, οὕτω μαθεῖν ἐστιν , ὡς ἐνίοτε μὲν ὠμοῦ χυμοῦ λεπτυνθέντος πάνυ πέφυκε σύμβολον : γνοίης δ ' ἂν ἐντεῦθεν | ||
καὶ πυρόεις καλούμενος ὃς καταφερομένου τοῦ πνεύματος καὶ ἐκπυρωθέντος καὶ λεπτυνθέντος γίνεται σκηπτὸς ὁ * καὶ * καταιβάτης , ὃς |
ἄλλας δὲ ὁμοειδεῖς καὶ εὐεπιγνώστους αἰτίας ὑέτιος καὶ ἐπικάρπιος καὶ καταιβάτης καὶ ἀστραπαῖος καὶ ἄλλως πολλαχῶς κατὰ διαφόρους ἐπινοίας . | ||
καὶ ἐκπυρωθέντος καὶ λεπτυνθέντος γίνεται σκηπτὸς ὁ * καὶ * καταιβάτης , ὃς παχυνθέντος τοῦ πυρώδους πνεύματος γίνεται , καὶ |
κεραυνῶν : πρηστήρ , ὁ καὶ πυρόεις καλούμενος , ὃς καταφερομένου τοῦ πνεύματος καὶ ἐκπυρωθέντος καὶ λεπτυνθέντος γίνεται : σκηπτός | ||
τοῖς κάμνουσιν αἴσθησις κατ ' ἰσχίον ἢ μηρὸν γένηται ὡς καταφερομένου τινὸς ἐπὶ τὰ κάτω , ὅτε καί φασι μυρμηκίζειν |
θαλάσσης δὲ τὸ μὲν ἥμισυ γῆ , τὸ δὲ ἥμισυ πρηστήρ . δυνάμει γὰρ λέγει ὅτι τὸ πῦρ ὑπὸ τοῦ | ||
ὕλης , ἣν ἑκάτερος αὐτῶν ἐφέλκεται , θερμοτέραν μὲν ὁ πρηστήρ , παχυτέραν δὲ ὁ τυφών . . , : |
διὰ τὴν πάνυ λεπτότητα οὐ φλέγει , μελαίνει δέ : ψολόεις , ὁ ἐν τῇ ψαύσει ὀλλύων : ἑλικίας , | ||
εὖρος τέτρυται μύουρος ἀπὸ φλογέοιο καρήνου , ἄλλοτε μὲν χροιῇ ψολόεις , ὁτὲ δ ' ἔμπαλιν αἰθός . δειρὴν δ |
μηκέτι τοῦ ἐπιρρέοντος ὑγροῦ καὶ ἐρεθίζοντος τὴν βῆχα ἐπιρρεῖν μετρίως παχυνθέντος . Εἰρηκότες ἤδη περὶ τῶν ὑπὸ λεπτῶν χυμῶν ῥευματιζομένων | ||
παχυτέραν δ ' ὁ τυφών . Ἀναξιμένης νέφη μὲν γίνεσθαι παχυνθέντος ὅτι πλεῖστον τοῦ ἀέρος , μᾶλλον δ ' ἐπισυναχθέντος |
Ἱπποκράτης ὀλίγων παθῶν ἐνταῦθα μέμνηται : φησὶ γὰρ ὅτι ὁ γαργαρεὼν ἢ ἰσχναίνεται καὶ ταπεινοῦται καὶ λέγεται ἱμάς , ὅπερ | ||
ὥσπερ γε καὶ τοῦ χείλους ἀπολλύμενόν τι , καὶ ὁ γαργαρεὼν ἀμέτρως ἐκτμηθείς , ἀλλὰ καὶ τῆς ὑπερῴας ἄμετρος ὑγρότης |
ποτὲ μὲν κυκλοειδεῖς φαίνονται , ποτὲ δὲ παρεσπασμένοι . ἔστω τροχὸς ὁ ΑΒΓΔ , καὶ διήχθωσαν διάμετροι αἱ ΒΑ , | ||
. Ἔστι καὶ ἰχθὺς ῥόμβος λεγόμενος : ἔστι καί τις τροχὸς ῥόμβος λεγόμενος , ὃν στρέφοντες καὶ ἱμαντίῳ τύπτοντες ἐκτύπουν |
, μελαίνει δέ . ψολόεις , ὁ ἐν τῇ ψαύσει ὀλλύων . ἑλικίας ὁ συστροφὰς καὶ ἕλικας ποιῶν , διὰ | ||
τὰ πρὶν βρύοντα γῆς ὕπερθεν αὔεται , ὁ δ ' ὀλλύων φλογμοῖσιν αὐδᾶται Λέων . Ἐγγὺς δὲ τούτου Παρθένου κεῖται |
καταλεαίνει διαφόροις ὀδοῦσι καὶ παραπέμπει τῷ οἰσοφάγῳ . ὁ δὲ οἰσοφάγος μέσος κεῖται τοῦ τε λάρυγγος καὶ τῶν σπονδύλων , | ||
εἶτα ἡ ἐπιλεγομένη ἐπιγλωττίς : προσπέφυκε δὲ ταύτῃ ὁ λεγόμενος οἰσοφάγος . εἰλήφει δ ' οὗτος τὴν ὁμωνυμίαν ἀπὸ τοῦ |
' ἑκάστην ἡμέραν ἐπιθυμιᾶται τὰ πάντων εὐωδέστατα θυμιαμάτων εἴσω τοῦ καταπετάσματος , ἀνίσχοντος ἡλίου καὶ δυομένου , πρό τε τῆς | ||
πρωίας προστάττει καίεσθαι λύχνους ἐπὶ τῆς ἱερᾶς λυχνίας εἴσω τοῦ καταπετάσματος , πολλῶν χάριν : ἑνὸς μὲν ἵνα ἐκ διαδοχῆς |
' ἡνίκ ' ἂν ὦσι πρὸς τῷ λήγειν , τότε πληροῦται , ἵνα τῷ χρόνῳ δῶμεν τὴν ὑπερβολὴν , ἀλλὰ | ||
, εἶτα τοῦ Ἑρμοῦ τοῦ κυρίου τῆς Παρθένου . καὶ πληροῦται τὰ τῆς διαιρέσεως τοῦ δευτέρου ἐννάτου τοῦ Κριοῦ . |
τούτοισι δὲ ἀμφότερα συμμίσγειν . Ἑτέρη νοῦσος , ἥτις καλέεται φθόη : βὴξ ἔχει , καὶ τὸ πτύσμα πολλὸν καὶ | ||
, ὧν προηγεῖται δασύ , βαρύνεται , οἷον χνόη , φθόη , χλόη . τὸ δὲ πνοὴ οὐκ ἔχει δασύ |
καὶ δραστικωτάτη μάλιστα πάντων , ἡ κατὰ νώτου τῶν πολεμίων αἰφνίδιος ἐπιβολή , εἴ πῃ δυνατὸν γένοιτο προεκπέμψαντι στρατιωτῶν σύνταγμα | ||
ἀλλὰ γὰρ οὕτω διακειμένων καὶ τοιαῦτα ταῖς ψυχαῖς ἀναπολούντων , αἰφνίδιος καὶ ἀπροσδόκητος ταραχὴ καταλαμβάνει . προσταχθεὶς γὰρ ὁ τῆς |
τῆς Ἀσίας σχεδόν στενότατος αὐχήν ἐστιν εἰς τὸν Ἰσσικόν κόλπον διήκων τήν τ ' Ἀλεξανδρούπολιν , τῷ Μακεδόνι κτισθεῖσαν : | ||
γῆν καὶ τὴν ἀνατολὴν , ἐκδέχεται κόλπος Θηριώδης καλούμενος , διήκων μέχρι τοῦ ἀκρωτηρίου τοῦ καλουμένου Σατύρων ἄκρου . Οἱ |
ὃς εὕρηται , ἐπὶ τὸν ε ποιῆσαι ὀφείλει τὸ τοῦ μεριζομένου πλῆθος : ὃ καὶ ἔστιν : ὁ γὰρ εἰρημένος | ||
πάλιν τὶς λέγει , ὅτι τῆς δυνάμεως ἤτοι τοῦ στρατοῦ μεριζομένου εἰς πρώτην καὶ δευτέραν τάξιν ἀσθενεστέρα ἡ τάξις εὑρίσκεται |
πλέουσαν . δύσφραστα : δυσνόητα . κέλευθα : πορείας . Εἱλεῖται : συστρέφεται . πολιοῖο : λευκοῦ . ἑρπύζουσα : | ||
τοῦ βοὸς , ὄνυξ δ ' ἡ τοῦ ἀνθρώπου . Εἱλεῖται : στρέφεται . δριμεῖα : βιαία . θύελλα : |
γὰρ τὸν ὄπιθεν τῆς φάλαγγος μεταλαμβάνει τόπον , ὡς ὁ Μακεδονικός , οὔτε τὸν ἔμπροσθεν , ὡς ὁ Λακωνικός , | ||
ἡ πλείστη γίνεται : ψυχρὸς δὲ καὶ ὁ Ὄλυμπος ὁ Μακεδονικός : καὶ γὰρ ἐνταῦθα γίνεται πλὴν οὐ μεγάλη : |
καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , ἡ δὲ ἐν τῷ προσώπῳ συστροφὴ τῷ τε τοῦ Ἡλίου καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , | ||
τὸν ἐκείνου φόβον . ΓΘ τὴν ἐριώλην : τυφὼς ἀνέμου συστροφὴ ἢ πυρός : τὸν Κλέωνα δὲ λέγει . ἐριώλη |
σκηπτός , ὁ καὶ καταιβάτης , ὁ κάτω φερόμενος καὶ καταπληκτικὸς καὶ αἰφνίδιος , ὃς γίνεται παχυνθέντος τοῦ ἀέρος καὶ | ||
λαμπραῖς στρατηγίαις , ὥσπερ ὁ Ῥοδίων κολοσσός , διὰ μέγεθος καταπληκτικὸς ὤν , οὐκ ἔστιν ἐράσμιος , κἀκεῖνος διὰ τὸ |
Τὰ εἰς ΧΟΣ δισύλλαβα μὴ ὄντα ἐπιθετικὰ βαρύνεται : κόλχος βρόγχος μόσχος κόχλος τρόχος βρόχος . σεσημείωται τὸ μυχός . | ||
τροφὴν καταπιόντες πνιγόμεθα ; ὅτι ἔμπροσθεν τοῦ στομάχου ἐστὶν ὁ βρόγχος κατὰ μῆκος αὐτῷ παρακείμενος . πληρωθεὶς οὖν οὗτος , |
, ὡς ἐν Κορίνθῳ Γλαῦκος ὁ Ἱππολόχου τοῦ Βελλεροφόντου . ἀστράγαλος : κυρίως τὸ συνήθως λεγόμενον καὶ ὁ σφόνδυλος τοῦ | ||
ἀστραγάλους οἱ πολλοί , τοῦ παντὸς ἁμαρτάνοντες : ὁ γὰρ ἀστράγαλος ὑπὸ τούτων ἑκατέρωθεν περιλαμβάνεται σκεπόμενος πανταχόθεν , ὥστε οὐκ |
τοὺς ἀνθρώπους ἔστε ἐπὶ τὴν Περσίδα γῆν , εἰ δὴ πλωτός τέ ἐστιν ὁ ταύτῃ πόντος καὶ τὸ ἔργον οὐκ | ||
ὡς εἴρηται , διὰ τοῦ τος κλίνονται , οἷον πλώς πλωτός , φώς φωτός , χρώς χρωτός : οἱ δὲ |
ἦχον τινὰ ἐκ τούτου ἀποτελῇ , ὁ τοιοῦτος ἦχος ἢ τρισμὸς κλαυσιᾷν λέγεται . . τουτί τί ἦν : Ὃ | ||
ἀφωνία , βαρύπνοια , κατάληψις αἰσθήσεως , συνέρεισις ὀδόντων καὶ τρισμὸς σπασμώδης συνολκή τε τῶν ἄκρων , ὑποχονδρίων | μετεωρισμός |
κἂν ἡ δύναμιϲ ἀλύπωϲ αὐτὸ φέρῃ , ἐφ ' ᾧ ῥηγνυμένων ἐνίοτε τῶν φλεβῶν αἵματοϲ πτύϲειϲ ἢ ἕτεραι ϲυμβαίνουϲι ῥεύϲειϲ | ||
καὶ ἀποπληξίη σώματος , καὶ ὀλέθριοι οἱ τοιοῦτοι . Τῶν ῥηγνυμένων ἐν κεφαλῇ ὀστέων , χαλεπώτατον γνῶναι τὰ κατὰ τὰς |
μανίας τηλικοῦτος ὢν καθίστατο , ὥστ ' ἐτύγχανε μὲν οὖσα ἱπποδρομία Ἀνακείων , ἰδὼν δ ' αὐτὸν μετ ' ἐμοῦ | ||
τὰ συμβαίνοντα , καὶ μὴ παραλελεῖφθαι μηδέν . Καὶ ἡ ἱπποδρομία δὲ ἡ ἐπὶ Πατρόκλῳ , ἐν οἷς λέγει : |
πάντα , τὰ μὲν πάρος , ἄλλα δ ' ὀπίσσω τείνεται , ὠκεανοῖο νέον ὁπότε προγένωνται Ἰχθύες ἀμφότεροι : τά | ||
τοῦ τείχους . ὀλίγου ] διαστήματος . Ξ τείνει ] τείνεται . τείνει ] φαίνεται . τείνει ] παθητικόν . |
δὲ φλεγμαίνοντος κατὰ μὲν τὰ πλάγια μέρη πόνος τῆς καταλλήλου λαγόνος γίνεται , σφοδρυνόμενος κατὰ τὴν εἰς τὰ ἐναντία ἐπιστροφήν | ||
ὦ γαῖα κεραμί , τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν |
τοῖσι ποσὶν ἐμπλάσσεται βοθροειδέα , καὶ ἤν τι φάγῃ , ἐμπίπλαται , καὶ φλεγμαίνει , καὶ ἐπειδὰν ὁδοιπορήσῃ καὶ ἔργον | ||
ἅτε προσκειμένου τοῦ στόματος τῶν μητρέων τῇ λαπάρῃ , καὶ ἐμπίπλαται ἀπ ' αὐτέου , καὶ ἐξίσταται ἅτε πληρευμένη τοῦ |
. Κυνάγχη ἐστὶ φλεγμονὴ τῶν ἔνδον μυῶν τοῦ λάρυγγος : λάρυγξ δέ ἐστι τὸ στόμα τῆς ἀρτηρίας , ὅθεν ἀναπνέομεν | ||
ἡ μὲν ἔξωθεν λέγεται φάρυγξ , ἡ δὲ ἔσω λέγεται λάρυγξ . Φωνητικὰ ὄργανα ταῦτα : γαργαρεών , λάρυγξ , |
, ἀφ ' ὧν καὶ ὁ ἰξός . ἀγκύλη σκληρότης τυλώδης ἐν ἄρθροις , μάλιστα ἐν δακτύλοις χειρῶν κατὰ τὸ | ||
κεχωρισμένος τῶν κατὰ φύσιν ὡς ἀλλόκοτος οὐσία , ὁ δὲ τυλώδης προσφυὴς συνημμένος . δεῖ δὲ τὰ ἐπικείμενα τῷ ὄγκῳ |
λεγομένων τότε ἐξάκουστος ἐγένετο κατὰ πᾶσαν τὴν πόλιν αὐλῶν τε βόμβος καὶ κυμβάλων ἦχος ἔτι τε τυμπάνων κτύπος μετὰ ᾠδῆς | ||
ἵπταται , μυκᾶται δὲ βροντὴν οὐρανὸς καὶ τὸν ἀέρα γεμίζει βόμβος , ἀντεβόμβει δὲ κάτωθεν τῶν κυμάτων ἡ στάσις , |
ἡμετέρας ὄψεως καὶ ἐπὶ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων . ἐὰν δὲ ἀνάκλασις ἀπ ' ἀργυρῶν τινων γίνηται τῶν ἐνόπτρων ἢ ἀπὸ | ||
ἀνακλᾶσθαι δοκεῖ : ἐκ γὰρ τῶν λείων καὶ στιλπνῶν ἡ ἀνάκλασις ἐκδηλοτέρα διὰ τὸ καὶ σκιὰν δύνασθαι ποιεῖν τὸ ἀποπαλλόμενον |
Διὸς ὄμβρῳ : ” οὐχ ὡς Δημήτριος ὁ Πύκτης , πληρούμενος . ἐπὶ δὲ τοῦ προχειρισάμενος “ αὐτὰρ ἐγὼ κήρυκά | ||
θέρει τὸν πάντα διαμένων χρόνον : χειμῶνι μὲν γὰρ αὔξεται πληρούμενος τοῖς γινομένοις ὄμβροισιν , ἐν δὲ τῷ θέρει ἀπὸ |
: [ δια ] ταῖς αὐτοῦ πλεύσεσιν . ὁ ναυτίλος ἀνέρχεται ἐκ τοῦ ὕδατος τοῦ βάθους μέχρι τῆς ἐπιφανείας , | ||
δὲ παροίτερος ἵσταται αὐτοῦ Σκοπρίος ἀντέλλων , ὁ δ ' ἀνέρχεται αὐτίκα μᾶλλον . Τῆμος καὶ κεφαλὴ Κυνοσουρίδος ἀκρόθι νυκτὸς |
[ ἡ μὲν ] πρὸς αὐτὸν τὸν πάγον ἀνατρέχει καὶ ἐπισκιάζει τὴν πέτραν : καὶ ἐκείνη μὲν ὑπολανθάνει , ὁρᾶται | ||
, πολλὴ δὲ σμίλαξ πρὸς αὐτὸν τὸν πάγον ἀνατρέχει καὶ ἐπισκιάζει τὴν πέτραν : καὶ ἐκείνη μὲν ὑπολανθάνει , ὁρᾶται |
ἔστι γὰρ καὶ ἕτερος μὴ τοιοῦτος , ἀλλὰ κρυώδης καὶ πνευματώδης φ δι ' ὀλίγου : ἀντὶ τοῦ ἐγγύθεν , | ||
ὕστερον τῆς κρίσιος , καὶ ὅτι πολλά . Τημένεω ἀδελφιδῆ πνευματώδης , ὑποχόνδρια καὶ ἐντεταμένα ἐφάνη διὰ χρόνου : εἰ |
, ζήλῳ δὲ Εὐριπίδου † † , τοῖς δὲ μέλεσι λεπτότερος . ἐδίδαξε δὲ πρῶτος ἐπὶ ἄρχοντος Διοτίμου διὰ Καλλιστράτου | ||
ἀπούρησις μετὰ τὴν ἀπότεξιν γίνεται . διὰ τοῦτο μέντοι καὶ λεπτότερος ὁ ὑμὴν ἐκ τῶν κάτωθεν μερῶν ἐστιν , διὰ |
Εὐκίνητος δὲ τὸ μετὰ τοῦτο πάντως ἔστω καὶ τὸ σῶμα λελυμένος τε ἅμα καὶ συμπεπηγώς , ὡς λυγίζεσθαί τε ὅπη | ||
ἐκεῖνος ὁ φαλακρὸς καὶ σμικρός , ὁ νεωστὶ τῶν δεσμῶν λελυμένος , ὁ τὸ σεμνὸν ἱμάτιον περι - θέμενος μέλλων |
, ἀλλὰ φενακίσας καὶ παρακρουσάμενος νόμον τέθηκεν φανερῶς ὃς οὐκ ἀνοίγνυσι τὸ δεσμωτήριον , ἀλλὰ καθαιρεῖ , προσπεριείληφε δὲ καὶ | ||
δύο νν καὶ ἐν τοῖς δύο ττ . ἀνοίγει καὶ ἀνοίγνυσι : διχῶς . ἀνορωρυγμένον , οὐχὶ ἀνωρυγμένον λέγουσιν . |
. Ῥήγνυται : ῥίπτει ἑαυτὸν , συγκρούεται , σχίζεται , προσκρούει , κρούεται , διακόπτεται . βίης : δυνάμεως . | ||
ἡ τραχεῖα ἀρτηρία , καὶ ὡς ἐν στενοχωρίᾳ τυγχάνοντα , προσκρούει τὸ πνεῦμα καὶ ποιεῖ ἦχον , καὶ οὕτως βήττουσι |
δὲ καὶ ὁ ἀὴρ ἐρεθιζέσθω καὶ κινείσθω ἐν βροντῇ , σφακέλῳ τε ἀγρίων ἀνέμων , τουτέστι συντόνῳ κινήσει . σφάκελος | ||
βόστρυχος . αἰθέρα δὲ ἐνταῦθα τὸν ἀέρα λέγει . : σφακέλῳ ] Σπασμῷ : συντόνῳ κινήσει . : Σφάκελος νόσος |
καὶ ναυσίπορός ἐστι καὶ μέγιστος τῶν ἐν Βιθυνίᾳ ποταμῶν , εἰσβάλλων εἰς τὸν Εὔξεινον . τοὺς δὲ Βιθυνοὺς καὶ ναυτικωτάτους | ||
τέ : ὁ Τάναϊς ποταμὸς Σκυθίας διαιρεῖ Ἀσίαν καὶ Εὐρώπην εἰσβάλλων εἰς τὴν Μαιῶτιν λίμνην ὥς φησι * καὶ * |
οὖν ὁ ἐν ταχυτάτῳ ποδὶ ἀνᾴσσων τοῦ εὐπετέος καὶ συντόμου πηδήματος τῆς Ἄτης , ἤτοι ὑπερπηδῆσαι δυνάμενος αὐτῆς τὰ θήρατρα | ||
] ταχεῖ . πηδήματος ] ὃς γὰρ ταχύτατός ἐστιν ἅλλεσθαι πηδήματος εὐπετοῦς ἄρχει . εὐπετέος ] συντομωτάτου . ἀντὶ μιᾶς |
ἐμοὶ ῥιπτέσθω μὲν πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος , αἰθὴρ δ ' ἐρεθιζέσθω βροντῇ σφακέλῳ τ ' ἀγρίων ἀνέμων : χθόνα δ | ||
δι ' ὅλου καυστικός . αἰθὴρ ] ἀήρ . . ἐρεθιζέσθω βροντῇ ] κινείσθω ἐν βροντῇ . σφακέλῳ ] συστροφῇ |
καλεῖται Βόσπορος Θρᾴκιος . Ἐντεῦθεν δὲ ἤδη ὁ Πόντος αὐτὸς ἀνοίγεται διθάλασσος ὢν τρόπῳ τινί : κατὰ μέσον γὰρ αὐτοῦ | ||
ἄνωθεν . Ἀπολυθέντος οὖν τοῦ σφηνὸς , διὰ τοῦ ὕδατος ἀνοίγεται ὑπὸ τοῦ ῥεύματος αὐτοῦ ὥσπερ θύρα , πλήρης τοῦ |
τῇ τῶν ἀρχῶν ἐναλλαγῇ ὡς ὑπὸ τοπικοῦ ἅμματος κρατηθῇ ὁ τελαμών . τούτων δὲ τῶν ἀρχῶν καθειλκυσμένων , τοῦ πλατυτέρου | ||
, ταλαμών , καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ε , τελαμών . Τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβει . παρὰ τὸ θέρω |
ἅμμα γίνεται κατὰ τὰ ἀπολήγοντα τοῦ βρέγματος . οὗτος ὁ ἐπίδεσμος ἀναγέγραπται ἐπὶ τῶν κυνικῶς σπωμένων καθ ' ἓν μέρος | ||
οὖν ἰσοπαχὲς ἦν ἕκαστον τῶν μορίων , ὁ πλατύτατος ἂν ἐπίδεσμος ἄριστος ὑπῆρχεν , ὅλον ὁμαλῶς τε καὶ συνεχῶς ἐκ |
ἢ κατὰ ῥῆξιν ἄλλως διακοπήν . ἔστι δὲ ἡ κατὰ διαπήδησιν καὶ ἡ κατὰ διάβρωσιν ἐν ἡμῖν ἀγγείων δυσβοήθητος . | ||
τῶν μικρῶν ἐν αὐτῇ φλεβίων διαιρεθέντων , αἷμα προχεῖται κατὰ διαπήδησιν , ὅπερ ἀθροιζόμενον ὑπὸ τῷ δέρματι ποιεῖ τὸ καλούμενον |
ὁριζόμενοι λέγομεν , ἄλλως δ ' ἀποδεικνύντες . ἀποδεικνύντες γὰρ βροντή ἐστι πυρὸς ἀπόσβεσις ἐν νέφει , ἡ ἀπόσβεσις πυρὸς | ||
τοῦ πνεύματος πειρωμένου διαφορηθῆναι , κτύπος γίνεται , καὶ καλεῖται βροντή . ἐκεῖνο δὲ τὸ πνεῦμα ἐν τῷ μέσῳ τῶν |
ἐπιτρεφόμενον ἐποιέετο σύμμαχον , τὰς πάθας τὰς Κύρου τῇσι ἑωυτοῦ ὁμοιούμενος . Πρὸ δ ' ἔτι τούτου τάδε οἱ κατέργαστο | ||
, καὶ παρὰ τὴν κῆρα τὴν θάλασσαν . Εἰδόμενος : ὁμοιούμενος . πρηστῆρι : ἀνέμῳ , κεραυνῷ , ἀνέμῳ φυσητῆρι |
, ἔστιν ἠρεμία . ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς ἐστιν εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοή , καὶ μεταξυλαβεῖται ἠρεμία . ἐν ταύταις | ||
θύραθεν ἐπεισιόντων ἄλλων ἐν τῷ ἀναπνεῖν . κωλύει γὰρ ἡ εἰσπνοὴ αὐτά τε τὰ σφαιρικὰ καὶ τἄλλα τὰ ἐνυπάρχοντα τοῖς |
ἢ μυόντων . Διὰ τί ἐν ταῖς χολέραις τὰ ἄκρα συνέλκεται καὶ σπᾶται καὶ καταψύχεται , καὶ ἀμαυρὸν τὸν σφυγμὸν | ||
τῆς τοῦ πνεύματος παραθέσεως : τὰ δὲ ἄκρα ψύχεται καὶ συνέλκεται , τῷ καὶ τὸ ἐν τούτοις θερμὸν πρὸς τὴν |
. βυσαύχην : ὁ τὸν αὐχένα συνέλκων καὶ τοὺς ὤμους ἀνέλκων . βωμολόχος : ὁ περὶ τοὺς βωμοὺς λοχῶν ὑπὲρ | ||
ἐπὶ τοῦ ζεύγους . ἔπειτα καταβὰς ἔθεον τούς τε πόδας ἀνέλκων μόλις καὶ ἅμα ὁ βορέας ἐπαιγίζων ἀνέστελλε τὸ εἰς |
τοι εἰς ἄστυ ἄλεν . τοῦ δευτέρου ἀορίστου ἡ μετοχὴ ἀλείς ἀλέντος . . . + . ἀλειπής : πηγὴ | ||
τότε * πρέμνον : στέλεχος * ὀξύς : ταχύς * ἀλείς : συστραφείς πλανείς * κοῖτον . . . θάμνῳ |
: ἐπλεύσαμεν ἐλάτῃ Ζεφύρου πνεύσαντος ἄνωθεν ἐξ αἰθέρος διὰ τοῦ σφοδροτάτου πελάγους τῆς Σικελίας περὶ τὸ στενὸν , ὅ ἐστι | ||
μὴ μόνον ὀξὺ πάθος ᾖ , ἀλλὰ καὶ μετὰ πυρετοῦ σφοδροτάτου , εὐλαβητέον ἐστὶ τὴν δόσιν τοῦ καθαίροντος φαρμάκου , |
τύψεν [ ἀλοιητῆρος ] ὑπὸ ῥιπῇσι σιδήρου : ἐτμήθη δὲ φάρυγξ [ ] , κεφαλὴ δ ' ὑπὲρ ἔδραμεν ὤμων | ||
, δέρη δὲ τὸ ἔμπροσθεν καθ ' ὅ ἐστιν ὁ φάρυγξ . αὖθις καὶ αὖθι διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ |
ὁ τοῖς ποσὶ μακρὰ βιβάς , σπουδῇ δὲ ἥκει καὶ κατέρχεται ; μῶν ἐπιφωνήσομεν αὐτῷ ; Καὶ μάλα . Κλεόλαε | ||
. ] : ἐπεὶ Νεοπτόλεμος Ἑρμιόνην γαμεῖ τὴν Μενέλεω , κατέρχεται εἰς Δελφοὺς περὶ παίδων χρησόμενος : οὐ γὰρ αὐτῷ |
ὅστις Ἀμίλκας σύμπασαν εἷλε τὴν Ἰβηρίαν , δόλοις ἐπιθεμένων δὲ κτείνεται τῶν Ἰβήρων . τὸν πάντα τούτου γὰρ στρατὸν φεύγειν | ||
διαφθείροντας τὸ ὄνομα ἢ διὰ τὴν πατρίδα τῶν Ἀτρειδῶν , κτείνεται , ταῦτα ἔτι μανθάνων , ὑπὸ τοῦ Πτολεμαίου , |
ὁδοῖς ἀπαντῶντας ἀποσφάττων . γενομένης δὲ κατὰ τὴν πόλιν ταραχῆς ἐξαισίου τὸ μὲν πρῶτον οἱ Καρχηδόνιοι τοὺς πολεμίους ὑπέλαβον παρεισπεπτωκέναι | ||
ἅμα καὶ πρὸ τῆς ἐπὶ Δευκαλίωνος φθορᾶς τρίτου πρότερον ὕδατος ἐξαισίου γενομένου : τὸ δὲ πρὶν ἐν ἑτέρῳ χρόνῳ μέγεθος |
ἅ ἐστιν εὐκίνητα καὶ ταχὺ μεταβάλλοντα , οἷον θερμότης καὶ κατάψυξις , νόσος καὶ ὑγεία , καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα | ||
θερμότητα καὶ τὴν κίνησιν ὅλως ποιοῦν : ἀκινησίας δὲ γινομένης κατάψυξις γίνεται τοῦ αἵματος ἢ ἁπλῶς εἰπεῖν τῆς ὑγρότητος . |
ὁππότε δ ' οὖν σελάων τοίοις ζώοισιν ἐπόντων καὶ Θοῦρος πυρόεις καὶ καλλίκομος Κυθέρεια ἄρσεσι δεικήλοισιν ἐπεμβεβαῶτες ὁρῷντο , καὶ | ||
φαέθων , δωδεκαετίᾳ τὸν οἰκεῖον ἀμείβων κύκλον . Ὑπὸ τοῦτον πυρόεις , ὁ τοῦ Ἄρεως , ἀτακτοτέραν μὲν τὴν κίνησιν |
καὶ παροξυνομένη ἐν ταῖς χειραψίαις καὶ φαρμακείαις , ὑποπέλιος ἢ τρυγώδης οὖσα τῇ χρόᾳ . τὴν μὲν οὖν ἀκακοήθη κατὰ | ||
κύκλῳ τόπος τοῦ δήγματος πελιοῦται καὶ περισήπεται : καί ποτε τρυγώδης , κατὰ τὸ σπάνιον καὶ ἐνερευθὴς φαίνεται : ἑλκοῦται |
. γαμψώνυμον δὲ ἄρα οὐδὲ ἓν οὔτε πίνει , οὔτε οὐρεῖ , οὔτε μὴν συναγελάζεται ἑτέροις ⋮ Νικίας τις τῶν | ||
ὀπισθουρητικὸν καθάπερ κάμηλος , καὶ γενόμενος ἑξαμηνιαῖος αἴρων τὸ σκέλος οὐρεῖ καθάπερ καὶ οἱ κύνες . ἡ δὲ θήλεια ὑπὸ |
οὕτω τύχῃ , νῦν δὲ ἀποκλινούσης , καὶ νῦν μὲν οὐρίου φερομένου τοῦ πνεύματος , πάλιν δὲ ἐναντίου . χρὴ | ||
οὕτω μεγαλοφώνως καὶ θαρρούντως , ὥσπερ οἱ πλέοντες ἐπὶ πνεύματος οὐρίου : εἰς ἄκρον τὸ καρχήσιον ζυγώσας τὸ κέρας , |
παλαμῶνται . σκορπίος εἰ λάβοιτο ὁπόθεν ἑαυτὸν ἐξαρτήσει κατὰ τοῦ ὀρόφου , ἔχεται τούτου ταῖς χηλαῖς καὶ μάλα ἐγκρατῶς καὶ | ||
ἐπὶ πολὺ ἡ αὐγὴ δίεισι τοῦ ἡλίου , τοῦ τε ὀρόφου τὰ πλείονα ἐγγυτάτω τοῦ ἐδάφους γίνεται . ἔστι δὲ |
οἷς ἔδει τιμᾶσθαι ἐπὶ τούτοις καὶ εὐθύνεσθαι , οἷον ἠνέχθη σκηπτὸς ἐπὶ τὴν Περικλέους οἰκίαν , εὑρέθησαν χίλιαι πανοπλίαι καὶ | ||
ἡ παῖς ἦν : καὶ ἀπέσφακτο ἄν , εἰ μὴ σκηπτὸς κατηνέχθη ἀμφοῖν μέσος . μὴ ἰσχύουσα τεκεῖν ὁμοῦ τι |
ἕπεται νεφέλη . Περὶ γὰρ τοὺς τόπους τούτους ὅ τε λὶψ ἀμφότερα ταχέως ποιεῖ πνέων ἀπὸ τοιαύτης ἀρχῆς , ὅ | ||
νὶψ νιβός : ἔστιν δὲ ὄνομα κρήνης . οὕτως καὶ λὶψ διὰ τοῦ Ι . ὁ δὲ ἄνεμος λέγεται καθὰ |
εἰς τὸ πηδάλιον καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ καθῆκεν καὶ ἔμεινε συρομένη ἐν αὐτῇ καὶ διὰ τοῦτο ἐκλήθη Σαρωνικὸν τὸ πέλαγος | ||
δύσιν κατὰ τοῦ Ἀδριατικοῦ ἐστι πελάγους , ἥ τε Σαρωνικὴ συρομένη ἐστὶ πρὸς ἀνατολάς . Καὶ ταύτην τὴν Κορινθίαν Σαρωνίδα |
, κατὰ δὲ τὴν τῆς γῆς διαίρεσιν διήκει μέχρι τοῦ Ἀραβικοῦ κόλπου , καὶ λοιπὸν ἡ Αἴγυπτος Λιβύης ἐστίν . | ||
τὸ βόρειον αὐτῆς μέρος , κατὰ δὲ μῆκος ὑπὸ τοῦ Ἀραβικοῦ κόλπου καὶ Αἰγαίου πελάγους καὶ Πόντου καὶ τῆς Μαιώτιδος |
. σξβʹ . Δυσπνοϊκοί εἰσιν ἐφ ' ὧν οἱονεὶ στενοχωρούμενον ἐκπνεῖται τὸ πνεῦμα καὶ εἰσπνεῖται . ἢ δύσπνοια βλάβη τις | ||
καλάμων ἀραιὰν ἐπέστησαν , καὶ μέντοι καὶ δι ' αὐτῶν ἐκπνεῖται ἡ τοῦ κρέως τοῦ προειρημένου ὀσμὴ διαρρέουσα . αἴσθονται |
κυκλοτερὴς περιείλησις , ἀφ ' ἧς ἄγεται λοξὴ κατὰ τοῦ ταρσοῦ , εἶθ ' ὑπειλεῖται τῷ πέλματι , ἀπὸ τοῦ | ||
ποδός , ἓν δ ' ἐν τοῖς ἄνω κατὰ τοῦ ταρσοῦ τεταγμένον . εἰσὶ δ ' οὗτοι μὲν οἱ μύες |
πλησίον , ἀπολεπτύνεται δὲ εἰς τὴν οὐράν , καί ἐστιν μύουρος . Ἔστι δὲ αὐτοῦ τὸ μὲν χρῶμα οὐκ ἀεὶ | ||
ἀνασπάσθω , καὶ ἐπεζεύχθω κανόνιον , καὶ κρεμάσθω κάμαξ μακρὸς μύουρος ἐκκεκολαμμένος κοιλάσματι ἡμικυκλίῳ , χολέδρᾳ τὸ σχῆμα ὅμοιος , |
ἔμπτωσιν ὡς βέλος πολλάκις σπινθηρίζειν . Ξενοφάνης τὰ τοιαῦτα νεφῶν πεπυρωμένων σύστημα ἢ κίνημα εἶναι . Ἀναξίμανδρος ἐκ τοῦ πνεύματος | ||
σώματος εἴρηκε συγγενεῖς . Ξενοφάνης δὲ ἐκ νεφῶν μὲν λέγει πεπυρωμένων ξυνίστασθαι : σβεννυμένους δὲ μεθ ' ἡμέραν νύκτωρ πάλιν |
τὸ ἀδυνατεῖν ἵστασθαι . τῇ δὲ εἰς τοὐπίσω καὶ κάτω παραποδισμὸς ἐκκρίσεως σκυβάλων ἢ φυσῶν καὶ δυσέργειά τις ἐν τῷ | ||
ἐξ εὐκρασίας δὲ τῶν ὁμοιομερῶν . ρλδʹ . Πάθος ἐστὶ παραποδισμὸς τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας νοσώδης ἤ τινος ἤ τινων |
. καὶ πάλιν “ πρίνινον , ὃς γὰρ βουσὶν ἀροῦν ὀχυρώτατός ἐστιν ” . Γ ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἐσθήσεων εἴρηται | ||
κατ ' ἄρουραν , πρίνινον : ὃς γὰρ βουσὶν ἀροῦν ὀχυρώτατός ἐστιν , εὖτ ' ἂν Ἀθηναίης δμῶος ἐν ἐλύματι |
τῇ νουμηνίᾳ , βραδυτάτη δὲ τῇ γῃ : καὶ μένει μηνοειδὴς ὁτὲ μὲν ἕως τῆς εης , ὁτὲ δὲ βραδύτατον | ||
σχηματισμῶν τῆς σελήνης φωτεινοί εἰσιν οἵδε . . . . μηνοειδὴς μὲν οὖν ἐστιν , ὅταν ὑπὸ γραμμῶν μὴ ὅλως |
, διεκπλεῖν , ἀπελάσαι τὴν ναῦν . καὶ τὰ ὀνόματα ἀναγωγή , ἀνάπειρα , πλοῦς , περίπλους , ἐπίπλους , | ||
διαπηδῶντος τοῦ αἵματος . διαφέρει δὲ αἵματος ἔκκρισις καὶ αἵματος ἀναγωγή . ἡ μὲν γὰρ ἢ ἀπὸ πνεύμονος ἢ ἀπὸ |
κατὰ τοῦ λόφου , ὁ δὲ ἄρα χρυσοῦ κράνους ἀνέστηκεν ὑακίνθινος αὐτῷ τῷ χρυσῷ ἐπαστράπτων . καλὰ μὲν οὖν ἐντάφια | ||
δὲ ποδήρης ὑπ ' αὐτῷ , ὅλος δι ' ὅλων ὑακίνθινος , ἐπειδὴ | καὶ ὁ ἀὴρ μέλας ὢν τὴν |
ἠρεμία . ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς ἐστιν εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοή , καὶ μεταξυλαβεῖται ἠρεμία . ἐν ταύταις οὖν ταῖς | ||
' ὃν ἤτοι κόπρος ἐμεῖται , ἢ δυσώδης ἐστὶν ἡ ἐκπνοή , πολλάκις δ ' ἡ ἐρυγὴ τοιαύτη γίνεται , |
: εὐσχημόνως οὐ δεῖ τοὺς λόγους λέγειν καὶ περιστέλλειν καὶ περικαλύπτειν , ἀλλ ' ἐκ τοῦ ἐναντίου ἐμφαίνειν καὶ ἄντικρυς | ||
' ὃ καὶ ἐν τῇ ἐπιζεύξει τῶν ἐπιτιθεμένων οὐ δεῖ περικαλύπτειν τὰς ἀρχὰς ὅθεν ἡ ἔκφυσις : φανεραὶ δ ' |
: κατεσκεύασται δὲ ἐκ πολλοῦ ταῖς τῶν Αἰακιδῶν ἀρεταῖς πύργος ὑψηλότατος τῷ ὕμνῳ ἀναβαίνειν καὶ ὑψοῦσθαι , ἐφ ' ὅσον | ||
δὲ οὐχ οὕτως ἔχει , ἀλλ ' ἐν μὲν διδύμοις ὑψηλότατος , ἐν δὲ τοξότῃ ταπεινότατος φέρεσθαι τετήρηται , οὕτως |
ὁ αὐχήν . τοῦτο γὰρ σημαίνει τὸ ἀναπίμπλαται . * ψαφαρός : λευκός , ξηρός * ἀναπίμπραται : ἀνίσταται , | ||
εἰ μὴ δεδιπλασίασται ἐν τῇ ἀρχῇ : χαλαρός λιπαρός χλιαρός ψαφαρός λαγαρός . τὸ μέντοι φλύαρος προπαροξύνεται οὐκ ἔχον θηλυκὸν |
. ἡ δ ' ὅλη μήτρα κατὰ τὸ πλειστοδυναμοῦν ἐστι νευρώδης : σύγκειται γὰρ οὐκ ἐκ νεύρων μόνον , ἀλλὰ | ||
ἀποτικτομένων . ἡ δὲ ὅλη μήτρα κατὰ τὸ πλειστοδυναμοῦν ἐστιν νευρώδης . συγκέκριται γὰρ οὐκ ἐκ νεύρων μόνον , ἀλλὰ |
ὅτι δὲ πῶρος πένθος ἐστὶ , καὶ Ἀντίμαχός φησι , πῶρός τοι ἀλόχοισι καὶ οἷς τεκέεσσιν ἕκαστος . 〛 ἐπερωτῶν | ||
ὅτι δὲ πῶρος πένθος ἐστὶ , καὶ Ἀντίμαχός φησι , πῶρός τοι ἀλόχοισι καὶ οἷς τεκέεσσιν ἕκαστος . 〛 ἐπερωτῶν |
, ἀνατμηθεῖσα δὲ κυνὶ τὰ ἐντόσθια πάντα κέκτηται ὅμοια . ὀχεύει δὲ ἐπιβαίνουσα καθάπερ καὶ ὁ κύων : τίκτει δὲ | ||
ἐκτὸς τῶν θαλαμῶν ῥίπτων : ὅθεν διαγινώσκουσιν οἱ θηρεύοντες . ὀχεύει δὲ συμπλεκόμενος καὶ πολὺν χρόνον πλησιάζει διὰ τὸ ἄναιμος |
γλώττης ἄκροις τοῖς ὀδοῦσι προσανισταμένης καὶ τοῦ πνεύματος διὰ τῶν ῥωθώνων μεριζομένου , τοῦ δὲ π μύσαντός τε τοῦ στόματος | ||
τὰς κινήσεις καὶ διώξεις . ἢ σκαρθμὸς ὁ διὰ τῶν ῥωθώνων ἀποσπασμὸς τῶν θηρίων : αὗται γὰρ ἐπισπῶνται τοῖς μυκτῆρσι |
οὕτως : ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ αἴθων καὶ πρόθυμος καὶ διάπυρος τέτακται ἐν βίᾳ ἤτοι ἐν δυνάμει Πολυφόντου , περιφραστικῶς | ||
ὑπὸ ψύχους μὲν ὠσθεῖς ' ἀνέμους ἐμποιεῖ , ἐμπίπτουσα δὲ διάπυρος γενομένη κεραυνούς , ἀθρόα δὲ φερομένη ἡμίπυρος οὖσα πρηστῆρας |
ἤγουν ὁ αἶγας βόσκων . ἢ ὁ περὶ τὰ αἴπη εἱλούμενος , ὅ ἐστιν ὄρη . Ἄκριτον : τὸ ἀδιαχώριστον | ||
αἰπόλος ἤτοι ὁ αἰγοπόλος : ἢ ὁ περὶ τὰ ἔπη εἱλούμενος : ἤτοι τὰ ὄρη . ἀτασθαλία , ἡ ἀδικία |
Ἀγρὸς ἡ πόλις : ἐπὶ τῶν ἀτακτούντων . Ἀγναπτότατος βάτος αὖος : ἐπὶ τοῦ σκληροῦ καὶ αὐθάδους . Ἀγρία μέλιττα | ||
ἀστράγαλος παρὰ τὸ ἀστραβὴ καὶ ὀρθὴν φυλάσσειν τὴν βάσιν . αὖος ὁ ξηρός : κατὰ στέρησιν τοῦ ὕεσθαι : ὁ |
τεῖχος καὶ πύργος καὶ φρυκτώριον καὶ διστεγία καὶ κεραυνοσκοπεῖον καὶ βροντεῖον καὶ θεολογεῖον καὶ γέρανος καὶ αἰῶραι καὶ καταβλήματα καὶ | ||
κατοπτεύουσιν ἢ γρᾴδια ἢ γύναια καταβλέπει . κεραυνοσκοπεῖον δὲ καὶ βροντεῖον , τὸ μέν ἐστι περίακτος ὑψηλή : τὸ δὲ |
οἱ ἔκδικοι τῆς ὕβρεώς σου καὶ αἱ ῥομφαῖαι αὐτῶν εἰσι κατέναντι ἡμῶν . Καὶ εἶπεν αὐτοῖς Ἀσενέθ : θαρσεῖτε καὶ | ||
καὶ ὁ ποταμὸς ὁ τρίτος Τίγρις : οὗτος ὁ πορευόμενος κατέναντι Ἀσσυρίων . ὁ δὲ ποταμὸς ὁ τέταρτος Εὐφράτης ” |
μισητὸς , καιρὸς , θανατηφόρος . ἕρπει : ἀκολουθεῖ , σύρεται , διατρέχει , ἐπιγίνεται : ἕρπει ἐπὶ τῶν βραδέως | ||
μὲν ἔθνη τὴν Ἰταλίαν κατοικεῖ . Ἐκεῖθεν δὲ πρὸς ἀνατολὰς σύρεται ἢ τὴν θάλασσαν ἐπερεύγεται ὁ Ἀδρίας κόλπος , τοὺς |
κατὰ χῶρον ἀπροφάτως ἀΐδηλον ἀνασταλάει μέλαν ὕδωρ , οὐδὲ πρόσω χεῖται κελαρύσμασιν , ἀλλὰ μάλ ' αἰνῶς βλύζει τε σταδίη | ||
τοῦ πνεύματος ] . τὸ γὰρ πνεῦμα συνιστάμενον εἰς ὕδωρ χεῖται καὶ διὰ τῶν πόρων ἐλθὸν ἔξω περαιοῦται τὸν αὐτὸν |
] ἀγαθά . τις δοκῶν ] ἤγουν τινὸς δοκοῦντος . παραλλάξασα ] διελθοῦσα ἡ ὄψις . διὰ χερῶν ] ἤγουν | ||
ἐκλήθη ἀπὸ τοῦ ἐξιέναι τοῦ Ἡλίου τὴν Σελήνην , ἐπεὶ παραλλάξασα αὐτὸν μοῖραν μίαν ἄρχεται φαίνεσθαι τῷ κόσμῳ , οὐχ |
καὶ ἔστιν ὁ ἀπὸ τῶν ἐρεσσομένων κωπίων γενόμενος θόρυβος . πίτυλος ὁ κτύπος ὡς ἀπὸ τοῦ τύπτω τύπτιλος καὶ ἐκβολῇ | ||
τύπτιλος καὶ ἐκβολῇ τοῦ ἑνὸς τ καὶ μεταθέσει τῶν γραμμάτων πίτυλος : ἔστι δὲ ὁ ἐκ τῶν κωπίων γενόμενος . |
μεθορίῳ τῆς Παμφυλίας καὶ τῆς Λυκίας πρόκεινται : ἐντεῦθεν γὰρ ἐξαίρεται πρὸς ὕψος ὁ Ταῦρος : τὸ δ ' ἀληθὲς | ||
ἀπογυμνοῦται τὰ πρόσγεια μέρη καὶ τὰ φανέντα ἐν ἀρχαῖς ταπεινὰ ἐξαίρεται μᾶλλον . τῶν τε οὐρανίων ἡ περιφορὰ ἐναργής ἐστι |
τοῦτο οὐκ ἔστι πλεονασμὸς ἀλλὰ ἀντίθεσις : παρὰ γὰρ τὸ αἰολεῖν τὴν οὐρὰν ἐτυμολογεῖται † αἴλουρος , . , . | ||
τὰ γιγνόμενα ἐκ τῆς γῆς : τὸ δὲ ποικίλλειν καὶ αἰολεῖν ταὐτόν . Τί δὲ ἡ ” σελήνη “ ; |
κεφαλαλγία , κεφαλαία , ἡμικραίρα , κάρος , καρηβαρία , ἴλιγγος , σκοτοδινίασις , κεφαλαλγὲς νόσημα , καρηβαρικόν , κεφαλαλγεῖν | ||
δὴ τότε πολὺς μὲν ὁ ἱδρώς , ἀθρόος δὲ ὁ ἴλιγγος καὶ τρόμος ἄκαιρος καὶ γέλως τῶν παρόντων ἐπὶ τῇ |
φειδὼ ἡλικίας , οὐδὲ μέχρι νηπίων . τὰ δὲ πτώματα συρόμενα μεθ ' ὕβρεως πάσης ἁμάξαις ἐπιτεθέντα καὶ ἔξω τῆς | ||
τὰς ἐκείνων ἐσπίπτει γαστέρας ὑπὸ τῆς παρ ' αὐτῶν ἐκπνοῆς συρόμενα αὐτοῖς πτεροῖς . καὶ ταῦτα μὲν ἰδίᾳ ἐκείνοις δρᾶται |
. Ταυτὶ μὲν παρὰ πολὺ ὁ ἡμέτερος ἄμεινον καὶ εὐφωνότερον τραχύνεται . εὖ γε , ὦ Τιμόκλεις , ἐπίχει τῶν | ||
πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ , καὶ παρασύρων προστρίβεται τῇ |