κτεῖν : τὸ ὑπάγειν τοῦ πορεύεσθαι : τὸ ἰχθυᾶσθαι τοῦ κυνηγεῖν : τὸ τρίβων τοῦ ῥάκους : τὸ λίβανος τοῦ
Ἠσαῦ , ὅτε φησίν : ” ἦν δὲ Ἠσαῦ εἰδὼς κυνηγεῖν , ἀγροῖκος ” : οὐ γὰρ πέφυκεν ἡ τῶν
7924785 κιχραν
κυνηγεῖν καὶ ἱστουργεῖν , ἐπιβλαβὲς δὲ πιστεύεσθαι , δανείζειν καὶ κιχρᾶν , ἀποδημεῖν , ὁδοῦ ἐνάρχεσθαι , οὐ συμφέρει δὲ
ἀντὶ τοῦ τοὺς Ἀθηναίους . . συμβάλλειν : Μεταδιδόναι , κιχρᾶν . ἀποδιδόναι . . τὸ ἀποστερεῖν . . εἰς
7418775 ἁλιευειν
, οἰκοδομεῖν τε καὶ θεμελίους τιθέναι καὶ κύνας ἀγοράζειν καὶ ἁλιεύειν καὶ κυνηγεῖν καὶ ἱστουργεῖν , ἐπιβλαβὲς δὲ πιστεύεσθαι ,
εὐλόγως τὸν ἀμφορέα λάβηι : ἢ ὅτι χρησμὸς ἐδόθη † ἁλιεύειν ἐν † τόπωι Διόνυσον ἁλιέα βαπτίζοι τε , ὡς
7120057 ἐκτιτρωσκειν
μιγήσεται , κοινωνεῖν πονηρὸν καὶ ἰατρὸν κάμνοντι ἐπεισάγειν , καὶ ἐκτιτρώσκειν ἐπισφαλές . Τοξότῃ καλὸν πλεῖν ἐπὶ τὰ οἰκεῖα ,
, ἀσύμφορον δὲ κοινωνίας ποιεῖν καὶ ἰατρὸν κάμνοντι ἐπεισάγειν καὶ ἐκτιτρώσκειν ἐπισφαλές . Ἐν δὲ τῷ Τοξότῃ ἁρμόζει πλεῖν τοῖς
7077723 ἱστουργειν
τε διδάσκειν καὶ μουσικά , κοινοῖς τε ἀφροδισίοις χρῆσθαι καὶ ἱστουργεῖν , ἐπικίνδυνον δὲ ταῖς ἐκτιτρωσκούσαις καὶ ὁδοῦ ἐνάρχεσθαι ἐπισφαλές
ἄνευ τοῦ στεγάζειν , ποταμοὺς αἱρεῖν , φρέατα ὀρύσσειν , ἱστουργεῖν , γαμεῖν , φιλίας ποιεῖν , ἐναντίον δὲ ἀγοράζειν
6801236 δανειζεσθαι
κελεῦσαι καὶ αὑτῷ . καὶ ἐπὶ τὴν ἀλλοτρίαν οἰκίαν ἐλθὼν δανείζεσθαι κριθάς , ποτὲ δὲ ἄχυρα , καὶ ταῦτα τοὺς
συνωνεῖσθαι καὶ διοικεῖν καλὸν καὶ ἐπιβάλλεσθαι ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις καὶ δανείζεσθαι , ἐπιβλαβὲς δὲ ὁδοῦ ἄρξασθαι ἢ πλοῦ , οἰκέτας
6782627 δανειζειν
ἁλιεύειν καὶ κυνηγεῖν καὶ ἱστουργεῖν , ἐπιβλαβὲς δὲ πιστεύεσθαι , δανείζειν καὶ κιχρᾶν , ἀποδημεῖν , ὁδοῦ ἐνάρχεσθαι , οὐ
καὶ τελείου πρὸς ἀρετήν ; Ναί : μόνῳ γοῦν τὸ δανείζειν πρέποι ἂν τῷ σοφῷ : ἐπεὶ γὰρ ἴδιον αὐτοῦ
6622832 ἐναρχεσθαι
, καινοῖς τε χρῆσθαι σκεύεσι καὶ ἱματίοις , μετάλλων τε ἐνάρχεσθαι καὶ φυτεύειν καὶ σπείρειν καὶ γεωργεῖν πλὴν ἀμπέλου ,
τῆς πλαστικῆς . Ἅμα τε οὖν ἐπιτήδειος ἐδόκει ἡμέρα τέχνης ἐνάρχεσθαι , κἀγὼ παρεδεδόμην τῷ θείῳ μὰ τὸν Δί '
6618314 ἐπιβλαβες
δ ' ἐκ τούτου τὴν ἰσχνὴν καὶ διεφθινηκυῖαν ἢ τὴν ἐπιβλαβὲς καὶ χαλεπὸν ὁρῶσαν , ἵν ' ᾖ : ἀκρίς
καὶ κύνας ἀγοράζειν καὶ ἁλιεύειν καὶ κυνηγεῖν καὶ ἱστουργεῖν , ἐπιβλαβὲς δὲ πιστεύεσθαι , δανείζειν καὶ κιχρᾶν , ἀποδημεῖν ,
6560394 μετοικιζεσθαι
μετέχειν , ἀσύμφορον δὲ ἀγοράζειν οἰκίας ἢ χώρας μισθοῦσθαι ἢ μετοικίζεσθαι καὶ ὅσα τε ἀπὸ ξηρῶν συνέστηκεν ἀνάρμοστον ἐργάζεσθαι ,
πλὴν ἀμπέλου , γαμεῖν τε ἀπὸ χηρείας , καὶ τὸ μετοικίζεσθαι δὲ καὶ μισθοῦσθαι καὶ δανείζεσθαι καὶ ἐκτιτρώσκειν , πατρῷα
6421758 κιχρασθαι
τὴν ἐν τοῖς μείζοσι τῆς χρείας ἐκπλήρωσιν . μετρεῖσθαι : κιχρᾶσθαι , μερίζεσθαι . λώιον : βέλτιον . δύνηαι :
τὴν ἐν τοῖς μείζοσι τῆς χρείας ἐκπλήρωσιν . μετρεῖσθαι : κιχρᾶσθαι , μερίζεσθαι . λώιον : βέλτιον . δύνηαι :
6352540 μισθουσθαι
ἱλαρίας μετέχειν , ἐναντία δὲ ἀγοράζειν , οἰκίας ἢ χώρας μισθοῦσθαι ἢ μετοικίζεσθαι , ἐκτιτρώσκειν δὲ ἐπικίνδυνον καὶ ταῖς αὐτομάτως
γαμεῖν τε ἀπὸ χηρείας , καὶ τὸ μετοικίζεσθαι δὲ καὶ μισθοῦσθαι καὶ δανείζεσθαι καὶ ἐκτιτρώσκειν , πατρῷα λαμβάνειν , πλοῦ
6320088 ἀγοραζειν
τὴν μετανιπτρίδα μεστὴν Διὸς σωτῆρος , ἀγαθοῦ δαίμονος . οἷον ἀγοράζειν πάντα , μηδὲ ἓν δ ' ἔχειν , εἰ
λέγουσιν . ἀναθεῖναι τὸ φορτίον Ἀττικοί , ἐπιθεῖναι Ἕλληνες . ἀγοράζειν ἐκτείνοντες τὸ δεύτερον α Ἀττικοί , ἐν ἀγορᾷ διατρίβειν
6251345 ἐνεργες
καὶ παραλύσεις . ἔστι δέ , φησὶν Ἀσκληπιάδης , λίαν ἐνεργές . Ἐλαίου παλαιοῦ λι βʹ , ἰρίνου γο Ϛʹ
οἴνῳ ἢ ἧπαρ φρύνου λιμναίου δίδου φαγεῖν : ἔστι γὰρ ἐνεργές . Πίθον δὲ πυρώσας ἢ κλίβανον ἢ φοῦρνον ,
6247196 σκαπτειν
ἀγαγὼν ἐπὶ τὸν τόπον οὗ καταδεδυκότα τὸν δαίμονα ἑωράκειν , σκάπτειν λαβόντας δικέλλας καὶ σκαφεῖα , καὶ ἐπειδὴ ἐποίησαν ,
. τὰ δὲ ἐν τῷ ἔαρι φυτευθέντα τότε δεῖ ἄρχεσθαι σκάπτειν , ὅταν κατεσχηκέναι δοκῇ : τὸ δὲ αὐτὸ καὶ
6182995 μαλαττειν
τινθαλέοις ἤγουν θερμοῖς ὕδασιν θεραπεύεσθαι ἐπαιονάασσο ] πλῦνε ἐπαιονάασθαι ] μαλάττειν αἷμα δὲ ἀναλυόμενος : ἀντὶ τοῦ τὸ θρομβῶσαν αἷμα
σοι τούτων ἑκατέρου βραχὺ λεῖον ἀκριβῶς , ἵνα ἐν τῷ μαλάττειν προσβάλῃς . ἐπεὶ δ ' ἔνιοι νομίζουσιν , εἰ
6112869 ἀποδημειν
πρὸς κινήσεις καὶ πράξεις . ὅθεν ἐρρωμένα καὶ σῶα ὄντα ἀποδημεῖν τε καὶ ἄλλην κίνησιν ἡντιναοῦν ἐπιτρέπει κινεῖσθαι καὶ πράξεις
τραχεῖαν , οἱ γὰρ φυγοδικοῦντες ἐσκήπτοντο εἰς Σκῦρον ἢ Λῆμνον ἀποδημεῖν . Ἀρχή , ἄρχων ἄρχειν , ἔξαρχος , ἀρχηγός
6099263 ὁδοιπορειν
. ἄβατος ὁδός : ἣν οὐχ οἷόν τε βαίνειν καὶ ὁδοιπορεῖν . ἀκροᾶσθαι : τὸ ὑπακούειν καὶ ὑποτετάχθαι . ἁλμαίαν
ἐπιτιμίων στρατιωτικῶν . Θʹ . Πῶς δεῖ εὐτάκτως τὸν στρατὸν ὁδοιπορεῖν ἐν τῇ ἰδίᾳ χώρᾳ πολεμίων μὴ ἐνοχλούντων : Εἰς
6096120 ὑπαγειν
δ ' ἑψηθεὶς τήλεως καὶ μετὰ μέλιτος λαμβανόμενος ἐπιτήδειός ἐστιν ὑπάγειν ἅπαντας τοὺς ἐν τοῖς ἐντέροις μοχθηροὺς χυμούς : ὅτι
: ἄνω δὲ ἀνάγειν μὲν ἀπόνωϲ ὁκόϲα ἀνάγεϲθαι χρή , ὑπάγειν δὲ ῥηϊδίωϲ τὴν κοιλίην . προϲηνὲϲ δὲ τὸ λεῖον
6090023 ἀργειν
ὀδύνης ἀνιᾶσθαι τὸν στόμαχον . Βακχεῖος μὲν ἐν αʹ φησὶν ἀργεῖν , σχολάζειν , λέγων , ὅτι Ἠλεῖοι μὲν ἐλινύειν
καὶ φροντίδες , ἡ πολλὴ δὲ ἐκείνη ῥᾳστώνη καὶ τὸ ἀργεῖν ἐκκεχώρηκε . φοβοῦμαι δὲ οὐδὲν μὴ τῶν μεγίστων πρῶτον
6066540 γεωργειν
ἐπιτήδειον εἰς ἀποδημίαν καὶ ἀγορασίας εὐσχήμονας ποιεῖσθαι , ἀγρούς τε γεωργεῖν καὶ κουρὰν τετραπόδων καὶ θεμελίων ἀρχὰς καὶ συνθήκας καὶ
τοὺς Ἀθηναίους ἐπεξιόντας αὐτοῖς κωλύειν τὴν παρ ' αὐτοῖς γῆν γεωργεῖν . ἢ ὅτι εἰς πολιορκίαν κατέστησαν αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι
6042786 ἀπολαμβανειν
Διονύσου λαμβάνειν , τουτέστι τὴν κατ ' οὐσίαν αὐτῆς ὁλότητα ἀπολαμβάνειν καὶ ὑγιὴς γίνεσθαι . Σῴζεται οὖν ἡμῖν ἅμα καὶ
εὐηργετηκόσι τοὺς προγόνους , παρὰ τῶν ἐκγόνων τὰς προσηκούσας εὐεργεσίας ἀπολαμβάνειν . οἱ δ ' Ἀθηναῖοι παρατάξασθαι μὲν οὐκ ἐτόλμων
5994796 ἀναγκαζειν
εἰκόνος ὀρθότητα ζητεῖν καὶ ὧν νυνδὴ ἐλέγομεν , καὶ οὐκ ἀναγκάζειν , ἐάν τι ἀπῇ ἢ προσῇ , μηκέτι αὐτὴν
⋖ β ἢ κυπέρου τὸ αὐτό . δεῖ δὲ αὐτοὺϲ ἀναγκάζειν ϲυντόνωϲ περιπατεῖν καὶ τρέχειν διὰ τὸ ἐν αὐτοῖϲ ναρκῶδεϲ
5939636 φυτευειν
, ἐπί τε παλαιοῖς καὶ τεθεμελιωμένοις οἰκοδομεῖν καὶ γεωργεῖν καὶ φυτεύειν , τέχνας παραδοῦναι μαθηταῖς , παρακαταθήκας γῇ τιθέναι ,
εἵλομεν εὐρύχορον , Μεσσήνην ἀγαθὸν μὲν ἀροῦν , ἀγαθὸν δὲ φυτεύειν : ἀμφ ' αὐτὴν δ ' ἐμάχοντ ' ἐννέα
5931878 πεττειν
? ? [ θέρμαινέ θ ' ἡμῖν καὶ θύη ] πέττειν ? ? ? ? τινὰ [ κέλευ ' ,
στόμαχον , ὥστε καὶ θερμαινομένοις αὐτοῖς ἐκεῖνον συνθερμαίνεσθαι , καὶ πέττειν τὴν προσε - νεγκαμένην τροφὴν , καὶ ταχέως ἀποπέμπειν
5926888 αἰτεισθαι
παλαιῶν ἁμαρτημάτων , κτῆσιν δὲ καὶ ἀπόλαυσιν νέων ἀγαθῶν εἰώθασιν αἰτεῖσθαι . Τὸ δὲ τῆς νομοθεσίας ἱεροπρεπὲς ὡς οὐ παρ
εἶναι δοκοῦν καὶ ἀσφαλὲς πρᾶγμα καταφεύγουσι , τὸ ἐξ ὑποθέσεως αἰτεῖσθαι τὰς τῆς γεωμετρίας ἀρχάς , καλῶς ἂν ἔχοι καὶ
5920862 τρεφειν
διὰ πολλὰς αἰτίας : καὶ γὰρ δι ' ἔνδειαν τῆς τρέφειν αὐτὰς καὶ γεννᾶν ὕλης δυναμένης καὶ διὰ πύκνωσιν τῶν
, ” Κλεάνθης μὲν καὶ ἄλλον Κλεάνθην δύναιτ ' ἂν τρέφειν , εἰ βούλοιτο : οἱ δ ' ἔχοντες ὅθεν
5918379 λεπτυνειν
πράως : δύναται δὲ καθαρὸν καὶ εὔχρουν ἀποτελεῖν τὸ σῶμα λεπτύνειν τε τὰς τρίχας καὶ ἀλφοὺς καὶ λέπρας σμήχειν :
μεταβάλλουσι καὶ θερμὸν χυμὸν , ὁμοίως δὲ καὶ τὸν φλεγματώδη λεπτύνειν διά τε τροφῆς καὶ φαρμάκων . οὕτω γὰρ πραττόντων
5913312 καταβαλλειν
ὁρμῶσιν . εἰκὸς γὰρ ἦν αὐτοὺς ἀποσκεπτομένους τῇ ἐνδοσίμῳ τριακοστῇ καταβάλλειν χωρὶς δίκης τὸ χρέος , καὶ μηκέτι τούτους λαμβάνειν
τῶν ἐναντίων τόπων εἰς τοὺς ἐναντίους τόπους χρὴ τὰ σπέρματα καταβάλλειν . ιηʹ . ὥστε τὰ μέλλοντα σπείρεσθαι γενήματα κατὰ
5867695 συνοικουντας
εὐσχημόνως ἀπολιπεῖν τοὺς ἐξ ἀρχῆς προκριθέντας διὰ φαρμάκων ἀναιρεῖν τοὺς συνοικοῦντας , καὶ τὴν χώραν δ ' οὐκ ὀλίγας ἀφορμὰς
καὶ συνοικεῖν , καὶ ὥσπερ πορνείᾳ χρῆσθαι τῷ βίῳ , συνοικοῦντας ἀλλήλοις , καὶ ὑπονοοῦντας τὴν συν - οίκησιν :
5857007 φορειν
ἅμα πᾶσι δοκεῖ βέλτιον εἶναι ἐν τῷ χειμῶνι παχέα ἱμάτια φορεῖν , ἂν δύνωνται , καὶ πῦρ κάειν ἅμα πᾶσι
τὸν ἰχθύν , καὶ ὑποκατακλείσας ῥίζιον τῆς βοτάνης , δίδου φορεῖν . ποιεῖ γὰρ πρὸς τὰς ἀλγηδόνας τοῦ στομάχου καὶ
5856374 ἐμπιπραναι
ὅταν αἴρῃ τὸ σημεῖον , δένδρα κόπτειν καὶ τὰς ἐπαύλεις ἐμπιπράναι . ταῦτα ὁρῶντες οἱ κατὰ τὴν πόλιν καὶ πάμπολυ
κελεύσας καὶ διαρπάζειν τὰ ἐν ταῖς πόλεσιν , αὐτάς τε ἐμπιπράναι . οἱ δὲ Μαυρούσιοι ὄντες φονικώτατοι , καὶ διὰ
5834111 ἁρπαζειν
ὅπως ἐθέλουσι διάγειν , ἔπειτα προστάττουσιν αὐτοῖς μὴ κλέπτειν μηδὲ ἁρπάζειν , μὴ βίᾳ εἰς οἰκίαν παριέναι , μὴ παίειν
, ὡς περιτρέχειν πανταχοῦ τοὺς δραστηριωτέρους καὶ ἄλια καὶ ἄλευρα ἁρπάζειν ἐκ τηρούντων : ἐκ τούτων ἀλιτήριος καλεῖται πᾶς κακοῦργος
5819184 ἀγρυπνειν
δὲ καὶ τοὺς συντελεστὰς ἀνεπηρεάστους . Τὸ συμμέτρως διαιτᾶσθαι καὶ ἀγρυπνεῖν καὶ ἐν ταῖς νυξὶ βουλεύεσθαι τὰ περὶ τῶν ἀναγκαίων
ἱεροὺς αὐτῆς νομισθῆναι πρός τε τὰς θήρας ἔχοντας ἐπιτηδείως καὶ ἀγρυπνεῖν ἐν ταῖς νυξὶ καὶ ὑλακτεῖν πεφυκότας . κυνηγίᾳ δ
5807797 καθαιρεσθαι
ἰδίωμα . . , . Θ . Ι ἰνᾶσθαι : καθαίρεσθαι , ἐκκενοῦσθαι . καὶ ὑπέρινος ὁ ὑπερκεκαθαρμένος . .
ἐτῶν οὐκ ἐπύρεξε , χολὴν ὠχρὰν φθάνων ὑφ ' ἡμῶν καθαίρεσθαι κατὰ τὴν τελευτὴν τοῦ ἦρος : οὕτως γὰρ ἄμεινόν
5806789 ὠνεισθαι
δικαίως κατὰ τὸν Θέογνιν ἔφερον , καὶ πολλῶν ἔδει τοῦτον ὠνεῖσθαι καὶ ζητεῖν ἐκ παντὸς τρόπου λαβεῖν . νῦν δὲ
ποιεῖν ἀκώλυτόν ἐστιν . Ἰχθύσι καλὸν πλεῖν , ὁδεύειν , ὠνεῖσθαι , ἐμπο - ρεύεσθαι κατά τε γῆν καὶ κατὰ
5792709 σπειρειν
τῷ ἐσκέδασεν , ἐφυγάδευσεν , ἀφανεῖς ἐποίησε : τὸ γὰρ σπείρειν ἀγαθῶν , κακῶν δὲ αἴτιον τὸ διασπείρειν , ὅτι
κάλλιστον οὐ φυτὸν μόνον , ἀλλὰ καὶ ζῷον , ἄνθρωπον σπείρειν ἀξιοῦντας ὀλιγωρίᾳ καὶ ῥᾳθυμίᾳ καὶ μέθῃ κακίας συνεργάταις χρῆσθαι
5781761 διαιτασθαι
πρὸς ταύτην , σὺν ἀλλήλοις δὲ εἶναι αὐτοὺς κἀν ἀνομίαι διαιτᾶσθαι οὐχ οἷόν τε , διὰ ταύτας τοίνυν τὰς ἀνάγκας
. τῷ δὲ ἐν τοῖς ὄρεσιν αὐτὸν καὶ τοῖς σπηλαίοις διαιτᾶσθαι καὶ τὸ τῆς πίτυος στέμμα ἐπηκολούθησεν , ὄρειόν τι
5772808 ζημιωδες
τοὐναντίον περιέτρεψε μηνύειν τὸ ” δέον “ καὶ τὸ ” ζημιῶδες , “ ἀφανίζουσα ὅτι νοεῖ , ἡ δὲ παλαιὰ
ἀβέβαιον δὲ γαμεῖν , τέκνα τρέφειν , καὶ τὸ μισθοῦσθαι ζημιῶδες . τῶν δὲ Διδύμων ἕως τοῦ ἡμίσεως ἀποστρεπτέον πράγματος
5767847 οἰκοδομειν
καὶ δυνατοὶ ἦσαν : καὶ ἐκέλευσαν αὐτοὺς οἱ ἓξ ἄνδρες οἰκοδομεῖν ἐπάνω τῆς πέτρας πύργον τινά . ἦν δὲ μέγας
λοίδορός τις καὶ λάγνη καὶ μοιχάς , φυλάσσεσθαι δὲ δεῖ οἰκοδομεῖν . τὰ δὲ προειρημένα πάντα ἐνεργέστερα γίνεται πρός τε
5763801 ἐμπεφραγμενα
καὶ σταθμῶν συνωνεῖσθαι , οἰκοδομεῖν καὶ κοσμεῖν οἰκίας καὶ τὰ ἐμπεφραγμένα ἀνοίγειν , κοινοῖς χρῆσθαι , γεωργεῖν , φυτεύειν ,
καὶ σταθμῶν συνωνεῖσθαι , οἰκοδομεῖν καὶ κοσμεῖν οἰκίας καὶ τὰ ἐμπεφραγμένα ἀνοίγειν , κοινοῖς ἀφροδισίοις χρῆσθαι , γεωργεῖν , φυτεύειν
5754303 ὀκνειν
δὲ πρὸς Ὀλύμπιον γράφεις . εἶτ ' οἴει με τιμῶν ὀκνεῖν , ἐγὼ δὲ ἀτιμάζεσθαι λέγω . τὴν μὲν οὖν
ἔγνω μηκέτι Ἀλέξανδρον ἐθέλειν προϊέναι τοῦ πρόσω , ἀλλ ' ὀκνεῖν γὰρ πυνθανόμενον ὅτι αὐτὸς προσάγοι : καταπατήσειν τε τῇ
5750289 σπανιζειν
κωμῳδουμένη , τὸ μὲν τάριχος εἶπε ταχέως ἀποφέρειν πρὸς τοὺς σπανίζειν ὡμολογημένους ἁλῶν , τὴν χιόνα δ ' εἰς τὸν
τε τὰς παρούσας τριακοσίας . τοὺς δὲ Λακεδαιμονίους χρημάτων τε σπανίζειν ἀπεδείκνυε καὶ ταῖς ναυτικαῖς δυνάμεσι πολὺ λείπεσθαι τῶν Ἀθηναίων
5746530 πραϋνειν
πάθη ἤθελον θεραπεύειν , ἤγουν κρατεῖν θυμοῦ , καὶ τοῦτον πραΰνειν , καὶ τὰ ὅμοια δρᾷν . . ΟΥΔ '
φησίν . Ἐπιμέλεια τοίνυν ταύταις ἁρμόζει κούφη καὶ παρηγορεῖν καὶ πραΰνειν δυναμένη : ἐγκαθίσματα μὲν διὰ τήλεως καὶ μαλάχης ἀφεψήματος
5742092 τἀλλοτρια
λεπυχάνῳ . Εὐριπίδου τἄρ ' ἐστὶν οὐ κακῶς ἔχον , τἀλλότρια δειπνεῖν τὸν καλῶς εὐδαίμονα . ἵνα μὴ τὸ παλαιὸν
φίλε , τοῖς πολλοῖς γε αὐτῶν ἐνευρήσεις , ὅταν δέῃ τἀλλότρια ἀναλίσκειν , τὰς τοῦ κηφῆνος συγγενεῖς ἐνούσας ἐπιθυμίας .
5735989 συσκιαζειν
ἀσχημοσύναι πᾶσαι , ὅταν ὁ νοῦς ἀποκαλύπτῃ τὰ αἰσχρά , συσκιάζειν δέον , ἐπαυχῶν καὶ σεμνυνόμενος ἐπ ' αὐτοῖς .
δημοσιεύειν περιφανῶς τὴν ἐκ φαύλης οὕτω προφάσεως τολμηθεῖσαν σφαγήν , συσκιάζειν δὲ μᾶλλον καὶ περιστέλλειν ἔνεστιν , οὐκ εἰς εὐρυχωρίαν
5728081 παρηγορειν
θερμοῦ κατὰ τοῦ ϲτήθουϲ καὶ τοῦ ϲτομάχου ἐπιρριπτόμενα τοὺϲ καυϲουμένουϲ παρηγορεῖν παραδόξωϲ καὶ δι ' ἐρίου χειροπληθοῦϲ τὸ ὑδρέλαιον θερμὸν
ὡϲ μὴ δύναϲθαι φέρειν τὴν ὀδύνην , κέχρηϲο καὶ τοῖϲ παρηγορεῖν καὶ μεταϲυγκρίνειν δυναμένοιϲ , οἷον τοῦτο : Ὀποῦ πευκεδάνου
5722999 διανοιγειν
ἡ σύνταξις οὕτως : τοῦ στόματος φησὶ μεμυκότος βιάζου σὺ διανοίγειν αὐτὸ διοχλίζων τὸν κυνόδοντα καὶ ἰρινέου μαλλὸν βαθὺν κορέσκων
πετεινὰ ὠνεῖσθαι καὶ θηρᾶν καὶ φρέατα ὀρύσσειν καὶ τὰ ἐμπεφραγμένα διανοίγειν καὶ τοίχους ἀνεγείρειν , τά τε κατὰ τὴν οἰκίαν
5717844 δεδοικεναι
ὑμῖν ταῦτα μηχανώμενος διατελεῖ , καὶ τὸ μὴ παθεῖν ὃ δεδοικέναι φησίν , οὐκ ἄλλῳ τινὶ φυλαττόμενος δῆλός ἐστιν ,
Οὐεργίνιος ὑπό τ ' ὀργῆς καὶ ἐκ τοῦ μηδὲν ἔτι δεδοικέναι τοὺς ἡγεμόνας αὐθαδέστερον αὐτῶν καθήπτετο λυμεῶνας τε καὶ ὀλέθρους
5715713 λυμαινεσθαι
δὲ καὶ ἀπὸ τῶν δόλῳ καὶ ὑποκρίσει φιλίας πειρωμένων ἑτέρους λυμαίνεσθαι . κύων καταδιώκων λύκαιναν ἐφρυάττετο τῇ τε τῶν ποδῶν
γυναῖκα ἐκ τούτων καὶ ἀφικομένην ἐπὶ τὴν λίμνην τὴν Τριτωνίδα λυμαίνεσθαι τοὺς προσοίκους , ἐς ὃ Περσεὺς ἀπέκτεινεν αὐτήν :
5714740 ἀπεχομενους
ἐς αὐτοὺς ἔργα ἐπιδεικνύντες , ἐφ ' ᾧ τῶν φαύλων ἀπεχομένους μετιέναι ἅπερ αὐτοῖς καλὰ νενόμισται , σωφρονίζουσι σφᾶς ἐπὶ
οἱ φρόνιμοι δέχονται , ὅταν ἴδωσιν αὐτοὺς μηδὲ τῶν οἰκείων ἀπεχομένους . ἀλεκτρυόνας τις ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔχων περιτυχὼν πέρδικι
5700599 διαπονεισθαι
ὁ σοφιστής : ὅσα δ ' αὖ τῶν μεγάλων δεῖ διαπονεῖσθαι καλῶς , περὶ τῶν τοιούτων δέδοκται πᾶσιν καὶ πάλαι
ἣν οὐχ ἕνεκα τοῦ λέγειν καὶ πράττειν πρὸς ἀνθρώπους δεῖ διαπονεῖσθαι τὸν σώφρονα , ἀλλὰ τοῦ θεοῖς κεχαρισμένα μὲν λέγειν
5673647 ὀρρωδειν
τῆς ἐπιστολῆς ἧς ἔπεμψεν : ὅτι δὲ χρὴ μήτ ' ὀρρωδεῖν ὑμᾶς τὴν ἐκείνου δύναμιν μήτ ' ἀγεννῶς ἀντιταχθῆναι πρὸς
καὶ τὰ μήπω γεννώμενα φιλεῖν καὶ δέει πατρικῷ ἁλισκόμενος ἐντεῦθεν ὀρρωδεῖν ἤδη , καὶ διημερεύει μὲν ἐπὶ τῇ φρουρᾷ πάντων
5672377 εὐλαβεισθαι
οὖν ἄν σοι συμβουλεύσαιμι , εἰ ἐθέλεις ἐμοὶ πείθεσθαι , εὐλαβεῖσθαι : ὡς ἴσως μὲν καὶ ἐν ἄλλῃ πόλει ῥᾷόν
ὡς οὐ δεῖ πράξαντας ἡμαρτηκέναι φάσκειν , ἀλλὰ πρὶν πράττειν εὐλαβεῖσθαι : ἔπειθ ' ὡς εἰ καὶ ἐξήμαρτεν ἢ ἠτύχησεν
5669454 χηρειας
, κιναιδίας , ἀκαθαρσίας . ποιεῖ δὲ καὶ ἀγάμους καὶ χηρείας , ὀρφανίας , ἀτεκνίας . τοὺς δὲ θανάτους ἀποτελεῖ
τὴν Ἰταλίας ἐρημίαν κατωδύροντο , πλεῖσται δὲ γυναῖκες ἀνδρῶν ἐστερημέναι χηρείας ἀτυχοῦς ἐλάμβανον πεῖραν . ἡ δὲ σύγκλητος μεγαλοψύχως φέρουσα
5652869 ἀφανιζειν
τις , εἰ καὶ σοφώτατος εἴη κηλεῖν τε ὀδύνας καὶ ἀφανίζειν . Ἦν δὲ ἄρα καὶ ἐν ἀνθρώπῳ τις ἰὸς
γὰρ τὸ τετιμῆσθαι μάλιστα συνεπικοσμεῖ , ὥστε τὰ μὲν δυσχερῆ ἀφανίζειν , τὰ δὲ καλὰ λαμπρότερα ἀναφαίνειν . ὁπότε γε
5651154 βιαζεσθαι
λέγει τὴν ἰδίαν , τὴν κελευστικήν αὐτίκα : παροῦσαν . βιάζεσθαί τε τὸν ἔκπλουν : μετὰ βίας καὶ ἰσχύος ποιεῖσθαι
ὑμῖν τῶν εὐπρεπῶς καὶ κατ ' ἀξίαν καὶ ἄνευ τοῦ βιάζεσθαί με ἢ ἁρπάζειν δοθῆναι δυναμένων ἐνδεήσει . ” τοιαῦτά
5644842 πεινην
τὴν νύκτα ἐκείνην , πρὶν διψῆν , πιεῖν , πρὶν πεινῆν , φαγεῖν . ποίαν δοκεῖς ἡμέραν σεαυτοῦ ; τὴν
δὲ ἐλπίδες , καὶ κακῶς δ ' ἂν ποιήσειε τὸ πεινῆν . ἡ μὲν οὖν πόλις οὐδὲν διέφερε χειμαζομένης νεώς
5643134 δακνειν
παρὰ τὸ ἐπῆρθαι τὰς παρειάς . φασὶ δὲ αὐτὸν μὴ δάκνειν ἢ καὶ δάκνοντα μὴ λυπεῖν . μέμνηται δὲ αὐτοῦ
ὥϲτε τὸν ὀπόν τε καὶ τῶν φύλλων τὸν χυλὸν μὴ δάκνειν μόνον ἢ ῥύπτειν ϲφοδρῶϲ , ἀλλὰ καὶ ἑλκοῦν καὶ
5639899 διψωντα
κάρδαμα φαγεῖν πεινῶντι , ἡδὺ δὲ ὕδωρ ἀρυσάμενον ἐκ ποταμῶν διψῶντα πιεῖν . Σωκράτης δὲ πολλάκις κατελαμβάνετο διαπεριπατῶν ἑσπέρας βαθείας
, ἀλλ ' ἐκεῖνοι μὲν ὁρῶντες ῥιγῶντα καὶ θυραυλοῦντα καὶ διψῶντα πολλάκις ἡγοῦντο ἀμελεῖν τοῦ ὑγιαίνειν καὶ τοῦ ζῆν :
5622010 φονευειν
ἄκλητος μυῖα , μὴ ' ξελθεῖν φρέαρ , ἄγχειν , φονεύειν , μαρτυρεῖν , ὅς ' ἂν μόνον τύχῃ τις
ἐξουσίαν παρέχειν τοῖς πονηροῖς ἀκρίτως , οὓς αὐτοῖς δοκεῖ , φονεύειν τῶν πολιτῶν : ἅμα μὲν γὰρ ἀξιωματικώτερος ὁ λόγος
5618916 ἀγχειν
κρατεῖν φιλονεικοῦσι τοῦ γέλωτος λανθάνουσι μᾶλλον ἡττώμενοι , οὕτω τοῖς ἄγχειν τὸν ὀδυρμὸν πειρωμένοις ἄμαχος ἐπιρρεῖ δακρύων φορά . ἐντεῦθεν
, δειπνεῖν ἄκλητος μυῖα , μὴ ' ξελθεῖν φρέαρ , ἄγχειν , φονεύειν , μαρτυρεῖν , ὅς ' ἂν μόνον
5596120 ἀμετρως
γὰρ ἐπαχθῆ καὶ χαλεπά , ἔμαθες γὰρ ἀπὸ τυραννικῶν τραπεζῶν ἀμέτρως ἐμφορεῖσθαι καὶ γαστρὶ προβάτων , ἀλλὰ μὴ ψυχῆς ἀρετῇ
ἄρχοντας . ἐφίσταντο γὰρ ἄρχοντες τοῖς συσσιτίοις , ἵνα μὴ ἀμέτρως διαιτώμενοι περὶ τὸν πόλεμον ἀργότεροι γίγνωνται . ἀκήρυκτον .
5595466 ἀντικαταλλαττεσθαι
. ὁ δέ γε νόμος τοσοῦτον δεῖ κακὰ ἀγαθῶν ἐπιτρέπειν ἀντικαταλλάττεσθαι , ὥστ ' οὐδὲ καλὰ πονηρῶν ἐᾷ , πονηρὰ
ἔτι πονεῖν , ἴσθ ' ὅτι δόξεις μὲν ἑνὸς ἓν ἀντικαταλλάττεσθαι , κτήσῃ δὲ πρὸς ἀλήθειαν ἀμφότερα : ἑκάτερον γὰρ
5565374 θαλπειν
διδόναι αὐτοῖϲ θερμῷ κεκραμένον καὶ τροφὰϲ θερμαινούϲαϲ ἀνατρίβειν τε καὶ θάλπειν παρὰ πυρί . Πρὸϲ τοὺϲ διὰ θερμαϲίαν πλείονα λειποθυμοῦνταϲ
μὲν γὰρ ταῖς πτέρυξι περιεχούσας τὸ σῶμα τοῦ βρέφους πανταχόθεν θάλπειν , τὰς δ ' ἐκ τῶν σύνεγγυς ἐπαύλεων ,
5562040 αἰρειν
καὶ τὸν φύσει δεσπότην αὐτῶν προσκυνήσαντες , ὑπὲρ οὗ μᾶλλον αἴρειν ὅπλα τούτοις ἐχρῆν , ποίαν οὐκ ἂν τιμωρίαν ὑποσχεῖν
πάντα γὰρ ἰήσαιτο πάθη πολυφάρμακος οὖσα . Βούφθαλμον δ ' αἴρειν ἐπιβάλλεο Εἰλειθυίης Μήνης αὐξομένης φαεσιμβρότου , ἀγλαὲ κοῦρε ,
5552928 ἐπαφειναι
μισῆσαι καθ ' ὑπερβολὴν τῶν τραγῳδιῶν τὸν ποιητὴν Εὐριπίδην , ἐπαφεῖναί τε αὐτῷ κύνας ἀγρίους , οἳ τοῦτον κατεθοινήσαντο .
βασιλικὸν μισῆσαι καθ ' ὑπερβολὴν τῶν τραγῳδιῶν τὸν ποιητὴν Εὐριπίδην ἐπαφεῖναί τε αὐτῷ κύνας ἀγρίους , οἳ τὸν Εὐριπίδην κατεθοινήσαντο
5550144 ἐκκαθαιρειν
ἐπράττετο τοὖργον , καὶ ἔδει πάντως ἢ ἀροῦν ἢ φελλέα ἐκκαθαίρειν ἢ γύρους περισκάπτειν καὶ τοῖς βόθροις ἐμφυτεύειν , οὐκέτ
ἔλαιον , ἔπειτα προστιθέσθω . Προσθετὸν καθαρτικὸν , ὥστε μήτρας ἐκκαθαίρειν καὶ κενοῦν : ἀψινθίου ῥίζαν τρίψας λείην , καὶ
5516606 ἐκτηξαι
τὴν ναῦν ἁλῶν πληρώσαντος καὶ καθεύδοντος τὴν ἀντλίαν ἐπαναβῆναι καὶ ἐκτῆξαι τοὺς ἅλας . ἔνθεν ἡ παροιμία . ἀλάστωρ :
ἁλῶν πληρώσαντος , εἶτα καθεύδοντος , τὴν ἀντλίαν ἐπαναβῆναι καὶ ἐκτῆξαι τοὺς ἅλας . Ὁ δὲ Διογενιανὸς οὕτω φράζει τήνδε
5515225 δυσκολως
ἀναδιδόμενα πρὸ τῆς τελείας πέψεως , τά τε ἐπιπολάζοντα καὶ δυσκόλως ὑποχωροῦντα καὶ ἐμπνευματοῦντα καὶ παρεμπλαστικὰ ἢ ἄλλως ἐγκαθίζοντα τοῖς
χρῆσθαι αὐτῷ , ὅταν μέλλωσιν ἀναγγέλλειν τι , πρὸς ὃ δυσκόλως διάκεινται οἱ ἀκούοντες . τὸ δ ' αὐτὸ καὶ
5512659 παραφυλασσεσθαι
αἴσθηται δεσποτῶν : ἅ σοι φυλακτέα : ἅτινά σε χρὴ παραφυλάσσεσθαι καὶ προσκοπεῖν . ἢ ἅτινα μὴ ἐκφήνῃς τινὶ μηδὲ
τοῦτο τὸ σχῆμα τῆς Σελήνης ταχείας τὰς ἀναστροφὰς δηλοῖ . παραφυλάσσεσθαι δὲ καὶ τετραγωνίζοντας ἢ διαμετροῦντας τὴν Σελήνην τοὺς κακοποιοὺς
5510699 πιπρασκειν
καιροὶ πολλάκις προσπίπτουσιν ἀβούλητοι , δι ' οὓς ἀναγκάζονταί τινες πιπράσκειν τὰ ἴδια , καὶ τῆς ἐν δέοντι χρείας τούτων
Τὸ τὸν μισθὸν διδόναι . Ἐπευωνίζειν . Τὸ εὐώνως τι πιπράσκειν . Καιροφυλακεῖν . Τὸ ἐπιτηρεῖν . Παράκρουσις . Ἡ
5506142 σχολαζειν
ἐπιτρέψασι . καὶ χειροτονούμενος ἐξόμνυσθαι τὰς ἀρχάς , οὐ φάσκων σχολάζειν . καὶ προσελθεῖν πρότερος οὐδενὶ θελῆσαι . καὶ τοὺς
διὰ τὸ τρέχειν τὸν ἀέρα . Σχολαστικός : διὰ τὸ σχολάζειν τοῖς ἀστικοῖς ἢ τῷ δικαίῳ . Σχολεῖον : διὰ
5488769 συνοισει
δὲ ἐν τοῖς καθύγροις . Κατατίθεσθαι δὲ χρήματα κατὰ γῆν συνοίσει ἐν Σκορπίῳ καὶ Λέοντι καὶ Παρθένῳ , καὶ ἐργαστήρια
' ὅλην τὴν δίαιταν , καὶ κεχρῆσθαι τροφαῖς λεπτυνούσαις . συνοίσει δὲ χρόνου διελθόντος καὶ ἀποφλεγματισμὸς διά τινων ἡμερῶν .
5483587 οὐρειν
. οὕτως Ἡρακλείδης ὁ Ποντικός . Οὐρανός . ἀπὸ τοῦ οὐρεῖν καὶ φυλάττειν πάντα , καὶ κηπωρὸς , καὶ θυρωρὸς
' ἐν προχοῇς ποταμῶν ἅλαδε προρεόντων μηδ ' ἐπὶ κρηνάων οὐρεῖν , μάλα δ ' ἐξαλέασθαι : μηδ ' ἐναποψύχειν
5475246 ἐρεθιζειν
δ ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος : Ἀρίσταρχος ἐπὶ τοῦ ἐρεθίζειν ἀκούει , τάττεσθαι δέ φησι καὶ ἐπὶ τοῦ ταράττειν
: μὴ ἀνατρέφειν φρόνημα , ἐὰν δὲ ἀνατρέφῃ , μὴ ἐρεθίζειν , ἀλλὰ τιθασῶσαι . ὥστε ὁ μὲν Εὐριπίδης συμβεβούλευκε
5469836 αἱρειν
ἐξέπεμπεν ἐπὶ τὰς ὁδούς τε καὶ ἐκβολὰς τῆς μάχης , αἱρεῖν τοὺς ἀποδιδράσκοντας : οἳ διελόμενοι τὸ ἔργον ἀνά τε
δύνωνται πόνους ὑποφέρειν : οἱ γὰρ ἥττους τῶν πόνων οὔτε αἱρεῖν οὔτε ἀποφεύγειν δύναιντ ' ἄν . ἐπιμελητέον δὲ ὅπως
5467805 λυπειν
. φασὶ δὲ αὐτὸν μὴ δάκνειν , ἢ καὶ δάκνοντα λυπεῖν . μέμνηται δὲ αὐτοῦ καὶ Δημοσθένης [ . ,
ἐγὼ παρῄνουν , σὺ δ ' εὐθὺς ἐνδείκνυσο τοῖς δυναμένοις λυπεῖν , ὅτι οὐκ ἐπιτρέψεις . οἱ δ ' οὐχ
5466406 θρυπτεσθαι
. ἅβρυνε ] καλλώπιζε . Μὴ ὡς βαρβάρωι μοι κέλευε θρύπτεσθαι : οἱ βάρβαροι γὰρ γονυκλισίαις τοὺς βασιλεῖς εὐφημοῦσιν .
ἐν τῷ ἀέρι . δεῖ γὰρ ἔχειν πυκνότητα καὶ μὴ θρύπτεσθαι τὸ τυπούμενον , ὥσπερ καὶ αὐτὸς λέγει παραβάλλων τοιαύτην
5466201 φοβουμενον
θηρία οὔτε ἄλλο οὐδὲν τὸ τὰ δεινὰ ὑπὸ ἀνοίας μὴ φοβούμενον , ἀλλ ' ἄφοβον καὶ μῶρον : ἢ καὶ
τὸ μεταξύ . τὸν μὲν γὰρ ἀθλιώτατον ἁπάντων τυγχάνειν , φοβούμενον μὲν ἐν τοσούτῳ χρυσῷ πενίαν , φοβούμενον δὲ νόσους
5457331 ἀπονους
πάσας . ἐπεύθυνον ] διῴκουν . νόστοι ] ὑποστροφαί . ἀπόνους ] † ἤγουν ἀβλαβεῖς καὶ μὴ τε - τρωμένους
ἰχθύων ὁ ζωμὸς μιγνύμενος κονίᾳ στάκτῃ ὀμμάτια λαμπρύνει παλαιὰ καὶ ἀπόνους ποιεῖ . οἱ δὲ ἐν τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ λίθοι
5452092 στεγαζειν
τῶν πρὸς βορρᾶν τόπων , θεμελίους τιθέναι οἰκοδομῆς ἄνευ τοῦ στεγάζειν , ποταμοὺς διαιρεῖν , φρέατα ὀρύσσειν καὶ ἱστουργεῖν καὶ
, πυλίδας , γεῖσα γεισώματα , γεισήποδας γεισηποδίσματα γεισηποδίζειν . στεγάζειν , ἐρέπτειν , τέγος προτέγιον , ὄροφον παρωροφίδα ,
5443321 ἀργυρολογειν
ἐν Τροφωνίῳ παίζει Κρατῖνος . ἀργυραμοιβός , ἀργυρογνώμων , ἀργυρολόγος ἀργυρολογεῖν , καὶ ἀργύριον τὸ νόμισμα : εἴρηται δὲ καὶ
εἰς θάνατον καὶ δουλείαν καὶ παραδέδωκας ἀνδράσι πιστοῖς τὸ χωρίον ἀργυρολογεῖν βασιλεῖ τεταγμένοις . ἐντεῦθεν ὄνομα τῷ μέλλοντι παραπέμπεται χρόνῳ
5440231 ἀκαιρως
ἀναγκάζομαι ; ὦ κάλλος δικαίως ὑβρισμένον , τί γὰρ ἡμῖν ἀκαίρως παραμένεις ; Ἀλλὰ τί ταῦτα θρηνῶ καὶ οὐχ εὑρίσκω
ἀπαντήσῃ τόπος , μηδένα ἐλάσαι τὸν ἵππον αὐτοῦ ἢ τοξεῦσαι ἀκαίρως , ἀλλ ' , εἰ καὶ κινηθῇ κυνήγιν ,
5436855 ἐκβαλλειν
θαλάμας , καὶ ὅταν τὰ χρήσιμα ἀναλώσῃ , τὰ ἀχρεῖα ἐκβάλλειν , καὶ τὰ συνερχόμενα τῶν ἰχθυδίων ἐπὶ τὰ ἐκβεβλημένα
: πρᾳότερον δὲ καθῆραι βουλόμενος τὸ μὲν σπέρμα τῆς σικυωνίας ἐκβάλλειν , ἐγχέας δ ' οἴνου γλυκέος εἰς τὸν φλοιὸν
5433839 δυσκινητα
εὐκίνητα γὰρ τὰ βραχέα , τὰ δὲ μακρὰ τῶν σωμάτων δυσκινητά . Τὸ ιδʹ τροχαϊκὸν ὅμοιον τῷ ζʹ . Τὸ
εὐκίνητα γὰρ τὰ βραχέα , τὰ δὲ μακρὰ τῶν σωμάτων δυσκινητά . Τὸ ιδʹ τροχαϊκὸν ὅμοιον τῷ ζʹ . Τὸ
5433187 θηρευειν
χρωμένοις ἀποδοκιμαζομένων . τὸ οὖν ἡδονὰς διώκειν προπετῶς λύπας ἐστὶ θηρεύειν . διόπερ Ὅμηρος ἐπονείδιστον βουλόμενος ποιῆσαι τὴν ἡδονὴν καὶ
Ἢ οὖν οὐχὶ καὶ ὀρθῶς τις φαίη τὴν σκιὰν ὑμᾶς θηρεύειν ἐάσαντας τὸ σῶμα ἢ τοῦ ὄφεως τὸ σύφαρ ἀμελήσαντας
5432798 ὑφορασθαι
τῶν δορυφόρων πρὸς ἀλλήλους διαψιθυρίζοντες . τὸ δὲ μέγιστον , ὑφορᾶσθαι δεῖ μάλιστα τοὺς φιλτάτους κἀξ ἐκείνων ἀεί τι δεινὸν
μᾶλλον ἢ ἐγκλημάτων οὐδὲν ὁ Εὐμένης ἀπολιπὼν ἐκέλευε τὴν σύγκλητον ὑφορᾶσθαι νέον ἐχθρὸν εὐδοκιμοῦντα καὶ γειτονεύοντα . ἣ δ '
5426887 μικρολογιαν
ἐμέμφοντο ὡς φιλάργυρον καὶ τὰ χρήματα ἀποκλείουσαν , διά τε μικρολογίαν καὶ τὸ πρὸς τὰς ἐπιδόσεις ὀκνηρὸν τοῦ Ἀλεξάνδρου μεμισημένου
, διὰ τὴν μικρολογίαν : τὴν γὰρ ἀκρίβειαν οἱ τοιοῦτοι μικρολογίαν εἶναι ὑποτίθενται , οἷον τὸ εἰπεῖν τὸν Δημοσθένην μὴ
5422195 χρονιζειν
ἐστὶν ἀβέβαια , καὶ οὐ πάνυ τι διαμένειν , οὐδὲ χρονίζειν εἴωθεν . Τῶν πυρεσσόντων μὴ παντάπασιν ἐπιπολαίως , τὸ
δίπτυχον ἐπιτείνομεν ἔξωθεν αὐτὸ κατὰ τῶν ὑποχονδρίων , οὐκ ἐῶντες χρονίζειν , ἀλλ ' ἕτερον ψυχρὸν ἐπιτιθέντες . μίγνυμεν δ
5416008 ἀφροδισιοις
, ἐπεὶ πάντες χαίρουσί πως καὶ ὄψοις καὶ οἴνοις καὶ ἀφροδισίοις , ἀλλ ' ὁ ἀκόλαστος οὐχ ὡς δεῖ .
εὐθυλογίαν καὶ ὀρθοβουλίαν , ταχύτεροι δὲ εἰς ὀργὴν καὶ ἐν ἀφροδισίοις ἔργοις ἐπτοημένοι . Κοῖλοι πάνυ ὀφθαλμοὶ οὐκ ἐπαινετοί :
5411351 ῥυδην
τὸ στῶ ῥῆμα , οὗ παράγωγον στάζω , οἷον οὐ ῥύδην , ἀλλὰ διάστασιν τῆς φορᾶς τοῦ ὑγροῦ λαβούσης .
καὶ ἄλλο πειστικόν . Ῥητορικὴ δὲ λέγεται ἤτοι ἀπὸ τοῦ ῥύδην λέγειν ἢ ἀπὸ τοῦ συνηγορεῖν τοῖς νόμοις : ῥήτρας
5407235 ὠμηλυσει
καὶ νεφροὺς καὶ μήτραν καταιονᾶν μὲν ἐλαίῳ γλυκεῖ καταπλάσσειν τε ὠμηλύσει δι ' ὑδρομέλιτος : προκοπῆς δὲ γενομένης , μεταβαίνειν
ἡδύοσμον ἐμπάσσειν . Κυνώδεις καὶ ἐπιτεταμένας ὀρέξεις τροφῆς ἔχοντας καταπλάττειν ὠμηλύσει , κἂν μὴ ἀπαιτῇ τὰ σπλάγχνα : ποτὸν δ
5403694 καθισταν
ἀγορασίαις καὶ ταῖς πράσεσιν ἐπιβουλή , ἐχθροῖς ἐπιτίθεσθαι , πύλας καθιστᾶν , ἱερὰ ἱδρύειν καὶ βωμοὺς οἰκοδομεῖν , ἀγεώργητον χώραν
κακοποιῶν δὲ ἀπόντων . ἐν δὲ τοῖς κτηνώδεσι καλὸν κτήνη καθιστᾶν , ἀγέλας δ ' ἐν Κριῷ καὶ Αἰγοκέρωτι .
5401118 φοβεισθαι
αὐτὰς τοὺς ἵππους οἱ στρατιῶται συνάγοντες συνήθεις ἐποίουν τοῦ μὴ φοβεῖσθαι τὴν ἀγριότητα τῶν θηρίων . τὸ παραπλήσιον δὲ πολλοῖς
παρὰ τὸ α στερητικὸν καὶ τὸ τρεῖν τὸ σημαῖνον τὸ φοβεῖσθαι , οἱονεὶ ὁ ἐστερημένος τοῦ φοβεῖσθαι . Πρόσκειται μὴ
5397110 ἐμειν
κυάθοιϲ Ϛ . τοὺϲ δὲ ἐπὶ δηλητηρίῳ περιπεϲόνταϲ ἐν εἰλεῷ ἐμεῖν ἀναγκαϲτέον δι ' ὕδατοϲ θερμοῦ πόϲεωϲ : εἶτα ποτιϲτέον
ἐμέτοιϲ τῷ κάμνοντι , καὶ διαϲτήϲαντα τὰϲ εἰρημέναϲ ὥραϲ προϲαναγκάζειν ἐμεῖν . ἐλλεβοριϲμοῦ δὲ τρόποϲ κυρίωϲ οὗτοϲ ἂν εἴη :
5388310 ἀνεγειρειν
πανδοχεῖα καὶ ἀγορὰς καὶ ἐργαστήρια πλεῖστα καὶ κάλλιστα νεώς τε ἀνεγείρειν καὶ ἱερὰ καὶ πολλοῖς ἄλλοις τοιούτοις ἀγάλλειν αὐτὴν καὶ
ὅκου κλίνειν δεῖ , ὤσασθαι . Τοὺς ἀτολμέοντας δέον μεταβολῇ ἀνεγείρειν κατανεναρκωμένους , ἐς ἃ ὑστερέουσιν . Ὑδατώδεας θᾶσσον τάμνειν
5377283 φειδεσθαι
[ καὶ λαμπάδα ] : καὶ τούτου νόμος ἦν μόνου φείδεσθαι τοὺς πολεμίους . Ἐπὶ τοίνυν τῶν πανωλεθρίᾳ διεφθαρμένων καιρὸν
βαρβάρου περιεσόμενος : ὅτι γὰρ μάλιστα προσῆν αὐτῷ τὸ μὴ φείδεσθαι χρημάτων τὸ παρὸν διαθεῖναι ἐσπουδακότι . καὶ οὗτοι μὲν
5371938 λιτως
οὔ : κρείττονες δέ εἰσιν αἱ μικραὶ καὶ μάλιστα αἱ λιτῶς ἑψόμεναι . ἡ δὲ ῥίνη καὶ αὐτὴ τῶν σελαχίων
δὲ τοῦ Ἐτεόκλου ἐζωγράφηται οὐ μικρὸν τρόπον , ἤτοι οὐ λιτῶς καὶ εὐτελῶς . ἔχει δὲ ἐσχηματισμένον ἄνδρα ὁπλίτην πρὸς
5368028 γαμειν
παῖδες , αὐτοὶ δὴ τάδ ' εἰσηκούσατε πατρὸς λέγοντος μὴ γαμεῖν ἄλλην ποτὲ γυναῖκ ' ἐφ ' ὑμῖν μηδ '
. γεγάμηκα γὰρ καὐτός : διὰ τοῦτό σοι παραινῶ μὴ γαμεῖν . δεδογμένον τὸ πρᾶγμ ' : ἀνερρίφθω κύβος .
5366946 χρεωστας
. οἰκιῶν μὲν δὴ πέρι τοσαῦτα . Τὰ δὲ πρὸς χρεώστας δανειστῶν καὶ πρὸς θεράποντας δεσποτῶν ὅμοια τοῖς πρόσθεν νομοθετεῖται
ἀλλ ' ἐπιστρέφειν καὶ εὐθύμους ποιεῖν , ἁμαρτάνοντας νουθετεῖν , χρεώστας μὴ θλίβειν καὶ ἐνδεεῖς , καὶ εἴ τινα τούτοις

Back