οὐδὲν οὖν πλεῖον δύναμαι λέγειν , ἵνα μὴ τῷ ἀμέτρῳ λυπήσω τινάς . ἑκάστῳ γὰρ πράγματι μέτρον ἀκολουθεῖ καὶ συμμετρία | ||
ἡμέραις θόρυβοι , δόξα χείρων ἐρῶ γάρ , εἰ καὶ λυπήσω , λῦπαι φίλων , ἐχθρῶν ἡδοναί , φόβος περὶ |
ε ἀποδημήσεις ἐξαπίνης καὶ πολὺ ὠφεληθήσῃ Ϛ προκόψεις ὅτε οὐκ ἐλπίζεις ἐπὶ τὸ κρεῖττον ζ κοινωνήσεις καὶ βλαβεὶς μεταμεληθήσῃ η | ||
β ὁ συνεχόμενος ἀπολυθήσεται γ ἀπαλλαγήσῃ τῆς φίλης ὅτε οὐκ ἐλπίζεις δ γενήσῃ ἐπίσκοπος ὅτε οὐκ ἐλπίζεις ε καταληφθήση ἐπὶ |
ἴδοις ἂν καὶ νέας δούλας ἄρτι πρῶτον δυστυχησάσας τλήμονας καὶ ἀθλίας τὴν αὐτῶν εὐνὴν αἰχμάλωτον , ζώντων τῶν οἰκείων ἀν | ||
] ἐγεννήθημεν . μητρὸς ταλαίνης : ἤτοι τῆς Ἰοκάστης τῆς ἀθλίας ὅτι συνεμίγη τῷ υἱῷ αὐτῆς Οἰδίποδι . ταλαίνης ] |
γινόμενος διορίζει τὸν μὲν ἔνθεν , τὸν δὲ ἔνθεν : ἀπόλωλε : παρὰ τὰ Ἡσιόδου [ . ] λευκοῖσιν φαρέεσσι | ||
τοι αὔτως οὔατ ' ἀκουέμεν ἐστί , νόος δ ' ἀπόλωλε καὶ αἰδώς . οὐκ ἀΐεις ἅ τέ φησι θεὰ |
. ὅσον προσήκει μὴ γένους κοινωνίαν ἔχοντι λύπης τὸν σὸν οἰκτίρω γόνον . ὄλοιτο μὲν Οἰνεΐδας , ὄλοιτο δὲ Λαρτιάδας | ||
Κατάρατο , τολμᾷς ἀποτανουμένη λαλεῖς ; Ὦ παρθέν ' , οἰκτίρω σε κρεμαμένην ὁρῶν . Οὐ παρτέν ' ἐστίν , |
. Ὀρθῶς γὰρ οἴει , ὦ Σώκρατες , καὶ δικαίως ὑπολαμβάνεις . Ἴθι νυν καὶ σὺ τὴν ἀπόκρισιν ἣν ἠρόμην | ||
Ἀλλ ' ἄρα , ὦ Ἱππόκρατες , μὴ οὐ τοιαύτην ὑπολαμβάνεις σου τὴν παρὰ Πρωταγόρου μάθησιν ἔσεσθαι , ἀλλ ' |
, οἷπερ ἐπέμπετο , καὶ οὐκ ἔλαφος ἀντὶ παρθένου . διάγομεν δὲ τὰ μὲν χαίροντες , τὰ δὲ οὐχ οὕτω | ||
ἄλλης : πολλαπλασίονα γοῦν λαβόντες αὐτὴν τῆς λοιπῆς ὁπώρας ἀλύπως διάγομεν , ἀλλ ' οὐδὲ τὴν εἰωθυῖαν τροφὴν λαβόντες τούτων |
παρακολουθήσειν ψυχήν τε καὶ σῶμα αἰκιζομένας , ὅταν ἐγκαταλίπω καὶ προδῶ τοὺς σώσαντάς με ἀπολωλότα ὑφ ' ὑμῶν καὶ μετὰ | ||
ἢ πρὸς ἀνθρώπους δίκαιον ὑπολήψεταί με , ἐὰν ἐγκαταλίπω καὶ προδῶ τοὺς ὀρφανούς , οἷς τοσαύτας ὀφείλω χάριτας ; ἀλλ |
ζ μετὰ χρόνου εὐτυχήσεις καὶ γηράσεις η ἀνοίξεις ἐργαστήριον καὶ πλουτήσεις θ οὐ σωθήσῃ τῆς ἀρρωστίας σου ι οὐ σοφιστεύσεις | ||
. ἀλλ ' ἀπελθὼν δὸς αὐτὸν τῷ ἀρχιερεῖ καὶ σφόδρα πλουτήσεις . τοῦ δὲ ἀπερχομένου , ἄγγελος κυρίου εἶπε πρὸς |
γὰρ ἀφορμαὶ κινοῦσιν ἀνθρώπους εἰς θεῶν ἐπιμέλειαν , τιμωρίαι τε δυσσεβείας καὶ γνώμης εὐσεβοῦς ἀμοιβαί . ὧν ἀμφοτέρων ἐκεῖνος φαίνεται | ||
. ἔσθ ' ὅπη δέους . ξύμμετρον ] σύντομον . δυσσεβείας ] ὕβριν γεννῶσα : οἱ γὰρ ἀρξάμενοι τοῦ θείου |
ἐλαύνω ἐκτὸς ὁδοῦ ; Πέφαται θνατοῖσι νίκας [ ὕστερον ] εὐφροσύνα , αὐλῶν [ ˘˘˘˘ – – – ] μειγνυ˘ | ||
μὲν αἰθὴρ ἀμίαντος : ὕδωρ δὲ πόντου οὐ σάπεται : εὐφροσύνα δ ' ὁ χρυσός : ἀνδρὶ δ ' οὐ |
ἀρνὸς ἐσχέθη νώτοις * * * “ δίκην δ ' ἀνοίης ” εἶπεν “ ἀξίως τίνω : τί γὰρ ὢν | ||
καὶ φαῦλα : ἐγὼ δὲ ἕνα γελῶ τὸν ἄνθρωπον , ἀνοίης μὲν γέμοντα , κενεὸν δὲ πρηγμάτων ὀρθῶν , πάσῃσιν |
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν , | ||
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο |
ἰδίαν φύσιν ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλε . ὁ δὲ θνῄσκων ἔλεγε „ δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας . „ | ||
οὐδεὶς ἑαυτῷ ὃ θέλει βουλεύεται : θνῄσκει δ ' ὁ θνῄσκων κατ ' ἰδίαν εἱμαρμένην . εἰ ταῖς ἀληθείαισιν οἱ |
' ἐντεῦθεν εἰς τὰς τῆς φύσεως ἀνάγκας . ἥμαρτες , ἠράσθης , ἐμοίχευσάς τι , κᾆτ ' ἐλήφθης . ἀπόλωλας | ||
μαθητήν σου ἴσθι με γεγενημένον καὶ ζηλωτὴν τοῦ ἔρωτος ὃν ἠράσθης , ἰδεῖν τὴν Ἑλλάδα , καὶ κατά γε τὴν |
εἶναί φασιν , ὥστε καί τινα τῶν ἐκ φιλοσοφίας ἀναφθέγξασθαι μανείην μᾶλλον ἢ ἡσθείην . εἰ τοίνυν τὰ μὲν φύσει | ||
. . . . . , , . ; : μανείην μᾶλλον ἢ ἡσθείην . . . , , , |
, ἔχουσι δέ τι καὶ στυπτικὸν ἐκ ψυχρᾶς γεώδους . Κάπνιος δριμεῖα καὶ πικρὰ καὶ στύφει . Καππάρεως ῥίζης ὁ | ||
ὡς , εἰ πλείων βρωθείη , ξηραίνει τὴν γονήν . Κάπνιος δριμείας ἅμα καὶ πικρᾶς μετέχει ποιότητος : οὐκ ἀπήλλακται |
: ἦν δὲ ἐτῶν κβʹ . Ὁ δὲ Θησεὺς βασιλεὺς πενθῶν αὐτὸν ἐξεῖπε τῇ Φαίδρᾳ τὴν ἑαυτοῦ λύπην , ὀνειδίζων | ||
στρατείαν ἐνέβαλον . κάθησο τοίνυν πρὸς πάντα ταῦτα ἐπτοημένος , πενθῶν , ἀτυχῶν , δυστυχῶν , ἐξ ἄλλου ἠρτημένος καὶ |
ὑμῶν ἀποθανεῖν . καταρῶμαι οὖν ὑμῶν τὴν πατρίδα καὶ θεοὺς μαρτύρομαι , οἳ ἐπακούσουσί μου ἀδίκως ἀπολλυμένου καὶ ἐκδικήσουσί με | ||
τέκνα τοῦ θαλασσίου θεοῦ νόσῳ βιασθεὶς ἢ φίλων ἀχηνίᾳ ; μαρτύρομαι δὲ Ζηνὸς ἑρκείου . . ἐς Οἰδίπου δὲ παῖδε |
ἐπιτεύξῃ τῆς ἐπικλήσεως ταχέως θ κατασταθήσῃ κληρικὸς βραδέως ι οὐ στρατηγήσεις ποτέ . μὴ ἔλπιζε α ἐκτρώσει καὶ κινδυνεύσει β | ||
ἡγεό - μενος τῆς Ἑλλάδος οὐ προφαίνεις , ὡς δὲ στρατηγήσεις αὐτῆς γλίχεαι . Ὅσον μέν νυν παντὸς τοῦ Ἑλλήνων |
Δήμητρα θέμεναι μάρτυρ ' ἡλίου τε φῶς ὡς οὐδὲν ἡμῖν ἤρκεσαν λιταὶ θεῶν . ὃς Πέλοπος ἦν παῖς , Πελοπίας | ||
ἰχθύσι νωμήσασθαι : ἀλλ ' οὔ σφιν τότε πῆμα θαλάσσια ἤρκεσαν ἔργα . Εὐρύπυλος δὲ μενεπτόλεμος βάλε φαίδιμον Ἕλλον τόν |
Τηλέφου ἐστὶν Εὐριπίδου : ἴθ ' ὅποι χρῄζεις : οὐκ ἀπολοῦμαι τῆς σῆς Ἑλένης οὕνεκα . ἥττων ] ἐμοῦ . | ||
ἐκ τοῦ Τηλέφου Εὐριπίδου ἴθ ' ὅποι χρῄζεις : οὐκ ἀπολοῦμαι τῆς σῆς Ἑλένης οὕνεκα . ἴθι , πορεύου . |
σοφόν . ἃ δεῖ μάλιστα , ταῦτ ' ἔγωγ ' ἔφυν σοφός . κείνου δ ' ἀκούσας πρῶτα τοὺς λόγους | ||
κλύων , Λαερτίου παῖ , τούσδε καὶ πράσσειν στυγῶ : ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς , οὔτ ' |
: ὥς ς ' ἰδοῦς ' ἐν ὄμμασιν πανυστάτην πρόσοψιν ἐξέστην φρενῶν . οὐ σῖγ ' ἀφεῖσα τοὺς γυναικείους γόους | ||
ἄνδρα περιφανῶς ὀκνεῖς ἰδεῖν ; Φρονοῦντα γάρ νιν οὐκ ἂν ἐξέστην ὄκνῳ . Ἀλλ ' οὐδὲ νῦν σε μὴ παρόντ |
δανείσῃς ἐπεὶ ἀπολεῖς Ϛ οὐ πωλήσεις τὸν φόρτον ἄρτι ζ ἀπολυθήσῃ τῆς συνοχῆς νῦν η λήψῃ ἣν θέλεις γυναῖκα καὶ | ||
, βραδέως ἀπολήψῃ δ οὐ πωλήσεις τὸν φόρτον ταχύ ε ἀπολυθήσῃ τῆς συνοχῆς ἄρτι Ϛ λήψῃ ἣν θέλεις γυναῖκα ἐπὶ |
δ ' ἔμ ' ἔσκηψεν [ τάδε . κἄπειτ ' ἀυτεῖς καὶ σὺ μαρτύρηι θεοὺς αὐτὸς τάδ ' ἔρξας καὶ | ||
τίν ' , ὦ τεκοῦσα μῆτερ , ἔκπληξιν νέαν φίλοις ἀυτεῖς τῶνδε δωμάτων πάρος ; ὦ θύγατερ , ἔρρει σῶν |
, ἀλλ ' εἰς ἐγνωσμένον ἀποστέλλεις με θάνατον : πλὴν ὑπομενῶ καὶ τοῦτο τὸ ἔργον καὶ πειράσομαι φανεὶς ψυχὴν οὐ | ||
γινώσκεις παροῦσαν ] ἐμοί ἀντλήσω ] καρτερήσω † ἀνατλήσω , ὑπομενῶ Διὸς φρόνημα ] † ἤγουν ὁ Ζεὺς περιφραστικῶς λωφήσῃ |
. . . στίχων ηʹ . : τὸ δὲ ” δυσκολοκοίτου “ ” δυσκολῶς κεῖσθαι ἐώσης “ . . . | ||
καὶ βουλῇ καὶ λόγῳ τοὺς ἄλλους νικᾷ . ⸎ . δυσκολοκοίτου ] ⌈ κακοπαθείας μεστῆς καὶ ἐπιπόνου : ⌈ οἱ |
Ἄλπεων ἀρχὴ τῆς νῦν Ἰταλίας . οἱ γὰρ παλαιοὶ τὴν Οἰνωτρίαν ἐκάλουν Ἰταλίαν ἀπὸ τοῦ Σικελικοῦ πορθμοῦ μέχρι τοῦ Ταραντίνου | ||
Ἀντίοχος δὲ τὴν Ἰταλίαν πρῶτόν φησι κληθῆναι Βρεττίαν , εἶτα Οἰνωτρίαν . , § : Φησὶ δ ' Ἀντίοχος , |
καταστήσας εἰς φόβον τοῦ παρέξειν πράγματα ἐπηρεάζει ῥᾳδίως . ΓΘ τρέμων τὰ πράγματα ] πολλοὶ γὰρ δι ' ἐπιείκειαν τρόπων | ||
φοβεῖσθαι αὐτὸν μὴ ἀποφύγω , ἀλλ ' ἀποθάνω πενθῶν καὶ τρέμων ; αὕτη γὰρ γένεσις πάθους θέλειν τι καὶ μὴ |
τινί . αὕτη γὰρ ἄλλωι , τυχὸν ἀναξίωι τινί , παρελομένη σοῦ πάντα προσθήσει πάλιν . διόπερ ἐγώ σε φημὶ | ||
τῆς προειρημένης ἐπιμελείας ἐπιτιμήσεως ἔτυχε προσηκούσης . ἡ γὰρ σύγκλητος παρελομένη τὴν ἐξουσίαν παρέδωκεν ἄλλοις τὴν ἐπιστασίαν ταύτην . διορθωσάμενος |
τῆς ψυχῆς [ καὶ ] τῆς ἐμῆς δέσποτα , μὴ προδῷς ἑαυτὸν μηδὲ εἰς ὀργὴν ἐμβάλῃς βαρβαρικήν , συγκατάθου δὲ | ||
] συνάθροισμα . ξυντέλεια ] τὸ πλῆθος τῶν θεῶν . προδῷς ] + τοῖς ἐχθροῖς . πυργώματα ] τοὺς πύργους |
οἶνον διαλύει , ἀμφότεροι δὲ τὸν ἄνθρωπον . Ἑρμηνεία . Κακοῖς κακὰ θέλοντες ἰᾶσθαι βροτοὶ Εἰς κινδύνους πίπτουσι τοὺς θανατώδεις | ||
μέτρον . Καιρὸς γάρ ἐστι τῶν νόμων κρείττων πολύ . Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός . Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία |
. ἐπειδὰν αἴσθωμαι συκοφάντην ἄνθρωπον ἐπιεικεῖ προσπεσόντα καθάπερ χειμάρρουν , ἀλγῶ τὴν ψυχὴν καί που δακρύω καὶ συμπράττειν ὅ τι | ||
βοώσας παραπλέων τὰς ἡδονάς πλατὺν γέλωτα καταχέω τῶν δογμάτων . ἀλγῶ δὲ καὶ τῆς οὐχ ὁρωμένης ἐρῶ . δραχμῆς μὲν |
δύνασθαι λέγειν δόξαν συλλέγειν . μὴ τοίνυν ἀποκάμῃς σαυτόν τε ὠφελῶν καὶ ἐμέ : τὸ γὰρ αὐτὸ σὲ μὲν ἐν | ||
ἐμοῦ . . μάτηνπονήσεις ] οὐ γὰρ εἰσακουσθήσῃ . οὐδὲν ὠφελῶν ] ἐμέ . . ἐκποδὼν ] μακρὰν ἐκείνου . |
πρόσφατον , νεωστὶ ἐστραμμένην , καινήν . . μὴ μὰν ἀσπουδί γε , δαμασσάμενοί περ , ἕλοιεν νῆας ἐυσσέλμουςἡ διπλῆ | ||
εἰρύατο : νῦν αὖτέ με μοῖρα κιχάνει . μὴ μὰν ἀσπουδί γε καὶ ἀκλειῶς ἀπολοίμην , ἀλλὰ μέγα ῥέξας τι |
νενικηκότι . Ἀλλὰ ποιητὴν μὲν ἄριστον εἶναί σε , ὦ Ἡσίοδε , καὶ τοῦτο παρὰ Μουσῶν λαβεῖν μετὰ τῆς δάφνης | ||
βίῳ μαντικὴ νομίζοιτο . Τοῦτο μὲν οὖν , ὦ θαυμαστὲ Ἡσίοδε , καὶ πάνυ ποιμενικὸν εἴρηταί σοι , καὶ ἐπαληθεύειν |
ἀγχονῶν , δεσμῶν . βρέτας : εἴδωλον . βροτοσσόων : βροτείων λόγων . γεγῶσα : γεγονυῖα . γῆρυν : φωνήν | ||
[ Θεοῦ μὲν οὐδεὶς ἐκτὸς εὐτυχεῖ βροτός . Φεῦ τῶν βροτείων ὡς ἀνώμαλοι τύχαι : οἱ μὲν γὰρ εὖ πράσσουσι |
σκηπτουχίαι [ νῦν ] ἐρημίαι [ ] ! ντες : αἰανὴν ? [ ] λέγω ? [ τετείχισμαι ] κακῶν | ||
ἐπειδὴ ἡ λύπη σκοτισμὸν ἐπάγει καὶ κατήφειαν , διὰ τοῦτο αἰανὴν εἶπεν . ἡμέτερα . † ἥσω τοι : τῆς |
γεύσει καὶ ὀσμῆς ἐν ὀσφρήσει κωφότεραι πᾶσαι γίνονται καὶ μᾶλλον ὅσωι ἂν πλήρεις ὦσι τῶν ὁμοίων , εἰ μή τις | ||
καὶ δύ ' ἢ τρεῖς ἀνθρώπους , γνοίη χ ' ὅσωι τὰ σῦκα τοῦ χρυσοῦ κρέσσω . καὶ σὲ πολλὸν |
' ὁπόταν μεγάλοιο θεοῦ τελέωνται ἀπειλαί , ἅς ποτ ' ἐπηπείλησε βροτοῖς , ὅτε πύργον ἔτευξαν χώρῃ ἐν Ἀσσυρίῃ . | ||
δυσηχέας ἆξαι ὀιστούς ἀμφαδίην : τοῖον δ ' ἄρ ' ἐπηπείλησε χαλεφθείς : εἰ μὴ τηλόθι χεῖρας , ἕως ἔτι |
' ἔχῃ . Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις . Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς . Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ | ||
ἔχων ἀπέρχεται † πολλὰ καταλείψας δάκρυα καὶ στενάγματα . } Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς : φίλος με λυπῶν |
: τοῦτον ὦ θειότατε βασιλεῦ ἐκμιμούμενος ὁ τόλμιλλος ἐγὼ καὶ αὐθαδίας τὴν μετὰ ζειρὰς προσενη . . ἐποσιν ! καρποφορεῖν | ||
⌊ ⌋ , ἐνθάδε ? πρὸς ὑμᾶς ; Ἡράκλεις , αὐθαδίας [ ] ⌊ ἀνθρώπου ] ? [ ] λαβεῖν |
μήτηρ αὐτοῖς παρῄνει μηδὲν ἄδικον ποιεῖν , ἵνα μή τινος μελαμπύγου τυχόντες δίκην δώσουσιν . Ἐφίσταται οὖν αὐτοῖς Ἡρακλῆς , | ||
δὲ θηρίων ὕβρις τε καὶ δίκη μέλει . μή τευ μελαμπύγου τύχηις . προύθηκε παισὶ δεῖπνον αἰηνὲς φέρων . πυρὸς |
ἐπελάθοντο , καὶ τῶν ἀρότρων καὶ τῶν ἀμητηρίων , τότε ἀπέβαλλον καὶ τὰς ἀρετὰς ὁμοῦ τοῖς ὀργάνοις . Ἦλθεν εἰς | ||
, διότι οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς πονηρία . Οὓς δὲ ἀπέβαλλον καὶ ἐρίπτουν , τίνες εἰσίν ; Οὗτοί εἰσιν ἡμαρτηκότες |
ἐφονεύοντο . πολλοὶ δὲ καὶ τῶν μηδ ' ὁτιοῦν διαβεβλημένων ἀνῃροῦντο , δεόμενοι μαθεῖν τὴν αἰτίαν τῆς ἀπωλείας . καθωπλισμένον | ||
αἰτίαις ἐκ τῆς τυχούσης διαβολῆς , ὡς ἐκείνου φίλοι , ἀνῃροῦντο . τήν τε Κομμόδου ἀδελφήν , πρεσβῦτιν ἤδη καὶ |
: ἐπεὶ τὸ ὑπερχεόμενον καὶ ῥέον ὕδωρ τοῦ φρέατος τὰ προσγενόμενα ἀγαθὰ καὶ γυναῖκα τε καὶ παῖδας μὴ παραμεῖναι μαντεύεται | ||
ἀναλγησίαν ἀλλὰ διὰ μεγαλοψυχίαν : τοὐναντίον δὲ τὰ μεγάλα εὐτυχήματα προσγενόμενα τῷ ἀγαθῷ μακαριώτερον , φησί , ποιήσει τὸν βίον |
ἡ ὁδός , οἴμη δὲ ἡ ᾠδή . οἶκτος καὶ οἰκτισμὸς διαφέρει . οἶκτος μὲν γάρ ἐστιν οἰκτιζομένου ἔλεος , | ||
οἰκτισμὸς διαφέρει . οἶκτος μὲν γάρ ἐστιν οἰκτιζομένου ἔλεος , οἰκτισμὸς δὲ ὁ λόγος ὁ τοῦ οἰκτείροντος . οἴνη καὶ |
γάμον . Ὡς ὀκνηρός , πάντα μέλλων , σιτόκουρος ὁμολογῶν παρατρέφεσθαι . Οὐδεὶς δι ' ἀνθρώπου θεὸς σώζει , γύναι | ||
: . . ὀκνηρός , πάντα μέλλων , σιτόκουρος ὁμολογῶν παρατρέφεσθαι . καὶ ἐν Πωλουμένοις : . . . . |
δὲ τοῦ Πύρρου συντεθνήσκει ἐξ ἀσιτίας καὶ λιμοῦ , τῶι πόθωι τῶι ἐκείνου . καὶ θεριστήν τις ἀετὸς ἐρρύσατο θανάτου | ||
ἄν . ἐγὼ γὰρ ἄλλους εἰσορῶν τεκνουμένους παίδων ἐραστὴς ἦ πόθωι τ ' ἀπωλλύμην . εἰ δ ' ἐς τόδ |
τὸ δ ' οἷον αἶσχος ἐγγιγνόμενον . Οὐκ ἔμαθον . Νόσον ἴσως καὶ στάσιν οὐ ταὐτὸν νενόμικας ; Οὐδ ' | ||
λογίζεσθαι καλῶς . Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου . Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν . Νέος ὢν |
ἀπόκρισις . λόγοις . . . . . καταμαλθακισθεὶς καὶ ἀποδειλιῶν αἰσχύνης μετέσχον κακῆς . . . ὤκνει ὡς δὴ | ||
, φιλοψυχεῖν φιλοσωματεῖν : καὶ ἀπ ' αὐτῶν αἱ μετοχαὶ ἀποδειλιῶν , εὐλαβούμενος , κατεπτηχώς , φιλοψυχῶν φιλοσωματῶν , ὀκνῶν |
τραγῳδίαν ποιοῦντες . ἢ οὐ μιμήματε ἄρτι τούτω ἐκάλεις ; Ἔγωγε : καὶ ἀληθῆ γε λέγεις , ὅτι οὐ δύνανται | ||
μετὰ δικαιοσύνης : τοῦτο δὲ φῂς μόριον ἀρετῆς εἶναι ; Ἔγωγε . Οὐκοῦν συμβαίνει ἐξ ὧν σὺ ὁμολογεῖς , τὸ |
ὅλην τὴν χθὲς αὐτοσχεδιάζοντες καὶ διαμαντευόμενοι καθῆσθαι περὶ ὧν οὐκ ἠπίστασθε , ἀμελήσαντες μανθάνειν , οἵ τε ἄρχοντες τῆς πόλεως | ||
ὑμεῖς χθὲς ἐζητεῖτε τὰ βέλτιστα ἐξευρεῖν τῇ πόλει , οὐκ ἠπίστασθε δὲ αὐτά ; εἰ γὰρ ἠπίστασθε , οὐκ ἂν |
λυγρῶς : ἐλεεινῶς , ἀθλίως . λυπρῶς δὲ ἀντὶ τοῦ λυπηρῶς κεῖται . λύμην : φθοράν . λόφων : ὀρέων | ||
, δοίη ἄν τις , οἷον ἡδέως ἔχων δοίη ἂν λυπηρῶς . Παρὰ τὸ σχῆμα τῆς λέξεως καὶ οἱ τοιοίδε |
τροπῇ τοῦ η εἰς α ἄσασθαι . . . . ἀσαλής : ἡ ἄφροντις , ἡ μηδενὸς φροντίζουσα : σάλη | ||
δὲ παρὰ τὴν σάλην , ἣ σημαίνει τὴν φροντίδα . ἀσαλής : ὁ ἀμέριμνος . οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος . |
σκόπει τὰ πρόσωφ ' , ἵνα γνῷς τὰς τέχνας . Αἰβοῖ τάλας . Ἐκεινονὶ γοῦν τὸν λοφοποιὸν οὐχ ὁρᾷς τίλλονθ | ||
; Σὺ μέντοι νὴ Δί ' . Υἱὸς Λαμάχου . Αἰβοῖ . Ἦ γὰρ ἐγὼ θαύμαζον ἀκούων , εἰ σὺ |
Μεθέπουσιν : κυκλοῦσιν . Αἴσιον : καλὴν , λαμπρότατον . ποτιδεγμένοι : προσδεχόμενοι . Ἐπαντέλλουσι : ἀνέρχονται . Βριθύ : | ||
ἠδὲ προσώπῳ φαιδρῷ καγχαλόωντες ἑοὶ μεθέπουσιν ἑταῖροι , αἴσιον ἀγγελίην ποτιδεγμένοι αὐτίκ ' ἀκοῦσαι , ὣς οἱ καγχαλόωσιν ἐσαθρήσαντες ἔνερθε |
πέτρᾳ προσηλοῦσθαι τοῦτό φησιν χειμαζόμενον ] δαμαζόμενον , πάσχοντα Τίνος ἀμπλακίας : ἕνεκα τίνος κολάσεως , πταίσματος , ὀλέκῃ καὶ | ||
μοι , ἰὼ τλήμων . τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας μετέχουσι ; τί τούσδ ' ἔχθεις ; οἴμοι , |
, λύκος ποτ ' ἂν οἶν ὑμεναιοῖ ; Ἕως ἡ σφονδύλη φεύγουσα πονηρότατον βδεῖ , χἠ κώδων ἀκαλανθὶς ἐπειγομένη τυφλὰ | ||
Γ ὡς ἡ σφονδύλη Γ : σίλφη τίς ἐστιν ἡ σφονδύλη βδέλλῃ προσομοία , δυσώδης ὄντως . ἄρχεται δὲ ἀδιανόητα |
οἴνῳ χρῆϲθαι τοῦ νοϲή - ματοϲ , ὁτὲ δὲ καὶ καταλλήλωϲ τοῖϲ πάθεϲιν , ὥϲπερ ἀπομέλιτι μὲν ὑπὲρ τοῦ πτύελον | ||
ἢ ἄλλωϲ πωϲ κακόηθεϲ γένηται τὸ ἕλκοϲ , πρὸϲ ἕκαϲτα καταλλήλωϲ ἁρμοϲόμεθα . ἀφλεγμάντου δὲ γενομένου τοῦ ἕλκουϲ λούϲαντεϲ αὐτοὺϲ |
ἐγκρατέςτερον | . πτωχεῦσαί με [ θέλεις ; οὐκ ] ἀναίνομαι : | πτωχεύσω δὲ Ἴρου [ μετριώτερον ] . | ||
ὁμολογήσουσι καὶ τῷ Διῒ χάριν τῷ τάδε διαπραξαμένῳ . οὐκ ἀναίνομαι ] χαίρω ἐν τῷ μὴ ἀντιλογεῖν . ἡβᾷ τοῖς |
καὶ οἱ πόδες οἷα ἂν ὁ ἐγκέφαλος γινώσκῃ , τοιαῦτα πρήσσουσι : γίνεται γὰρ παντὶ τῷ σώματι τῆς φρονήσιος , | ||
καὶ σέβειν : οὗτοι γὰρ ἴσα θεοῖσι πάντα πέλουσι καὶ πρήσσουσι τοῖς ἐγγόνοισι . πρὸς δὲ τὸν ἄνδρα τὸν ἑαυτῆς |
ἔσται φύσιν ; ὕπνος , βροτείων , ὦ κόρη , παυστὴρ πόνων . Εὔβουλος δ ' ἐν Σφιγγοκαρίωνι τοιούτους γρίφους | ||
ἔσται φύσιν ; ὕπνος , βροτείων , ὦ κόρη , παυστὴρ πόνων . οὐδ ' ἐν Τριβαλλοῖς ταῦτά γ ' |
πρὸς ἕνα , τοῦ πάθους μὴ ἐπιμένοντος , ἀλλ ' ἐπιτηρῶν ἀνέσεις , ἐπιτάσεις , πληρώσεις , κενώσεις , αἰτίων | ||
δ ' ἐν ἱστορίᾳ διαμαρτάνουσι , τὰ τοιαῦτα ἂν εὕροις ἐπιτηρῶν , οἷα κἀμοὶ πολλάκις ἀκροωμένῳ ἔδοξεν , καὶ μάλιστα |
δὲ ὁ τοῦ θαυμαστοῦ κτήματος δεσπότης καὶ αὐτὸν σὲ τῇ ἀπαιδευσίᾳ καὶ βδελυρίᾳ ὑπερηκόντισεν . ὁρᾷς ὅπως κακοδαιμόνως διάκειται , | ||
οἱ μὲν οὖν μήτε εὑρέσεως μήτε ζητήσεως ἐφιέμενοι τὸν λογισμὸν ἀπαιδευσίᾳ καὶ ἀμελετησίᾳ χαλεπῶς ᾐκίσαντο καὶ δυνάμενοι ὀξὺ καθορᾶν ἐπηρώθησαν |
ἂν ἄλλο παράδειγμα τούτου ἄμεινον προεστησάμην , ὃ πάντως καλὸν ἠπιστάμην ; ἢ ἀσύνετον καὶ θηριῶδες ἔδει καὶ ἄγριον ἀπεργάσασθαι | ||
ἐραστὴς τῆς παιδὸς ἐκ πολλοῦ ; τοῦτο γὰρ καὶ πάλαι ἠπιστάμην . Οὐκοῦν τὸν μὲν ἔρωτα οἶσθα , τὰ μετὰ |
: ὃς γὰρ οἷς ὁ δῆμος ἅπας τοὺς ἐνοχλοῦντας ἑαυτὸν νουθετεῖ θορύβοις μηδεπώποθ ' ὑπεῖξε μηδὲ διετράπη , ταχύ γ | ||
καὶ πονηρῶν κολάσεως , ἀλλ ' ὅτι καὶ ἡ κόλασις νουθετεῖ καὶ σωφρονίζει πολλάκις μὲν καὶ τοὺς ἁμαρτάνοντας , εἰ |
] Ἀντὶ δέ . Τὴν Φιλοκτήταο ] Τὴν Φιλοκτήτου . Δίκαν ἐφέπων ] Τρόπον διεξάγων . Ἔστι δὲ τὸ ἐφέπων | ||
ἀλλ ' ἐν ⌊ μέσῳ ⌋ κεῖται κιχεῖν πᾶσιν ἀνθρώποις Δίκαν ἰθεῖαν , ἁγνᾶς Εὐνομίας ἀκόλουθον καὶ πινυτᾶς Θέμιτος : |
αὐτῇ κατεσκεύαζες πολίτην πιστὸν καὶ αἰδήμονα , οὐδὲν ἂν αὐτὴν ὠφέλεις ; ναί . οὐκοῦν οὐδὲ σὺ αὐτὸς ἀνωφελὴς ἂν | ||
σκαιός τίς ἐσσι καὶ φίλοισιν ἀγνώμων , ὃς προσκυνοῦντας οὐδὲν ὠφέλεις ἥμας , ἀγαθοῖς δὲ πολλοῖς ὑβρίσαντας ἠμείψω . τὴν |
, ἴδριες οὐδέν : ἁ δέ οἱ φίλα δάμαρ τάλαιναν δυστάλαινα καρδίαν πάγκλαυτος αἰὲν ὤλλυτο : νῦν δ ' Ἄρης | ||
τε καὶ μαθεῖν , τέθνηκε θεῖον Ἰοκάστης κάρα . Ὦ δυστάλαινα , πρὸς τίνος ποτ ' αἰτίας ; Αὐτὴ πρὸς |
τῷ ψεύδει χρῶ ὡς φαρμάκῳ . καιρὸς τῶν λόγων σου προηγείσθω . λέγε ὅτε σιγᾶν οὐ καθήκει . περὶ ὧν | ||
ἐστὶν ἀσφαλής . ἐπαγέτω τὸ δεξιὸν κέρας : Ἀντὶ τοῦ προηγείσθω τὸ δεξιὸν μέρος . ὡς ἐπὶ πολέμου δὲ τοῦτό |
οἰκείους αὐτὸν ἀνταφεστιάσαι λόγοις τῇ ταύτης ὑστεραίᾳ . συνεληλύθασιν οὖν ἀκροασόμενοί τε καὶ ἐροῦντες εἰς τήνδε τὴν ἡμέραν , τρίτην | ||
οἰκείους αὐτὸν ἀνταφεστιάσαι λόγοις τῇ ταύτης ὑστεραίᾳ . συνεληλύθασιν οὖν ἀκροασόμενοί τε καὶ ἐροῦντες εἰς τήνδε τὴν ἡμέραν , τρίτην |
μὲν ἐκείνους οἰκειότητα πρὸς δ ' ἐμὲ καὶ τοὺς ἐμοὺς ἀλλοτρίωσιν : πίστις γάρ , ὡς ὁ παλαιὸς λόγος , | ||
αὐτοῦ , ἐδεδοίκεσαν τήν τε τῆς βουλῆς ἐς τὸν Καίσαρα ἀλλοτρίωσιν καὶ τὸ δόγμα , μὴ εἶναι δίκας ἐπὶ Καίσαρι |
πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς περὶ ὧν προυθέμεθα : ἐγὼ δ ' ἀκούσομαι καὶ ἀκούσας αὖ μετὰ Μελησίου τοῦδε ποιήσω τοῦτο ὅτι | ||
. Ἀλλ ' οὐ γὰρ οὔτ ' ἐν τοῖσδ ' ἀκούσομαι κακὸς γάμοισιν οὔθ ' οὓς αἰὲν ἐμφέρεις σύ μοι |
Μέγ ' ἄρα πέλαγος ἐλάχετόν τι . Ναὶ ναί . Ξύμφημι καὐτός . Φεῦ φεῦ , ποῖ μόλωμεν , ὦ | ||
κακοῖν , ἢ γῆς ἀπῶσαι πατρίδος ἢ κτεῖναι λαβών . Ξύμφημι : δρῶντα γάρ νιν , ὦ γύναι , κακῶς |
θεοῦ , ὃν Ψαμάθεια τίκτ ' ἐπὶ ῥ̄ηγμῖνι πόντου . αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον , πῶς | ||
βίης ἀμειλίχου οὐ καθηψάμην μιάνας καὶ καταισχύνας κλέος , οὐδὲν αἰδέομαι : πλέον γὰρ ὧδε νικήσειν δοκέω πάντας ἀνθρώπους . |
ὠφέλειαν ἀπὸ τοῦ φίλου σου ζ ὅπου ἂν πραθῇς , μεταμεληθήσῃ η μενεῖς ὅπου ὑπάγεις καὶ καλῶς θ συναλλάξεις ἐν | ||
ὅτε οὐκ ἐλπίζεις ἐπὶ τὸ κρεῖττον ζ κοινωνήσεις καὶ βλαβεὶς μεταμεληθήσῃ η στρατεύσῃ καὶ ταχὺ προκόψεις ἐπὶ τὸ κρεῖττον θ |
ξ . . . . . , = . : δύη : κακοπάθεια . . . ὁ δὲ Ἀπίων κάκωσις | ||
ἐκ βοῆς ἠγρευμένα , τουτέστι τῆς μάχης , λάφυρα . δύη ξ . . . . . , = . |
στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων [ πόντον ἐπ ' ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων ] . Ἑρμείαν δ ' ἐρέεινε Καλυψώ | ||
στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων ] πόντον ἐπ ' ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων . ἀγχοῦ δ ' ἱσταμένη προσεφώνεε δῖα |
? ? Ἀχιλλεῦ ? ? [ Ἕλλανα ⌋ ? μὴ προδῶις ? ? στρατόν ? ⌊ [ ] φιστονως [ | ||
, λίσσομαί σε : συγγόνωι δὲ σῶι τὴν εὐσέβειαν μὴ προδῶις τὴν σήν ποτε , χάριτας πονηρὰς κἀδίκους ὠνουμένη . |
πάθοιτ ' ἂν ἀηδὲς οὐδὲν τοσοῦτον , εἰ πολλά τινος ληροῦντος ἀκούσαιτε , ὅσον εἰ τῶν δεόντων τι λέγειν ἔχοντός | ||
ὅτι διὰ τύχην τις ἀδικεῖν τὴν πόλιν ἐφείσατο : τί ληροῦντος ἀνεχόμεθα Μίκωνος ; οὐ γὰρ οἶδε προαίρεσις τὴν αὐτῆς |
εἰς τοὺς γείτονας . Γύμναζε παῖδας : ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις . Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει . Γυνὴ | ||
. τί ληρεῖς ; οὐκ οἴκαδ ' ἐλθὼν τὴν σεαυτοῦ γυμνάσεις δάμαρτα ; Φοροῦσιν ἁρπάζουσιν ἐκ τῆς οἰκίας τὸ χρυσίον |
ὄντων ὅμως ἅπαντες τὴν τούτου σωτηρίαν τοῖς ἰδίοις κινδύνοις ἑκουσίως περιεποιήσαντο : οἱ δὲ θεοὶ διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ εἰς | ||
ταχὺ δὲ τῆς πόλεως ἐπίδοσιν λαμβανούσης οἱ μὲν οἰκήτορες μεγάλους περιεποιήσαντο πλούτους , ἡ δὲ πόλις ἀξιόλογον ἀξίωμα περιποιησαμένη τὸ |
Ἀλήιον πεδίον . τὸ ἐθνικὸν Πανιεύς , καὶ τὸ θηλυκὸν Πανιάς . ἔστι δὲ καὶ Πάνιον σπήλαιον Παλαιστίνης , ἀφ | ||
. . . . . ξζ δʹ λγ Ϛʹ Καισάρεια Πανιάς . . . . . . . ξζ γοʹ |
τὸ διὰ τούτων καὶ τῶν τοιούτων τὸ μὴ ἀποχειροτονηθῆναι αὐτὸν οἰκονομήσεις : εἶτα ἐρεῖς : ὅτι , ἀλλ ' ἐπειδὴ | ||
Ὅτε χρυσὸν ἔλαβες , ὀφείλεις οἰκονομῆσαι , καὶ εἰ προσεχῶς οἰκονομήσεις , τὸν χρυσὸν ἕξεις . Καὶ μὴ ὑπολάβῃς , |
οὔ ; τίς μοι φύλαξ ἦν , εἰ σὺ συμφορᾶς τύχοις ; ἀλλὰ πῶς ἠλευθερώθης , ἀνδρὸς ἀνοσίου τυχών ; | ||
συνόντων ἐπὶ τὸ προσῆκον . εἰ δὲ ἐν ἀλλοφύλοις ἀποληφθεὶς τύχοις , σιώπα . γέλως μὴ πολὺς ἔστω μηδὲ ἐπὶ |
οὐκ ἔχει . ταῦτ ' ἐννοῶν , ὦ βασιλεῦ , παῦε μὲν φυγάς , παῦε δ ' αἷμα , καὶ | ||
. ἐρωτικὴ πέφυκεν ἡ θεὸς καὶ τοιαύταις ἥδεται γυναιξί . παῦε πρὸς οὐρανὸν ἀναφέρων τὰς ἡδονὰς καὶ γυναιξὶν ἀκολάστοις θεὸν |
/ ] ⌈ τοῦ μὴ γινώσκεσθαι , τίνες εἰσίν . εὐφήμει ] εὔφημα λέγε . σμῆνος ] πλῆθος ⌈ κυρίως | ||
μὴ γραφῆναι , τοῦτον ἄκοντα λαβεῖν τὸ γέρας νομοθετεῖς ; εὐφήμει , ἂν ἔφη , γνώμης εἰσίν , οὐκ ἀνάγκης |
βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος | ||
μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ |
πι συλλαβῆς : ὄπτω γάρ ἐστιν , ἀφ ' οὗ ὄψομαι , καὶ παράγωγον ὀπτεύω : ἀποβολῇ τοῦ τ ὀπεύω | ||
βοᾶι : τὸ παιδίον φησὶν ἐμπρήσειν ἀπειλῶν . ὑιδοῦν ὀπτώμενον ὄψομαι . πάλιν πέπληχε τὴν θύραν . στρόβιλος ἢ σκηπτὸς |
μάχηαι . Ἥρῃ δ ' οὔ τι τόσον νεμεσίζεται οὐδὲ χολοῦται : αἰεὶ γάρ οἱ ἔωθεν ἐνικλᾶν ὅττι κεν εἴπῃ | ||
. . . . ἀγαίεται : βασκαίνει , ὀργίζεται , χολοῦται : τῷ δ ' ἦ τοι Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται |
ὧν ἱμείρεις : οὐ γὰρ μεγάλων ἐπιθυμεῖς . ἀλλὰ σεαυτὸν παράδος θαρρῶν τοῖς ἡμετέροις προπόλοισιν . δράσω ταῦθ ' ὑμῖν | ||
δ ' ἴσχῃ Κρονίωνα Σεληναίη ἅμα δίῃ ἐν γενέθλῃ , παράδος μιν ἐπ ' ἠγάθεον Φαέθοντα εἰ δὲ Νεμειήταο μέσην |
ἦλθες εἰς τοὺς ἐμοὺς δόμους . ἐπειδὴ εἶπεν ὦ δυστυχεστάτα παντάλαινα νύμφα , ἐπήγαγεν οἰκτροτάτη γάρ , ἀντὶ τοῦ : | ||
' ἄχη ] πανάθλια . δεῖ πανταλαίνου εἶναι , ἢ παντάλαινα . εὕρηται δὲ ἐν πολλοῖς καὶ καλοῖς βιβλίοις οὕτω |
τέκνοις συναποθνήσκειν . Τῶν δὲ τέκνων οὕτως ἀγαπωμένων κατὰ τὸ αὐθαίρετον , ἀναγκαῖον καὶ τοὺς γονεῖς , καὶ τοὺς ἀδελφούς | ||
ἐδεσμάτων ἱπποτᾶν φηρῶν ὅρκων ἐρῶσιν οὐδὲν εὐχερέστερον κλύδωνα σαυτῷ προσφέρεις αὐθαίρετον Τεῦκρος δὲ τόξων χρώμενος φειδωλίᾳ ὑπὲρ τάφρου πηδῶντας ἔστησεν |
καὶ παρῄειν εἰς τὴν βουλὴν , καὶ τῆς τε διακονίας ἀφείθην καὶ τῆς ἀτελείας ἔτυχον : πρῶτον τότε καὶ μετὰ | ||
τοῦ θεοῦ καὶ θέοντα ἐπεγείρεις . τί δεῖ διατρίβειν ; ἀφείθην γὰρ πάντων πραγμάτων ἐν περιόδῳ τῶν ναῶν τῶν ἐν |
φράσις καὶ τὸ σχῆμα ἀττικόν , ὡς τὸ “ μανίαν μαίνῃ ” . ἀττικὸν δέ ἐστι τὸ εἰπόντα τὸ πρᾶγμα | ||
τὸν μείζονα αὐτοῦ , ἐπικατεγέλων ἄν σοι καὶ ἔλεγον ὅτι μαίνῃ : ὅτι εἶπας , Ἠιχμαλωτεύθη ὁ λαὸς εἰς Βαβυλῶνα |
εὐχαρίτου χορείας , οὐδὲν ἄλλο ἢ νομίζω θυγατέρας ἀφῃρῆσθαι . ὀργίζομαι μὲν οὖν αὐταῖς : τί γὰρ ἀπέλιπον τροφέα αὐτῶν | ||
ἤδη πέπεισαι : βούλει δὲ ἀντιλυπήσω σε καὶ αὐτή ; ὀργίζομαι δικαίως ἐν τῷ μέρει . Μηδαμῶς , ἀλλὰ πίνωμεν |
καὶ οὔπω παρῆν τὰ δεινά : οὐ γὰρ ἐς μακρὰν χαιρήσειν ἔμελλον ἁλόντες καὶ πᾶσι κακοῖς ἐκδοθέντες , αἰχμαλωσίᾳ καὶ | ||
μάλα στιχὸς εἶμι διαμπερές , οὐδέ τιν ' οἴω Τρώων χαιρήσειν , ὅς τις σχεδὸν ἔγχεος ἔλθῃ . Ὣς φάτ |
ῥᾳότερον τὸ ψέγειν . Νῷ πείθου : Ὁμοία τῇ , Πείθου θεῷ . Νηφάλια ξύλα : τὰ μὴ ἀμπέλινα , | ||
εἶναι , πρὸς δ ' ἔμ ' ἀψευδεῖν ἀεί . Πείθου λεγούσῃ χρηστά , κοὐ μέμψῃ χρόνῳ γυναικὶ τῇδε , |
ἄταισιν ] ἤγουν πολέμοις . δαῖτ ' ] εὐωχίαν . ἀκέλευστος ] μὴ ὑπ ' ἐκείνων εἰς τοῦτο προτραπείς . | ||
ἐμπέδως δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται , μαντιπολεῖ δ ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά , οὐδ ' ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων |