Μέγ ' ἄρα πέλαγος ἐλάχετόν τι . Ναὶ ναί . Ξύμφημι καὐτός . Φεῦ φεῦ , ποῖ μόλωμεν , ὦ
κακοῖν , ἢ γῆς ἀπῶσαι πατρίδος ἢ κτεῖναι λαβών . Ξύμφημι : δρῶντα γάρ νιν , ὦ γύναι , κακῶς
8599908 συναγωγιμον
δοτέον ἔτι , πλακοῦντος ἁπτέον . Κατάκεισο κἀκείνας κάλει . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης
ἐστί σου πάλαι . καὶ Ἔφιππος ἐν Γηρυόνῃ : καὶ συναγώγιμον συμπόσιον ἐπιπληροῦσιν . ἔλεγον δὲ συνάγειν καὶ τὸ μετ
8519419 χεσειν
ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν ] κινεῖσθαι .
' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . , χέσαι θέλω
8512747 θαρσησα
, χώρει εἰς τὸν ἀγῶνα . καὶ τότ ' ἐγὼ θάρσησα . εἰσῆλθε δέ ποτε εἰς θέατρον διδάσκων κωμῳδίαν λίθων
βδελυρὴ χώρ ' εἰς τὸν ἀγῶνα . Καὶ τότε δὴ θάρσησα καὶ ἤειδον πολὺ μᾶλλον . Πεποίηκε δὲ παρῳδίας καὶ
8510384 ἐψοφηκεν
λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „
δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς
8472485 προσμεινον
καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι
χάλα καὶ δεῖξον : ἐν ταύτηι περιφέρεις γάρ . βραχὺ πρόσμεινον , ἱκετεύω ς ' , ἵν ' ἀποδῶι .
8431488 Ὡμολογει
σὺ γράμματα ; Ναί , ἔφη . Οὐκοῦν ἅπαντα ; Ὡμολόγει . Ὅταν οὖν τις ἀποστοματίζῃ ὁτιοῦν , οὐ γράμματα
; ἢ οὐκ ἔστι κρεῖττον αἰδήμονα εἶναι ἢ πλούσιον ; Ὡμολόγει . Τί οὖν ἀγανακτεῖς , ἄνθρωπε , ἔχων τὸ
8400726 φλαν
οἵτινες καὶ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ . ἔφλων : ἤσθιον . φλᾶν δὲ τὸ μετὰ ψόφου ἐσθίειν : καὶ γὰρ φλᾶν
ῥίψασπις εἶ . καὶ στίχοι ἰαμβικοὶ τετράμετροι καταληκτικοὶ βʹ . φλᾶν : νῦν κατακαίειν : δῆλον δέ , ὅτι τὰ
8375003 κτισεσι
καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι τὴν Σελήνην κενοδρομοῦσαν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς καὶ
καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς ,
8367618 ὑπουργησω
δέ τι καὶ ὑπουργῆσαι καὶ σὲ δεῖ . Πρόσταττε : ὑπουργήσω γὰρ ὅσα δυνατά . Ὅμηρος ὁ ποιητής φησι τοὺς
. . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . : Νιόβη .
8360843 Ἀληθες
ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν Αἰγυπτιακὸν τὸ τὸν
αὐτὸ λέγει , εἰ γὰρ ἄνθρωπος πάντως καὶ ζῷον . Ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ ἁπλῶς .
8357142 σπαρασσει
καὶ πρόσωπα τύπτει καὶ [ ] πλοκαμοὺς ? ? ? σπαράσσει . νῦν ἔμαθον ἀληθῶς , ὅτι [ πλεῖον ]
με καρδίαν ] τοῦτο ὅλον καὶ μέρος . ἀμύσσει ] σπαράσσει . ἐρῶ ] λέξω . μῦθον ] λόγον .
8344830 κενοδρομουσαν
Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεως ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην , καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς καὶ
Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς , καὶ
8333569 Πανταπασιν
ὅτι ποτ ' εἴη τὸ κυβερνώμενον ὑπ ' αὐτοῦ ; Παντάπασιν τοῦτό γε ἀληθὲς εἴρηκας , ὦ ξένε : τοὐπὶ
ἐφαπτομένη : καὶ τοῦτο αὐτῆς τὸ πάθημα φρόνησις κέκληται ; Παντάπασιν , ἔφη , καλῶς καὶ ἀληθῆ λέγεις , ὦ
8331916 ΑΥΤΑΡ
ἀνδράσιν , δι ' ἅπερ ἔφην τὸ πρότερον . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΔΟΛΟΝ . Ἐπεὶ δὲ νεύσει τῆς Εἱμαρμένης ἀπηρτίσθησαν
ἤσθιον , ἢ ἔνεμον , καὶ διεμέριζον ἀλλήλοις . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΚΕΝ . Τὶς μὲν ἡ ζωὴ τῶν ἐκ
8328769 Ἀκεγχηρης
δὲ Ἀκεγχήρης δώδεκα καὶ μῆνας πέντε . Τοῦ δ ' Ἀκεγχήρης ἕτερος δώδεκα καὶ μῆνας τρεῖς . Τοῦ δὲ Ἄρμαϊς
μετὰ δὲ ταύτην Ῥαθῶτις ἔτη θʹ . μετὰ δὲ τοῦτον Ἀκεγχήρης ἔτη ιβʹ , μῆνας εʹ . μετὰ δὲ τοῦτον
8321345 Πονηρον
πήγανον ὡς πολέμιον αὐτῷ ὑπάρχον . Ἐκ τοῦ Τιμοθέου . Πονηρόν τι ζῷον καὶ κακοῦργον ἡ ἰκτίς , ἐπίβουλόν τε
, ὥσπερ τινές . Κραταιὸν ] Πιθανόν . Δόλιον ] Πονηρόν . Φίλον εἴη φιλεῖν ] * Λέγει ὅτι ὁ
8310886 ἀπεπυδαρισα
] ὑπερεῖδον , κατεφρόνησα , εἰς οὐδὲν ἡγησάμην . Γ ἀπεπυδάρισα ] ἀπελάκτισα ἢ ἀπέπαρδον . ἵπποι γὰρ καὶ ὄνοι
ἔστι δὲ εἶδος ὀρχήσεως . τινὲς δὲ τὸ μὲν “ ἀπεπυδάρισα ” ἀπέπαρδον . ἄλλοι δὲ ἀπεσκίρτησα καὶ ὠρχησάμην .
8309848 ἀποσοβησον
ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι
καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος
8288527 Μἀλλα
Ζεῦ : καὶ παρακούων δεσποτῶν ἅττ ' ἂν λαλῶσι ; Μἀλλὰ πλεῖν ἢ μαίνομαι . Τί δὲ τοῖς θύραζε ταῦτα
; Αὖθις εἰς τὸ πρόσθεν οἴχεται . Οὐκ ἐγγεταυθί . Μἀλλὰ δεῦρ ' ἥκει πάλιν . Ἰσθμόν τιν ' ἔχεις
8287510 κυναλωπηξ
διδόναι ς ' ὁ Λοξίας . Πῶς δὴ τριήρης ἐστὶ κυναλώπηξ ; Ὅπως ; ὅτι ἡ τριήρης τ ' ἐστὶ
κακεμφάτως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου δύναται ἀκούεσθαι . ποῦ κυναλώπηξ : καὶ ἀλλαχοῦ [ . ] Φιλόστρατος ἡ κυναλώπηξ
8283605 ἐπιλησμοτατον
οἴμοι , τίς ἦν ; οὐκ εἰς κόρακας ἀποφθερεῖ , ἐπιλησμότατον καὶ σκαιότατον γερόντιον ; οἴμοι . τί οὖν δῆθ
. τὴν κάρδοπόν φησιν . ὥσπερ ἐπιλαθόμενος ταῦτα λέγει . ἐπιλησμότατον : ἔδει εἰπεῖν ἐπιλησμονέστατον . Ἄλεξις δὲ “ ἐπιλήσμη
8276802 πανωλεθρος
ὑπ ' Αἰγίσθου παθών , ὅς μου κατέκτα πατέρα χἠ πανώλεθρος μήτηρ . ἀφῖγμαι δ ' ἐκ θεοῦ μυστηρίων Ἀργεῖον
Βακτρίων ] τῶν . ἔρρει ] ἐφθάρη . πανώλης ] πανώλεθρος . οὐδὲ ] ἐφθάρη ἀλλὰ πᾶσα ἡ νεότης .
8266182 Φερ
. Συνεπόμνυθ ' ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι ; Νὴ Δία . Φέρ ' ἐγὼ καθαγίσω τήνδε . Τὸ μέρος γ '
' αὖ γυνὴ ὡραιοτάτη τις . Ποῦ ' στι ; Φέρ ' ἐπ ' αὐτὴν ἴω . Ἀλλ ' οὐκέτ
8265775 Ἀλαβων
Συρίας . Χάραξ ὀγδόῃ χρονικῶν . τὸ ἐθνικὸν Ἀλαβούριος . Ἀλαβών , πόλις [ Σικελίας ] καὶ ποταμός , ὡς
ἐξ ἧς μέγας ποταμὸς εἰς τὴν πλησίον θάλατταν ἐξερεύγεται καλούμενος Ἀλαβών . κατὰ δὲ τὴν νῦν Ἀκραγαντίνην ἐν τῷ Καμικῷ
8263118 γεγωνισκειν
μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος . τί δῆτα μέλλεις μὴ οὐ γεγωνίσκειν τὸ πᾶν ; φθόνος μὲν οὐδείς , σὰς δ
: ἐκ τῶν δυνατῶν . ὡς ἐπιπλῆστον γεγωνίσκων ὠφελεῖν : γεγωνίσκειν , τὸ ἐκτεταμένως καὶ ἐξακούστως βοᾶν . ἔτι καὶ
8257000 Θρασυμαχε
, οὕτως αὐτοῦ ἀποδεχώμεθα . Καί μοι εἰπέ , ὦ Θρασύμαχε : τοῦτο ἦν ὃ ἐβούλου λέγειν τὸ δίκαιον ,
. Καὶ θεοῖς ἄρα ἐχθρὸς ἔσται ὁ ἄδικος , ὦ Θρασύμαχε , ὁ δὲ δίκαιος φίλος . Εὐωχοῦ τοῦ λόγου
8255861 Κρατυλε
μοι οὕτω . Ἔστιν ἄρα , ὡς ἔοικεν , ὦ Κρατύλε , δυνατὸν μαθεῖν ἄνευ ὀνομάτων τὰ ὄντα , εἴπερ
τὰ πολλὰ ἐκείνως ἐσήμαινεν . Τί οὖν τοῦτο , ὦ Κρατύλε ; ὥσπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα , καὶ ἐν
8252239 δαιρειν
' ] τύπτοντ ' . . τύπτειν ] σέ , δαίρειν . . εὐνοεῖν ] ἀγάπης τεκμήριον , τὸ ἀγαπᾶν
ἀγαπᾶν , εὔνουν φίλον εἶναι , σοί . τύπτειν ] δαίρειν . , σέ . πῶς ] ἀπαθὴς κακῶν .
8252215 εἰσφρω
πρῶ καὶ τροπῇ φρῶ καὶ κατὰ δευτέραν σύνθεσιν διαφρῶ καὶ εἰσφρῶ . Ἀριστοφάνης : ” τῶν μηρίων τὴν κνῖσαν οὐ
ἐστι ῥῆμα ἀπὸ τοῦ προϊῶ , ἀφ ' οὗ τὸ εἰσφρῶ , ὅπερ ἐγένετο ἀπὸ τοῦ προϊῶ συγκοπέν . παρὰ
8249156 εἰσχυσις
νϚʹ γοʹʹ Ἄβου ποταμοῦ ἐκβολαί καʹ νϚʹ ∠ ʹʹ Μεταρὶς εἴσχυσις κʹ ∠ ʹʹ νεʹ γοʹʹ Γαριέννου ποταμοῦ ἐκβολαί κʹ
δεκτικὰ τῶν ὑγρῶν ἀγγεῖα , ἵνα οὕτως ἡ τῶν ὑγρῶν εἴσχυσις γένηται , οὕτω δεῖ πρῶτον ἡμᾶς τὰ κεφάλαια τὰ
8241344 Μιν
ἱκανὸν γὰρ ἦν εἰπεῖν : Εἰς Ἀΐδαο δόμον κατέβη . Μιν ] Αὐτὸν τὸν Ἀπόλλωνα : τὸ δὲ χόλος μέχρι
ἁπαλή . μελέῃσι : ματαίαις . ἐλπωρῇσι : ἐλπίσιν . Μιν : αὐτόν . ἐρυσσάμενος : ἑλκύσας . Ἀνέδυ :
8239191 Ὁμολογω
ἐξουσία ᾖ πάντα ταῦτα ποιεῖν ἃ νυνδὴ ἐγὼ ἔλεγον ; Ὁμολογῶ . Καὶ ὅς , εἰρωνικῶς πάνυ ἐπισχὼν ὥς τι
οὓς σὺ πέπεικας σοὶ πείθεσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς γειναμένοις . Ὁμολογῶ , φάναι τὸν Σωκράτην , περί γε παιδείας :
8234758 ΑΥΤΕ
ἔσχον τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν
καὶ καταστεῖλαι τὸ θυμοειδὲς αὐτῶν . . ΠΑΥΡΟΙ Δ ' ΑΥΤΕ ΜΕΤΕΙΚΑΔΑ ΜΗΝΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝ . Τὴν καʹ οἱ Ἀθηναῖοι μετεικάδα
8234503 ἀκαληφων
. τοιαῦται γὰρ ἦσαν καὶ αἱ γραῖαι δριμεῖαι . μητριδίων ἀκαληφῶν : Δριμυτάτων . λείπει παῖδες . . καὶ μὴ
φρόνιμος . Ἀλλ ' , ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν , χωρεῖτ ' ὀργῇ καὶ μὴ τέγγεσθ ' :
8233759 συντριβω
τὸ νομίζω , ἄγω τὸ τιμῶ : καὶ ἄγω τὸ συντρίβω , ἀφ ' οὗ τὸ κατέαξαν , ἀντὶ τοῦ
αὐτόν . ἁλῶ ] κρατήσω . σε , νικήσω , συντρίβω . γρ . καὶ ” ἐπὶ ἅλω “ ἤγουν
8232251 ἐνιψω
ἐξ ἀνθρώπων ἔσσεται . ὣς οὐ τοῦτον ἐγώ ποτε μῦθον ἐνίψω . ἀθετεῖται μὲν ὑπὸ Ἀριστάρχου , στικτέον δὲ ὅμως
νομεύω . πατρὶ δὲ γηραλέῳ τίνα μάν , τίνα μῦθον ἐνίψω ; αἰνήσει σέο λέκτρον ἐπὴν ἐμὸν οὔνομ ' ἀκούσῃ
8223925 Αὐλει
σφάττουσιν ἡμῶν δέλφακα . Θύννων τε λευκῶν Σικελικῶν ὑπήτρια . Αὐλεῖ γὰρ σαπρὰ αὕτη γε κρούμαθ ' οἷα τἀπὶ Χαριξένης
σφάττουσιν ἡμῶν δέλφακα . Θύννων τε λευκῶν Σικελικῶν ὑπήτρια . Αὐλεῖ γὰρ σαπρὰ αὕτη γε κρούμαθ ' οἷα τἀπὶ Χαριξένης
8220019 ἀναγαργαριζεσθω
. θλασθεῖσα μετὰ μέλιτος καὶ ὕδατος ἴσου διδομένου τοῦ χυλοῦ ἀναγαργαριζέσθω . [ στʹ . Πρὸς αἱμοῤῥαγίαν ἐκ τοῦ στόματος
πότιζε ἢ ὄξος μετὰ θύμου δριμύ : μετὰ δὲ ταῦτα ἀναγαργαριζέσθω θερμῷ ὕδατι . Κεφ . ιγʹ . [ Πρὸς
8219311 Ἀναγκαιοτατα
χαίρουσιν , οἱ δ ' ἀγαθοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀληθέσιν . Ἀναγκαιότατα λέγεις . Εἰσὶν δὴ κατὰ τοὺς νῦν λόγους ψευδεῖς
τε καὶ αἰσχυντηλῶς ᾄδοντες ἀπροθύμως ἂν τοῦτ ' ἐργάζοιντο ; Ἀναγκαιότατα μέντοι λέγεις . Πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι
8217751 ΟΥΤΕ
πολὺ τῶν προτέρων προμηθέστεροι , καὶ πανουργότεροι . . ΧΡΥΣΕΩι ΟΥΤΕ ΦΥΗΝ ΕΝΑΛΙΓΚΙΟΝ , ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Τῷ χρυσῷ γένει
εἶναι . Καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰς κ . . ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Κατὰ τὸ ἁπλοῦν ἐκεῖνο λέγει , καὶ
8213966 δυστυχεστατε
, οὐ περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν
οὐ κέκλοφα . οὐκ : Ὄψει ἐμὲ οὕτως ἔχοντα , δυστυχέστατε . Θ . . . χρηστοὺς : Ἀγαθούς .
8213835 ἀποτυγχανω
. Μεθόδιος , . , . . Ἁμαρτῶ : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ μάρπτω , τὸ καταλαμβάνω , ὅθεν
, , . . α . . Ἁμαρτάνω : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ ἁμάρτω ἁμαρτάνω , ὡς ἥδω ἁνδάνω
8208405 ἠλασκαζω
τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς η , ἠλασκάζω . Ἠμαθόους . Ἀμαθοῦς , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων .
ἀΐσσω ἀΐξω αἴγλη μετὰ συναιρέσεως . . . , : ἠλασκάζω : ἀλῶ καὶ τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι , ἐξ οὗ
8203050 πριωμαι
τῷδε ; ὥστε ματαία ἡ παρατήρησις τῷ Συμμάχῳ . ἐγὼ πρίωμαι τῷδε : ἴσον τῷ ὠνήσωμαι . θοαῖσιν ἵπποις :
βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομἄρα βάκχαριν ; Ἀναξανδρίδης Πρωτεσιλάῳ : μύρον τε
8197367 πεπωκας
τρὶς ἐξέπιον μεστόν γ ' . Ἀλεξάνδρου πλέον τοῦ βασιλέως πέπωκας . οὐκ ἔλαττον , οὐ μὰ τὴν Ἀθηνᾶν .
τὸν νεώτερον . Σίκων ἐγὼ βεβρεγμένος ἥκω καὶ κεκωθωνισμένος . πέπωκας οὗτος ; ναὶ μὰ Δία , πέπωκ ' ἐγὼ
8193376 λεξεται
ὅδ ' ἡμῖν ποῦ τετάξεται πόνου ; ταὐτὸν χεροῖν σοὶ λέξεται μίασμ ' ἔχων . λάθραι δ ' ἄνακτος ἢ
ἐν μέσσῃσι . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ λέξεται ] ἀντὶ τοῦ κοιμηθήσεται , ἀπὸ τοῦ λέχους .
8191969 διαρραγησομαι
αὐτὸ περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν πρῶτα διαμαχοῦμαι . Οἴμοι , διαρραγήσομαι . Καὶ μὴν ἐγὼ οὐ παρήσω . Πάρες πάρες
ἢ πρῶτον εἰπεῖν . πάρες : τοῦ Κλέωνος εἰπόντος “ διαρραγήσομαι ” καὶ τοῦ ἀλλαντοπώλου εἰπόντος “ οὐ παρήσω ”
8186070 γεμισω
. Γ καταπάσω ] καταποικιλῶ . καταπάσω ] πληρώσω , γεμίσω . Γ καταπάσω ] ἐμπρήσω . νοϊδίων : διανοημάτων
διδασκαλίας . . διαλφιτώσω ] ἀλφίτων πληρώσω , μετὰ ἀλεύρου γεμίσω , περικυκλώσω ἀλφίτων , ἀλευρώσω . , ἀλφίτων μεστὴν
8185679 ἀντροπαιᾳ
κατ ' ἀλλήλων ἄμφω τὼ ἀδελφὼ ἔχουσιν . . λήματος ἀντροπαίᾳ ] φρονήματος μεταβολῇ . χρονίᾳ μεταλλακτὸς ] μετὰ ταῦτα
. Ξ ἀντροπαίᾳ ] ἀλλοιώσει . ἀντροπαίᾳ ] ἀνατροπῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταλλαγῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταλλαγῇ , ἀνατροπῇ .
8184693 Σκεπτεον
τῇ φύσει κεχωρισμένα τῇ προνοίᾳ συναγαγεῖν ὑπὸ μίαν οἴκησιν . Σκεπτέον δὲ τί φησιν ἐνταῦθα ὁ ἱστορικός . Καὶ γὰρ
αὐτῷ : ἔσται δὲ καὶ εὐθυμότερος ἐν τῇ ταλαιπωρίῃ . Σκεπτέον δὲ καὶ ἤν τι ἐρυγγάνῃ ἢ ὑπὸ φύσης ἔχηται
8183129 μητριδιων
Λυσιστράτῃ Ἀριστοφάνους πέπαικται : ἀλλ ' ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεα . μέμικται γὰρ
αὗται . τοιαῦται γὰρ ἦσαν καὶ αἱ γραῖαι δριμεῖαι . μητριδίων ἀκαληφῶν : Δριμυτάτων . λείπει παῖδες . . καὶ
8183076 τοὐπι
ὁ σός . ὃ καὶ ἄμεινον : τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπί ς ' : ὅσον τὸ κατὰ σέ , τέθνηκα
ὁ σός . ὃ καὶ ἄμεινον : τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπί ς ' : ὅσον τὸ κατὰ σέ , τέθνηκα
8179924 προσελθ
ἔστι δὲ Ἀττικόν . λείπει οὖν ἡ σὺν πρόθεσις . πρόσελθ ' : πλησίασον , ἐγγὺς ἐλθέ . Γ ξυναυλίαν
, πῶς ἔχεις ; Κακῶς καθάπερ σύ . Δεῦρο δὴ πρόσελθ ' , ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ
8173361 ἀντιβολια
κοινά : τὰ κοινά , ἃ ἂν οὐδεὶς μεταχειρίσαιτο . ἀντιβολία : ἡδὺ καὶ σεμνόν . σημαίνει δὲ καὶ ἱκετείαν
' οὐκ ἀνεῖχες αὐτὸν ὥσπερ εἰκὸς ἦν . . . ἀντιβολία : δέησις . . . ἀνακλῖναι : τὸ ἀνοῖξαι
8163060 Ναυσταθμου
Γαγγητικοῦ κόλπου στάδιοι ͵εχξʹ . Οἱ δὲ σύμπαντες ἀπὸ τοῦ Ναυστάθμου λιμένος ἕως τοῦ πέμπτου στόματος τοῦ Γάγγου ποταμοῦ ,
ἐστὶν ἀνατείνων : ὕδωρ ἔχει ἐν τῇ ἄμμῳ . Ἀπὸ Ναυστάθμου εἰς Ἀπολλωνίαν στάδιοι ρκʹ . Πάντες ὁμοῦ ἀπὸ Παραιτονίου
8160912 ῥαφιδα
ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων . ἐν δὲ τῷ περὶ ἰχθύων ῥαφίδα αὐτὴν ὀνομάσας ἀνόδουν φησὶν αὐτὴν εἶναι . ῥίνη .
καὶ ῥαφίδος , ἣν Ἕρμιππος καὶ Ἄρχιππος ἐν Πλούτῳ ὠνόμασεν ῥαφίδα καὶ λίνον λαβὼν τὰ ῥήγματα σύρραψον . καὶ βελόνης
8160294 Σαφεστατα
ἐστιν : εὐφημοτέρῳ δὲ τῷ ὀνόματι χρήσασθαι οὐ λυπεῖ . Σαφέστατα , ὦ πάτερ , τὸν λόγον ἀποδέδωκας . Κἀκεῖνο
γίγνεσθαι , σύμπασαν δὲ γένεσιν οὐσίας ἕνεκα γίγνεσθαι συμπάσης . Σαφέστατα μὲν οὖν . Οὐκοῦν ἡδονή γε , εἴπερ γένεσίς
8158650 Ἠδωνου
καὶ ὅτι περὶ Ἑλένου ἱστορία τοιαύτη φέρεται παρὰ Ἀρριανῶι . Ἠδωνοῦ Θραικὸς ἀνδρὸς παῖς Ἕλενος , μάντεων διαπρεπέστατος : παρὰ
καὶ Καλλιρρόης τῆς Νέστου . ἀδελφὸς δὲ ἦν Ὀδόμαντος καὶ Ἠδωνοῦ . ἔνιοι δὲ Παίονος τοῦ Ἄρεος παιδός . τὸ
8156730 Διδου
ὠφελεῖ . Παραπλησίως δὲ ποιεῖ καὶ ἡ προβατεία φύσα . Δίδου δὲ τὴν τέφραν μετ ' ὀξυκράτου . Ἄλλο :
καὶ σιλφίου ῥίζῃ τρίβων εἰς ποτὸν τοῖς δηχθεῖσιν δίδου . Δίδου δέ ποτε μὲν αὐτὰ μετ ' ἀλλήλων μιγνύς ,
8155615 Τραχις
ἔτι καὶ νῦν Πεδιανοί , ὀφεῖλον Πεδιεῖς ὡς Σουνιεῖς . Τραχίς , πόλις Θεσσαλίας ὑπὸ τὴν Οἴτην , ὑπὸ Ἡρακλέους
πλήν γε δὴ Ἐλατείας τὰ πρότερα οὐκ ἐπιφανεῖς ἦσαν , Τραχίς τε ἡ Φωκικὴ καὶ Μεδεὼν ὁ Φωκικὸς καὶ Ἐχεδάμεια
8152177 Κοριον
ταῦτα δὲ ἀπὸ τοῦ κόρη γέγονεν . ἀπὸ δὲ τοῦ Κόριον τὸ ἀνάλογον Κοριεύς . Κορκυρίς , πόλις Αἰγύπτου ,
μὲν γὰρ ἰλύς , οἴνου δὲ τρὺξ ἢ ὑποστάθμη . Κόριον ἢ κορίδιον ἢ κορίσκη λέγουσιν , τὸ δὲ κοράσιον
8148338 Οἰανθη
[ Ὀθρωνοῦ πέλας ” ] . ὁ οἰκῶν Ὀθρώνιος . Οἰάνθη , πόλις Λοκρῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Ἑλλάνικος δὲ
δὲ Λοκροί : ἐν δὲ Χάλαιον πόλις , ἐν δὲ Οἰάνθη πόλις . . Οἰάνθη : πόλις Λοκρῶν . Ἑκαταῖος
8145244 μοθωνα
δηλοῖ δὲ καὶ τὸ λακτίζειν , ὡς τὸ “ ἀπεπυδάρισα μόθωνα , περιεκόκκυσα ” παρὰ τοὺς πόδας . μόθωνα :
] ἀπέπαρδον : δεῖ δὲ καὶ τῇ ἀληθείᾳ αὐτόν . μόθωνα ] φλυαρόν , ὑβριστήν . Γ περιεκόκκυσα ] ὑπερεῖδον
8144838 ὑπομονητον
θ οὐχ ὁμιλητὸν ] ἀπρόσψαυστον . ὁμιλητὸν ] φορητὸν καὶ ὑπομονητόν . ὁμιλητὸν ] ὁμιλίαν παραδεχόμενον . δείσασα ] φοβηθεῖσα
. εὐεστοῖ ] εὐτυχίᾳ . . ὁμιλητὸν ] φορητὸν , ὑπομονητόν . . κρατοῦσα ] εὐτυχής . . νικῶσα .
8141470 ἀλθω
καὶ ἀπαλθήσεσθον : σημαίνει δὲ τὸ ἰαθήσεσθον . τὸ δὲ ἀλθῶ παρὰ τὸ ἄλδω , ὃ σημαίνει τὸ αὐξάνω .
: τὸ ἐθνικὸν Ἀπτερεύς . . . ἀπαλθήσεσθον : ἀλθέω ἀλθῶ πρώτης συζυγίας τῶν περισπωμένων , ὁ μέλλων ἀλθήσω ἀλθήσομαι
8137935 πολυτλας
δὲ πόλιν τρωπῶντο λιλαιόμενοι βιότοιο . σμερδαλέον δ ' ἐβόησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς , οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ '
οὐδ ' ὑπερήσει . ” ὣς φάτο , γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς , χαίρων οὕνεχ ' ἑταῖρον ἐνηέα λεῦσς
8134634 μυξινοι
οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι δὲ χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς
, οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς
8134025 Αὑτως
πλέκεται . ἀγρώσσουσιν : ἁλιεύουσιν , ἀγρεύουσι , θηρεύουσιν . Αὕτως : οὕτως , ἁπλῶς . θώμιγγα : ὁρμιήν .
γένοιτ ' , ἐκείνου γ ' οὖσα παντελὴς δάμαρ . Αὕτως δὲ καὶ σύ γ ' , ὦ ξέν '
8130116 ἐσιγηθη
πόθεν τοσαύτην ῥώμην λαβών ; ἢ πῶς ἂν τὸ πρᾶγμα ἐσιγήθη ; εἰ δ ' ἄρα ἐγὼ ἐτόλμων τοῦτο ποιεῖν
οὔτοι σιωπῶς ' εἶτα μέμψομαί ποτε τὴν νῦν σιωπὴν ὡς ἐσιγήθη κακῶς , οὐδ ' ὡς ἀχρεῖον τὰς γυναῖκας εὖ
8128881 γυμνοτερος
ἀνυόντων : ἢ ἐπὶ τῶν ταχέως τι πραττόντων . Ὑπέρου γυμνότερος . Ὑπὲρ τὸν κατάλογον : ἐπὶ τῶν γεγηρακότων .
μὲν τυφλότερος λεβηρίδος , οἱ δὲ κενότερος , οἱ δὲ γυμνότερος . Γραῦς βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν
8127490 Ἐγων
: ἀπὸ γὰρ τοῦ λαιμοῦ ὁ λευκὸς ἀφρὸς γίνεται . Ἐγών : ἐγώ . ἀθεμίστερον : ἀδικώτερον . Κακοφροσύνῃ :
: ἀπὸ γὰρ τοῦ λαιμοῦ ὁ λευκὸς ἀφρὸς γίνεται . Ἐγών : ἐγώ . ἀθεμίστερον : ἀδικώτερον . Κακοφροσύνῃ :
8127127 ἀποτριτωσας
, ἀπυρέτους μετ ' οἴνου . ἄλλο . τρίφυλλον βοτάνην ἀποτριτώσας δίδου πιεῖν . [ Πρὸς ἰκτεριῶντας . ] Λοῦε
παλαιοῦ δὸς πιεῖν : ἢ βάτου καρπὸν σὺν τοῖς φύλλοις ἀποτριτώσας δὸς πιεῖν . ἄλλο . κύμινον Ἑλλαδικὸν καὶ κηκίδα
8124456 ὀπισθορμητος
: γράφεται ἄψ . παλινόστιμος : ὀπισθόδρομος , μεθυποστρέψιμος , ὀπισθόρμητος . ὁρμή : κίνησις . Ἀνύουσι : διέρχονται ,
ὁδόν : κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν .
8123705 τρυφηλοι
τὰ μόρια τῶν γυναικῶν . . . ἤτοι οἱ Πέρσαι τρυφηλοὶ καὶ ἁβρῶς καὶ τεθρυμμένως βαίνοντες ὀδύρεσθε . . δύσβατόν
ἐπὶ τῶν σφόδρα τιμίων . Ἁπαλοὶ θερμολουσίαις : ἀντὶ τοῦ τρυφηλοὶ καὶ τὴν σάρκα διαῤῥέοντες . Ἅπαντα τόλμης καὶ ἀναισχυντίας
8121801 Βριαρηο
Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ εὐθεῖα καὶ Θετταλικῶς γενικῇ
εὐθεῖαν ἀναχθεῖσα ἐποίησε τὴν Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ
8121520 ΠΡωτη
τοῦ κατὰ θάλασσαν κινδύνου αὐτὸν εἰς ἐλευθερίαν πάλιν ἐπανήγαγε . ΠΡώτη ἀντίθεσις παρὰ τοῦ πλουσίου . δοῦλος ἐμὸς εἶ .
τυραννοῦντα τὸν υἱὸν ἀνελὼν αἰτεῖ δωρεάν : ἀντιλέγει τις . ΠΡώτη ἀντίθεσις : οὐ σοὶ δίδωσιν ὁ νόμος πατρὶ ὄντι
8119693 βιαζηι
ἀπολείπει μ ' ἡ γυνή . τί συνταράττεις ? καὶ βιάζηι Παμφίλην ; τί ] ? ς ? ' αὖ
. ἕτοιμος πάντα πειθαρχεῖν . ἄγε . τί κακοπαθεῖν σαυτὸν βιάζηι ; βούλομαι ὡς πλεῖστον ἡμᾶς ἐργάσασθαι τήμερον τοῦτόν τε
8119151 διηγοιμην
' ἤματα ] δέκα ἡμέρας . στιχηγοροίην ] κατὰ τάξιν διηγοίμην . οὐκ ἂν ] ἐκ παραλλήλου τὸ οὐδ '
Πέρσας . ἡμέρας . κατὰ τάξιν λέγοιμι . κατὰ τάξιν διηγοίμην . ἐκπληρώσαιμι . τοσοῦτ ' ἀριθμὸν ] γρʹ τοσουτάριθμον
8117627 ΔΗΖ
ἡ ὑπὸ τῶν ἴσων πλευρῶν ἡ ὑπὸ ΒΗΖ τῇ ὑπὸ ΔΗΖ ἴση : καὶ βάσις μὲν ἄρα ἡ ΒΖ βάσει
ΕΗΔ , δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι οὖσαι , ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ ἴσαι [ ὥστε καὶ ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ δυσὶν
8117039 ΚΑΘ
ἡμισείας ὀρθῆς ἐστιν μεʹ μέρος , ὥστε ἡ ὑπὸ τῶν ΚΑΘ ὀρθῆς ἐστιν ἐλάσσων ἢ ͵γϠξʹ . τὸ δὲ ὑπὸ
τὰς περιφερείας , πάντα πᾶσιν : ὥστε γωνία ἡ ὑπὸ ΚΑΘ γωνίᾳ τῇ ὑπὸ ΚΓΘ ἴση . πάλιν ἐπεὶ ἡ
8116845 γλυκυτατ
χοῦς κεκραμένου οἴνου : λαβὼν ἔκπιθι τοῦτον . ἐπεφαρμάκευσο , γλυκύτατ ' , ἀναλυθεὶς μόλις . εὖ ἴσθι , κἀγὼ
οἷ ' αὐτὸς ἐργάζει κακά . Ἀλλ ' , ὦ γλυκύτατ ' Εὐριπίδη , τουτὶ μόνον , δός μοι χυτρίδιον
8116710 ἐγκαναξον
, ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν
ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀθρόως πινόντων . ΓΘ ἐγκάναξον : προσένεγκε , ἔκχεον . ἐγκάναξον ] ἔγχεε .
8115227 ἁλεκτρυων
' ὄντως εὐθὺς ἐξέπεμπέ με ὄρθριον : ἐκόκκυζ ' ἀρτίως ἁλεκτρυών . ᾤμην ἐγὼ τοὺς ἰχθυοπώλας τὸ πρότερον εἶναι πονηροὺς
ἀλλ ' ἄπειμι , καὶ γὰρ ἤδη τρίτον τοῦτο ᾖσεν ἁλεκτρυών . Μὴ σύ γε οὕτως ταχέως , ὦ Τρύφαινα
8113895 παισθεις
. ὦ ἀδελφέ μου , πατάξας τὸν πατάξαντα ἀδελφόν . παισθεὶς ἔπαισας ] παταχθεὶς ἐπάταξας . παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες
παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες . θ παισθεὶς ] τυφθείς . παισθεὶς ] πληγείς . ἔπαισας ] ἔτυψας . σὺ δ
8113605 Αὐχην
πολιτικῇ ὁμιλίᾳ : ἀστυκὸς δὲ ὁ ἐν ἄστει διατρίβων . Αὐχὴν καὶ δέρη διαφέρει . αὐχὴν μὲν λέγεται τὸ ὄπισθεν
δηλοῖ . Τενάντιον προστασίαν πόλεως καὶ ἀλλοτρίων πραγμάτων σημαίνει . Αὐχὴν κακόν τι ὑπόμνημα σημαίνει . Κατακλεὶς εὐώνυμος ἐπιβουλὴν σημαίνει
8112744 βοροι
γυμνοῦ τὸν βίον , ἄμφω ταῦτα μελετᾶτε , κακολόγοι καὶ βοροὶ πρός τε τούτοις ἄνοικοι καὶ ἀνέστιοι βιοῦντες . :
, ἀλλὰ ἀναχέηται ξὺν τῷ αἵματι ἐϲ τὸ πᾶν . βοροὶ μέν , ἰϲχνοὶ δέ : ὕπνοϲ γὰρ αὐτέοιϲι οὔτε
8112580 Σωκρατιδιον
Μίδας ” . πέμπτον κατὰ ὑποκορισμόν , ὡς τὸ “ Σωκρατίδιον ” , “ Εὐριπίδιον ” . ἕκτον κατὰ ἐναλλαγήν
. ἀντὶ τοῦ μεγάλως . ἀττικὴ ἡ φράσις . ὦ Σωκρατίδιον : ἀπὸ τοῦ ὑποκοριστικοῦ διαβάλλει τοῦτον . ὦ '
8111296 δρομεως
φησί , ] [ προεῖπεν , ἐπερωτηθεὶς ] [ ὑπὸ δρομέως ἤδη ] μέλλοντος [ Ὀλυμπίασιν ] ἀγωνιεῖσθαι , ὅτι
. , : γρίσων ὁ χοῖρος : Ἀριστοφάνης δέ φησι δρομέως ὄνομα . . . . : γρίσων ὁ χοῖρος
8109190 διαπεπορθηται
: μεγάλα δ ' εἴργασται κακά . πόσον χρόνον γὰρ διαπεπόρθηται πόλις ; ἑπτὰ σχεδόν τι καμπίμους ἐτῶν κύκλους .
ὦ , μῦθον ] λόγον . βραχεῖ ] ὀλίγῳ . διαπεπόρθηται ] διεφθάρη . ὡς εἰπεῖν ἔπος ] † ἤγουν
8107742 δυσφημως
τῇ ε . Λίνδιοι τὴν θυσίαν : παροιμία ἐπὶ τῶν δυσφήμως ἱερουργούντων . Ἀπὸ Ἡρακλέους ἐν Λίνδῳ βοῦν ἀποσπάσαντος γεωργοῦ
. ἀντ ' ἐκείνων , ἤγουν ἀνθ ' ὧν ἄλλων δυσφήμως εἴρηκας , τοῦτο μᾶλλον παρὰ σοῦ αἱροῦμαι . .
8107654 θηρευτικος
κάπηλος καπηλικός , μεταβολεύς μεταβλητικός , ἔμμισθος θηρευτὴς νέων , θηρευτικός , μίσθαρνος μισθοφόρος , κόλαξ κολακευτικός , θώψ ,
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα φιλοθηρία , φιλοκυνηγέτης , θηρευτικός ἀγρευτικός κυνηγετικός , θηρευτικῶς ἀγρευτικῶς κυνηγετικῶς . θηρᾶν θηρεύειν
8107635 χαζω
: κύημα καὶ συγκοπῆ κύμα : κακὸς , ἀπὸ τοῦ χάζω : ὅ ἐστιν ἀναχωρῶ : κάδος , ἀπὸ τοῦ
: ἀπὸ τοῦ χῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ χωρῶ κατὰ παραγωγὴν χάζω . . . , : χαίρω : παρὰ τὸ
8107005 ὁλκεια
ἡδυποτίδας τρεῖς , ἠθμὸν ἀργυροῦν . Κρατῆρες , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί
ἡδυποτίδας τρεῖς , ἡθμὸν ἀργυροῦν . κρατῆρες , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί
8106422 ξυνεστιοι
. ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ] τῶν Θηβῶν . πολύβοτος
ξυνέστιοι ] οἱ συμπολῖται . ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ]
8103686 ἀρυστις
„ . Φιλόξενος . . . . . ἄρυστις : ἄρυστις : ἄρυσις καὶ ἄρυστις . οὕτως Φιλόξενος . .
. . . . ἄρυστις : ἄρυστις : ἄρυσις καὶ ἄρυστις . οὕτως Φιλόξενος . . . . . ἀφήτωρ
8103271 ἁλκυονιδες
. , ἐν δὲ τῆι δ Δωι ποικίλαι ἡμέραι γίνονται ἁλκυονίδες καλούμεναι . . , ἐν δὲ τῆι ιδ Δωι
ἁλκυόνες ἐκλήθησαν . αἱ δὲ νήνεμοι καὶ γαλήνην ἔχουσαι ἡμέραι ἁλκυονίδες καλοῦνται . ἄλλην δρῦν βαλάνιζε : ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς
8103081 τυψει
τῶν ἑνικῶν τοῦ ὁριστικοῦ πρώτου μέλλοντος , λέγω δὴ τοῦ τύψει , προσθήκῃ τοῦ ν : τὸ γὰρ τύψει προσλαβὸν
ω ἢ τῷ ο , γυψώσω ἀρόσω . τύψεις , τύψει . Δυϊκά . Τύψετον , τύψετον . Πληθ .
8101864 σημαινεις
δὲ καὶ τῶν πρός τί εἰσι : λέγων γὰρ ἥμισυ σημαίνεις τὸ διπλάσιον , καὶ λέγων διπλάσιον δηλοῖς τὸ ἥμισυ
τόνδ ' ἀγῶν ' ἐμῶν τέκνων ; ἤκουσα καὶ βλέποντι σημαίνεις κακά . τί δῆτά μου κρᾶτ ' ἀνεκάλυψας ἡλίωι
8100468 Ἀνθεμους
ἑτέρα τοῦ Πόντου ἔστι καὶ Ἰταλίας ἄλλη . . . Ἀνθεμοῦς : πόλις Μακεδονίας , ἀπὸ Ἀνθεμοῦντος . Ἀνθεμούσιος καὶ
ἀπαγορεύων αὐτοῖς τὴν ἱερὰν ταῖν θεαῖν ὀργάδα μὴ ἐπεργάζεσθαι . Ἀνθεμοῦς : πόλις Μακεδονικὴ , καὶ οἱ ἀπ ' αὐτῆς
8099890 παρελομενη
τινί . αὕτη γὰρ ἄλλωι , τυχὸν ἀναξίωι τινί , παρελομένη σοῦ πάντα προσθήσει πάλιν . διόπερ ἐγώ σε φημὶ
τῆς προειρημένης ἐπιμελείας ἐπιτιμήσεως ἔτυχε προσηκούσης . ἡ γὰρ σύγκλητος παρελομένη τὴν ἐξουσίαν παρέδωκεν ἄλλοις τὴν ἐπιστασίαν ταύτην . διορθωσάμενος

Back