| : καὶ Αἴσονος ἀγλαὸν υἷα ἧκ ' ἐπιθαρσύνουσα θοῶς πρέμνοιο λαβέσθαι κῶας χρυσεόμαλλον : ὁ δ ' οὐκ ἀπίθησεν ἀκούσας | ||
| τὰ δὲ σκέλεα ἄνω ἔχειν , καὶ τὰς γυναῖκας πάσας λαβέσθαι τοῖν σκελέοιν , ἀφείσας δὲ τὰς χεῖρας : ἔπειτα |
| θλίβων . μικρὸν δ ' ἐπισχὼν εἶτ ' ἔσωθεν ἐκκύψας ψαύειν ἔμελλεν ἰσχάδος Καμειραίης : ἕτερος δ ' ἐπῆλθεν ἄλλο | ||
| ἄγουσιν ἔνδον παρ ' ἐμὲ καὶ προσιέναι τε ἐκέλευον καὶ ψαύειν ἐμοῦ . εἶτα τὸ τελευταῖον τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἐνστάσης |
| τινος πέτρας πρὸς τῆς πατρίδος αὐτοῦοὐ γὰρ ἦν αὐτῷ θεμιτὸν ψαῦσαι τῆς γῆςἐλάλησεν πρὸς τὸν λαὸν περὶ τῆς στρατείας καὶ | ||
| ἰδόντες λαμπόμενον στεροπῇ ἴκελον Διός , ὦρτο δ ' ἕκαστος ψαῦσαι ἐελδόμενος δέχθαι τ ' ἐνὶ χερσὶν ἑῇσιν : Αἰσονίδης |
| ὡς μηδὲ τὴν τρίτην μοῖραν τοῦ Γαλατικοῦ στρατεύματος εἰς Γαλατίαν ἀναστρέψαι . Ἐκ δὲ τοῦ κατορθώματος πάλιν εἰς τὴν προτέραν | ||
| ὑπό τινος βίας κατασπᾶται : ἑαυτῷ δὲ βοηθῶν καὶ πάλιν ἀναστρέψαι προαιρούμενος ἀντέχεται μὲν τῆς ἐκβάσεως , ἀντισπωμένῳ δ ' |
| μάθῃ , στρόβιλος ἀμφάκανθον εἱλίξας δέμας κεῖται δακεῖν τε καὶ θιγεῖν ἀμήχανος . τῶν δὲ λεπάδων , φησὶν ὁ Δίφιλος | ||
| ἡ δ ' Ἀγαύη περιβάλλειν μὲν τὸν υἱὸν ὥρμηκε , θιγεῖν δὲ ὀκνεῖ . προσμέμικται δ ' αὐτῇ τὸ τοῦ |
| δὲ συνεχῶς καταπονούμεναι ἔγνωσαν δεῖν τὸν ἐπὶ τῆς οἰκίας ἀλέκτορα ἀποπνῖξαι : ἐκεῖνον γὰρ ᾤοντο τῶν κακῶν αἴτιον εἶναι νύκτωρ | ||
| τιν ' ἀστραπή , φέρειν τιν ' ἄρας ἄνεμος , ἀποπνῖξαι βρόχος , θύρας μοχλεύειν σεισμὸς , εἰσπηδᾶν ἀκρίς , |
| ἑαυτοῦ γονὴν ἐκτείνειν τὸ κακόν : τῆς γάρ τοι θηλείας ἀναγομένης τεκεῖν , ὁ δεινὸς ἐκεῖνος ἀγχοῦ μάλα παρακαθήμενος ἐπισκοπεῖ | ||
| πεζῇ ἐς Πύδναν τὴν Ἀλεξάνδρου . ἐν ᾗ ὁλκάδος τυχὼν ἀναγομένης ἐπ ' Ἰωνίας καὶ ἐπιβὰς καταφέρεται χειμῶνι ἐς τὸ |
| ἐγεννήθησαν , ἐτράφησαν , εἰς φῶς προῆλθον . Στάζει : ἐπιβαίνει , ἐμβάλλει , ἐπιφέρει . γλυκερόν : εὐφρόσυνον . | ||
| τῷ κατὰ φύσιν ἀκολουθεῖν λόγῳ . οἷον τὰ μὲν ὄπισθεν ἐπιβαίνει , ὡς ἵππος ὄνος αἲξ βοῦς ἔλαφος καὶ τὰ |
| πρὸς μὲν τὰς ὑστέρας προσθεῖναι εἴριον πρὸς αὐλὸν , ὡς ὠθεῖν μάλιστα , τοῦ πτεροῦ περιελίξας , βάψας ἢ λευκῷ | ||
| ἐκ τοῦ μὴ δύνασθαι τὸ πνεῦμα εἰς ὅλον τὸ σῶμα ὠθεῖν τοσοῦτον ὑγρόν . ἑτέρα δὲ δόξα ἐστίν , ἐν |
| ἔφη δ ' αὖ πάλιν ὅτι εὗρεν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ Ἀλχασαῖος πέπτοντας ἄρτους ὡς καὶ λαλῆσαι τὸν ἄρτον πρὸς τὸν | ||
| ἐργασίαν ? ὑμῶν ; ” [ ὁ δὲ ] ? Ἀλχασαῖος δεξάμενος χοῦν ἐκ τῆς γῆς ἐκείνης τῆς λαλησάσης πρὸς |
| ἐρῶ σε : παθητικῆς δὲ παράδειγμα : ἐν μανίᾳ τις ἁπτόμενον αὑτοῦ τὸν υἱὸν ἀπέκτεινε , καὶ κρίνεται φόνου ἀνενεγκών | ||
| , ὅσῳ ἐκεῖνα μὲν ἁψάμενα , τοῦτο δὲ οὐδ ' ἁπτόμενον , ἐάν τις αὐτὸ θεᾶται , ἐνίησί τι καὶ |
| παρέκρουσεν , οἶμαι , ὀγδόῃ , τρόπον τὸν ἀκόλαστον , ἀνίστασθαι , μάχεσθαι , αἰσχρομυθέειν ἰσχυρῶς , οὐ τοιοῦτος ἐών | ||
| πεμπούσης ἄνεμον . Οὐκ ἂν φαίην ὡς ὁμοίως τῷ τε ἀνίστασθαι παρ ' ἡμῶν ἠθύμει καὶ τῷ παρ ' ὑμᾶς |
| Ἦν ταῦτα . Καὶ τοῦθ ' ἡμῶν ἀπορουμένων ἔτι μείζων κατεχύθη σκοτοδινία , φανέντος τοῦ λόγου τοῦ πᾶσιν ἀμφισβητοῦντος ὡς | ||
| περὶ τῆς Λευκίππης , ὡς ἀφανὴς ἐγένετο , νέφος αὐτῇ κατεχύθη λύπης . καὶ τὸ μὲν ἀληθὲς οὐκ εἶχεν εὑρεῖν |
| τὸν Σαυνιτικὸν πόλεμον ὑπὲρ ἁπάσης Καμπανίας ἡ τῶν Ῥωμαίων πόλις ἀραμένη καὶ τρισὶ νικήσασα μάχαις τοὺς ἀντιταχθέντας ἐβούλετο μὲν ἁπάσας | ||
| ᾠκισμένη οὐκ ἀγαπᾷ , ἀλλ ' ἑτέρας ἰσομετρήτους ὑπὲρ αὑτὴν ἀραμένη φέρει ἄλλας ἐπ ' ἄλλαις . ὣς ἄρα ἐπώνυμον |
| καὶ ἑτέρῳ τινὶ συναφθείη . ἐπιθυμία γὰρ μὴ τοῦ σκοποῦ λαβομένη δεύτερον οἴεται κέρδος τὸ μηδὲ ἄλλον τυχεῖν . τεκμαίρομαι | ||
| συγγενεῖς ὄντες τινὲς παρ ' αὐτῷ : τῶν γονάτων αὐτοῦ λαβομένη καὶ περιπεσοῦσα τέως μὲν ἔκλαιε φωνὴν οὐδεμίαν προϊεμένη , |
| . ἀλλὰ καὶ σώφρων ἐστὶ διὰ τὸ μηδέποτε τοῦ θήλεος ἐπιβαίνειν μετὰ τὴν σύλληψιν . Ἀκοὴν δὲ γράφοντες , ταύρου | ||
| παρὰ δὲ τὴν ἀποβάθραν ἑστὼς διαγίνωσκε αὐτοὺς καὶ ἀναλάμβανε γυμνοὺς ἐπιβαίνειν ἀναγκάζων . Εὖ λέγεις , καὶ οὕτω ποιήσωμεν . |
| παραλύσασα τοῦ στρατηγεῖν ἐπὶ τῶν λοιπῶν ἐτήρησε ποιήσασα τὸ γέρας ἄοπλον . εἶθ ' ὁπότε μὲν βουληθεῖεν τῶν σπουδαίων λαμπρῦναί | ||
| ἁλιευτικός . ἐγκονέουσι : σπουδάζουσι , κοπιῶσιν . Ἄφρακτον : ἄοπλον , ἀφύλακτον . μετά : εἰς , ἐπί . |
| τοῦτο εἴρηκεν . ἀπόλωλα τὠφθαλμώ : ἀπώλεσα τοὺς ὀφθαλμούς μου κλαίων καὶ ὀδυρόμενος τοὺς βόας . Γ ἀπόλωλα ] ὅλον | ||
| δειλὸν εἰσοίσεις λόγον : χώρει : τίς ὑμῶν ἅψεται ; κλαίων ἄρα ψαύσει . θεῶν γὰρ οὕνεχ ' ἱππικοῦ τ |
| σπαραγμοῦ ἢ ἀναγκάζειν τὸν στόμαχον : τὸ γὰρ ἐπὶ πλέον σπαράττειν καὶ διατείνειν μᾶλλον ἀνατρέπειν οἶδε τὴν ὄρεξιν . βέλτιον | ||
| ὧν εἰς αὐτοὺς πλημμελεῖ : δεσμοῖς γάρ τισι στρεβλοῦν καὶ σπαράττειν αὐτῶν τὴν φωνὴν ἐπιχειρεῖ . καὶ ὁ μέν τι |
| ἔρωτα γινώσκειν ὅτι ἁπάντων τούτων ἐπιδεής : οὐ γὰρ ἂν ἐφίετο αὐτῶν , εἴπερ εἶχε : ταῦτά σου ἀκούων τὸν | ||
| Θυάτειρα , εἶτ ' Ἀπολλωνίδα ἔσχεν , εἶτ ' ἄλλων ἐφίετο φρουρίων : οὐ πολὺν δὲ διεγένετο χρόνον , ἀλλ |
| οἱ κινοῦντες τὰς κεφαλὰς καὶ τὰ δόρατα , καὶ μὴ ἡσύχως ἀπιόντες καὶ τὸ ὅλον ἀτρόμως , οὐκ εἰώθασιν ὑπομένειν | ||
| θεάσῃ . Αὕτως : μάτην , οὕτως , ἀπράκτως , ἡσύχως . ἀτρομέοντα : χάζοντα , ἀκινητίζοντα . λάθρη : |
| δὲ δὴ τοῦτο συμβαίνει καὶ ὁ ἀὴρ ἀπομάττεται καθάπερ κηρὸς ὠθούμενος καὶ πυκνούμενος , πῶς καὶ ποία τις ἡ ἔμφασις | ||
| αὐτόθεν τοῦ πυρός , ἅτε οὐκ εἰς κενὸν ἐξιόντος , ὠθούμενος ὁ πλησίον ἀὴρ εὐκίνητον ὄντα ἔτι τὸν ὑγρὸν ὄγκον |
| δὲ ἐπήλθομεν ἐκ περιουσίας , εἰ μὲν προὐχώρει , μὴ προαπελθεῖν , ἀντιπεσόντος δὲ ἀναχωρεῖν τῆς αὐτῆς ἐστι σωφροσύνης . | ||
| ' , ὥσπερ ἀκηκόατ ' ἤδη πολλάκις , οὐχὶ δυνηθεὶς προαπελθεῖν , ἀλλὰ καὶ μισθωσάμενος πλοῖον κατακωλυθεὶς ἐκπλεῦσαι . ἀλλὰ |
| οὔτε κεῖται καθάπερ ἐν ἀστικῷ μειρακίῳ λιπῶσα , ἀλλ ' ἐγήγερται μὲν ὑπὸ τοῦ αὐχμοῦ , παρέχεται δὲ αὐχμηρὸν οὐδὲν | ||
| πᾶν καὶ τὸ ὑγρόν , καίτοι κατωφερῆ ὄντα , ὅμως ἐγήγερται καὶ ἕστηκε τὴν οὐχ ἑαυτῶν φυσικὴν στάσιν . οὕτως |
| ἐκ μέσου κατατεινούσης ῥίζης τρόπον ἢ μίσχου , ἐξ οὗ ἐκκρεμὲς ῥιζωθέν τ ' ἀναπνεῖ τε καὶ τὴν τροφὴν μάλιστα | ||
| διεμέτρεε πώεα μήλων : καί τις ὀρεσσαύλοιο δορὴ μετόπισθε χιμαίρης ἐκκρεμὲς ᾐώρητο καὶ αὐτῶν ἥπτετο μηρῶν , ποιμενίη δ ' |
| ἄλλο κακὸν εἰς ἐμὲ ἀφόρητον ἔπαιζεν : συνενεγκὼν ἀκανθῶν ὀξυτάτων φορτίον καὶ τοῦτο δεσμῷ περισφίγξας ἀπεκρέμνα ὄπισθεν ἐκ τῆς οὐρᾶς | ||
| . Ἀττικὸν τὸ σχῆμα . ἀρέσκει με γάρ φησι . φορτίον : Τὸ βάρος πρὸς ὃ δυσχεραίνεις καὶ δειλιᾷς . |
| : καὶ θὲς εἰς καινὸν ἀγγεῖον περίφιμον πάντοθεν , ὑπόκαιε ἡρέμα ἕως μεσασθῇ . Εἶτα θὲς τὸ πέταλον εἰς τὸ | ||
| ἀγαγών : ἀντὶ τοῦ ὦ ὦ : λαθραίαν , ὡς ἡρέμα βαδιζουσῶν αὐτῶν : † σίγα κρυπτὰν βάσιν αἰσθάνομαι : |
| αἵματος τοὺς δακτύλους προσέγραψεν . καί πού τις αὐτῷ κατεσημήνατο δωμάτιον τὰ τιμιώτατα ἔχον . καὶ τοὺς μὲν ἐπῄνει σφόδρα | ||
| χειρὸς λαβόμενος τοῦ Δοκεια - νοῦ ὁ στρατοπεδάρχης εἰς τὸ δωμάτιον εἴσεισιν , ἐν ᾧ ὁ Οὐρσέλιος ἐνεκέκλειστο , καὶ |
| : μετὰ ταῦτα , δή . ἀσχαλόων : λυπούμενος . ῥίπτει : προσαράπτει , κρούει , καταφρονεῖ , τύπτει . | ||
| ὅσα τοιαῦτα τυγχάνει ὄντα , τούτους δὲ ἡ προσήκουσα μοῖρα ῥίπτει εἰς τὸν Τάρταρον , ὅθεν οὔποτε ἐκβαίνουσιν . οἳ |
| ἐλθοῦσαν καὶ τὸν ἑαυτῆς τε κἀκείνου ἔρωτα μεγάλων ἀξιῶσαι προσπεσοῦσαν ξίφει ὀρθῷ . τρίτον ἠρόμην : ἡ Ἑλένη , ὦ | ||
| τοῖς ἄμοτον κοτέων Ἀφαρήιος Ἴδας κόψε παρ ' οὐρίαχον μεγάλῳ ξίφει : ἆλτο δ ' ἀκωκή ῥαιστὴρ ἄκμονος ὥστε παλιντυπές |
| τὸ ὄργανον . ὁ γὰρ ἀγκών ἐστι μοχλὸς ἀντεστραμμένος : ὑπομόχλιον μὲν γὰρ γίνεται τὸ ἓν μέρος αὐτοῦ , ἡ | ||
| . ὅσῳ δ ' ἂν ἐγγυτέρω τιθῆται τοῦ φορτίου τὸ ὑπομόχλιον , τοσούτῳ εὐχερέστερον κινεῖται τὸ βάρος , ὡς ἑξῆς |
| ἐστὶν , ὅταν ἀραιωθέντος τοῦ περιτοναίου περὶ τὸν βουβῶνα ἢ ῥαγέντος κατέλθῃ ἄχρι βουβῶνος τὸ ἔντερον , καὶ θεραπεύεται εἰ | ||
| , ἀνέλπιστον . Τοῖσιν ὑδρωπιώδεσι , κατὰ φλέβας ἐς κοιλίην ῥαγέντος τοῦ ὕδατος , λύσις . Δυσεντερίη ἀκαίρως ἐπιστᾶσα ἀπόστασιν |
| ἐστιν , ἀλλ ' ὅτι τὸ ξύλον ἐπιτηδείως ἔχει συνεργοῦ λαβόμενον ἐκείνου καῆναι , καὶ τήκει τὸν κηρὸν οὐχ ὅτι | ||
| σφαιρωτῷ , ὥστε εἶναι τὴν πληγὴν ἀσινῆ . καλὸν δὲ λαβόμενον τοῦ ἀντιπάλου , καὶ ἑλκύσαντα ἐφ ' ἑαυτόν , |
| θαρσαλέος , βέβαιος ὤν . τινάσσων ] κινῶν . πυρπνόον βέλος ] τὸν κεραυνόν . . ταῦτ ' ] αἱ | ||
| τὸ δέρμα δὲ ὅταν ᾖ περικείμενον τὸ ἀπ ' οὐρανοῦ βέλος παρεκτρέπει . ὅτι εἰ πυκνὰ διατρήσας τὸ δέρμα τῆς |
| : Ἀρριανός : ὁ δὲ ὑποτεμόμενος αὐτὸν ἐν ξυναγκείᾳ τινὶ βάλλει κατὰ νώτου τὸν ἄνθρωπον . . . . ὀκνεῖν | ||
| αὐτῷ ἀναφύονται πολλοὶ ἄνδρες ὡπλισμένοι . ὁ δὲ Κάδμος δείσας βάλλει αὐτοὺς λίθοισιν . οἱ δὲ δοκέοντες ὑφ ' ἑαυτῶν |
| καὶ τῷ νοσεῖν καὶ τῷ ἀποθνῄσκειν καὶ τῷ πηροῦσθαι , αἰσθανόμενός γε , ὅτι ἀπὸ τῆς τῶν ὅλων διατάξεως τοῦτο | ||
| ἐν ταῖς διαλύσεσιν ἐπιχωρήσαντα τῷ Σύλλᾳ . ὧν ὁ Ἀρχέλαος αἰσθανόμενός τε καὶ δείσας ἐς Μουρήναν ἔφευγε καὶ παροξύνας αὐτὸν |
| πλησίον κείμενον . * κρατήσας . τὸν θαυμασίως ἀναφανέντα αὐτῷ χαλινόν . . Σύναπτε τὸ Κοιρανίδᾳ πρὸς τὸ μάντιν . | ||
| ἡνία , κατεχρήσατο δὲ ἐπὶ τοῦ ἱμάντος : οὐ γὰρ χαλινόν φησιν . . . . μοῦ συγκατεψεύσατο ] σὺν |
| ἶσα καὶ ἀνθρώπων οἱ χαριέστατοι , ἐπιγινώσκει τε ἀκριβῶς τὸν ἐπιβάτην καὶ ἰδὼν εὐθὺς ἀφῆκε χρεμετισμὸν , οἷα δὴ προσγελῶν | ||
| εὐθὺς πορευόμενος καὶ ταχέως ἰλιγγιάσας πρὸς τὸν τῆς ἰδίας μητρὸς ἐπιβάτην ἔλεγεν : ” ἰδού , ὁρᾷς με βραχύτατον καὶ |
| : γράφεται δαρδάπτων . ἐμμενέως : ἰσχυρῶς , παραμένως . ἐρεύθει : βάπτεται , καταβάπτει , μολύνει . Λιχμάζων : | ||
| καὶ οἰδέει οἰδήματι πᾶν τὸ σῶμα , καὶ τὸ πρόσωπον ἐρεύθει , καὶ τὸ στόμα ξηρὸν , καὶ δίψα ἐπέχει |
| καὶ τημελούμενος ἡμῶν . ἄγ ' , ὦ δειλαία , βιάζου καὶ σὺ καὶ ὤθει , ὥστε σε εἰσελθεῖν . | ||
| κορέσκοις ] πλήρωσον ἔμετον ] ἐξέραμα βιάοιο ] ἀνάγκασον , βιάζου βύβλου ] παπύρου στρεπτόν ] στρεβλόν ἐπιγνάμψαιο ] ἐπίκαμψον |
| προσφιλῆ ; Ἴωμεν , ὦ παῖ , προσκύσαντε τὴν ἔσω ἄοικον εἰσοίκησιν , ὥς με καὶ μάθῃς ἀφ ' ὧν | ||
| ἀγαθόν . Καὶ πῶς ἐνδέχεται μηδὲν ἔχοντα , γυμνόν , ἄοικον , ἀνέστιον , αὐχμῶντα , ἄδουλον , ἄπολιν διεξάγειν |
| γὰρ κεκλήσῃ γυνή . κἀκείνη περιβλέψασα πάντας ἀπῄει δακρύουσα , ποθοῦσα τὸν Ζαριάδρην ἰδεῖν : ἐπεστάλκει γὰρ αὐτῷ ὅτι μέλλουσιν | ||
| οὐδὲν κέρδος ἐν τοῖς κακοῖς ἡ σιωπή : ἡ γὰρ ποθοῦσα : ἡ γὰρ καρδία ἐπιζητοῦσα πάντα ἀκούειν δαπανᾶται : |
| λέγει οὖν ὅτι ἔχρησέ μοι μὴ συνελθεῖν ἑτέρᾳ , πρὶν ἐπιβῆναι τῆς πατρίδος . τοῦτο γὰρ αἰνίττεται , ὅπερ αὐτὸς | ||
| εἰς ἅπαντα τόπον περὶ τῆς Κόλχων ἀγριότητος μηδεὶς τῶν ξένων ἐπιβῆναι τολμήσῃ τῆς χώρας . περιβαλεῖν δὲ καὶ τῷ τεμένει |
| δεξιᾷ χειρὶ κατέχειν , τὴν καμπὴν δὲ αὐτοῦ τοῖς δακτύλοις κρύψαντα τῇ εὐωνύμῳ χειρὶ πρᾴως συνεισφέρειν καὶ καταπείρειν εἴς τινα | ||
| οὐδὲ ἀνερωτώμενος , τὴν μὲν ἤλεγχε ψευδομένην , τὸν δὲ κρύψαντα . καὶ ὁ Βροῦτος τὸν μὲν νεανίαν ἀπεδέξατο τῆς |
| τῆς σελήνης ὑπερχομένης κατὰ κάθετον , οὔσης φύσεως γεώδους : βλέπεσθαι δὲ * τοῦτο κατοπτρικῶς ὑποτιθέμενον * τῷ δίσκῳ . | ||
| δὲ ἔχειν , ἢ ὡς ἐκ συμμέτρου μὲν διαστήματος δοκεῖν βλέπεσθαι τὸ φανταστόν , ἄλλως δὲ ἔχειν . πλὴν τό |
| κάλλος ὑπὸ Νηρηΐδων ἁρπαγεὶς ἀνεβόησε . Καὶ Πολύφημος ἀκούσας αὐτοῦ βοήσαντος , σπασάμενος τὸ ξίφος ἐδίωκεν , ὑπὸ λῃστῶν ἄγεσθαι | ||
| τρωθῆναι τὸν ἵππον αὐτοῦ , καὶ μέλλοντος ἤδη ἀνῃρῆσθαι , βοήσαντος αὐτόν , ἔστη καὶ ἐδέξατο τὸν Μέμνονα καὶ ἀνῃρέθη |
| , ὡς λάθοι , παιδεύεται . νεανίαν δ ' ὡς ἤισθετ ' ἐκτεθραμμένον , ἐλθεῖν ς ' ἔπεισε δεῦρ ' | ||
| γὰρ παῖδα φήις ς ' ἄγειν ἐμόν : τίς Σπαρτιατῶν ἤισθετ ' ; ἢ ποίαν βοὴν ἀνωλόλυξας , Κάστορος νεανίου |
| πολὺν ἔρωτα παραγίνεται τοῦ Ῥήσου . καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἡσυχάζει αἰδοῖ κατεχομένη , ἐπειδὴ δὲ σφοδρότερον ἐγίνετο τὸ πάθος | ||
| τρέφεται . Ὅτι κολληθεὶς ἐν τῷ πηλῷ ὁ βάτραχος κεκλημένος ἡσυχάζει , κάτωθεν δὲ τῆς γένυος ἔχει ὑπερσάρκωσιν , ἣν |
| αἴῃ νευστάζων κεφαλήν τε μέτωπά τε πάμπαν ἐρείδει τεινάμενος , πήξας τε παρὰ χθονὶ πικρὰ βέλεμνα ἐσσύμενον μίμνει , τὸν | ||
| ” ἢ τὸν περὶ τῶν θείων ἔργων μεμνημένον . θρέψας πήξας . σημαίνει δὲ καὶ τὸ σύνηθες . θρῆνυς ὑποπόδιον |
| οὐ λείπει τὴν φυλακήν , ἀλλ ' ὑπὸ τῷ πρέμνῳ καθῆστο ἐλλοχῶσα καὶ ὕφαιμον ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ λέων | ||
| καθῆσθαι καὶ καθιεῖ καὶ καθίζειν , οὐ καθιζάνειν . καὶ καθῆστο , καθοίμην , καθήμην , καθῆντο . καθηγεῖσθαι ἀντὶ |
| ἦν ἀποπτάμενον τοῦ σώματος , οὐκέτι τι τῆς ἐκείνου ὕλης ἐφελκόμενον ἐφαντάζετο , τὸ δὲ καθαρώτατον τῆς ψυχὴς ἀπελθὸν αὐτὸς | ||
| μὲν πρῶτον ἐφήδρευε * τῇ πόλει πρὸς τὸν Εὔμαχον , ἐφελκόμενον βαρὺ τὸ στρατόπεδον διὰ τὰς ἐκ τῶν ἁλουσῶν πόλεων |
| ἔχειν , εὑρήσεις . λιπαρόν ] ἀγωνιστικόν , φανερόν , στερρὸν ἢ ἔντιμον . οἱ γὰρ ἀθληταὶ ἐν ἀγῶσιν ἀεὶ | ||
| , ἐπειδὴ ἱστάμενοι ἐπῇδον , διὰ τούτου τὸ ἔμμονον καὶ στερρὸν τῆς γῆς παριστῶντες . Οὐ χρὴ γράφειν ὦ κρονίδαι |
| ἀκόντων τελευτᾷ , καθαρὸς ἔστω κατὰ νόμον . ἐὰν δὲ αὐτόχειρ μέν , ἄκων δὲ ἀποκτείνῃ τις ἕτερος ἕτερον , | ||
| Ἐπάφου λέγων εἶναι τῆς ἀληθείας κυρήσεις καὶ οὐ ψεύσηι . αὐτόχειρ ] αὐτὸς ὁ πατὴρ φυτουργὸς τοῦ γένους , ὁ |
| σώματα ἀλλήλοιν περικείμενα . , . . Ἀνακλῖναι οἱ δὲ ἀνακλῖναι μὲν τὴν θύραν οὐκ ἐτόλμησαν οὐδ ' εἴσω παρελθεῖν | ||
| γὰρ τὸ κλεῖσαι ἐστὶ τὸ ἀσφαλίσαι : Ὅμηρος : ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ ' ἐπιθεῖναι . . . ἀναφορά |
| Διασωθεὶς δὲ εἰς τὸ στρατόπεδον οὐκ ἠρέμησεν , ἀλλὰ κύκλῳ περιθέων τοῦ χάρακος τὰ φρονήματα τῶν στρατιωτῶν ἐπερρώννυεν ὡς μηδέν | ||
| ἀναιρῶν : λέοντας δὲ καὶ παρδάλεις ὅσα τε ζῷα γενναῖα περιθέων ἄνωθεν κατηκόντιζεν . οὐδέ τις εἶδεν ἀκόντιον δεύτερον οὐδὲ |
| παιδὸς ἰωήν , κραιπνὰ θέων ἀκάτοιο φίλης ἄγχιστος ἵκανε , σαίνων τ ' οὐραίῃ κεφαλήν τ ' ἀνὰ γαῦρος ἀείρων | ||
| ἐπιγινώσκων φωνὴν πλησίον τάχιστα ἀφικνεῖτο τοῦ σκάφους τῇ τε οὐρᾷ σαίνων καὶ τὴν κεφαλὴν ὑψῶν καὶ γαυρούμενος καὶ ψαῦσαι τοῦ |
| καὶ ὁ δελφὶς σὺν αὐτῷ εἰς τὴν νῆσον ἐξῆλθεν . ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ θύννος καὶ τὸν δελφῖνα λειποψυχοῦντα θεασάμενος ἔφη | ||
| πρὶν εἰς τὴν οἰκίαν αὑτοῦ παραγενέσθαι : ὁ δὲ ἀπιστῶν ἐπιστραφεὶς ἐθεάσατο τὴν γυναῖκα , ἡ δὲ πάλιν ὑπέστρεψεν . |
| γάρ ἐστιν ὁ τύπτων τινά , ὁ στρεβλῶν , ὁ ἄγχων , ὁ τὴν ἐσθῆτα καταρρηγνύς : ὁ ταῦτα καὶ | ||
| , καὶ Ἀρραχίων τε τὴν ψυχὴν ἀφίησιν ἀγχόμενος καὶ ὁ ἄγχων τὸν Ἀρραχίωνα ὑπὸ τοῦ δακτύλου τῆς ὀδύνης κατὰ τὸν |
| καὶ ἐλευθέρου τοῦ Ἴστρου ῥέοντος μισεῖ τὴν ἀργίαν καὶ ἀναπλεύσας ἐμφορεῖται τοῦ κατὰ τὸ ὕδωρ ἀφροῦ : πολὺς δὲ οὗτός | ||
| , ἔφη , τὸν γέροντα Ζηνόθεμιν λέγων , ἐπήκουον γάρὅπως ἐμφορεῖται τῶν ὄψων καὶ ἀναπέπλησται ζωμοῦ τὸ ἱμάτιον καὶ ὅσα |
| τὰς Μούσας ἀναβάλλεσθαι αὐτοῦ ἥδιον , ὁπότε πρὸς τὸ ᾄδειν τράποιτο . παραπλήσια δὲ τούτοις καὶ περὶ τῶν σοφιστῶν ᾤετο | ||
| ' . Ὦ Ἡράκλεις , φέρε , ποῖ τις ἂν τράποιτο ; Τἀληθὲς γὰρ οὐκ ἐθέλει φράσαι . Κατηγορεῖς γὰρ |
| ἐπειδὴ ἐγγὺς ἦσαν , ἐγκύψας καὶ ἐκτείνας τὴν κέρκον , ἐνδακὼν τὸν χαλινόν , μετ ' ἀναιδείας ἕλκει : ὁ | ||
| ἑάλω . καὶ ἐρωτώμενος ὑπ ' αὐτοῦ τὴν γλῶτταν αὑτοῦ ἐνδακὼν καὶ ἀποτεμὼν προσέπτυσε τῶι τυράννωι καὶ ἐν ὅλμωι βληθεὶς |
| ἡ γυνή ς ' ὕβριζε ; θεός τίς ς ' ἠλέησε ἀλλήλους δ ' ἐλήϊσαν † ὅδ ' ἐγὼ Χίρων | ||
| εἰς αἴνιγμα πέσῃ , σαφέστερον ἐρῶ . Προκόπιος εὖ ποιῶν ἠλέησε Διονύσιον ὁρῶν αὐτὸν ἐν πενίᾳ μετὰ τὸν τοῦ πατρὸς |
| ἑστὼς δὲ ὁρμῆς ἐξουσίαν ἔχειν ἐδείκνυτο καί σοι τὸν ὀφθαλμὸν ἠπάτα , ὡς καὶ τῆς εἰς τὸ πρόσω κυριεύων φορᾶς | ||
| οὐδείς , τῶν δὲ θηλειῶν λόγος . ὃ δ ' ἠπάτα σε πλεῖστον οὐκ ἐγνωκότα , ηὔχεις τις εἶναι τοῖσι |
| ἀνθρώπου ἐν Μασσαλίᾳ οἱ Πρωτιάδαι καλούμενον . ὅτι Θεμιστοκλῆς ἅρμα ζευξάμενος ἑταιρῶν , ὥς φησιν Ἰδομενεύς , πληθούσης ἀγορᾶς εἰσήλασεν | ||
| καθορᾶν ἐδύνατο . αὐτίκα γέ τοι ὁ μὲν Ἥλιος οὑτοσὶ ζευξάμενος τὸ ἅρμα πανήμερος τὸν οὐρανὸν περιπολεῖ πῦρ ἐνδεδυκὼς καὶ |
| ἐν ποσὶ πατάξαντος , ἕτερος ἐκ τοῦ στρατοῦ τὸν ῥαβδοῦχον ἐπάταξε . καὶ Κίννα κελεύσαντος αὐτὸν συλλαβεῖν βοὴ παρὰ πάντων | ||
| Κάσσιος ἐς τὸ πρόσωπον ἔπληξε καὶ Βροῦτος ἐς τὸν μηρὸν ἐπάταξε καὶ Βουκολιανὸς ἐς τὸ μετάφρενον , ὥστε τὸν Καίσαρα |
| παραλάβῃ τύπων . Πάσχει δὲ καὶ ἥδε , ἤτοι δυσκρασίας καταλαβούσης τινός , ἢ χυμοῦ ἐπισκήψαντος . καὶ πάνυ μὲν | ||
| ] ἀποσταλεὶς εἰς ἀγρὸν πρόβατον ἀγαγεῖν εἰς τὴν πόλιν , καταλαβούσης αὐτὸν νυκτὸς παραλλάξαι τῆς τρίβου καὶ κατακοιμηθῆναι ἔτη ἑπτὰ |
| , καὶ τότ ' ἐγὼν Ὀδυσῆα προσηύδων ἐγγὺς ἐόντα ἀγκῶνι νύξας : ὁ δ ' ἄρ ' ἐμμαπέως ὑπάκουσε : | ||
| : εἶθ ' ὑπομιμνάσκων τῶ τρώματος ἠρέμα νύξα , καὶ νύξας ἐχάλαξα , καὶ οὐ φεύγοντος ἔτεινα . ἤνυσα δ |
| ὅτι τὴν δίκην φασὶν οἱ παλαιοὶ εὐθεῖάν τε εἶναι καὶ ἀκλινῆ καὶ ἄτρεπτον . καὶ τοῦτο ᾄδουσι μὲν πλεῖστοι , | ||
| καὶ πιστεῦσαι λέγεται τῷ θεῷ πρῶτος , ἐπειδὴ καὶ πρῶτος ἀκλινῆ καὶ βεβαίαν ἔσχεν ὑπόληψιν , ὡς ἔστιν ἓν αἴτιον |
| ἔργον ἀναπεταννύναι τοῖς ἅρμασι τὰς θύρας : ὧν τοὺς μὲν ἔπαιε , τοὺς δὲ ἠπείλει κατακαύσειν , ἑνὸς δέ τινος | ||
| : ὁ δὲ κόραξ τοῖς τε ὄνυξι καὶ τοῖς πτεροῖς ἔπαιε τοῦ Γάλλου τὰ ὄμματα , κωλύων εὐθὺ τῷ πολεμοῦντι |
| αὐτοῦ τίθησιν : ὁ δὲ οἷα βαρούμενος καὶ μὴ φέρων ἐξάλλεται , καὶ ἀνέῳγεν αὖθις τῷ προειρημένῳ ἡ φίλη ὑποδρομή | ||
| τῷ λίθῳ : ὃ δὲ οἷα βαρούμενος καὶ μὴ φέρων ἐξάλλεται , καὶ ἀνέῳγεν αὖθις τῷ προειρημένῳ ἡ φίλη ὑποδρομή |
| θεός . εἰς ἀνδροβρῶτας ἡδονὰς ἀφίξεται κάρηνα πυρσαῖς γένυσι Μελανίππου σπάσας . ἀντήλιοι θεοί καθωσίωσε οὐρὰν δ ' ὑπίλας ' | ||
| κτενῶ . ἧ καὶ νεοσσὸν τόνδ ' , ὑπὸ πτερῶν σπάσας ; οὐ δῆτα : θυγατρὶ δ ' , ἢν |
| Τοιάδε καί : οὕτω καὶ ἡ στρουθοκάμηλος ποιεῖ ὡς ἡ βουβαλίς . Λιβύης πτερόεν βοτόν : τὸν στρουθοκάμηλον λέγει . | ||
| Τοιάδε καί : οὕτω καὶ ἡ στρουθοκάμηλος ποιεῖ ὡς ἡ βουβαλίς . Λιβύης πτερόεν βοτόν : τὸν στρουθοκάμηλον λέγει . |
| Ἵνα δὲ ταῦτα γένηται , οὐ μικρὰ δέξασθαι οὐδὲ μικρῶν ἀποτυχεῖν . οὐ δύνασαι καὶ ὑπατεῦσαι θέλειν καὶ ταῦτα καὶ | ||
| , ὄνυμα . Ἀβροτάξομεν , κυρίως ἐπὶ τῶν τοξοτῶν τὸ ἀποτυχεῖν , παρὰ τὸ βροτοῦ μὴ τυχεῖν . Ἀφυσγετόν , |
| πρᾶσις καὶ πραγματεία . ʃ ὠνήσεως δή . τόλμης τε θάμβει . . . : ἔκπληξίν τε παρασχὼν διὰ τὴν | ||
| . οἱ μὲν γὰρ ἀπὸ θορύβου καὶ θρήνων ἐκπλήξει καὶ θάμβει συνδεθέντες ἐς τὸ ἀκίνητον ἐπάγησαν , ὥσπερ Ἰουλιανοῦ δείξαντος |
| ἃ προσδοκῶν τότε οὐδὲν ἧττον θρασὺς ἦσθα , ταῦτα καὶ πελάζοντα γενναίως ὑπομένειν ; εἰ δέ , ὥσπερ δῆλος εἶ | ||
| ὡς εἶχε πεζὸς τῷ Ἰνδῷ εἵπετο . ὁ δὲ ὡς πελάζοντα ἤδη κατεῖδε τὸν Πτολεμαῖον , αὐτός τε μεταβάλλει ἐς |
| ἁρμοὶ ὑπὸ σπάρτοισι βιαζομένων αἰζηῶν : ὣς ἄρα καὶ Πριάμοιο πολυτλήτοιο θυγατρὸς ἑλκομένης ποτὶ τύμβον ἀμειλίκτου Ἀχιλῆος αἰνὸν ὁμῶς στοναχῇσι | ||
| θυμόν : ἐπεστενάχοντο δὲ βῆσσαι . Καὶ τότε δὴ Πριάμοιο πολυτλήτοιο γυναικὶ δεινὸν Ἀλεξάνδροιο μόρον φάτο βουκόλος ἀνήρ . Τῆς |
| τὴν πόλιν καὶ τὸ κοινόν . οὕτως οὖν τοῦ φεύγοντος ἐπιχειροῦντος , ὁ διώκων ἀντεπιχειρήσει λέγων , ὅτι χρὴ ταῦτα | ||
| οὗ συμβαίνει μὴ διαμαρτεῖν τὰς δριμύτητας πρός τε εὐπορίαν τοῦ ἐπιχειροῦντος καὶ πρὸς διάκρισιν τῶν τε ἄνω κεφαλαίων καὶ τῶν |
| αὐτὴ λάθραι , ἀνῆψα τὴν δίκελλαν ἀσθενεῖ τινι καλωιδίωι σαπρῶι διερράγη τέ μοι τοῦτ ' εὐθύς . ὀρθῶς . ἐνσέσεικα | ||
| ἀναβὰς εἰς ὕψος ἀφῆκεν ἑαυτὸν καὶ παραχρῆμα ἐπὶ πέτραν πεσὼν διερράγη . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι πολλοὶ ἐν ταῖς |
| τὸ πρεσβύτερον ὡς ἀλλότριον ἐξωθεῖ , θλίβοντος τοῦ ἔνδοθεν καὶ ἀνωθεῖν τοῦτο ἐθέλοντος καὶ οἰδάνοντος καὶ σφύζοντος , ὥσπερ οὖν | ||
| τὸ πρεσβύτατον ὡς ἀλλότριον ἐξωθεῖ , θλίβοντος τοῦ ἔνδοθεν καὶ ἀνωθεῖν τοῦτο ἐθέλοντος , καὶ ὀδυνῶντος καὶ σφύζοντος , ὧσπερ |
| ἐς αὐτὴν πηγνυμένων μαλκίει τε καὶ ἀπαγορεύει , καὶ τελευτῶσα παρειμένη κεῖται : ὃ δὲ τὴν ἀντίπαλον ποιεῖται δεῖπνον . | ||
| ϲτόμα καὶ ῥωγμὸϲ ἰϲχυρότεροϲ ἐπιγίγνεται , ἡ κάτω γένυϲ οἷον παρειμένη καὶ κεχαλαϲμένη ὁρᾶται . τὰ μὲν ϲυνεδρεύοντα τῷ ληθαργικῷ |
| παράδειγμα δὲ φέρει τὸν κρινόμενον ὑπὸ τοῦ πατρὸς ἐπὶ τῷ πλῆξαι αὐτόν : καὶ οὗτος , ἔφη , ὁ νῦν | ||
| τὸ ἄκαρπον ἐκεῖνο . Καὶ δὴ , συλλαβόντος πέλεκυν τοῦ πλῆξαι , στρουθοὶ ἅπαντες καὶ τέττιγες ἐθρήνουν ταῦτα βοῶντες καὶ |
| . Τεῦκρος δ ' Ἱππομέδοντος ἀμύμονος υἷα Μενοίτην ἐσσυμένως ὥρμαινε βαλεῖν ἐπιόντα βελέμνῳ : καί ῥα νόῳ καὶ χερσὶ καὶ | ||
| Ἀπολλώνιος ἑκουσίως φησὶ τὸν Εὔφημον ἐπὶ τὴν θάλασσαν τὴν βῶλον βαλεῖν συμβουλίᾳ Ἰάσονος . Καλλίστη : ἡ καὶ Θήρα κληθεῖσα |
| ἀντικρὺ Σαλαμῖνος ὄρος τῶν Αἰγάλεων , ὥς φησιν Ἡρόδοτος . ῥήξας δὲ πέπλους : σχίσας δὲ τὰ ἱμάτια ἑαυτοῦ καὶ | ||
| φάλαγγα τῶν πολεμίων ἀξιοῦσθαι δωρεᾶς : ἐν αὐτομόλου τις σχήματι ῥήξας τὴν φάλαγγα αἰτεῖ δωρεάν : τινὲς δέ φασιν , |
| τε τῶν ὀδόντων ὑπερφυὲς καὶ στόματος ἀγρίαν πρόσοψιν καὶ κυκλώματος ἀνάστημα παράδοξον . διόπερ τῷ φόβῳ τὰ χρώματα τῶν προσώπων | ||
| ἐν Αἰγύπτῳ , καθάπερ δικρόαν ἔχοντες : τὸ δ ' ἀνάστημα τοῦ στελέχους ἀφ ' οὗ ἡ σχίσις καὶ πεντάπηχυ |
| τοὺς ἄνω τε καὶ κάτω φορουμένους ἱμᾶσιν , αἵματός τε φοινίου ῥοὰς τῶν μὲν πιτνόντων , τῶν δὲ θραυσθέντων δίφρων | ||
| δ ' ἀνήφθη πυρσὸς ὣς Τυρσηνικῆς σάλπιγγος ἠχή , σῆμα φοινίου μάχης , ἦιξαν δράμημα δεινὸν ἀλλήλοις ἔπι . κάπροι |
| τοῦ μαγείρου πυθόμενος τὸν ἑστιῶντα , τῆς θύρας χασμωμένης ἂν ἐπιλάβηται , πρῶτος εἰσελήλυθεν . Ὃς τοῖς τετραδισταῖς μὲν παρέθηκεν | ||
| γὰρ ὕλην ἔχει , καθάπερ τὸ πῦρ , ἧς # ἐπιλάβηται . % πρὸς ταῦτα [ οὖν ] Ἐπίκουρος ἀπιδὼν |
| τὰς πύλας ἐκκόπτειν . τῶν δὲ Φιδηναίων τῇ παραλόγῳ τόλμῃ ταραχθέντων καὶ τὰς πύλας ἀνοιξάντων καὶ τοῖς πολεμίοις ἐμπεσόντων ἀσυντάκτως | ||
| τῆς κόρης . τμʹ . Μυδρίασίς ἐστιν ἀμαύρωσις τοῦ ὁρατικοῦ ταραχθέντων τῶν ὑγρῶν . τμαʹ . Φθίσις ἐστὶ μείωσις τῆς |
| : ἔνδοθι δ ' αὐτῆς λαΐνεον περὶ τεῖχος ἰὼν κοιλαίνεται εἴσω κόλπος ἁλός : φαίης κεν ἰδὼν βαθυδίνεα πάντῃ ἔμμεναι | ||
| χαμάθεν ἄκρας τῆς κόμης καθέλκων . ἀλλ ' εἴσιθ ' εἴσω καὶ πιοῦσα χυλὸν ἀναπαύου κακῶν . ὡς ἄνω τὴν |
| ἐπ ' αὐτοὺς θήξασθαι καὶ φάρμακα ἐπιπάσαι καὶ μικρὸν ἤρκεσε δίκτυον , ὅτῳ ἀπόχρη καὶ σμικρόν τι τῆς ἀγέλης . | ||
| ἐξειλκύσαμεν : μικροῦ καὶ τοὺς φελλοὺς ἐδέησε κατασῦραι ὑφάλους τὸ δίκτυον ἐξωγκωμένον . εὐθὺς οὖν ὀψῶναι πλησίον , καὶ τὰς |
| , ἐν δὲ τῇ λεπτοτέρᾳ ξύμμετρος γίνεται πρὸς ἄμφω καὶ κρατοῦντα τὰ δένδρα δύναται καρποτοκεῖν . Ἡ δὲ πίειρα πάμπαν | ||
| Ἰωσὴρ καὶ τὸν βασιλέα τῶν Αἰγυπτίων . Τὸν οὖν Ἰωσὴφ κρατοῦντα τῆς Αἰγύπτου τὸν τῶν ἐτῶν ἑπτὰ σῖτον , γενόμενον |
| περὶ νύσσαν ἀεθλοφόρος θοὸς ἵππος , ἀγχόμενος παλάμῃσι καὶ ἡνιόχοιο χαλινῷ . οἱ δ ' ἄρ ' ἀπὸ σκοπιῆς τηλαυγέος | ||
| , θύγατερ Δίκας , ἃ κοῦφα φρυάγματα θνατῶν ἐπέχεις ἀδάμαντι χαλινῷ , ἔχθουσα δ ' ὕβριν ὀλοὰν βροτῶν μέλανα φθόνον |
| καὶ κατεσθίουσιν αὐτά , παρὰ γνώμην Ἰούδα καὶ Ῥουβήμ . Εἶδε γὰρ ὅτι ἀρνὸν ἐξηλόμην ἐκ τοῦ στόματος τῆς ἄρκου | ||
| , ἢ διὰ μάρτυρος παραστήσω . . οἴχεται φεύγων : Εἶδε γὰρ αὐτὸν ἀποδυόμενον καὶ ἐφοβήθη , μὴ καὶ αὐτὸς |
| σοφὸς δὲ ἢ φυσικὸς οὔ , παῖδα ὀνομάζων ἴσως τὸν ἐγγὺς τῆς ἥβης ἢ τὸν ἤδη ἡβάσκοντα ἢ καὶ μετὰ | ||
| ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατˈρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν . ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς οἶος ἐν ὄρφνᾳ ἄπυεν βαρύκτυπον Εὐτρίαιναν |
| . ἐπεστράφη τὸ ἐντεῦθεν ἐς τὸν πατέρα ὁ παῖς καὶ ξυνῆκε τῆς μητρὸς προσεῖπέ τε τοὺς ἥλικας καὶ ἔπιε τοῦ | ||
| ἡ γονὴ , ἀλλ ' ἔνδον μένει : ταῦτα ἀκούσασα ξυνῆκε καὶ ἐφύλασσεν αἰεὶ , καί κως ᾔσθετο οὐκ ἐξιοῦσαν |
| ἀλώπηξ δὲ τούτου ἀκούσασα καὶ βουλομένη αὐτὸν καταφαγεῖν ἐλθοῦσα καὶ στᾶσα κάτωθεν τοῦ δένδρου ἐβόα πρὸς αὐτόν : „ ἀγαθὸν | ||
| . ἀλώπηξ δὲ τοῦτον θεασαμένη καὶ βουλομένη τοῦ κρέως περιγενέσθαι στᾶσα ἐπῄνει αὐτὸν ὡς εὐμεγέθη τε καὶ καλόν , λέγουσα |
| ἰῷ ἐπεσσύμενον βάλε τείχεος ὑψηλοῖο , ᾗ ῥ ' ἴδε γυμνωθέντα βραχίονα , παῦσε δὲ χάρμης . ἂψ δ ' | ||
| : „ Ὁ αὐτὸς ἰδὼν Δαρεῖον πεσόντα καὶ τὸ σῶμα γυμνωθέντα ἄρας τὴν ἑαυτοῦ χλαμύδα ἐπέθηκεν αὐτῷ εἰπών : ” |
| ἃ ἐπικαλεῖται . Οὑτωσὶ δὲ ἐκ παντὸς τρόπου τῶν ἐγκλημάτων ἀπολυομένου τοῦ ἀνδρός , ἡμεῖς ὁσιώτερον ὑμῖν ἐπισκήπτομεν ὑπὲρ αὐτοῦ | ||
| καὶ τοῦ χρυσολίθου ἐξίσου συνλειουμένου : καὶ τοῦ μὲν ὕδατος ἀπολυομένου κατὰ φύσιν αὐτοῦ διὰ τῆς ῥεύσεως , καὶ τοῦ |
| , εὐτυχὴς δ ' ὁ τῆς Ἀσίας βασιλεὺς ἑτέρων ἡγεμόνων λαβόμενος : τῇ μὲν γὰρ τούτων στερηθείσῃ δουλεία περιέστηκε , | ||
| αὐτὴν τρόπῳ τοιῷδε : περιταμὼν κύκλῳ περὶ τὰ ὦτα καὶ λαβόμενος τῆς κεφαλῆς ἐκσείει , μετὰ δὲ σαρκίσας βοὸς πλευρῇ |
| ἀντίξουν τούτῳ ἐστὶ πάντη ὂν ἄρρητον , καὶ οὐδεμιᾶς λαβῆς ἀνεχόμενον : τὸ δὲ ἐν μέσῳ καὶ τούτου τὸ μὲν | ||
| εὐπειθῆ μοι τὸν πατέρα παρεῖχον ἄχρι τῆς ἕω καὶ πενιχρᾶς ἀνεχόμενον νύμφης . μέσος οὖν γεγονὼς αἰσχύνης καὶ πόθου , |
| οὗ τὸ μὲν ὕδωρ βλέπεται , ἡλίκον δὲ ἄν τις χαλάσῃ σχοινίον , οὐκ ἐφάπτεται τοῦ ὕδατος , ἀλλ ' | ||
| : σιτίον δὲ μὴ προσφέρειν ἔστ ' ἂν ἡ ὀδύνη χαλάσῃ : πινέτω δὲ ἓξ ἡμέρας , ἐκ νυκτὸς στέμφυλα |
| ταῖϲ χερϲὶν τὴν κύϲτιν ἑτέρῳ κελεύϲομεν ὑπηρέτῃ διὰ μὲν τῆϲ δεξιᾶϲ χειρὸϲ ἔχειν ἄνω τοὺϲ διδύμουϲ , τῇ ἑτέρᾳ δὲ | ||
| μέροϲ ὂν τοῦ παχέοϲ ἐντέρου τὴν μὲν ἔκφυϲιν ἀπὸ τῆϲ δεξιᾶϲ ἔχει λαγόνοϲ , ἐπὶ τὴν ἀριϲτερὰν δὲ φέρεται δίκην |