| ταῦτα διαφωνεῖν . ἀκανθίς : τὸ ὄρνεον τοῦτο ποικίλον καὶ λιγυρόν . καλεῖται δὲ καὶ ποικιλὶς διὰ τὴν χροιάν . | ||
| αὐτοῦ , εἶτα πτεροφυήσας ἀνέπτη κλάγξας μέγα τε αὐτῷ καὶ λιγυρόν , ὡς ἅπαντας ἑλεῖν τοὺς ἀκούσαντας : ἐδήλου δὲ |
| δ ' ὁ προσωποποιός : καὶ ἔστιν εἰπεῖν πρόσωπον προσωπεῖον προσωπίς , μορμολυκεῖον , γοργόνειον . καὶ τὰ ὑποδήματα κόθορνοι | ||
| καὶ προσωπεῖον τὸ μορμολυκεῖον : τὸ δ ' αὐτὸ καὶ προσωπίς . ἡ δὲ νέα κωμῳδία καὶ προσωποποιὸν εἴρηκεν ὃν |
| . φάλος Γ . . . . . , : φάλος : τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας . . . εἴρηται | ||
| μὲν εἰς τὸ ὑπαύξοιτο μετέφρασεν , ὁ δὲ ὑπογεννῷτο . φάλος Γ . . . . . , : φάλος |
| ' ἧς ὁρμῶμεν . Θολῶ . παρὰ τὸ θόλον . θόλος δὲ τὸ μέλαν τῆς σηπίας . Θαῦμα . παρὰ | ||
| τι περὶ ὅλον τὸ σῶμα . Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος , καὶ ἡ τοῦ σίτου θήκη . Ἔπιπλα . |
| κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου τε χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον | ||
| ῥόδον τότε φθονεῖ μοι . Ἀμελῶ πόθου κρατοῦντος : τὸ ῥόδον πλέον με τέρπει , ὅτε καὶ Δάφνην ἐάσω . |
| . Ἐκεῖνο γάρ ἐστιν ὁ χρυσός , τὸ λαμπρὸν ὃ ἀποστίλβει , τὸ ὕπωχρον μετ ' ἐρυθήματος ; νῦν γὰρ | ||
| δὲ λυχνῖτις ζώνη στυλοῦται πέζαν ἴωνι τύπωι ῥάβδου κοίλης ἔντος ἀποστίλβει δὲ συηνὶς στικτὴ πρὸς πτέρναις : κίονος ἥδε θέσις |
| Ἀττικοί . χαμαιτύπη Ἀττικοί , πόρνη ἡ ἄδοξος Ἕλληνες . χιτωνίσκος χιτών Ἀττικοί , ὑποδύτην καὶ ἐπενδύτην Ἕλληνες . χάριν | ||
| ἀπὸ τῆς μὲν ὄψεως Ἑλληνικός : λευκὴ χλανίς , φαιὸς χιτωνίσκος καλός , πιλίδιον ἁπαλόν , εὔρυθμος βακτηρία , βαιὰ |
| Λυδός : λύκος : Λυκοῦργος : λυσιτελής : Λυσίμαχος . λύχνος : Λυκόφρων : Λύκαιστος : σεσημείωται τὸ λοιδορῶ : | ||
| ἁμίς , λεκάνη , θυΐα , κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , κεραμίων . |
| φησιν Αἰλιανὸς καὶ ὡς ἕτεροι μυρίοι , τὸ δὲ γαμφαῖς ἅρπαις ἤτοι ἐπικαμπέσιν ὄνυξι . γ τυκίσμασι κατασκευάσμασι : τύκος | ||
| , ὡς δὲ οἰνὰς καὶ ἄμπελος * γαμφαῖσι καὶ σιαγόσιν ἅρπαις ἤγουν δρεπάναις ἢ ἅρπης καὶ δρεπάνης . πλανηθεὶς ὑπὸ |
| τῳ ἐκ ζειῶν καὶ ὕδατος . Σπαδίξας . ἐκδείρας . σπάδιξ γὰρ φλοιὸς ῥίζης πρινίνης . οἱ δὲ φοίνικος ῥάβδον | ||
| τρίγωνα , σαμβῦκαι , πηκτίδες , φόρμιγγες , φοῖνιξ , σπάδιξ , λυροφοινίκιον , ἰαμβύκη , κλεψίαμβος , παρίαμβος , |
| , ἦλθε διὰ προμάχων καὶ ἀκόντισεν ὀξύσχοινον : οὐδ ' ἔρρηξε σάκος , σχέτο δ ' αὐτοῦ δουρὸς ἀκωκή : | ||
| καὶ τὴν ὑστέραν θερμαίνει , ὥστε πολλαῖς ἤδη καὶ καταμήνια ἔρρηξε τέως οὐ καθαιρομέναις . εἰ δὲ μὴ ἐξαρκεῖ καθῆραι |
| σώφρων . Φριμάξασθαι . φρυάξασθαι , φυσῆσαι . Φορμός . πλέγμα , ὁ κόφινος . Φυλάξαντες . ἐπιτηρήσαντες . Φερέγγυος | ||
| μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν . . εἶτ ' ἐξ οὐδενὸς μεγάλα πράττει |
| . ἡ δὲ καυσία πῖλος Μακεδονικὸς παρὰ Μενάνδρῳ , ὡς τιάρα Περσικός . καὶ κυρβασίαν δ ' Ἀριστοφάνης ἐν Τριφάλητι | ||
| η Νόστων : ἐξέδωκεν . . . . . . τιάρα : κόσμος ἐπικεφάλαιος , ἣν οἱ βασιλεῖς μόνοι ὀρθὴν |
| . | Παγκάλοις δὲ καὶ ποικίλοις ὑφάσμασιν αὐτὴν περιέβαλεν , ὑακίνθῳ καὶ πορφύρᾳ καὶ κοκκίνῳ καὶ βύσσῳ καταχρώμενος εἰς τὴν | ||
| ἅρμα Χαρίτων καὶ χορὸν Ἐρώτων συμπαίστορα . καὶ τῆς μὲν ὑακίνθῳ τὰς κόμας σφίγξασα , πλὴν ὅσαι μετώποις μερίζονται , |
| . νῦν τὰ χρώματα , ἢ βάμματα . ξυστίδας . ξυστίς ἐστι λεπτὸν ὕφασμα , περιβόλαιον , ἢ χιτὼν ποδήρης | ||
| ἄρ ' ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν . ψήφισμα ἔθηκεν γαλιδέως ξυστίς προσκεφάλαιον φελλέα ὡραΐζεσθαι πιεῖν δὲ θάνατος οἶνον ἢν ὕδωρ |
| χειρῶν ἠδὲ ποδῶν ἀκινάγματα . ἇχι Λίχα μέγα σᾶμα , ἇχι ὁ κλεινὸς Ἀμφιτρυωνιάδας . ἅδον φίλον , ὅς κεν | ||
| ἀχνύϊ εἴβεται αἰών † ἐπηετανοῖο ποτισμοῖο παρείκοντες † Ἥρακλες χαλκεόζωνε ἇχι Λίχα μέγα σᾶμα ἇχι ὁ κλεινὸς Ἀμφιτρυωνιάδας † ὅταν |
| ἐν τῷ περὶ ζῴων ὄστρεα , φησίν , πίνη , ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , | ||
| . εἰ δὲ μὴ ἔχουσι τὸ ΛΕ , προπαροξύνονται : ὄστρεον ὄρνεον δένδρεον . τὸ δὲ ὀστέον παροξύνεται ὡς δισύλλαβον |
| καὶ τοιαῦθ ' ἕτερα ξυρράπτοντες . καὶ ποῖος ἂν γένοιτο πῖλος Ἀρκαδικὸς ἢ Λακωνικὸς μᾶλλον ἁρμόττων τῆς αὑτοῦ κόμης ἑκάστῳ | ||
| καὶ οὐρανίους αὐτῷ δίδωσι δυνάμεις , τοῦτο γάρ ἐστιν ὁ πῖλος . Ἐρᾷ δὲ ὁ Ἄττις τῆς Νύμφης : αἱ |
| ' αὖ πάλιν ἅδε ποθέρπει . αἴθ ' ἦς μοι ῥοικόν τι λαγωβόλον , ὥς τυ πάταξα . θᾶσαί μ | ||
| δὲ βαρύνεται κατὰ τὸ διάφορον . εἴθ ' ἦν μοι ῥοικόν : ἀντὶ τοῦ καμπύλον . καὶ Ἀρχίλοχος : ἀλλά |
| σίσυν παχείην . σισυρνοδῦται : διαφέρει σίσυς , σισύρα καὶ σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται πᾶν εὐτελὲς ἱμάτιον , | ||
| ὅπερ καὶ γούνναν καλοῦσιν ἢ τὸ ἁπλῶς ἐξ ἐρίου ἱμάτιον σίσυρνα δὲ τὸ ἄτριχον δερμάτινον . σίσυρνα δὲ παχὺ ἱμάτιον |
| τῇ κεφαλῇ : ταινία δὲ , στενόν τι καὶ ἐπίμηκες ὕφασμα , κοινότερον δὲ εἰπεῖν , φασκία . 〛 κοτίνῳ | ||
| ὁ εὐδιάχυτος , καὶ ἐπιβόλαιον λιτόν , ποτὲ δὲ λεπτὸν ὕφασμα . ἐγγαστρίμυθος ὁ ἐν γαστρὶ μαντευόμενος : τοῦτον καὶ |
| # # , ὀποβαλσάμου κοχλιάρια β . Συνεχῶς σμηχόμενον τὸ ῥυσὸν σῶμα τούτῳ τείνεται . Σύκοις ἅμα πίοσι βρυωνία κόπτεται | ||
| παρ ' ὀμφαλὸν κατ ' ὀσφύν : πολλάκις δὲ καὶ ῥυσὸν ὑποπίπτει τὸ στόμιον τῶν ὑπὲρ τὸν τράχηλον φλεγμαινόντων καὶ |
| πίθου , τῷ κρουσθέντα αὐτὸν ἀποδοῦναι ἦχόν τινα ὀξὺν καὶ τορόν . οὐκ ἔστι δὲ τοῦτο αὔταρκες , ἀλλὰ χρὴ | ||
| τὴν Λύδην ἔφη : Λύδη καὶ παχὺ γράμμα καὶ οὐ τορόν . Κρημνοποιός τε καὶ στόμφαξ παρὰ τοῖς τραγικοῖς Αἰσχύλος |
| ἐν ἀντιθέτοις καὶ μεταφοραῖς καὶ πᾶσι τοῖς ἐγκωμιαστικοῖς τρόποις : ἔπαιζεν γάρ , οὐκ ἐσπούδαζε , καὶ αὐτὸς τῆς γραφῆς | ||
| τῶι παιδίωι ἀρτίως ἔνδον κατέλαβον τὴν ἐμαυτοῦ θυγατέρα . τυχὸν ἔπαιζεν . οὐκ ἔπαιζεν . ὡς γὰρ εἰσιόντα με εἶδεν |
| , προσδοκώμενος θάνατος , ἐγκύματος ὁδοιπόρος . Κυμάτων ὁδοιπόρος , θαλάσσιος βερεδάριος , ἀνέμων ἰχνευτής , ἀνέμων συνοδευτής , οἰκουμένης | ||
| , ὃ καὶ ἀηδὼν καλεῖται ὑπὸ πάντων γινωσκόμενον . Ἐχῖνος θαλάσσιος ὑπὸ πάντων γινωσκόμενος . Εὔανθος λίθος ἐστὶ πάγχρυσος : |
| Πολυποίτην φησίν : ὦ ξένε : καλῶς ἑτέρῳ ἕτερον περίκειται φρύαγμα , Λαΐῳ μὲν διὰ τὸ τῆς ἀρχῆς ἀξίωμα , | ||
| τὴν ῥῖν ' ἔχουσαν πήχεως . εἶτ ' ἐστὶ τὸ φρύαγμα πῶς ὑποστατόν ; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον καὶ |
| ἐλλείπων , πυαλίτης , ἐπίθετος , σφάλλων , ἀγύρτης , οἶστρος , ἀνακάμπτων , δορεύς , Λάμπων , Κύκλωπες , | ||
| καγχαλόωντες , θρώσκοντες θύνουσι χοροιτυπέουσιν ὁμοῖοι . εἴαρι δὲ γλυκὺς οἶστρος ἀναγκαίης Ἀφροδίτης καὶ γάμοι ἡβώωσι καὶ ἀλλήλων φιλότητες πᾶσιν |
| . σαφὴς δὲ πίστις ἡ κατασκευή . πρῶτον μὲν γὰρ ἔνδυμα περιφερές ἐστιν , ὅλον δι ' ὅλων ὑακίνθινον , | ||
| τῶν χιτώνων , τινὲς δὲ ποδήρεσι . ζῶμα δὲ τὸ ἔνδυμα . . Ὀνομαστ . : οἱ δὲ πεζοφόροι χιτῶνες |
| εἰς τὴν ου δίφθογγον ἔχει τὴν γενικήν , οἷον ἀράχνη ἀράχνης ἀράχνου , λέσχη λέσχης λέσχου , δίκη ἑλλανοδίκης ἑλλανοδίκου | ||
| . πρῶτον μὲν γὰρ ἐν τῷ τῆς Δήμητρος ἱερῷ λεπτὸν ἀράχνης ὕφασμά τι διαπεπετασμένον ὤφθη , τὸ μὲν μέγεθος ἔχον |
| διὰ τρηματίου προσφερομένης σπάρτου βάρος ἐχούσης : ὅταν γὰρ ἡ σπάρτος ἠρεμοῦσα ἐπιψαύουσα φαίνηται τῆς κατὰ διάμετρον γραμμῆς , ἢ | ||
| σπάρτου τῷ Μ σημείῳ βάρος ἐχούσης σφαιρικόν , ὅταν ἡ σπάρτος ἠρεμοῦσα ἐπιψαύῃ καὶ τοῦ Ν , τότε καὶ ὁ |
| αὐτὴ τοῖς πολλοῖς δυσεντερία ἡπατίτις καλουμένη , καὶ προσέτι ὁ διαβήτης , ὃς καὶ εἰς οὖρα διάρροια λέγεται . κἂν | ||
| ποθέν . Αὐτῶν δὲ τῶν νεφρῶν ἴδιόν ἐστι πάθος ὁ διαβήτης ὀρεγομένων μὲν ἀμέτρως τὸ ὑγρὸν , κατέχειν δὲ αὐτὸ |
| , χρωσθείς , ὁμοῦ τι πρὸς τέλος δρόμου περῶν , σίζει κεκραγώς , παῖς δ ' ἐφέστηκε ῥανῶν ὄξει , | ||
| . εὐθὺς γὰρ κείνη καθάπερ τοὔλαιον ἅμ ' ἧπται καὶ σίζει . τὸν δ ' ἔλοπ ' ἔσθε μάλιστα Συρακούσαις |
| ὑψηλοῦ πτῶμα , οὕτω τῶν ἐν γῇ Ῥόδος πεσοῦσα μέγιστον ἤχησε καὶ εἰς πλείστους ἡ αἴσθησις αὐτῆς ἀφίκετο καὶ Ἕλληνας | ||
| . πρόπασα ] ὅλη . στονόεν λέλακε χώρα ] θρηνητικὸν ἤχησε χώρα . ὁ πρῶτον κατὰ ἄθροισιν εἰπὼν χώραν , |
| ἐν Πλάτωνος Ἀδώνιδι καὶ ἐν Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι , δοῖδυξ , θυΐα , τυρόκνηστις , ἐσχάρα , ἡ δὲ κύβηλις ἐν | ||
| σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα , δοῖδυξ ὁ καὶ ἀλετρίβανος , σκάφη , μάκτρα |
| τιάρα καὶ κίδαρις καὶ καυσία καὶ κυνῆ καὶ στεφάνη καὶ περικεφαλαία καὶ ἐπικρατὶς καὶ καμαλαύχιον καυμελαύκιον λέγεται . τὸ κεφαλοδέσμιον | ||
| ' ἀντίφρασιν οὕτως τὸ ἀσθενέστατον , οἷον εὔθλαστον . ἄφαλος περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους : τοὺς δὲ φάλους οἱ μὲν |
| ἢ στάσεως . παραλίαν ] παραθαλασσίαν ὑπὸ ] ὑποττοβεῖ , ὑπηχεῖ κηρόπλαστος ] ὁ πεπλασμένος καὶ ἀληλιμμένος κηρῷ δόναξ ] | ||
| νηδύος φολίδας , λοξὸν δὲ οἶμον πρόεισιν . ἠρέμα οὖν ὑπηχεῖ , ὡς καταγνῶναι νωθείαν αὐτοῦ καὶ οὐδένειαν . δακὼν |
| οἷον , πυριλαμπής : πυρίκαυστος : πυρίμορφος : νυκτίλοχος : νυκτικόραξ : θηριάλωτος : μαστιγιφόρος : αἰγίλιψ : αἰγίβοτον : | ||
| ὦτα ἔχει πτερύγια . τοῦτο ἐπαινούμενον καὶ ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν |
| σμικρὸν καὶ ἐκ τοῦ σμικροῦ ἐπὶ τὸ μέγα οἷον ὄγκον διατρέχει : καὶ ἡ ἀοριστία αὐτῆς ὁ τοιοῦτος ὄγκος , | ||
| τῆς θαλάσσης , ἐξαπλοῖ , ἄνω ἀνατείνει . διαῤῥέει : διατρέχει , ἐξαπλοῦται , ὑψοῦται . Μέσος δὲ διαῤῥέει : |
| : ἢ ὀλέθριον , φόνιον , κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι φοινόν ] φοινικόν ἰάπτει ] πελάζει ἰάπτει ] βλάπτει ἰάπτει | ||
| κεραὸν μέγαν οὔρεσι δῃώσαντες δάπτουσιν : πᾶσιν δὲ παρήϊον αἵματι φοινόν : καί τ ' ἀγεληδὸν ἴασιν ἀπὸ κρήνης μελανύδρου |
| Καὶ τοὺς σπειρομένους τόπους εὐθαλεῖς λειμῶνας λέγει . Κέγχρος ] Εἶδος ἀρώματος ἡ κέγχρος . Ἐρυθραίου ] ἢ ὅτι ξανθὴν | ||
| συνείρων δὲ , εἰς ὁρμαθὸν συντιθείς . 〛 σπίνους : Εἶδος ὀρνέου ὁ σπίνος . τρία δὲ αὐτοὺς λυπεῖ , |
| † τόσσον ἔην πάντη χρύσεον ἐφύπερθεν ἄωτον † βεβρίθει λήνεσσιν ἐπηρεφές : ἤλιθα δὲ χθών αἰὲν ὑποπρὸ ποδῶν ἀμαρύσσετο νισσομένοιο | ||
| ἐπιμύει τε . ἐπήρατος ἐπέραστος , ἢ ἔρωτα ἔχων . ἐπηρεφές ἐπεστεγασμένον . καὶ ἐπηρεφεῖς . ἐπήρκεσεν ἐβοήθησεν . ἐπῆρσεν |
| καμίνου , οἱ δὲ φούρνου . καὶ γὰρ ὁ φοῦρνος ἰπνὸς λέγεται , ὡς καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Σφηξίν : εἰς | ||
| τοῦ ἴπτω τὸ βλάπτω . . ἰπνούμενος ] καιόμενος . ἰπνὸς γὰρ καὶ ἵπνος ὁ φοῦρνος , ἐκ γὰρ τοῦ |
| ἐπιβαλλέσθω . ποιητικὰ δ ' ἐγρηγόρσεως καὶ τὰ τοιαῦτα : κνισμὸς βίαιος , τιλμὸς τριχῶν , ὁλκὴ δακτύλων , σπαραγμὸς | ||
| μάχην καὶ πληγὰς ἔχουσα , καὶ ἡδύκωμος ἡδίων , καὶ κνισμὸς καὶ ὄκλασμα : οὕτω γὰρ ἐν Θεσμοφοριαζούσαις ὀνομάζεται τὸ |
| Ἐγκέφαλός ἐστι λευκὸς , μαλακὸς , ὥσπερ ἐξ ἀφροῦ τινος πεπηγὼς , ὑγρὸς καὶ θερμός . λθʹ . Παρεγκεφαλίς ἐστιν | ||
| ἐξεχύθη καὶ τέθνηκεν , ὁ δὲ δημιουργικὸς αὐτοῦ λόγος , πεπηγὼς καὶ συγκεκροτημένος καὶ οἷον ἀθάνατος καὶ ἐρρωμένος διαμένων καὶ |
| τις ὑλοτόμος ἐργάτηςἀπὸ κοινοῦ τὸ ῥήσσει καὶ κόπτειπεύκης πρέμνον ἢ στύπος δρυὸς καὶ ἐπιπλήσει καὶ πληρώσει τὸν θυμὸν αὐτῆς γέμοντα | ||
| ' Ἀδρήστειαν εἶχον . ἔσκε δέ τι στιβαρὸν στύπος : στύπος τὸ πρέμνον καὶ στέλεχος , ἐξ οὗ καὶ Ἀρχίλοχος |
| μᾶλλον ἑτέρων ἀγαπώντων καὶ τοὺς πλησίους τῶν μακράν . Γραῦς βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι ποιούντων : | ||
| οὗτος ὁ δαίμων καὶ τὸν ὑμέτερον βασιλέα λελάβηκε , καὶ βακχεύει τε καὶ ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνεται . Εἰ δέ |
| ὑψόσε θύων μορμύρων ἀφρῷ τε καὶ αἵματι καὶ νεκύεσσι . πορφύρεον δ ' ἄρα κῦμα διιπετέος ποταμοῖο ἵστατ ' ἀειρόμενον | ||
| ταῦτ ' ἄρ ' ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς πορφύρεον μέγα φᾶρος ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσι κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε , |
| δὲ τοῦτο τὸ πάθοϲ καὶ τοῖϲ ὀϲτοῖϲ , ὅταν ἡ περικειμένη ϲὰρξ αὐτοῖϲ μοχθηροὺϲ ἰχῶραϲ γεννῶϲα διαβρέξῃ τούτοιϲ αὐτὰ καὶ | ||
| δὲ τοῦτο τὸ πάθος καὶ τοῖς ὀστοῖς , ὅταν ἡ περικειμένη σὰρξ αὐτοῖς μοχθηροὺς ἰχῶρας γεννῶσα διαβρέξῃ τούτοις αὐτὰ καὶ |
| . διὸ καὶ τὸν στόμαχον , ἀεικίνητον ὄντα , ἐμποδίζουσα κλείει , τὴν δὲ κοιλίαν πνευμάτων ἐμπίπλησι καὶ τὸ κῶλον | ||
| ἐπόπταις [ ] ? ὀργίων ὁσίων [ Ἴακχον ] [ κλείει σε ] ? : βροτοῖς πόνων ᾦξας [ δ |
| : ἐπειδή , φησίν , ὥσπερ τῶν τετρώρων ἁρμάτων ὁ ῥυμὸς μεταξὺ , οὕτω καὶ ἐν τοῖς τοῦ Ἡρακλέους τεμένεσιν | ||
| ἔχων τὰ σὰ τεμένη , μέσος ἐστίν . ὡς ὁ ῥυμὸς ἅρματος τετρώρου . δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκάν : δύνασαι |
| ὅτι Ποσειδῶν διώκων ἕνα τῶν γιγάντων Πολυβώτην ἀποθραύσας τῇ τριαίνῃ τρύφος τῆς Κῶ ἐπ ' αὐτὸν βάλοι , καὶ γένοιτο | ||
| ἅτινά σοι ἡ πήρα ἔχει , θέρμους ἴσως ἢ ἄρτου τρύφος . οὐ μὰ Δί ' , ἀλλὰ ζώνην χρυσίου |
| σῶμα , καὶ μόνον τὸν τράχηλον μακρόν . Γ γύλιος πλεκτόν τι σκεῦος στρατιωτικὸν στενόστομον , ἐν ᾧ τὰ σιτία | ||
| τοιαῦτα “ . οὐκ ἔστι δέ , ἀλλ ' ἀγγεῖον πλεκτόν , εἰς ὃ τὰς ψήφους καθιᾶσιν , τὸ κήθιον |
| Ἠθάδα : συνήθη , συνηθεστάτη . Λίγα : ὀξέως . ξουθόν : ἡδὺ , θελκτικόν . Ἐνοπῇσι : φωναῖς , | ||
| Ἠθάδα : συνήθη , συνηθεστάτη . Λίγα : ὀξέως . ξουθόν : ἡδὺ , θελκτικόν . Ἐνοπῇσι : φωναῖς , |
| γεωργοὶ Διόνυσον τιμῶσιν , πήξαντες ἐν ὀρχάτῳ αὐτοφυὲς πρέμνον , ἀγροικικὸν ἄγαλμα : ἱερὰ δὲ Ἀρτέμιδος , πηγαὶ ναμάτων , | ||
| δριμεῖς εἶναι . στέργων : Ἡδόμενος σκορόδοις . καὶ τοῦτο ἀγροικικὸν ἐμφαίνει . ἀναπλάττει ὀνόματα . . μηδὲν παραχορδιεῖς : |
| μιμητικὰ γόητας καὶ πανούργους , ὡς πίθηκος καὶ κόσσυφος καὶ κίσσα . τὰ δὲ ποικίλα καὶ κατάστικτα , ὡς πάρδαλις | ||
| ἐπιμέλεια : ἐπεὶ δὲ προκοπτούσης τῆς κυοφορίας ἡ καλουμένη γίνεται κίσσα , καὶ περὶ ταύτης λέγομεν ἀκολούθως . [ Τὸ |
| θαυμαστὴ οὐδὲ τὸ πικρὸν ἢ τὸ δεινὸν ἢ τὸ φοβερὸν ἐπιφαίνουσα οὐδὲ ἁφὰς ἔχει καὶ τόνους ἰσχυροὺς οὐδὲ θυμοῦ καὶ | ||
| συγκατιοῦσα δὲ τῷ ἰούλῳ παρὰ τὸ οὖς καὶ χρυσοῦ τι ἐπιφαίνουσα , ἡδίων δὲ μετὰ τῆς μίτρας , ἥν φασιν |
| οἷόν ἐστι καὶ τὸ διὰ μελιλώτου σκευαζόμενον . ὁ χλωρὸς ἴασπις ὠφελεῖ τὸν στόμαχον καὶ τὸ στόμα τῆς γαστρὸς περιαπτόμενος | ||
| τοῦ πάσχοντος περίαπτε καὶ ἀπαλλάξεις . Ζαλάχθης δὲ τάδε φησίν ἴασπις λίθος ὁ προσαγορευόμενος καπνίτης εἰς πάντα τὰ περὶ τὴν |
| παναμειδήτοισι προσώποις : κάρχαρον , οὐλόμενον , ταναὸν στόμα , κυανέη ῥίς , ὄμμα θοόν , σφυρὸν ὠκύ , τορὸν | ||
| τὸ νόσημα ὑπήντησεν . Ὅμηρος : νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκε κυανέη , τὸ μὲν οὔποτε : ὡς πρὸς τὸ νέφος |
| : Ἑσπέρα , φησίν , ἐστὶν ἤδη καὶ ἡ σῦριγξ ἠχεῖ . τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ δόναξ : τὸ δὲ | ||
| . . . δαίεσθαι φωνὴν ἀφιέναι : καιομένη γὰρ μέγα ἠχεῖ . αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη |
| ὁ γένος γένει συνάπτων ἀπ ' ἐλευθέρας φαρέτρας βέλος ἱμέρου τινάσσει . Ὁ γέρων πάρεστι Νεῖλος κεφαλὴν ῥόδοις πυκάσσας , | ||
| ] ? καὶ ἐν γραφίδεσσι χαράγματα ? [ ] χερσὶ τινάσσει . τούνεκα μὴ τρομέει στάθμαις [ ] τὰ πάντα |
| αὐλεῖν , ὑπαυλεῖν , προσαυλεῖν , καταυλεῖν , παραυλεῖν , αὔλημα , ἔναυλον , ἔξαυλον , ἐξηυλημένος . καὶ πολύφθογγος | ||
| διάβροχος , ἔξαυλος : καὶ ἐξηυλημέναι γλῶτται αἱ παλαιαί . αὔλημα δ ' ὄρθιον , ἀφ ' οὗ καὶ νόμος |
| μέσα τοῦ Κήτους καὶ ἡ Γοργὼ καὶ τοῦ Περσέως ἡ ἅρπη καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ Δελτωτοῦ καὶ τὸ μέσον τοῦ | ||
| ζῷον . . . . ἁρπῶ : ἐξ οὗ τοῦ ἅρπη παρηγμένον , τοῦ σημαίνοντος τὸ ὄρνεον , ὡς φωνή |
| ἐλάμβανον παχὺ καὶ χειμερινὸν ἱμάτιον . θεραπείαν : * * χλαῖνα γὰρ ἐδίδοτο . ἀνέμων . . Ἐν Πελλήνῃ πανήγυρις | ||
| . διαφέρειν φησὶ καὶ τῷ σχήματι : ἡ μὲν γὰρ χλαῖνα τετράγωνον , φησίν , ἱμάτιον , ἡ δὲ χλαμὺς |
| ἐπ ' αὐτοὺς θήξασθαι καὶ φάρμακα ἐπιπάσαι καὶ μικρὸν ἤρκεσε δίκτυον , ὅτῳ ἀπόχρη καὶ σμικρόν τι τῆς ἀγέλης . | ||
| ἐξειλκύσαμεν : μικροῦ καὶ τοὺς φελλοὺς ἐδέησε κατασῦραι ὑφάλους τὸ δίκτυον ἐξωγκωμένον . εὐθὺς οὖν ὀψῶναι πλησίον , καὶ τὰς |
| , ὑψικάρηνον , πιαλέον νώτοις καὶ λεπταλέον κώλοισιν : οὐτιδανὴ δειρὴ καὶ βαιοτάτη πάλιν οὐρή : τετράδυμοι ῥῖνες , πίσυρες | ||
| βαιὰ δ ' ὕπερθεν οὔατα λεπταλέοισι περιστέλλοιθ ' ὑμένεσσι : δειρὴ μηκεδανή , καὶ στήθεα νέρθε κραταιά , εὐρέα : |
| ὑπένερθεν τότ ' ἄν , ὥστε τοῖς αἰδοίοισι δρόσος καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει . οὐδ ' ἂν μαλακὴν φυρασάμενος | ||
| πρὸς νομὰς καὶ ἐπουλίδας , καταστέλλει καὶ τὰ ὑπερσαρκοῦντα , χνοῦς δὲ διὰ μήλης κατουλοῖ . Ἄλλο ἴσχαιμον . Μίσυος |
| τὴν αἰθερίαν δὲ δίνησιν ⌈ ὑποβάλλων [ προϋποβάλλων ] “ δῖνος ” εἶπεν , ἀλλὰ κεράμεόν ἐστι βαθὺ ποτήριον , | ||
| τούτου γελοῖον εἰς τὴν τοῦ Διὸς παρείληφε διάνοιαν . αἰθέριος δῖνος ] ἡ συστροφὴ τοῦ αἰθέρος , ἡ τοῦ ἀέρος |
| ὀξύτης , ἐξοχὴ τοῦ στόματος . . ἡ Σαλμυδησία ἐστὶ ῥαχία ἀκρωτηριώδης ἐοικυῖα ὄνου γνάθῳ . καλεῖται δὲ ἀπό τινος | ||
| κοιλώμασι τῶν πετρῶν καὶ πάλιν ἐκρήγνυται . ὃ καὶ καλεῖται ῥαχία . ἦν δὲ οὗτος ὁ τόπος τοῖς πλέουσιν ἐπικίνδυνος |
| βέλους δ ' αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται . στεφάνη δὲ εἶδος ἂν εἴη περικεφαλαίας , ὥσπερ καὶ κέρως | ||
| καὶ τὴν ἄτοκον : “ βοῦν ἥτις ἀρίστη . ” στεφάνη ἐπὶ μὲν τῆς κυκλοτεροῦς καταφορᾶς “ ὅντε κατὰ στεφάνης |
| μετὰ μέλιτος . ἔξωθεν δὲ τῷ οἰνελαίῳ δεῖ βρέχειν τὸ σπλάγχνον ἀποβραχείσης πρὸς ὀλίγον ἀψίνθιον . Εἰ δὲ σφόδρα ὁ | ||
| κεροῦσσαν , ἣν σφάζοντες αὐχήσουσι σὴν σφάζειν θυγατέρα ὦ θερμόβουλον σπλάγχνον διαβάλλω δείξας γὰρ ἄστρων τὴν ἐναντίαν ὁδὸν δήμους τ |
| : γράφεται δαρδάπτων . ἐμμενέως : ἰσχυρῶς , παραμένως . ἐρεύθει : βάπτεται , καταβάπτει , μολύνει . Λιχμάζων : | ||
| καὶ οἰδέει οἰδήματι πᾶν τὸ σῶμα , καὶ τὸ πρόσωπον ἐρεύθει , καὶ τὸ στόμα ξηρὸν , καὶ δίψα ἐπέχει |
| “ εἰς τὸ ” ὅταν “ , ἀλλ ' ἔστιν ἐπιφώνημα σύνηθες ἡμῖν , ὅταν πρὸς τὴν μέλλουσαν τύχην ἀφορῶμεν | ||
| ἐπιθετικῶς , ταῖς ναυσὶ ταῖς τὸ πέλαγος διαπεραιουμέναις . πόποι ἐπιφώνημα σχετλιαστικόν . τινὲς δὲ ἔδοξαν σημαίνειν ὦ θεοί : |
| οὐ τὸν πιθανὸν ἀλλὰ τὸν τεχνικὸν ἢ σπουδαῖόν φησι . Σικελικὸς δ ' ἢ Ἰταλικός , οἷον Ἐμπεδοκλῆς . Πυθαγόρειος | ||
| : μετὰ δὲ τὸ Τυρσηνικὸν πέλαγος ὁ Σικελὸς ῥόος ἢ Σικελικὸς πόντος ἀπὸ δύσεως πρὸς ἀνατολὰς κυρτὸς ἢ κυρτούμενος ἐπιστρέφεται |
| τὸ τῆς βροντῆς ἤχημα , τλητὸν καὶ ὑπομονητὸν καὶ καρτερητὸν παρέσυρας καὶ παρέρριψας καὶ παρήγαγες εἰς τὸ πεῖσαι καταλεῖψαι τὸν | ||
| . λητὸν , ἤγουν λαθαστόν . . ἀνεκτὸν ἡμῖν . παρέσυρας ] ἐξήνεγκας . . παρέρριψας . . πῶς με |
| δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς προσηγορικὸν περιεκτικὴν | ||
| ” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες . |
| μόναυλον εὐθὺς πῶς δοκεῖς κούφως ἀνήλλετο . Σοφοκλῆς : οἴχωκε κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύραι μόναυλοί τε . Ἀναξανδρίδης : | ||
| μοναύλου μνημονεύει Σοφοκλῆς μὲν ἐν Θαμύρᾳ οὕτως : οἴχωκε γὰρ κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύρᾳ μοναύλοις τε χειμωντεως ναος στέρημα |
| λίμνῃ νήξασθαι , καὶ ἐνταῦθά τοι καὶ τροφὴν ἴσχει , τεθηλός τε ἀεὶ θρύον καὶ κύπειρον δειπνεῖ . οὐκοῦν καὶ | ||
| καὶ εὐθαλὲς ἐρεῖς καὶ εὐανθές , εὐβλαστές , εὐερνές , τεθηλός , ἀειθαλές : ἐπὶ δὲ τῶν ἐναντίων ἀνανθές , |
| ἐνθέῳ κατοκωχῇ τε καὶ μανίᾳ χρώμενον . τοιγαροῦν ” ἡ ῥάβδος ἡ Ἀαρὼν κατέπιε τὰς ἐκείνων ῥάβδους ” , ὡς | ||
| . Ἐν ἀέρι δὲ γίνονται σημεῖα κατὰ φάσιν ἴρις καὶ ῥάβδος καὶ ἅλως καὶ σέλας τὸ πυρφλέγον . αἱ μέν |
| τε χιτῶνά τε ἕννυτ ' Ὀδυσσεύς , αὐτὴ δ ' ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη , λεπτὸν καὶ χαρίεν , | ||
| αἳ κατὰ βένθος ἁλὸς Νηρηΐδες ἦσαν . τῶν δὲ καὶ ἀργύφεον πλῆτο σπέος : αἳ δ ' ἅμα πᾶσαι στήθεα |
| εὐστομίᾳ λειπόμενον , εὐδιοίκητον , πεπτικόν . σάρδα ἡ πηλαμὺς ἐπιμήκης , ὠκεάνιος , εὔστομος , δριμύτητι κυβίου προφέρουσα , | ||
| πρόσεστιν ἀκανθώδης , ἐχίνῳ θαλασσίῳ ἐμφερής , πλὴν ἐλάττων , ἐπιμήκης : ἄνθη πορφυρᾶ , ἐν οἷς τὸ σπέρμα ὡς |
| τύψεν [ ἀλοιητῆρος ] ὑπὸ ῥιπῇσι σιδήρου : ἐτμήθη δὲ φάρυγξ [ ] , κεφαλὴ δ ' ὑπὲρ ἔδραμεν ὤμων | ||
| , δέρη δὲ τὸ ἔμπροσθεν καθ ' ὅ ἐστιν ὁ φάρυγξ . αὖθις καὶ αὖθι διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ |
| που καὶ σπλάγχνα συῶν περὶ θερμὰ λέλειπτο Ἡφαίστου μαλεροῖο περιζείοντος ἀυτμῇ . Ἄλλοι δ ' αὖ πελέκεσσι καὶ ἀξίνῃσι θοῇσιν | ||
| : ῥώθωνος * ἐπισπέρχοντες : κινούμενοι κατεπειγόμενοι ἕλκοντες σπεύδοντες * ἀυτμῇ : πνοῇ ἄσθματι ἀναπνοῇ * νιφόεσσα : χιονώδης χιονιζομένη |
| λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , μονόθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λέπας δὲ δίθυρον καὶ λειόστρακον , μονοφυὲς δὲ | ||
| καὶ λειόστρακον , συμφυὲς δὲ μῦς , μονοφυὲς δὲ καὶ λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανος , κοινὸν δ ' ἐξ ἀμφοῖν |
| . Γ ἰπνὸς δὲ ὁ φοῦρνος , κυρίως μὲν ἡ κάμινος . . . ἡ ἐσχάρα . καὶ ἴπνια τὰ | ||
| : πᾶς τεχνίτης διὰ πυρὸς ἐργαζόμενος . βαῦνος γὰρ ἡ κάμινος . ῥητορική . Σοφοκλῆς , οἷον . οὐ γὰρ |
| μετὰ δὲ τὴν τετράδα λεπτυνόμενον . Πλευ - ριτικοῖσιν οὖρον αἱματῶδες , ζοφῶδες , μεθ ' ὑποστάσιος ποικίλης ἀδιακρίτου , | ||
| τῆς χρόας ἀνδρικόν , τοῦτο δὲ ὅτι τὸ τοῦ χρώματος αἱματῶδες τῆς τοῦ αἵματος ῥύσεως ἐθίζει καταφρονεῖν . ἐν τάξει |
| Τρίτωνος , ὡς ἔφην , Εὐρυπύλῳ ὁμοιωθέντος ἐλύθη δὲ ἡ βῶλος περὶ τὴν Θήραν βραχεῖσα ἐν τῷ πλοίῳ , μαντεύεται | ||
| διχῶς τὸ σπέρμα δύναται νοεῖσθαι , καὶ ὅτι Λιβυκὴ ἡ βῶλος , καὶ ὅτι οἷον ἀρχὴ τῆς εἰς Λιβύην ἀποικίας |
| ἐρατεινῆς . ἢν δ ' αὐτοὺς Κρόνος αἰνὸς ἐπὶ ζώου πτερόεντος δέρκητ ' , ἠὲ καὶ αὐτοὶ ἐνὶ πτερόεντι πέλωνται | ||
| ὄμμα τιταίνει γυμνὸν ἐπισσείουσα κάρη κυανάμπυκι κισσῷ , ὡς ἥγε πτερόεντος ἀναΐξασα νόοιο Κασσάνδρη θεόφοιτος ἐμαίνετο : πυκνὰ δὲ χαίτην |
| ἐμὲ δὲ ὁρῶν ἐκ τῆς κακοπαθείας ἔτι πονήρως ἔχοντα ἐνέδυσε χιτώνιον , τῆς θυγατρὸς ἀφελόμενος : ἐκείνη δὲ ἄλλο τι | ||
| τοῦ διανοήθητι . σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις . χιτώνιον τὸ τῆς γυναικὸς ἔνδυμα : ἐστὶ δὲ τοῦτο λεπτόν |
| εἰπεῖν ἐκ τῶν ὄψεων , εἶπεν ἐκ τῶν ἰφύων . ἴφυον δέ ἐστιν εἶδος ἀγρίου λαχάνου , ὅτι Εὐριπίδης λαχανοπώλιδος | ||
| λυχνὶς καὶ τὸ Διὸς ἄνθος καὶ τὸ κρίνον καὶ τὸ ἴφυον καὶ ἀμάρακος ὁ Φρύγιος , ἔτι δὲ ὁ πόθος |
| ἐφίλη , ἐνόη : οὕτω καὶ Ὅμηρος ἐποίησε δίδη μόσχοισι λύγοισιν ἀντὶ τοῦ ἔδει , ὅ ἐστιν ἐδέσμει , καὶ | ||
| μόσχευμα γὰρ πᾶν τὸ ἁπαλόν , ὡς Ὅμηρος : μόσχοισι λύγοισιν ἀμέλγοι ] ἀμελγέτω , θηλαζέτω οἵη τ ' ἐξ |
| καὶ καμπυλώδεις [ εἰσὶ ] στυφὸν ἦθος καὶ βλοσυρὸν καὶ καταπληκτικόν . αἱ δὲ πρὸς τοὺς κροτάφους ἐπικεκλιμέναι εἴρωνας δηλοῦσι | ||
| : Θεόκριτος . ἐπὶ τῶν ἀνοήτων . Τιτανῶδες βλέπει : καταπληκτικόν , φοβερόν . Τίκτει κόρος ὅταν κακῷ ἀνδρὶ παρείη |
| οὐ κάρτος ἔχει : τοῖός μιν ἀθέσφατος ὄχλος αἰόλος ἀμφιέπει δυσπαίπαλος ἑρπηστήρων . δὴ τότε δὴ βαρύθων ἔστη κρατερῆς ὑπ | ||
| ἁπαλή τε : τάχ ' αἰγὸς ἂν ἀντιφερίζοι τρηχυτάτῃ χαίτῃ δυσπαίπαλος , οὐκ ὀΐεσσι . Τοίην που καὶ σοῦβος ἔχει |
| Ἶριν ἀνεγρομένην ἐξ εὐρυπόροιο θαλάσσης , ὄμβρου ὅτ ' ἰσχανόωσι θεουδέος , ὁππότ ' ἀλωαὶ ἤδη ἀπαυαίνονται ἐελδόμεναι Διὸς ὕδωρ | ||
| , ὥς κεν Ἰήσονι μῦθον ἐναίσιμον ἀγγείλειεν Ἀρήτης βουλάς τε θεουδέος Ἀλκινόοιο . τοὺς δ ' εὗρεν παρὰ νηὶ σὺν |
| ὡς ὁ Διοσκορίδης φησίν . φυλάττεσθαι δὲ χρὴ τὸ μικρὸν χελιδόνιον , ὃ καλοῦσι καὶ πυρὸν ἄγριον : δριμὺ γάρ | ||
| αἰγίλοπος : βοτάνη ἐστὶ ἡ αἰγίλωψ εἶδος βοτάνης τὸ δὲ χελιδόνιον βοτάνη ἐστί , καὶ φυέται καθ ' ὃν καιρὸν |
| φησιν Ἡρωδιανός , παρατιθέμενος τὰ Σοφοκλέους ἐκ Ποιμένων “ κημοῖσι πλεκταῖς πορφύρας φέρει γένος . ” καὶ Αἰσχύλος ἐν Λυκούργῳ | ||
| κυανέαις δίναις τραφείς φλεβὸς τροπωτήρ , πουλύπους , ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις , τῆς τροχηλάτου κόρης πίμπλησι λοπάδος στερροσώματον κύτος |
| , ἡ διεστραμμένη θρίξ , σκώληξ τις λεγόμενος πολύπους . ἴουλος ] τὸ ἀρτιφυὲς γένειον . ἴουλος ] γένειον . | ||
| γενειάζειν : στείχει δὲ καὶ βαδίζει διὰ τῶν παρειῶν αὐτοῦ ἴουλος . ἐφερμηνεύων δὲ τί ἐστιν ἴουλος , φησί : |
| ἅδετο , ἐρεῖς ἀτρεκέως ὅλον τὸν ἄνδρα . Ἅ τε φωνὰ Δώριος χὠνὴρ ὁ τὰν κωμῳδίαν εὑρὼν Ἐπίχαρμος . ὦ | ||
| μεθυσθέντες πλέον τῇ φωνῇ χρῶνται : ὡς εἴρηται θαρσαλέα παραγηρητῆρι φωνὰ γίνεται μείζων . Βάπτω , βλάβω , βλάπτω , |
| ἐφοβήθησαν ὁ Οὐρανὸς καὶ ἡ Γῆ . Οὐρανὸς δ ' ἔφριξέ νιν : ἤτοι διὰ τὸ σὺν ὅπλοις γεννηθῆναι : | ||
| οὖν λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν ἐκβακχευμάτων . Οὐρανὸς δ ' ἔφριξέ νιν : διὰ τὸ σὺν ὅπλοις γεννηθῆναι ἐφοβήθησαν ὁ |
| δὲ ἐπὶ ταῖς ἑστιάσεσιν ἕν τι τῶν ἀναγκαίων καὶ ἡ ῥιπίς , εἴρηται μὲν ἐπὶ τῆς ῥιπιζούσης τοὺς ἄνθρακας ἐν | ||
| προσωπίδιον , θολία πλέγμα τι θολοειδὲς ἐπὶ σκιᾷ , καὶ ῥιπίς , καὶ σκιάδιον , ὃ καὶ σκιάδα ἂν εἴποις |
| τι μέρος τοῦ σώματος στενότης ἄπονος , μέλαινα ὑπέρυθρος ἢ πελιδνή , ψιλὴ ἢ τετριχωμένη . πῶλυψ σὰρξ ῥινὶ ἐπιφυομένη | ||
| ἀναδέδρομεν οἴδει , ἄλλοτε φοινίσσουσα , τότ ' εἴδεται ἄντα πελιδνή : ἄλλοτε δ ' ὑδατόεν κυέει βάρος , αἱ |
| ' ὑδατινούς . ἐν δ ' ἀναμὶξ φάγροι τε καὶ ἵππουροι γλάνιές τε , μόρμυρος αὐτόθ ' ἔην , γαλέη | ||
| ' ὑδατινούς . ἐν δ ' ἀναμὶξ σαργοί τε καὶ ἵππουροι γλάνιές τε , μόρμυρος ἄντα δ ' ἦν , |