τε καὶ δύο τύχῃ , ἓν μὲν ὡς ἐπὶ τοῦ λαιψηρός αἰψηρός , πήγανον ἤγανον , δεινόν αἰνόν , δύο
: τὸν ταχύν , ἀπὸ τοῦ ψαίρειν : ὅθεν καὶ λαιψηρός . ἢ τὸν τὸ χρῶμα τοιοῦτον . τὸν ψαρὸν
8859271 αἰψηρος
καὶ Αἰολεῖς , ἄν τε ἓν ᾖ , οἷον λαιψηρός αἰψηρός , ἄν τε δύο , οἷον τὸ παρὰ πλευρὰν
καὶ δύο τύχῃ , ἓν μὲν ὡς ἐπὶ τοῦ λαιψηρός αἰψηρός , πήγανον ἤγανον , δεινόν αἰνόν , δύο δὲ
7104594 πλευραξ
ἀπέθετο . * εὐρὰξ Ἀλαίου : εὐρὰξ τὸ πλαγίον . πλευρὰξ γὰρ καὶ ἐξ αὐτοῦ εὐράξ . * Ἀλαῖος δὲ
ρ , οἷον , ἐπίσχε δύο . Εὐράξ , οἷον πλευρὰξ , κατὰ ἀποβολὴν τοῦ πλ . οὕτως Ἡρακλείδης ἐν
6256031 εὐραξ
ἔχ ' ἀτρέμας : ἐπίσχες τοῦ δρόμου : ποδαπή , εὐράξ , πατάξ ἐπιφθέγματά εἰσι τάχους . Τὸ ὄπ ἐπίῤῥημα
οἷον τὸ παρὰ πλευρὰν ἑστάναι πλάγιον εἶπεν ἐν ποιότητι Ὅμηρος εὐράξ „ στῆ δ ' εὐράξ „ ἀντὶ τοῦ πλευράξ
6190134 κιγκλις
κατεσημαίνοντο . τάχα δὲ τῶν τοῦ δικαστηρίου μερῶν ἐστὶ καὶ κιγκλὶς καὶ δρύφακτος . ἔνιοι δ ' οἴονται καὶ ἀνάγκην
θύρας οὕτω κλητέον , ἅς τινες δικλίδας φασίν . ἢ κιγκλὶς ἰδίως ἡ τρύπη , δι ' ἧς ἡ κλεὶς
5898513 σημαινοι
λέγειν : εἰ δὲ ἰδέα τῆς ψυχῆς τὴν οὐσίαν αὐτῆς σημαίνοι , ἐπειδὴ ἁπλοῦν εἶδος καὶ ἄυλον ἡ ψυχὴ ,
τὸ δὲ μιγῆναι νεκρᾷ τῇ μητρὶ νοσοῦντι τί ἂν ἄλλο σημαίνοι ἢ τὸ τῇ γῇ μιγῆναι ; ἀγαθὸν δὲ τῷ
5881388 ἐδοιεν
κέρασιν ἐμφυόμενος , ὡς τὸ , “ μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν . ” . μυδροκτυπεῖ ] χαλκεύει . μύδρος καλεῖται
ἀναστρωφῶν , πειρώμενος ἔνθα καὶ ἔνθα , μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν ἀποιχομένοιο ἄνακτος . ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς
5824872 κορκορυγαι
. τὰ ἱερὰ καὶ τὴν εἰς θεοὺς τιμήν . . κορκορυγαὶ ] κυρίως ἡ ἠχὼ τῶν ἐντέρων . . κορκορυγαὶ
. κορκορυγαὶ ] κυρίως ἡ ἠχὼ τῶν ἐντέρων . . κορκορυγαὶ δὲ κυρίως τὸ τῆς γαστρὸς ἔσωθεν εἰλοῦν πνεῦμα καὶ
5784614 γεινομενοι
λαγόνεσσιν ἔδεκτο αὐτὴν εἰσίθμην , αὐτὴν ὁδόν , ἔνθεν ὄλισθον γεινόμενοι : τοῖον δὲ πόνον μογέουσά περ ἔμπης ἀσπασίως τέτληκε
ὀλέσει καὶ τοῦτο γένος μερόπων ἀνθρώπων , εὖτ ' ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν . οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι
5629113 σελαγοιντ
Νίκαρχον . Γ σελαγοῖντ ' ] ἀντὶ τοῦ καίοιντο . σελαγοῖντ ' ] καιόμεναι λάμποιεν . ἐκπληττόμενος ὁ Δικαιόπολις ἐν
ἅψηται , φησί , μόνον , εὐθὺς καίονται . Γ σελαγοῖντ ' ἄν : αἱ ναῦς δηλονότι . ταῦτα δὲ
5592175 ἑκατερως
διέφθορε τῷ ἀπέκτονε καὶ κατέσπορεν . δίψος καὶ δίψα , ἑκατέρως λέγουσι , μᾶλλον δὲ τὸ οὐδέτερον . δοίη :
εἰς τὴν κοιλίαν διεξέρχονται τῶν νεφρῶν . οὐκ ἀδύνατον δὲ ἑκατέρως γίνεσθαι γλίσχρου χυμοῦ καὶ παχέος ἐν τῷ χρόνῳ κατοπτωμένου
5563721 στοιχος
εὐώνυμον , τὸ δὲ μέσον ὀμφαλός , τὸ δὲ βάθος στοῖχος καλεῖται . καὶ τὸ μὲν ἐφεξῆς εἶναι κατὰ μῆκος
τὰ τῶν τυρῶν ἀγγεῖα καὶ τὰ τῶν λαχάνων καὶ ὁ στοῖχος τῶν κωπῶν , ἐπεὶ πτεροῖς ἐοίκασιν . τάρρωμα :
5560256 Παυσωνος
δὲ πῦρ οὔ . χάριεν οἷς γινώσκεται τὸ πρᾶγμα τοῦ Παύσωνος . ὡς δ ' ἀεί ποτε περὶ τοὺς κυάμους
παττάλῳ προσκρούεται : ὅταν τὸ κακὸν ὑπὸ κακοῦ θεραπεύεται . Παύσωνος πτωχότερος : οὗτος ζωγράφος ἦν καὶ ἐπὶ πενίᾳ διατεθρύλλητο
5535382 τιθῃ
ἐάν τε τιθῇ τις ταῦτα ποσὰ εἶναι ἐάν τε μὴ τιθῇ , οὐκ ἔστιν αὐτοῖς ἐναντίον οὐδέν : ὃ γὰρ
λέγειν . ὅταν γὰρ ἐν αὐτῇ τῇ χώρᾳ τῆς θέρμης τιθῇ τις εἶναι χιόνα , πῶς οὐ τοιοῦτον γίγνεται ,
5521062 διαφορω
? [ νον ἀλλὰ καὶ πα ? ? [ τέρων διαφορῶ τ [ δαν αὐτὸς εν φη [ εον τρόπον
? [ νον ἀλλὰ καὶ πα ? ? [ τέρων διαφορῶ τ [ δαν αὐτὸς εν φη [ εον τρόπον
5511188 Λαβοις
ὁμοῖον καὶ ἐν Γηρυτάδῃ . . αἴροι ' ἂν : Λάβοις ἄν . Θ . . τὰ στρώματα δηλονότι .
ἐστιν ἡ ψυχὴ πρὸς πάσας ἐπιτηδείως ἔχει τὰς δόσεις . Λάβοις δ ' ἂν καὶ ἄλλως ἐκ διαιρέσεως τὰς τέσσαρας
5478717 ὠκυτερα
τέκνοισιν ὑπωροφίοισι χελιδών ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν : ὠκυτέρα μαλακᾶς ἀπὸ δίφρακος ἔπτετο τήνα ἰθὺ δι ' ἀμφιθύρω
καὶ ἀδελφὴν κατὰ σχῆμα . καὶ τοῦτο ἐκεῖνος λέγει : ὠκυτέρα τε εἶναι δοκεῖ , παρίστησι δὲ καί τινα σμικρότητος
5474720 ἐχοιτο
γὰρ ἂν ἠλασκάζοι ἐπὶ ξείνης τότε γαίης , ἢ δεσμοῖσιν ἔχοιτο παρ ' ὀθνείοισι βροτοῖσιν . εἰ δὲ Κρόνῳ κρυόεντι
ἦλθε ἄλλη ἀγγελίη ὡς ἡλώκοι τὸ τεῖχος τῶν Λυδῶν καὶ ἔχοιτο Κροῖσος ζωγρηθείς . Οὕτω δὴ οὗτοι μὲν συμφορὴν ποιησάμενοι
5462928 Λεγοιμ
ἄνω ἔλσοιμ ' ὅπα μέλλοιμί γ ' εἰράναν ἰδῆν . Λέγοιμ ' ἄν : οὐ δεῖ γὰρ κεκρύφθαι τὸν λόγον
δῆτα τὸ σπουδαῖον ὅ τι τοῦτ ' ἐστί σοι . Λέγοιμ ' ἂν ἤδη . Πρὶν λέγειν δ ' ,
5439489 Ἑνος
: χωρὶς γὰρ θεωρίας ἐπιστημονικῆς οὐδὲν τῶν πραττομένων καλόν . Ἑνὸς ἔτι μνησθεὶς ἀνδρός , στοχαζόμενος τοῦ μὴ μακρηγορεῖν ,
παιδὸς ἡταιρηκότος : τετριμμένης γάρ φησιν ἐπιθυμεῖν . Ἰδού . Ἑνὸς μέν , ὦνδρες , ἀπολελύσθαι μοι δοκῶ : οὐδεὶς
5425764 προαισθανηται
τὰ ἑξῆς , ὡς ἕτερον δὲ τὸ καὶ ἀποκρινόμενον ἂν προαισθάνηται προενίστασθαι καὶ προαγορεύειν , ὅπερ οἶμαι καὶ κάλλιον .
μὲν τὸ ἀφίστασθαι δεῖ : τὸ δὲ καὶ ἀποκρινόμενον ἂν προαισθάνηται τοιοῦτόν ἐστι : καὶ δεῖ σε , ἂν ὁ
5412977 συντασσειν
ἐμεῖο συνήρπασται εἰς κτητικὴν σύνταξιν : ἄμεινον γὰρ τῷ ῥήματι συντάσσειν Ὁμηρικώτερον λειπούσης τῆς περί προθέσεως , ὡς τὸ τίσασθαι
τὸ μητρῷον γάλα , μέχρις ἂν εὐσταθήσῃ τὸ σῶμα , συντάσσειν ἄτοπόν ἐστιν . διὸ καὶ Δαμάστην ἐπιμεμπτέον κελεύοντα παραχρῆμα
5407826 διαγνοιης
μάλιστα λυσιτελεῖν χυμοὺς τῷ ζῴῳ εἰωθότας . Ἀλλὰ ταῦτα μὲν διαγνοίης ἂν πρός τε τὰς προηγησαμένας καὶ οὔσας πέψεις ἀποσκοπήσας
τε τούτοις καὶ ταῖς δημηγορίαις , ᾧπερ ἔφην , ἂν διαγνοίης σημείῳ προχειροτάτῳ τὸν Δημοσθένους χαρακτῆρα . τῷ δὲ ἧττον
5405246 μαμμαν
. μαμμίαν : Ἀττικοὶ τὴν μητέρα ἀπὸ τοῦ τὰ παιδία μαμμᾶν τὸ φαγεῖν λέγειν . μανδύας : Περσικὸν ὄνομα .
ταὐτῷ μυχῷ Μεγαρικαὶ σφίγγες μετάλλου στόμιον Βολβός βουβωνιᾶν δοκησιδέξιον ἐλλεβοριᾶν μαμμᾶν στρηνόφωνος Κέρδος αἰσχύνης ἄμεινον : ἕλκε μοιχὸν ἐς μυχόν
5391651 βελεα
τῶν ἑνικῶν , ταχέος ταχέας , καλοῦ καλούς , βέλεος βέλεα , Μούσης Μούσας , ἀθλητοῦ ἀθλητάς , χαλκοῦ χαλκοῦς
ἀλλήλους τρώσητε , ἀλλήλους δ ' ἐλήϊσαν , ἀλλήλων ἀλεείνοντες βέλεα στονόεντα . αἱ δὴ τοιαῦται συντάξεις ἐν ὀρθῇ καὶ
5384450 πταρῃ
παρ ' αὑτῶν ἕτερα προσπορίζομεν . λυπούμεθ ' , ἂν πτάρῃ τις : ἂν εἴπῃ κακῶς , ὀργιζόμεθ ' :
ἔτι δὲ ταῖς ὑποθήκαις τοῦ κάρφους ἵνα τὴν ῥῖνα κινήσας πτάρῃ , παρίημι : κωμῳδεῖν γὰρ ἤθελε καὶ διασύρεινχλευάζει τε
5383723 φορβεια
καὶ στάσις ἵππων καὶ ἱππόστασις καὶ σταθμός , φάτνη , φορβειά , ἐπιφατνίδια , δεσμά , κεκρύφαλος , κορυφαία ,
ὀξυνόμενα ἐκτείνοντα τὸ α ἐπὶ οὐσιῶν λαμβάνονται , οἷον παρειά φορβειά , σημαίνει δὲ τὸ σχοινίον τοῦ ἀλόγου . εἰ
5376987 μετοχικα
τὸ Αἴσων Αἴσονος . Δεῖ δὲ γινώσκειν , ὅτι τὰ μετοχικά , κἂν ὑποπίπτῃ τινὶ τῶν προειρημένων , διὰ τοῦ
: Ἐρίγων Ἐρίγωνος , ὄνομα κύριον : τὸ Οὐκαλέγοντος Ἁρπάγοντος μετοχικά : τὸ προάγωνος σύνθετον ὂν τοῦ ἁπλοῦ τὴν κλίσιν
5373495 ἐκοψαν
ἐξ αὐτῶν , τοῦ στόματος . ἤραξαν : κατέκοψαν , ἔκοψαν . ξίφος : τοῦ ξιφίου . Ἕλκεϊ : τραύματι
ῥοῦς . ταίγε δὲ ἀντὶ τοῦ : αὗται αἱ πέτραι ἔκοψαν τὰ ἄκρα τῆς οὐρᾶς πτερά . τὸ δὲ ἔβραχε
5359481 τριγενων
τί ποτέ ἐστι μονογενῆ , καὶ ὅτι πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν τριγενῶν πρόσκειται : ταῦτα οὖν φυλάττει τὸ υ , πλὴν
τὰ ὅμοια : τὰ δὲ εἰς ως περατούμενα πάντως ἀπὸ τριγενῶν πτωτικῶν , κούφως , φίλως , μέσως , ταχέως
5358805 ἀναδιπλωσις
ἐς τὴν παρεξειρεσίαν καὶ ἀπέβαλε τὴν ἀσπίδα . † Καὶ ἀναδίπλωσις δέ που εἰργάσατο μέγεθος , ὡς Ἡρόδοτος δράκοντες δέ
τινὸς λόγου , ἢ πλειόνων λέξεων ἐπαναλαμβανομένων , ὃ καὶ ἀναδίπλωσις καλεῖται , οἷόν ἐστι τοῦ δ ' ἐγὼ ἀντίος
5357191 παρασταδας
διάπριστος καὶ θύραι συνδρομάδες : ἐν δὲ Κρατίνου Διονυσαλεξάνδρῳ εἴρηται παραστάδας καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα . ἡ δὲ ὀπὴ εἴρηται
σαργανίσιν ἄξω ταρίχους Ποντικούς . νακότιλτος ὡσπερεὶ κωδάριον ἐφαινόμην . παραστάδας καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα . ὁ δ ' ἠλίθιος
5350185 κεκλομενων
' ὁμάδησαν θαρσαλέοις ἐπέεσσιν . ὁ δὲ φρένας ἔνδον ἰάνθη κεκλομένων , καί ῥ ' αὖτις ἐπιρρήδην μετέειπεν : “
τοῖος ἀνὰ πληθὺν δήμου κίεν , ὦρτο δ ' ἀυτή κεκλομένων ἄμυδις . τῷ δὲ ξύμβλητο γεραιή Ἰφιὰς Ἀρτέμιδος πολιηόχου
5349660 πελωνται
οὐκέτι φυκτὰ πέλωνται : ἡ διπλῆ ὅτι οὕτως εἴρηκε πληθυντικῶς πέλωνται καὶ οὐ πέληται , ὁμοίως τῷ σπάρτα λέλυνται .
γυμνόν τ ' ἀμάειν , ὅτ ' ἂν ὥρια πάντα πέλωνται . μεθ ' ὃν Ὅμηρος : ἀμφὶ δ '
5346435 συμπεφορημενον
τὴν τῶν ἐντυγχανόντων ἔκπληξιν παραχθέν , πολύσαρκον ἐχρῆν εἶναι καὶ συμπεφορημένον τὸ σῶμα . τούτῳ εἰ μέγας καὶ ἀναλογῶν τοῖς
εἰ μὴ τὸν ἐκ πλειόνων οὕτω λεγομένων ὀνομάτων ἢ πτώσεων συμπεφορημένον , οἷον “ ὦ μάκαρ Ἀτρείδη ” καὶ “
5343875 ἀνακραγῃ
ἂν ἴδῃ τις ἐνύπνιον σφόδρα φοβούμεθ ' , ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ δεδοίκαμεν . ] ἀγωνίαι , δόξαι , φιλοτιμίαι ,
εὐθὺϲ εἷϲ ὄνοϲ . [ ἂν γάρ ] τιϲ ἀπολειφθέντοϲ ἀνακράγῃ τόπου [ „ ὄνοϲ προϲέρχετ ] ' „ ,
5339898 ἐκτεινω
: ἀπὸ τοῦ α ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ σπίζω τὸ ἐκτείνω , διὰ τὸν ὀξὺν αὐτοῦ συριγμὸν ἢ διὰ τὸ
ἀσπὶς ἀπὸ τοῦ α στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ σπίζω τὸ ἐκτείνω , ἡ μὴ ἐκτεταμένη ἀλλὰ δηλονότι στρογγύλη : ἐκ
5338999 ἀραχνου
ἐκ τῶν κινήσεων τῶν ἀστέρων ἀποτελέσματα δηλοῦσα ἐπιστήμη . ἀράχνη ἀράχνου διαφέρει . ἀράχνη μὲν γάρ ἐστι τὸ λεπτότατον ὕφος
λέσχη ὁ λέσχης τοῦ λέσχου , ἀράχνη ὁ ἀράχνης τοῦ ἀράχνου , κόμη ὁ ἀκερσεκόμης τοῦ ἀκερσεκόμου , δίκη ὁ
5318244 ὀχεος
: οἷον , φωλεύω φωλεός : κηδεύω κηδεός : ὀχεύω ὀχεός : καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ σ ὀσχεός : ὀρεύω
φωλεύω , φωλεός : κηδεύω , κηδεός : ὀχεύω , ὀχεός : ὠρεύω , ὠρεός : μεδεύω , μεδεός :
5309117 μνημονευοι
, ἐπιλέγοντες ὅπως , ὅταν γένηται βασιλεύς , τῆς χάριτος μνημονεύοι . οὐ μὴν ἀλλ ' ἡ τερατεία προῆλθεν εἰς
δικάζειν . τάχα δ ' ἂν τούτου καὶ ἐν Βελλεροφόντῃ μνημονεύοι εἰπών [ . ] : καὶ ξεστὸν ὄχθον Δαναϊδῶν
5308677 σωρος
. : ῥωχμὸς ἔην γαίης , θήσω θωμός † ὡς σωρός , . , , . . , . ,
' ὑποπίνουσα ἔλεγεν ἀγαθῶν ἀγαθίδες , οἷον ἀγαθῶν πλῆθος καὶ σωρός . ἡ γὰρ ἀγαθὶς σωρός ἐστι στήμονος ἢ κρόκης
5307727 μεμακυιαι
. δηλοῖ δὲ καὶ τὸ συνεχές , οἷον „ ἀζηχὲς μεμακυῖαι , ἀκούουσαι ὅπα ἀρνῶν „ . δηλοῖ δὲ καὶ
ἐστι σεβαστόν . ἀζηχές ἀδιηχές , ἀδιάλειπτον : “ ἀζηχὲς μεμακυῖαι , ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν ” καὶ “ ἀζηχὲς φαγέμεν
5305273 δεισαντων
Ὅμηρος „ ἡμῖν . . . κατεκλάσθη φίλον ἦτορ / δεισάντων φθόγγον τε βαρὺν αὐτόν τε πέλωρον „ . Ἄλλο
τε Ζεὺς ἐν φόβον ὄρσῃ : ὅτι οὐ λέγει τρεσσάντων δεισάντων , ἀλλὰ φυγόντων : τρέσσαι δ ' οὐκέτι ῥίμφα
5304962 συνεκοπη
οὐσίας . . ΑΜΜΕΣΟΝ . Ἤγουν ἀνὰ μέσον , καὶ συνεκόπη τὸ ά : τὸ δὲ νʹ ἐτράπη συνήθως πρὸς
ἐπιρρηματικῆς ἐννοίας , ὥσπερ παρὰ τὴν ἰνόφιν φωνὴν τὸ ἶφι συνεκόπη , σημαῖνον τὸ ἰσχυρῶς . τὸ μέντοι νόσφι πρὸς
5296218 συνεσταλμενα
συνεσταλμέναι ἦσαν : στόλον γὰρ ἔλεγον τὰ ἀπωξυμμένα , οἷον συνεσταλμένα ἐν τῇ ὀξύτητι . λέγει δὲ χαλκήρη τὸν χαλκῷ
ὅσα μὴ πολὺν ἐπιλαμβάνει τόπον εἰς τὸ πλάτος ἐκτεινόμενα , συνεσταλμένα δ ' ὄντα πρός τινα κορυφὴν ἀνατείνεται μίαν ,
5293547 ὀνομασαις
ὠνόμασεν Ἄμφις ὁ κωμικός . τὴν μέντοι οὐ λαβοῦσαν ἕδνα ὀνομάσαις ἂν ἀνάεδνον Ὁμηρικῶς . καὶ ὁ μὲν τόπος τοῦ
ἀνοσίως , ἀθέως , θεοβλαβῶς , θεομισῶς , ἀθεμίτως . ὀνομάσαις δ ' ἂν ἱερὸν ἀρχαῖον , σεμνόν , ἔνθεον
5288349 βαρυνομενων
ἐπιδημίαν φέρειν . ἀλλὰ ταῦτα μὲν περὶ τῶν τοῖς τοιούτοις βαρυνομένων , ἡμεῖς δὲ πάλαι τε ἐθάδες τῆς σὺν βασιλεῖ
. ἀξόνων ] τῶν ἐν τοῖς ἅρμασι . βριθομένων ] βαρυνομένων τοῖς ἐφεστῶσι . χνόαι ] αἱ ὀπαὶ , ἤτοι
5286170 ἰσοζυγον
: εἶδος βοτάνης * λειήναιο : σύντριψον * ἰσορρεπές : ἰσόζυγον * ἀμφοῖν : ἐκ τῶν δυοῖν τοῖς δυσί κλώθοντος
ὁ ἔρινος . ἄλλως : ἀμφοῖν κλώθοντος : φέρε γὰρ ἰσόζυγον βάρος ἐξ ἠρύγγου καὶ ἀκάνθου ἐν τοῖς τοῦ ἐρίου
5283739 βουκολικη
' ἐφελκυσάμην . Ὥσπερ σκύφος γάλακτος ἢ καὶ κισσύβη ἡ βουκολικὴ πᾶσιν ἄγκειται βίβλος : τοιγὰρ ῥοφῶμεν οἱ θέλοντες τὸν
. μήποτε οὖν τὸ χαῖον ἐγκεῖσθαι , ὅ ἐστιν ἡ βουκολικὴ ῥάβδος , καὶ τὸν ἐρύσω μέλλοντα . διχῶς οὖν
5276245 ὀχους
' ἀγρὸν οὗ πόσις θυηπολεῖ Νύμφαισιν . ἀλλὰ τούσδ ' ὄχους , ὀπάονες , φάτναις ἄγοντες πρόσθεθ ' : ἡνίκ
ἰδόντες οἱ ναυπηγοὶ κατεσκεύασαν νῆας . πρώτιστος : πρῶτος . ὄχους : ἢ πλοῖα , ἅρματα : ὀχήματα τῆς θαλάσσης
5275146 ἐκπεπτωκῃ
ποιέουϲι . δῆλον μὲν οὖν τοιϲίδε μάλιϲτά ἐϲτιν , ὁκόταν ἐκπεπτώκῃ : προΐϲχει γὰρ ἡ κάτω γνάθοϲ ἐϲ τὸ ἔμπροϲθεν
ἐστιν : τὰ μὲν σημεῖα ταῦτα , οἷς ἂν ἔσω ἐκπεπτώκῃ . ἐὰν οὖν ἐκπεσὼν μὴ ἐμπέσῃ , ἀλλὰ καταπωρωθῇ
5273557 τιμητικον
; δότε μοι ξίφος ὅπως τάχιστ ' , ἢ πινάκιον τιμητικόν . ἅνθρωπος οὗτος μέγα τι δρασείει κακόν . μὰ
καὶ τὰς μακρὰς λεγομένας εἷλκον : ἐν τοῖς ἐπάνω . τιμητικόν : καταδικαστικόν : ὅπου τὴν μακρὰν χαράσσοντες κατεδίκαζον ,
5270061 γευεσθε
πείσει τήμερα . Οἱ γὰρ ἥρως ἐγγύς εἰσιν . Μὴ γεύεσθε δ ' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός
ῥόμβον ἀνακωδώνισον . οἱ γὰρ ἥρως ἐγγύς εἰσιν . μὴ γεύεσθε δ ' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός
5266918 περαινοιτο
σε ἐπιμελεῖσθαι : ὡς δ ' ἂν ἕκαστα τούτων βέλτιστα περαίνοιτο , τοῦτο δὴ πειράσομαι λέγειν . Τοὺς μὲν τοίνυν
τοῖς εἰς τοῦτο τῶν πολιτῶν ἐρρωμένως τρεπομένοις πολλὰ ἂν ἀγαθὰ περαίνοιτο : καὶ γὰρ αἱ πρόσοδοι αὔξοιντ ' ἄν ,
5262039 Δρυμας
ἐμφαίνεται , Κέκροψ καὶ Κόδρος καὶ Ἄικλος καὶ Κόθος καὶ Δρύμας καὶ Κρίνακος . οἱ δὲ Θρᾷκες καὶ Ἰλλυριοὶ καὶ
ἐμφαίνεται : Κέκροψ καὶ Κόδρος καὶ Αἶκλος καὶ Κόθος καὶ Δρύμας καὶ Κρίνακος . οἱ δὲ Θρᾶικες καὶ Ἰλλυριοὶ καὶ
5260888 βλοσυροισι
. τοῖος ἄρ ' Αἴας ὦρτο πελώριος ἕρκος Ἀχαιῶν μειδιόων βλοσυροῖσι προσώπασι : νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς ,
' : οἳ δ ' αὐχένας ἐξεριπόντες κείατο τεθνηῶτες ὑπὸ βλοσυροῖσι λέουσιν : τοὶ δ ' ἔτι μᾶλλον ἐγειρέσθην κοτέοντε
5244005 ὑποθωνται
μὲν γὰρ ὑλικὴν τὴν ἀρχὴν ὑποτίθενται , ἄν τε μίαν ὑποθῶνται αὐτὴν ἄν τε πλείους μιᾶς , καθάπερ Παρμενίδης πῦρ
μιᾶς , καθάπερ Παρμενίδης πῦρ καὶ γῆν , κἂν ἀσώματον ὑποθῶνται ταύτην τὴν ὕλην κἂν σωματικήν . καὶ μνημονεύει Πλάτωνος
5242741 κατηγορησωμεν
φύσιν αὐτοῦ κατηγορούμενον . ὅταν δὲ τὸ λευκὸν τοῦ ἀνθρώπου κατηγορήσωμεν , ἥ τε κατηγορία κατὰ φύσιν ἔσται καὶ ῥῆμα
πῇ , τουτέστι τὰ ὁμοῦ καὶ συνθέτως κατηγορεῖσθαι ὀφείλοντα , κατηγορήσωμεν ἁπλῶς , ἤγουν ἰδίᾳ καὶ ἀσυνθέτως : ἢ ὅταν
5239549 διχρονων
βραχέσι συστελλόμενα : ἀπὸ δ ' αὐτῶν τῶν τριῶν τούτων διχρόνων οὐκ ἔδει προτάξαι τὸ Ι : ἀλλ ' οὐδὲ
ι δὲ λήγει τὸ οὐδέτερον , καθότι τὰ συστελλόμενα τῶν διχρόνων ἀποβολῇ τοῦ ς τὸ οὐδέτερον ποιοῦσι , ταχύς ταχύ
5234671 πιλος
καὶ τοιαῦθ ' ἕτερα ξυρράπτοντες . καὶ ποῖος ἂν γένοιτο πῖλος Ἀρκαδικὸς ἢ Λακωνικὸς μᾶλλον ἁρμόττων τῆς αὑτοῦ κόμης ἑκάστῳ
καὶ οὐρανίους αὐτῷ δίδωσι δυνάμεις , τοῦτο γάρ ἐστιν ὁ πῖλος . Ἐρᾷ δὲ ὁ Ἄττις τῆς Νύμφης : αἱ
5234219 ἀψιν
καὶ δῶρον καλεῖται , ἡ δὲ σπιθαμὴ καὶ δοχμή . ἄψιν : Αἰολικῶς ψιλοῦται ὡς καὶ τὸ ὔμμες καὶ ἄλλα
ι , ὅθεν Ἡσίοδος ἀναλογώτερον εἴρηκε : τρισπίθαμον δ ' ἄψιν . ἔστιν οὖν εἰπεῖν , ἐπειδὴ , τὸν τόνον
5233471 στιβαρης
μόρον εἰσὶ κέλευθοι . Εὐρύαλος δ ' ἄρα πολλὸν ἀπὸ στιβαρῆς βάλε χειρὸς λᾶα μέγαν , Τρώων δὲ θοὰς ἐλέλιξε
τὸ τρίτον αὖτ ' ἔρριψε μέγας Τελαμώνιος Αἴας χειρὸς ἄπο στιβαρῆς , καὶ ὑπέρβαλε σήματα πάντων . ἀλλ ' ὅτε
5232966 ἀνταποδιδωσι
ἐπειδὰν ὑπὸ τῶν γονέων ἐκτραφῇ , γηράσασιν αὐτοῖς τὴν αὐτὴν ἀνταποδίδωσι χάριν : ἐν ᾧ γὰρ ὑπ ' αὐτῶν ἐξετράφη
τοῦτο τὸ γράμμα πρὸς τοὺς τὰ πολλὰ λέγοντας , καὶ ἀνταποδίδωσι ταὐτὰ καὶ πλείω , τοῦτο βουλόμενον δηλοῦν , ὡς
5230607 ταμνον
ἀνέρας . Οἳ δ ' ἐλάτῃσιν ἐπιβρίσαντες ἀν ' ὕλην τάμνον δένδρεα μακρά : περικτυπέοντο δὲ βῆσσαι θεινομένων : δολιχαὶ
. Μ . Θ . ἄφαρ δ ' ἐκ μηρία τάμνον πάντα κατὰ μοῖραν . * ) [ ἡ διπλῆ
5229899 ταμειν
μάλ ' ὀπιπεύοντα ἐυτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ βάλλειν , ὑλοτόμον τε ταμεῖν θαλαμήια δοῦρα νήιά τε ξύλα πολλά , τά τ
δεινὴ γὰρ ἐπιφροσύνῃσι νοῆσαι , δεινὴ δ ' αὖτε κάλωα ταμεῖν , ὑπὸ δ ' ἅμματα λῦσαι , καὶ πυκινοῖσι
5228386 καλοιντο
δεινῶν προορώμενος , ἐπεὶ οὕτω γε κἂν οἱ ὄνοι ἀνδρεῖοι καλοῖντο δικαίως πεινῶντες : τυπτόμενοι γὰρ οὐκ ἀφίστανται τῆς νομῆς
τὰς ὀνομασίας , τουτέστι τὰς τῶν δυνάμεων , μόνως ἂν καλοῖντο κυρίως τῶν φθόγγων ἑστῶτες μὲν ἐν ταῖς τῶν γενῶν
5222852 κρης
ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ περισπᾶται , ἀλλὰ καὶ τὸ ἦς : κρῆς τὸ οὐδέτερον περισπᾶται , ἀπὸ γὰρ τοῦ κρέας .
ἐξ ἑνὸς κελεύματος , κεχάναντι ἁμῖν πᾶσαι , τὸ δὲ κρῆς ἑκάστας ἐξέχει . ἀρσενικῶς δ ' Αἰσχύλος ἐν Ποντίῳ
5221552 φυλαττοντων
τούτων ὅσοι τοξόται ἡγείσθων . τὰς δὲ πλευρὰς τῆς τάξεως φυλαττόντων ἑκατέρωθεν οἱ ἱππεῖς οἱ οἰκεῖοι . ἐπὶ δὲ τούτοις
Φέρεκλος , καὶ ταῦτα τῶν ἄλλων τῶν εἰς ος οὐδετέρων φυλαττόντων τὴν ποσότητα τῶν συλλαβῶν ἐν τῇ συνθέσει , κἂν
5221447 ἐλκος
ἀποσπογγίσας οἴνῳ ἐπιδέσμει . Ἄλλο . ῥητίνην φρυκτὴν καταπλάσας τὸ ἔλκος ἐπιδέσμει . Ἄλλο . ἀλόην λειώσας καὶ μέλι προσμίξας
: θύον , ὃ καὶ θύος λέγεται : πύον τὸ ἔλκος : τοιοῦτο δὲ καὶ τὸ γυῖον , τῇ υι
5217731 ἀκουσαις
, προσκάθηται [ ] . σύστημα κώλων ζʹ † οὐκ ἀκούσαις : σύστημα κατὰ περικοπὴν ἀνομοιομερὲς κώλων ἀναπαιστικῶν ζʹ ,
καὶ χείρω τὰ τῶν νέων . καὶ τοῦτ ' ἂν ἀκούσαις καὶ τῶν τἀκείνου νειμαμένων . ἐμοὶ δὲ καὶ τὰ
5215875 συνεστηκοτα
δὲ θήλεα ὑγρότερα , καὶ ἀπὸ νοτίων ὡς ἐπιτοπολὺ πνευμάτων συνεστηκότα , ὥσπερ τὸ ἀνάπαλιν ἐπὶ τῶν ἀῤῥένων : ἐκ
εἰς αὔξησιν προτρέψαι καὶ ἀνδρωδέστερον ἀποφῆναι : κατὰ δὲ ψυχὴν συνεστηκότα τε λογισμὸν διαλύει καὶ ὀργῆς ἀκράτου ἐπανίησιν . διὸ
5214725 βαρουνται
. τὸ δὲ νὺξ περὶ κροτάφοις , τουτέστι σκοτοῦνται καὶ βαροῦνται οἱ κρόταφοι αὐτοῦ . * ἐγγύς : παρ '
ἄλλοι τοιοῦτοι μέλλουσιν ἐκεῖνοι εἶναι , οἷοί εἰσιν οὗτοι οὓς βαροῦνται : κἀκεῖνοι δὲ θνητοί . τί δὲ ὅλως πρὸς
5205732 βρεξαϲ
τῷ λέπει ἀλέϲαϲ χρῶ . Ἄλλο . πιτύρων χοίνικοϲ ἥμιϲυ βρέξαϲ ἐν ὕδατι # α , εἶτα τρίψαϲ ταῖϲ χερϲὶν
πολλάκιϲ , ἐπὶ τῶν εἰϲ ὁδοιπορίαν ϲτελλομένων . μοτὸν γὰρ βρέξαϲ , καὶ ἐπιθεὶϲ κατὰ τοῦ ἕλκουϲ , εἶτ '
5196567 εὐαγεως
ἔειπεν . Αὐτίκα δὲ κρητῆρα κερασσάμενοι μακάρεσσιν ἣ θέμις , εὐαγέως τ ' ἐπιβώμια μῆλ ' ἐρύσαντες , αὐτονυχὶ κούρῃ
. ἐξερέοντες : ἐξερευνῶντες . κεμάδων : ἡλικία ἐλάφων . εὐαγέως : ἁγνῶς . ἀνὰ διπλόα μηρία : τῶν ἱερείων
5190970 δειρω
οἷον , σπείρω , σπορά : φθείρω , φθορά : δείρω , δορά : θέρω , Θορὰ δῆμος Ἀττικός :
τὸ ι εἰς ρ προφέρονται , οἷον σπείρω σπέρρω , δείρω δέρρω . . . , : πεποίηται δὲ ἡ
5184812 βησσαι
αἱ δὲ βαρείῃ φθογγῇ ὕπο βρομέουσιν ἀν ' οὔρεα τηλόθι βῆσσαι , δείματι δ ' ἄγραυλοί τε βόες μέγα πεφρίκασιν
μύροντο βοῶν θοοὶ ἀγροιῶται ἀχνύμενοι κατὰ θυμόν : ἐπεστενάχοντο δὲ βῆσσαι . Καὶ τότε δὴ Πριάμοιο πολυτλήτοιο γυναικὶ δεινὸν Ἀλεξάνδροιο
5184460 κορακεων
Ἀχαιῶν , τοῦτο λέγων Ἀριστοφάνην εἰρηκέναι ἐν Λακωνικαῖς Γλώσσαις . κοράκεων δὲ σύκων εἶδος Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις παραδίδωσι διὰ τούτων
ἐγὼ πάρα . τῶν φιβάλεων μάλιστ ' ἂν ἢ τῶν κοράκεων . οἴμοι τάλας , δάκνει , δάκνει , ἀπεσθίει
5183182 συστελλομενα
συλλαβῆς , οἷον δεδεγμένος δέγμενος . Ἔκτασις δὲ ὅταν τὰ συστελλόμενα δίχρονα ἐκταθῇ , ὡς Ἄρες Ἆρες , ἢ ὄντα
καὶ τὰ προσπεφυκότα τῶν ζώων μόνης τῆς ἁφῆς κοινωνοῦντα ὁρᾶται συστελλόμενα καὶ διαχεόμενα , ὧν τὸ μὲν ἡδέος ἐστί ,
5176526 ἐφολκια
πανταχοῦ δὲ διακωδωνίζοντα ταῦτα καὶ χρηματιζόμενον κατασκευάσασθαι πλοῖον μέγα καὶ ἐφόλκια δύο λέμβοις λῃστρικοῖς ὅμοια , ἐμβιβάσαι τε μουσικὰ παιδισκάρια
πείθω : ὁρῶ δὲ ὅτι πολλὰ τῶν πόλεών ἐστιν ὥσπερ ἐφόλκια , οἷς ἀνάγκη συγχωρεῖν ὥσπερ ἐν σώματι . καὶ
5176325 ἐπιφθεγματα
ἡ πολυτελὴς καὶ δαψιλής . πεποίηται ἢ παρὰ τὰ συβάρεια ἐπιφθέγματα , ἅπερ ἐστὶ παρ ' Ἐπιχάρμῳ , ἢ παρὰ
[ Περδίκα Ἀγρίππα ] σίττα , ψίττα ποιμενικὰ καὶ βουκολικὰ ἐπιφθέγματα . ἔλεγον δὲ ταῦτα διώκοντες τὰ πρόβατα καὶ τὰς
5169462 ἐσηκοντιζον
οἱ τοξόται τε καὶ ἀκοντισταὶ ὁμοῦ τῇ ἐφόδῳ τῶν πεζῶν ἐσηκόντιζον ἐς τοὺς προμαχομένους ἀπὸ τοῦ τείχους καὶ βέλη ἀπὸ
καὶ τοῖς ξυμμάχοις καταθέοντες ἀπὸ τῶν λόφων ἄλλοι ἄλλοθεν καὶ ἐσηκόντιζον , καὶ ὅτε μὲν ἐπίοι τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον
5165429 τυπτομενα
τούτοις καὶ κωκυτὸς γυναικῶν καὶ παρὰ πάντων δάκρυα καὶ στέρνα τυπτόμενα καὶ σπαραττομένη κόμη καὶ φοινισσόμεναι παρειαί : καί που
ἐστι τὸ δρᾶν περί τι . πάλιν θεασάμενοί τινα λευκαινόμενα τυπτόμενα ἀνήγαγον ταῦτα ὑπὸ τὸ πάσχειν , ὅπερ ἐστὶν ἀλλοιοῦσθαι
5162883 παραλλαξ
, ἡμέρα δὲ καὶ νὺξ αἱ δύο γυναῖκες , αἳ παραλλὰξ ἀλλήλας διαδέχονται . „ τῇ δὲ ἐφεξῆς ἡμέρᾳ συγκαλέσας
ῥυθμῷ τὰς ἐνοπλίους κινήσεις τοτὲ μὲν ὁμοῦ , τοτὲ δὲ παραλλὰξ καὶ πατρίους τινὰς ὕμνους ᾄδουσιν ἅμα ταῖς χορείαις .
5158926 ὑπαλληλων
λογικὰ θεωρήματα ζητεῖ : πρῶτον μὲν ὅτι τεσσάρων ὄντων γενικωτάτων ὑπαλλήλων εἰδικωτάτων καὶ ἀτόμων καὶ δύο ἄκρων ἐν τούτοις θεωρουμένων
' ὕστερον περὶ τῶν μέσων , φημὶ δὲ περὶ τῶν ὑπαλλήλων . φησὶν οὖν ὅτι τὸ γενικώτατον μίαν σχέσιν ἔχει
5156962 Λας
τοῦ Θᾶ , ὁ Χνᾶς τοῦ Χνᾶ , Δᾶς Βᾶς Λᾶς πᾶς : εἰ δὲ περιττοσυλλάβως κλίνοιτο μονογενῆ ὄντα ὀξύνεται
ᾖσαν ἐπὶ τὰ πράγματα . ἅμα γὰρ καὶ ἀπὸ τῆς Λᾶς αἱ νῆες ἤδη περιπεπλευκυῖαι καὶ ὁρμισάμεναι ἐς τὴν Ἐπίδαυρον
5153419 μεριζων
τουτέστι τὸ νεῖκος . ἢ οὕτω : καὶ ἐνδατούμενος καὶ μερίζων αὐτό , δὶς καλεῖ τὸ ἐν τῇ τελευτῇ ὄνομα
τὸ ὄνομα αὐτὸ εἶτα ἐπάγων τὴν φερωνυμίαν . δατούμενος ] μερίζων . θΞ δατούμενος ] διακόπτων . δατούμενος ] μεριζόμενος
5152042 συγκλειουσι
οἱ ἐμοὶ δεσπόται κοιμηθήσεσθαι ἔμελλον . οἱ δὲ θεασάμενοι τοῦτο συγκλείουσι τὰς θύρας εὖ μάλα ἔξωθεν . ἐπεὶ δὲ ἤδη
ἄνδρα δηλοῦσιν . ἕτεροι δὲ καὶ τὰ μέσα τῶν βλεφάρων συγκλείουσι καὶ καθέλκουσι , τὰ δὲ ἀμφοτέρωθεν ἀνασπῶσι καὶ ἅμα
5150314 προλαμβανοντων
τῆς νίκης ᾄδεις τὸ ἐγκώμιον , ἐπὶ τῶν τὰ πράγματα προλαμβανόντων . ἠρτίαζον . ἀρτιασμὸς καὶ ἀρτιάζειν ἐστὶ τὸ δραξάμενον
λοιποὺς ἐφεξῆς , τῶν ψιλῶν , ὡς εἴρηται , ἀεὶ προλαμβανόντων . Μετὰ δὲ τὸ παρελθεῖν τὸν στενὸν τόπον πάλιν
5148607 Καρησος
ἅλαδε προρρέουσιν [ ] , Ῥῆσός θ ' Ἑπτάπορός τε Κάρησός τε Ῥοδίος τε , Γρήνικός τε καὶ Αἴσηπος δῖός
ὃν ὠνόμακεν ὁ ποιητής „ Ῥῆσός θ ' Ἑπτάπορός τε Κάρησός τε Ῥοδίος τε : τὴν ” δὲ πόλιν κατεσπάσθαι
5144445 γιγνωσκομενα
τὰ δὲ τῇ συμπαρατηρήσει καταλαμβάνεται , ὡς τὰ διὰ σημείων γιγνωσκόμενα : οὕτω καὶ τὰ συμφέροντα μὲν ἐνδείξει καταλαμβάνεται .
, ὦ Ἀπολλώνιε , καὶ πολλὰ ἴσως διακηκοὼς μήπω ἡμῖν γιγνωσκόμενα οὐ δίει ταῦτα , οὐδὲ τὸ εἶδος ἡμῖν τοῦ
5142715 καινεται
ἐδνοπάλιζεν . ἀνδρὸς ] πολεμίου . ἀνὴρ ] πολίτης . καίνεται ] κόπτεται . καίνεται ] φονεύεται . Ξ καίνεται
καίνεται ] φονεύεται . Ξ καίνεται ] σφάζεται . θ καίνεται ] σφάττεται . βλαχαὶ δ ' αἱματόεσσαι : ἐπὶ
5142597 καλοιμεν
τίνος τέχνης ἐπιστήμων ἐστίν , τίνα ἂν καλοῦντες αὐτὸν ὀρθῶς καλοῖμεν ; Ὦ Χαιρεφῶν , πολλαὶ τέχναι ἐν ἀνθρώποις εἰσὶν
φύουσιν ἐκ τῆς γῆς Ὧραι : εἰ δὲ καὶ Διόνυσον καλοῖμεν καὶ νύμφας καὶ Δήμητρος κόρην ὑέτιόν τε Δία καὶ
5141566 καλοιντ
στοιχεῖα μὲν τὰ πρῶτα καὶ τῶν μετ ' αὐτὰ ἀρχαὶ καλοῖντ ' ἂν εἰκότως . ὧν οὐ πάνυ τοι προσήκων
ἀργόν , οὐχ ἱππῶδες , ὑγρόν . οἱ πρόσθεν πόδες καλοῖντ ' ἂν οἱ πρόσθιοι , οἱ ἔμπροσθεν , οἱ
5141522 ὀρυγων
. πολεμούμενοι δὲ ὑπὸ τῶν Σιμῶν οὗτοι , τοῖς τῶν ὀρύγων κέρασιν ὅπλοις χρῶνται , μεγάλοις καὶ τμητικοῖς οὖσι :
δ ' αὕτως ἔχει καὶ περὶ τῶν κητέων ἁπάντων , ὀρύγων τε καὶ φαλαινῶν καὶ φυσητήρων , ὧν ἀναφυσησάντων φαίνεταί
5131962 γαυλοι
γαυλώς : παρὰ τὸ γάλα . εἴδη δέ εἰσιν οἱ γαυλοὶ ἀγγείων ποιμενικῶν . σκαφίδας : ἀγγεῖα , εἰς ἃ
μαλακῆς πόας ὑπὸ τῆς νοτίδος τρεφομένης . Ἀνέκειντο δὲ καὶ γαυλοὶ καὶ αὐλοὶ πλάγιοι καὶ σύριγγες καὶ κάλαμοι , πρεσβυτέρων
5128892 ξεω
ξένος : Ξενίων ὄνομα κύριον : ξενὼν τὸ περιεκτικόν : ξέω : ξερόν : σεσημείωται τὸ ξαίνω ῥῆμα διὰ τῆς
καὶ μῦθος . Μεθόδιος . σημαίνει δὲ τὸ αἱματῶ καὶ ξέω , . , , . . α . +
5127404 ἐνεργητικα
ἀττικήν : αὕτη γὰρ τὰ παθητικὰ ἐνεργητικῶς λέγει καὶ τὰ ἐνεργητικὰ παθητικῶς . ἄλλως . ὁ Ἑρμῆς ἐστάλη παρὰ τοῦ
ο μικρόν , πάντως ἂν ἀπ ' ἐκείνων τὰ εὐκτικὰ ἐνεργητικὰ ἐκανόνισεν : ἐπεὶ δὲ οὐκ ἔστιν ἐν τοῖς ὁριστικοῖς
5127346 κωπων
. . . . παρεξειρεσίαν : Ἀρριανός : τῶν μὲν κωπῶν ἔστιν ἃς ξυνέτριψαν καὶ τῆς παρεξειρεσίας τινὰ ἀπέθραυσαν .
ὀρνίθων ἡ πτέρωσις , ἀφ ' οὗ καὶ ὁ τῶν κωπῶν ὅμοιος σχηματισμός . Ἐπαμησάμενος . ἀνακινήσας . Ἰακχάζουσιν .
5127327 προϊεντα
σταθέντα τῆς ἐπὶ τὰ πρόσω ῥοπῆς , βραχύ τι ἴσως προϊέντα . Ἐπεὶ δ ' εἰκὸς ταῖς μείζοσι τῶν ἀλλοιώσεων
: τὸν δὲ συνέντα τοῦτο λίσσεσθαι , χρήματα μέν σφι προϊέντα , ψυχὴν δὲ παραιτεόμενον . Οὐκ ὦν δὴ πείθειν
5125813 εἰδικωτατων
τρίτον ὅτι τεσσάρων ὄντων , ὡς εἴρηται , γενικωτάτων ὑπαλλήλων εἰδικωτάτων καὶ ἀτόμων , τὸ μὲν γενικώτατον καὶ ὑπάλληλον καὶ
. τοῦτο τρίτον . τέταρτον ὅτι τεσσάρων ὄντων γενικωτάτων ὑπαλλήλων εἰδικωτάτων ἀτόμων τὸ μὲν γενικώτατον μόνως ὅλον , τὸ δὲ
5124081 φερτρον
ἐς τὰ προάστεια φέρουσιν , θέμενοι δὲ αὐτὸν καὶ τὸ φέρτρον τῷ ἐκόμισαν , ὕπερθε λίθοις βάλλουσιν , καὶ τάδε
ἀλλήλων . . κείμενον ἐν φέρτρῳ : ὅτι ἅπαξ τὸ φέρτρον : ἔστι δὲ φορεῖον . . πάντας γὰρ ἔχε

Back