πατρίδος τετελευτηκότας * καίειν * καὶ τὴν τέφραν αὐτῶν ἐν κρωσσοῖς καὶ λάρναξι καὶ ἀμφιφορεῦσιν εἰς τὴν πατρίδα κομίζειν ,
; Χοὰς χέασθαι στάντα πρὸς πρώτην ἕω . Ἦ τοῖσδε κρωσσοῖς οἷς λέγεις χέω τάδε ; Τρισσάς γε πηγάς :
6381538 Σκιωνῃ
καὶ Σκιώνην . καὶ οἱ μέν : οἱ ὑπολειφθέντες ἐν Σκιώνῃ καὶ Μένδῃ . ὁ μέν : ἤγουν ὁ Περδίκκας
πολιορκουμένους Πελοποννησίων ἀφεῖναι καὶ τοὺς ἄλλους ὅσοι Λακεδαιμονίων ξύμμαχοι ἐν Σκιώνῃ εἰσὶ καὶ ὅσους Βρασίδας ἐσέπεμψε καὶ εἴ τις τῶν
6360743 βοτοις
ἐμβαλοῦσα λυσσώδη νόσον , ὥστ ' ἐν τοιοῖσδε χεῖρας αἱμάξαι βοτοῖς : κεῖνοι δ ' ἐπεγγελῶσιν ἐκπεφευγότες , ἐμοῦ μὲν
φεύγους ' ἀεὶ ποιμένες , ἐπεὶ σῖγ ' ἐν [ βοτοῖς ἑλίσσεται . . . . . . [ ]
6239687 Μελεαγρῳ
πράγματος , οὐδ ' ἂν προσαγγέλλῃ τις ἡμῖν ἅπερ τῷ Μελεάγρῳ , Ἄνδρας μὲν κτείνουσι , πόλιν δέ τε πῦρ
δᾶδα εἶναί φασιν , ἣν ἐν τῇ κυήσει φαγοῦσα τῷ Μελεάγρῳ ἐν τῇ γεννήσει συντέτοκε καὶ ἐφύλαττεν ἀκριβῶς ὑπὸ τῶν
6112673 γυροις
ἐντύνεαι ἔργα Γαῖαν ἐπὶ ζείδωρον ἄγων εὐκαμπὲς ἄροτρον , Ἡ γυροῖς ἔνι κλῆμα Μεθυμναίου λελίησαι Κατθεμέναι , καὶ λαρὸν ὀπώρης
ἐντύνεαι ἔργα Γαῖαν ἐπὶ ζείδωρον ἄγων εὐκαμπὲς ἄροτρον , Ἡ γυροῖς ἔνι κλῆμα Μεθυμναίου λελίησαι Κατθεμέναι , καὶ λαρὸν ὀπώρης
6096629 ἐπισπενδων
ἴσμεν , ὅσοι μακάρων θεσμὸν ἐπιστάμεθα . „ εὔχετ ' ἐπισπένδων τάδε Μάξιμος : ἡ δ ' ἐπένευσεν ἔμπεδα :
δώρων ἐρᾶι , οὐδ ' ἄν τι θύων οὐδ ' ἐπισπένδων λάβοις , οὐδ ' ἔστι βωμὸς οὐδὲ παιωνίζεται .
6090988 ξυνεθεντο
ἦ μὴν ἐμμενεῖν ἐν ταῖς σπονδαῖς τὸν ἐνιαυτόν . Ταῦτα ξυνέθεντο Λακεδαιμόνιοι [ καὶ ὤμοσαν ] καὶ οἱ ξύμμαχοι Ἀθηναίοις
καὶ τὰ τῆς παρασκευῆς ἦν καὶ αἱ ἡμέραι ἐν αἷς ξυνέθεντο ἥξειν ἐγγὺς ἦσαν , πορευόμενοι ἐπὶ Κατάνης ηὐλίσαντο ἐπὶ
6074406 κλισιῃσιν
φάος ἦλθεν ἀτειρέος ἠελίοιο , οἳ μὲν ἄρ ' ἐν κλισίῃσιν Ἀχαιῶν ὄβριμοι υἷες γήθεον ἀκαμάτῳ μέγ ' ἐπευχόμενοι Ἀχιλῆι
οὔτέ τευ ἄλλου . ἀλλ ' ἔμεν ' ἀπροτίμαστος ἐνὶ κλισίῃσιν ἐμῇσιν . εἰ δέ τι τῶνδ ' ἐπίορκον ἐμοὶ
6070014 κλισιῃσι
λευκὰ ἄλλεγον ἐς χρυσέην φιάλην καὶ δίπλακα δημόν , ἐν κλισίῃσι δὲ θέντες ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν : τορνώσαντο δὲ σῆμα
Αὖλίν τέ σφ ' ἄγαγον Πεσσά τε Ναυπλιάδαο Πολλάκι οὑ κλισίῃσι Πυληγενέεσσί τε νηυσὶν ἐννύχιοι πίλναντο νόσων ἅπερ ἰητῆρος .
6050973 ἐντεσι
. Καί μιν ἐγὼν Αἴαντι δαΐφρονι πόλλ ' ἐπέτελλον , ἔντεσι δηρινθῆναι ἀμύμονος ἀμφ ' Ἀχιλῆος ἐσσυμένῳ , νίκης ἐπαρηγόνα
ὑπέρβατον δέ ἐστι . τὸ γὰρ ἑξῆς : χαλκείοις σὺν ἔντεσι περιδινηθέντες , ὅ ἐστι περιδραμόντες . τύμβῳ ἐν ἐκτερέιξαν
6047954 λεχεσιν
Μυκηνᾶν . νῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος , οἵ κεν τάνδε σὺν τιμᾷ θεῶν νᾶσον
καλιᾷ καθημένων . ἢ λεχέων δυσευνήτειρα ἡ μὴ ἀναπαυομένη τοῖς λέχεσιν , ἀλλ ' ἀεὶ γρηγοροῦσα πελειάς . λεχέων ἤτοι
6041658 Ἰδηι
: εἰς ἐλάτην ἀναβὰς περιμήκετον , ἣ τότ ' ἐν Ἴδηι μακροτάτη πεφυυῖα δι ' ἠέρος αἰθέρ ' ἵκανεν .
Ἐπιμενίδης ὁ τὰ Κρητικὰ ἱστορῶν φησίν , ὅτι ἐν τῆι Ἴδηι συνῆν αὐτῶι , ὅτε ἐπὶ τοὺς Τιτᾶνας ἐστράτευσεν .
5997108 ὑπαλυξεν
Ἄιδα Κῆρες ἀμείλικτοι φορέουσιν : οὐ γάρ τίς μ ' ὑπάλυξεν ἐν ἀργαλέῃ ὑσμίνῃ , ἀλλά μοι ὅσσοι ἔναντα λιλαιόμενοι
δὲ βόσκει ἐνδόμυχον μέλαν ὅπλον , ὅθεν θηρήτορας ἄγρης ῥηϊδίως ὑπάλυξεν , ὁμιχλήεντι βελέμνωι κυανέην βάψασα μελαινομένην χύσιν ἅλμης ,
5965433 συβωτης
γὰρ πρόσθεν μιν ὄπωπα . ἦ τοι μέν οἱ δεῦρο συβώτης ἡγεμόνευεν , αὐτὸν δ ' οὐ σάφα οἶδα ,
πρόσοδος . ἰαλτὸς ] ὑπὸ Κλυταιμήστρας πεμφθεῖσα . ἐπεὶ προΐαλλε συβώτης . συνκύπτωι ] ἀντὶ κοπετῶι . συνκύπτωι ] ὅπως
5959232 μυριοισι
δυστυχεῖν . Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ ' ἀτυχία φίλου . Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις . Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν
πλοῦτος δ ' ἀμαθία δειλόν θ ' ἅμα . σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις . νεανίαν γὰρ ἄνδρα χρὴ
5958586 μανης
. ἐλέγετο δὲ ὁ ἀνδριὰς ὁ ὑπὸ τὸ ὕδωρ κεκρυμμένος μάνης . κοτταβίζειν : παίζειν . εἰς χαλκᾶς φιάλας ,
παρέθετο τὰ ἰαμβεῖα καὶ Δίδυμος καὶ Πάμφιλος . καλεῖται δὲ μάνης καὶ τὸ ἐπὶ τοῦ κοττάβου ἐφεστηκός , ἐφ '
5953556 ἐκειρεν
Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα , Λοξίου πυργώματα , ὃν πόλλ
: Εὐχαριστῷ τῷ κουρεῖ μου , ὅτι οὐδέποτέ με δήσας ἔκειρεν . Κυμαῖος τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἀποδημήσαντος εἰς βαρὺ ἔγκλημα
5900968 ἐρικυδεας
πολυχρύσοιο Μέγητος ὃς γένος ἔσκε Δύμαντος , ἔχεν δ ' ἐρικυδέας υἷας εἰδότας εὖ μὲν ἄκοντα βαλεῖν , εὖ δ
καὶ νείκεα δηρὸν ὄπασσεν . Ζεὺς δ ' ὥρην ἐφέπων ἐρικυδέας ἄνδρας ἔθηκεν ἐν δήμοις πάτρῃσί τ ' ἐνὶ σφετέρῃσιν
5899211 ὀχηας
Ἀργειφόντης πᾶσιν , ἄφαρ δ ' ὤϊξε πύλας καὶ ἀπῶσεν ὀχῆας , ἐς δ ' ἄγαγε Πρίαμόν τε καὶ ἀγλαὰ
δαμέντα , τότ ' Ἔρως ἐπισταθείς μευ θυρέων ἔκοπτ ' ὀχῆας . τίς ἔφην θύρας ἀράσσει , κατά μευ σχίσας
5890331 Κυδωνι
μελίπηκτα ἢ τοιοῦτό τι . μνημονεύει αὐτῶν καὶ Ἔφιππος ἐν Κύδωνι : πρόκειται τὸ μαρτύριον . ΓΕΛΩΝΕΙΟΣ πλακοῦς . .
συνὼν ἐλελήθει . ὡς δὲ τῶν Κρητικῶν τινες πόλεων ἐπισυνέστησαν Κύδωνι καὶ πολὺ περιῆσαν , πέμπει τοὺς πευσομένους εἰς θεοῦ
5889723 ἑρκεσιν
ἑαυτοῦ ἔχων μεγάλην . ὑποστάς ] ἀντιστὰς , ἀντιμαχησάμενος . ἕρκεσιν ] “ Οὔτ ' ἄρα ἕρκεα ἴσχει . ”
ὥστε εἴργειν καὶ κωλύειν τὸ ἄμαχον κῦμα τῆς θαλάσσης ἐν ἕρκεσιν ὀχυροῖς , ἤτοι γεφύραις γενναίαις . ἀπρόσοιστος γὰρ καὶ
5887571 πομπιμον
' ἡμὶν οὐ σμικρῶν κακῶν ἦρξεν τὸ δῶρον Ἡρακλεῖ τὸ πόμπιμον . Τί δ ' , ὦ γεραιά , καινοποιηθὲν
ὦ φίλαι , κατ ' οὖρον ἐρέσσετ ' ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν πίτυλον , ὃς αἰὲν δι ' Ἀχέροντ '
5886140 νεφελῃσι
] ὅτι . Γ ] χρησμός : “ αἰετὸς ἐν νεφέλῃσι γενήσεται ἤματα πάντα ” . ἄκουε δὴ νῦν :
Ζεὺς δ ' ἔλαχ ' οὐρανὸν εὐρὺν ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσι : γαῖα δ ' ἔτι ξυνὴ πάντων καὶ μακρὸς
5879169 φευγους
, οἳ μεθύοντες ἀεὶ τὰς μάχας πάσας μάχονται ; τοιγαροῦν φεύγους ' ἀεί . Τούτῳ δ ' ὁπόταν ναέται χώρας
: οἳ μεθύοντες ἀεὶ τὰς μάχας πάσας μάχονται . τοιγαροῦν φεύγους ' ἀεί . Πολέμων δὲ παρατίθεται τόδε τὸ ἐπίγραμμα
5872887 Θεσπιαις
κατὰ τὸν Δελφικὸν νόμον . Συνέβη τινὰ μοιχὸν ἁλῶναι ἐν Θεσπιαῖς : εἶτα ἤγετο διὰ τῆς ἀγορᾶς δεδεμένος . ἀφείλοντο
Σάτυρον . ἣ δὲ ἑλομένη τὸν Ἔρωτα ἀνέθηκεν αὐτὸν ἐν Θεσπιαῖς . αὐτῆς δὲ τῆς Φρύνης οἱ περικτίονες ἀνδριάντα ποιήσαντες
5871718 θινι
πιστὸν θεράποντα : γράφεται τρόχιν . Χυτῇ δ ' ἐπὶ θινί : τῷ αἰγιαλῷ τῷ ἀμυδρῷ : ὁ γὰρ ἄμμος
πιστὸν θεράποντα : γράφεται τρόχιν . Χυτῇ δ ' ἐπὶ θινί : τῷ αἰγιαλῷ τῷ ἀμυδρῷ : ὁ γὰρ ἄμμος
5866485 ὁδιον
εἰμι εἰπεῖν τὸ συμβὰν αὐτοῖς σημεῖον ἐξιοῦσι . τὸ δὲ ὅδιον ἀντὶ τοῦ ἐνδοξότατον . ὅδιον ] τὸ ἐν τῆι
σημεῖον ἐξιοῦσι . τὸ δὲ ὅδιον ἀντὶ τοῦ ἐνδοξότατον . ὅδιον ] τὸ ἐν τῆι ὁδῶι ὀφθέν . ἔτι γὰρ
5866385 καθιε
φοῦρνον , καὶ ἀνασπάσας τὸ πῦρ καὶ ἐνθεὶς πλίνθον , κάθιε τὸν κάμνοντα : καὶ ἱδρούτω ἐπὶ πολύ : ἀναγκαζέσθωσαν
Ἰταλικοῦ ἡμίνης πότιζε ἐν βαλανείῳ , ἀρξάμενον δ ' ἱδροῦν κάθιε εἰς τὴν ἔμβασιν : τοῦτο κάλλιστον . ἐναπειλημμένης δὲ
5854816 Τροιαι
ποίων ὕπο ; ἄγετε τὸν ἁβρὸν δή ποτ ' ἐν Τροίαι πόδα , νῦν δ ' ὄντα δοῦλον , στιβάδα
ἐπεὶ σὺ μὲν πέφυκας ἐν Σπάρτηι μέγας , ἡμεῖς δὲ Τροίαι γ ' . εἰ δ ' ἐγὼ πράσσω κακῶς
5853616 οὐρανιωνας
παραθαρσύνειν τῷ οἴεσθαι ὅτι καλά . τοὺς θεοὺς δὲ τοὺς οὐρανίωνας πρῶτον ἐν ἱκεσίαις παρακαλέσασα , εἴ τι κακὸν καὶ
τῶν κατωτέρων κατώτερος οὐδείς ἐστιν . ἐνερτέρους δὲ καλεῖ καὶ οὐρανίωνας καὶ ὑποταρταρίους καὶ Τιτᾶνας τοὺς περὶ Κρόνον θεούς .
5846286 ψα
, διψάσω . Ταῦτα γὰρ μακρὸν ἔχουσι τὸ να καὶ ψα , ἀλλ ' ὅμως κατὰ τὸν ἐνεστῶτα οὐκ ἔχουσι
! ! [ [ ] πολ ? [ [ ] ψα ? [ . . . . . . [
5842317 εὑρετε
ἀνελόμενοι , Β βαδίσαντες , Δ διέλεσθε , Ο ὃν εὕρετε , Ε ἐνθάδε , Θ θησαυρόν , Χ χρυσίου
ἐντεῦθεν ἐσκέψασθε τοὺς λειτουργήσοντας τήνδε τὴν λειτουργίαν : καὶ ὡς εὕρετε , ὁμοῦ τῆς τε πατρίδος ἀπηλλάξατε καὶ τὴν ὑμετέραν
5838200 οἰκημασιν
γὰρ ἄκραι γεγόνασι , τειχίζονται δὲ οὐ μᾶλλον αὐταὶ τοῖς οἰκήμασιν ἢ τὰς πόλεις τειχίζουσι . καὶ τὴν μὲν Ἀθηναίων
γήπεδον τὸ χωρίον , ὥσπερ καὶ οἰκόπεδον τὸ γῇ καὶ οἰκήμασιν ἀπαρτιζόμενον . Πλάτων γοῦν ἐν εʹ Νόμων φησὶν ”
5815192 κεραυνωσας
Τυφῶνος καὶ τῶν ὁμοίων . τὸν γὰρ Τυφῶνα ὁ Ζεὺς κεραυνώσας κατεταρτάρωσεν ἀντιστάντα αὐτῷ . τοιαύτη ] κατ ' εἰρωνείαν
εἰς Κρήτην . οὓς κατὰ μέσον τὸν πλοῦν ὁ Ζεὺς κεραυνώσας κατεπόντωσεν , ὥς φησιν Ἀλκιδάμας ἐν Μουσείῳ . Ἐρατοσθένης
5804499 ἐξηραινον
καὶ κατὰ συγκοπὴν “ ἀμφορεύς ” . ὅτι τὸ παλαιὸν ἐξήραινον διὰ τοῦ ἡλίου τὰς σταφυλὰς καὶ ἔκτοτε ἐπάτουν αὐτάς
. τὸ ἐναντιούμενον . Ταρσοὶ καλάμων . πρασιὰ ἐν ᾗ ἐξήραινον τὴν πλίνθον . Φάρσος . τρύφος , κλάσμα ,
5803382 διωκετε
συνάγετε : δούλων χρείαν ἔχετε καὶ μεγάλων οἴκων : ἀρχὰς διώκετε : ἐσθίετε καὶ πίνετε ὅσα καὶ τὰ κτήνη :
: Ἀντιόπη : οὐχ ἕλξετ ' αὐτὸν δμῶες : οὐ διώκετε αὐτὸν ἐκ ταύτης τῆς γῆς : οὐκ ἐκ πολλοῦ
5794336 βραδυνοντων
κώμην προσδεχόμενοι τὸν τῶν κομιζόντων τὰς τροφὰς κατάπλουν : ὧν βραδυνόντων εἰς τὰς ἐσχάτας ἐλπίδας συστέλλονται . ὁ δὲ προειρημένος
μὲν Ἀθηναῖοι βιβλιαφόρους ἀπέστειλαν πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους δεόμενοι βοηθεῖν : βραδυνόντων δὲ αὐτῶν καὶ τῶν βαρβάρων ἐμβαλόντων εἰς τὴν Ἀττικήν
5788188 ἀνεηκεν
αἶγας ἀνιεμένους ” , ἀντὶ τοῦ ἐκδέροντας . „ μαργαίνειν ἀνέηκεν „ , ἀντὶ τοῦ παρώρμησε . τινὲς δὲ καὶ
' ἀΐδηλον : ἣ νῦν Τυδέος υἱὸν ὑπερφίαλον Διομήδεα μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ ' ἀθανάτοισι θεοῖσι . Κύπριδα μὲν πρῶτον σχεδὸν
5787902 ἐπευχεται
οὖν ἐκεῖνον ἐπιστῆναι αὐτῷ τὸν καιρόν , ἀπαλλαγῆναι τῆς φύσεως ἐπεύχεται . πρὸς τὸν Ἀδρίαν δὲ καὶ τὴν Κελτικὴν ἀρθῆναι
' ἀπὸ σφαγὴν ἐρῶν , μόρον δ ' ἄφερτον Πελοπίδαις ἐπεύχεται , λάκτισμα δείπνου ξυνδίκως τιθεὶς ἀρᾷ , οὕτως ὀλέσθαι
5786311 Ἀρδεα
Ἀρδαλιώτης , τοῦ δ ' Ἀρδαλίς Ἀρδαλός ὡς Θετταλός . Ἀρδέα , κατοικία τῆς Ἰταλίας . Στράβων πέμπτῃ . ἐκλήθη
Ἀλβανῷ ὄρει , διέχοντι τῆς Ῥώμης τοσοῦτον ὅσον καὶ ἡ Ἀρδέα . ἐνταῦθα Ῥωμαῖοι σὺν τοῖς Λατίνοις Διὶ θύουσιν ,
5782034 ὑβριζετε
σὺ καὶ ὁ Χαιρεφῶν , ἁμαρτάνετε , ἀθετεῖτε . , ὑβρίζετε . ἐσκοπεῖσθον ] ἐσκοπεῖσθε . ἐσκοπεῖσθε ] ἐπιτηρεῖτε ,
καὶ τὰς οἰκίας καὶ ταῦτ ' ἀπογράφειν , ἐδεῖτε καὶ ὑβρίζετε πολίτας ἀνθρώπους καὶ τοὺς ταλαιπώρους μετοίκους , οἷς ὑβριστικώτερον
5780523 πληκτροις
κιθάρης μαθὼν ἀταρπόν , τόσον εἰς χρόνον μεθῆκας ἀγέραστα κέντρα πλήκτροις ; Ἑλέτω πόθος δ ' ἐκείνης , ἑλέτω μάκαρ
, ὡς Σοφοκλῆς ἐν Ἀχαιῶν συλλόγῳ ὡς ναοφύλακες νυκτέρου ναυκληρίας πλήκτροις ἀπευθύνουσιν οὐρίαν τρόπιν . καὶ ὁλκία δὲ τὰ πηδάλια
5780252 ἐκελσαν
ὁμαλή τις καὶ εὔδιος . παλιμπνοίῃσιν : ἐναντίαις πνοαῖς . ἔκελσαν : ὥρμισαν . καί μιν κυδαίνοντες : τὸν Δόλοπα
τήν γε λίποντο συνθεσίῃ , τοὶ μέν ῥα διάνδιχα νηυσὶν ἔκελσαν σφωιτέραις κρινθέντες : ὁ δ ' ἐς λόχον ᾖεν
5777767 Μελιτῃ
Μελιτεύς . τὰ τοπικὰ εἰς Μελίτην ἐκ Μελίτης καὶ ἐν Μελίτῃ . Μελιτηνή , πόλις Καππαδοκίας . Στράβων ἑνδεκάτῃ ”
ἐπεὶ τάχιστα ἐγένετο ἐν τῇ γῇ ταύτῃ , ἐνέτυχε πρῶτα Μελίτῃ κρήνῃ καὶ προεθυμεῖτο πρὶν ἐπὶ τὸν Ξάνθον ἐλθεῖν ἐνταυθοῖ
5776865 εἰλεον
ἡ χαλεπωτάτη τῶν κωλικῶν ἐϲτιν αὕτη διαθέϲεων τὴν εἰϲ τὸν εἰλεὸν ἀπειλοῦϲα μετάϲταϲιν . τοῖϲ δὲ διὰ δριμεῖϲ καὶ δακνώδειϲ
παρέστασαν οἶνον ἄγουσαι . Ἵππυς δ ' ὁ Ῥηγῖνος τὴν εἰλεὸν καλουμένην ἄμπελον βιβλίαν φησὶ καλεῖσθαι , ἣν Πόλλιν τὸν
5774021 ποριν
: οἱ δ ' αὖ προγεννήτειραν οὐλαμωνύμου βύκταισι χερνίψαντες ὠμησταὶ πόριν , τοῦ Σκυρίου δράκοντος ἔντοκον λεχώ , ἣν ὁ
ὠρφανισμένην γοναῖς . λείπει τὸ ὡς , ἵνα ᾖ ὡς πόριν . . οὐκ ἀπεικὸς δὲ τὸ θυομένης τῆς Ἰφιγενείας
5771451 Σινωπῃ
σκεύη γὰρ ἕλκων ᾤχετ ' ἐκ τῆς οἰκίας . οἱ Σινώπῃ δ ' αὖ συνόντες οὐχ ' Ὕδρᾳ σύνεισι νῦν
. : Πτολεμαῖος δὲ ὁ Σωτὴρ ὄναρ εἶδε τὸν ἐν Σινώπῃ τοῦ Πλούτωνος κολοσσὸν , οὐκ ἐπιστάμενος , οὐδὲ ἑωρακὼς
5764390 ἐμβαλεν
ἑῶν τελέεσθαι ἐώλπει : τῇ δ ' ἀλεγεινότατον κραδίῃ φόβον ἔμβαλεν Ἥρη , τρέσσεν δ ' ἠύτε τις κούφη κεμὰς
δὲ θεᾶς πορσύνετο μῆνις Κύπριδος , ἥ τέ σφιν θυμοφθόρον ἔμβαλεν ἄτην : δὴ γὰρ κουριδίας μὲν ἀπέστυγον ἔκ τε
5764078 φιαλῃ
πετάχνῳ τινί , ἀστειοτάτῳ τὴν ὄψιν , οὔτε τρυβλίῳ οὔτε φιάλῃ , μετεῖχε δ ' ἀμφοῖν τοῖν ῥυθμοῖν . Νυνί
# # ιʹ , λειώσας πάνυ καλῶς , βάλε ἐν φιάλῃ ὑελίνῃ . Εἶτα βαλῶν ὄξος δριμύτατον ⸕ βʹ ,
5763428 πετραιαν
, ὦ ταλαίπωρ ' , ἦτε πάσχοντες τάδε ; ἐπεὶ πετραίαν τήνδ ' ἐσήλθομεν † χθόνα † , ἀνέκαυσε μὲν
ἡττᾶται δὲ αὖ πάλιν τοῦ χρέμητος κατά γε τοῦτο . πετραίαν δὲ οὖσαν τὴν γαλῆν καὶ νεμομένην φυκία ἀκούω πάντων
5758262 δεπαϊ
καὶ ὑπίσχετο ἱερὰ καλά : πολλὰ δὲ καὶ σπένδων χρυσέῳ δέπαϊ λιτάνευεν ἐλθέμεν , ὄφρα τάχιστα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί ,
ὀρθόκερως βοῦς ἤλασεν ἀπ ' ἐσχάτων γαίας Ὠκεανὸν περάσας ἐν δέπαϊ χρυσηλάτῳ βοτῆράς τ ' ἀδίκους κτείνας δεσπόταν τε †
5755647 φυλλοισιν
δὲ διαχανῇ , θῆλυ . Τὸ αὐτὸ τοῦτο ἐπιτυλίξας ἐν φύλλοισιν ὀπτᾷν , καὶ ἢν μὲν πήγνυται , ἄῤῥεν κύει
εἶτα τρίβολον τὸ παραθαλάσσιον κόψας ξὺν τῇ ῥίζῃ καὶ τοῖσι φύλλοισιν , ὅσον κόγχην , καὶ τὸ εὐάνθεμον τὸ χλωρὸν
5754651 Ἀνδρομεδᾳ
εἰ δὲ ἀπέφυγεν , οἱ δημόται πάλιν αὐτὸν ἀνεδέχοντο . Ἀνδρομέδᾳ : ” δίδου δαφοινὸν μάσθλητα δίγονον ” . ἰδίως
ἱστορεῖ δὲ ταῦτα Σοφοκλῆς ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητὴς ἐν τῇ Ἀνδρομέδᾳ . Ἔχει δὲ ἀστέρας ἐπὶ τοῦ οὐραίου βʹ λαμπρούς
5751292 σπεσσι
ἀλλ ' οἵ γ ' ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι , θεμιστεύει δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ ' ἀλόχων
' οἵ γ ' ὑψηλῶν ” ὀρέων ναίουσι κάρηνα ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι , „ θεμιστεύει δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ '
5737635 Ἰτεας
αʹ . καὶ χρῶ . [ Περὶ παρισθμιῶν . ] Ἰτέας φύλλα καὶ καρπὸν ἑψήσας ὕδατι ἐπιπολὺ δίδου ἀναγαργαρίζεσθαι .
. ἐλαίου λίτ . α , ὅξους ξέστας στ . Ἰτέας φύλλα χλωρὰ κόψας ἐν ἡλίῳ καὶ μετὰ ταῦτα ἐμβαλὼν
5737114 φονορρυτῳ
φονορρύτῳ ] ἐν ᾗ τὸ αὐτῶν αἷμα ἔρρευσεν . θ φονορρύτῳ ] + διὰ τὸ μέτρον . κάρτα δ '
τῇ φονορρύτῳ γῇ . γαίᾳ ] τῇ γῇ . ζωὰ φονορρύτῳ : ἡ ζωὴ αὐτῶν τῇ χεομένῃ τῷ αἵματι :
5728174 ὁλμοις
ἔτη τριάκοντα παρὰ τούτων λαμβάνοντες ὡρισμένον μέτρον τοῦ λατομήματος ἐν ὅλμοις λιθίνοις τύπτουσι σιδηροῖς ὑπέροις , ἄχρι ἂν ὀρόβου τὸ
ἀνεῖλον αὐτούς . καὶ τελευτησάντων τὰ μὲν ὀστᾶ κατέκοψαν ἐν ὅλμοις , τὰ δὲ λοιπὰ κρεανομησάμενοι ἐπηράσαντο [ πάντες ]
5725697 αὐγῃ
ἧς καὶ ἔστι νῦν ὁ λόγος : ἐν γὰρ τῇ αὐγῇ ἀείσε ἐσμὲν καὶ ἄνευ αὐτῆς εἶναι οὐ δυνάμεθα .
ὁρῇν αἰσχρόν : οὕτω δὲ τὸ μὲν χειριζόμενον ἐναντίον τῇ αὐγῇ , τὸν δὲ χειρίζοντα , ἐναντίον τῷ χειριζομένῳ ,
5725505 εὐβουλιαι
ἃς ἂν τὸ βιασάμενον καὶ κρατῆσαν ὀνοματοποιήσῃ πάθος , οὕτως εὐβουλίαι καὶ εὐφροσύναι φυσικαῖς ἐκφωνήσεσιν ἀναγκάζουσι χρῆσθαι , ὧν οὐκ
σεισμοὶ , κεραυνοὶ , καὶ τὰ ὅμοια , καὶ ἀνθρώπων εὐβουλίαι καὶ δυσβουλίαι , καὶ εὐτυχίαι καὶ ἀτυχίαι . Περὶ
5718536 ἱμεροεσσαν
γάρ : Χαίρετε , τέκνα Διός , δότε δ ' ἱμερόεσσαν ἀοιδήν . κλείετε δ ' ἀθανάτων μακάρων γένος αἰὲν
τάτ ' ἐμοὶ δωρήσατο Μοῖρα δεδάσθαι ἄστρων ἰδμοσύνην τε καὶ ἱμερόεσσαν ἀοιδήν . Ἠέλιος μὲν ἔην Διδύμοις , τῷ δ
5717083 ξενοισιν
οὐ σοφὸς γεγώς , ὅστις κόρας μὲν θεσφάτοις Φοίβου ζυγεὶς ξένοισιν ὧδ ' ἔδωκας ὡς δόντων θεῶν , λαμπρὸν δὲ
τροφὴν μόνον σαίνει , ἀεὶ δ ' ὑλακτεῖ , καὶ ξένοισιν οὐ χαίρει . Ἰατρὸς ἦν ἄτεχνος . οὗτος ἀρρώστῳ
5714014 νηπιη
ὀίσατο γὰρ μέγα ἔργον ἐκτελέειν αὐτῆμαρ ἀνὰ μόθον ὀκρυόεντα , νηπίη , ἥ ῥ ' ἐπίθησεν ὀιζυρῷ περ Ὀνείρῳ ἑσπερίῳ
λαὸν ὀλέσσειν Ἀργείων , νῆας δὲ πυρὸς καθύπερθε βαλέσθαι , νηπίη : οὐδέ τι ᾔδη ἐυμμελίην Ἀχιλῆα , ὅσσον ὑπέρτατος
5712196 τυχε
προτὶ ἄστυ : γεγήθει δὲ φρένα Νηλεύς , οὕνεκά μοι τύχε πολλὰ νέῳ πόλεμον δὲ κιόντι . κήρυκες δ '
. ἀλλ ' , ὦ τάλας , ἔσελθε καὶ λουτρῶν τύχε ἐσθῆτά τ ' ἐξάλλαξον . οὐκ ἐς ἀμβολὰς εὐεργετήσω
5710617 πατρωιαι
ὦ τεκοῦσα , καὶ σύ , σύγγονε , ἐν γῆι πατρώιαι , καὶ πόλιν θυμουμένην παρηγορεῖτον , ὡς τοσόνδε γοῦν
: . . . . δημιουργὸν γὰρ γενέσθαι τὸν Σωκράτην πατρώιαι τέχνηι χρώμενον τῆι λατυπικῆι Ἀριστόξενος ἱστορεῖ : καὶ Τίμαιος
5709975 ἐδρασατε
στεναγμῶν ἄξιοι . τόδ ' ] ὅπερ κατ ' ἀλλήλων ἐδράσατε . ἄπιστον ] ἤγουν μικροῦ δεῖν εἰς ἀπιστίαν πῖπτον
μοι , τόθ ' ὑμᾶς τὸ μέγεθος τῆς συμφορᾶς ὧν ἐδράσατε κακῶν ἀναμνήσει . Ταυρομενεῖται μέν , ὑπὲρ ὧν γράφετε
5708002 διπλωματι
εἷϲ , ϲτύρακοϲ λιπαροῦ # β . ἑψηθέντα δὲ ἐν διπλώματι ἐναποτίθεται τῷ ἐλαίῳ τὴν τοῦ ϲτύρακοϲ δύναμιν . θερμότερον
η , τερεβινθίνηϲ # β , κρόκου ⋖ δ : διπλώματι τήκεται . Ἀνίϲου ϲπέρματοϲ , ϲελίνου ϲπέρματοϲ , ϲχοίνου
5705323 παριουσι
τε σελήνη , αὐτοῦ τῇδε μένουσα πολυκλαύτῳ ἐπὶ τύμβῳ σημανέω παριοῦσι Μίδης ὅτι τῇδε τέθαπται . λαβὼν δὲ παρ '
μακρὰ τεθήλῃ , αὐτοῦ τῇδε μένουσα πολυκλαύτῳ ἐπὶ τύμβῳ ἀγγελέω παριοῦσι , Μίδας ὅτι τῇδε τέθαπται . Ἕπτ ' ἔσσαν
5703357 σχεδιης
καὶ νόος ἐτράπετ ' αὐτῆς . πέμπε δ ' ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου , πολλὰ δ ' ἔδωκε , σῖτον καὶ
ὤρινεν δὲ θάλασσαν ἀθέσφατον , οὐδέ τι κῦμα εἴα ἐπὶ σχεδίης ἁδινὰ στενάχοντα φέρεσθαι . τὴν μὲν ἔπειτα θύελλα διεσκέδας
5702536 Λευκαδιων
τετρακόσιοι , τούτων δὲ Ἀμπρακιωτέων πεντακόσιοι . Μετὰ δὲ τούτους Λευκαδίων καὶ Ἀνακτορίων ὀκτακόσιοι ἔστησαν , τούτων δὲ ἐχόμενοι Παλέες
ἐσέπλευσαν ἐς τὸν κόλπον τὸν Κρισαῖον καὶ Κόρινθον ἅπαντες πλὴν Λευκαδίων . καὶ οἱ ἐκ τῆς Κρήτης Ἀθηναῖοι ταῖς εἴκοσι
5702435 πιασμα
. . μίμνουσι δέ , ἔνθα ὁ φίλος Ἀσωπὸς τὸ πίασμα καὶ λίπασμα ἢ πότισμα προσφιλὲς τῇ Βοιωτῶν χθονὶ καὶ
ἀντὶ τοῦ πάντα συμβαίνει . λείπει ] ὁ Ξέρξης . πίασμα ] ἀντὶ τοῦ , λιπαίνει τὴν Βοιωτίαν ὁ Ἀσωπός
5699856 αἰνῃ
Καὶ τότε δὴ περὶ κῆρι Ποσειδάων ἐχολώθη υἱωνοῖο πεσόντος ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι , βῆ δ ' ἰέναι παρά τε κλισίας
καὶ θαλάμους κεραϊζομένους καὶ νήπια τέκνα βαλλόμενα ποτὶ γαίῃ ἐν αἰνῇ δηιοτῆτι . διὰ πολλοὺς οὖν τρόπους τὸν μετ '
5697299 νεφελῃσιν
θείοιο λαθοίμην ; . σὺ δ ' ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσιν ἐκρέμω . ἠλάστεον δὲ θεοὶ κατὰ μακρὸν Ὄλυμπον :
Ζεὺς δ ' ἔλαχ ' οὐρανὸν εὐρὺν ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσιν : γαῖα δ ' ἔτι ξυνὴ πάντων καὶ μακρὸς
5697145 ἀπονοσφι
] ος ἔφυς , αἰεὶ μερόπεσσιν ἀρήγεις : [ νῦν ἀπόνοσφι ] μένεις , πατρὶς δ ' ἔτι σεῖο χατίζει
] ος ἔφυς , αἰεὶ μερόπεσσιν ἀρήγεις : [ νῦν ἀπόνοσφι ] μένεις , πατρὶς δ ' ἔτι σεῖο χατίζει
5697104 νωμησαν
ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν , κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο , νώμησαν δ ' ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν . οἱ δ
' ἀσκηθὲς μέλι χεῦαν ἀργυρέωι κρητῆρι , περιφραδέως κερόωντες : νώμησαν δὲ δέπαστρα θοῶς βασιλεῦσιν Ἀχαιῶν ἐνσχερὼ ἑστηῶσι , καὶ
5693626 συρομενοι
] ὑπὸ γῆν κατορωρυγμένοι ἔναιον ] ᾤκουν ἀείσυροι ] ἀεὶ συρόμενοι καὶ ἕρποντες ἄντρων ] τῶν ὑπογείων σπηλαίων ἐν μυχοῖς
. . ἀείσυροι ] ἢ ἐν αἴῃ συρόμενοι ἢ ἀεὶ συρόμενοι . ἤγουν ἐν ταῖς ἀήταις συρόμενοι . πᾶν γὰρ
5690290 ἐφεζομενη
γαίῃ πρόσθεν Μηριόναο πάγη ποδός : αὐτὰρ ἣ ὄρνις ἱστῷ ἐφεζομένη νηὸς κυανοπρῴροιο αὐχέν ' ἀπεκρέμασεν , σὺν δὲ πτερὰ
καὶ νηός , ἐπεὶ χόλον εὔνασε Μίνως , σὺν τῷ ἐφεζομένη πάτρην λίπε : τὴν δὲ καὶ αὐτοί ἀθάνατοι φίλαντο
5688049 εὐωπιδος
: ἐκίνησε . παρώρμησεν . ἐν δ ' ἕσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος : τῆς δὲ εὐώπιδος σελήνης τὸ ἐρατὸν φάος κατέλαμψε
. ἐν δ ' ἕσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος : τῆς δὲ εὐώπιδος σελήνης τὸ ἐρατὸν φάος κατέλαμψε τὴν ἑσπέραν . ταῦτα
5685994 ναυαγησας
Πλάτων διάλογον . πλέοντος δ ' αὐτοῦ εἰς Σικελίαν ἐτελεύτησεν ναυαγήσας ἐτῶν Ϛʹ , σοφιστεύσας ἔτη μʹ . Πρόδικος .
γὰρ ὁ Ἀσωπόδωρος Θήβηθεν ἐν Ὀρχομενῷ ἐπολιτογραφήθη . ἄλλως . ναυαγήσας ὁ Ἀσωπόδωρος ἐν Ὀρχομενῷ ἐξερρίφη . ἅ νιν ἐρειδόμενον
5685040 ψυχεσιν
ἡμᾶς καὶ φαινομένοις στοιχείοις γίνεσθαι εἰώθασινηνεμίαι γὰρ ἐν τοῖς σφοδροτάτοις ψύχεσιν , ἔν τε ταῖς ὑπερβαλλούσαις θερμότησι τοιοῦτόν τι κἀπὶ
καὶ ἐν ἱππασίμῳ χειμῶνος ἱππεῦσι περιοδεύειν : ἐν γὰρ τοῖς ψύχεσιν καὶ πηλοῖς καὶ μήκεσι τῶν νυκτῶν θᾶσσον ἀνύοιτ '
5683058 γαιαοχος
. ὁ γαιάοχος ] ὁ συνέχων τὴν γῆν . ὁ γαιάοχος ] ὁ τὴν γῆν ἔχων . Τηθύος δὲ παῖδες
] ? [ – – ˘˘ Ἐννοσίδας ⌋ ] ⌊ γαιάοχος ἁγνὸς ε [ – – ˘˘ – γὰρ ⌋
5682053 βωλακα
πολλάκι κρυστάλλοιο νέον βορέῃσι παγέντος . ἠὲ σὺ γυρώσαιο καθαλμέα βώλακα γαίης ναιομένην , θολερὴν δὲ πόσιν μενοεικέα τεῦχε :
οὕτω πώς φησιν ὁ Πίνδαρος : Εὔφαμος πρώραθεν καταβὰς δέξατο βώλακα δαιμονίαν . θαλασσόπαις ὁ Τρίτων δίμορφος δὲ παρόσον τὰ
5678143 ἐξαλαπαξαι
: “ αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῶσι πόλιν Τρωΐην εὐτείχεον ἐξαλαπάξαι . ” τροφόεντα εὐτραφῆ καὶ μεγάλως αὐξανόμενα . τρόφι
κέν μοι δώῃ Ζεύς τ ' αἰγίοχος καὶ Ἀθήνη Ἰλίου ἐξαλαπάξαι ἐϋκτίμενον πτολίεθρον , πρώτῳ τοι μετ ' ἐμὲ πρεσβήϊον
5676468 Τριτοπατορες
, ὀνομασθεῖσαν διὰ τὸ τὴν συνοίκησιν πυκνουμένην εἶναι . . Τριτοπάτορες : . . . Ὁ δὲ τὸ Ἐξηγητικὸν ποιήσας
τὰς βʹ ἥμισυ δραχμὰς οὕτως εἰώθασιν ὀνομάζειν οἱ παλαιοί . Τριτοπάτορες : Δήμων ἐν τῇ Ἀτθίδι φησὶν ἀνέμους εἶναι τοὺς
5671888 μυχοις
δ ' εἰς ἐρεμνὸν ζῶντας ὠμησταὶ τάφον κρύψουσι κοίλης ἐν μυχοῖς διασφάγος . τοῖς δ ' ἀκτέριστον σῆμα Δαυνῖται νεκρῶν
οἶμαι , φύσιν τοῦ νοητοῦ , ἐξ ὧν ἐν πέντε μυχοῖς διῃρημένων πολλὴν ἄλλην γενεὰν συστῆναι θεῶν , τὴν πεντέμυχον
5670893 Ἀλκηστιδι
ἐν ᾧ ἐστι λοχῆσαι . Εὐριπίδης Τηλέφῳ : καὶ ἐν Ἀλκήστιδι : κἄνπερ λοχαία σαυτὸν ἐξ ἕδρας . καὶ λοχαίη
θυγατέρες εἰσὶν αἱ Πελίου : τὸ δὲ ὄνομα ἐπὶ τῇ Ἀλκήστιδι γέγραπται μόνῃ . Ἰόλαος δέ , ὃς ἐθελοντὴς μετεῖχεν
5669925 νεκυεσσι
οὐδέ τί πῃ δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῖαν στεινόμενος νεκύεσσι , σὺ δὲ κτείνεις ἀϊδήλως . ἀλλ ' ἄγε
εἰς Ἀΐδαν κενεὰ διανήχεται ἀχώ . σιγὰ δ ' ἐν νεκύεσσι , τὸ δὲ σκότος ὄσσε καταγρεῖ . πομπίλε ,
5669080 ἀκτῃ
ᾗ τὸ ἄντρον . μέμνηται δὲ τῆς Ζώνης καὶ Ἀπολλώνιος ἀκτῇ Θρηικίῃ Ζώνῃ ἐπιτηλεθάουσαι . μέμνηται δὲ καὶ αὐτὸς ὁ
τόνδ ' οὖν ἰχθύν τις παρὰ τῷ ποιητῇ ἕλκει : ἀκτῇ ἐπὶ προβλῆτι καθήμενος ἱερὸν ἰχθύν , εἰ μὴ ἄλλος
5667276 παρεσκευαζομην
Θεσμόπολιν ἐπερειδόμενον καὶ τοῖς οἰκέταις . ἐγὼ μὲν οὖν ἀπιέναι παρεσκευαζόμην , ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς καὶ ἐπὶ πολὺ ἐνδοιάσας ,
. εὐθὺς οὖν δῆλον ἦν ὅτι ἀγωνίζεσθαι δεήσοι , καὶ παρεσκευαζόμην οὕτω . καὶ οὐ πολὺ ὕστερον ἧκεν ἀγγέλλων τις
5663883 ἀργαλεῳ
ἀμφὶ δ ' ἑταῖροι εἵαθ ' , ὃ δ ' ἀργαλέῳ ἔχετ ' ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων αἷμ ' ἐμέων ,
ἱστὸς ἐντίθεται : ἀλλά με δεσμῷ δῆσαν τ ' ἐν ἀργαλέῳ , ὄφρ ' ἔμπεδον αὐτόθι μείνω , ὀρθὸν ἐν
5663640 ἠμυνεν
νήσους : Σαμίων δὲ ἤδη κατεληλυθότων ἐπὶ τὰ οἰκεῖα Πριηνεῦσιν ἤμυνεν ἐπὶ τοὺς Κᾶρας ὁ Ἄνδροκλος , καὶ νικῶντος τοῦ
: καί τε καὶ ὄρνιθος φιαρῆς πυρὶ τηκομένη σάρξ θωρήκων ἤμυνεν ἐυτρεφέων βρωθεῖσα : ἤμυνεν καὶ χυλὸς ἅλις κύμβῃσι ῥοφηθείς
5659870 Καβειροις
Σοφοκλῆς Ἀντηνορίδαις : ὄρνιθα καὶ κήρυκα καὶ διάκονον . Αἰσχύλος Καβείροις : ὄρνιθα δ ' οὐ ποιῶ σε τῆς ἐμῆς
παῦσαι πορφυρίδα ἔχοντα . μυοῦνται δὲ ἐν τῇ Σαμοθρᾴκῃ τοῖς Καβείροις , ὡς Μνασέας φησί . καὶ τὰ ὀνόματα αὐτῶν
5659681 περιοικιδας
δέ ποτε γεγονυῖα ἀξιόλογος καὶ τὰς πολλὰς τῶν ἄρτι λεχθεισῶν περιοικίδας πρότερον ἐσχηκυῖα , αἳ νῦν εἰς αὐτὴν συνέρχονται ἀγοράς
τοῖς τέλεσι τῶν Λακεδαιμονίων δίκαιον δοκοίη εἶναι ἀφιέναι αὐτοὺς τὰς περιοικίδας πόλεις αὐτονόμους . ἀποκριναμένων δὲ τῶν Ἠλείων ὅτι οὐ
5659127 Τριγλα
θεῷ ἡ κυνηγέτις ἀνάκειται . Ἀθήνησι δὲ καὶ τόπος τις Τρίγλα καλεῖται καὶ αὐτόθι ἐστὶν ἀνάθημα Ἑκάτῃ Τριγλανθίνῃ . διὸ
εἰ δὲ ἐπαναβαίνοι τοῖϲ ποταμοῖϲ γίγνεται παραπλήϲιοϲ τῷ κεφάλῳ . Τρίγλα . Καὶ αὕτη τῶν πελαγίων ἐϲτὶν ἰχθύων , τετίμηται
5656389 ἐμβαλῃς
τοὺς σιροὺς περιτείνῃς αὐτούς , εἶτ ' ἀργιλώδει πηλῷ διαπάττων ἐμβάλῃς τὸν σῖτον ἢ ἥπατα ἐλάφου ξηρὰ κατατεμὼν μικρὰ ἐμβάλῃς
φυτά , ἐὰν τὴν ῥίζαν περιορύξας καὶ τρυπήσας κρανέας ἐπίουρον ἐμβάλῃς , καὶ γῆν ἐπισωρεύσῃς . Τινὲς δὲ γυμνώσαντες τὰς
5655262 λαχωσι
, οἷον ἀντὶ καρδίας κραδίας . Τὸν ἐπαναδιπλασιασμὸν ποιοῦσι : λάχωσι λελάχωσιν . Ἀσυναίρετον τὴν δοτικὴν τῶν ἑνικῶν ἐκφέρουσι :
Κώκυτός τε „ , ” εἰ δέ κ ' Ἄρης λάχωσι μάχης καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων ” . Ἀλκμανικόν ἐστι τὸ
5653586 ΣΟΣ
τὸ μέντοι Θυεσσός δύο ΣΣ ἔχον ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΣΟΣ ὑπερδισύλλαβα τῷ Η παραληγόμενα ὀξύνεται : εἰ δέ τι
τὸ μέντοι Σῶσος ἀπὸ τοῦ σώσω βαρύνεται . Τὰ εἰς ΣΟΣ δισύλλαβα ἀρσενικὰ μονογενῆ παραληγόμενα διχρόνῳ ἐκτεταμένῳ βαρύνεται : Ἶσος
5651559 λευγαλεοισι
' ἐνὶ κλισίῃ πίνοντέ τε δαινυμένω τε κήδεσιν ἀλλήλων τερπώμεθα λευγαλέοισι μνωομένω : μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ
ἔτλην μέγα πένθος , ἐπεὶ θεὸν οὔ τι ἔοικε πένθεσι λευγαλέοισι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἀχεύειν . Τῶ σε καὶ ἀχνυμένην
5650191 ὑπερβια
κασιγνήτης πολυκηδέος ἤλιτε βουλαῖς : ὥς τ ' ἀπονόσφιν ἄλυξεν ὑπέρβια δείματα πατρός σὺν παισὶ Φρίξοιο . φόνον δ '
' ὡς ὁπότ ' αὐτὸς Ὀλύμπιος οὐρανόθεν Ζεὺς ἀσχαλόων ἐδάιζεν ὑπέρβια φῦλα Γιγάντων σμερδαλέων , καὶ γαῖαν ἀπειρεσίην ἐτίνασσε Τηθύν
5645669 χρομιν
ὀξύτατον τὸν λάβρακα Ἀριστοτέλης εἶναί φησι καὶ μέντοι καὶ τὴν χρόμιν καὶ τὴν σάλπην καὶ τὸν κεστρέα . πυνθάνομαι δὲ
τοῦ λίθου φάρμακον τοῦτο καὶ μάλα γε ἀντίπαλον . καὶ χρόμιν δὲ τὸ αὐτὸ ποιεῖν καὶ φάγρον καὶ σκίαιναν πέπυσμαι
5643997 ἀμφιχυθεισα
δινεύει σκολιὸν δέμας , αἶψα δὲ νῶτα καράβου ὀξυβελῆ περιβάλλεται ἀμφιχυθεῖσα , ἐν δ ' ἐπάγη σκώλοισι καὶ ὀξείῃσιν ἀκωκαῖς
, ἢ τὰ ὀξέως βάλλοντα . περιβάλλεται : περιπλέκεται . ἀμφιχυθεῖσα : περιπλακεῖσα . Σκώλοισι : τοῖς ἀπεξυσμένοις ξύλοις ,
5642549 διξα
οὔνομα . Τὸ δισσὸν σ εἰς ξ τρέπουσι , δισσά διξά . Τῶν λέξεων ἐξαιροῦσι πολλάκις τὸ ι ἐκ τῆς
οὔνομα . Τὸ δισσὸν σ εἰς ξ τρέπουσι , δισσά διξά . Τῶν λέξεων ἐξαιροῦσι πολλάκις τὸ ι ἐκ τῆς

Back