δεδεμένην φυλάττων , τά τε ἄλλα ὁπόσα δεσπότης χρώμενος δούλῳ λωβᾶται . Ταῦτ ' εἰπὼν καὶ πολὺν θρῆνον ἅμα τοῖς | ||
λωβησάμενος αὐτομολήσειε ἐς αὐτούς . Ἐνθαῦτα ἐν ἐλαφρῷ ποιησάμενος ἑωυτὸν λωβᾶται λώβην ἀνήκεστον : ἀποταμὼν γὰρ ἑωυτοῦ τὴν ῥῖνα καὶ |
ὁμοίως καὶ εἰ ἴδωμέν τινα ὑπερβολικῶς φιλοῦντα τὰ χρήματα ἢ θυμούμενον , οὐχ ἁπλῶς ἀκρατῆ τοῦτον λέγομεν , ἀλλὰ μετὰ | ||
, καὶ οὐ πρόσθεν ἀνίησιν πρὶν τῆς ἀπειλῆς ἀποπαῦσαι τὸν θυμούμενον . ὥστε οὐκ ἂν ὀκνῆσαί μοι δοκῶ καὶ τὸ |
: ἄνσταθ ' , Ἀμφιτρύων : ἐμὲ γὰρ δέος ἴσχει ὀκνηρόν : ἄνστα , μηδὲ πόδεσσι τεοῖς ὑπὸ σάνδαλα θείης | ||
μαλακοί , τὸ δ ' ἦθος ἄτολμον καὶ δειλὸν καὶ ὀκνηρόν : εἰσὶ δὲ ψιλοὶ τριχῶν οὗτοι τὰ στέρνα καὶ |
κάρα , φίλους νομίζους ' οὕσπερ ἂν πόσις σέθεν , δέξηι δὲ δῶρα καὶ παραιτήσηι πατρὸς φυγὰς ἀφεῖναι παισὶ τοῖσδ | ||
κρατεῖ : ἔχω δὲ κἀγὼ πρὸς τάδ ' , εἰ δέξηι , λέγειν . ἔθρεψά ς ' εὔνους τ ' |
ἀνακρούων : ἀνασείων . γενύεσσι : στόμασιν . Ἀσχαλόωντα : λυπούμενον . ἀσπαίροντα : ψυχοῤῥαγοῦντα . Ἐνίπαπε : ἐνέπληξεν , | ||
καὶ συνεχοῦς ἡμέραις τε καὶ νυξίν , ὁρῶν ἐπὶ τούτοις λυπούμενον βασιλέα ” μὴ λυποῦ “ φησίν , ” ὦ |
λευκὴν ὑπεκφαίνουσα , ἣν ἐδρύψατο μέν , οὐ μὴν ὡς αἰσχῦναι : τὰ γὰρ σημεῖα τῶν ὀνύχων ἡδίω γραφῆς . | ||
τὴν Κύπριν καταισχῦναι λέγεται . οὗ λέγεται : λείπει τὸ αἰσχῦναι τὴν Ἀφροδίτην ὁ Ἀγχίσης . ἄλλοι δ ' οὐ |
, κόγχων δὲ τὸν σέσιλον . ἄπαγ ' ἐς τὸν φθόρον . διψῶντι γάρ τοι πάντα προσφέρων σοφὰ οὐκ ἂν | ||
νόσον ὑψοῦ διᾴττει . Κέρδων γαμεῖ . βάλλ ' ἐς φθόρον . δέκα τοὐβολοῦ Δᾶτον ἀγαθῶν βαρὺ τὸ σκάφιον ἡμεῖς |
δ ' ἐμέ : ἀνύειν ἐκπληροῦν : παρελθὼν τοὺς Δελφοὺς φεῦγε : ποῖ με χρὴ πάτερ μολεῖν : ἐκ τῶν | ||
, αὐτὸς σημανεῖ : σὺ δ ' ἐκλιπὼν γῆν τήνδε φεῦγε , πρίν σε παῖδα Πρωτέως ἰδεῖν , ὃς ἄρχει |
ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Ἰσότητα δ ' αἱροῦ καὶ πλεονεξίαν φύγε . Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς . Ἰατρὸς | ||
' ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι . οὐδὲ γὰρ οὐδὲ βίη Ἡρακλῆος φύγε κῆρα , ὅς περ φίλτατος ἔσκε Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι |
ἀνέσει καὶ παρ ' οἶνον . . : κρύπτειν ἀμαθίην κρέσσον ἢ ἐς τὸ μέσον φέρειν . , . . | ||
στόμα τοι καὶ ἐφίμερος , ὦ Δάφνι , φωνά : κρέσσον μελπομένω τευ ἀκουέμεν ἢ μέλι λείχειν . λάσδεο τὰς |
δὲ καὶ τὰς Μάχας , τὰς Φιλονεικίας , τοὺς ψευδεῖς Λόγους , τὰς Ἀντιλογίας , τὴν Δυσνομίαν . καὶ γὰρ | ||
. ἡ δόξα Χριστῷ τῶ συνεργῷ τοῦ τέλους . ? Λόγους ἀτερπεῖς πολλὰ μοχθήσας γράφεις ἀνιστορήτως βάρβαρα πλέξας ἔπη γωλειά |
] ? ? ἀδικεῖς . καὶ οὐκ ἔχομεν ? ? γενέτην ἀγριώτατον : ἥμερα φρονεῖ . καὶ καλός ἐστιν ἔφηβος | ||
ἡ δὲ Σελήνη τῆς μητρός . . . . καὶ γενέτην ὀλέκουσι παροίτερον ἠὲ τεκοῦσαν . ταῦτα μὲν ὁ Δωρόθεος |
ἔρως . φοβεῖσθαι δὲ ἄμεινον τυχόντα ὧν βούλεταί τις ἢ ἀνιᾶσθαι ἀμελούμενον . λβʹ . Τὰ μὲν ὄμματά σου διαυγέστερα | ||
τὴν λέξιν . καρδιαλγεῖν λέγεται τὸ μετὰ ναυτίας καὶ ὀδύνης ἀνιᾶσθαι τὸν στόμαχον . Βακχεῖος μὲν ἐν αʹ φησὶν ἀργεῖν |
: τοὺς γὰρ μέλλοντας περισπῶσιν οἱ Δωριεῖς . αἴκα : εἴκε τροπῇ τῆς ει εἰς αι . τὸ δὲ α | ||
: τοὺς γὰρ μέλλοντας περισπῶσιν οἱ Δωριεῖς . αἴκα : εἴκε τροπῇ τῆς ει εἰς αι . τὸ δὲ α |
φόνου εἰς σπλάγχν ' ἐχίδνης αὐτόχειρ βάψει ξίφος , κακὸν μίασμ ' ἔμφυλον ἀλθαίνων κακῷ . Ἐμὸς δ ' ἀκοίτης | ||
τῆς ἀποθανούσης : δεῖξον δ ' ἐπειδή γ ' εἰς μίασμ ' ἐλήλυθας : ἐπειδὴ εἰς μίασμα ἐλήλυθας , δεῦρό |
φίλους ἔχε : Κακοῖς δὲ μὴ χαρίζου τὸ πρὸς σὲ στύγος . Καλὸν ἀεὶ τῷ κρείττονι τὸ χεῖρον ἀκολουθεῖν , | ||
θῆρα . Σχέτλι ' Ἔρως , μέγα πῆμα , μέγα στύγος ἀνθρώποισιν , ἐκ σέθεν οὐλόμεναί τ ' ἔριδες στοναχαί |
λέγουσιν : οὐ γὰρ ὑπὸ μαντοσύνῃ ἀλλάσσεσθαι ὁκόσα τῇσι μοίρῃσι δοκέοντα ἐπέρχεται . Ἐγὼ δὲ πρὸς τάδε ἄμφω ἐκεῖνα ἔχω | ||
' ἂν συμβουλευομένου τοῦ ἀστοῦ πολιήτης ἀνὴρ τὰ ἄριστά οἱ δοκέοντα εἶναι ὑποθέοιτο , εἰ μὴ πρόσω ἀρετῆς ἀνήκοι : |
, ἔνθα κατῴκει μετὰ τῆς οἰκείας γυναικὸς χωρὶς συνουσίας . Ὅρκον γὰρ ἐποίησε μὴ πρότερον συγγενέσθαι τῇ Ἀλκμήνῃ , πρὶν | ||
ὧν γε μάρτυς εἱστήκειν ; ἔρρωσο τοίνυν , καὶ τὸν Ὅρκον οὐ φεύξῃ φωνῇ με σώσας , δακτύλῳ δ ' |
. πολλάκι τοι ῥέα μῦθος , ὅ κεν μόλις ἐξανύσειεν ἠνορέη , τόδ ' ἔρεξε κατὰ χρέος , ᾗπερ ἐῴκει | ||
Κάνθος . τὸν μὲν ἄρ ' αἶσα θεῶν κείνην ὁδὸν ἠνορέη τε ὦρσεν , ἵν ' Ἡρακλῆος ἀπηλεγέως πεπύθοιτο Εἰλατίδην |
σίδηρον . καὶ ὁ ἔρως ταὐτόν ἐστιν . οἷς ἐκεῖνος ἔχθιστον καλεῖ τὸ θεῖον , περιτρέπων τὸ συμφυὲς ἀρρώστημα ἐς | ||
ἐξικνούμενον : κατερχόμενον . ἐῢς πάϊς : ἀγαθὸς παῖς . ἔχθιστον : μεμισημένον . ἑστῶσαν : ἐπηρμένην , ἐξεστηκυῖαν . |
, . . α . . Ἀνιαρός : παρὰ τὴν ἀνίαν ἀνιαρός : ἐξ οὗ καὶ ἀνιῶ ῥῆμα . οὕτως | ||
ἀνίαζον ἐυκνήμιδας Ἀχαιούς : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ εἰς ἀνίαν ἦγον καὶ ἐχρόνιζον . τοῦτο δὲ μὴ νοήσαντες μετέγραψαν |
δέ που Παλλάδι ξανθᾷ μέλει . Τὸν δὲ προσέφα Μελέαγρος δακρυόεις : Χαλεπὸν θεῶν παρατρέψαι νόον ἄνδρεσσιν ἐπιχθονίοις . Καὶ | ||
ὥρμαινε νέεσθαι : ἀλλά μιν εἰσέτι μητρὸς ἐνὶ μεγάροισιν ἔρυκε δακρυόεις ὀαρισμὸς ἐπισπεύδοντα πόδεσσιν . Ὡς δ ' ὅτε τις |
δείκνυσι πολλῷ χείρω τὸν ἀκόλαστον τῷ τὸν μὲν ἀκρατῆ καὶ ἰάσιμον εἶναι , τὸν δὲ ἀκόλαστον ἀνίατον . ἔοικε γὰρ | ||
ἢ ἀρετὴ ἐκ τοῦ ἀρέσκεσθαι . Ἀκεστόν : ἐστι τὸ ἰάσιμον παρὰ τὸ ἀκέσασθαι καὶ ἀνήκεσθαι τὸν ἀθεράπευτον . Ἄχος |
τοιῇδ ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς ' εἰς ὦπα ἔοικεν . εἶτά φησιν : | ||
κακόν πρόσκειται δηλοῦν τὴν ὑπερβολὴν τῆς ὁμοιότητος . Ὅμηρος αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν . τὸ γὰρ αἰνῶς καὶ |
τὸν ἀριστέα διαφθεῖραι φαρμάκῳ , ἀλλ ' ἔτι καὶ τὴν ἀθλίαν ταύτην αἰχμάλωτον συκοφαντεῖν ἐτόλμησε , προσθεῖναι τῷ ἀριστεῖ τῆς | ||
τῷ Δέλφιδι κεκοινώνηκεν . ἀντὶ γυναικός : ὅς με τὴν ἀθλίαν ἀντὶ κοσμίας γυναικὸς ἀναιδῆ καὶ οἷον μαινάδα ἐποίησεν ἀπολέσας |
φαμεν . ἦ γάρ ; Ναί . Κακὸν δὲ τὸν ἄφρονα καὶ δειλόν ; Πάνυ γε . Ἀγαθὸν δὲ αὖ | ||
καὶ ἀμαθῆ , καθάπερ ὗς , τὰ δὲ δειλὰ καὶ ἄφρονα , ὡς ἔλαφος , τὰ δὲ ἐπίβουλα καὶ ἀνελεύθερα |
μεγάλη ὀδύνη ἢ ἀγρυπνία ἢ τοῦ μὴ σπαράττεσθαι χάριν διὰ βῆχα βιαίαν , ὡς ἐπὶ αἵματος ἀναγωγῆς συμβαίνει καὶ τῶν | ||
: χρησίμη δὲ πρός τε τὰ ἄσθματα καὶ πρὸς τὴν βῆχα ξηρὰν καὶ ὅλως τοὺς περὶ τὸν θώρακα πόνους : |
εἶπε : Πρῶτον μὲν νὴ Δία πειρῶμαι μηδέποτε ὑπερπίμπλασθαι : δύσφορον γάρ : ἔπειτα δὲ ἐκπονῶ τὰ εἰσιόντα : οὕτω | ||
βαρυπετῆ καταφέρω ποδὸς ἀκμάν , σφαλερὰ καὶ τανυδρόμοις κῶλα , δύσφορον ἄταν . πίπτων δ ' οὐκ οἶδεν τόδ ' |
θοὸν Πάριν ἄχρις ἐς ἠῶ : οὐ γάρ οἵ τις ἄλαλκε λιλαιομένων περ ἀμύνειν παντοίοις ἀκέεσσιν , ἐπεί ῥά οἱ | ||
ἥτις ποτέ , ἤγουν ἡ ὥρα , ἅμα τῇ Ἀφροδίτῃ ἄλαλκε τῷ Γανυμήδει , ἤγουν ἐβοήθησεν ἀποσοβήσασα τὸν ἀναιδῆ θάνατον |
. Κἀγὼ βαρυνθεὶς τὴν μὲν οὖσαν ἡμέραν μόλις κατέσχον , θἀτέρᾳ δ ' ἰὼν πέλας μητρὸς πατρός τ ' ἤλεγχον | ||
Λυσιστράτη ; Ὡς ἅνδρες ἡμεῖς οὑτοιὶ τοιουτοιί . Χαὔτη ξυνᾴδει θἀτέρᾳ ταύτῃ νόσος . Ἦ που πρὸς ὄρθρον σπασμὸς ὑμᾶς |
ζῆν ἐφ ' ἡσυχίας καὶ πράττοντι ὅ τι βούλομαι καὶ συνόντι οἷς βούλομαι : τῶν γὰρ ἀμαθῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπαιδεύτων | ||
ἐκεῖνον . πέμπε οὖν ὡς καὶ αὐτῷ μονῳδίαις οὐκ ἀηδῶς συνόντι μετὰ τὸν σεισμὸν ἐκεῖνον . θαυμάζω δὲ εἰ νῦν |
Τὴν τοῦ Γανυμήδους ἀμβροσίαν σιτήσεται . Πῶς δῆτ ' ἐγὼ καταβήσομαι ; Θάρρει , καλῶς : τῃδὶ παρ ' αὐτὴν | ||
γενέσεως ἔρχηται , ὀρθότατα ἐρεῖ : ” ἐγὼ μετὰ σοῦ καταβήσομαι ” : σοὶ γὰρ ἡ τόπων ἐνάλλαξις ἁρμόζει : |
ἐκφέρουσαν . ἀμφ ' ὤμοισιν : ἀμφοτέροις τοῖς ὤμοις . ἀθρῶν : θεωρῶν . αἴσχους : ἁμαρτίας , αἰσχύνης , | ||
καὶ τοῦ ἀνδρός , οὕτω καθ ' ἕκαστον ἐν μέρει ἀθρῶν , τὰ παθήματα ἑκατέρου λέγε . Τὰ ποῖα ; |
ἔχειν . ἡ δὲ ” ἀστραπή , “ ὅτι τὰ ὦπα ἀναστρέφει , ” ἀναστρωπὴ “ ἂν εἴη , νῦν | ||
γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν . ἐκπέπληκται οὖν καὶ αὐτὸς ὁ Πρίαμος ἐπὶ |
μηδὲ ἀκούειν : ἐκ γὰρ τούτων ἁπάντων εἰδωλολατρία γεννᾶται . Τέκνον μου , μὴ γίνου ψεύστης , ἐπειδὴ ὁδηγεῖ τὸ | ||
τέκνον , ἥκεις ; Ὦ πάτερ δύσμοιρ ' ὁρᾶν . Τέκνον , πέφηνας ; Οὐκ ἄνευ μόχθου γέ μοι . |
ἐν τῇ γενικῇ , οἷον . . ὁρᾷς τὸν Ἀκταίωνος ἄθλιον μόρον : παρώνυμόν ἐστι καὶ οὐκ ἀπὸ τῶν εἰς | ||
καὶ ταλαιπωρίας . Ἔτι δὲ οὐδὲ δείλαιον γῆρας , ἤγουν ἄθλιον , ἐπῆν αὐτοῖς : ἀεὶ δὲ κατὰ τοὺς πόδας |
. Ἀλθαία δὲ λυπηθεῖσα ἐπὶ τῇ τῶν ἀδελφῶν ἀπωλείᾳ τὸν δαλὸν ἧψε , καὶ ὁ Μελέαγρος ἐξαίφνης ἀπέθανεν . οἱ | ||
ἅλις ἐλᾳδίῳ διεὶς ἐσπαργάνωσα περιπάσας ὀρίγανον ἐνέκρυψά θ ' ὥσπερ δαλὸν εἰς πολλὴν τέφραν . ἀφύαν θ ' ἅμ ' |
εἴργω στέργω ἀμέλγω σφίγγω . τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ | ||
κώλωνϚʹ . + ἀναπαιστικὰ κῶλα Ϛʹ , εἶτα παράγραφος . ἄλγος ] τὸ κατὰ τὸν Ἀγαμέμνονα . στροφὴ ἑτέρα κώλων |
παρακολουθεῖν εἴωθε , καλῶϲ ἔχει τρόπουϲ εἰπεῖν πρότερον , ὅπωϲ ἔνεϲτιν εὐπετῶϲ ἐμεῖν : καὶ γὰρ φλέγμα κινεῖ ὁ ἔμετοϲ | ||
μηδὲ ϲυρίξητε . θεὸϲ μὲν δηλαδὴ ἀγαθὴ Τύχη τ ' ἔνεϲτιν . καὶ οἱ κωμικοὶ δ ' αὐτοῦ μνημονεύουϲι | |
παριστῶσα : ἐνέργειαν μὲν ὅταν λέγω κολάζω : ἰδοὺ γὰρ ἐνεργῶ , πάθος δέ , ὅταν λέγω κολάζομαι : ἰδοὺ | ||
. ἐστὶ δὲ κατ ' ἐντίθεσιν . δρῶ γὰρ τὸ ἐνεργῶ , οὗ παράγωγον δρήθω . οἱ γὰρ κοιμώμενοι οὐδὲν |
πρόφασις καλῶς εὑρημένη : τὸν γὰρ γέροντα διαβαλοῦμαι τήμερον . Οἴμοι . τί [ δήποτ ' ] ἐστί ; μῶν | ||
ἐλύσσα . Τὸν δὲ νεβρὸς ἐξ ὕλης ἰδὼν ἔφησεν : Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ : τί γὰρ μεμηνὼς οὕτως οὐχὶ ποιήσει |
' ὁμο [ μεθ ' ὧν ς [ θυγατέρα [ ἀνάξι ' : ὑ [ μηδες ? [ καιπε ? | ||
δεινὰ τλᾶσα κοὐκ ἀνεκτὰ παρθένος , θαυμαστὰ δ ' ὡς ἀνάξι ' ἠτιμασμένη . ἐγὼ κάκιστος ἦν ἄρ ' Ἀργείων |
εἰ τὸ δυνατὸν αὐτῇ πρόσεστι μαθεῖν βούλομαι . ἀλλ ' ἄπιθι καὶ διαμαντευσάμενος ἧκε ταχέως , ἐγὼ δ ' ἐνθάδε | ||
μετὰ προστακτικοῦ , οἷον , ἴθι ποίησον τόδε . . ἄπιθι πρὸς τὸν θεράποντα φησίν . . τοὺς ξυγγεώργους : |
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν | ||
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι % |
ἄμβροτος , οὐκέτι θνητὸς πωλεῦμαι μετὰ πᾶσι τετιμένος , ὥσπερ ἔοικα , ταινίαις τε περίστεπτος στέφεσίν τε θαλείοις : τοῖσιν | ||
τὸ σχῆμα , καὶ σκέψαι μ ' ὅτῳ μάλιστ ' ἔοικα τὴν βάδισιν τῶν πλουσίων . ὅτῳ ; δοθιῆνι σκόροδον |
. Γ τῇ δὲ Κύννῃ παρέβαλε τὸν Κλέωνα διὰ τὸ ἀναιδές . Γ πόρνη ἦν ἡ Κύννα καὶ ἡ Σαλαβακχώ | ||
: τῆς σῆς δὲ τόλμης : καὶ πάντως τότε τὸ ἀναιδές σου καὶ τολμηρὸν διαγνώσομαι , πεπειραμένος αὐτῆς ἤδη καὶ |
, συννοίας καὶ κατηφείας ἀμέτοχος ὤν , ἄλυπόν τε καὶ ἄφοβον ζωὴν καρπούμενος , αὐστηροῦ καὶ αὐχμηροῦ βίου μηδ ' | ||
, καὶ ἐπιδεικνύτω τις τοῖς ἀρχομένοις ἑαυτὸν ἄξιον ἀρχῆς , ἄφοβον δεικνὺς καὶ σχῆμα καὶ πρόσωπον καὶ λόγους . Οἱ |
μὴ θέλουσιν ἀγαθοῖς εἶναι μάταιον καὶ λέγειν καὶ ποιεῖν , σπεύδοντα ὅπως ἔσονται ἀγαθοί , τοῖς δὲ ἐθέλουσί γε καὶ | ||
σταδιοδρομεῖν . Δεῖ , ὥσπερ Σειρῆνας τὰς ἡδονὰς παρελθεῖν τὸν σπεύδοντα τὴν ἀρετὴν ἰδεῖν , ὥσπερ πατρίδα . Οὔτε σῖτον |
διὰ ῥυπαρὰν καὶ σμικρολόγον , Ἄρεως δὲ διὰ ἀκαταστασίαν καὶ ζηλοτυπίαν , Διὸς δὲ καὶ Ἀφροδίτης ὁμόνοια αὐτοῖς ἔσται καὶ | ||
μόνον ἐποίησε δίχα Χαιρέου : εἰδυῖα γὰρ αὐτοῦ τὴν ἔμφυτον ζηλοτυπίαν ἐσπούδαζε λαθεῖν . λαβοῦσα δὲ γραμματίδιον ἐχάραξεν οὕτως : |
πέφυκε τῷ διψῆν βίᾳ . ὅθεν εἴρηται καὶ τὸ οἶνος ἄνωγε γέροντα καὶ οὐκ ἐθέλοντα χορεύειν . Σθένελός τε ὁ | ||
εὖτ ' ἐνόησεν ἀπὸ μεγάροιο κιόντας : αὐτὴ γάρ μιν ἄνωγε δοκευέμεν ὁππότε νῆα στείχοιεν . τὸ καὶ αὖτις ἐποτρύνους |
, πρὶν ἐς ἀργαλέαν πεσεῖν ἀνάγκαν : Ζεύς τ ' ἔθελεν Κρονίδας τιμῶν Δαναοῦ γενεὰν καὶ διωξίπποιο Λυγκέος παῦσαι στυγερῶν | ||
Προῖτ ' , ἢ κάκτανε Βελλεροφόντην , ὅς μ ' ἔθελεν φιλότητι μιγήμεναι οὐκ ἐθελούσῃ αὐτὴ προτέρα ἐπιχειρήσασα καὶ ὑπεροφθεῖσα |
παραπλήσιόν τι ὅ φασι παθεῖν τινα ἐφ ' ἵππον ἀναβάντα μαινόμενον : ἁρπάσας γὰρ αὐτὸν ἔφερεν ἄρα ὁ ἵππος : | ||
οἳ μὲν γὰρ ἀφελῆ τινα αὐτὸν ᾤοντο , οἳ δὲ μαινόμενον . καὶ γὰρ περὶ τὰς δωρεὰς ἦν παραπλήσιος : |
χέρας ἔθηκαν . ἡ δὲ τὸν ἐμὸν ὠδίνων πόνον μαστοῖς ὑφεῖτο καὶ πόσιν πείθει τεκεῖν . ἤδη δὲ πυρσαῖς γένυσιν | ||
[ ] : ἡ δὲ τὸν ἐμὸν ὠδίνων πόνον μαστοῖς ὑφεῖτο καὶ πόσιν πείθει τεκεῖν : ὥστε υἱὸς ἐνομίζετο . |
ἀγανακτήσας ὁ Ἰκίλλιος καὶ οἱ συνάρχοντες αὐτοῦ , συνέλαβον τὸν ῥαβδοῦχον καὶ ἀπῆγον ὡς ῥίψοντες κατὰ τῆς πέτρας . οἱ | ||
τῶν ἐν ποσὶ πατάξαντος , ἕτερος ἐκ τοῦ στρατοῦ τὸν ῥαβδοῦχον ἐπάταξε . καὶ Κίννα κελεύσαντος αὐτὸν συλλαβεῖν βοὴ παρὰ |
κακῶς διακείμενον : τὸ δὲ νευρῶδες γένος δηλοῖ τὸν ἐγκέφαλον βεβλαμμένον , ἐφ ' ᾧ ἡ παραφροσύνη ἕπεται . εἰ | ||
φησι τὸν βεβλαμμένον , καὶ Ὅμηρος πολυδίψιον Ἄργος ἱκοίμην πολλάκις βεβλαμμένον . ἐπιίστορας : συνίστορας , συνειδυίας . περιβρομέεσκον ἀκουαί |
καὶ τὴν ἐπὶ τῷ κρατηθῆναι λύπην , ἣν εἶπε πάθος ἀλγεινόν . Τούτων δὲ τῶν στίχων ὁ Ἀρίσταρχος ὀβελίζει τοὺς | ||
: ἐπειδὴ ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἦν ἐν τῷ σκέλει τὸ ἀλγεινόν , ἥκειν δὴ φαίνεται ἐπακολουθοῦν τὸ ἡδύ . Ὁ |
? ? ἀετῶι ἐν [ τῆι ] θαλάσ - [ σηι γέγονεν ] ? λεγετε ? [ ! ! ! | ||
* οιγεγρα * * / * * * / * σηι ? ? * / * εσ ? ? * |
καὶ συνεξετάζεσθαί σοι ἕτοιμος ἐπὶ τῆς δίκης . Ἀλλὰ ἐκεῖνο ἀνιαρόν , ὦ Πολύστρατε , ὅτι μὴ ἐκείνης παρούσης ποιήσομαι | ||
αἰσχυνόμενοι θυλήμασι κρύπτετε πολλοῖς ; Νὴ τὴν Δήμητρ ' , ἀνιαρόν γ ' ἦν τὸ κακῶς ᾄδοντος ἀκούειν : βουλοίμην |
ἀπὸ γὰρ τῶν προσώπων ὡς ἐπιτηδείων εἰς τὴν πρᾶξιν τὴν πορνείαν συνέστησεν . ἀπὸ καιροῦ : καὶ ταῦτα ἔγραψε Τιμοκράτης | ||
ἐλαύνειν : ἀγαθὰς γὰρ ἱερωσύνας αὐταῖς περιποιεῖ : πενιχραῖς δὲ πορνείαν τὸ διὰ πόλεως ἱππάζεσθαι προαγορεύει : δούλοις δὲ ἐλευθερίαν |
ἐστίν . ὡς γὰρ ἰατρὸν ἐκεῖνόν φαμεν οὐ τὸν ἀεὶ θεραπεύοντα , ἀλλὰ καὶ τὸν ἰατρικῶς τὸν νοσοῦντα μετα - | ||
ποτε ὠφελήϲαντα καὶ κατὰ καιρὸν ἕκαϲτον προϲάγειν καὶ μάλιϲτα προϲθετικῶϲ θεραπεύοντα . τὰ γὰρ ἐπὶ νεκρώϲει τῆϲ ἐπιφανείαϲ ἐκ βάθουϲ |
τοῦτο καὶ ἀκατάληκτον . [ εἰναί ] , ἀλλ ' ἐπείγει μᾶλλον θεραπεύειν καὶ τὰ ὅμοια . θέλεις οὖν περὶ | ||
ἐπέταττε τῷ Ἡρακλεῖ . διό φησι κἀκεῖνος “ ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει ” : τῷ ὄντι γὰρ ὁ προστάττων ἀμεταποιήτως ἔχει |
δυσκάθεκτον : δυσκράτητον . δυσκάθαρτον : ἀκάθαρτον . ἐπταικότα : πταίσαντα . ἐπιπνοίας : ἐπιπνεύσεως . εὐτελοῦς : ταπεινῆς . | ||
οὐ γὰρ δυνατὸν τὸν εἰς ἑτέρους ὠμὸν γενόμενον ἐν μέρει πταίσαντα τυγχάνειν ἐλέους , οὐδὲ τὸν οἶκτον ἐξ ἀνθρώπων τὸ |
κατὰ τὴν κοιλίην : καὶ ἢν τούτων οὕτως ἐχόντων μὴ ἱδρώσῃ , μηδέ οἱ ἡ κύστις διηθῇ , μηδὲ ἡ | ||
ἐς τοὺς πόδας , καὶ οὔρου διελθόντος , κἢν μὴ ἱδρώσῃ , πάντα λωφᾷ : κατὰ τόνδε οὖν τὸν καιρὸν |
' ἑτέρωθεν ὁμόκλεον ἐν μεγάροισι : πρῶτος τήν γ ' ἐνένιπε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος : “ Μέντορ , μή ς ' | ||
φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι . ἡ δ ' Ὀδυσῆ ' ἐνένιπε Μελανθὼ δεύτερον αὖτις : “ ξεῖν ' , ἔτι |
γὰρ διὰ τοῦ γ μόγις , παρὰ τὸν μόγον . ἐπαύρεσθαι : ἐὰν μὲν παροξυτόνως , ἔσται συντελικὸς ἀντὶ τοῦ | ||
γὰρ διὰ τοῦ γ μόγις , παρὰ τὸν μόγον . ἐπαύρεσθαι : ἐὰν μὲν παροξυτόνως , ἔσται συντελικὸς ἀντὶ τοῦ |
ἑλεῖν οὐκ ἴσχυσαν . Ἀσδρούβας δὲ ὁ στρατηγὸς τῶν Καρχηδονίων βλασφημούμενος ὑπὸ τῶν ἰδίων διὰ τὸ μὴ πολεμεῖν , ἀναζεύξας | ||
τὴν ἀρχὴν μηδεμίαν ἔχειν ἀξιόλογον ἀφορμὴν εἰς τὸν πόλεμον . βλασφημούμενος γὰρ ἐπὶ τῷ δοκεῖν τὸν πόλεμον αὔξειν ὑπελάμβανε τῇ |
θυρῶν ἵεμαι δρόμῳ , καὶ ὁ Σάτυρος ὑποδέχεται τρέμοντα καὶ τεταραγμένον . εἶτα ἐφεύγομεν διὰ τοῦ σκότους καὶ ἐπὶ τὸ | ||
δίμετρος . . . μεμαγμένον ] μεμαλαγμένον . ἐζυμωμένον , τεταραγμένον ἔματτεν ] ἐτάρασσε μιμήσομαι ] μι - πάντας ] |
ἐπὶ παντί τῳ χρείας ἱσταμένῳ : πῶς ποτε , πῶς δύσμορος ἀντέχει ; Ὦ παλάμαι θνητῶν , ὦ δύστανα γένη | ||
Πολλάκις Ἡράκλειτον ἐθαύμασα , πῶς ποτε τὸ ζῆν ὧδε διαντλήσας δύσμορος εἶτ ' ἔθανεν : σῶμα γὰρ ἀρδεύουσα κακὴ νόσος |
καίειν ἀμυδρῶϲ . ὠφελεῖ δὲ καὶ τὸ δάκρυον αὐτοῦ καὶ λιθιῶνταϲ πινόμενον . Κνῆκοϲ . Κνήκου τῷ ϲπέρματι πρὸϲ τὰϲ | ||
τὰϲ τῶν ϲπλάγχνων ἐμφράξειϲ καὶ οὖρα κινεῖ καὶ νεφροὺϲ ἐκκαθαίρει λιθιῶνταϲ . οὐ μὴν εἰϲ τοϲοῦτον λεπτομερέϲ ἐϲτιν , ὡϲ |
ἰδέαν δημιουργεῖς , εἰ μὲν θεατὴς ὢν τυγχάνεις , μιμητὴς γίνου τῆς θέας : ἂν δὲ τὸ εἶδος ἀκοῇ παραλάβῃς | ||
ἐπιβόητος δὲ ὁ μοχθηρὰν ἔχων τὴν φήμην . ἴσθι καὶ γίνου διαφέρει , ὅτι τὸ ἴσθι σημαίνει τὸ γίνωσκε : |
, ὠμογέρων , μιξοπόλιος , „ , , , : Ἄνδρα μεσαιπόλιον , ἐμφέρειάν τινα πρὸς τὴν τοῦ βασιλέως ἰδέαν | ||
Μῆνιν ἄειδε Θεά : ἐν δὲ Ὀδυσσείᾳ τῆς Μούσας : Ἄνδρα μοι ἔννεπε Μοῦσα : ἐν δὲ τῇ Παλαμηδείᾳ τῆς |
ἀντὶ γλώττης ὅσα καὶ χειρὶ χρῆσθαι διέγνωκας καὶ ὥσπερ ἀλλοτρίαν ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῖς . λαλεῖν μοι ἔργον ἐστὶ | ||
ξύνει τῷ Διὶ καὶ συμβασιλεύεις αὐτῷ , καὶ διὰ τοῦτο ὑβρίζεις ἀδεῶς : πλὴν ἀλλ ' ὄψομαί σε μετ ' |
ταῦτα ἀναπαιστικά εἰσι δίμετρα καὶ μονόμετρα ηʹ τὰν δ ' ἄπληστον κακῶν ] ἀντιστροφὴ τῆς ἄνω στροφῆς . τὰ δὲ | ||
σύστημα ἕτερον κώλων ηʹ . . . † τάνδ ' ἄπληστον : ἡ ἀντιστροφὴ αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς , |
: Χαρᾶς γὰρ ἣν δίδωσιν ἐν πέμπτῳ τόπῳ Ἔστι τέλος μέριμνα καὶ λύπης βάρος . Ἕκτος δὲ δηλοῖ ποικιλοτρόπους νόσους | ||
σχολάζει τοῖς πόνοις . ἀσχολία δὲ ἡ φροντὶς καὶ ἡ μέριμνα . μεθῆκε τόδε τὸ πρᾶγμα , ὃ ταῖς χερσὶ |
νέοι ἠδὲ παλαιοί , πολλὰ δὲ τερπνὰ παθὼν ἔρχεται εἰς Ἀΐδην , γηράσκων δ ' ἀστοῖσι μεταπρέπει , οὐδέ τις | ||
τοῦτον τὸν βασιλέα ζωὸν καταβῆναι κάτω ἐς τὸν οἱ Ἕλληνες Ἀΐδην νομίζουσι εἶναι , καὶ κεῖθι συγκυβεύειν τῇ Δήμητρι , |
- τοντα ἀνθρώπινα νομίζοντες καὶ μὴ ἁμῖν μόνοις συμβαίνοντα , εὐθυμότερον διάξομεν . οὐδὲ γὰρ θέμις ἄνθρωπον μὲν ὄντα τὰ | ||
τὸ πλέον θαρσήσας καὶ τῇ τοῦ ἀνδρὸς παρουσίᾳ πρὸς τὸ εὐθυμότερον μετατεθεὶς ἀνέκραγον , „ σῶσον „ εἰπών , ” |
βαλλέτω ὡς ἐθέλει : πάλιν Ἄρτεμις ἄμμιν ἀρήγει . οὐ φεύγεις τὸν Ἔρωτα , τὸν οὐ φύγε παρθένος ἄλλη . | ||
δὴ σοί , ὦ Εὐθύφρων , τίς ἡ δίκη ; φεύγεις αὐτὴν ἢ διώκεις ; Διώκω . Τίνα ; Ὃν |
τὰ ῥήματα τὸ αὐτὸ σημαίνει ” : τοῦτο γὰρ εἰπὼν μετατίθησι τό τε ἄνθρωπος καὶ τὸ λευκός , ὡς ἂν | ||
ὕπαρξιν ἀλλ ' ἀνυπαρξίαν ἀπεργάζεται . ἢ πῶς ἀνύπαρκτος οὖσα μετατίθησι τὸ ὑπαρκτὸν εἰς ἀνυπαρξίαν , ἀλλ ' οὐ κατὰ |
τὸ ἐπιπολάζον τῇ θαλάσσῃ ἄχνη . ἀχρημοσύνη πενία : “ ἀχρημοσύνη γὰρ ἀνώγει . ” ἀχθομένους βαρυνομένους . ἀχαρίστερον ἀχαριστότερον | ||
: ἐξ ὧν καὶ πενία , ἀκληρία , ἀπορία , ἀχρημοσύνη ἀχρηματία , ἀκτημοσύνη , σπάνις , ἔνδεια ἔκδεια , |
πέμψαι δόμον Ἄϊδος εἴσω , ὡς οὐκ ὀφθαλμόν γ ' ἰήσεται οὐδ ' ἐνοσίχθων . ὣς ἐφάμην , ὁ δ | ||
ἀλλ ' εἶπεν : ” ὡς οὐκ ὀφθαλμόν γ ' ἰήσεται οὐδ ' ἐνοσίχθων ” . δι ' αὐτοῦ δὲ |
ἑκόντες , ἕως αὐτῶν τοῦτ ' ἐν ταῖς ψυχαῖς τὸ δύστηνον ἐνοικεῖ πάθος : οἵ γε τελευτῶντες ὑπὸ τυράννῳ ποιήσασθαι | ||
τέλος δέ οἱ ἔπλετ ' ὄλεθρος . ὃς καὶ τὸν δύστηνον ὑπήγαγε κόσσυφον ἄτῃ δμηθῆναι , χαλεπῆς δὲ γάμων ἤντησεν |
κινήσοις ὄφρ ' ἂν ὑπεξερύγῃσι : ὡς ἂν ἐμέσῃ τὴν λώβην , δαμαζόμενος καὶ νικώμενος τῇ χειρί σου διὰ τοῦ | ||
ἐς Ἀχαιούς , νῦν μὲν δὴ τοῦ πατρὸς ἀεικέα τίσετε λώβην . Ἦ , καὶ Πείσανδρον μὲν ἀφ ' ἵππων |
μηδὲ νῦν ἐπὶ δίκην ἐλθεῖν . τί γὰρ δὴ καὶ νεανικὸν πόλιν ὑπήκοον ποιῆσαι κακῶς ; οὐδὲ γὰρ τοῖς ποιμέσι | ||
αὐτὰς προσάγεσθαι διεγνωκότος , γενναῖον μὲν οὐδὲν ἔτι βούλευμα καὶ νεανικὸν οὐδεμιᾶς ἐγένετο , πᾶσαι δὲ κοινῇ γνώμῃ χρησάμεναι πρὶν |
πρὸς μὲν οὖν τούτους τοῦτο ἡμῖν ἐνταῦθα μενέτω συνομολογηθέν . Μένει . Πρὸς δὴ τοὺς ἑτέρους ἴωμεν , τοὺς τῶν | ||
δρωμένοις ἐν τῷ παντὶ δίκη , εἴπερ μὴ λυθήσεται . Μένει δ ' ἀεὶ ὀρθουμένου τοῦ ὅλου τάξει καὶ δυνάμει |
θηρία οὔτε ἄλλο οὐδὲν τὸ τὰ δεινὰ ὑπὸ ἀνοίας μὴ φοβούμενον , ἀλλ ' ἄφοβον καὶ μῶρον : ἢ καὶ | ||
τὸ μεταξύ . τὸν μὲν γὰρ ἀθλιώτατον ἁπάντων τυγχάνειν , φοβούμενον μὲν ἐν τοσούτῳ χρυσῷ πενίαν , φοβούμενον δὲ νόσους |
τοῦ ὄνου σύμβολον διασῴζειν καὶ σύρειν : σὺ δέ μοι ἐλήλυθας ἐξ ἐκείνου τοῦ καλοῦ καὶ χρησίμου ζῴου ἐς πίθηκον | ||
πῶς τί ποτ ' ἐφλυάρησα τὰ ἐπελθόντα μοι ; φθονῶν ἐλήλυθας , τεταπεινωμένος , ὅτι σοι ἐξ οἴκου φέρεται οὐδέν |
χθόνα βούλεθ ' ἱκέσθαι : δεινὰ δ ' ὑπεστενάχιζε φόβου κρυόεντος ἀνάγκῃ . οὐρὴν μὲν πρῶτ ' ἔπλας ' ἐφ | ||
θαλπωρὴν , παρὰ τὸ τέρπεσθαι καὶ ἰαίνεσθαι : καὶ φόβου κρυόεντος . Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Ῥωμαίων διαλέκτου . Σπάργανον |
Μόσχε , τὸν ἥπατον , ἐν περικλύστῳ Δήλῳ καὶ Τήνῳ σάλπην δὲ κακὸν μὲν ἔγωγε ἰχθὺν εἰς ἀεὶ κρίνω : | ||
Ἀριστοτέλης εἶναί φησι καὶ μέντοι καὶ τὴν χρόμιν καὶ τὴν σάλπην καὶ τὸν κεστρέα . πυνθάνομαι δὲ τὸν λάβρακα σαφῶς |
μὴ καλῶς εὐεργετεῖν . δέσποιν ' , ἔχεις μὲν τἀμὰ μέμψασθαι κακά , τὸ γὰρ δάκνον σου τὴν διάγνωσιν κρατεῖ | ||
καὶ ἐνέπιπτε τὸ κάλλος , καὶ ἐτήκετο μηδὲν αὐτοῦ μέρος μέμψασθαι δυναμένη : ὁ δὲ ἰδὼν ἐν νεβρίδι καὶ στεφάνῳ |
δέ μ ' ἐπιγράψας ταρσὸν ποδὸς εὔχεαι αὔτως . οὐκ ἀλέγω , ὡς εἴ με γυνὴ βάλοι ἢ πάϊς ἄφρων | ||
, . ἀλέγω : τὸ φροντίζω ἡ φροντίς . καὶ ἀλέγω μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α καὶ οὐκ ἀλέγω , τὸ |
γὰρ ἀλόης καταπίων τις τοὺς ἐνοχλοῦντας τῷ τῆς κοιλίας στόματι ἐσόψεται καθαιρομένους χυμούς , τῇ ῥυπτικῇ ταύτης δηλυνότι δυνάμει . | ||
, εἴ ποτ ' εἰς Ἄργος μολὼν γάμους ἀδελφῆς δυστυχεῖς ἐσόψεται . ὅστις δέ μ ' εἶναί φησι μῶρον , |
, μίαν μὲν , ὅτι ἐχρήσατο τῷ ὑβριστὸν ἀντὶ τοῦ ὑβριστικόν , ὅμοιον ὂν τῷ τύπῳ τοῖς τοιοῖσδε τῶν ὑπερθετικῶν | ||
θεν καὶ ἐλέγετο περὶ αὐτοῦ ᾀδόμενόν τι ἔπος παραγωγὸν καὶ ὑβριστικόν : Πρόσθε Πλάτων , ὄπιθεν [ δὲ ] Πύρρων |
† βιον † ; θανοῦσα : τύμβωι δ ' ὄνομα σῶι κεκλήσεται . . . μορφῆς ἐπωιδὸν μή τι τῆς | ||
εἰσήκουσά τ ' Ἀργείων πάρα , σπονδὰς ὅτ ' ἦλθον σῶι κασιγνήτωι φέρων ἐνθένδ ' ἐκεῖσε δεῦρό τ ' αὖ |
ἐμοὶ δὲ πρὸς σὲ τόνδ ' ἐπιστέλλους ' ἄγειν , τέρψαι θέλοντες σὴν φρέν ' : ἐκ γὰρ εὐτυχοῦς ἥδιστον | ||
βούλομαι γάρ , ἡδὺ καὶ διὰ στόμα πτηνοῖσι μύθοις ἀδαπάνως τέρψαι φρένα . ἐγώ , κασίγνητ ' , αὐτὸ τοῦτ |
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν , | ||
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο |
θ κληρονομεῖς τὸν φίλον ι οὐκ ἔχεις ἐσχάτην καλήν α ὑβρισθήσῃ δεινῶς β τὸ γεννηθὲν θρέψεις γ σώζῃ τῆς κατηγορίας | ||
μὴ ἔλπιζε γ ἐλευθερωθήσῃ , ἄρτι δὲ οὔ δ οὐχ ὑβρισθήσῃ νῦν , ἀλλὰ μετὰ χρόνου ε τὸ γεννώμενον μὴ |
διὰ Μεσσήνην εἵλομεν εὐρύχορον . ὁ τοίνυν Ἀριστομένης δόξηι γε ἐμῆι γέγονεν ἐπὶ τοῦ πολέμου τοῦ ὑστέρου : καὶ τὰ | ||
ὁμιλήσω ] ἐπ ' ἀπειλὰς τρέπονται ἀφεῖσαι τὴν δικαιολογίαν . ἐμῆι ] ἐκβαλεῖς τὴν ὀργὴν οὐδὲν δυναμένην βλάψαι τοὺς ἐχθρούς |
ὑπουργούντων τινὶ πρὸς κόνεως κυλίστραν τὸν ἵππον ἐξαγαγεῖν κυλισθῆναι . ἄπαγε ] ὦ δοῦλε . ἐξαλίσας ] κυλισθῆναι ποιήσας . | ||
; τίς μ ' εἰς ] τὸ πρόσθεν κατατέθηκεν ; ἄπαγε δὴ σύ . καὶ δή . παῖ , παιδίον |
: οὔκουν χρῆν ς ' ὁμοιοῦσθαι κακοῖς , οὐδ ' ἀντιτείνειν νήπι ' ἀντὶ νηπίων . παριέμεσθα καί φαμεν κακῶς | ||
τοῖς γεννήσασι πρὸς τὰ ἔκγονα , μάταιον δήπουθέν ἐστι τὸ ἀντιτείνειν καὶ μὴ παραιτεῖσθαι συγγνώμης τυχεῖν , εἰ δὲ μὴ |
' ἄγχι μάλιστα παρήμενος εἰλαπινάζει : ὀψὲ δέ τοι προλιπὼν κενεὸν δέμας ἔκθορε θηρός . ἰχνεῦμον μέγα θαῦμα , μεγασθενές | ||
ὄντως κενὸν ἀπέγνωσαν . Ἐμπεδοκλῆς : οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ περιττόν . Δημόκριτος καὶ ἕτεροι Λεύκιππος Μητρόδωρος |
' ἀναπτυχαί , οἵων λόγων ἄρρητον εἰσήκους ' ὄπα . σίγησον , ὦ παῖ , πρίν τιν ' αἰσθέσθαι βοῆς | ||
βεβρεγμένος . ἄχρι τίνος , Ζεῦ ; Ζεῦ φίλε , σίγησον , καὐτὸς ἐρᾶν ἔμαθες . Ἡδὺ θέρους διψῶντι χιὼν |