ ] [ ] θεοῦ ﹙ | ||
τοῖσιν ἂν δαίμων θέλῃ . Ταῦτ ' οὐκ ἐπιλεξαμένα Θεστίου κούρα δαΐφρων μάτηρ κακόποτμος ἐμοὶ βούλευσεν ὄλεθρον ἀτάρβακτος γυνά , |
μέν νυν ἀγάλματ ' ἄειρε κρατί : τὸ δ ' ἁμέτερον χωρήσεται Μούσαισι χόρευμα φίλον . νῦν οἱ πάρος ἁμετέρας | ||
παῖς . ἰὼ ἰώ , δέσποτα δέσποτα , μόλε νυν ἁμέτερον ἐς θίασον , ὦ Βρόμιε Βρόμιε . σεῖε πέδον |
[ Οὔτ ' ἐν ] βαρυπενθέσιν ἁρμόζει [ μάχαις ] φόρμιγγος ὀμφὰ [ καὶ λιγυκλαγγεῖς ] χοροί , [ οὔτ | ||
ἤγουν ἐπανακυκλούμεναι , ἔπεμψάν με μετ ' ᾠδῆς ποικίλων μελῶν φόρμιγγος , μάρτυρα , ἤγουν ἀγγελέα , ὑμνητὴν ὑψηλοτάτων ἀγώνων |
ς ' ἀπέστειλεν βροτῶν . Φανοτεὺς ὁ Φωκεύς , πρᾶγμα πορσύνων μέγα . Τὸ ποῖον , ὦ ξέν ' ; | ||
μὴ δύνασθαι ὑπερβαλέσθαι αὐτόν . τροπικῶς δὲ λέγει συνήθως . πορσύνων ] διδούς . πημονὴν ] τιμωρίαν . ἀρκύστατον ] |
ἀκμάζοντος τοῦ ἡλίου θερμαινόμενος εὐκίνητός ἐστι καὶ συριγμοῖς προσέχει . κλαγγαῖσιν ] ἤχοις . ἔστι δὲ ποιὰ φωνὴ κυρίως ἐπὶ | ||
κατὰ μέσην ἡμέραν γεγενημέναις . κλαγγαῖσιν ] βοαῖς . Ξ κλαγγαῖσιν ] συριγμοῖσιν . κλαγγαῖσιν ] κραυγαῖς . κλαγγαῖσιν ] |
δίφρου . ἠὼς δέ ἐστιν ἡ πρὸ τῆς ἀνατολῆς ἡλίου λάμπουσα . ἔνιοι δὲ μονόπωλον οὐχὶ τὴν ἕνα πῶλον ἔχουσάν | ||
με κόμας ἐμᾶς δεῦσαι παρθένιον χλιδὰν Φοιβείαισι λατρείαις . ὦ λάμπουσα πέτρα πυρὸς δικορύφων σέλας ὑπὲρ ἄκρων βακχεῖον Διονύσου , |
ὡς σοφός τις εἶ , καὶ ἅμα ταῦτα εἰποῦσα καὶ μνησθεῖσα τοῦ Λύκου οὕτως ἐφλέγετο , ὡς καὶ λύχνον ἀπ | ||
: Εἰρηκυῖα τὸν ἕνα στίχον . . . . . μνησθεῖσα ὅτι χωρίζεται τοῦ ἀνδρὸς , λέγει τὸ ὑπολύεταί μου |
χρὴ τὸ ἐκβησόμενον ἐκ τῆς ἐμπειρίης : ἔνδοξον γὰρ καὶ εὐμαθές . Ἐν δὲ τῇ εἰσόδῳ μεμνῆσθαι καὶ καθέδρης , | ||
εὐκόλως καταλαμβανόμενος . ὡς ἐνταῦθα καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ : ὡς εὐμαθές μοι , κἂν ἄγνωστος ᾖς ὅμως , φώνημ ' |
ὑψιπόρων πτερύγων ἀνεκούφισε ταρσὰ συνάπτων , καὶ νοερὰς κροτάφων πυρόεις ἔστεψεν ἐθείρας : ἄλλο δὲ χερσὶν ἄειρε πάλιν στέφος ὑψόθι | ||
νοῦς : καὶ ἡ Νεμέα δέ ποτε νικήσαντα τὸν Καλλίαν ἔστεψεν , ἥτις Νεμέα ἐστὶν ὑπὸ τοῖς συμφύτοις καὶ ἀρχαίοις |
αὔτως αὐτάγρετον οἶτον ὀλέσθαι ἀφραδέως ἰθύετ ' ἐπισπόμενοι νεότητι . οἰωνῷ δὴ πρόσθε πελειάδι πειρήσασθαι , νηὸς ἄπο πρό μιν | ||
τὸ ὁρμᾶν σημαίνει . οἱ δὲ ἰθύνειν γράφοντες ἁμαρτάνουσιν . οἰωνῷ δὴ πρόσθε : τὸ ἑξῆς : οἰωνῷ δὴ πρόσθε |
ἄνθος ἀτιζόμενος πώλων , Σιμόεντι δ ' ἐπ ' εὐρείται πλάταν ἔσχασε ποντοπόρον καὶ ναύδετ ' ἀνήψατο πρυμνᾶν καὶ χερὸς | ||
Ἰὼ γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας , ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν , σέ τοι , σέ τοι μόνον δέδορκα πημονὰν |
τὸ μὲν τῷ ἀθροισμῷ καὶ τῇ λεπτότητι διαδυόμενον εἰς τὸ ἔκκαυμα δύναται καίειν , τὸ δ ' οὐδ ' ἕτερον | ||
, φλεγμαϲίηϲ δὲ τροφή , ταράχου δὲ γνώμηϲ καὶ ἀταξίηϲ ἔκκαυμα . καθαίρειν δὲ καὶ τὸ ξύμπαν ϲκῆνοϲ φαρμάκῳ τῇ |
ἰασώμεθα , καὶ λόγῳ ζηλώσωμεν τὸν πάλαι τὰς χεῖρας ἀγωνιστὴν Ἰθακήσιον . ἔστι δ ' οἶμαι ὁμοία φωνῆς ἁρμονίας καὶ | ||
ἐθέλειν αἰνίξασθαι . οὐκ εὐθὺς ὁπλίζει κατ ' Ἀντινόου τὸν Ἰθακήσιον , ὃς ἦν τῶν μνηστήρων ἀτάσθαλος , ἄρτι τῆς |
: δάκει . ἀπείριτα : χωρὶς πέρατος . Κεραΐζει : τυπεῖ , οὐτᾷ . Διέσχισε : κέκοψεν . Ἀτέρμων : | ||
ταύτην λαχόντα βασκαίνει , μάλιστα δὲ τὸν προσοικοῦντα ζηλο - τυπεῖ . ἴσως οὖν , ἴσως καρπώσεσθε δι ' ἐμοῦ |
ἀλλ ' ᾧτινι μὴ λιπότεκˈνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ , ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν : τὸ γὰρ πρὶν | ||
Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτˈρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ : ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί , ἴσαις δ ' |
τόπους , ὢν ἰὲ Παιάν . Ἀλλ ' ὦ Παρνασσοῦ γυάλων εὐδρόσοισι Κασταλίας νασμοῖς [ ] σὸν δέμας ἐξαβρύνων , | ||
νῦν δ ' οὔτε μ ' ἐκ Δωδῶνος οὔτε Πυθικῶν γυάλων [ ] τις ἂν πείσειεν καὶ τὸν ἐν Δωδῶνι |
Ἀρχιλόχοιο ποθεῖ Πάρος , ἀντὶ δὲ Σαπφοῦς εἰσέτι σεῦ τὸ μέλισμα κινύρεται ἁ Μιτυλήνα . . . . . . | ||
φωνὰ γλυκερωτέρα ἢ μέλι κηρῶ . ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα , καὶ ἢν σύριγγι μελίσδω , κἢν αὐλῷ λαλέω |
ἀνθρώπους ἀπορεῖν . ἦ καὶ τοῦτο ἀκήκοας ; Ἔγωγε . Εἴπω οὖν σοι τὸ αἴτιον ; Πάνυ μὲν οὖν . | ||
αὐτῷ ξυνάπτῃ τῷ νοητῷ νυμφίῳ καινὴν συναφὴν μυστικῆς κοινωνίας . Εἴπω τὸ μεῖζον ; Οὐδὲ μέχρι γοῦν θέας ἔρχῃ πρὸς |
σιδηρίτην νημερτέα : τόν ῥα βροτοῖσιν ἥνδανεν ἄλλοισιν καλέειν ἔμψυχον ὀρείτην , γυρόν , ὑποτρηχύν , στιβαρόν , μελανόχροα , | ||
φῶτα κραταιὴ κάλλιπε νοῦσος . Τοῖον γαῖα βροτοῖσιν ἀρηγόνα τίκτεν ὀρείτην , ὅστε καὶ οὐταμένοις ἄκος ἡρώεσσι κομίζει καὶ στείρῃσι |
νόστον . τόσσον γὰρ περὶ θυμὸν ἀπείριτον ἵκετο θάμβος . μέλψαι δὲ μνήσειας ἀειθαλέας πλοκαμῖδας , οἵαις κυδιόωσαν ἀπ ' | ||
σέθεν ? [ ] ? παναοίδιμον ? [ ] οὔνομα μέλψαι , ὅττι χάρις καὶ χάρμα καὶ εὐεπίης φίλον ἄνθος |
ἀποβράττεσθαι . διὸ καὶ Πίνδαρος ἐπὶ τῆς Δήλου φησί : Χαῖρ ' , ὦ θεοδμάτα , λιπαροπλοκάμου παίδεσσι Λατοῦς ἱμεροέστατον | ||
ὁ λέμφος ἄνθραξ , τὴν χεῖρα τείνας ὧδέ πως , Χαῖρ ' , εἶπε , χαῖρε , Πλουτεῦ . Γεγόνασι |
Πηνελόπεια . τῶ σε πόδας νίψω ἅμα τ ' αὐτῆς Πηνελοπείης καὶ σέθεν εἵνεκ ' , ἐπεί μοι ὀρώρεται ἔνδοθι | ||
[ ! ! ἀθλήματα ] ? ? ? ? [ Πηνελοπείης ] ? . μὴ σύ γ ' ἄπιστος ἔῃς |
καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας ⌊ κορᾶν ⌋ ] Φόρκοιο , σύγγονον πατέρων , [ ] ν [ ] ποντ ? | ||
πατέρ ' Ἀρκεσίλαν , καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτˈρεμίαν τε σύγγονον : εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους |
στέφανον καὶ τὴν ἐσθῆτα . ἄκαιρον δ ' εἶναι εἰπόντος νεύσας εἰσαγαγεῖν ἐκέλευσε τὰ ἀκούσματα , ἐν οἷς καὶ ἡ | ||
τὴν δαπάνην καὶ τὴν ἐπὶ ταύτῃ νυκτερινὴν ἀθυμίαν διεξελθὼν καὶ νεύσας τῇ γυναικὶ πάλαι μου προμαθούσῃ τὴν γνώμην κοινωνῆσαί μοι |
κλαγγηδὸν ἐπειγόμεναι βρωμοῖο χειμῶνος μέγα σῆμα , καὶ ἐννεάγηρα κορώνη νύκτερον ἀείδουσα , καὶ ὀψὲ βοῶντε κολοιοί , καὶ σπίνος | ||
† ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος , ὡς δυσμενοῦς ὑπερτέρου , ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖν , παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον . ὅ τοι |
ἄιδουσι τῆι ἑαυτῶν προαιρέσει . τόδ ' ἔργον ] τὸ μητροκτονεῖν . βροτοσκόπων ] τῶν τοὺς βροτοὺς ἐπισκοπούντων . τῶνδ | ||
θεσφάτοισι : μαρτυρεῖ δέ μοι . ὁ μάντις ἐξηγεῖτό σοι μητροκτονεῖν ; καὶ δεῦρό γ ' ἀεὶ τὴν τύχην οὐ |
τούτῳ σχεδὸν ὃν πάνυ καλῶς ποιητὴς προσεῖπεν ἕτερος , Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστοτέχνα πάτερ . οὗτος γὰρ δὴ πρῶτος καὶ τελειότατος | ||
τούτῳ σχεδὸν ὃν πάνυ καλῶς ποιητὴς προσεῖπεν ἕτερος , Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστοτέχνα πάτερ . οὗτος γὰρ δὴ πρῶτος καὶ τελειότατος |