τινὰς αὐτοῦ πολυπλασίους γενέσθαι : ἀσύνθετος δὲ ὅτι οὐκ ἂν λυθείη εἰς ἀριθμοὺς ἀλλήλοις ἴσους , ἐξ οὗ δῆλον ὅτι
δὲ χειμών , χλιαραῖϲ . εἰ δὲ μηδαμῶϲ ἡ κραιπάλη λυθείη , μηδὲ ἀνανήψῃ , ἀπαγορεύϲαντα χρὴ μακρὰν ἀποφεύγειν .
6836919 λαβοιτο
τὸ ἀπὸ τοῦ ὄμβρου ὕδωρ συναγόμενον κατέρχεται . Γ κεἴπερ λάβοιτο : ἐὰν ἅψηται , φησί , μόνον , εὐθὺς
ὧν διελέγχεται μὴ στησόμενος ἐπὶ τῶν αὐτῶν , εἰ μειζόνων λάβοιτο χρημάτων : διαβήσεται γὰρ εὐθὺς ἐπὶ πόλεις τε καὶ
6731951 ἐμενεν
γε οὐκ ἐλάττους ἦσαν αὐτὸν οἱ θεραπεύοντες , ἀλλ ' ἔμενεν ὅμως ἀκίνητος , οὐχ ὑπὸ τῆς βασιλείας ἐπαιρόμενος ,
αἰπόλων αἶγες καὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βουκόλια κατὰ χώραν ἔμενεν ἐν κοίλῃ νηΐ , καθάπερ αὐτὰ τοῦ μέλους μὴ
6506320 προσεδοκησεν
τοῦ πάθους Ῥήγιον κτισθεῖς ' ὠνομάσθη . καὶ τοὐναντίον οὗ προσεδόκησεν ἄν τις ἀπέβη . συνεζεύχθη μὲν γὰρ τὰ τέως
γὰρ καὶ παρὰ λόγον πολλάκις καὶ ὧν οὐκ ἄν τις προσεδόκησεν ἐν τοῖς τοιούτοις συμβαίνειν φιλεῖ ὅ τε πόλεμος μηκυνόμενος
6490739 ἐδρα
ἔχοντα . Ἐνέδραι . παρὰ τὸ ἕζω ῥῆμα , ὄνομα ἔδρα καὶ ἐνέδρα . Ἑδώλια . ἕζω ἢ ἕδω ,
οὐδεὶς ἦν ὃς οὐκ ἐπήδα τε καὶ ἐβόα καὶ πάντα ἔδρα τὰ τῶν ἐκπεπληγμένων . ἥσθην οὖν , ὅτι τοῦ
6447588 ἀσμενον
τε δὴ καὶ ποῖ τελευτᾶν ; ἔστι τις σωτηρία ; ἄσμενον μολεῖν γέφυραν γαῖν δυοῖν ζευκτηρίαν . καὶ πρὸς ἤπειρον
χλανιδίων αὐτῷ διαρρηγνυμένων : ἀλλ ' οὐκ ἂν ἀπορρίψαι αὐτὰ ἄσμενον , καὶ παραδοῦναι τὸ σῶμα τῷ ἀέρι , γυμνὸν
6425266 στηριζει
κλοπῆς καὶ λῃστουργίας : εἰ δὲ σὺν τούτοις ὁ Ἄρης στηρίζει ἢ βραδυκίνητός ἐστιν , ἐπιτείνει τὰ δεινά : δηλοῖ
ἀριστερά : ἔστι δὲ καὶ ἕτερος , ὅστις καὶ αὐτὸς στηρίζει τὸν ὀφθαλμόν . Ὅρασίς ἐστιν ἡ γινομένη διὰ τῶν
6412190 ἑλξει
, οὗ τὰ γύναια κακῶς ἤκουεν ἐπὶ τῇ τῆς σελήνης ἕλξει . πόθεν οὖν τοῦ περὶ τὴν Ἔφεσον πάθους ᾐσθόμην
λαβόμενοι ἄκρων τῶν χειλέων μάλα εὐλαβῶς , ὁρμῇ βιαιοτάτῃ καὶ ἕλξει ἐγκρατεῖ ἐς τὸ ὕδωρ ἄγουσι , καὶ δεῖπνον ἴσχουσι
6395096 βουλευσαμενου
ἢ περί τινος ὅ ἐστιν ἀναγκαῖον γενέσθαι , καὶ μηδενὸς βουλευσαμένου περὶ αὐτοῦ ; ὡς εἶναι ἐν τοῖς τοιούτοις κενὴν
θανάτου ; Ἀμέλει καὶ ταῦτα ἔοικε μηχανήμασί τινος ζῷα εἶναι βουλευσαμένου . Σὺ δὲ σαυτῷ δοκεῖς τι φρόνιμον ἔχειν ;
6356624 συνειχετο
τοῖς ἀδίκοις ἐναντιοῦται . ὁδοιπόρος πολλὴν ὁδὸν διανύσας ἐπειδὴ κόπῳ συνείχετο , πεσὼν παρά τι φρέαρ ἐκοιμᾶτο . μέλλοντος δὲ
πλῆθος τῆς πόλεως εἰς πολλὰ μέρη τμηθὲν διεθρυλλεῖτό τε καὶ συνείχετο , οὐκ ἔχον ὅπου περισωθείη ἢ τὴν συμφορὰν διακρούσεται
6346368 ὀλισθησας
τοῖς ἑταίροις . ὄνος ξύλων γόμον φέρων λίμνην διέβαινεν . ὀλισθήσας δέ , ὡς κατέπεσεν , ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενος ὠδύρετό
ῥᾳδίως ὑφιστάμενος . ὄνος ξύλα βαστάζων διέβαινέ τινα λίμνην . ὀλισθήσας δὲ ὡς κατέπεσεν , ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενος ὠδύρετό τε
6291438 ἐμειουτο
ἐγίνετο ἡ τῶν δώρων δόσις , πολυπλασιαζομένων δὲ τούτων ταῦτα ἐμειοῦτο εἰς πολλὰ καταμεριζόμενα καὶ τέλος ἡ φυλλοβολία κατελείφθη .
: νύκτα κατενόει : κατεκοιμήθη . Ὀγδόῃ ἐπύρεσσεν : σπλὴν ἐμειοῦτο : κατενόει πάντα : ἤλγησε τὸ πρῶτον κατὰ βουβῶνα
6286071 καταντους
καὶ πολλῇ προθυμίᾳ ἐνέκειντο , ἐτρέφθησαν οἱ Θηβαῖοι ἀπὸ τοῦ κατάντους καὶ ἀποθνῄσκουσιν αὐτῶν πλείους ἢ διακόσιοι . ταύτῃ μὲν
κακοῦ , καθάπερ κοίλου καὶ περιφεροῦς καὶ ἀνάντους ὁδοῦ καὶ κατάντους , τὰ δ ' ὅτι πολλὰς ὁδοὺς μᾶλλον δ
6268881 ὀλωλε
' Οἰδίπου πέρι : Ἐτεοκλέα μέν , ὃς πόλεως ὑπερμαχῶν ὄλωλε τῆσδε , πάντ ' ἀριστεύσας δορί , τάφῳ τε
' ἔστιν ; ἐκ βακχῶν τι μηνύεις νέον ; Πενθεὺς ὄλωλε , παῖς Ἐχίονος πατρός . † ὦναξ Βρόμιε ,
6247527 προσληψομεθα
: καὶ τίνα ἀπωσόμεθα ἀδοξίαν οὖσαν , καὶ τίνα οὐ προσληψόμεθα μὴ οὖσαν , προσδοκωμένην δέ : καὶ πάλιν εἰ
αὖ ὑπάρχοντα φαῦλα ἀποτρεψόμεθα , καὶ τὰ οὐκ ὄντα οὐ προσληψόμεθα : εἰ δὲ μὴ ἑλοίμεθα , τὰ μὲν ὑπάρχοντα
6243321 ἀκηκοεν
σφοδρῶς δὲ εἰλημμένος . ἴσως γάρ που τὸ πολυθρύλητον ἐκεῖνο ἀκήκοεν , ὅσῳ κρείττων ὀψιμαθὴς ἀμαθοῦς . τὸ μὲν οὖν
ἐνὶ πρώτοισι μάχεσθαι : ἡ διπλῆ ὅτι τὸν λόγον τοῦτον ἀκήκοεν κατὰ τὸ σιωπώμενον ὁ Ἀχιλλεύς . διό φησιν οὐ
6242781 κλινηρης
ἐκ τῆς πληγῆς μὴ τελευτήσῃ , νόσῳ δὲ χρήσηται καὶ κλινήρης γενόμενος ἐπιμελείας τυχὼν τῆς προσηκούσης αὖθις ἐξαναστῇ καὶ προέλθῃ
πρεσβυτέραν : ἧς καὶ εἰς ἔρωτα ἐμπεσὼν ἐλθὼν εἰς ἄστυ κλινήρης γίνεται καὶ διηγεῖται τὰ γεγενημένα τῷ ἀδελφῷ ἑαυτοῦ ὄντι
6231146 ἐκυλιε
ἐς οὐδὲν ἐχρῆτο διαζωσάμενος τὸ τριβώνιον σπουδῇ μάλα καὶ αὐτὸς ἐκύλιε τὸν πίθον , ἐν ᾧ ἐτύγχανεν οἰκῶν , ἄνω
. ἔφλα ] ἔπληττε . κἀσπόδει ] ἐν τῇ γῇ ἐκύλιε . κἀπέτριβεν ] ⌈ συνέτριβεν , ἠφάνιζεν . ⸎
6216277 ἀτυχει
θανεῖν ἀκλεές . εἴπερ κακὸν φέροι : εἰ ὅλως τις ἀτυχεῖ , καλὸν τὸ δίχα αἰσχύνης . εἴπερ ὅλως τις
: τὴν γὰρ τοιαύτην δίκην ἡ νικηθεῖσα μὲν ἀδικεῖ , ἀτυχεῖ δὲ ὁ νικήσας . Παραιτοῦμαι δὲ συγγνώμην ἔχειν μοι
6209531 κατεφθειρε
: ” ἦν δὲ ” φησί „ κατεφθαρμένη , ὅτι κατέφθειρε πᾶσα σὰρξ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς „
κατακαίεσθαι , προσανελάμβανε τοὺς ἀφυστεροῦντας . ἐπειδὴ δὲ τὸ πῦρ κατέφθειρε τὰς πύλας , οὗτος μὲν μετὰ τῶν ἠκολουθηκότων εἰσήλαυνε
6201321 κοπριαν
ζεούσῃ σποδιᾷ ἐπιχύσας τάραξον καὶ ἐπίθες ἢ ὄξος ἢ νεαρὰν κοπρίαν ἐπίδησον . ὄφρα δὲ καὶ πάσῃσι : νῦν καθολικῶς
; ὥστε ἄν σοι δοκῇ καὶ ἐνθυμηθῇς τι τοιοῦτον , κοπρίαν μᾶλλον περιβλέπου κομψήν , ἐν ᾗ πυρέξεις , ἀποσκέπουσαν
6196652 Ἁρπαγος
ἄλλῃ ἔφευγον : Κῦρος δὲ Σάρδεις κατὰ κράτος εἷλεν . Ἅρπαγος ἐπιστολὴν Κύρῳ κρύφα πέμπων ἀνέσχισε λαγὼν καὶ τὰ γράμματα
μιν προσιδὼν ἀντείρετο εἰ ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ Κύρου ἔργον . Ἅρπαγος δὲ ἔφη , αὐτὸς γὰρ γράψαι , τὸ πρῆγμα
6192414 ἀνεβιω
τρία καὶ εἴκοσι καὶ ἑκατόν , καὶ ὅτι τρὶς ἀποθανὼν ἀνεβίω τρίς : ἐμοὶ δὲ οὐ πιστὰ δοκοῦσιν . ὅτι
; σπεύδετε , ὦ τᾶν . ὁ γὰρ Τιθύμαλλος οὕτως ἀνεβίω κομιδῇ τεθνηκώς , τῶν ἀν ' ὀκτὼ τοὐβολοῦ θέρμους
6188639 ἀναστησῃ
περὶ τίνος σκοπῶνται , τότε σὺ ἀνιστάμενος ὡς συμβουλεύσων ὀρθῶς ἀναστήσῃ ; Ὅταν περὶ τῶν ἑαυτῶν πραγμάτων , ὦ Σώκρατες
προστρίψεται ἐκ τῆς τῶν δεσποτῶν ἀνάγκης , εἰ μὴ γνωσιμαχήσασα ἀναστήσῃ ἀπὸ τοῦ βωμοῦ καὶ ἐπὶ τὸ κολακεύειν τραπήσῃ :
6179774 ἀφελοιτο
. Πῶς ἂν οὖν τις τὸ ὂν παρ ' αὐτοῦ ἀφέλοιτο ἢ ὁτιοῦν ἄλλο , ὅσα ὄντος ἐνεργείᾳ καὶ ὅσα
ἀμφιλαμβάνει τε καὶ ἴϲχει κραταιῶϲ , καὶ οὐκ ἄν τιϲ ἀφέλοιτο αὐτέου βίῃ , εἰ μὴ κρέϲϲων ἄλλοϲ ἐλέφαϲ .
6172908 ἐπιτηρησας
παρηγορεῖν ἀνιαρῶς ἔχοντα . περὶ δὲ πρώτην νυκτὸς φυλακὴν πάντας ἐπιτηρήσας καθεύδοντας πρόειμι τὸ ξίφος ἔχων , ἐπικατασφάξων ἐμαυτὸν τῇ
τις τὴν θρυαλλίδα ἡμμένην εἰσπέμψειεν ἂν εἰς τὰ νεώρια , ἐπιτηρήσας βορέαν πνέοντα , καὶ οὕτω καύσει τὰς ναῦς .
6167714 κοπανησας
δαφνόκοκκα καὶ κύμινον καὶ μαστίχην καὶ σμύρναν καὶ λίβανον καθαρὸν κοπανήσας καθ ' ἓν ἕκαστον καὶ ἕνωσον αὐτὰ καὶ βάλλε
τὸ σκορπίσαι τὰ ἐν τοῖς γόνασι ῥεύματα . ] Ἀγριοσύκην κοπανήσας ἐκ τοῦ χυλοῦ τριβέσθω ἢ τῆς ῥίζης τὸν χυλὸν
6167303 ἐκοιματο
ὁδὸν διανύσας ἐπειδὴ κόπῳ συνείχετο , πεσὼν παρά τι φρέαρ ἐκοιμᾶτο . μέλλοντος δὲ αὐτοῦ ὅσον οὔπω καταπίπτειν ἡ Τύχη
πόνοι , ὁ δὲ πυρετὸς ἐπέτεινεν : ὑπεδυσφόρει : οὐκ ἐκοιμᾶτο : ἄκρεα ψυχρά : οὔρων πλῆθος διῄει οὐ χρηστῶν
6165930 ἀνεῳξεν
δὲ ἦν πρὸς ἡμέραν , ἧκεν ἐκείνη καὶ τὴν θύραν ἀνέῳξεν . ἐρομένου δέ μου τί αἱ θύραι νύκτωρ ψοφοῖεν
. Ὧδε γυμνοῖς τοῖς ὄμμασι τὴν ἀσέλγειαν ὡς ἐπὶ τέγους ἀνέῳξεν , οὐδ ' εὐπρεπεῖ σχήματι τὸ τοῦ πράγματος αἰσχρὸν
6162795 ἀπωσομεθα
ὑπὸ θεῶν ἐσόμεθα , τὰ δ ' ἐξ ἀδικίας κέρδη ἀπωσόμεθα : ἄδικοι δὲ κερδανοῦμέν τε καὶ λισσόμενοι ὑπερβαίνοντες καὶ
καὶ ἐπὶ τὴν ἡμετέρην ἄρξῃ τε ἀδικέων , καὶ ἡμεῖς ἀπωσόμεθα . Μέχρι δὲ τοῦτο ἴδωμεν , μενέομεν παρ '
6161025 ὑποβρυχιον
μάστιγα . . . , . . , . : ὑποβρύχιον . . . τὸ σκάφος καταπινόμενον . . .
καὶ τοῦ σκότους καταστρέφοντα [ ] καὶ ? πεσόντα καὶ ὑποβρύχιον [ ] ? γενόμενον . μόνον [ ] δὲ
6153795 κινηθειη
οὕτως ἔπαθε τὰ κατὰ τὴν ῥάχιν ὡς μηδὲ βραχύτατον εἰ κινηθείη , δύνασθαι φέρειν τὸ μέγεθος τῆς ὀδύνης . ἠναγκάσθημεν
σύγκειται ὑπὸ βαρύτητος κάτω φέρηται . ἔτι εἰ μὲν ἄνω κινηθείη , πῦρ ἔσται , εἰ δὲ κάτω , γῆ
6147145 ψηλαφων
μετὰ πολλῆς χαρᾶς κατῆλθεν εἰς τὸν ὑποδειχθέντα αὐτῷ τόπον δρομαίως ψηλαφῶν τὸ χρυσίον . περιτυχὼν δὲ ἐκεῖσε λῃσταῖς συνελήφθη ὑπ
Ξέρξης ἢ αὖθις καὶ πάλιν ἄγχι παμφαλώμενος καὶ περιβλέπων καὶ ψηλαφῶν μόσυνα φηγότευκτον ἤτοι ναῦν , οὕτω δὲ ψηλαφῶν ναῦν
6146219 ἀποκεκλεισται
ὄντος : ἔστι δ ' ὅτε πάλιν ὁ μὲν κατήγορος ἀποκέκλεισται λόγων , ὁ δὲ φεύγων πᾶσαν ἔχει τὴν ἐξέτασιν
ἀλλὰ παραμονωτέρα ἐστί , ἐπειδὴ διὰ τὴν ψῦξιν τοῦ ἀέρος ἀποκέκλεισται ἐν βάθει ἡ ὑγρότης . καὶ τότε αἱ ῥίζαι
6135624 περιπαρεις
' ἡδονῆς ἑλιττόμενος ὅδε ὁ γάστρις ἑαυτὸν διαλέληθε τῷ προειρημένῳ περιπαρεὶς ἀγκίστρῳ , καὶ ἀποδρᾶναι τὸ ἐμπεσὸν κακὸν διψῶν τὴν
φάγοιεν οἵδε οἱ ἄνδρες , δεδιότες μή ποτε ἄρα αὐτῷ περιπαρεὶς ἔτυχεν ὁ παρὰ σφίσιν ἱερὸς καὶ θαυμαστὸς ἰχθὺς ὃν
6131699 περιτυχῃ
παρεῖχε , καὶ ἐδέδισαν μή ποτε αὖθις ξυμφορά τις αὐτοῖς περιτύχῃ οἵα καὶ ἐν τῇ νήσῳ . ἀτολμότεροι δὲ δι
ἐν ᾗ καὶ ἑτέρα ἠθοποιΐα : πότερον βαδίσει μή που περιτύχῃ τὴν κόρην : μᾶλλον δὲ , ὅτι ἡ φωνὴ
6129011 παρεληρει
οὔατα ἀμφότερα ἐπήρθη ξὺν ὀδύνῃ : ὕπνοι οὐκ ἐνῆσαν : παρελήρει : σκέλεα ἐπωδύνως εἶχεν . Εἰκοστῇ , ἄπυρος ,
ἤμεσε μέλανα , ὀλίγα , χολώδεα . Ἐνάτῃ ψύξις : παρελήρει πουλλά : οὐχ ὕπνωσεν . Δεκάτῃ , σκέλεα ἐπωδύνως
6128464 ἁλεα
δὲ ἔσται καὶ τοῦτο ψηλαφήσει : καὶ τὰ καταμήνια ἔρχεται ἁλέα καὶ ἐπ ' ὀλίγας ἡμέρας : γίνεται δὲ καὶ
πρὸς ἄλληλα ? : εἰ γὰρ μή , συνέλθοι ἂν ἁλέα ὅσα τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχει , ἐξ ὧν ὁ
6128043 ἐπεκαυθη
δὲ ἦν ἀσώδης , καὶ καρδιαλγικός : διψώδης : γλῶσσα ἐπεκαύθη : οὖρα λεπτὰ , μέλανα . Δευτέρῃ , ὁ
, ὀσφύν : ὑποχονδρίου ἔντασις λαπαρῶς : γλῶσσα δὲ ἀρχομένῳ ἐπεκαύθη : κώφωσις αὐτίκα : ὕπνοι οὐκ ἐνῆσαν : διψώδης
6127634 ἐπῃ
εἰς Κριὸν ἐμπέσῃ ἢ ὁ τούτου κύριος Ἄρης * * ἐπῇ [ καὶ τοῦ Κριοῦ καὶ τοῦ Σκορπίου ἐκυρίευσε ]
ταῦτα . ἐπὰν γὰρ ἐν τῇ ἐπαναφορᾷ τοῦ ὡροσκόπου ἀστὴρ ἐπῇ καὶ πρότερον πεφευγέναι αὐτὸν μηνύει καὶ πάλιν φεύγοντα ,
6119540 ἀπαναστηναι
διαπαῦσαι τὸ συμπόσιον , λῆξαι τὸν πότον , ἐκδειπνῆσαι , ἀπαναστῆναι τοὺς συμπότας , ἐξαναστῆναι , ἐξελθεῖν , ἀπαλλαγῆναι ,
. νυκτὸς δὲ ἐπενόουν δρασμῷ διαχρησάμενοι ἐς τὰ σφέτερα ἤθη ἀπαναστῆναι οὐκ ἐθέλοντες ἐναντία αἴρεσθαι τοῖς ἄλλοις Ἰνδοῖς ὅπλα .
6115329 ἀκουοι
πείθεσθαι λέγοντι ὥσθ ' , ἵνα σου τῆς φωνῆς μὴ ἀκούοι , καθείρξας εἶχεν ὡσεί τινα ἀτίμητον μετανάστην . καὶ
καθ ' ἑκάστην ἡμέραν τὰ αὐτὰ καὶ λέγοι τις καὶ ἀκούοι καὶ ἅμα χρῷτο πρὸς τὸν βίον . Ἐπικτήτου .
6114837 ἐξαλλεται
αὐτοῦ τίθησιν : ὁ δὲ οἷα βαρούμενος καὶ μὴ φέρων ἐξάλλεται , καὶ ἀνέῳγεν αὖθις τῷ προειρημένῳ ἡ φίλη ὑποδρομή
τῷ λίθῳ : ὃ δὲ οἷα βαρούμενος καὶ μὴ φέρων ἐξάλλεται , καὶ ἀνέῳγεν αὖθις τῷ προειρημένῳ ἡ φίλη ὑποδρομή
6106762 καταβαλοι
ἐπυνθάνετο εἰ διὰ τοῦτο οὐκ ἀριστᾷ ὅτι ἡ ὄρνις ἐπιπτᾶσα καταβάλοι , δῆλον ὅτι φησί σὺ μὲν πρῴην Ξανθίππης ἀνατρεψάσης
ἄνω ἔχῃ . σημαίνει δὲ τὸ αὔξοι καὶ μὴ τοὐναντίον καταβάλοι . ἀνέχεσθαι . ἡ μὲν λέξις ἐν τῇ Ρ
6106495 ἐπιβαινει
ἐγεννήθησαν , ἐτράφησαν , εἰς φῶς προῆλθον . Στάζει : ἐπιβαίνει , ἐμβάλλει , ἐπιφέρει . γλυκερόν : εὐφρόσυνον .
τῷ κατὰ φύσιν ἀκολουθεῖν λόγῳ . οἷον τὰ μὲν ὄπισθεν ἐπιβαίνει , ὡς ἵππος ὄνος αἲξ βοῦς ἔλαφος καὶ τὰ
6105738 καταγνοιη
: εἰς ἑαυτὸν χρεωστεῖ μωρίαν , ἀντὶ τοῦ αὐτὸς ἑαυτοῦ καταγνοίη μωρίαν : † ὡς εἴ τις εἴποι : ὁ
. οἱ δὲ ἀνοητότατοι ταῖς γυναιξὶ παρηκολούθουν . ὧν ἀμφότερα καταγνοίη τις ἄν , εἴτ ' αὐτοὶ τὰς γυναῖκας ἐφόβουν
6092307 ἐπηδησεν
. τοῦ δὲ συὸς λυμαινομένου τὴν χώραν καὶ βοῆς γενομένης ἐπήδησεν ὁ Ἀγκαῖος ἀπορρίψας τὴν κύλικα , ἐξελθὼν δὲ πρῶτος
] ταχύ . νεὼς ] τῆς αὐτοῦ . ἀφήλατο ] ἐπήδησεν . Βακτρίων ] Βάκτρα πόλις Περσῶν . ἰθαιγενὴς ]
6079391 διηγειρεν
λόγους καὶ τὴν ἀψευδῆ φρόνησιν τῶν μαντευμάτων ἐγχρίσας φήμην γὰρ διήγειρεν ὁ Ἀπόλλων ὅτι Κασσάνδρα οὐκ ἔστι μάντις , ἀλλὰ
ἡ φωνὴ λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν κυνῶν * ἐπήισε : διήγειρεν * ἐπώρινε : ἐφώρμησε , ἐποίησε ἐφώρμησε * ἀργός
6071294 ἀφικοιτο
τὴν ἑαυτοῦ πόλιν , ἔφευγε δὲ εἰς οὓς τὸ πρῶτον ἀφίκοιτο τόπους . καίτοι τίς χάρις τῷ βίῳ , κακοπαθεῖν
οὗτος ὁ τόπος ; Καὶ πῶς ἄν τις εἰς αὐτὸν ἀφίκοιτο ; Ἀφίκοιτο μὲν ἂν ὁ φύσει ἐρωτικὸς καὶ ὄντως
6067254 ἐπαταξε
ἐν ποσὶ πατάξαντος , ἕτερος ἐκ τοῦ στρατοῦ τὸν ῥαβδοῦχον ἐπάταξε . καὶ Κίννα κελεύσαντος αὐτὸν συλλαβεῖν βοὴ παρὰ πάντων
Κάσσιος ἐς τὸ πρόσωπον ἔπληξε καὶ Βροῦτος ἐς τὸν μηρὸν ἐπάταξε καὶ Βουκολιανὸς ἐς τὸ μετάφρενον , ὥστε τὸν Καίσαρα
6066720 ἀρνον
ἐξανίσχει τῆς τάφρου πεποιημένος ἀπὸ δρυὸς , φέρων ἀπαιωρούμενον οὐκ ἀρνὸν ἢ χίμαρον , ἀλλὰ κύνα λεπτοῖς ἱμᾶσι τοὺς διδύμους
ἐβόησε μετανοῶν : Οἴησις ἡμῖν πημάτων παραιτία . Λύκος δὲ ἀρνὸν εὑρὼν πεπλανημένον οὐκ ἀφήρπασε χειρὶ δυνατωτάτῃ , ἀλλ '
6060546 διερραγη
αὐτὴ λάθραι , ἀνῆψα τὴν δίκελλαν ἀσθενεῖ τινι καλωιδίωι σαπρῶι διερράγη τέ μοι τοῦτ ' εὐθύς . ὀρθῶς . ἐνσέσεικα
ἀναβὰς εἰς ὕψος ἀφῆκεν ἑαυτὸν καὶ παραχρῆμα ἐπὶ πέτραν πεσὼν διερράγη . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι πολλοὶ ἐν ταῖς
6059762 κατασκευασῃ
δεικνὺς τὸ πραχθὲν μὴ τοῦτο ὂν , ἵνα τὸ μὲν κατασκευάσῃ , τὸ δὲ ἀνατρέψῃ : εἰ δέ τις εἴποι
πρὸς Ἥφαιστον ἐλθεῖν εἰς τὸν Ὄλυμπον , ὅπως Ἀχιλλεῖ ὅπλα κατασκευάσῃ : τὸν δὲ ποιῆσαι : ἐρωτικῶς δὲ ἔχοντα τῆς
6056315 τρωγει
ἵνα ἀποθάνῃ : λελέπτυνται : ἆρά γε ἰσχύουσα φαγεῖν οὐ τρώγει διὰ τὸ θέλειν ἀποθανεῖν , ἢ κἂν βούληται ,
' ἄκρης ἐς θάλασσαν σπεύδοντες κοὐκ ὡς κύων λαίθαργος ὕστερον τρώγει . ὀλίγα φρονέουσιν οἱ χάλιν πεπωκότες . δύ '
6044932 θαμβει
πρᾶσις καὶ πραγματεία . ʃ ὠνήσεως δή . τόλμης τε θάμβει . . . : ἔκπληξίν τε παρασχὼν διὰ τὴν
. οἱ μὲν γὰρ ἀπὸ θορύβου καὶ θρήνων ἐκπλήξει καὶ θάμβει συνδεθέντες ἐς τὸ ἀκίνητον ἐπάγησαν , ὥσπερ Ἰουλιανοῦ δείξαντος
6044778 ὑπεχωρησεν
ὑπῆρχεν , ᾖ . ἑταῖρος : φίλος . Χάσατο : ὑπεχώρησεν , ἀνεχώρησεν . ταρβήσας : φοβηθεὶς , ὁ ποιμήν
βὴξ οὐκ ἐνῆν . Δωδεκάτῃ , μέλανα σμικρὰ καὶ πρασοειδέα ὑπεχώρησεν . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , λῆξαι πυρέτιον ἐδόκει : μετὰ δὲ
6044022 διηκε
γῆς ὑπερθανὼν πύργων ἐπ ' ἄκρων στὰς μελάνδετον ξίφος λαιμῶν διῆκε , τῆιδε γῆι σωτηρίαν , λόχους ἔνειμεν ἑπτὰ καὶ
ἔκοπτε τὰ δένδρα . καὶ τοῦτο μὲν στρατευσάμενος τὸ θέρος διῆκε καὶ τὸ Μακεδονικὸν στράτευμα καὶ τὸ τοῦ Δέρδα :
6041998 Πομπισκος
φανεροῖς παραγγέλμασι καὶ κηρύγμασι χρῆσθαι τοὺς στρατιώτας εἰς τοὐναντίον . Πομπίσκος περιστρατοπεδεύων πόλιν ἐπὶ μὲν τὴν πολλὴν τῆς χώρας ἐξιέναι
, προελθόντες πολλὰ ἐκ τοῦ στρατοπέδου διήρπαζον . ὁ δὲ Πομπίσκος ἀναστρέψας , ἐπιθέμενος , καταλαβὼν ἐκράτησεν αὐτῶν τε καὶ
6041984 ἀποσιτιη
ἕτοιμον : δίψα ἐγκαταλειφθεῖσα καὶ στόματος ἐπιξηρασίη καὶ ἀηδίη καὶ ἀποσιτίη τοῦτον τὸν τρόπον : πυρετοὶ δὲ οὐκ ὀξέες οἱ
ὑγιέας ἔχουσι , σπασμὸν γὰρ ἐμποιέει . Ἀπυρέτῳ ἐόντι , ἀποσιτίη , καὶ καρδιωγμὸς , καὶ σκοτόδινος , καὶ στόμα
6038283 ἐμπρησειν
οἱ περιοικοῦντες ἄνωθεν ἠμύνοντο βάλλοντες , μέχρι τὰς οἰκίας ἠπείλησεν ἐμπρήσειν : τότε δ ' οἱ μὲν ἀνέσχον , Μάριος
ἀποψηφισθέντ ' Ἀντιφῶντα , ὃς ἐπαγγειλάμενος Φιλίππῳ τὰ νεώρι ' ἐμπρήσειν εἰς τὴν πόλιν ἦλθεν ; ὃν λαβόντος ἐμοῦ κεκρυμμένον
6037008 ἐμεμφου
γε κλαίειν ἐπειρώμεθά σε ποιεῖν , σφόδρ ' ἂν ἡμῖν ἐμέμφου , ὥσπερ ἔνιοι καὶ ἐν ᾠδαῖς καὶ ἐν λόγοις
μέμφῃ μοι . εἰ γὰρ μὴ ἐγένετο , οὐκ ἂν ἐμέμφου , ἀλλ ' ἐπῄνεις . ὅθεν ἐπιφέρει πρὸς τὰς
6029494 ἠρεν
φορέομαι . νεότης τε κὐγιείη χθόνιον δ ' ἐμαυτὸν † ἦρεν . ἀπὸ δ ' ἐξείλετο θεσμὸν μέγαν , ἀλλὰ
ὁ τῶν ὅλων δεσπότης καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἁγίου θρόνου αὐτοῦ ἦρεν τὸν Ἀδὰμ καὶ παρέδωκεν αὐτὸν τῷ ἀρχαγγέλῳ Μιχαήλ ,
6029065 αἰσθησεται
ἄλλο τι τοῦ μὲν σκληροῦ τὴν σκληρότητα διὰ τῆς ἐπαφῆς αἰσθήσεται , καὶ τοῦ μαλακοῦ τὴν μαλακότητα ὡσαύτως ; Ναί
. Πᾶν μὲν δὴ τὸ αἰσθητικόν , εἴπερ διὰ παντὸς αἰσθήσεται , ἀφικνεῖσθαι πρὸς τὸ μερίζεσθαι : πανταχοῦ μὲν γὰρ
6028068 πραγματευτης
Χρεμύλου καὶ τῆς Πενίας ἐστὶ πραγματική . ἔμπορος : ὁ πραγματευτής , κυρίως δὲ ἄνθρωπος ὁ πλέων θάλασσαν , παρὰ
: Ἐλθών . . ἦλθον . . ἔμπορος : Ἤγουν πραγματευτής . . . Πραγματευτὴς , κυρίως ὁ κατὰ θάλατταν
6027084 ἀχθησεται
ἑρμήνευσα : ἄνευ γὰρ τούτων μηδαμῶς ἡ πρᾶξις εἰς πέρας ἀχθήσεται . Καλοῦνται δὲ ψάμμοι ἐκ τῶν ἀρχαίων πάντα τὰ
ἐφάπτεται τῆς τομῆς . καὶ φανερόν , ὅτι καὶ ἑτέρα ἀχθήσεται ἀπὸ τοῦ Κ ἐφαπτομένη τῆς τομῆς ἐπὶ τὰ ἕτερα
6022648 φωνησαντος
γίνεται , ὅταν ὁ πληγεὶς ἀὴρ ὑπὸ τοῦ ψοφήσαντος ἢ φωνήσαντος προσπεσὼν στερεῷ τε καὶ λείῳ καὶ ἑνὶ ὄντι διὰ
οὐκ ἔγωγε . ἐπεὶ δὲ ἅπαντες ἡσθέντες ὅτι ἤκουσαν αὐτοῦ φωνήσαντος προσέβλεψαν , ἤρετό τις αὐτόν : Ἀλλ ' ἐπὶ
6019005 ἐδυναμεθα
δὲ ἡ λύρα ὑπήχει , ὥστε οὐδὲ κατέχειν τὸν γέλωτα ἐδυνάμεθα ἐπὶ τῷ ἐρωτικῷ ἐκείνῳ ᾄσματι : ἡ μὲν γὰρ
τῶν ἐπάλξεων ἐκβαλεῖν πρὸς ἄφεσιν λίθου . Τοσοῦτο δὲ μόνον ἐδυνάμεθα πάντες , πέμπειν λίθους ἐξ ἀφανοῦς κατὰ τῶν ὑπερχομένων
6018433 παρερχομενον
τῷ λίθῳ καὶ τὸν τράχηλον εἰς τὸν βρόχον ἐντιθέναι : παρερχόμενον δὲ ἄλλον ἐγείρειν τὸν λίθον : καὶ ὁ κρεμάμενος
ὁ μακαριώτατός μου πατὴρ καὶ δεδώρηταί μοι ἀθάνατον θησαυρὸν μὴ παρερχόμενον [ - ] : ὃν ἄν τις [ ]
6017980 ἠλγει
ὑποφαίνει [ καὶ ] κνισμὸν ὀνομάζων . ἢ λυπουμένη : ἤλγει μὲν γὰρ ὡς μήτηρ , στέργουσα τὸ τέκνον :
. ἐν ἀκμῇ δὲ ὢν τῆς τότε ὀδύνης καὶ ὧν ἤλγει , οὐκ ᾔδει τὴν ὁδὸν τὴν πορεύουσαν ἐς αὐτοῦ
6013886 Τεταχθωσαν
τοὺς δὲ ἀπὸ τοῦ δου τρεῖς ποιεῖν Μο κζ . Τετάχθωσαν οἱ τέσσαρες ʂ α . καὶ ἐὰν ἄρα ἀπὸ
ἀριθμοῦ λόγον ἔχει ὃν ⃞ος ἀριθμὸς πρὸς ⃞ον ἀριθμόν . Τετάχθωσαν οἱ ζητούμενοι ⃞οι , ὃς μὲν ΔΥ α ,
6012792 διαπνειν
καλαμίνου , ἄνωθέν τε αὐτῆς ἐπίρριψον σκεπάσματα πρὸς τὸ μὴ διαπνεῖν τὸ ὄξος , ὡς ἂν διαλυθεῖσα καὶ διαρρεύσασα καταπέσῃ
' αὐτοῦ πνεῖν , ἀναπνεῖν , ἀποπνεῖν , ἐκπνεῖν , διαπνεῖν , πνέων , ἀποπνέων , ἐκπνέων , διαπνέων ,
6012217 θεασαιτο
τὸ ἔμπροσθεν ἠρέμα , καθάπερ ἄν τις ἀρτιφαοῦς σελήνης κέρας θεάσαιτο , χῶρον ἱκανὸν ἐν κύκλῳ διαλαμβάνουσι . Τρεῖς δὲ
ἐντεῦθεν μηδενὸς κωλύοντος εἰς τὸ ἰδεῖν , ἆρ ' ἂν θεάσαιτο ὅ τι μὴ συμπαθὲς πρὸς ἐκεῖνο , εἰ τὸ
6007722 ὀδυρωμαι
ἀνὴρ χρηστός . τί πρῶτον ἐννοήσω καὶ διὰ τί πρῶτον ὀδύρωμαι ; ὡς ἓν ἡμᾶς οἴκημα εἶχεν Ἀθήνησιν ; ὡς
ἢ ποῦ : ἔξεισί τις ἀγγέλλων αὐτὴν ζῆν ἢ θανοῦσαν ὀδύρωμαι : πόριζε : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μηχανάν : καὶ
6004985 κλυζε
ἔριον προϲθείϲ , ἔα διανυκτερεῦϲαι , τῇ δ ' ἑξῆϲ κλύζε ὕδατι καὶ ἐλαίῳ θερμάναϲ . Περὶ τῶν ἐν ὠϲὶν
ὀξυκράτῳ . Ἐρυσίμου ἢ ἀκάνθης αἰγυπτίας φύλλα ἑψήσας ὕδατι , κλύζε ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς : ἡγήσεται δὲ πρὸ τροφῆς ἐπιμελῶς
6004832 ὑπογαιον
πλοῖον Φοινικικόν . Σκυτάλοις . ῥάβδοις . Γοργύνη . δεσμωτήριον ὑπόγαιον . Διφροφορευμένους . φορείοις φερομένους . Βαλανάγρας . κλεῖς
ὁδοῦ διὰ τοῦ σπηλαίου φερούσης οὔτε ἕτοιμον ὂν πεισθῆναι θεῶν ὑπόγαιον εἶναί τινα οἴκησιν ἐς ἣν ἀθροίζεσθαι τὰς ψυχάς .
5996549 μανησεται
. εἰ δὲ καὶ δώῃς πιεῖν ἐκ τῆς τέφρας , μανήσεται ἀπὸ τοῦ ἔρωτος . λύσις δὲ τούτου : λαβὼν
μανήσεται . τούτου λύσις : μαινίδα ὀπτὴν δὸς φαγεῖν : μανήσεται ὁ ἄνθρωπος ἀγνοῶν τὰ λεχθέντα ἅπαντα , ὡς φράζει
5995231 ἐκειρε
ἀποβὰς ἔς τινα πολίχνην παράλιον Μόλυβον οὕτω καλουμένην πρῶτον μὲν ἔκειρε πᾶσαν τὴν αὐτοῦ καὶ ἐδῄωσεν , ἔπειτα περισταυρώσας τὸ
διέτριβε ἡμέρας συχνάς : τὸ γὰρ δὴ ὄρος τὸ Μακεδονικὸν ἔκειρε τῆς στρατιῆς τριτημορίς , ἵνα ταύτῃ διεξίῃ ἅπασα ἡ
5994686 μονωθεις
] ἀντὶ τοῦ προκρινῶ . . ἐρημωθεὶς ] ἀντὶ τοῦ μονωθείς . . ἀλεξήσασθαι ] ἀμύνασθαι . . ἡμιόλιος ]
ἐγώ σε ἀνταμυνοῦμαι . ” Ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν μονωθείς , ἐκδυσάμενος καὶ τὰς χεῖρας ἑαυτοῦ κροτῶν καὶ τινάσσων
5993454 ναρκᾳ
καὶ τοῦ δικτύου ἐν ᾧ τεθήραται εἴ τις προσάψαιτο , ναρκᾷ πάντως . εἰ δέ τις ἐς σκεῦος αὐτὴν ἐμβάλοι
πήγανον ἀκινήτους ποιεῖ . Ὄφις , καλάμῳ πληγεὶς ἅπαξ , ναρκᾷ , κινεῖται δὲ , πολλάκις τυπτόμενος . Μυρσίναι δὲ
5992374 ἐπετυχεν
τοῦ σκοποῦ τινὰ δ ' ἀποτυχεῖν , τὸ δὲ τίς ἐπέτυχεν ἢ ἀπέτυχεν ἄγνωστον , οὕτως ἐν βαθεῖ σχεδὸν σκότῳ
Ἀντίγονον βασιλικῆς τινὸς ἕνεκα χρείας , κἀκείνου εἰκαιότερον ἀποκρινομένου , ἐπέτυχεν εἰπὼν οὕτω δὴ κέλεαι , γαιήοχε κυανοχαῖτα ; τόνδε
5989570 βιαζοιτο
γὰρ ἂν καὶ πάθοι τις , ὁπότε φίλος τις ὢν βιάζοιτο ; Πάντα μὲν οὖν σε ἰδεῖν καθ ' ἕκαστον
ἀλλὰ τί τις ἂν χρήσαιτο , ὁπότε φίλος τις ὢν βιάζοιτο ; ἀνάγκη γὰρ ὑφίστασθαι πᾶν ὁτιοῦν . ἣν δὲ
5985251 συμφυεται
ἐστι τὸ ἐπίκτητον καὶ κεχωρισμένον : τὰ γὰρ ἀσώματα τελέως συμφύεται . καὶ ἡ ζωὴ οὖν ἡ σωματοειδής , κεχωρισμένη
ὅτι καὶ σχιζόμενα τὰ κλήματα καὶ τῆς ἐντεριώνης ἐξαιρουμένης τάχα συμφύεται : καὶ τούτου γε μᾶλλον ὁ κάλαμος , καὶ
5975632 ἡκοι
ἀπεδέχετο δ ' αὐτὸν καὶ Ἀντίγονος καὶ εἴ ποτε Ἀθήναζε ἥκοι , ἤκουεν αὐτοῦ πολλά τε παρεκάλει ἀφικέσθαι ὡς αὐτόν
ἢ οὔ . ἀποκριναμένου δ ' αὐτοῦ ὅτι ἔχων ἀργύριον ἥκοι , ἐκέλευον αὐτόν μοι δανεῖσαι ὑποθέμενον τὰ σκεύη τῆς
5969769 διεφυγε
ἂν φαίη ; καὶ γὰρ εἰ τοὺς ἀπόντας τὸ πρᾶγμα διέφυγε , τοῖς γε παροῦσιν ἔκδηλον ἂν ἦν . ἔστιν
ὄντως ἐπιστάμενος ἄγειν , καὶ μόνος γε ἐν νοσοῦσιν ἅπασι διέφυγε τὸ κακόν : ἐπεὶ δὲ ἔδει σου τὴν ψυχὴν
5969608 θελησειας
ὅσα τοιαῦτα . ὅπλα πολλὰ ἐρεῖς , εἰ θεατρικῶς πομπεύειν θελήσειας , εὐτύχημα τοῦτο τῆς πόλεως , τὸ μηδὲ χειροτονῆσαι
Ἀθηνῶν . εἰ δὲ ἐλθεῖν ἐς Ἦλιν διὰ τοῦ πεδίου θελήσειας , σταδίους μὲν εἴκοσι καὶ ἑκατὸν ἐς Λετρίνους ἕξεις
5968876 νευων
κατηφής , , : κατηφής : ὁ ὑπὸ αἰσχύνης κάτω νεύων τοὺς ὀφθαλμούς , ἤγουν ὁ αἰσχυνόμενος . παρὰ τὸ
Δηθύνων : βραδύνων . κίνησεν : ἔσεισεν . Σημαίνων : νεύων . Ῥαθαμίζεται : ἐκτρέχει , ῥέει , . Εἰλεῖται
5968270 σκουταριου
] ἤτοι ἕως τοῦ τέλους : τὸ τέλος γὰρ τοῦ σκουταρίου πρὸς τὴν γῆν ἐπιρρέπει : διὰ τοῦτο εἶπεν τὸ
τοῦ κοίλην ἔχοντος τὴν γαστέρα . Ξ κύκλου ] τοῦ σκουταρίου . αὐτὸς ] ὁ Ἱππομέδων . ἐπηλάλαξεν ] ἤχησεν
5964753 ἐπεῤῥιγωσεν
σκέλεα ἐπωδύνως εἶχεν . Περὶ δὲ εἰκοστὴν , πρωῒ σμικρὰ ἐπεῤῥίγωσεν : κωματώδης : δι ' ἡσυχίης ὕπνωσεν : ἤμεσε
παρέκρουσεν : διψώδης : διαχωρήματα χολώδεα , κατακορέα . Ὀγδόῃ ἐπεῤῥίγωσεν : ἐκοιμήθη πλείω . Ἐνάτῃ διὰ τῶν αὐτῶν .
5964252 χρονιᾳ
. χρονίᾳ ] χρονίως καὶ βραδέως , ὀψὲ μετηλλαγμένος . χρονίᾳ ] ποτέ . χρονίᾳ ] μετὰ ταῦτα . θ
ἀξιόχρεων , ὅπως δὴ προσκαθεζόμενοι καὶ ἔνδον τοὺς δυσμενεῖς ἐγκατείργοντες χρονίᾳ γοῦν αὐτοὺς παραστήσοιντο πολιορ - κίᾳ . καὶ οἱ
5952736 καταδυει
κατὰ μέσην ἐμβάλλει τὴν ὁλκάδα καὶ συντρίβει πᾶσαν εὐθὺς καὶ καταδύει ἐς βυθὸν καὶ τῶν ἐπιβατῶν τοὺς μὲν ἀναιρεῖ ,
' ἥλιος ἄνωθεν καταφλέγει ἢ οὐρανὸς σφοδρὸν ὑετὸν καταπέμπει καὶ καταδύει τἀνόμημα . Ὅπῃ νοῦ καὶ αἰσθήσεων νήψει θείων λογίων
5947888 ἐπιδει
καὶ τὰ ἀπὸ τῶν σιτίων πρὸς τοὐκτὸς ἀποχωρεῖ , οὐδὲν ἐπιδεῖ κλυσμοῦ : ἢν δὲ τὰ μὲν μὴ ἀποκρίνηται ,
ἀναβὰς ᾠήθη τὴν πρώτην ἀρχὴν εὑρηκέναι : τί γὰρ καὶ ἐπιδεῖ τῇ πάντα συλλαβούσῃ ἐν ἑαυτῇ τὰ ἑαυτῆς πληρώματα ,
5942291 ἀποδω
κέκληκε : τὸ δὲ μαρτύριον ἀναβαλοῦμαι , ἔστ ' ἂν ἀποδῶ σοι τὰς πληγάς . ἡσθέντων οὖν ἐπὶ τοῖς πεπαιγμένοις
, παρ ' αὑτόν , ἀλλὰ χωρίς . ἀλλ ' ἀποδῶ πάλιν παρ ' οὗ παρέλαβον ἀρτίως ; ἄτοπον .
5941403 Οὐηρου
ἡμέρας ιʹ . γίνεται οὖν ὁ χρόνος τῶν Καισάρων μέχρι Οὐήρου αὐτοκράτορος τελευτῆς ἔτη σκεʹ . ἀπὸ οὖν τῆς Κύρου
ιʹ . ἀπὸ δὲ τῆς Κύρου ἀρχῆς μέχρι αὐτοκράτορος Αὐρηλίου Οὐήρου τελευτῆς ἔτη ψμαʹ . Ὁμοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου συνάγονται
5939664 ἐφωνει
ἀνάγει τὸν οἰκεῖον . Ὁ δ ' εὖγε τοῦτον ἀπολέσαι ἐφώνει . Ἀλήθειαν δὲ ὁ Ἑρμῆς ὡς ἀκούει , χαρίζεται
τοὺς γείτονας σιτευόμενος ὡς εἶδεν ἄφνω τὴν φίλην , στραφεὶς ἐφώνει : Πέμψον δέ μοι καὶ τὸ φιβλατώριον . Ἄλλος
5937498 εἰξε
βίαιον τῆς εἰρεσίας δηλῶν . ἢ οὕτως : ὅσον ἂν εἶξε καὶ ὑπεχώρησε τοῖς ἐρέταις ἡ Ἀργώ , δὶς τοσοῦτον
γε καὶ ἐλύπησεν ἐλθὼν καὶ τοῦτ ' ἤκουσεν αὐτὸ καὶ εἶξε . Σαπῶραι δὲ καὶ Ἰούλιοι καὶ Βίκτωρες ἀρρωστοῦντος οὐκ
5936438 πεπιστευκε
παιδὸς βοῶντος : „ δεῦτε , λύκος „ οὐκέτι τις πεπίστευκε προσδραμεῖν αὐτῷ καὶ βοηθῆσαι . ὁ δὲ λύκος εὑρηκὼς
ἐκείνοις πεπιστευκὼς ἀπιστεῖ θεῷ , ὁ δ ' ἀπιστῶν ἐκείνοις πεπίστευκε θεῷ . ἀλλ ' οὐ μόνον τὴν πρὸς τὸ
5934346 θνησκων
ὑπὸ Τηλεγόνου θανάτου αὐτοῦ καὶ πῶς πάλιν φαίνεται ζῶν καὶ θνήσκων διὰ τὸν θάνατον Κίρκης καὶ Τηλεμάχου * . ἄλλοι
δὴ τόνδ ' ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν , ὁ δὲ θνήσκων φράζεο νῦν , μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι
5933734 ἀποσπασαι
μετὰ μέλιτος χρῶ . [ θʹ . Αἷμα ἀπὸ μυκτήρων ἀποσπᾶσαι . ] Ἡδύοσμον ἀναλαβὼν μέλιτι καὶ κολλύρια ποιήσας θὲς
] * Τοῦτο εἶπεν , ὅτι ὁ Πορφυρίων ἐπεχείρει βοῦς ἀποσπᾶσαι ἐκ τῶν Δελφῶν , ἄκοντος τοῦ Ἀπόλλωνος : διὸ
5933687 κατεπεσε
ἐθαύμασα ἐπὶ ἐπιληπτικοῦ , πῶς πυκνῶς λαμβανόμενος ὁ ἄνθρωπος οὐκέτι κατέπεσε . δίδου δὲ οὐγ . βʹ ἢ γʹ .
τὸ πεδίον καὶ περιπλακεὶς τῇ Χλόῃ [ καὶ ] λιποθυμήσας κατέπεσε . Μόλις δὲ ἔμβιος ὑπὸ τῆς Χλόης φιλούσης καὶ
5930841 ἰασεται
ἐγγὺς ἢ πρόσω φίλων ἐμῶν , δύσγνοιαν ὅστις τὴν ἐμὴν ἰάσεται ; σαφῶς γὰρ οὐδὲν οἶδα τῶν εἰωθότων . γέροντες
Τήλεφον ἐθεράπευσεν : ὅθεν καὶ ἑτέρα παροιμία : Ὁ τρώσας ἰάσεται . Μύωπι τὸν δράκοντα ἤγειρας : ἐπὶ τῶν ἄγαν
5930579 Λευις
καὶ Λευίς , διότι ἐφθόνουν οἱ ἐχθραίνοντες , καὶ ἦν Λευὶς ἐκ δεξιῶν Ἀσενὲθ καὶ Συμεὼν ἐξ εὐωνύμων . Καὶ
. Καὶ ὡς ἔμελλε πατάξαι τὸν υἱὸν Φαραώ , ἔδραμε Λευὶς καὶ ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ εἶπε : μηδαμῶς

Back