αὐτοῖϲ ἐπιτείνεται ἡ τοῦ ἰοῦ κακία . ϲημεῖα δέ ἐϲτι λυττώντων κυνῶν τοιάδε : ἄφωνοί εἰϲι καὶ ἔκφρονεϲ , ὥϲτε
τοῦ ὑδροφοβικοῦ πάθουϲ . δʹ . Πρὸϲ τὰ τῶν μὴ λυττώντων κυνῶν δήγματα . εʹ . Περὶ ϲφηκῶν καὶ μελιϲϲῶν
5286246 σαινειν
; ” , ἵν ' ᾖ τὸ κινεῖν ἀντὶ τοῦ σαίνειν . ὡσεὶ ἔλεγε , τί μου καταπαίζεις καὶ λυπεῖς
ἀπὸ τῶν σαινόντων ζώων . αἴτιον γὰρ ἡ χαρὰ τοῦ σαίνειν τὰ ζῶα τὰς οὐράς . τῶν φίλων . εὐτυχούντων
5253442 τυρουται
ἔβη . ἀλλ ' οἷα μήτρα καλλιπάρηιος ἐκβολὰς δίεφθα λευκανθεῖσα τυροῦται δέμας . Ἀταβυρίτης δ ' ἄρτος ἦν πλησίγναθος .
ἐκβολάδος Σώπατρος μέμνηται : οἷα μήτρα καλλίκαρπος ἐκβολὰς δίεφθα λευκανθίζουσα τυροῦται δέμας . καὶ Ἵππαρχος : μήτρης καλὰ πρόσωπα ἐκβόλαδος
5247323 ὀσφραινεσθαι
ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν καὶ ὁρᾶν καὶ ὀσφραίνεσθαι , ἐκ τούτων δὲ γίγνοιτο μνήμη καὶ δόξα ,
, ἀλλὰ μηδὲ γεύεσθαι , τοῦτο δ ' αὐτὸ μόνον ὀσφραίνεσθαι . καθάπερ γὰρ τοὺς θηρατικοὺς τῶν σκυλάκων λόγος ἔχει
5214387 ἐπιλιποντων
ἐβάδιζεν εἰς Καρχηδόνα , καὶ τούτῳ φασὶ τραφῆναι πλείους ἡμέρας ἐπιλιπόντων τῶν ἐπιτηδείων . ἔστι μὲν οὖν καὶ ἐν τῇ
. Οὐ γὰρ ἔτι ἐπλεύσαμεν προσωτέρω , τῶν σίτων ἡμᾶς ἐπιλιπόντων . Ἄρξομαι δὲ ἀπὸ Ἡρακλείων στηλῶν τῶν ἐν τῇ
5185029 μακρηγορει
ὑστάτη ] τελευταία . . θάψω ] καλύψω . μὴ μακρηγόρει ] ἤγουν , μὴ μακρολόγει . . ἀλλ '
. μὴ μακρηγόρει ] μὴ μακρὰ ἀγόρευε καὶ λέγε . μακρηγόρει ] πολυλόγει . μακρηγόρει ] ἤγουν πολλοὺς λέγε λόγους
5177635 ἀλγεειν
τὴν γαστέρα μεγάλην εἶναι : ἢν δὲ ψαύσῃ αὐτῆς , ἀλγέειν πᾶν τὸ σῶμα , μάλιστα ἤν τις τῆς γαστρὸς
παρὰ τὸ καινὸν τεῖχος , πῦρ ἔλαβεν . Ἤρξατο δὲ ἀλγέειν κεφαλὴν , ὀσφύν : ὑποχονδρίου ἔντασις λαπαρῶς : γλῶσσα
5177163 ἀπορρειν
κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ πόρου μετρίως ἀποτιθεὶς εἰς τὸ βάθος ἀπορρεῖν ἐπίτρεπε . καὶ μετὰ τοῦτο πάλιν αὖθις καὶ αὖθις
ὕδατος καταπλασσομένη ἢ λωτοῦ ῥίζα ὁμοίως . Πρὸς τὸ μὴ ἀπορρεῖν τρίχας , ὃ ἐπαινεῖ ὁ Γαληνός : λάδανον ἀποβρέχων
5161510 πεπεφθαι
δὲ τῆς ἁπαλότητος , ὅταν ποτὲ χωρὶς ὑγρότητος ᾖ , πεπέφθαι μὲν τὴν τροφὴν ὀρθῶς , καὶ τετράφθαι τὸ σῶμα
γὰρ πολυειδῶς ἐν τῇ μίξει τὸ ὑγρὸν ὑπὸ τοῦ θερμοῦ πεπέφθαι καὶ ἐξηράνθαι πολυειδῆ καὶ τὰ χρώματα γίνεται . λευκὰ
5129747 στηθεϊ
πτέρνῃ οὐ δύνανται καθικνέεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς , τῷ δὲ στήθεϊ τοῦ ποδὸς βαίνουσιν ἐπὶ τὴν γῆν : ὀλίγον δὲ
. Τὰ ψυχρὰ , οἷον χιὼν , κρύσταλλος , τῷ στήθεϊ πολέμια , βηχέων κινητικὰ , αἱμοῤῥοϊκὰ , καταῤῥοϊκά .
5063371 καταρρεον
διὰ λεπτὸν ῥεῦμα γιγνομέναιϲ ἐκ κεφαλῆϲ θερμοτέραϲ εἰϲ τὸν θώρακα καταρρέον ὀνίνηϲι μεγάλωϲ . ἔχει δὲ ἡ ϲκευαϲία οὕτωϲ :
τοῖς συμποσίοις λύειν τὰς ἐπὶ τῷ προσώπῳ φλέβας καὶ τὸ καταρρέον αἷμα μιγνύντας τῷ πόματι προσφέρεσθαι , τέλος φιλίας νομίζοντας
5057071 σπασμῳ
ἐν προαιρετικοῖς μορίοις γινομένη . διαφέρει τῇ ἐπιληψίᾳ καὶ τῷ σπασμῷ τὸ παρὰ φύσιν καὶ κατὰ φύσιν . Τί ἐστιν
, καὶ αἱ τοιαῦται αἱμόῤῥοιαι , κωματώδεες : ἐκ τούτων σπασμῷ τελευτῶσι , μελάνων προδιελθόντων . Οἷσι μέλανα διαχωρέει ,
5039905 ἀσπουδι
πρόσφατον , νεωστὶ ἐστραμμένην , καινήν . . μὴ μὰν ἀσπουδί γε , δαμασσάμενοί περ , ἕλοιεν νῆας ἐυσσέλμουςἡ διπλῆ
εἰρύατο : νῦν αὖτέ με μοῖρα κιχάνει . μὴ μὰν ἀσπουδί γε καὶ ἀκλειῶς ἀπολοίμην , ἀλλὰ μέγα ῥέξας τι
5033595 ἐϲχατον
ἐϲ ἐπομβρίην τρέπεται . αἱ γὰρ τῶν πρηγμάτων ἐϲ τὸ ἔϲχατον ἐπιτάϲιεϲ ἐϲ τὴν ἐναντίην μεταβάλλουϲι ἰδέην . ἐπὴν ὦν
ἐν ὅλῳ τῷ ϲώματι , τοῖϲ δὲ ἄλλοιϲ ἅπαϲι κακὸν ἔϲχατον . ϲυμβαίνει δὲ ἐν τοῖϲ πληθωρικοῖϲ νοϲήμαϲι τοὺϲ πλουϲίουϲ
5000639 δακνομενους
καταγματικούς , ἀπὸ ὕψους ἢ τετραπόδων πίπτοντας καὶ ὑπὸ θηρίων δακνομένους καὶ ὑπὸ συμπτώσεως ἢ ἐμπρησμοῦ σινουμένους , ἔτι καὶ
πλακούντων ἢ τραγημάτων οὐδὲν ὅλως προσφέρεσθαι δεῖ τοὺς ὑπὸ χολῆς δακνομένους καὶ ὀδυνωμένους τὸ κῶλον . Λουτρὰ δὲ τὰ ἀπὸ
4998417 κουφιζειν
γένοιτο δριμύτερόν τε καὶ λεπτότερον , ἐνταῦθα τῶν μὲν πόνων κουφίζειν τῶν πολλῶν , εὐωχεῖν δὲ τὴν τιτθὴν ῥοφήμασί τε
. ἢ ἀπὸ τοῦ ἐν αὐτῷ τινὰ ζῶα αἴρειν καὶ κουφίζειν . Ἀμβροσία , ἡ τῶν θεῶν τροφὴ , ἧς
4981694 ἐνδιδον
ἔν γε ταῖς καθέδραις καὶ ταῖς κατακλίσεσι τὸ ὑπεῖκον καὶ ἐνδιδὸν ὅταν ἅπαξ λάβῃ τὸ βάρος οὐκέτι ὑπείκει : ὥστε
ὡραίου καὶ σώφρονος , ὃ ἐρώμενον ὑπὸ πολλῶν καὶ μὴ ἐνδιδὸν , εἶτα ἐκείνων μὴ τυγχανόντων , καὶ ἑαυτοὺς βροχιζόντων
4978161 προϊεσθαι
ταῖς βακχείαις καὶ μέθαις ἐκβοήσεις . ἢ Πρίηπος ἀπὸ τοῦ προΐεσθαι τὸ σπέρμα . κρανίδων : ἀντὶ τοῦ κρηνῶν ,
τὸν πάντα χρόνον καὶ εὐδαιμονίην βιοτῆς μηκίστης τῆς μετὰ ταῦτα προΐεσθαι . Ὅτι μηδὲν ὤφειλέ σε τῶν καλῶν λανθάνειν καὶ
4948083 θανασιμου
τῆς τελευτῆς τοῦ βασιλέως τούτου διαπεφωνήκασιν , ἀποφαινόμενοι διὰ φαρμάκου θανασίμου γεγονέναι τὸν θάνατον , ἀναγκαῖον ἡγούμεθα δεῖν μὴ παραλιπεῖν
ἐστι τὸ ὀρθὴν ποιεῖσθαι τὴν τομήν . μοχθηροῦ βοός : θανασίμου ἢ ἀσθενοῦς , ἰσχνοῦ καὶ λεπτοβυρσοῦ . καὶ τοῦτο
4946491 καταλληλοιϲ
ϲκελῶν πολλάκιϲ εὐχρηϲτοῦϲι . παρακμάϲαντοϲ δὲ τοῦ πάθουϲ εὐθέωϲ αἰώραιϲ καταλλήλοιϲ χρηϲτέον καὶ ἐπὶ βαλανεῖον ἀκτέον καὶ τὴν ἀναληπτικὴν ἀγωγὴν
τὴν κραιπάλην ὑγροτέρᾳ θρεπτέον τροφῇ καὶ τὴν κεφαλὴν ἐπιτέγγειν ταῖϲ καταλλήλοιϲ ἀλοιφαῖϲ , εἰ μὲν θέροϲ εἴη , ψυχραῖϲ ,
4929269 ἱδρουν
ἰητρείην : θεραπείαν . ἴσχειν : συλλαμβάνειν . ἰδίειν . ἱδροῦν . | ἰπνοῦ : καμίνου , οἱ δὲ φούρνου
καὶ ὀξείας , καὶ ἀνεμεῖν τὰ σιτία , μὴ εὐχερῶς ἱδροῦν ἐν βαλανείοις , συνήθεις κλυσμοὺς ἢ καθάρσεις κοιλίας ἐκλελοιπέναι
4928117 καρδιωγμους
πόδας , ὡς τό γε εὐθὺς περιπατεῖν πολλοῖς ἐμέτους καὶ καρδιωγμοὺς καὶ ἰλίγγους παρέσχεν . ὅταν δ ' ἐν τῇ
φοινίκων καὶ οἴνου παλαιοῦ καταπλάσσειν τὸ προκάρδιον . τοὺς δὲ καρδιωγμοὺς ἐπικουφίζει τό τε ἐπιρροφεῖν θερμοῦ ὕδατος καὶ τὸ ἡσυχῇ
4916192 ἐπηγγελλομην
παρέχουσα ταύτῃ πρὸς τὴν ἡμέραν ἐρίζειν . τοιγαροῦν εἰ κωμῳδίαν ἐπηγγελλόμην , εἰσῆγον ἂν ἐν εἴδει γυναικὸς ἑκατέραν , ὥσπερ
αὐτῶν , καὶ τοῖς γονεῦσιν ὡς ἤδη πειράσας καὶ ὑποστρέφειν ἐπηγγελλόμην . Ἐν μὲν οὖν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ μένειν οὐχ οἷόν
4898156 ὑποθειη
ἂν ἡ κατόρθωσις , εἴ τις τὸν ἄνθρωπον ὕπτιον κατακλίνας ὑποθείη μεταξὺ τῶν ὠμοπλατῶν κατ ' αὐτὴν τὴν ῥάχιν προσκεφάλαιον
ἀντιπάθειαν , ὡς εἴ τις ὑπὸ λοπάδα ὄψου ὁλόριζον ὤκιμον ὑποθείη , ἀγνοούσης γυναικός , οὐ πρότερον ἡ γυνὴ τοῦ
4891306 δακνοντων
ἀναπεπομένων τοῖς χιτῶσι τῆς γαστρὸς ἢ μᾶλλον τοῖς ἐντέροις , δακνόντων τε καὶ ἐρεθιζόντων κἀκ τοῦ παντὸς σώματος προκαλουμένων τὰ
ἀπροαιρέτως ἐκκρίνοντας στυπτικῶς ἀκτέον καὶ τονωτέον τὰ μέρη διὰ τῶν δακνόντων καταπλασμάτων καὶ μαλαγμάτων τροφῶν τε ξηραντικῶν καὶ ποτοῦ ψυχροῦ
4889178 ἀνεχεσθαι
πειθώμεθα , νομίζοντες ἀθάνατον ψυχὴν καὶ δυνατὴν πάντα μὲν κακὰ ἀνέχεσθαι , πάντα δὲ ἀγαθά , τῆς ἄνω ὁδοῦ ἀεὶ
πρόσθεν ὀδόντας , ἐθίζειν ἤδη πως αὐτὸ καὶ τῆς παχυτέρας ἀνέχεσθαι τροφῆς , ὥσπερ οὖν καὶ τοῦτο αὐτὸ πείρᾳ διδαχθεῖσαι
4846113 κινειϲθαι
διαδεῖϲθαι τὰ ἄκρα ϲυμφέρει τούτοιϲ οὔτε ἐμεῖν οὔθ ' ὅλωϲ κινεῖϲθαι , πυκνοῦϲθαι δὲ ἁρμόττει καὶ ψύχεϲθαι : διὸ τὸν
ψαυόντων ὀδυνῶνται καὶ θερμότεροι φαίνονται : ὀδυνῶνται δὲ μᾶλλον ὅταν κινεῖϲθαι προθυμηθῶϲιν . εἰ δὲ καὶ περὶ τοὺϲ ἐν βάθει
4840226 ὀφθεν
γενόμενον . Τάχα δὲ οὐδὲ ὄψεται λεκτέον , τὸ δὲ ὀφθέν , εἴπερ δεῖ δύο ταῦτα λέγειν , τό τε
καί τι ἕτερον εἴη συνεργὸν αἴτιον , ἀλλὰ τοιοῦτο μὲν ὀφθέν , τάχ ' ἂν καὶ ἀρχή τις εἴη νοσήματος
4836838 φοβηθῃς
διὰ τὸ εἶναι πτερωτάς . , , , : μηδὲν φοβηθῇς ] Ὁ ῥυθμὸς Ἀνακρεόντειός ἐστι κεκλασμένος πρὸς τὸ θρηνητικόν
τοῦ δοκοῦντος ἐνθάδε θανάτου καταφρονήσῃς , ὅταν τὸν ὄντως θάνατον φοβηθῇς , ὃς φυλάσσεται τοῖς κατακριθησομένοις εἰς τὸ πῦρ τὸ
4834440 γευεσθαι
δὲ τὴν τῆς Ἀθηνᾶς ἱέρειαν οὐ θύειν ἀμνὴν οὐδὲ τυροῦ γεύεσθαι . καὶ κατὰ χρόνον δέ τινα ἐκλιπόντων τῶν βοῶν
χρεία , καθάπερ οὐδὲ πρὸς τὸ λευκὸν ὁρᾶν ἢ γλυκέος γεύεσθαι ἢ θερμοῦ θιγγάνειν : πρὸς δὲ τὸ ἑλληνίζειν μεθόδου
4831880 ξυλλαμβανει
' ἐνουθέτει . σοὶ δὲ νῦν τις θεῶν παρὼν ἐμφανὴς ξυλλαμβάνει τοῦ πράγματος , καὶ δῆλός ἐστιν εὖ ποιῶν :
ταύτην τὴν φύσιν αὐτὴ ἡ φλὲψ καὶ τὰ γόνιμα πλεῖστα ξυλλαμβάνει : ἀπὸ γὰρ τῶν πλείστων καὶ εἰλικρινεστάτων μερῶν τρεφομένη
4825468 ἡσυχασθηναι
δ ' ἔτι καὶ τοιοῦτον εἴδωλον , ὅπερ οὐκ ἄξιον ἡσυχασθῆναι . τὰ ἀνθρώπων πράγματα κλίμακι πέφυκεν ἐξομοιοῦσθαι διὰ τὴν
καὶ τὸ περὶ τὴν τελευτὴν τῆς γυναικὸς οὐκ ἄξιον ἔργον ἡσυχασθῆναι . τοιαύτην γὰρ ἀποβαλὼν κοινωνὸν τοῦ σύμπαντος βίου ,
4824750 πνιγεσθαι
ἀλλ ' ἕως ὑποκάτω μικρὸν τοῦ τραχήλου , ὥστε μὴ πνίγεσθαι , ἀλλὰ διάπνοιαν ἔχειν . δεῖ δὲ τοὺς ἐκκενουμένους
ἐγχέλεις καθαρωτάτῳ ὕδατι ὅθεν τοὺς ἐγχελυοτρόφους καθαρὸν αὐταῖς ἐπιχεῖν : πνίγεσθαι γὰρ ἐν τῷ θολερῷ . διὸ καὶ οἱ θηρεύοντες
4824189 ἐριφειον
δίεφθον γίνεσθαι , καὶ εἰς ἄρνειον δὲ ζωμὸν καὶ εἰς ἐρίφειον μὴ παντάπασιν ἀπίμελον καὶ εἰς δελφάκειον ἐμβάλλων καὶ συνεψῶν
; χλόη . πρόσεστι θύννου τέμαχος . ὀπτήσεις . κρέας ἐρίφειον ; ὀπτόν . θάτερον ; τἀναντία . ὁ σπλήν
4824032 ἐπιφαινεσθαι
φαινομένων γίνεσθαι δυνατόν , ἀλλ ' ἐπὶ μόνης τῆς σφαίρας ἐπιφαίνεσθαι τὰ τοιαῦτα τῶν συμπτωμάτων δυνατόν . Καὶ μὴν ὁπόταν
ὁδοὺς καὶ τοὺς αὐτοὺς χώρους , ἀλλὰ τῇδε μὲν ὀλίγους ἐπιφαίνεσθαι καὶ διώκοντας μὴ ἐπικαταλαμβάνειν ἑκουσίως καὶ ἀνυπόπτως , ἄλλο
4817476 λεπτοτατῃ
εἰπών : ὁκόταν ἀκμάζῃ τὸ νόσημα , τότε καὶ τῇ λεπτοτάτῃ διαίτῃ ἀναγκαῖον χρῆσθαι . ὑπέλαβε γὰρ αὐτὸν ἐκ τοῦ
διά τι τὸ τῆϲ φλεβοτομίαϲ βοήθημα , διαιτήϲαϲ τὸν ἄνθρωπον λεπτοτάτῃ διαίτῃ , ὅταν ἤδη πέττωνται μὲν οἱ χυμοί ,
4783502 παρενοχλειν
εἰ ταῦτα συγχωρήσεθ ' ἡμῖν [ οὐκ ἀντερεῖ σοι : παρενοχλεῖν [ δ ' ἐμὲ συμπαρόντ ' ἐστ ' ἀπρεπές
μὲν πολλὴν ὑποκρίνονται τὴν ἀσθένειαν οὐ συγχωροῦντες ὑποψίαν τῷ Κύρῳ παρενοχλεῖν : εἶτα συστείλαντες αὐτῷ τὴν ὑπόνοιαν βραχέα που λεληθότως
4782045 κρατεισθαι
διὰ τὸ κρατεῖν θηριωδῶν κακιῶν . ἔστι δὲ πολλάκις καὶ κρατεῖσθαι , ἤτοι ἡττᾶσθαι ὑπὸ τῶν θηριωδῶν ἐπιθυμιῶν τὸν ἔχοντα
τὸ συμφέρον πρὸς τὴν χρείαν καταλείπηται πλῆθος καὶ τὸ ῥᾳδίως κρατεῖσθαι δυνησόμενον . Οὐ γὰρ ὥσπερ ἐπὶ λεόντων καὶ λύκων
4775341 δεδοικας
: πέλας γὰρ δεινὸν ἀνταυγεῖ φόνον . μὴ πέτρος γένηι δέδοικας ὥστε Γοργόν ' εἰσιδών ; μὴ μὲν οὖν νεκρός
οἷς εἴρηκας , οἳ φράσους ' ἐμοί . Κεἰ μὲν δέδοικας , οὐ καλῶς ταρβεῖς , ἐπεὶ τὸ μὴ πυθέσθαι
4775032 δακνεσθαι
ἡττᾶσθαι τῶν λυπηρῶν καὶ ὑποχωρεῖν οὐκ ἀνδρείου , τὸ δὲ δάκνεσθαι καὶ λυπεῖσθαι οὐκέτι : ὅσον γὰρ μᾶλλον λυπεῖται καὶ
, καὶ τότε στερρά ἐστιν ἡ ὕλη μὴ εἴκουσα τῷ δάκνεσθαι . πτόρθοιο : πτόρθος ἢ πόρθος παρὰ τὸ πορεύεσθαι
4771403 ὑπομενετεον
ποῖον ἀντὶ τοῦ ποίου αἱρετέον καὶ τί ἀντὶ τοῦ τίνος ὑπομενετέον . ” διὰ τοῦτο γὰρ χαλεπόν , ὅτι ἔστιν
τόποιϲ : παραιτεῖϲθαι δὲ καὶ οἴνου πόϲιν , ἀνδρείωϲ δὲ ὑπομενετέον τὴν ὑδροποϲίαν . παραιτεῖϲθαι δὲ καὶ πᾶϲαν τροφὴν παχύνουϲαν
4763997 μυοντα
ἄστρων : τοῖς μὲν πρὸς ἀνατολὰς κειμένοις ὄμμασι βλέποντα , μύοντα δὲ τοῖς πρὸς δύσιν . θέλει γὰρ αὐτὸν οἷς
ὀπισθίων μερῶν , δύο μὲν ἐγρηγορότα , δύο δὲ ἡσυχῆ μύοντα : καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων πτερὰ τέσσαρα , δύο
4761901 ἀποθνησκειν
αὐτοὺς πρὸς ἑαυτόν : ὤφθη γὰρ αὐτῷ , ὅτι μέλλει ἀποθνήσκειν . Καὶ ὅτε συνήχθησαν , εἶπε πρὸς αὐτούς :
τριήρων φεύγειν ἐπιόντος μὲν Φιλίππου , νόμον δὲ Αἰσχίνου κεκυρωκότος ἀποθνήσκειν τὸν πολέμου μνημονεύσαντα . ἐν γὰρ ταύταις μάλιστα τῶν
4750027 ῥιγουν
ϲικυωνίῳ ἢ γλευκίνῳ πρὸ μὲν τῶν παροξυϲμῶν , ὥϲτε μὴ ῥιγοῦν , παυομένων δὲ ὥϲτε μὴ ἐκ τῶν ἔξωθεν προϲπιπτόντων
ὁτὲ δ ' ἐκώλυσεν ἐξελθεῖν , ὥστε μὴ πεπαῦσθαι τὸ ῥιγοῦν ἀλλὰ τὰ μὲν περικεκαῦσθαι , τὰ δὲ κατεψῦχθαι καθάπερ
4740970 ἀνατριβεσθαι
τοιούτῳ ποτὲ χρήσεται . ἐξελθόντα δὲ τοῦ ὕδατος ὑπὸ πλειόνων ἀνατρίβεσθαι προσήκει [ δὲ ] δι ' ἐλαίου , μέχρις
ἢ ὅλως τινὶ τῶν δριμέων ἢ θερμῶν . καὶ τὸ ἀνατρίβεσθαι τὰ πεπονθότα καὶ πυριᾶν παραιτείσθωσαν καὶ τὰ ἁλμυρὰ ὕδατα
4731910 μαινομενων
θεοῦ μετά τε σωφροσύνας μετέσχον λέκτρων Ἀφροδίτας , γαλανείαι χρησάμενοι μαινομένων οἴστρων , ὅθι δὴ δίδυμ ' ὁ χρυσοκόμας Ἔρως
, ἀτελὴς αὐτός τε καὶ ἡ ποίησις ὑπὸ τῆς τῶν μαινομένων ἡ τοῦ σωφρονοῦντος ἠφανίσθη , πῶς οὐκ ἐξ ἀμφοῖν
4730282 δυσειδεις
οἱ τοῦ φυσικοῦ καὶ ἀληθοῦς ἐστερημένοι κάλλους , ὁποῖοι οἱ δυσειδεῖς καὶ τὴν ὄψιν αἰσχίονες ὄντες καταχρωννύοντες ἑαυτοὺς ἐπιτρίμμασι σπεύδουσι
μὲν δίκην ἔχει ἡ γένεσις , αὐτοὶ δὲ θηριόμορφοι καὶ δυσειδεῖς ; Καίτοι εἰ σαρκοειδεῖς μόνον ἔλεγον αὐτοὺς καὶ αἷμα
4716625 πληττομενη
μέν ἐστιν , ἐν γλώσσαις ἀνθρώπων φερομένη καὶ ἐν ἀέρι πληττομένη ὑπὸ τούτων : ἐργῶδες δέ ἐστιν ὑπενεγκεῖν , κεντοῦσα
δήξαντος κυνός , οὕτω καὶ ἡ Ἰὼ ὑπὸ τῆς μανίας πληττομένη ἔοικε φαντάζεσθαι τὸ τοῦ Ἄργου εἴδωλον . : ἄλευ
4707396 διαστρεφεσθαι
' ὑπερβολὴν δειλῶν . ῥικνοῦσθαι : τὸ διέλκεσθαι καὶ παντοδαπῶς διαστρέφεσθαι κατ ' εἶδος : λέγεται δὲ καὶ [ ῥικνοῦσθαι
ἢ παρ ' ἀτροφίαν ἢ παρὰ καχεξίαν ἢ παρὰ τὸ διαστρέφεσθαι τὸν σχηματισμὸν ἢ διὰ παρασπασμόν . Διοκλῆς ἀγόνους τοὺς
4706126 προσπελασαι
ἣν προαπαντᾶν εὔλογον πόρρωθεν πρὶν ἢ τῷ στομίῳ τοῦ κρατῆρος προσπελάσαι : εἰ δὲ καταρριφείη , φθάνοι ἂν διαφθαρὲν πρὶν
αὐτῇ θηρία μεγέθει μὲν μέγιστα , ἄγρια δέ , καὶ προσπελάσαι τῳ δεινά , καλεῖσθαί γε μὴν νηάδας . ἅπερ
4705501 ἐγχειριζειν
καὶ ἡ ἀετῶν σεμνότης . μέλλοντος δὲ ἤδη τοῦ Διὸς ἐγχειρίζειν αὐτῷ τὸ σκῆπτρον ἡ γλαῦξ ἰδοῦσα τὸ ἑαυτῆς ἐν
μὲν οἰομένων δεῖν τὴν στρατηγίαν καὶ τὴν τῶν ὅλων ἐξουσίαν ἐγχειρίζειν Ἡρακλείδῃ διὰ τὸ τοῦτον δοκεῖν μηδέποτ ' ἂν ἐπιθέσθαι
4703299 θεραπευεσθαι
τὰ νοσήματα τοῦ σώματος , ὅταν ἔκδηλα ᾖ , ῥᾷον θεραπεύεσθαι ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἢ μέχρι ὑποστέλλεται : τοὺς μέντοι
, ἄτεχνος δὲ ἀνευρίσκῃ νόσον χαλεπὴν ψυχῆς ἀμαθίαν οὐκ ἐθέλουσα θεραπεύεσθαι . ὅτι δὲ ὁ φαῦλος εἰς τὸν σποράδα νοῦν
4698788 τρωθηναι
τε διβολίας καὶ τὰ δόρατα ἐπισείειν , ὡς δέει τοῦ τρωθῆναι γυμνοί τε πρὸς ὡπλισμένους καὶ ὀλίγοι πρὸς πολλοὺς μὴ
τετρώσῃ αὐτίκα μάλα πρὸς αὐτοῦ . βασιλικὸν γὰρ καὶ τὸ τρωθῆναι περὶ τῆς ἀρχῆς μαχόμενον . Εὖ λέγεις . ἐπιπόλαιον
4698181 ἐξαπατασθαι
τοὺς ἐμούς , ὅτι μήτε νέοι οὕτως εἰσὶν ὥστε εὐκόλως ἐξαπατᾶσθαι μήτε οὕτως ἄγαν πολύσαρκοι ὥστε καὶ μισθὸν προσφέρειν τοῦ
, ὧν βουλευόμεθα , ῥητέον , ὥστε δι ' αὐτῶν ἐξαπατᾶσθαι τοὺς πολεμίους , καὶ τὰς ἐν τῷ καιρῷ τῶν
4691898 δεεσθαι
ἐλπίδι τοῦ κέρδους , ἀλλὰ τῷ ἀεὶ εὐεργετεῖν καὶ μὴ δέεσθαι ἄλλων ἀδεῶς : ἀντὶ τοῦ μεγάλως . καὶ καθ
σκληρὰ τῷ τρεφομένῳ φαίνεσθαι , καὶ χρόνου πλείονος εἰς πέψιν δέεσθαι . Ὅσα δὴ ζωώδη , τὰ μὲν μείζω τε
4691274 ὑποχονδριοιϲ
τὰ μὲν ἄκρα ϲιναπιϲμῷ καταληπτέον , ϲικύαν δὲ κολλητέον τοῖϲ ὑποχονδρίοιϲ . μὴ γενομένηϲ δὲ πρὸϲ ταῦτα ἀνοχῆϲ ὀλίγη μὲν
φύϲεϲι δὲ θερμαῖϲ καὶ ξηραῖϲ καὶ νοϲήμαϲι τοιούτοιϲ ἐναντίον καὶ ὑποχονδρίοιϲ φλεγμαίνουϲι βλαβερὸν καὶ οὐδὲ τὴν δίψαν παύει , μή
4688965 θιγγανειν
ἀναστρέφων κύκλωι , κυρτῶν τε νῶτα κἀς κέρας παρεμβλέπων μὴ θιγγάνειν ἀπεῖργεν . ὁ δ ' Ἑλένης πόσις ἐκάλεσεν :
λανθάνοντος ᾗ διείργει . ἀλλ ' ὥσπερ ἐν τῷ ὕδατι θιγγάνειν μὲν δοκοῦμεν τῶν ἁπτῶν , λανθάνει δὲ τὸ μεταξύ
4682397 παυειν
σφυγμῶν ὡς ἀψευδεῖ γνωρίσματι προσέχειν σε χρὴ τὸν νοῦν καὶ παύειν αὐτίκα , μεταβάλλοντος ἢ κατὰ μέγεθος ἢ κατ '
ἐπ ' εὐθείας μετὰ ἀσφαλείας βαδίζοντες . ἐπειδὴ τοίνυν ὁ παύειν τοὺς ἀδικοῦντας δεινός , μὴ παύων δὲ τῇ τῶν
4679192 ἑλκεσθαι
αὐτάς , οἱ δὲ ἐπὶ ἁμαξίδων σύρεσθαι τεχνάζονται ὥστε μὴ ἕλκεσθαι αὐτὰς εἰς γῆν παρατριβομένας : εἶναι δὲ ἄλλας ὄϊς
: ἡ γὰρ φυσικὴ διοίκησις θέλει ἀπὸ τῶν ἔσω ἔξω ἕλκεσθαι τὴν τροφὴν , ἵνα παρέχηται ἡ τροφὴ ἐν γαστρὶ
4671731 καταρρῳ
κορύζῃ καὶ κατάρρῳ πυρεξάντων . τοὺϲ δὲ ϲὺν κορύζῃ καὶ κατάρρῳ πυρέξανταϲ , πρὶν πεφθῆναι ταῦτα , λούειν οὐ χρή
ἀλλὰ πάντα ὥσπερ κεράμια ῥεῖ , καὶ ἀτεχνῶς ὥσπερ οἱ κατάρρῳ νοσοῦντες ἄνθρωποι οὕτως οἴεσθαι καὶ τὰ πράγματα διακεῖσθαι ,
4670048 ἐπισκηπτειν
τοῦ Περσέως : οὐ γὰρ εἴκαζον ἄνευ Ῥωμαίων ταῦτα Μάρκιον ἐπισκήπτειν . ὃ δ ' ἀφ ' ἑαυτοῦ καὶ τάδε
ὑπὸ τῶν μαθητῶν εἴ τι ἐπισκήπτει , εἰπεῖν , ” ἐπισκήπτειν μὲν ἔχειν οὐδέν , πλὴν ὅτι πολλὰ τῶν ἡδέων
4669389 θαυμαζε
ἡμῶν τῷ δέρματι , παντάπασιν ἀσθενὲς ὑπάρχει . μὴ τοίνυν θαύμαζε , εἰ κάλαμοι ξηροὶ καὶ τρίχες εὐέκκαυτα μέν ἐστιν
καὶ ὅταν σου μᾶλλον γάλλοις καὶ κιναιδολόγοις μεταδιδῶσι , μὴ θαύμαζε : τιμᾷ γὰρ ἕκαστος τὸν πλησίον ἑαυτοῦ καὶ οὐ
4663814 διελκειν
ἀπόσχῃ , μὴ ἀφῇς . μωλύειν : τὸ ἐκλύειν καὶ διέλκειν καὶ μαραίνειν . καὶ μωλύον κρέας λέγεται τὸ ἠρέμα
καὶ τὴν δύναμιν μεγάλην ἔχειν , τὸ μέντοι στόμα μὴ διέλκειν : ὃ ποιεῖν τοὺς πολλὰ μὲν λαλοῦντας , ἀδύνατα
4663163 βρετεων
προσπέσω βρέτη δαιμόνων ; ἰώ , μάκαρες εὔεδροι : ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι : τί μέλλομεν ἀγάστονοι ; ἀκούετ ' ἢ
φύλαξαι κότον . μή τι τλῇς τὰν ἱκέτιν εἰσιδεῖν ἀπὸ βρετέων βίᾳ δίκας ἀγομέναν ἱππαδὸν ἀμπύκων , πολυμίτων πέπλων τ
4660174 προκενωϲαντα
ἐφ ' ὧν δὲ καὶ ὀφθαλμὸϲ ϲυμπέπονθε τῷ βλεφάρῳ , προκενώϲαντα τὴν κοιλίαν καὶ ἐν ἀϲιτίᾳ τηρήϲαντα πυριᾶν ϲπόγγοιϲ :
καὶ μηδὲν ἕτερον ἀντιπράττοι , φλεβοτομεῖν ἀπ ' ἀγκῶνοϲ ἢ προκενώϲαντα τὴν κοιλίαν καθαίρειν : καὶ θάλαϲϲα δὲ ἡ θερμὴ
4651239 εἰσιουσαν
ἔπειτα δὲ ὄργανα εὐτρεπίσθαι , δι ' ὧν καὶ τὴν εἰσιοῦσαν παραδέξεται καὶ τὴν ἐκμασηθεῖσαν θύραζε ἀποπέμψει . | ταῦτα
τὴν φωνὴν ἅτε διὰ πολλοῦ κενοῦ καὶ ἀνίκμου καὶ εὐτρήτου εἰσιοῦσαν , καὶ ταχὺ σκίδνασθαι καὶ ὁμαλῶς κατὰ τὸ σῶμα
4649276 νυσταζειν
, διὰ τοῦ μύθου διεγείρων ἡμᾶς , καὶ οὐκ ἐῶν νυστάζειν καὶ ἀργοὺς εἶναι τὴν διάνοιαν . Εἰδέναι δὲ δεῖ
καὶ τοῦ ἵζειν καὶ κατανεύειν : ὥστε κυρίως τὸ ἀποβορᾶς νυστάζειν . οἱ δὲ παρὰ τὸ βρί . βαρύνονται γὰρ
4630883 δυσωπεισθαι
αὐτούς : τοῦτο δ ' ἦν οὐδὲν ἄλλο ἢ μὴ δυσωπεῖσθαι μηδ ' ἀντικολακεύειν τοὺς ἐπαινοῦντας . . . .
τῆς δ ' αὖ σηπεδόνος ἔχεται κατὰ Δημόκριτον καὶ τὸ δυσωπεῖσθαι διὰ τὴν ὀσφραντικῶν τούτων φαντασίαν καὶ δυσμορφίας : καταφέρονται
4630588 ἀμαθων
ὅ τι βούλομαι καὶ συνόντι οἷς βούλομαι : τῶν γὰρ ἀμαθῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπαιδεύτων οὐδεὶς ἂν ἐθέλοι μοι προσιέναι διὰ
διὰ τοῦ σ λεκτέον καὶ οὐ διὰ τοῦ θ . ἀμαθῶν γὰρ τὸ οὕτως λέγειν , δέον ἀναβασμοὶ καὶ βασμοί
4629891 μηδε
τῶν βρωμάτων ἡδονῆς , ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκός . φησὶ δὲ μηδὲ τοῖς ἄλλοις ζῴοις κατὰ ταύτας εἶναι τὰς αἰσθήσεις ἡδονήν
πολλὰ μὲν οὖν ἐβουλεύσατο τὸ μηδ ' ὅλως φωνὴν ἀφεῖναι μηδὲ κινεῖσθαι : τὸ γὰρ μέλλον οὐκ ἦν ἀπροόρατον αὐτῷ
4618178 πεινωσιν
ἐν κενῇ γὰρ γαστρὶ τῶν καλῶν ἔρως οὐκ ἔστι : πεινῶσιν γὰρ ἡ Κύπρις πικρά κεκερματίσθω δ ' ἄλλα μοι
καὶ βρακάνοις καὶ στραβήλοις ζῆν : ὁπόταν δ ' ἤδη πεινῶσιν σφόδρα . . . ὡσπερεὶ τοὺς πουλύποδας . .
4616194 ὑπιεναι
ὅϲα κακόχυμα μέν ἐϲτιν , ὑγρὰ δὲ καὶ ὀλιϲθηρὰ καὶ ὑπιέναι ῥᾳδίωϲ δυνάμενα ἐϲθίεϲθαι πρότερα χρὴ τῶν ἄλλων : οὕτω
ἠδύνατο πίνειν τὸ ὕδωρ , καὶ ἐμεῖν αὐτίκα , πρὶν ὑπιέναι . Οἰκέτις Αἰνησιδήμου , ἐν Λαρίσσῃ , ἡλκώθη κοιλίην
4611506 ἐπαναλαμβανειν
αἰτίαν καὶ τὸ συμβὰν περὶ τὸν παῖδά σου : τὸ ἐπαναλαμβάνειν τοὺς αὐτοὺς λόγους ἐν τῷ θρηνεῖν σφόδρα σχετλιαστικὸν καὶ
ἔγκειται τὸ αἴδειν , ὅπερ λέγεται ἐπὶ τοῦ τὰ αὐτὰ ἐπαναλαμβάνειν . Μένανδρος : ἡ πόλις ὅλη γὰρ αἴδει τὸ
4610554 μελανουρου
' ἐρυθρόχρων ἐσθίειν ἔτι τρίγλην οὐδὲ τρυγόνος οὐδὲ δεινοῦ φυὴν μελανούρου . Ναυσικράτης δ ' ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐπαινεῖ τὰς Αἰξωνικὰς
ἐσθίειν ἔτι τρίγλην , οὐδὲ τρυγόνος , οὐδὲ δεινοῦ φυὴν μελανούρου . Οὐ σῖτον ἄρασθ ' , οὐχ ὕπνου λαχεῖν
4607811 θερμανθηναι
τῶν ποδῶν , καὶ τὰ τῆϲ ἀνέϲεωϲ μετὰ τοῦ ϲφόδρα θερμανθῆναι τοὺϲ πόδαϲ ϲυμβαίνει . διὸ καὶ ἐξεργαζόμενοϲ τὸν τόπον
τί δὲ ἔνιοι αὐτῶν οἰνοπόται , ἢ ὅτι ψυχρὸν ὂν θερμανθῆναι χρῄζει ; διὰ τί δὲ ἀποκτενοῦϲι ϲφᾶϲ αὐτῶν ,
4606479 ἐκπνειν
ἂν ἀπ ' αὐτοῦ πνεῖν , ἀναπνεῖν , ἀποπνεῖν , ἐκπνεῖν , διαπνεῖν , πνέων , ἀποπνέων , ἐκπνέων ,
μέσα ἐκπυροῦσθαι , ἄτακτον εἶναι σφυγμόν , δυσπνοεῖν , ψυχρὸν ἐκπνεῖν . Τὸ ὑδροκέφαλον γίνεται πάθος , ἀφυῶς τῆς κεφαλῆς
4605584 ἁπαλυνειν
τὴν δὲ ὅλην ἕξιν τοῖϲ ὑδατουμένοιϲ μάλιϲτα ἐοίκαϲι . τούτουϲ ἁπαλύνειν κηρωταῖϲ καὶ μαλάγμαϲι , τρίψεϲι καὶ πυριάϲμαϲι , καὶ
δ ' ὅλην ἕξιν τοῖς ὑδατουμένοις μάλιστα ἐοίκασιν . τούτους ἁπαλύνειν κηρωταῖς καὶ μαλάγμασι καὶ τρίψεσι καὶ πυριάμασι καὶ οὐρητικὰ
4601785 αἰωρηϲ
δὲ ϲκοτώματοϲ καὶ τῆϲ ἐπιληψίηϲ πρόκληϲιϲ . ἀπὸ δὲ τῆϲ αἰώρηϲ περίπατοϲ ἠρεμαῖοϲ . ἔπειτα ἡϲυχίη ἐϲ ἀποκατάϲταϲιν τοῦ ἐν
νοῦϲον λελουμένων , τῆϲ δὲ νωθείηϲ μενούϲηϲ , εὖτε καὶ αἰώρηϲ χρέοϲ καὶ τρίψιοϲ καὶ πάϲηϲ προϲηνοῦϲ κινήϲιοϲ . Θεραπεία
4599717 λυμαινεσθαι
δὲ καὶ ἀπὸ τῶν δόλῳ καὶ ὑποκρίσει φιλίας πειρωμένων ἑτέρους λυμαίνεσθαι . κύων καταδιώκων λύκαιναν ἐφρυάττετο τῇ τε τῶν ποδῶν
γυναῖκα ἐκ τούτων καὶ ἀφικομένην ἐπὶ τὴν λίμνην τὴν Τριτωνίδα λυμαίνεσθαι τοὺς προσοίκους , ἐς ὃ Περσεὺς ἀπέκτεινεν αὐτήν :
4599069 καταπινειν
δίδου ἓν ὑπὸ τὴν γλῶτταν κατέχειν καὶ τὸ διαλυόμενον ὑγρὸν καταπίνειν δίδου δὲ καταρροφεῖν καὶ ἀπόβρεγμα μήλων κυδωνίων ἢ ἀπίων
, ὥστ ' ἀφθονία τὴν ἔνθεσιν ἦν ἄρδονθ ' ἁπαλὴν καταπίνειν . λεκανίσκαισιν δ ' ἀνάπαιστα παρῆν ἡδυσματίοις κατάπαστα .
4597347 φοβουντων
κυλινδεῖται : ταύτῃ τοι καὶ ἀλώπηξ ὑπὸ σκίλλαν κατευνηθεῖσα τῶν φοβούντων αὐτὴν ἀνεῖται [ φροντίδων ] . Λύκου δ '
: ἐπὶ τῶν πεπειραμένων ἐν πράγμασιν : ἢ ἐπὶ τῶν φοβούντων οὐ δεόντως . Πολλάκις καὶ μωρὸς ἀνὴρ κατακαίριον εἶπεν
4597182 οἰου
δὲ βέλτιον ἔχειν πρὸς αὐτὸ τὸ πείθεσθαι τοῖς προεστῶσιν . οἴου τοίνυν καὶ Μιλτιάδου προεστῶτος τοὺς μὲν ὡς πλεῖστον τῆς
δὲ καὶ ἐμοὶ τὴν μαινομένην ἀγρυπνίαν : μὴ γὰρ δὴ οἴου τι τὸν χρόνον δεδυνῆσθαι , ἀλλ ' ὁ μὲν
4594229 ποδαλγικους
λέγεται . τούτους γοῦν ἅπαντας κενώσεις , ὥσπερ καὶ τοὺς ποδαλγικούς τε καὶ ἀρθριτικοὺς ἐν ἀρχῇ τοῦ ἦρος , ἀλλ
τοῦ ἐλαίου , θεραπεύσει πάθη δυσίατα ἐπαλείφων αὐτὸ ἤτοι : ποδαλγικούς , ἀρθριτικούς , ἰσχιαδικούς , παρέτους , ἔχοντας ἔτη
4593341 ἀναδοθηναι
κινδύνου τὸ παράπαν ἀπαλλαγῆναι . εἰ δὲ φθάϲει ὁ ἰὸϲ ἀναδοθῆναι κατὰ τὸ ϲῶμα , φλεβοτομίᾳ χρηϲτέον αὐτίκα , καὶ
ἀποδοῦναι εὐχαριστήρια τῷ Ἀγαμέμνονι διὰ τὰς εἰς αὐτὸν θυσίας παρεσκεύασεν ἀναδοθῆναι ἀπὸ τῆς γῆς κλάδον ἀμπέλου , ᾧπερ συμπλακεὶς Τήλεφος
4593012 θεριζοντων
ἢ τὰ ἐν τῇ ἀσπίδι μιμήματα λέγεις τῶν ἀρούντων καὶ θεριζόντων καὶ τρυγώντων ; Ἥκιστά γε , εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος
Γ θερίδδειν ] θερίζειν , καταβάλλειν . ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν θεριζόντων ὅτι τὰ δράγματα καταβάλλουσιν ἔνθα βούλονται , ἢ ὅτι
4592566 ἐρεθιζειν
δ ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος : Ἀρίσταρχος ἐπὶ τοῦ ἐρεθίζειν ἀκούει , τάττεσθαι δέ φησι καὶ ἐπὶ τοῦ ταράττειν
: μὴ ἀνατρέφειν φρόνημα , ἐὰν δὲ ἀνατρέφῃ , μὴ ἐρεθίζειν , ἀλλὰ τιθασῶσαι . ὥστε ὁ μὲν Εὐριπίδης συμβεβούλευκε
4587942 θεραπευθηναι
τὸν θεὸν δείξαντα ὡς ἄρα τὸ πολυχρόνιον ἦθος ἀμήχανόν ἐστι θεραπευθῆναι . Σωσικράτης δ ' ἐν αʹ Κρητικῶν ἴδιόν τί
πολλάκις ἐκκρίνουσιν , ἔσθ ' ὅτε δὲ καὶ χωρὶς τοῦ θεραπευθῆναι πνευμάτων ἔκκρισις γίνεται καὶ τῆς γαστρὸς ὑποχώρησις , ὅπερ
4581661 ποιεῃ
' ἀμφοῖν κίνδυνον ἐσόμενον : ἢν δὲ καὶ παραφρονέων τοῦτο ποιέῃ , ὀλέθριον γίγνεται κάρτα ἤδη . Ἕλκος δὲ ἤν
καὶ ἐναπέθετο τῇσι κοτύλῃσι τῶν ἰσχίων : ἰσχία καὶ ἢν ποιέῃ φθίσιν , καὶ μαραίνεται ὁ ἄνθρωπος ὅδε καὶ ὧδε
4580776 ἀχαλινωτον
ὄνου καταπεσὼν , ἐν τοῖς Νόμοις : Καὶ μὴ καθάπερ ἀχαλίνωτον στόμα βίᾳ ὑπὸ τοῦ λόγου φερόμενον . Ἄπληστος πίθος
βιαστικῶς καὶ συναρπάζει αὐτὸν τὸν δίφρον ἄνευ χαλινῶν , ἤτοι ἀχαλίνωτον γενόμενον , καὶ τὸν ζυγὸν συνθλᾷ . πίπτει δὲ
4578184 τεθρομβωμενον
' ὄξουϲ πίνοιτο , καὶ ῥοῦν γυναικεῖον ἰᾶϲθαι καὶ γάλα τεθρομβωμένον ἐν κοιλίᾳ λύειν , ὁμοίωϲ δὲ καὶ αἷμα :
τῶν πυτιῶν ἡ λαγώα . διαλύει δὲ πᾶϲα πυτία αἷμα τεθρομβωμένον ἐν κοιλίᾳ , ϲὺν τοῖϲ ἐπιτηδείοιϲ πινομένη φαρμάκοιϲ .
4570814 ἀνεφικτων
ἀφθονίας , ὃ πολλάκις γίνεσθαι φιλεῖ , πρὸς τὸν τῶν ἀνεφίκτων ἔρωτα ἐξώκειλε καὶ περὶ ἀθανασίας ἐπρεσβεύετο γήρως ἔκλυσιν καὶ
γέγονε θάνατος . Ἄμμον μετρεῖν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων καὶ ἀνεφίκτων . Ἅμ ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις :
4566281 ὀχλεισθαι
βούλονται τὰ ἀγαθὰ οἷς εὖνοι τυγχάνουσι , συμπράττειν δὲ καὶ ὀχλεῖσθαι καὶ θορυβεῖσθαι , ὅπως ἂν προσγένηται αὐτοῖς τὰ ἀγαθὰ
' ἔτι μὴ τίκτεσθαι τὸ πῦον μήθ ' ὑπὸ βηχὸς ὀχλεῖσθαι τὸν κάμνοντα . ἐθεασάμην δὲ καὶ ἄλλον τινὰ τῶν
4556701 ἁπτεσθαι
μὲν ὁ γεωμέτρης τὸ τὸν κύκλον τῆς εὐθείας κατὰ σημεῖον ἅπτεσθαι ὡς ἀρχήν , ὁ δὲ Ἀντιφῶν ἀναιρεῖ τοῦτο .
δεῖ γὰρ αὐτὸν σχέσιν ἔχειν πρὸς τὸ νοούμενον καὶ οἷον ἅπτεσθαι αὐτοῦ : εἰ δὲ τοῦτο , οὐκ ἂν εἴη
4551756 ἀσιτειν
γενναιότερον ἀγωνίζεσθαι . Ὅτι τοῦτο ποιεῖ , εἰ τοῖς κτήνεσι ἀσιτεῖν πρὸς μίαν ἡμέραν ποιήσῃ , νυκτὸς δὲ ἀρχομένης ἐάσῃ
μὲν οὖν οὐκ ἠγνόησεν Ἱπποκράτης . εἶπε γὰρ γεγυμνάσθαι καὶ ἀσιτεῖν , ὧν νῦν οὐδὲν γίνεται . τοσαῦτα περὶ λιθιάσεως
4549476 Εὐρυμενην
καὶ πρῶτος κρέασιν ἀσκῆσαι ἀθλητάς , καὶ πρῶτόν γ ' Εὐρυμένην , καθά φησι Φαβωρῖνος ἐν τρίτῳ τῶν Ἀπομνημονευμάτων .
καὶ πρῶτος κρέασιν ἀσκῆσαι ἀθλητάς , καὶ πρῶτόν γ ' Εὐρυμένην , καθά φησι Φαβωρῖνος ἐν τρίτῳ τῶν Ἀπομνημονευμάτων ,
4547272 κωνειῳ
γοῦν πολὺ ἀσφαλέστερον σκυτοτομεῖν ἐπικεκυφότα ἢ πίνειν ἀπὸ χρυσῆς φιάλης κωνείῳ ἢ ἀκονίτῳ συνανακραθεῖσαν φιλοτησίαν : ὁ γοῦν κίνδυνος ἐμοὶ
κηκῖδι λείᾳ ϲὺν οἴνῳ καὶ τῷ λεπτῷ τοῦ ἀλφίτου ἢ κωνείῳ ἢ ψυλλίῳ ϲὺν ὕδατι ἢ ϲτρύχνῳ ἢ κοχλίοιϲ ϲὺν
4543442 τρωμασι
σπλάγχνοισιν . Ψυχῆς περίπατος , φροντὶς ἀνθρώποισιν . Ἐν τοῖσι τρώμασι τὸ αἷμα ξυντρέχει , βοηθητέον ὡς τὸ κενὸν πληρωθῆναι
ἢ τούτων προσωτάτω . Τὴν δὲ ὄψιν ἀμαυροῦνται ἐν τοῖσι τρώμασι τοῖσιν ἐς τὴν ὀφρὺν καὶ μικρὸν ἐπάνω : ὅσῳ
4542738 κακουντων
δοῦλος μηνύσῃ , ἐλεύθερος ἔστω , καὶ ἐὰν μὲν τῶν κακούντων ἢ κακουμένων δοῦλος , ὑπὸ τῆς ἀρχῆς ἀφείσθω ,
σίνος ἢ πάθος καὶ αἱ τῶν ἀστέρων φύσεις τῶν τε κακούντων καὶ τῶν κακουμένων καὶ ἔτι τῶν συσχηματιζομένων αὐτοῖς .
4541502 τολμωντων
συμμαχίας ἁπάσης . Θαυμάζω τοίνυν τῶν τὰ Μηλίων καὶ Σκιωναίων τολμώντων προφέρειν τῇ πόλει ποῦ γῆς ἢ θαλάττης ὄντες ταῦτα
ἀπεγνωκότων , τῶν δὲ οἰκείων φευγόντων καὶ μηδὲ πλησίον προσιέναι τολμώντων , τοιοῦτον ἀπέφηνα ὡς καὶ κατηγορεῖν δύνασθαι καὶ περὶ
4535811 ταραττον
, θαρροίην . καὶ τί γάρ , ἠρόμην , τὸ ταράττον ; οὐδέν , ἔφη , μέγα δὲ ὅμως ἥμερόν
. συνηγορεῖν , καὶ ὑπέρδικοι οἱ συνήγοροι . θρᾶττον . ταράττον , ἐνοχλοῦν . οὐδ ' ὁ Ἡρακλῆς . παροιμία
4524154 σαρκια
οἷα τύλοι : οὐ κέρατα δέ , ἀλλὰ τύλοι καὶ σαρκία τινά . ἄλλως : ὑπὲρ τοὺς ὀφθαλμοὺς κατὰ τὸν
, ἐπὶ δὲ τὸ χεῖρον , ἐὰν ὦσι χείρονες . σαρκία δὲ ἢ ἀκάνθια ἢ ἄλλο τι δοκεῖν ἐν τοῖς

Back