ἃ ἐπικαλεῖται . Οὑτωσὶ δὲ ἐκ παντὸς τρόπου τῶν ἐγκλημάτων ἀπολυομένου τοῦ ἀνδρός , ἡμεῖς ὁσιώτερον ὑμῖν ἐπισκήπτομεν ὑπὲρ αὐτοῦ
καὶ τοῦ χρυσολίθου ἐξίσου συνλειουμένου : καὶ τοῦ μὲν ὕδατος ἀπολυομένου κατὰ φύσιν αὐτοῦ διὰ τῆς ῥεύσεως , καὶ τοῦ
6474170 λαιμαργου
ὀρέξεως : λιμὸς ἡ λεγομένη κυνώδης ὄρεξις . βαρείης : λαιμάργου , ἀπλήστου . βαρείης : κακῶν , λαίμαργον καὶ
δ ' ὠὰ οὐχ ὅμοια . λάβροιο : ὁρμητικοῦ , λαιμάργου , ἰσχυροῦ . αἰετοῦ : εἶδος ἰχθύος : ἀετὸς
6403953 ἐμπεπτωκοτος
τὸ παρὸν ἡμῖν ὡσαύτως ποιητέον : ἀτόπου γὰρ τὰ νῦν ἐμπεπτωκότος λόγου περὶ νόμων , ἀνάγκη που σκέψιν πᾶσαν ποιήσασθαι
εἰς τὸ πρόσθεν προθείτω , καὶ ἐπιθέων μὲν ἐμβοάτω : ἐμπεπτωκότος δὲ τὴν ὀργὴν τῶν κυνῶν παυέτω , μὴ ἁπτόμενος
6400334 ἀφανιζουσα
ἀφιεῖσα . ἔφηλις πάθος ἐν προσώπῳ , ὑποπέλιδνος ἐπιδρομή , ἀφανίζουσα τὸ κατὰ φύσιν χρῶμα . ἴονθοι ἀνθήματα ψυδρακίοις ἐοικότα
παρὰ τὸ ἐμπαθὲς διὰ τοῦ πάθους ὡς σκότους βαθέος αὐτὸ ἀφανίζουσα . ταῦτα εἰπὼν ἐπάγει πάλιν τὸν ὅρον φρονήσεως ὡς
6374432 ξυνοιδα
Θεσπεσίων , Εὐφράτης πρὸς ὑμᾶς διέβαλεν , ἃ μὴ ἐμαυτῷ ξύνοιδα : ὁ μὲν γὰρ κομπαστὴν ἔφη καὶ τερατώδη με
ἀληθὲς καὶ ἀπαρρησίαστον οὖσαν . ἐγὼ μὲν γὰρ οὐδὲν αὑτῷ ξύνοιδα οὔτε πρότερον εἰπόντι σπουδῆς ἄξιον οὔτε νῦν ἐπισταμένῳ πλέον
6372790 διανισταται
ἐπιτήδεια , κἄν ποτε αὖθις συμμίξῃ , ἑτοίμως περιθάλπεται καὶ διανίσταται καὶ ἡδέως συνέπεται καὶ πρὸς ἀθανασίαν ἀνέδραμε . Καὶ
λιπαίνει τοῖς ἰδίοις ὀργίοις ἀκοιμήτως ἔχει πρὸς τὰ θεῖα καὶ διανίσταται πρὸς τὴν θέαν τῶν θέας ἀξίων . Τοῦτο δὲ
6363699 ποδεων
πεπυρωμένον ἐπιτιθεὶς κατὰ τοῦ νύγματος , καὶ ἀσκοῦ αἰγείου πεπισσωμένου ποδεὼν τὸ σφυρὸν ὁπόταν ἢ μὴν χεὶρ ἢ ἄλλο τι
γαστρός : πόδα δὲ τὸ μόριον , παρόσον ὡς ὁ ποδεὼν τοῦ ἀσκοῦ προέχει . λέγει οὖν ὅτι ἔχρησέ μοι
6336344 φωτιζεται
παρεμποδίζεσθαι ἐντεῦθεν φωτίζειν τὴν σελήνην : ἐκ τοῦ ἡλίου γὰρ φωτίζεται ἡ σελήνη . κατὰ συμβεβηκὸς δὲ ἐπίσταταί τις ,
λίαν τὸ αἴτημα . τί οὖν τὸ φῶς καὶ πῶς φωτίζεται τὰ ὁρώμενα ; λέγομεν οὖν ἐνέργειάν τινα ἐκπέμπεσθαι ἀσώματον
6330081 γενητου
γὰρ αὐτὴ ἡ ὕλη ἕν τί ἐστι τῶν στοιχείων τοῦ γενητοῦ : διώρισται ἄρα . Πόρρω ἄρα τῆς ἀδιορίστου φύσεως
γέλωτα , καταδείσασα μή ποτε ἄρα τὸ χαίρειν οὐδενὸς ὂν γενητοῦ , μόνου δὲ τοῦ θεοῦ , σφετερίζηται : διόπερ
6319141 ἀνεπιστρεπτος
ἀνάλγητος καὶ ἀναλγὴς διαφέρει . ἀνάλγητος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἀνεπίστρεπτος τοῦ καθήκοντος , ἀναλγὴς δὲ ὁ μὴ ἀλγῶν .
ἄνεσις . . ἀναλγὴς ὁ μὴ ἀλγῶν , ἀνάλγητος ὁ ἀνεπίστρεπτος τοῦ καθήκοντος . . ἀνάμνησις μέν , ὅταν τις
6250049 ἀπεσβη
γεραιὰς ἐσπάρασς ' ἀπ ' ὀστέων . χρόνωι δ ' ἀπέσβη καὶ μεθῆχ ' ὁ δύσμορος ψυχήν : κακοῦ γὰρ
καὶ ἑκηβόλον ὅπλον καὶ πρόχειρον οὐκ οἶδ ' ὅπως τελέως ἀπέσβη καὶ ψυχρόν ἐστι , μηδὲ ὀλίγον σπινθῆρα ὀργῆς κατὰ
6249208 φειδῃ
μακάρων νόον πιέζεις , βροτέας φρένας μαραίνεις , γενετῆρος οὐδὲ φείδῃ : τὸ δίκης σέβας σε βάλλει . Ἔμαθον πυρὸς
, ἀλλ ' ἐρᾶν καὶ κατεσθίειν : σὺ δὲ κάρτα φείδῃ . εἰ μὲν θανοῦσιν ἔστι τις τιμὴ κάτω ,
6246597 κεντουμενη
λέγει . κθʹ Τῇ καθ ' αὑτὴν διεξόδῳ ὥστε πᾶσα κεντουμένη κύκλῳ Τὴν πᾶσαν κίνησιν αὐτῆς βούλεται ἐμφῆναι . Ἐπειδὴ
διεξόδῳ ἐγχρίει ἑκάστη τῇ καθ ' αὑτήν , ὥστε πᾶσα κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχὴ οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται , μνήμην δ
6215513 φυσωντος
διὰ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ ἔρωτος . ἀκραέος : τοῦ ἄκρως φυσῶντος ἢ εὐκραοῦς , καλοῦ καὶ ἀμιγοῦς ἢ ἠρέμα πνέοντος
ἀναπνοάς . φυσιόωντα : μεγάλα , πνευστιῶντα . φυσιόωντος : φυσῶντος καὶ ἐκπνέοντος , ἢ φυσιόωντος ἀντὶ τοῦ σοβαρῶς καὶ
6211330 ἡκῃς
. τοῦ δ ' οὕτως ἐσχηκέναι πρὸς ἡμᾶς , ἐπειδὰν ἥκῃς , ἀκούσῃ τὰς αἰτίας . νῦν δὲ τοῦ παιδὸς
οἰκείας τῷ πάσχοντι μορίῳ φλεβός , ἐπί τινα τῶν μέσων ἥκῃς , πειρῶ τὴν ἀποσχιζομένην τῆς οἰκείας τέμνειν μᾶλλον :
6194121 καμπτουσα
ἡ συμποδίζουσα καὶ μὴ ἐῶσα φυγεῖν . καμψίπους ] ἡ κάμπτουσα τῶν κολαζομένων τοὺς πόδας ἢ ἡ μὴ ἐῶσα τοὺς
πέριξ ὅμως ἐς τὸν ἀδελφὸν βλέπει τὸ γόνυ ἐς γῆν κάμπτουσα . τὸ δὲ τῆς ῥοιᾶς ἔρνος αὐτοφυές , ὦ
6192545 ἀναλγης
μὲν ἄφοβος , ἀδαιὴς δὲ διὰ τοῦ αι ἀμαθής . ἀναλγὴς μὲν ὁ μὴ ἀλγῶν , ἀνάλγητος δὲ ὁ ἀνεπίστρεπτος
εἰς τοῦτο ἀχθῇ . ἀνάλγητος ὁ ἀνεπίστρεπτος τοῦ καθήκοντος , ἀναλγὴς ὁ μὴ ἀλγῶν . ἄντικρυς τὸ διαρρήδην καὶ φανερῶς
6173556 ἐπιβαινει
ἐγεννήθησαν , ἐτράφησαν , εἰς φῶς προῆλθον . Στάζει : ἐπιβαίνει , ἐμβάλλει , ἐπιφέρει . γλυκερόν : εὐφρόσυνον .
τῷ κατὰ φύσιν ἀκολουθεῖν λόγῳ . οἷον τὰ μὲν ὄπισθεν ἐπιβαίνει , ὡς ἵππος ὄνος αἲξ βοῦς ἔλαφος καὶ τὰ
6164798 σμικρολογια
; Μή σε λάθῃ μετέχουσα ἀνελευθερίας : ἐναντιώτατον γάρ που σμικρολογία ψυχῇ μελλούσῃ τοῦ ὅλου καὶ παντὸς ἀεὶ ἐπορέξεσθαι θείου
, μή σε λάθῃ μετέχουσα ἀνελευθερίας . ἐναντιώτατον γάρ που σμικρολογία ψυχῇ μελλούσῃ φιλίας ἀληθινῆς ἐπορέξεσθαι . ὁρῶμεν γάρ που
6152602 μαστιγουμενος
δοῦλος αὐτομολεῖν παρεσκευασμένος , ἐπὶ τοῦ τροχοῦ γ ' ἕλκοιτο μαστιγούμενος . Ἡμῖν δ ' ἀγαθὰ γένοιτ ' . Ἰὴ
χρήσιμος ἡ φωνή . Σοφοκλῆς ὥσπερ ἀμπρευτὴς ὄνος . ἀεὶ μαστιγούμενος . . , . ἀμπρεύοντι : Εὐριπίδης Πρωτεσιλάῳ ἕπου
6152534 ἀγχομενος
καὶ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ λευκὰ πελιδνὰ , καὶ ἐξορᾷ ὡς ἀγχόμενος : ἐνίοτε καὶ τὴν χροιὴν μεταβάλλει , καὶ ἐκ
αἰὲν ὀρούων , ὁπποῖος περὶ νύσσαν ἀεθλοφόρος θοὸς ἵππος , ἀγχόμενος παλάμῃσι καὶ ἡνιόχοιο χαλινῷ . οἱ δ ' ἄρ
6142439 ναρκᾳ
καὶ τοῦ δικτύου ἐν ᾧ τεθήραται εἴ τις προσάψαιτο , ναρκᾷ πάντως . εἰ δέ τις ἐς σκεῦος αὐτὴν ἐμβάλοι
πήγανον ἀκινήτους ποιεῖ . Ὄφις , καλάμῳ πληγεὶς ἅπαξ , ναρκᾷ , κινεῖται δὲ , πολλάκις τυπτόμενος . Μυρσίναι δὲ
6131635 θερμανθεντος
χιτῶνα ἔχρισεν . Ἐνδυσάμενος οὖν Ἡρακλῆς ἔθυεν . Ὡς δὲ θερμανθέντος τοῦ χιτῶνος ὁ τῆς ὕδρας ἰὸς τοῦ χρωτὸς καθήπτετο
ἡ δόσις καρύου ποντικοῦ τὸ μέγεθος , μετὰ κράσεως κονδίτου θερμανθέντος : δίδοται δὲ ἐν τῷ βαλανείῳ , ἐν τῇ
6124812 ἐπιτεταμενου
. υλεʹ . Ψωρίασίς ἐστι σκληρότης πολλὴ τοῦ ὀσχέου μετὰ ἐπιτεταμένου κνησμοῦ , ἔσθ ' ὅτε δὲ καὶ ἑλκώσεως .
τὸ ζα ἐπιτατικὸν μόριον καὶ τοῦ χρεία . Ζαχρηέως τοῦ ἐπιτεταμένου , τοῦ πολλοῦ , τοῦ ἄγαν χρειώδους καὶ ἐπιτηδείου
6121406 φιλοζωος
γραφήν : οἷον , ζωηφόρος : ζωητόκος : ἀείζωος : φιλόζωος . Τὸ δίκη διὰ τοῦ ι : ἐκ γὰρ
ἐπιθήσεις . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι πᾶς ἄνθρωπος φιλόζωος ὤν , κἂν μυρίους κινδύνους ὑποστῇ , τὸ τοῦ
6120661 βαρυνομενος
: ὁπόταν δὲ φοβηθῇ , οὐ συμφέρεται τῷ ἀρμένῳ , βαρυνόμενος δὲ καθέλκεται , κατασύρεται , κατασπᾶται , κατέρχεται ,
δή τις ὑποστατικὸς νωταγωγῶν τῷ τῆς ψυχῆς ἤθει καὶ οὐ βαρυνόμενος οὐδενὶ τῶν αἰσχρῶν . Οὐκ ἂν διαμάρτανοι δέ τις
6119673 Ποιου
ὑβρίζομαι . Ἔοικε διὰ πολλοῦ χρόνου ς ' ἑορακέναι . Ποίου χρόνου , ταλάνταθ ' , ὃς παρ ' ἐμοὶ
πάλιν λύοντας , ὡς τόδ ' αἷμα χειμάζον πόλιν . Ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην ; Ἦν ἡμίν ,
6113685 ϲυριγξ
χεῖρον διαλεχθῆναι πρότερον περὶ τῶν καθόλου ϲυρίγγων . ἡ τοίνυν ϲῦριγξ κόλποϲ ἐϲτὶ τετυλωμένοϲ ποϲῶϲ ἀνώδυνοϲ ἐν τοῖϲ πλείϲτοιϲ τῶν
ἐπι - κόπου τε ὄντοϲ τοῦ ἐλάϲματοϲ ὅλη διαιρείϲθω ἡ ϲῦριγξ τῷ ἡμιϲπαθίῳ ἢ ϲπαθίῳ ϲυριγγοτόμῳ . ἡμεῖϲ δὲ τοιαύτῃ
6108633 κατακλιθηναι
. καὶ τὰ μὲν πρῶτα τοιαῦτα . μετὰ δὲ τὸ κατακλιθῆναι μὲν τοὺς συμπότας ἐν αἷς ἐδήλωσα τάξεσι , στῆναι
' ἕκαστον , ὡς οὐδεὶς ἐνήρμοττεν , ἐμβάντα τὸν Ὄσιριν κατακλιθῆναι . Τοὺς δὲ συνόντας ἐπιδραμόντας ἐπιρρῖψαι τὸ πῶμα καὶ
6102624 φυλασσου
μέμψει γὰρ ἄλλους , οὐχὶ μεμφθήσῃ δὲ σύ . Δίκην φυλάσσου , κἂν δικαίως ἐγκαλῇ . μετέρχεται τὸ δίκαιον εἰς
τὸ βοήθημα καλῶς ἐνεργῆσαι , ἕως οὗ μέλλει λούεσθαι . φυλάσσου δὲ μή ποτε ἐν τῷ χρίεσθαι παρεισέλθῃ τοῦ φαρμάκου
6098028 ἐσχηματιζετο
θρύψει τοῦ Φαίδρου : ὁ μὲν γὰρ Φαῖδρος τῷ ὄντι ἐσχηματίζετο ἅτε νέος ὢν καὶ μόνοις τοῖς ἔξω εἰωθὼς χαίρειν
τῆς Ἰθάκης κρατῶν , ἐπειδὴ τῆς αὑτοῦ γῆς ἐπιβὰς πενίαν ἐσχηματίζετο , τῶν τῆς πενίας κακῶν μετελάμβανεν , οἴκοι βαλλόμενος
6096425 αὐξανοντα
θ τὸν ἔξηβον ] τὸν γεγηρακότα . Ξ βλάστημον ] αὐξάνοντα ἀνδρῶν νῦν . βλάστιμον ] ἀντὶ τοῦ βλάστην ἢ
ἐν καιρῷ ] δέοντι . . σφριγῶντα ] νεάζοντα καὶ αὐξάνοντα . . σφριγῶντα ] αὐξόμενον καὶ ζέοντα . ἰσχναίνῃ
6096392 ἐκληρονομησε
γένει προσέχειν τὸν νοῦν : οὐδεὶς γὰρ πώποτε ἐκποίητος γενόμενος ἐκληρονόμησε τοῦ οἴκου ὅθεν ἐξεποιήθη , ἐὰν μὴ ἐπανέλθῃ κατὰ
, Ἄρης Παρθένῳ , Σελήνη Λέοντι . τῷ μζʹ ἔτει ἐκληρονόμησε φίλον , ἐν δὲ τῷ αὐτῷ καὶ γυναικὸς ἐχωρίσθη
6094803 ἱππογνωμονα
βούλιμος , ἀπὸ δὲ τοῦ ἵππου ἱπποσέλινον καὶ : θυμὸν ἱππογνώμονα , τὸν μεγαλογνώμονα , . , . * .
. . ἀπὸ δὲ τοῦ ἵππου ἱπποσέλινον , καὶ θυμὸν ἱππογνώμονα τὸν μεγάλης γνώμης . . . . . .
6083494 τετυφοτος
εἰς ως καὶ καταβιβαζομένου τοῦ τόνου : κλίνεται δὲ τοῦ τετυφότος , ὡς ἱδρῶτος : καὶ τὸ μὲν ἱδρὼς φυλάττει
οἷον Ἀραρώς Ἀραρότος Ἀραρόσιν , Ὑποδεδιώς Ὑποδεδιότος Ὑποδεδιόσιν , τετυφώς τετυφότος τετυφόσι , πεποιηκώς πεποιηκότος πεποιηκόσι : ταῦτα γὰρ οὐ
6076528 αμε
οι Στάφυλος [ ] τι ? ἀτιμᾶν [ ] ! αμε [ ] ος ᾔτει [ ] ν και [
τῆς ] νυκτὸς ? ταύτης [ ] [ ] ! αμε ? ἐξου ! [ ] [ ] ! αασαμεν
6075835 τεκοντος
ἔμπροσθεν , κἂν ἵππος βοὸς ἔκγονον τέκῃ , οὐ τοῦ τεκόντος δήπου ἔδει τὴν ἐπωνυμίαν ἔχειν , ἀλλὰ τοῦ γένους
; τὸ λέγον ἡ ἑκάστου τῆς γενέσεως ἀρχὴ ἀπὸ τοῦ τεκόντος ἢ τῆς πατρίδος : πρῶτον γὰρ τοῦτο ἔγνωσται τῇ
6070049 ετι
! ! ! ! ] φευγε ? [ ] ! ετι ! [ ελθης [ ] σα ? ! [
παντες ? [ παρεληλυθεσαν ] και ην ? ουδεις ? ετι ? [ εξω ] τας ? θυριδας [ ]
6066845 ἀκουσε
ἀπόδειξις ; ἡ ἐπιφερομένη . ἐν Τροίᾳ μὰν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσε : τούτῳ γὰρ μονομαχήσας ἐλείφθη . δυνατός : ἀντὶ
. ὣς φάτο , τὸν δὲ ἄνακτα χόλος λάβεν οἷον ἄκουσε : κτεῖναι μέν ῥ ' ἀλέεινε , σεβάσσατο γὰρ
6063810 στερειται
ὑπόγειος γινόμενος καὶ σκεπόμενος ὑπὸ τοῦ πάχους τῆς γῆς , στερεῖται ὁ ἀὴρ οὗτος τοῦ φωτίζοντος καὶ γίνεται ἡ νύξ
πρός τ ' αἴσχεσιν ἄλγεα πάσχει : καὶ τῆς νίκης στερεῖται καὶ πρὸς τῇ αἰσχύνῃ ἄλγεα πάσχει . Ἡσίοδος .
6059371 ἐκκρισεσι
πάθους τυγχάνοντος , οὐδέν τι τοῖς οὔροις καὶ ταῖς λοιπαῖς ἐκκρίσεσι ἀποδίδοται , βραχὺ δέ τι ἐνακμάζοντος : ὁπόταν δ
ἀπευθυσμένου καὶ κύστεως παραποδίζειν τε ἐν ταῖς προπτώσεσι ταῖς φυσικαῖς ἐκκρίσεσι θλίβουσαν καὶ στενοχωροῦσαν τοὺς τόπους καὶ παραποδίζεσθαι ὑπ '
6058178 προτιμω
τὴν ἀρχὴν οὐκ εἴων ὑπ ' ὄφεων δάκνεσθαι . 〛 προτιμῶ σου : Φροντίζω . Θ . . . πριάμενος
“ ἐχθές ” . τριβώνιον ] τριβακόν : παλαιόν οὐδὲν προτιμῶ σου ] λόγον ποιῶ σου : φροντίζω σου .
6056584 μαρτυριην
λίθον Ἀσκαλάφοιο , τόν οἱ χωσαμένη γυίοις ἐπιήραρε Δηώ , μαρτυρίην ὅτι μοῦνος ἐθήκατο Φερσεφονείῃ . Δαῖμον , ὃς Ἀμφιλύσοιο
ἀλλὰ πολυφλοίσβοιο παρ ' ἠιόνεσσι θαλάσσης ἀγγελίην ἀνέμιμνε φαεινομένων ὑμεναίων μαρτυρίην λύχνοιο πολυκλαύτοιο δοκεύων , εὐνῆς δὲ κρυφίης τηλεσκόπον ἀγγελιώτην
6056390 ταραξις
τίς πάτρα ; τίς ἡ στολή ; ˈ τίς ἡ τάραξις τοῦ βίου ; τί βάρβιτος ˈ λαλεῖ κροκωτῶι ;
ὄψεως ὀργάνοις , ἤδη ἐροῦμεν . Τῶν ὀφθαλμῶν οὖν πάθη τάραξις καὶ ὀφθαλμία , καὶ φλεγμονὴ καὶ ῥεύματος ἐπιφορά .
6054147 λωφησων
ὅτι οὐδὲ ἡ νὺξ ἀσμένη αὐτῷ ἔσται . : ὁ λωφήσων ] ὁ ποιήσων σε λωφῆσαι Ἡρακλῆς . : Φασὶ
, βάρος , ἤγουν τῆς ἐνταῦθα δήσεως . . ὁ λωφήσων ] ὁ ποιήσων λωφῆσαι Ἡρακλῆς . φασὶ γὰρ μετὰ
6051565 πεφροντικεν
περιπλάττωσι τοῖς χρηστοῖς λόγοις . οὐδέποθ ' ἑταίρα τοῦ καλῶς πεφρόντικεν , ἣ τὸ κακόηθες πρόσοδον εἴωθεν ποιεῖν . ἢ
ἄλλοι ἐπτόηνται καὶ τοὺς ἐκείνων φόβους περὶ τῶν ἰδίων ἔργων πεφρόντικεν , ὅπου αὐτός ἐστιν : εἶτα ἐρῶ αὐτῷ εἰ
6051400 βιαιου
διὰ ταῦτα εἰκός ἐστιν αὐτὸ μὴ ἐκρεῖν ἢ ἐξιέναι κωλύοντος βιαίου ἀέρος καὶ πνευματουμένου . δηλοῖ δὲ ὁ ψόφος ἐπισπᾶσθαι
μηδὲν αὐτὴν κινῇ , ἠρεμεῖ , ἀνέμου δ ' ἐμπνέοντος βιαίου παρὰ φύσιν , τότε ἐξ ὅλης κυκλεῖται , οὕτω
6049954 φοβουμενου
Λάκωνα . Ἀβυδηνοὶ δὲ ὁρῶντες οἰκοδομοῦντα τὸ τεῖχος κατεφρόνησαν ὡς φοβουμένου καὶ προελθόντες τῆς πόλεως κατὰ τὴν χώραν ἐγένοντο .
ἐν τοῖς ὅπλοις . Οὐκ οἶσθα , ἔφη , ὅτι φοβουμένου ἐστὶν ἀνθρώπου ὅπλα ἔχειν ; φοβούμενος δὲ οὐδέποτ '
6043366 Δουλῳ
τύχης ἐπηρκότα , τούτου ταχεῖαν νέμεσιν εὐθὺς προσδόκα . } Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύειν φοβοῦ . ἀμνημονεῖ γὰρ
ἔφη , τῷ ὀρεοκόμῳ . Δούλῳ ὄντι ἢ ἐλευθέρῳ ; Δούλῳ , ἔφη . Καὶ δοῦλον , ὡς ἔοικεν ,
6041037 διανιζειν
; τὸ ταῦτα διορᾶν ἐστιν εὐψύχου τέχνης , οὐ τοῦ διανίζειν λοπάδας οὐδ ' ὄζειν καπνοῦ . ἐγὼ γὰρ εἰς
δ ' ἀπολοπίζειν τε κᾆτ ' ἐπ ' ἀνθράκων ὑδρίαν διανίζειν πεντέχουν ἢ μείζονα ταῖς πολιόχρωσι βεμβράσιν τεθραμμένη κοπίδι τῶν
6037196 κατακειμαι
τέθνηκας ζητῶν ἐμὲ , ἐγὼ δὲ ζῶ καὶ τρυφῶ , κατάκειμαι δὲ ἐπὶ χρυσηλάτου κλίνης μετὰ ἀνδρὸς ἑτέρου . πλὴν
ἔστιν , ἡ δ ' οὐ φαίνεται . ἐγὼ δὲ κατάκειμαι πάλαι χεζητιῶν , τὰς ἐμβάδας ζητῶν λαβεῖν ἐν τῷ
6031344 τρισωματον
πεπεισμένοι μήτε Κενταύρους διφυεῖς ἐξ ἑτερογενῶν σωμάτων ὑπάρξαι μήτε Γηρυόνην τρισώματον , ὅμως προσδεχόμεθα τὰς τοιαύτας μυθολογίας , καὶ ταῖς
' ἄθρησον πτεροῦντος ἔφεδρον ἵππου : τὰν πῦρ πνέουσαν ἐναίρει τρισώματον ἀλκάν . πάνται τοι βλέφαρον διώκω . σκέψαι κλόνον
6029289 ἑνω
δὲ ἀπὸ τοῦ ἕω , τὸ πληρῶ . Καὶ γίνεται ἕνω , καὶ ἄνω καὶ ἀνύω , τροπῇ Δωρικῇ τοῦ
παρὰ τὸ ἕω , τὸ ἐνδύομαι , πλεονασμῷ τοῦ ν ἕνω ἑνύω εἵνυτο . καὶ οἱ Αἰολεῖς πλεονάζοντες τὸ ἀμετάβολον
6029072 γαγατου
. Χρυϲοκόλληϲ , ταυροκόλληϲ , ϲαρκοκόλληϲ , ἰχθυοκόλληϲ , λίθου γαγάτου , λίθου αἱματίτου , ῥοῦ Ϲυριακοῦ , ῥοῦ βυρϲοδεψικοῦ
: ἄλλοτε δὲ ὄϲφρηϲιϲ βαρέων ὀϲμῶν κατέβαλε , ὥϲπερ τοῦ γαγάτου λίθου . τοῖϲδε μὲν ὦν ἐν τῇ κεφαλῇ τὸ
6019015 κακοχυμου
καὶ διαφορούντων φαρμάκων προκαθαίροντας τὸ σῶμα , εἰ μεστὸν εἴη κακοχύμου . βουλόμενοι δέ τινες ῥωννύναι τὴν κεφαλὴν ἔμιξαν τοῖς
, πληθωρικοῦ μὲν ὄντος μᾶλλον τοῦ σώματος , φλεβοτομίας , κακοχύμου δὲ καὶ περιττωματικοῦ , καθάρσεως . τούτοις καὶ τὸ
6017384 μελαμπυγου
μήτηρ αὐτοῖς παρῄνει μηδὲν ἄδικον ποιεῖν , ἵνα μή τινος μελαμπύγου τυχόντες δίκην δώσουσιν . Ἐφίσταται οὖν αὐτοῖς Ἡρακλῆς ,
δὲ θηρίων ὕβρις τε καὶ δίκη μέλει . μή τευ μελαμπύγου τύχηις . προύθηκε παισὶ δεῖπνον αἰηνὲς φέρων . πυρὸς
6011406 ὀδυνηρου
ὡς ἐπὶ καινοτάτῃ καὶ ἀγενήτῳ συμφορᾷ μήτε ἀπαθείᾳ καθάπερ μηδενὸς ὀδυνηροῦ συμβεβηκότος χρῆσθαι , τὸ δὲ μέσον πρὸ τῶν ἄκρων
γινομένων ἐξ ἡλίου πιθανῶς κατασκευάζουσιν : ἄλλως : ἐκ τοῦ ὀδυνηροῦ βίου στοχάζεται βελτίονα εἶναι τὰ ἐν Ἅιδου τῆς γῆς
6008159 θυραζ
οὐκ ἢν οἴκοι γε καθεύδῃς : οὐδ ' ἤν γε θύραζ ' ὥσπερ πρότερον : βίοτος γὰρ πᾶσιν ὑπάρξει .
ἐστι καὶ φρονῶν οὐδὲν φρονεῖ : ἥτις γὰρ ἡμῶν καρδίαν θύραζ ' ἔχει , θᾶσσον μὲν οἰστοῦ καὶ πτεροῦ χαρίζεται
6006985 δαμαζειν
ὡς περισσάρτιος , καθάπερ εἴπομεν . δεῖν οὖν ἐν ταύτῃ δαμάζειν ἡμιόνους ἐπιβάλλοντα τὼ χεῖρε καὶ πωλοδαμνοῦντα τοῦτο τὸ ζῷον
πρὸς αὐτὴν ἡ ἡμίονος . τῇ δὲ δυοκαιδεκάτῃ προσέταξε ταύτας δαμάζειν , ἵνα πραότεραι γίνωνται , διότι τὸ στάσιμον ἡ
6005662 ἀπολαυσατω
ἂν βουληθῇς , πρᾶττε , τῆς δὲ δυνάμεώς σου ταύτης ἀπολαυσάτω Παιάνιος , περὶ ὃν Ἀκάκιός τε ὁ σοφὸς καὶ
καὶ ἀπεκρούσθη τοῦ πράγματος . τοῦ χρηστοῦ τοίνυν ἀνέμου διαμαρτὼν ἀπολαυσάτω τοῦ δευτέρου πλοῦ . ἔστι δὲ οὗτος γενέσθαι χώραν
6001607 λεβηρις
' ὄξους , κάρδαμον ἄγριον καὲν καὶ σποδωθὲν , ἐχίδνης λεβηρὶς , καὶ λαπάθου ἀγρίου ῥίζα : τρίβειν δὲ μετ
λεβηρίδος : καὶ κενότερος λεβηρίδος : ἀμφότερα λέγεται . [ λεβηρὶς δὲ οἷον λεπηρὶς καὶ λέπος ] . τάττεται καὶ
5998963 γενηθῃ
διὰ τῆς ἁφῆς καὶ τοῦ κέντρου ἠγμένῃ εὐθείᾳ , καὶ γενηθῇ , ὡς τὸ τμῆμα τῆς ἐφαπτομένης τὸ μεταξὺ τῆς
ἀπολείπεται . χρὴ δὲ οὐδὲν [ ] καὶ ὅπως εὐσχημόνως γενηθῇ σκοπεῖν : λεληθότας γὰρ ἡμῖν το [ ] [
5994531 θεραπευμα
δεσμοῖς . Ἀμφιβαλών : περικυκλώσας , περικρατήσας . ἄκος : θεράπευμα . ἀλεωρή : ἐκφυγὴ , ἀποφυγή . Ἀμφιπεσόντος :
αἱρετόν . Ἀθανασία οὐσία ἔμψυχος καὶ ἀίδιος μονή . Ὅσιον θεράπευμα θεοῦ ἀρεστὸν θεῷ . Ἑορτὴ χρόνος ἱερὸς κατὰ νόμους
5994444 Περισσος
ἀριθμὸν πολλαπλασιάσας ποιῇ τινα , ὁ γενόμενος περισσὸς ἔσται . Περισσὸς γὰρ ἀριθμὸς ὁ Α περισσὸν τὸν Β πολλαπλασιάσας τὸν
ἄρτιον πολλαπλασιάσας ποιῇ τινα , ὁ γενόμενος ἄρτιος ἔσται . Περισσὸς γὰρ ἀριθμὸς ὁ Α ἄρτιον τὸν Β πολλαπλασιάσας τὸν
5993282 ποθουσα
γὰρ κεκλήσῃ γυνή . κἀκείνη περιβλέψασα πάντας ἀπῄει δακρύουσα , ποθοῦσα τὸν Ζαριάδρην ἰδεῖν : ἐπεστάλκει γὰρ αὐτῷ ὅτι μέλλουσιν
οὐδὲν κέρδος ἐν τοῖς κακοῖς ἡ σιωπή : ἡ γὰρ ποθοῦσα : ἡ γὰρ καρδία ἐπιζητοῦσα πάντα ἀκούειν δαπανᾶται :
5992781 φοβηθῃς
διὰ τὸ εἶναι πτερωτάς . , , , : μηδὲν φοβηθῇς ] Ὁ ῥυθμὸς Ἀνακρεόντειός ἐστι κεκλασμένος πρὸς τὸ θρηνητικόν
τοῦ δοκοῦντος ἐνθάδε θανάτου καταφρονήσῃς , ὅταν τὸν ὄντως θάνατον φοβηθῇς , ὃς φυλάσσεται τοῖς κατακριθησομένοις εἰς τὸ πῦρ τὸ
5987507 καταλελειπται
πρὸς τὴν γῆν ἡ νομή : μικρόν μοί σου μέρος καταλέλειπται ἐν ὄψει τοῦ μείζονος : αὕτη δὲ ἐν ὀλίγῳ
ὀρθαῖν τούτων ἑκάτερον . ἀφῃρημένης οὖν τῆς ὑπὸ ΓΑΔ ὀρθὴ καταλέλειπται ἡ ὑπὸ ΓΑΒ , ἡμίσεια τῶν δύο ὑπάρχουσα ,
5986879 ἐλεγξεις
ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη ἡ αἰσχύνη
οὖν αὐτὸν ὁ Ἀπολλώνιος , οὐδὲ γὰρ πικρὸς πρὸς τὰς ἐλέγξεις ἦν , „ ἀλλὰ μὴ τοῦτο „ ἔφη ”
5985246 Κρο
κατενεχθέντες πάντων ἔτυχον τῶν φιλανθρώπων . ἐκεῖθεν δὲ καταπλεύσαντες εἰς Κρό - τωνα , καὶ λαβόντες ἀγορὰν παρὰ τῶν Κροτωνιατῶν
ιβ μ θ κδ ξη ια κδ ιδ λε θ Κρό κϚ ξθ ο η κϚ ια κε ιϚ μ
5979825 ἐρημωθεντος
μέντοι οὐ δεῖ ἐντυγχάνειν αὐτῆι πάντα καὶ τὸν τυχόντα . ἐρημωθέντος ] ἤγουν ἀποδημοῦντος τοῦ βασιλέως . κεδνὸν ] ἀγαθόν
διαδοχῆς κινδυνεύοντες καὶ νεαλεῖς ἀεὶ γινόμενοι , διὰ τῶν πετροβόλων ἐρημωθέντος τοῦ τείχους , ἐνέπεσον εἰς τὴν Μουνυχίαν καὶ τοὺς
5979778 φασω
κεφαλαλγεῖν , ὡς ἂν λυπηθῇ καὶ αὐτὴ ἡ Γαλάτεια . φασῶ τὰν κεφαλάν : προφασισθῶ καὶ πρόφασιν ποιήσομαι , φησί
γάρ μοι Μεγαρικά τις μαχανά : χοίρως γὰρ ὑμὲ σκευάσας φασῶ φέρειν . Περίθεσθε τάσδε τὰς ὁπλὰς τῶν χοιρίων :
5979641 ἀπερχῃ
φράσις : ἀναγινώσκεις , οὐκ ἀναγινώσκεις : ἀπέρχῃ , οὐκ ἀπέρχῃ . ἀλλ ' ὡμολογημένως λείπεται ἡ φράσις τοῦ ἤ
ὥσθ ' ἁμαρτάνουσιν οἱ λέγοντες ποῦ ἀπέρχῃ ; δέον πῆ ἀπέρχῃ ; . πλεῖν τοῦ ἀποπλεῖν καὶ παραπλεῖν καὶ περιπλεῖν
5975493 σιγατε
βασιλεύσει ἡμῶν καὶ ἐπιτάξει ὅτι ἂν βούληται ἀποκρίνεσθαι . τί σιγᾶτε ; οὔ τί που , ὦ Θεόδωρε , ἐγὼ
. . καὶ περὶ τοῦ Εὐριπίδου Ὀρέστην : ἆ ἆ σιγᾶτε , μὴ ψοφῆτε , μηδὲ ἔστω κτύπος ἐπὶ λεπτὸν
5974515 ὀδοντοφυει
ἔκφυσιν τῶν ὀδόντων παντελῆ : τὸ γὰρ ἀνωτέρω φάτνιον οὐκ ὀδοντοφυεῖ , ἀλλ ' ὅσοι τομίαι τῶν ὀδόντων κατ '
. ὀδοὺς δὲ ἀλώπεκος περιαφθεὶς ἐσχάρας ὠφελεῖ καὶ παῖδας ἀνωδύνως ὀδοντοφυεῖ . μετὰ δὲ ἀσφάλτου καὶ ἐλαίου ὀμφακίνου προλειωθέντων ὀνύχων
5973005 προαγομαι
ἔτ ' : οὔκ , ἀλλ ' εἰς τὸ πρόσθεν προάγομαι ? [ , πληγήν ] τιν ' ἀνυπέρβλητον ἐξαίφνης
τῷ ὄντι ἄνδρας ἡγούμεθα . ὑφ ' ἧς φιλοτιμίας κἀγὼ προάγομαι πλεῖστα πράγματα ἔχειν καὶ ζῆν ἐπιπόνως παρ ' ὁντινοῦν
5971302 χειροτερος
ἀνιηρῇ ὑπ ' ἀνάγκῃ θαρσήσας ἀνὰ θυμὸν ἀμείνονα φῶτα κατέκτα χειρότερος γεγαώς : μάλα γὰρ μέγα θυμὸν ἀέξει θάρσος ,
ἀνιηρῇ ὑπ ' ἀνάγκῃ θαρσήσας ἀνὰ θυμὸν ἀμείνονα φῶτα κατέκτα χειρότερος γεγαώς : μάλα γὰρ μέγα θυμὸν ἀέξει θάρσος ,
5971258 παυσων
ἀκούοντα λέγειν ἁπλοῦν τινα λόγον , ὅτι τὰ μὴ δίκαια παύσων , ἀλλ ' οὐκ ἰσχυρὰ ποιήσων πέμπομαι . τὸν
Ἦ γὰρ στερήσεις τῆσδε τὸν σαυτοῦ γόνον ; Ἅιδης ὁ παύσων τούσδε τοὺς γάμους ἐμοί . Δεδογμέν ' , ὡς
5967992 ἐπαπειλησας
ὥστε ἀνελεῖν νύκτωρ τοὺς ἑαυτῶν ἄνδρας πρὸ τῆς μίξεως θάνατον ἐπαπειλήσας ταῖς μὴ τοῦτο ποιούσαις : καὶ λῆμνον . !
Ἀλέξανδρος δὲ Ἀβισάρην διὰ τάχους ἰέναι παρ ' αὑτὸν κελεύει ἐπαπειλήσας , εἰ μὴ ἔλθοι , ὅτι αὑτὸν ὄψεται ἥκοντα
5967848 προσορων
. ἐδόκουν δὲ βαδίζειν ὁδόν τινα δι ' ἐμαυτοῦ χωρίου προσορῶν τῷ ἀστέρι ἄρτι ἥκοντι , καὶ γὰρ εἶναι πορείαν
λόγον . ἰδοὺ ] ? γελᾶι ? μου ? [ προσορῶν ? ] ? × × ] ! ὁ ?
5966313 πομπαν
. Ναῒ πομπὰν ] Ἤγουν στόλον καὶ πλοῦν . Ναῒ πομπὰν ] Ἤγουν διὰ νηὸς στέλλεσθαι . Ζεὺς ὁ γενέθλιος
ὤφελεν ἐλάταν πομπαίαν † , μηδ ' ἀνταίαν Εὐρίπωι πνεῦσαι πομπὰν Ζεύς , εἱλίσσων αὔραν ἄλλοις ἄλλαν θνατῶν , λαίφεσι
5965730 πληρου
καὶ τόδ ' αὐτίκα φόρμιγξ : ἐργάζου δὲ οὖν καὶ πλήρου τοῦτο τὸ ποικίλον μέλος , ὦ γλυ - κυτάτη
- μισθῆναι , σὺ δὲ ἔνευσας . ἥκει δὴ καὶ πλήρου τὰς ὑποσχέσεις παρόντα μὲν ἡδέως ὁρῶν , ἐκπέμπων δὲ
5964429 τηθην
οὖν ἡμῖν οἰκονομεῖ τὸ πρᾶγμα . χαίρειν γὰρ ἀνάγκη τὴν τήθην τοιαῦτα ἀκούουσαν , χαίρουσαν δὲ καὶ ζεύξειν εἰκός .
βούλεται τὴν Ἐπιλύκου θυγατέρα λαβεῖν , ἵν ' ἐξελάσῃ τὴν τήθην ἡ θυγατριδῆ . Ἀλλὰ γὰρ τῷ παιδὶ αὐτοῦ τί
5961513 καταψυξις
ἅ ἐστιν εὐκίνητα καὶ ταχὺ μεταβάλλοντα , οἷον θερμότης καὶ κατάψυξις , νόσος καὶ ὑγεία , καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα
θερμότητα καὶ τὴν κίνησιν ὅλως ποιοῦν : ἀκινησίας δὲ γινομένης κατάψυξις γίνεται τοῦ αἵματος ἢ ἁπλῶς εἰπεῖν τῆς ὑγρότητος .
5961428 ναυαγησας
Πλάτων διάλογον . πλέοντος δ ' αὐτοῦ εἰς Σικελίαν ἐτελεύτησεν ναυαγήσας ἐτῶν Ϛʹ , σοφιστεύσας ἔτη μʹ . Πρόδικος .
γὰρ ὁ Ἀσωπόδωρος Θήβηθεν ἐν Ὀρχομενῷ ἐπολιτογραφήθη . ἄλλως . ναυαγήσας ὁ Ἀσωπόδωρος ἐν Ὀρχομενῷ ἐξερρίφη . ἅ νιν ἐρειδόμενον
5953156 ἁμαρτανοντος
' ἄλλου ποιητοῦ ταύτην τὴν ἁμαρτίαν περὶ τοὺς θεοὺς ἀνοήτως ἁμαρτάνοντος καὶ λέγοντος ὡς δοιοί τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς
πλείονος ποιήσεται τῆς ἔχθρας , κἂν φιλῇ ὅμως οὐκ ἀφέξεται ἁμαρτάνοντος . Ἓν γάρ , ὡς ἔφην , τοῦτο ἴδιον
5952989 ἀφανεια
λέγων : ὅτι κἂν τοῦτο πρᾶγμά ἐστι κρινόμενον , ἡ ἀφάνεια . Ἀτελὴς δὲ ἐκ μόνων προσώπων ἁπλοῦς οὐ γίνεται
τὸ ἀφανὲς ἐκ τοῦ φανεροῦ κατασκευάσωμεν , νῦν δὲ ἡ ἀφάνεια οὐκ ἔστι φανερὸν σημεῖον τοῦ ὅτι ἀπέθανεν ὁ πατήρ
5950261 πεφυρμενη
, γονή . τοῦτο διὰ μέσου . φύστις : ἡ πεφυρμένη καὶ ἐπὶ γῆς πεσοῦσα . γαίας ἐπὶ γόνυ τὸ
μὴ ἕξει . Ἕτερον ξηρόν : σποδὸς , χαλκῖτις ὄξει πεφυρμένη λευκῷ , εἶτα φθόεις ποιήσας ξηρῆναι : ὅταν δὲ
5949989 συνετριβησαν
δ ' ἐν τῇ Καρχηδόνι τὸ μέγεθος πυθόμενοι τῆς συμφορᾶς συνετρίβησαν ταῖς ψυχαῖς καὶ συντόμως ὑπελάμβανον ἥξειν ἐπ ' αὐτοὺς
αἱ λοιπαὶ κατεφλέχθησαν ἢ ἐλήφθησαν ἢ ἐς τὴν γῆν ὀκέλλουσαι συνετρίβησαν : αἱ δὲ ἑπτακαίδεκα μόναι διέφυγον . Καὶ ὁ
5943919 ἡλικιωτην
Ἑρμόλαον ἀλγήσαντα τῇ ὕβρει φράσαι πρὸς Σώστρατον τὸν Ἀμύντου , ἡλικιώτην τε ἑαυτοῦ καὶ ἐραστὴν ὄντα , ὅτι οὐ βιωτόν
Τυχιάδη , καὶ τὸν Πέλλιχον σκῶπτε κἀμὲ ὥσπερ τοῦ Μίνωος ἡλικιώτην παραπαίειν ἤδη δόκει . ” “ Ἀλλ ' ,
5943897 ταυρωι
κεκλιμένος δὲ γέρων ἀντώπιον ὄμμα τανύσσας , εἰσορόων ἀκτῖνας ἐπεστηρίζετο ταύρωι , ὑγροπόρου λοφιῆς δεδραγμένος : ἄκρα δὲ χειρὸς λαιῆς
τὸν Θησέα στρέφοντα καὶ μαλάττοντα τοὺς λύγους ποιῆσαι δεσμὰ τῶι ταύρωι : λέγει δὲ οὕτως : κλωστῆρσι χειρῶν ὀργάσας κατήνυσε
5942841 Κλινεται
τῶν ἄλλων πτώσεων ἀκριβῶς διάγνωσιν . Καν . αʹ . Κλίνεται τοίνυν Αἴας Αἴαντος . Καὶ διατί ; διότι τὰ
καὶ ὁ σωλήν : βαρύτονος δὲ οὐκ ὀξύτονός ἐστιν . Κλίνεται δὲ Ἕλληνος φυλάσσων τὸ η καὶ ἐπὶ τῆς γενικῆς
5940432 σπογγια
ὅλου τοῦ σώματος τρέφεσθαι : ἀναλαμβάνειν γὰρ αὐτό , ὥσπερ σπογγιά , τὰ ἀπὸ τῆς τροφῆς θρεπτικά . Οἱ Στωικοὶ
ὑαλοειδὲς ὑγρὸν χιτῶνι : νοτερὰ γὰρ αὕτη καὶ μαλθακὴ καθάπερ σπογγιά , τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ὑγροῦ ψαύουσα , τὴν τοῦ χιτῶνος
5937459 συναρμοζων
διαφορούντων κενώσει . τὸ δὲ μέτρον ἐστὶν ὁ λόγος ὁ συναρμόζων τὴν τοῦ σώματος ἕξιν ταῖς διανοητικαῖς ἐνεργείαις τῆς ψυχῆς
τε τῶν παίδων ἔθυεν , Ἀντιόχου καὶ Λαοδίκης , ἀλλήλοις συναρμόζων . ἤδη δὲ τὸν πρὸς Ῥωμαίους πόλεμον ἐγνωκὼς ἀποκαλύπτειν
5936024 διαφωνουμενον
αἰσθητοῦ , εἰς τὸν διάλληλον : τὸ γὰρ αἰσθητὸν πάλιν διαφωνούμενον , καὶ μὴ δυνάμενον δι ' αὑτοῦ ἐπικρίνεσθαι διὰ
σημεῖον ἐπ ' ἴσης τῷ σημειωτῷ δοξαστόν ἐστι καὶ ἀνεπικρίτως διαφωνούμενον . ὡς οὖν τὸ ” τὶς διὰ πέτρας πλεῖ
5931554 βαυ
' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ
ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ '
5929499 ὑποσταντος
ὑπακοῦσαι ἢ κινδυνεύσαντας περιγενέσθαι , ὁ φυγὼν τὸν κίνδυνον τοῦ ὑποστάντος μεμπτότερος : καὶ ἐγὼ μὲν ὁ αὐτός εἰμι καὶ
παραλλήλων . διὸ καὶ τὸ μετὰ τοῦτο εὐθὺς ὡς ἂν ὑποστάντος ἤδη τοῦ παραλληλογράμμου τὰ καθ ' αὑτὰ ὑπάρχοντα τοῖς
5928319 ἀποδυσαντες
οὐδὲν αὐτὸν κωλύει ποιεῖν ὧν βούλεται . μετὰ δὲ ταῦτα ἀποδύσαντες καὶ μαστιγώσαντες ἐκρέμασαν . τίνος οὖν ἡγῇ τοῦτο εἶναι
σώματα , ὅπερ μάλιστα ἐπόθεις ἀκοῦσαι , ὧδε καταγυμνάζομεν . ἀποδύσαντες αὐτά , ὡς ἔφην , οὐκέτι ἁπαλὰ καὶ τέλεον
5926986 βοαις
. . ματαίοις ] ἀνωφελέσι . ποιφύγμασιν ] θρήνοις , βοαῖς . . οὐ γάρ τι μᾶλλον ] οὐ γὰρ
ἔστιν οὗ τοῦτο ἐπιδεδειγμένον . τοῦ Ῥωμαίων γάρ ποτε δήμου βοαῖς αὐτὸν ἀσελγεστέραις βεβληκότος τί χρὴ ποιεῖν , ἐρόμενος τοὺς
5926058 ῥωννυμενη
μῆλα καὶ σταφυλαὶ καὶ σταφίδες καὶ ῥοόκοκκα . καὶ γὰρ ῥωννυμένη ἡ δύναμις ἐπεγείρεται καὶ ἀποδιώκει καὶ ἀπεμεῖ τὴν τὴν
, καὶ μάλιστα ὅταν ἄτονος ᾖ , ὑπὸ τῶν στυφόντων ῥωννυμένη καὶ πρὸς ἔκκρισιν ὁρμῶσα . ἐὰν δέ τις τὸ
5924199 ἀποπτωσις
τὸ γένος ἡμῶν ἀπολιπεῖν αἰδῶ καὶ νέμεσιν : τούτων γὰρ ἀπόπτωσίς ἐστιν ἡ ἀναίδεια καὶ ὁ φθόνος . Ἀλλ '
τὸ γένος ἡμῶν ἀπολιπεῖν Αἰδῶ καὶ Νέμεσιν . τούτων γὰρ ἀπόπτωσίς ἐστιν ἡ ἀναίδεια καὶ ὁ φθόνος : ἀλλ '
5923014 καταδυνῃ
φαινόμενον , ὅταν τοῦ ἡλίου ὑπὸ γῆν μεσουρανοῦντος ὁ ἀστὴρ καταδύνῃ . ἕβδομός ἐστιν σχηματισμὸς ὁ καλούμενος ὀψινὸς ἀπηλιώτης ,
φαινόμενον , ὅταν τοῦ ἡλίου ὑπὲρ γῆν μεσουρανοῦντος ὁ ἀστὴρ καταδύνῃ , ὃ δέ τι νυκτερινὸν καὶ φαινόμενον , ὅταν

Back