με δεῖ τοσοῦτον ὄντα καὶ ἐλέφαντος εὐτυχέστερον , ὅσον κρείττων κώνωπος ὁ ἀλεκτρυών ; ” ὁρᾷς , ὅσον ἰσχύος ὁ | ||
εὔδηλον διὰ τὸ τῶν ἄλλων ἐλαχιστότερον εἶναι ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ κώνωπος . . . . ἀντιόωσαν : ἔστι , τὸ |
διὰ τοῦ ὀνόματος σημαινομένου τοῦ αὐτοῦ μετέχοντα , οἷον ὁ ἀστρῷος κύων καὶ ὁ χερσαῖος : κοινωνοῦντες γὰρ τῷ ὀνόματι | ||
ἐστίν , οἷον ὁ θαλάττιος καὶ ὁ χερσαῖος καὶ ὁ ἀστρῷος , οὐ μέντοι λέγομεν ζῷόν ἐστιν , οἷον ἄνθρωπος |
ἑώρα τῆς κόρης ἐφ ' ἅρματος . ὑπελήλυθέν τέ μου νάρκα τις ὅλον τὸ δέρμα ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον : οὐ | ||
ἴσως οὐκ εὔφημον ὄνομα : καλεῖται γὰρ ὑπὸ τοῦ ἀγωνοθέτου νάρκα . λέγεται γὰρ ὅτι ” ἐνάρκησε τὸ πλάτος ” |
ἀντὶ τοῦ ζηλοτυπεῖ με . οἰστρεῖ : τὸν οἶστρον τοῦ μύωπος Σώστρατος διαστέλλει . οἶστροι δέ εἰσι πολέμιοι τοῖς βουσίν | ||
ἦ καί ] ? τι πρὸς τοῖσδ ' ἄλλο [ μύωπος ] οἴστρου ? ? ? ? ? κέρκον [ |
ἂν ἐν δίκῃ ἡμῖν χαλεπαίνοι ἐπὶ τῷ λόγῳ οὗ εἴσω κάμπτει καὶ ὁλοκλήρου οὐκ ἐξικνεῖται . Ὅτι δὲ οἱ σοφισταὶ | ||
τῶν ἀνδρὸς ἔργων ὀφείλων ἅπτεσθαι τιτθὰς ἐπιποθεῖς καὶ μάμμην καὶ κάμπτει σε καὶ ἀποθηλύνει κλαίοντα γύναια μωρά ; οὕτως οὐδέποτε |
καὶ ἦχόν τινα βομβώδη ἀφίησι καὶ τραχύν : ὁ δὲ μύωψ τῇ κυνομυίᾳ προσείκασται , βομβεῖ δὲ τοῦ οἴστρου μᾶλλον | ||
ἰδιαζόντων : μονώψ κελαινώψ τυφλώψ . τὸ δὲ ἑλίκωψ καὶ μύωψ βαρύνεται , ὥσπερ τὸ κύκλωψ καὶ κέκρωψ καὶ ἴωψ |
, ὅτι προσαφὴς αὐτῇ ἐστιν ὁ στόμαχος τοῦ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων , καὶ χωρέει ἐς ἐκεῖνον , καὶ ἅμα ἐπίκειται | ||
λίχνοισι : λαιμάργοις : λίχνος ὁ λίαν χαίνων , ἤτοι χάσκων . λίχνος ὁ λαίμαργος ἀπὸ τοῦ λίαν χαίνειν : |
: ἡ λιθώδης , λίθος ' . . . . ἀχλύς : σκοτία , λυπεῖν ' . . . . | ||
ἔχοντα λιαζόμενον ποτὶ γαίη κάρ ῥά οἱ ὀφθαλμῶν κέχυτ ' ἀχλύς : οὐδ ' ἄρ ' ἔτ ' ἔτλη δηρὸν |
ὁ δὲ ἄρρωστος τῆς χρονίας νόσου ἀπαλλάσσεται . Σπλῆνα δὲ κυνὸς θερμὸν ἐπιθεὶς σπληνικῷ ἐν τῷ σπληνί , ἰαθήσεται . | ||
, οὐ σποδεύνας ἶνις Ἐμπούσας , μόρος Τεύκροιο βούτα καὶ κυνὸς τεκνώματος , Χρύσας δ ' ἀΐτας , ἆμος ἑψάνδρα |
Μένανδρος δὲ Ὀργῇ : ὁ λιμὸς ὑμῶν τὸν καλὸν τοῦτον δακὼν Φιλιππίδου λεπτότερον ἀποδείξει νεκρόν : ὅτι δὲ καὶ πεφιλιππιδῶσθαι | ||
πατρὸς ὠμόφρονος : ζῇ γὰρ προπετής : ἀλλ ' ἴσχε δακὼν στόμα σόν . Πῶς φῄς , γέρον ; ἦ |
τοῦ θήλεος , καὶ πάλιν χελιδών χελώνη κορώνη ἀκρίς μυγαλῆ ἐμπίς καὶ ἐπὶ τοῦ ἄρρενος τὴν φύσιν θηλυκῶς : ὡσαύτως | ||
εἶδος καυκαλίου , οἱ δὲ εἶδος μυίας , ὥσπερ ἡ ἐμπίς . τὸν γράψαντα περὶ τῆς Ἑλένης ] Πολυκράτην λέγει |
συναντήσας αὐτῷ συνεπομένῳ τῷ Εὐμαίῳ τῷ συφορβῷ φησι πρὸς τὸν Εὔμαιον . ρ καὶ ἅμα κολαφίζει καὶ τραχηλίζει † αὐτόν | ||
, ἄκρην δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός . Κτήσιππος δ ' Εὔμαιον ὑπὲρ σάκος ἔγχεϊ μακρῷ ὦμον ἐπέγραψεν : τὸ δ |
ἀλλὰ κηλῇ , τὸ δὴ μετὰ τοῦτο ἤδη τήκει καὶ λείβει . τὸ γὰρ λείβει τοῦ τήκει ἐμφατικώτερον καὶ ἐγγύτερον | ||
. τιμῶσα δὲ ἡ γραφὴ τὴν ἀλήθειαν καὶ δρόσου τι λείβει ἀπὸ τῶν ἀνθέων , οἷς καὶ μέλιττα ἐφιζάνει τις |
ἀέρα διὰ τῆς ἀναπνοῆς ἕλκει τὸν θάνατον ὁρῶν καὶ καταπίπτων κατηβολέων ] λειποψυχῶν κατηβολέων ] κατακύπτων Ἀιδωνέα ] τὸν Ἅιδην | ||
ἠέρα παῦρον ἀτύζει ] βραχέως ἀναπνοὴν συγχεῖ ἀλέξει ] ἀέξει κατηβολέων : λειποθυμῶν , τὴν ὑστάτην εἱμαρμένην ἔχων . τὸ |
ἡ ῥίζα ἢ τὰ φύλλα αὐθήμερον : χρήσιμον δὲ πρὸς σκορπίου πληγὴν πινόμενον . ἔχει δὲ τὸ μὲν φύλλον ὅμοιον | ||
ἀγγείῳ μίξας ἔχε εἰς βοήθειαν ὄφεων δήγματος ἢ εἰς τύμμα σκορπίου . ἢ ῥωγὸς πλῆγμα : ἀλλ ' ὁπόταν ἐξ |
τοῦ ἑτέρου , οἷον ἡ κύων φωνὴ κατηγορεῖται κατὰ τοῦ ἀστρῴου καὶ κατὰ τοῦ φιλοσόφου καὶ κατὰ τοῦ χερσαίου κυνός | ||
δὲ θαλάττιος ὁ δὲ φιλόσοφος , εἰπεῖν ὅτι περὶ τοῦ ἀστρῴου ποιοῦμαι τὸν λόγον . τοῦτο οὖν φιλοσόφως ποιῶν ὁ |
χαλασθῆναι , ὠμῆς κράμβης ὁ χυλὸς κατὰ τῆς κεφαλῆς ἐπιβαλλόμενος ἀνασπᾷ τὴν σταφυλὴν εἰς τὰ μετέωρα τοῦ στόματος . εἰ | ||
ὁμονοεῖν τῷ πάθει . Ϛʹ . Τὸ θερμὸν ὀξύθυμον , ἀνασπᾷ καὶ καρδίαν καὶ πνεύμονα ἐς ἑωυτὰ καὶ ἐς κεφαλὴν |
ἡ τιμή γὰρ τῆς τιμῆς , φθογγήεις φθογγῆς , ἡ φθογγή γὰρ τῆς φθογγῆς , αὐδήεις αὐδῆς , ἡ αὐδή | ||
τὴν πρώτην εἰς σύμφωνον λήγουσαν , προσηγορικὰ ὄντα ὀξύνεται : φθογγή κλαγγή ὀργή στοργή . τὰ δὲ κύρια βαρύνεται : |
] συρόμενον ἆσθμα ] ἡ ἀναπνοή πολλάκι δ ' ἠὲ πελιδνός : πολλάκις δὲ καὶ οἱ ὄνυχες πελιδνοὶ γινόμενοι ὡς | ||
τροπὰς ὑπαυγάζουσα , ἀλλ ' ὕπωχρος καὶ ἐν τῷ δαφοινῷ πελιδνός . τὸ δὲ τῆς Ἀλκμήνης εἶδος ἀνασκοποῦντι ἀναφέρειν μὲν |
βοήσω . νέρθεν ] ὑποκάτω ὢν δηλονότι . κλύει ] ἀκούει . ἀντιστροφὴ κώλων ζʹ . γᾶ ] η . | ||
ἐμφθορέων αἰζηῶν , ὕλη δ ' ἐχθομένοιο πυρὸς κατὰ θεσμὸν ἀκούει . . ἀτμεύειν δὲ δουλεύειν , ὑποκεῖσθαι : ἀτμένες |
ἔρωτός μου ἡ μήτηρ φροντίζει . ὦ Κύκλωψ : ὥσπερ συστραφεὶς καὶ ἀναστρέψας τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς ἐκστάσεως πρὸς ἑαυτὸν | ||
κάρου ὀψὲ καὶ μόλις ἀνανήψας τῆς ἁμαρτίας καὶ εἰς ἑαυτὸν συστραφεὶς καὶ συναίσθησιν λαβὼν τῶν οἰκείων κακῶν πανταχόθεν τε ἐμαυτὸν |
ἐκτεινόμενον τὸ ι : φοῖνιξ , βέμβιξ , πέμφιξ , τέττιξ , σκάνδιξ , πέρδιξ , χοῖνιξ . Πτολεμαῖος δὲ | ||
Φαίδραν , φάσκουσαν αὐτὸν φιλεῖν παρὰ πάντας ἀνθρώπους . Ἀκάνθιος τέττιξ : ἐπὶ τῶν ἀφώνων καὶ ἀμούσων : οὐκ ᾄδουσι |
, πιτυοκάμπη , φρύνος , λαγωὸς θαλάσσιος , ἕλειος ἄφωνος βάτραχος , βδέλλαι : σπέρματα δ ' ὑοσκύαμος , κώνειον | ||
, οὕτω κἀγὼ πρὸς αὐτούς . βάτραχος : ὁ μὲν βάτραχος τραχύφωνός ἐστιν , ὅθεν καὶ ὠνόμασται βοάτραχός τις ὤν |
δ ' ἔστιν ὄγκος χαῦνος ὕδατι ἐοικὼς ἐξαίφνης ἐπιγενόμενος μετὰ κνησμοῦ κατὰ τὸν μέγαν κανθὸν , μάλιστα δὲ προηγησαμένου μυίας | ||
. οὕτως Ὠρίων . . . . αἱμωδεῖν : τὸ κνησμοῦ , ὡς καὶ αἱμάσσεσθαι . παρὰ νάρκη . οὕτως |
διάξεις . στωμύλλων ] φλυαρῶν . κατὰ ] εἰς . τριβολεκτράπελ ' ] ἐπιτριβούσας λέξεις τοὺς τῷ λέγοντι αὐτὰς πλησιάζοντας | ||
μετοχή ἐστιν ἐνεστῶτος . τὴν ἀγορὰν ] τὴν μέσην . τριβολεκτράπελ ' ] γελοιώδη , ἀπαίδευτα , μηδενὸς ἄξια . |
καθεζόμενοι δὲ ἐν τῇ νηὶ ἠθύμουν . ἐν τοσούτῳ δὲ θύννος διωκόμενος καὶ πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φερόμενος ἔλαθεν εἰς τὸ | ||
τὰς τευθίδας καὶ τὰ παραπλήσια . πολὺς δὲ καὶ ὁ θύννος συνελαύνεται δεῦρο ἀπὸ τῆς ἄλλης τῆς ἔξωθεν παραλίας πίων |
τὸ πρὸς κέντρα λακτίζειν , εἰρημένη ἐκ τῶν βοῶν τῶν κεντουμένων ὄπισθεν καὶ ἐν τῷ λακτίζειν τοὺς ἰδίους πόδας αἱμασσόντων | ||
ἡδὺ δὲ αὐτῇ καὶ τὸ αἷμαοὐ μετὰ μεγάλης ὀδύνης τῶν κεντουμένων . ἑξάπους δὲ οὖσα τοῖς μὲν τέσσαρσι βαδίζει μόνοις |
σπονδύλους , ὥς φησι Δημήτριος : τοὺς γὰρ σπονδύλους ὁ σκορπίος οὐ πλείους ἔχων τῶν ἑπτὰ ὁρᾶται , ἀλλὰ καὶ | ||
καὶ εἰρήνῃ καθεύδειν πολλῇ . οἳ δὲ ὁποῖα παλαμῶνται . σκορπίος εἰ λάβοιτο ὁπόθεν ἑαυτὸν ἐξαρτήσει κατὰ τοῦ ὀρόφου , |
οὐδέν , ὁ Τίμων σου , περὶ τοῦ κυνὸς τοῦ θαλαττίου ἱστορῶν γράφει καὶ ταῦτα : ἀλλ ' οὐ πολλοὶ | ||
τὸ πάθος , ὡς εἰ λέγοι τις πλευμονίαν ἀπὸ τοῦ θαλαττίου ζῴου ὄντος ἀναισθήτου . οἱ δ ' ἀπὸ τοῦ |
. . ἐμβαλεῖν : Ῥίψαι , ἐνθεῖναι . . ἡ γλῶττα τῷ κήρυκι : 〚 Διχῶς νοεῖται : 〛 ἡ | ||
περιπαρεὶς , ἀέριος αὐτίκα ἐπαίρεται . Ἔστι δὲ αὐτοῖς ἡ γλῶττα τραχεῖα καὶ στενὴ ῥίνης ἀποσώζουσα σιδηροβρώτιδος μίμημα , δι |
τὸ τῆς ὀξύτητος τάχος , κατ ' ἐπίτασιν ὕστερον τοῦ πτεροῦ τὸ νόημα θείς . ἐπὶ πολλὰ γὰρ ἡ διάνοια | ||
εἶναι , ἐπὶ μὲν ζῴου καὶ κεφαλῆς , ὄρνιθος καὶ πτεροῦ , πλοίου καὶ πηδαλίου , ὡς πρός τι μὲν |
ἰδίως ἡπατικοῖς ὀνομαζομένοις πάθεσιν . ἐφεξῆς δὲ τῷ ἥπατι βλάπτεται σπλὴν ὑπὸ τῶν γλυκέων οἴνων : οὐ μὴν ὅ γε | ||
τὸν καπνὸν ἢ εἰς ἄνεμον ἕως ὅτου ξηρανθῇ , ὁ σπλὴν τῆς αἰγὸς ξηραίνεται καὶ ὁ τοῦ πάσχοντος μειοῦται . |
, καὶ ἔχουσιν ἰοῦ τὸ στόμα ἔμπλεων καὶ ὅτου ἂν ἰχθύος ἀπογεύσωνται , ἄβρωτον ἀπέφηναν αὐτόν . ἤδη δὲ καὶ | ||
. Εὐφράνωρ ὁ ὀψοφάγος ἀκούσας ὅτι ἄλλος ἰχθυοφάγος ἀπέθανεν θερμὸν ἰχθύος τέμμαχος καταπιὼν ἀνεφώνησεν : ἱερόσυλος ὁ θάνατος . Κίνδων |
τοῦ β εἰς π , ῥύπος , πλεονασμῷ τοῦ γ γρυπός . οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τοῖς Ἐλέγχοις . Γαγγαλίζεσθαι , | ||
οὐ καθ ' αὑτό : οὐ γὰρ καθὸ ἄνθρωπος , γρυπός ἐστιν ἢ μέλας ἤ τι τῶν λοιπῶν , ἐπεὶ |
οὓς αἱρεῖται ψυχὴ κατιοῦσα εἰς γένεσιν . . ἀνακηκίει . ἀναπηδᾷ . ὕσπληγος . ἀφετήριον , † πληγή , ὥσπερ | ||
τὸ δὲ κατὰ τοῦ στόματος φέρει , καὶ δένδρου λαβομένη ἀναπηδᾷ . ταύρῳ δὲ λιμώττουσα ἐὰν ἐντύχῃ , ἐξ εὐθείας |
τριβαλλοποπανόθρεπτα μειρακύλλια : ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ Φαληρικὴ κόρη σπλάγχνοισιν ἀρνείοισι συμμεμιγμένη πηδᾷ χορεύει , πῶλος ὣς ἀπὸ ζυγοῦ . | ||
Εὔβουλος : ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ φαληρὶς ἡ κόρη σπλάγχνοισιν ἀρνείοισι συμμεμιγμένη πηδᾷ , χορεύει , πῶλος ὣς ὑπὸ ζυγοῦ |
τῶν ὀφθαλμῶν ἀνθεῖ τὸ κάλλος . ἀλλ ' οὔτε τῶν παρειῶν τὸ ὠχρὸν τέλεον ἀφοίνικτον ἦν , ἠρέμα δὲ τῷ | ||
ἁρμόζει ἐπὶ τῶν κατὰ πολλὰ μέρη τῆς κεφαλῆς καὶ τῶν παρειῶν ἐχόντων τραῦμα . τῇ λοξῇ διμερεῖ φορβέαν συνεπίδησον καὶ |
, ζητητέον πρὸ τούτου , τί ἐστιν ὁρισμὸς καὶ πόθεν παρωνόμασται καὶ πόσαι αὐτοῦ διαφοραί . Ὡρίσαντο μὲν οὖν τὸν | ||
τῶν λεγομένων μόνος ὁ κατὰ φύσιν ψευδὴς ἀπὸ τοῦ μυθεῖσθαι παρωνόμασται , ὥσπερ καὶ πολλῶν οὐσῶν βοτανῶν τῶν εἰς τὸ |
τῆς πατρίδος . τοῦτο γὰρ αἰνίττεται , ὅπερ αὐτὸς οὐ συνίησιν . ἀσκὸν τοίνυν λέγει τὸν περὶ τὴν γαστέρα τόπον | ||
ἐσιώπησε μὲν ὁ Ἀπολλώνιος , ὁ δὲ Δάμις ” οὔπω συνίησιν , „ ἔφη „ ὦ βασιλεῦ , τῆς ἀποδημίας |
χολή , πρὸς δὲ τούτοις ἀπὸ τοῦ τραύματος μέλας ἀφρὸς ἀπέρρει καὶ σηπεδὼν ἐγεννᾶτο . αὕτη δὲ νεμομένη ταχέως ἐπέτρεχε | ||
ἀμπέλους , πλήρεις βοτρύων , παρὰ δὲ τὴν ῥίζαν ἑκάστην ἀπέρρει σταγὼν οἴνου διαυγοῦς , ἀφ ' ὧν ἐγίνετο ὁ |
, σύνθηρος , ὁμόθηρος . ἐρεῖς δ ' ἐπὶ τοῦ κυνηγέτου ζητητὴς θηρίων , πολέμιος θηρίων , ἐχθρός ἀντίπαλος , | ||
ὁμώνυμον . ἰχνευτής , ἀρκυωρός , σκοπιωρούμενος . σκευὴ δὲ κυνηγέτου χιτὼν εὐσταλὴς ἔσται , πρὸς τὴν ἰγνύαν καθήκων , |
εἰ ἡ μήτρα κεῖται ἐπὶ τοῦ ἐδωδίμου βρώματος , εἰ σύαγρος κεῖται τὸ σύνθετον ἐπὶ τοῦ συός . ἰατρῶν δὲ | ||
στρογγύλον σχῆμα : χρόνῳ δ ' ὁ τοιοῦτος ξανθοῦται , σύαγρος καλούμενος : δευτερεύει δ ' ὁ ὀρόβιος , μικρότατος |
? δόγμα , κἂν πρότερος ἐπιπεσὼν ? αὐτῶι τύχηι . συμπεφορημένος γάρ ἐστιν [ ] οὐχ ὃς ἂν ? τὸ | ||
, ἀλλὰ πολυειδής ἐστι καὶ τῷ πλήθει φίλος . Εἰκῇ συμπεφορημένος : ἄπειρος καὶ ἀόριστος καὶ φερόμενος ὅπου ἂν τύχῃ |
γενέσθαι σβέσιν τοῦ ἐν αὐτῆι πυρός : ἀπὸ δὲ τοῦ ἤχου τοὺς ἐν τῆι ἠπείρωι φυγεῖν ἐκ τῆς παραλίας εἰς | ||
τὸ βρῶμος ἐπὶ τοῦ χόρτου βαρύτονον , ἐπὶ γὰρ τοῦ ἤχου διὰ τοῦ ο μικροῦ βαρύτονον : παρὰ γὰρ τὸ |
τὸ ἀποσπασμὸν ποιεῖν : ὡς δὲ Χρύσιππος , διὰ τὸ σπᾶσθαι τὴν ὅλην χεῖρα . ποιεῖ . . . δακτύλους | ||
τὸ ἀποστάντων ποιεῖν : ὡς δὲ Χρύσιππος , διὰ τὸ σπᾶσθαι καὶ τείνεσθαι τὴν χεῖρα : ποιεῖ δὲ δόχμας τρεῖς |
ἔτι δὲ οὐδὲ ὁμοίως δύναται νῦν ἀπορούμενον τὸ ἐπὶ τοῦ ἀκρατοῦς . ἐκεῖνος μὲν γὰρ οὐ κατὰ τὴν βούλησιν ποιῶν | ||
Ἐνταῦθα μέλλει διδάξαι , ὅτι ὁ ἀκόλαστος τιμιώτερός ἐστι τοῦ ἀκρατοῦς . φησὶ γάρ , ὅτι ὁ ἀκόλαστος μὴ ἔχων |
λοξὴν μὲν κατὰ βρέγματος , εὐθεῖαν δὲ κατὰ τοῦ ἑτέρου ὀφθαλμοῦ , σιμὴν δὲ κατὰ γενείου , ἐγκύκλιον δὲ κατὰ | ||
τινα αἰτίαν , ἤτοι διὰ πόνον κεφαλῆς ἢ δι ' ὀφθαλμοῦ , κοιμηθῆναι ἄγει εἰς ὕπνον γεννικῶς ὡς ὑπνωτικὸν φάρμακον |
τοῦ Θερσίτου . φθόρον πότμον ἀντὶ τοῦ φθαρτικὸν θάνατον τῷ φοινικῷ κατασκευάσει δόρατι τῷ ἀπὸ ξύλου τμηθέντι φονευθεὶς ὁ Αἰτωλὸς | ||
ἄνθει ῥαίνεταιαἰδοῖ δὲ τοῦ γυμνοῦσθαι πρὸς τοὺς παρόντας ἔσταλται χειριδωτῷ φοινικῷ , συμμετρεῖται δὲ ὁ χιτὼν ἐς ἥμισυ τοῦ μηροῦ |
μελίαι τε θάρσει : μέγας σοι τοῦδ ' ἐγὼ φόβου μοχλός ναῦται δ ' ἐμηρύσαντο ναὸς ἰσχάδα χορὸς δ ' | ||
κλεῖν : ἄλλοι δέ : παρὰ τὸ μολῶ μολὸς καὶ μοχλός : ὡς Ὅμηρος , ὀχῆα λέγων τὸν μοχλόν . |
τῆς ἐκβολῆς τοῦ Πηνειοῦ καὶ τῶν ἄκρων τοῦ Πηλίου παραλία βλέπουσα πρὸς ἕω καὶ πρὸς τὰ ἄκρα τῆς Εὐβοίας τὰ | ||
πρὸς ἕω καὶ τῷ Σι - κελικῷ κλυζομένη πελάγει , βλέπουσα πρὸς τὴν Πελοπόννησον καὶ τὸν ἐπὶ Κρήτης πόρον : |
κατὰ στέγας . πρῶτον μέν , ἔνθα αὐτὸ τοῦτ ' ἐφέλκεται κακῶς ἀκούειν , ἥτις οὐκ ἔνδον μένει , τούτου | ||
ὁπόσον δὲ γεῶδές τε καὶ παχύτερον ὁ σπλὴν πρὸς ἑαυτὸν ἐφέλκεται : Καὶ δὴ τοῦ μὲν ξανθηχόλου τε καὶ γεώδους |
ἐπίρρημα ' . . . . ἀχρήϊος : ἔστι κτητικὸν ἀχρεῖος , ἀχρήϊος κατὰ ἔκτασιν τοῦ ε εἰς η καὶ | ||
τὸ τοῦ φιλοσόφου ἔργον καταστησόμεθα ; ὅτι μὲν γὰρ οὐκ ἀχρεῖος ἡμῖν οὐδὲ κηφὴν παρέρχεται , ἄνθρωπος δὲ ὢν ξύννομος |
δὲ τοῦ μεταφρένου , τῆς σφαγῆς καὶ τοῦ βρόγχου , ἐμπέφυκεν ἐς τὴν καρδίην ἀφ ' ἑωυτῆς φλέβα εὐμεγέθεα πολύστομον | ||
γλῶσσα σαρκώδεις μὲν τὰ πλεῖστα : διττὸν δὲ νεύρων εἶδος ἐμπέφυκεν εἰς αὐτὴν ἐκ τῆς τοῦ ἐγκεφάλου βάσεως , τὸ |
: πᾶς δὲ κατ ' οἴκους μάττει , πέττει , τίλλει , κόπτει , εὕει , χαίρει , παίζει , | ||
τρέχ ' , ὥς τις εἶπεν , ὃς καθήμενος πώγωνα τίλλει κουριῶν ὑπ ' ὠλέναις . Οὐκοῦν παλαίων ὡς θέλω |
εἰ μὴ ἄρα διὰ μανίαν αὐτὸ ποιεῖ : ὁ δὲ ἐπικεκυφὼς τράχηλος δύναται μὲν μωρόν , δύναται δὲ ἔσθ ' | ||
. Μάγαδιν λαλήσω μικρὸν ἅμα σοι καὶ μέγαν . Οὐκ ἐπικεκυφὼς ὀρθός , ὦ βέλτιστ ' , ἔσει : αὕτη |
, . λείαν περιεϲύραντο ὡς Ὑπ . . , . πίθος ἢ πιθάκνη : Ὑπ . δὲ καὶ πιθάκνιον εἴρηκεν | ||
, καὶ οὕτως ἡ εἰρήνη παραπώλετο . Γ καὶ Γ πίθος πληγεὶς Γ : τοῦτο λόγον οὐκ ἔχει , ἀλλ |
γίνεται πολὺ ὀρῶδες περίττωμα . ὀλίγον οὖν ἕλκει αὐτὸ ὁ νεφρός . καὶ ἐπειδὴ ὀλίγον ἐστὶν , οὐ γεννᾶται ἐκεῖ | ||
τοῦ κατ ' ἴξιν μηροῦ δυνήσῃ μαθεῖν εἰ πάσχει ὁ νεφρός . ἐὰν γὰρ γίνεται τοῦ δεξιοῦ μηροῦ νάρκη , |
τὸν ἔρωτα μεταστῆσαι εἰς ἑαυτήν , τὸν χιτῶνα τοῦ Ἡρακλέους χρίει τῷ αἵματι τοῦ Νέσσου , καὶ δίδωσιν ἐνδύσασθαι τῷ | ||
ψυχικόν : οἷον ἢ σχετλιασμὸν ἢ ὄνειδος ἢ ἀγανάκτησιν . χρίει τίς αὖ με : Ἤτοι , κεντᾷ με τίς |
ὃ ζῶντος ἔρρευσεν , αὐτίκα φθείρει , τοῦ ἐγκεφάλου τοῦ πιόντος διὰ τῶν ῥινῶν ἀπορρεύσαντος , τὸ δὲ ἄλλο διδόμενον | ||
χρὴ φεύγειν πρὸς ὁλκοὺς ναυστάθμων . τί μέλλετε σκηπτοῦ ' πιόντος πολεμίων σῶσαι βίον ; ἔα ἔα : βάλε βάλε |
κεφαλὴν διὰ τῶν φλεβῶν ἀναθόρνυται . ἔνθεν οὖν τὰ κέρατα ἐκφύεσθαι διὰ πολλῆς ἐπαρδόμενα τῆς ἰκμάδος . συνεχὴς οὖν οὖσα | ||
πάθη . θέσις δ ' αὐτῶν : ἀπὸ μὲν ὀστέου ἐκφύεσθαι , ἐν ἄλλῳ δ ' ὀστέῳ καταφύεσθαι . οὐδὲ |
ψυχή . ἀνίῃ : ἐν , θλίψει . Θρώσκει : πηδᾷ . ἑλίσσεται : συστρέφεται . ἄκριτα : ἀδιαχώριστα , | ||
, ὀρθαὶ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ φόβου καὶ ἡ καρδία πηδᾷ . Τί οὖν ; φῶμεν , ὦ Ἴων , |
] . Γ ἐπειδὴ σικελικὸν ἔφη τὸν τυρόν . Γ παίζει δέ : ἀντὶ τοῦ “ ἤσθιε καὶ ἐκορέσθη ” | ||
βροντᾷ ” καὶ τὰ ἑξῆς . ὦ Ζεῦ βασιλεῦ ] παίζει ἐνταῦθα . κἂν ἀστράψω : ⌈ οἷον Γ φόβον |
ᾄσεται Ἀττικοί , ᾄσει Ἕλληνες . ἀδαγμός ἀδάξασθαι Ἀττικοί , κνησμός κνήσασθαι Ἕλληνες . ἀποδιοπομπεῖσθαι Ἀττικοί , ἀποκαθαίρεσθαι κοινόν . | ||
μὲν ἔνδοθεν ἐγείρεται καὶ περὶ τὰ χείλη τοῦ πιόντος ἀμήχανος κνησμός , καὶ οἷος δὴ τοὺς χριομένους τῷ ὀπῷ τῆς |
πιών . [ βʹ . Ἐντατικὰ τοῦ αἰδοίου . ] Αἰδοῖον ἐντείνουσι καὶ ἐξορμάουσι πρὸς ἀφροδίσια τάδε : κωναρίων , | ||
ὁ καρπὸϲ δὲ μετ ' ὄξουϲ πινόμενοϲ ἐπιληπτικοὺϲ ὠφελεῖ . Αἰδοῖον ἄρρενοϲ ἐλάφου ξηρανθέν τε καὶ λεῖον ϲὺν οἴνῳ ποθὲν |
* ἔκπαγλον : περισσῶς ἐκπληκτικόν ἐκπληκτικόν τὸ δὲ κατεπρήνιξεν , δακοῦσα γὰρ τοὺς ἁλιεῖς ἐκ τῶν ἐπάκτρων , ἤγουν ἁλιευτικῶν | ||
μετ ' ὀξυμέλιτος ἐπιπλασθέν : καὶ ἡ αὐτὴ δὲ ἡ δακοῦσα μυγαλῆ ἀναπτυσσομένη καὶ ἐπιτιθεμένη τῆς ἰδίας πληγῆς ἀντιφάρμακόν ἐστι |
ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον καυθείσης ἡ τέφρα , ἀτράφαξυς , βολβός , βράθυ , βρύον τὸ καὶ σπλάγχνον , δαῦκος | ||
. . γογγυλίς , ὦχρος , λάθυρος , φηγός , βολβός , τέττιξ , ἐρέβινθος , ἀχράς , τό τε |
ἐστι τὸ μοιχεύειν , ὑπὸ δὲ τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἄγαν καροῦται ὁ νοῦς αὐτοῦ καὶ ἀπόλλυσι τὴν τοιαύτην γνῶσιν καὶ | ||
μεθ ' ὕδατος κεκραμένον οἰνωδέστερον ἀπόθοιο . βραχὺ γὰρ πιόντα καροῦται , καὶ οὐ φεύγει τοὺς ἐπιόντας . Χῆνας ἐπιλεκτέον |
' πίνοια τῆς ἐγκεντρίδος , ῥᾳδίως ἐγὼ διδάξω “ κἂν ἄμουσος ᾖ τὸ πρίν ” . ἐσμὲν ἡμεῖς , οἷς | ||
σκεύεσιν ὁ αὐτὸς λόγος ; ἀλλὰ κιθάρᾳ χρήσαιτο ἂν ὁ ἄμουσος , ἢ ἐπιχειρῶν οὐκ ἂν εἴη καταγέλαστος , πρὸς |
ἀποκρινουμένῳ δ ' οὕτω λαλεῖν . Γέρων ἀπεμέμυκτ ' ἄθλιος λέμφος . Ὑπελήλυθέν τέ μου νάρκα τις ὅλον τὸ δέρμα | ||
ὁδόν . ἀλλ ' ἐγὼ τὸν πάντα δουλεύσω χρόνον , λέμφος , ἀπόπληκτος , οὐδαμῶς προνοητικὸς τὰ τοιαῦτα . παρὰ |
καλεῖται , ἡ δ ' ἐπιπολῆς ὑπ ' ἐνίων ὠνόμασται γλήνη . ὑποβέβληται δὲ καὶ οἷον ὑπερήρεισται τὰ ὀστᾶ τῇ | ||
μὲν ἐν μέσῳ μέλαν καλεῖται κόρη , ἧς ἡ αὐγὴ γλήνη , καὶ ὁ περιθέων αὐτὴν κύκλος γραμμὴ κυκλοτερὴς καὶ |
τῶν ἀνθρώπων ; τί δ ' οὐχὶ καὶ τὴν τοῦ ὄφεως κατάκρισιν , πῶς στυγητὸς τυγχάνει ἕρπων ἐπὶ τῇ κοιλίᾳ | ||
γυναικὸς εἰπούσης ὅτι ὁ ὄφις ἠπάτησέ με , πυθέσθαι τοῦ ὄφεως , εἰ οὗτος ἠπάτησεν , ἀλλὰ μὴ ἀκρίτως χωρὶς |
οἰωνῶν γένος εὐθηνεῖ . Τράγος , ὁκότερος ἂν φανῇ ἔξω ὄρχις , δεξιὸς , ἄρσεν , εὐώνυμος , θῆλυ . | ||
παρ ' Ἀλκιβιάδεω ἐλθὼν , ἐκ πυρετῶν ὀλίγων πρὸ κρίσιος ὄρχις ἀριστερὸς ᾤδησεν : ἦν δὲ σπλῆνα μέγαν ἔχων : |
, καὶ μὴ ὀρθὸς ᾖ , ἀλλὰ πρὸς τὸ ἰσχίον ἀπεστραμμένος τὸ ἕτερον , ἢ ἐς τὸν ἀρχὸν κεκύφῃ ἢ | ||
εἰσελθὼν εἰς τὰ βασίλεια , συγκαλέσαντος τοῦ Πολυδέκτου τοὺς φίλους ἀπεστραμμένος τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος ἔδειξε : τῶν δὲ ἰδόντων |
ὀλίγον ἐτελεύτησε τὸν βίον , ὑπὸ ἐχίδνης , οἶμαι , δηχθείς . προεισπέμπεται δὲ ὁ Ἀλέξανδρος , κομῶν ἤδη καὶ | ||
: ξηρά * ὅγ ' : ὁ δὲ πληγείς ὁ δηχθείς * νενευκώς : κύψας συγκύψας χανδὸν ἀντὶ τοῦ πολὺ |
ἀλέτων ὄνος , ποτάμιος ἵππος , τοῖχος , ὁ Σελεύκου τίγρις . ἔχων δὲ καὶ ἄλλα μαρτύρια ἀνατίθεμαι τὰ νῦν | ||
, καὶ θραγμὸν κυάμων ἐρεικομένων τὰ θαλάττια κήτη , καὶ τίγρις ψόφον τυμπάνου . καὶ ἄλλα δὲ πλείω τούτων ἔνεστι |
ἄγει , ταύτῃ κατενεχθήσεται , εἰ δέ τις ἄλλος ταθείη μῦς , ἵναπερ ἐκεῖνος ἕλκῃ , ταύτῃ κινηθήσεται . δῆλον | ||
: δεύτερος ἐπὶ τῷ προειρημένῳ μυῒ τῷ ἐπιπολῆς ἕτερός ἐστι μῦς , ἱκανῶς παχὺς καὶ σαρκώδης , ἐκτείνων τε ἅμα |
τὸ δεν παρέλκει . . . . μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή : ὅτι Ζηνόδοτος χωρὶς τοῦ ν γράφει γλυκίω . | ||
οἷς λέγει : Τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή : ταῦτα δ ' ἐγκωμιαστικά εἰσι : πλὴν δείκνυσιν |
ἀφρέοντος τὸ ἰσχυρότατον καὶ πιότατον , καὶ ἔρχεται εἰς τὸν νωτιαῖον μυελόν : τείνουσι γὰρ ἐς τοῦτον ἐκ παντὸς τοῦ | ||
ὡς πειρώνιος φασί : τινὲς δὲ λέγουσι σκύτον , τὸν νωτιαῖον μυελὸν οἱ δὲ τὸ μεταξὺ τῶν ὀφρύων τοῦ μετώπου |
δικαστῶν . καὶ ἀπολύουσι δικασταὶ ὤνιοι αὐτόν . ἄφνω πάταγος ἀκούεται τῶν θυρῶν . πελαργιδεῖς . τὸν βωμόν , ἐφ | ||
συγκατασπαρθῇ δὲ καὶ ἀὴρ μᾶλλον ἐν ταῖς συμμίξεσιν . ἔτι ἀκούεται ἐν ἀέρι καὶ ὕδατι . οὐκ ἔστι δὲ ψόφου |
γάρ ἐστιν ὁ τύπτων τινά , ὁ στρεβλῶν , ὁ ἄγχων , ὁ τὴν ἐσθῆτα καταρρηγνύς : ὁ ταῦτα καὶ | ||
, καὶ Ἀρραχίων τε τὴν ψυχὴν ἀφίησιν ἀγχόμενος καὶ ὁ ἄγχων τὸν Ἀρραχίωνα ὑπὸ τοῦ δακτύλου τῆς ὀδύνης κατὰ τὸν |
δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ [ βινεῖ ] . σεμναὶ δ ' αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί , | ||
δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ [ βινεῖ ] . σεμναὶ δ ' αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί , |
. θυμῷ : μωρίᾳ . Ἀφροσύνη ἀγνωσία . σκόμβρον : σκόμβρος ὁ σκαιὸς εἰς βρῶσιν : κακόχυμος γὰρ τὸ ζῶον | ||
κυβίου προφέρουσα , κινητικὴ ὀρέξεως , πρὸς ἐκκρίσεις εὐόλισθος . σκόμβρος εὔστομος , δύσφθαρτος , δίψους ποιητική : κρατίστη δ |
καὶ συριγμοῖς προσέχει . δράκων ] ὄφις . θείνει ] τύπτει . θ Ξ ὀνείδει ] ἐν ὕβρει . ὀνείδει | ||
αὑτὸν ὀνειδίσας τὴν ἀναίδειαν εἰσπηδᾷ , κέκραγεν , ἀπειλεῖ , τύπτει , πάντας ἡγεῖται καθάρματα , μισθὸν ἀξιοῖ νομίζεσθαι τὴν |
πεπλάνημαι ] † ἤγουν πλανωμένη [ ] ἦλθον χρίει ] κεντεῖ , διεγείρει : ἤγουν οἰστροῦμαι καὶ ἀναβακχεύομαι φανταζομένη τὴν | ||
ἐνταῦθα συμβαινόντων ἡμῖν τεκμαιρόμενοι . Τὸ δὲ ἐγχρίει ἀντὶ τοῦ κεντεῖ καὶ ἐμπίπτει : ὡς ἐπὶ τῶν φαλαγγίων καὶ τῶν |
διὰ μέσων δὲ τῶν Τεμπῶν ὁ Πηνειὸς ποταμὸς ἔρχεται , σχολῆι καὶ πράως προιὼν ἐλαίου δίκην , πολλὴ δὲ κατ | ||
. ὅστις οὖν περὶ τῶν γνωριζομένων τόπων τοσαῦτα ἔψευσται , σχολῆι γ ' ἂν περὶ τῶν ἀγνοουμένων παρὰ πᾶσιν ἀληθεύειν |
καὶ ἡ Ῥοδῶπις . καὶ ἔστησαν μὲν τὸ πρῶτον τοὺς ὀφθαλμοὺς ἑκάτεροι , μηδέτερος ἐκκλῖναι θέλων ἐπὶ θάτερα : κατὰ | ||
καὶ ὀσφὺν ἀλγῆσαι καὶ ἐπιγάστριον καὶ κενεῶνας καὶ βρέγμα καὶ ὀφθαλμοὺς καὶ τένοντας . εἰκὸς δὲ καὶ εἰλιγγιάσαι , καὶ |
Ὦ Ζεῦ , τί τοῦτο , ” ἔφην , “ φαίνεις ἡμῖν τέρας ; ἀλλ ' εἰ τῷ ὄντι σὸς | ||
περιεστώτων χάριν . Ἐκ τῶν πολεμίων εἰσάγεις θρυαλλίδα . Ἔπειτα φαίνεις δῆτα διὰ θρυαλλίδα ; Αὕτη γὰρ ἐμπρήσειεν ἂν τὸ |
τὸ διάστημα τὸ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τοῦ Σωκράτους μέχρι τῆς ὀφρύος τοῦ Χαιρεφῶντος , τὸν τόπον τῆς διαστάσεως . . | ||
κατειληφὼς τὸ πρόσθιον : ἄρχεται δ ' ἀπὸ τῆς ὑψηλῆς ὀφρύος τοῦ τῆς ὠμοπλάτης αὐχένος , ἐντεῦθεν δὲ κατιὼν διὰ |
αὐτὴν ἐσεπήδησάν τινες πολλάκις , καὶ ἑκόντες ἑάλωσαν . Τῆς τρυγόνος τῆς θαλαττίας τὸ κέντρον ἐστὶν ἀπρόσμαχον . ἐκέντησε γὰρ | ||
δένδρον ἐμπήξῃς ἀφαυαίνει . ποιεῖ δὲ τοῦτο καὶ τῆς θαλαττίας τρυγόνος τὸ κέντρον , καὶ τοὺς ὀδόντας κατασήπει προσαπτόμενον . |
ὡς πρὸς τὸ παρὸν ἀρκεῖν ἡγούμεθα . ὥσπερ γὰρ τείχους θεμελίῳ κατενεχθέντι καὶ τὰ ὑπερκείμενα πάντα συγκαταφέρεται , οὕτω τῇ | ||
γὰρ εἰ τὰ τῆς συμπάσης μέρη γῆς ἐποικοδομηθείη προκαταβληθέντι βραχεῖ θεμελίῳ καὶ ἀνεγερθείη τρόπον κίονος ἑνός , μυρίοις τῆς αἰθερίου |
τίς τε Διὸς γαμψώνυχα φεύγων αἰετὸν ἐν πυκινοῖσι λάθῃ θάμνοισι λαγωός , τῷ ἴκελος μήλοισι μιγεὶς ὀλοοῦ ἀπὸ θηρὸς ἐκρύφθην | ||
νοῦν ἔχων : οὐδὲ γὰρ συνέστηκεν ἐκ τῶν ἰχνῶν ὁ λαγωός : οὕτω καὶ τὰ φαινόμενα ἀρχὴν τῆς εὑρέσεως τῶν |
τὸν τελευταῖον . Ἡ δ ' ἐλθοῦσα πλησίον τούτου , ἔδακεν εὐθὺς τὴν ῥίνα ταύτης , καὶ δακὼν ἀπέκοψεν εἰς | ||
συμμαχούντων ὅτε τὴν ὕδραν ἀνῄρει , ἐκ τῆς λίμνης ἐκπηδήσας ἔδακεν αὐτοῦ τὸν πόδα , καθάπερ φησὶ Πανύασις ἐν Ἡρακλείᾳ |
δὲ ψόφοις πλησιάζειν . τούτων δέ , ὅσα ἂν ὁ πῶλος φοβῆται , οὐ χαλεπαίνοντα δεῖ ἀλλὰ πραΰνοντα διδάσκειν ὅτι | ||
χαλινοφόροισι ταθεὶς ἔσφιγξεν ἱμάντας . καὶ κεψαλὴν ἔκλινε καὶ αὐχένα πῶλος ἀλήτης λοξὸν ἐπιστρέψας βεβιασμένον ἅρπαγι ῥιπῆι . Καὶ προτενὴς |
ἀμώμων καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς υ ἀμύμων , ὡς χελώνη χελύνη , . , . , . Ἄμυκος : | ||
δέ ἐστιν ὅ τε σαῦρος καὶ ἡ σαλαμάνδρα καὶ ἡ χελώνη καὶ ὁ κροκόδειλος καὶ τὸ τῶν ὄφεων πᾶν γένος |
ταὐτὰ πείσεσθαι , ἕως ἂν τὸ ἀθάνατον καθαρῶς λάβοι . Πᾶς δὲ χρόνος Θεῷ μὲν βραχύς , θνητοῖς δὲ μακρότατος | ||
, εἰ ἃ διδάσκει οὐ ποιεῖ , ψευδοπροφήτης ἐστίν . Πᾶς δὲ προφήτης δεδοκιμασμένος ἀληθινός , ποιῶν εἰς μυστήριον κοσμικὸν |
ποτὶ φῶτα κακόν . πιστὸν γὰρ οὐδὲν γλῶσσα διὰ στόματος λαλεῖ διχόμυθον ἔχουσα καρδίῃ νόημα . ἐποίησε δὲ καὶ ἐλεγεῖα | ||
, πωλῶ τοῦτον εὐθὺς ἐν ἀγορᾷ . αὑτῷ βαδίζει καὶ λαλεῖ καὶ πτάρνυται ἕκαστος ἡμῶν , οὐχὶ τοῖς ἐν τῇ |
καταφρονῶν δούλων , ὥσπερ ὁ ἱκανῶς πεπαιδευμένος , ἐλευθέροις δὲ ἥμερος , ἀρχόντων δὲ σφόδρα ὑπήκοος , φίλαρχος δὲ καὶ | ||
ἰᾶται τῷ ξηραίνειν ἄνευ τοῦ θερμαίνειν . Ἀσταφὶς ἡ μὲν ἥμερος πεπτική τέ ἐστιν ἅμα καὶ στυπτικὴ καὶ διαφορητικὴ μετρίως |
Καλλιρόη δὲ αὐτῷ προσέπεσε , βουλομένη δεηθῆναι : κἀκεῖνος φοβηθεὶς ἐξεπήδησε . τρέμων δὲ πρὸς τοὺς ἑταίρους ἐφθέγξατο “ φεύγωμεν | ||
καὶ τὰ τοῦ Σωστράτου καὶ τἀμά . ἰδοῦσα δὲ ἡμᾶς ἐξεπήδησε τοῦ νεὼ καὶ τὸν μὲν πατέρα περιεπτύξατο , τοὺς |
Αἴγειρον ἀπόκοψον , καὶ κατὰ τῆς ἀποκοπῆς τοῦ στελέχους τοῦ ἑστῶτος ἐν τῇ γῇ ζύμην ὕδατι λύσας ἐπίχεε , καὶ | ||
πονηρίᾳ ψυχὴν εἰς ἀνάμνησιν τοῦ ὀρθοῦ λόγου . καὶ οὕτως ἑστῶτος τοῦ νόμου καὶ τὰ αὐτὰ ἀεὶ φθεγγομένου τὴν ἀξίαν |
τρίς , καὶ μύροις ἀλείφεται . αἰεὶ δὲ χαίτην ἐκτενισμένην φορεῖ βαθεῖαν , ἀνθέμοισιν ἐσκιασμένην . καλὸν μὲν οὖν θέημα | ||
ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν |
ἀπαλλάττει τοῦ πάθους . Ὁ δὲ πνεύμων αὐτοῦ εἰς λεπτὰ τμηθεὶς καὶ ἐπιτεθεὶς βλεφάροις ὀφθαλμῶν οἰδήματα παύει . οἱ δὲ | ||
τριτάλαινα , κενὸν τόκον ὠδίνασα , καὶ σὺ τέκος , τμηθεὶς οὐχὶ στονύχεσσι λεόντων , ἀλλ ' ἐχθραῖς γενύεσσι λεοντείῃσι |