ἧς καὶ ἔστι νῦν ὁ λόγος : ἐν γὰρ τῇ αὐγῇ ἀείσε ἐσμὲν καὶ ἄνευ αὐτῆς εἶναι οὐ δυνάμεθα . | ||
ὁρῇν αἰσχρόν : οὕτω δὲ τὸ μὲν χειριζόμενον ἐναντίον τῇ αὐγῇ , τὸν δὲ χειρίζοντα , ἐναντίον τῷ χειριζομένῳ , |
ἐλαύνουσαι τὸν πύργον , ἤγουν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τῇ χέρσῳ πλησιάζονται , τούτου τοῦ ἄνακτος ὑπήκοοι , ἤγουν τοῦ | ||
δὲ καὶ Ἴων ὁ τραγικός : Ἀλλ ' ἔν τε χέρσῳ τὰς λέοντος ᾔνεσα καὶ τὰς ἐχίνου μᾶλλον οἰζυρὰς τέχνας |
ὁμοίως καὶ ἡ θερμότης τῷ πυρὶ καὶ ἡ ψυχρότης τῇ χιόνι . ἐπεισοδιώδη δὲ λέγεται ὅσα τοὐναντίον μήτε παρόντα σώζει | ||
ὑπάρχειν τοῖς ὑποκειμένοις ἂν εἴποις , οἷον τὸ λευκὸν τῇ χιόνι : ἀλλ ' ὅτι γε φύσιν ἔχει τισὶν ἑτέροις |
λαμπηδόνος τὸ φῶς πρὸς αὔξησιν δὲ τὴν θέρμην πάσῃ τῇ γαίᾳ πέμπει , βλαστάνει λίαν θέων παντοῖα θερμαίνων δὲ δένδρα | ||
τὴν κόμην αὐτῶν τὴν φαιδίμην συμφυρήσεσθαι τῇ γῇ συμβήσεται . γαίᾳ πεφυρήσεσθαι κόμαν : διὰ τοὺς ἀγῶνας τοὺς πρὸς τοὺς |
' ἐσχάρῃ ἧστο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν , ἠλάκατα στρωφῶς ' ἁλιπόρφυρα : τῷ δὲ θύραζε ἐρχομένῳ ξύμβλητο μετὰ κλειτοὺς βασιλῆας | ||
ἱστοὶ λίθεοι περιμήκεες , ἔνθα τε Νύμφαι φάρε ' ὑφαίνουσιν ἁλιπόρφυρα , θαῦμα ἰδέσθαι : ἐν δ ' ὕδατ ' |
αἵματος : καὶ ἢν μὲν χολώδης ᾖ , ἐπὶ τῇ ψάμμῳ ξηραινόμενον τὸ αἷμα χλωρὸν γίνεται : ἢν δὲ φλεγματώδης | ||
ξηρανθῆναι : καὶ ἢν μὲν χολώδης ᾖ , ἐπὶ τῇ ψάμμῳ ξηραινόμενον τὸ αἷμα χλωρὸν γίνεται : ἢν δὲ φλεγματώδης |
ἐν τῷ Ὑδροχόῳ ὕδατος ὁ ἑπόμενος τῶν ἐν τῇ τετάρτῃ συστροφῇ , τοῦ δὲ Ἵππου ὁ βορειότερος τῶν ἐν τῷ | ||
Μερόην ἀνήκοντες Αἰθίοπες , οὐδ ' οὗτοι πολλοὶ οὔτε ἐν συστροφῇ , ἅτε ποταμίαν μακρὰν καὶ στενὴν καὶ σκολιὰν οἰκοῦντες |
ἔπειτα θοῶς ἐπὶ ἔργα τράποντο , Αὐτὴ δ ' ἀντίον ἷζεν Ἀλεξάνδροιο ἄνακτος , Ὄσσε πάλιν κλίνασα , πόσιν δ | ||
ἄρα κισσυβίῳ κίρνη μελιηδέα οἶνον , αὐτὸς δ ' ἀντίον ἷζεν , ἐποτρύνων δὲ προσηύδα : “ ἔσθιε νῦν , |
μάξαι λαϊνέοισιν ἐπιπλήσσων ὑπέροισιν : αἶψα δ ' ἐπ ' αὐαλέοισι χέας ἀπαρινέα χυλόν ἄμμιγα συμφύρσαιο , καταρτίζοιο δὲ κύκλους | ||
ἴριδος ἐν δέ τε νάρδου ῥίζαι , χαλβανίδες τε σὺν αὐαλέοισι πυρέθροις εἶεν , δαυκείου τε παναλθέος , ἐν δὲ |
τὸν δ ' ἔλιπε ψυχή , κατὰ δ ' ὀφθαλμῶν κέχυτ ' ἀχλύς : αὖτις δ ' ἐμπνύνθη , περὶ | ||
ἔντερα χερσὶν ἔχοντα λιαζόμενον ποτὶ γαίη κάρ ῥά οἱ ὀφθαλμῶν κέχυτ ' ἀχλύς : οὐδ ' ἄρ ' ἔτ ' |
μὲν πολύκαρπος ἐπισταχύουσα χορεύει καὶ χθόνιον κούφιζεν ὄφιν , ζωστῆρα κεραίης : ἣ δὲ θοῆι ῥαθάμιγγι παλύνετο χεῖρα βαλοῦσα . | ||
] κοῦφος ὀρούων [ ] ον ? ? ἠλακάτης δὲ κεραίης [ ἀτράκτιον ] ἔμβαλε πόντῳ [ ] ν ῥοθίην |
, ὅς τε μένει κολοσυρτὸν ἐπερχόμενον πολὺν ἀνδρῶν χώρῳ ἐν οἰοπόλῳ , φρίσσει δέ τε νῶτον ὕπερθεν : ὀφθαλμὼ δ | ||
πυρός , τό τε καίεται ὑψόθ ' ὄρεσφι σταθμῷ ἐν οἰοπόλῳ : τοὺς δ ' οὐκ ἐθέλοντας ἄελλαι πόντον ἐπ |
χειρὸς ἑλοῦσα δόμων ἐξῆγε θύραζε . εὗρε δ ' ἐνὶ προδόμῳ ἠμὲν δέπα ἠδὲ τραπέζας ἀνδρῶν δαιτυμόνων , οἵ μευ | ||
ὥς τις βοῦν καταβάλλων . Βρυγοί : ἔθνος Ἰλλυρίας . προδόμῳ : καταχρηστικῶς πρόδομον εἶπε τὸ πρόναον . τῆς δὲ |
ἐστίν . πέφυρται : μέμικται . Ὀλοῇ : ἐν . ὀδμῇ : ὀσμῇ . Ἐπαΐγδην : συντόμως , ὁρμητικῶς . | ||
φύεται αὐτόματα ῥόδα , ἓν ἕκαστον ἔχον ἑξήκοντα φύλλα , ὀδμῇ τε ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων : ἐν τούτοισι καὶ ὁ |
τοῦ ὕδατος , ἣν ἡ ἄμπωτις ἀνεξήρανε . Ὅμηρος : ἄντλῳ δ ' ἐνδούπησε πεσοῦσα . ἄντλον : τὸ πλῆθος | ||
ὅ ἐστι πολέμους ἐπιστήσασα , τιθεῖς αὐτοῦ τὴν ὕβριν ἐν ἄντλῳ , τουτέστι βαπτίζεις αὐτοῦ τὴν ὕβριν . ἐν ἄντλῳ |
' ἐμὲ πάθους πείθεσθέ μοι ] τὸ προσελθεῖν ἐν τῷ πέδῳ καὶ διὰ τέλους ἀκοῦσαι τὰ ' μά Τὸ ταῦτα | ||
μέγα . τοὐνθένδ ' ἀπίχθυς βαρβάρους οἰκεῖν δοκῶ ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι , πηγαῖς δ ' οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας . |
δοκέω λασιώτερος ἦμεν , ἐντὶ δρυὸς ξύλα μοι καὶ ὑπὸ σποδῷ ἀκάματον πῦρ : καιόμενος δ ' ὑπὸ τεῦς καὶ | ||
: καὶ ἢ ἐν ἰπνοῖς καὶ κριβάνοις , ἢ ἐν σποδῷ . ὧν τοὺς μὲν ἰπνίτας ἢ κριβανίτας φασί , |
. κέντρον : βέλος , ἄλγος , τὸν οἶστρον . λαγόνεσσι : σπλάγχνοις . ἀραιαῖς : λεπταῖς , μικραῖς , | ||
ἀπαμβλύνει φάος ὄσσων . ἔνθα δ ' ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι πεσοῦσαι αὔτως δηθύνουσιν , ἀεξόμεναι δὲ μένουσι λαρὸν ἔαρ |
μέμβλεται ὡς ὑμέων , ὁπότε κταμένους ἐσίδωμαι ἐν πολέμῳ . Κείνη δ ' ἀλαπαδνοτάτῳ σὺν ἀκοίτῃ ἐρρέτω : ἐκ γάρ | ||
τοῦ ἀεὶ φανεροῦ κύκλου φησὶν αὐτὴν φέρεσθαι λέγων οὕτως : Κείνη που κεφαλὴ τῇ νίσσεται , ἧχί περ ἄκραι μίσγονται |
προηγούμενος τοῦ μεσημβρινοῦ , καὶ ὁ μέσος τῶν ἐν τῇ κάλπιδι τοῦ Ὑδροχόου , ὡς ἡμιπήχιον προηγούμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . | ||
αὐτὸς ἦν ὡροσκόπος . καὶ πάλιν εἰ ὁ ἐν τῇ κάλπιδι τοῦ ὑδροχόου γεννηθεὶς ναυαγήσει , πῶς οἱ ἀπὸ Τροίας |
ἕλκεσι νῦν λέγει . βόλβιτα : τὰ μικρὰ βόλβια . βρύχιον : τὸ οἱονεὶ βύθιον καὶ κατὰ βάθους κείμενον . | ||
. . ῥοθιάδος ] ἦχον ἐκ ῥοθίου ἀποτελούσης . . βρύχιον ] ποταπὴν ἠχητικήν . . θοῶς δὲ πάντες ] |
τόπον διὰ τὴν τῆς ὕλης πυκνότητα : τὰ πυκνὰ γὰρ τάρφεα Ὅμηρος λέγει ” βαθείης τάρφεσιν ὕλης ” . καὶ | ||
κόλπον ἱκέσθαι : πάντη γὰρ τέναγος , πάντη μνιόεντα βυθοῖο τάρφεα , κωφὴ δέ σφιν ἐπιβλύει ὕδατος ἄχνη : ἠερίη |
λέγει δὲ καὶ τοῦ φυσέλου , οὗ τὴν ὑπερβολὴν εἴκασε βροντῇ , φαντασίαις τε βροντῶν ἢ ἤχων θαλασσίων , ἢ | ||
αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ , βροχῇ . ὑπηρετεῖ δὲ αὐτῷ θάλασσα καὶ πέτραι |
ὑπὲρ τῶν καταρρακτῶν μεθόριον Αἰγύπτου λέγω καὶ Αἰθιοπίαςἐν μὲν Ἐλεφαντίνῃ λάμπεται πάντα , καὶ νεῲ καὶ ἄνθρωποι καὶ στῆλαι , | ||
ἡ μὲν νεφοῦται καὶ ὕεται ἡ δὲ αἰθρίᾳ καὶ ἡλίῳ λάμπεται , κατὰ τοῦτο μόνον διάφοροι . αἱ δὲ ἀπὸ |
Ἐρχθέντας : κλεισθέντας , ζωγρηθέντας , κρατηθέντας , κυκλωθέντας . θήρειον : θηρευτικὸν , τὴν τοῦ θηρὸς , οἰκίαν . | ||
, οὕς φησιν ὁ Πλάτων δαίμονας . Ὅταν δὲ συνέπηταιτὴν θήρειον φύσιν ἑλομένηψυχὴ ἡ συνηρτημένη τῇ ὅτε ἄνθρωπος ἦν , |
φολίδεσσι : νωθεῖ δ ' ἔνθα καὶ ἔνθα διὰ δρυμὰ νίσσεται ὁλκῷ . πᾶς δέ τοι ὀξυκάρηνος ἰδεῖν ἔχις , | ||
ἄλσος Ὑαντίου Ὀγχηστοῖο , καί τε Καλαύρειαν μετὰ δὴ θαμὰ νίσσεται ἵπποις Πέτρην θ ' Αἱμονίην , ἢ δενδρήεντα Γεραιστόν |
τοῦ δήγματος ὄντος , σικύαν προσβάλλειν τῷ δήγματι σὺν πολλῇ φλογί , καὶ κατασχάζειν τοὺς πέριξ τόπους . συνεπισπασθήσεται γὰρ | ||
θερμόν , ἢ φλόξ τιϲ ἢ φύϲιϲ οὖϲα παραπλήϲιοϲ τῇ φλογί , καὶ ἐνδείᾳ καὶ περιουϲίᾳ καὶ κακίᾳ τροφῆϲ διαφθείρεται |
' ᾖ ὅτι περὶ τὸ ἄκρον σῶμα ἡ σπεῖρα κολοβὴν ἑλίσσει οὐράν . τὸ γὰρ ἑλίσσεται ἀντὶ τοῦ ἑλίσσει καὶ | ||
τίκτουσα καὶ ὠδίνουσα κορύμβους . καὶ τροχαλοῖς μελέεσσι φορεύμενος ὁλκὸν ἑλίσσει ψυχρὸς ὄφις νεότητι παλίμπορος αἰὲν ὁδεύων : ἀλλὰ πάλιν |
κατενεχθείη , ἐπιδεὴς ὁ ποταμὸς ῥείθρων οἰκείων ἔσται , τοῖς νηχομένοις ἐν αὐτῷ ὄλεθρος μέγας πέλει . εἰ δὲ καὶ | ||
σαίνοντες βασιλῆα : κατ ' ἠερόεν δ ' ἁλὸς οἶδμα νηχομένοις εἴδοντο καὶ ἀργύρεοί περ ἐόντες . Ἄλλα δὲ μυρία |
. τί δὲ καὶ Διομήδους καὶ Αἴαντος καὶ Ἀχιλλέως γενναιότερον ἀείρει τὸ δέπας ὁ τῇ ἡλικίᾳ προβεβηκὼς Νέστωρ , φησὶ | ||
χαῖται ῥώοντ ' ἐσσυμένοιο , κάρη δ ' εἰς ὕψος ἀείρει φυσιόων μάλα πολλά , νόος δ ' ἐπιτέρπετ ' |
ῥοφανέτω τοῦ χυλοῦ , ἀρτύσας τυρῷ ἀνάλτῳ καὶ μήκωνι καὶ ἁλὶ καὶ ἐλαίῳ καὶ σιλφίῳ καὶ ὄξει . Ἢν δὲ | ||
καὶ ὄξουϲ , ϲταφὶϲ ἀφῃρημένη τὰ γίγαρτα μετὰ φλοιοῦ ϲὺν ἁλὶ καὶ ὀξυμέλιτι , καρύων βαϲιλικῶν τὸ ἐντόϲ , μυρϲινόφυλλα |
στίλβουσα καὶ καλύπτεται ἐν τοῖς Νείλου γλυκέσιν οἷα δὴ μέλι ῥείθροις , νικῶσα ἡλίου δὲ φῶς ἅπαν φαίνει ἄνωθεν μηδόλως | ||
, καρτεροῖς εἴγρει πάγοις λίμνην τε τέμνων Τάναϊς ἀκραιφνὴς μέσην ῥείθροις ὁρίζει , προσφιλεστάτην βροτοῖς χίμετλα Μαιώταισι θρηνοῦσιν ποδῶν . |
ἡμέραις ἐκβαίνουσι τῆς θαλάσσης , ἐν ταῖς πέτραις καὶ ταῖς ψαμάθοις ἡσύχως μένουσι καὶ ἔξω τῆς ἁλὸς τὸν ὕπνον ἔχουσι | ||
γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει : ὃς , κατοικεῖ . ψαμάθοις : ἐν τοῖς . ψαμάθους : τάς . ἀνὰ |
, ἵν ' αἰδοίη βασίλεια : τῇ δὲ παρ ' ἠλάκατα στροφαλίζετε , τέρπετε δ ' αὐτὴν ἥμεναι ἐν μεγάρῳ | ||
προσθέσει τοῦ αλ στροφαλίζω : „ τῇ δὲ παρ ' ἠλάκατα στροφαλίζετε „ . . . . . στυφελίζειν : |
σφισι , καυστηροῖο κυνὸς νέον ἱσταμένοιο , κέντρου πευκεδανοῖο θοὴν ἐνερείδεται ἀλκήν , ὀξὺ μάλ ' ἐγχρίμπτων , χαλεπὴν δ | ||
. θοήν : ὀξεῖαν , ταχεῖαν , τὴν δριμεῖαν . ἐνερείδεται : ἐμβάλλει . Ἐγχρίπτων : ἐμβάλλων , προσπελάζων , |
ἐκλείπειν , κἂν ἑνὶ τοῦτο ἐπισυμβῇ . . τῇ δὲ Τυφάονα . ταύταις δὲ ταῖς ἀτμίσι , μιχθέν - των | ||
, ἤγουν ἐν τῷ ἐαρινῷ καιρῷ . . τῇ δὲ Τυφάονα . ἐντεῦθεν οὐκέτι περὶ ὧν ἔλεγε διεξέρχεται , ἀλλὰ |
' ὤμου χάλκεον ἔγχος ἦλθεν : ὃ δ ' ἐν κονίῃσι χαμαὶ πέσεν αἴγειρος ὣς ἥ ῥά τ ' ἐν | ||
μετόπισθε δ ' ἐπισπόμενος κεράιζε . Πολλοὶ δ ' ἐν κονίῃσι καὶ αἵματι θυμὸν ἔλειπον Αἰθιόπων ὑπὸ χερσί , λύθρῳ |
κονίῃσι κατήριπον ὠκέι πότμῳ αἰχμῇ Πηλείωνος : ὃ γὰρ μέγα μαίνετο θυμῷ . Ὣς δ ' αὕτως ἑτέρωθεν ἐὺς πάις | ||
ἐβάλοντο , δὴ τότ ' ἄρ ' ἐν πεδίῳ ἔτι μαίνετο λοίγιος Ἄρης : ὦρτο δ ' ἄρ ' ἀμφοτέρωθε |
εἰ δὲ ἀπέφυγεν , οἱ δημόται πάλιν αὐτὸν ἀνεδέχοντο . Ἀνδρομέδᾳ : ” δίδου δαφοινὸν μάσθλητα δίγονον ” . ἰδίως | ||
ἱστορεῖ δὲ ταῦτα Σοφοκλῆς ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητὴς ἐν τῇ Ἀνδρομέδᾳ . Ἔχει δὲ ἀστέρας ἐπὶ τοῦ οὐραίου βʹ λαμπρούς |
τὸ βοῦς καὶ τὸ κονεῖν τὸ ἐνεργεῖν καὶ διατρίβειν : κονεῖ γὰρ ἢ ἐνεργεῖ τι περὶ τὰς βοῦς ὁ βουκόλος | ||
τὸ βοῦς καὶ τὸ κονεῖν τὸ ἐνεργεῖν καὶ διατρίβειν : κονεῖ γὰρ ἢ ἐνεργεῖ τι περὶ τὰς βοῦς ὁ βουκόλος |
ὡς καὶ τὸν Δία σέβεσθαι αὐτήν : ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῆι ἀποθύμια ῥέζοι [ Ξ ] . ἀλλ ' | ||
ὃ δ ' ἐπαύσατο χωόμενός περ . ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῇ ἀποθύμια ἕρδοι . νῦν αὖ τοῦτό μ ' |
ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν κονίῃσι μακών , ἀπὸ δ ' ἔπτατο | ||
θέληι . μεγάλα δέ τις ἁ δύναμις καὶ ἀλαστόρων : ἔπες ' ἔπεσε μέλαθρα τάδε δι ' αἱμάτων διὰ τὸ |
ἀστραπῆς καθυστέρησεν : ἅμα γὰρ τὸ πλῆξαν πνεῦμα τῇ τε ῥήξει τὸν ἦχον καὶ τῇ πυρώσει τὴν λάμψιν ἐποίησεν , | ||
πρέμνον ἢ στύπος δρυὸς ὅπως τις ὑλοκουρὸς ἐργάτης ὀρεύς , ῥήξει πλατὺν τένοντα καὶ μετάφρενον , καὶ πᾶν λακίζους ' |
γεννᾶται ἐν κήποις ἀμπελῶσι : συνάγεται ἐν πυραμητῷ ξηραινομένη ἐν σκιᾷ καὶ συνεχῶς στρεφομένη . ἀποτίθεται δ ' αὐτῆς ὁ | ||
τρίκοκκον ἐν φθινοπώρῳ ἀνασπάσας ὅλην σὺν τῇ ῥίζῃ ξήρανε ἐν σκιᾷ : καὶ ὅλην κόψας καὶ σήσας , στῆσον αὐτῆς |
ἑτέρωθεν . πολλὴν δ ' αἱματόεσσαν ὑπεὶρ ἁλὸς ἔπτυσεν ἄχνην παφλάζων ὀδύνῃσιν , ὑποβρύχιον δὲ μέμυκε μαινομένου φύσημα , περιστένεται | ||
, δερκόμενος χαροποῖσιν ὑπ ' ὄμμασιν αἰθόμενον πῦρ , θυμῷ παφλάζων ἴκελος δίοισι κεραυνοῖς . οὐ τοῖον Γάγγαο ῥόος πρόσθ |
γυῖα καταθρύπτῃσι βιαζομένη πυρὸς αὐγή : καί τε βοὸς νέα γέντα περιφλίοντος ἀλοιφῇ τηξάμενος κορέσαιο ποτῷ εὐχανδέα νηδύν . ναὶ | ||
χελύνης ἀλθαίνει τότε νέρθε πυρὸς ζαφελοῖο κεραίῃς : ἀλθαίνει καὶ γέντα συὸς φλιδόωντος ἀλοιφῇ ἀμμίγδην ἁλίοιο καθεψηθέντα χελύνης γυίοις ἥ |
πέδον Ἀλκινόοιο . τῇ δ ' ἐπὶ Νηρικίης Ἰθάκης ἕδος ἐστήρικται νήσων τ ' ἀλλάων , ὅσσας τ ' ἀπὸ | ||
ἀλλ ' ἔφθασαν μὲν μέχρι γῆς , κάρα δὲ αὐταῖς ἐστήρικται ὑπεράνω τοῦ οὐρανοῦ . Πλέον δὲ αὐταῖς κατελθεῖν συμβέβηκεν |
καταλείπεταί τινα τῶν ὑδάτων , ἁλμυρὰ εὑρίσκεται πάντως , τοῦ ἐλαφροῦ καὶ γλυκέος ἐξ αὐτῶν ἀναλισκομένου , καθάπερ καὶ τὴν | ||
, ἐν δὲ τὸ κέντρον Σκορπίου , ἐν καὶ τόξον ἐλαφροῦ Τοξευτῆρος . ὁμοίως δὲ τούτοις παραγέγραφεν ὁ Ἄρατος καὶ |
τε πατρός , ἁρπάσας μετάρσιον , ὄνυξι γαμφηλῇσί θ ' αἱμάσσων δέμας , ἔγχωρα τίφη καὶ πέδον χραίνῃ φόνῳ , | ||
καὶ ἀρτιχύτοιο φόνοιο θερμὸν ἔαρ λάπτουσιν : ὁ δ ' αἱμάσσων ὀδύνῃσι , βεβρυχὼς ὀλοῇσι περίπλεος ὠτειλῇσιν , ἄλλοτ ' |
οἱ Χάριτές τε καὶ Ὧραι ποίησαν καὶ ἔβαψαν ἐν ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν , οἷα φοροῦς ' ὧραι , ἔν τε κρόκῳ | ||
: δοτικὴ ἀντὶ αἰτιατικῆς , ὡς τὸ ἐπ ' ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν . . . . . ὡς δ ' ὅτε |
Πολλάκι καὶ κατέδαρθε δαφοινῶν ἄγχι δρακόντων ἀμφὶ κυνηγεσίῃσι μένων ἐν τάρφεσιν Ἴδης θηρητὴρ Εὔφορβος ἀρωγῇ τῇδε πεποιθώς . Δῶκα γὰρ | ||
Ἄρης ἐγχέσπαλος ἢ ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνηται , βαθέης ἐν τάρφεσιν ὕλης . αὐαλέοισι : ξηροῖς . κορύσσεται : μετεωρίζεται |
κατ ' ἰνίον ὀστῷ τῆς κεφαλῆς καὶ τῇ τῆς ῥάχεως ἀκάνθῃ καὶ ταῖς τοῦ θώρακος πλευραῖς καὶ τῷ προτεταγμένῳ τοῦ | ||
ἀκάνθῃ : στύφει . Ἀκάνθιον ἐμφερῆ τὰ φύλλα τῇ λευκῇ ἀκάνθῃ ἔχει : ἐπ ' ἄκρῳ δ ' ἀκανθώδεις ἐξοχάς |
ἐξαπλοῦται , ὑψοῦται . Μέσος δὲ διαῤῥέει : ἐξήπλωται , διαχεῖται , καθά περ ἄρμενον . λαῖφος : ἄρμενον . | ||
προσμίξαντες . ἔστι δὲ τοῦδε καὶ ἄλλος μεταχειρισμός : ὄξει διαχεῖται ἡ ζύμη , ὡς εἶναι χυλοῦ τὸ πάχος : |
, ἑλκομένων παίδων τε δορυκτήτων τε γυναικῶν , κοῦρον ἀνὴρ δειρῇ τε καὶ ἀγκάσιν ἐμπεφυῶτα γειναμένης ἐρύσῃ πολέμου νόμῳ , | ||
, ἣν πὰρ νάπῃ εἰνοσιφύλλου Πηλίου ἐν νιφόεντι κιχὼν ἐφράσσατο δειρῇ : ἣν βαθύρους Ἀχελῷος ἐγείνατο καὶ φάτο πᾶσιν ἐσθλὴν |
ῥαφίδας καὶ φῦλα πολυσπερέων συνοδόντων . σκόμβροι μὲν λεύσσοντες ἐν ἕρκεϊ πεπτηῶτας ἄλλους ἠράσσαντο λίνου πολύωπον ὄλεθρον ἐσδῦναι : τοίη | ||
πῶμα καλύπτει εὖ ἀραρός : τοὺς δ ' ἔνδον ἐν ἕρκεϊ πεπτηῶτας ὑστάτιον κνώσσοντας ἀνείρυσεν : ὀψὲ δ ' ὄλεθρον |
τῇ ὑστεραίῃ ἐσενεγκὼν ἐς ἀλέην , ὅκου χαλάσει μάλιστα ὁ παγετὸς , ὁκόταν δὲ λυθῇ , ἀναμετρέειν τὸ ὕδωρ , | ||
γνῶσις καταλύει τὴν ὠφέλειαν : καὶ οὔτε φθεῖρες , οὔτε παγετὸς ἀδικήσει τὴν ἄμπελον : ἢ χρίε τὰ δρέπανα σκορόδῳ |
καὶ ἡλικίῃ καὶ ὥρῃ . ψυχρῇ ἐπιφοιτῇ χώρῃ , καὶ χείματι καρτερῷ . Περὶ δυϲεντερίηϲ . Ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω | ||
καὶ ποτὸν λαβεῖν , καί που πάγου χυθέντος , οἷα χείματι , ξύλον τι θραῦσαι , ταῦτ ' ἂν ἐξέρπων |
σπέρματος ἀλλοιουμένου καὶ τῶν ῥιζῶν : ἡ γὰρ ἐν τῇ χλόῃ μεταβολὴ δι ' ἐκείνας : συμφυεῖς δ ' οὔσας | ||
ἡγεμονίαν Ἀρχιδάμου τοῦ βασιλέως , τὸν δὲ σῖτον ἐν τῇ χλόῃ διέφθειραν , καὶ τὴν χώραν δῃώσαντες ἐπανῆλθον εἰς τὰς |
ἐν ξυλόχοισιν ὀρέστεροι ἀγρευτῆρες εἷλον ἀναλκείην ἐλάφων εὐαγρέϊ τέχνῃ , μηρίνθῳ στέψαντες ἅπαν δρίος : ἀμφὶ δὲ κούφων ὀρνίθων δήσαντο | ||
ἀλλ ' ἵνα μὴ ἀποκάμῃς „ φησί „ νηχόμενος , μηρίνθῳ λεπτῇ τὸν σὸν πόδα τῷ ἐμαυτοῦ προσαρτήσω ” . |
, ἕβδομον ἐσσυμένη τελέσαι χρέος : ἀλλὰ καὶ Ἠῶ ὀρνυμένην πέπλοισιν ἐπισπεύδουσαν ἐπείγει , δεξιτερὴν τείνουσα μετάσσυτον εἰς φάος ἄλλο | ||
ἂν εἰδείης ἕτερον πολυμοχθότερον πολυπλαγκτότερόν τε θνατῶν . τί γὰρ πέπλοισιν ἄθλιον κρύπτει κάρα ; αἰδόμενος τὸ σὸν ὄμμα καὶ |
ἐναντίοις πείσει γενέσθαι γυμνούς . ἤλπιζον δὲ καὶ σκηπτοὺς καὶ πρηστῆρας καὶ τὰ ἄλλα βέλη τὰ τῶν κρειττόνων καταβήσεσθαι ἐπὶ | ||
τῶν κοίλων τῆς Αἴτνης ἀναπαφλάζων , ὡς ἄν τις εἴποι πρηστῆρας αἰθερίους ἀσθμαίνων τε καὶ ἀπερευγόμενος . Ποδωκέστεροι δὲ τῶν |
Ἀρχέστρατός φησιν : σηπίαι Ἀβδήροις τε Μαρωνίᾳ τ ' ἐνὶ μέσσῃ . Ἀριστοφάνης : ὀσμύλια καὶ μαινίδια καὶ σηπίδια . | ||
, ἀλλὰ μεθορμηθεὶς ἐνὶ κύμασιν ἐλλάβετ ' αὐτῆς , ἐν μέσσῃ δὲ καθῖζε τέλος θανάτου ἀλεείνων . τὴν δ ' |
δέ φησι κορδύλην , σκυτάλης εἶδος . Θεόφραστος δὲ τὴν ἐλάτῃ ἐμφυομένην ἴσως φησὶ καὶ τραχυνομένην . . . [ | ||
ὅπου , ἐν Φοινίκῃ , κατετάχθην οἰκῆσαι τὸν Παρνασὸν τῇ ἐλάτῃ πλεύσασα : † Ἰόνιον κατὰ πόντον : Ἰνάχου τοῦ |
ἴσασι : θαλασσαίῃ δὲ χελώνῃ οὐ μάλα θαρσαλέος τις ἐν οἴδμασιν ἀντιβολήσει . εἰσὶ δ ' ἐνὶ τραφερῇ λάβροι κύνες | ||
γάλακτος εἰσὶ ῥοαί : τῇ δ ' οὔτι μετ ' οἴδμασιν ἀλλ ' ἐπὶ χέρσου λύετ ' ἀνερχομένῃ γαστρὸς μόγος |
ἐν γενέσει προέχει τάξει , συμμετρίᾳ , τῇ ἀκινήτῳ καὶ σταθερᾷ φύσει , εἰδῶν καθαρᾷ μετουσίᾳ , τῇ ἀσωμάτῳ καὶ | ||
προσήκει . εἰ γὰρ ἐν αὐτοῖς μέσοις ἐμβεβηκὼς τοῖς δεινοῖς σταθερᾷ τῇ γνώμῃ φιλοσοφῶν ἐφαίνετο , παντάπασι παρατεταγμένως καὶ καρτερούντως |
σχήματι . Σ . Π : . . . ἡ πήληξ μὲν οὖν εἰς ὃ τὸν λόφον τιθέασι , φάλαρα | ||
ἀπὸ τοῦ κατὰ τὴν πῆξιν ὥσπερ πηδᾶν τὴν κώπην . πήληξ περικεφαλαία , ἀπὸ τοῦ πάλλεσθαι , ὅ ἐστι κινεῖσθαι |
πετάχνῳ τινί , ἀστειοτάτῳ τὴν ὄψιν , οὔτε τρυβλίῳ οὔτε φιάλῃ , μετεῖχε δ ' ἀμφοῖν τοῖν ῥυθμοῖν . Νυνί | ||
# # ιʹ , λειώσας πάνυ καλῶς , βάλε ἐν φιάλῃ ὑελίνῃ . Εἶτα βαλῶν ὄξος δριμύτατον ⸕ βʹ , |
ἄλθεα πίσαις , ἄλλοτε βουκέραος χιληγόνου ὅ ῥα κεραίας εὐκαμπεῖς πετάλοισιν ὑπηνεμίοισιν ἀέξει , ἀτμενίῳ μέγ ' ὄνειαρ ὅτ ' | ||
βοτανώδεσι τόποις ἐν καθύγροις τόποις * δήεις : μάθε * πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . |
καλεῖται : τόσσος μὲν μεγέθει , τοίῃ δ ' ἐγκείμενος αἴγλῃ , οἷος καὶ μεγάλης οὐρὴν ὑποφαίνεται Ἄρκτου : δεινὴ | ||
ἔχοι βουλύσιος ὥρη , δύνοι δ ' ἀνέφελος μαλακῇ ὑποδείελος αἴγλῃ , καί κεν ἐπερχομένης ἠοῦς ἔθ ' ὑπεύδιος εἴη |
δ ' ἐφύπερθε δόμοιο λαΐνεος χαλκέῃσιν ἐπὶ γλυφίδεσσιν ἀρήρει . εὔκηλοι δ ' ὑπὲρ οὐδὸν ἔπειτ ' ἔβαν : ἄγχι | ||
κατατεθνηῶτι . οἳ δ ' ἄλλοι Τρῶες καὶ ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ εὔκηλοι πολέμιζον ὑπ ' αἰθέρι , πέπτατο δ ' αὐγὴ |
ἱππούροις , ὀρφοὶ δὲ τρίγλῃ , κιῤῥίδι πέρκη , χρύσοφρυς μαινίδι , καὶ πολύποδι μύραινα . ἐπὶ μείζονας : κατὰ | ||
τρίγλη δ ' ὀρφὸν ἔπεφνε καὶ ἔσπασε κιρρίδα πέρκη , μαινίδι δὲ χρύσοφρυς ἀνέλκεται : αὐτὰρ ἀνιγραὶ μύραιναι μετὰ σάρκας |
οὔτι χέρειον : καὶ γὰρ τῇ μαζοί τε καὶ ἐν μαζοῖσι γάλακτος εἰσὶ ῥοαί : τῇ δ ' οὔτι μετ | ||
τέκνα φερεγλαγέες στιχόωνται : οἳ δ ' ἄρ ' ὑπαὶ μαζοῖσι κορεσσάμενοι γαλαθηνοὶ σκιρτηθμῶν ἐξαῦτις ἀναμνήσοντ ' ἀγέρωχοι . Σὴν |
ἄσπετα κεῖται . ἦ μέν μιν λοχόωσι νέοι σὺν νηῒ μελαίνῃ , ἱέμενοι κτεῖναι , πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι : | ||
ἀδικεῖ ” ἔφη „ Ῥήγιλλαν Ἡρώδης λευκὰς ῥαφανῖδας σιτούμενος ἐν μελαίνῃ οἰκίᾳ . „ ταῦτα ὡς ἤκουσεν ἐσαγγελθέντα ὁ Ἡρώδης |
φασιν εἶναι πήραν : [ Πίνδαρος δὲ καὶ Ἡσίοδος ἐν Ἀσπίδι ἐπὶ τοῦ Περσέως : πᾶν δὲ μετάφρενον εἶχε κάρα | ||
Ἰβηρίς τὸ θηλυκόν ” Ἑλληνίς , οὐκ Ἰβηρίς „ Μένανδρος Ἀσπίδι . λέγεται καὶ Ἰβηρικός . [ Διονύσιος ] „ |
ῥόον καὶ ἀπείριτον οἶδμα συμφέρετ ' ἤματα πάντα λάβρῳ περὶ χεύματι θύων . Γλαύκου δ ' ἐσθλὸν ἑταῖρον ἐυμμελίην Σκυλακῆα | ||
πυρ [ ] ὑγροπόροις νιφάδεσσι κατασβε ? ? [ ] χεύματι γὰρ χλοάουσι καὶ ἀστέρες , οὐκέτι ? [ ] |
τοῖς καμάτοις τῆς εἰρήνης , ἤως τοῖς καρποῖς τοῖς τῇ ἅρπῃ συναγομένοις , ἢ τοῖς ἐπιθυμητοῖς καὶ ἀγαπητοῖς τε . | ||
ζῶσι καὶ πνέουσιν ὡς τὰ λοιπὰ , ἐφορμήσας δὲ τῇ ἅρπῃ κόπτει σπόγγους , εὐθέως δὲ ῥεῖ ἐξ αὐτῶν αἷμα |
οὐδέ τί πῃ δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῖαν στεινόμενος νεκύεσσι , σὺ δὲ κτείνεις ἀϊδήλως . ἀλλ ' ἄγε | ||
εἰς Ἀΐδαν κενεὰ διανήχεται ἀχώ . σιγὰ δ ' ἐν νεκύεσσι , τὸ δὲ σκότος ὄσσε καταγρεῖ . πομπίλε , |
[ ] [ ] ! [ ] [ ] τον αἰθαλόεντος [ ] πύρα πολλά [ ] ς ἕκητι [ | ||
ἠμὲν Ὀδυσσῆος ἠδ ' υἱοῦ κυδαλίμοιο . αὐτὴ δ ' αἰθαλόεντος ἀνὰ μεγάροιο μέλαθρον ἕζετ ' ἀναΐξασα , χελιδόνι εἰκέλη |
τέλος . τέκτων πᾶς τεχνίτης , παρὰ τὸ τεύχειν . τέλσον πέρας . τεληέσσας ἤτοι τὰς τελείας καὶ ἐπιτελεστικὰς τῶν | ||
αὔλακα : “ ἱεμένω κατὰ ὦλκα , τέμνει δέ τε τέλσον ἀρούρης ” καὶ πάλιν “ τῷ κέ μ ' |
τὸ θέαμα . δύο μὲν οἱ μέγιστοι κύκλοι σανίδι καὶ γόμφοις συναπτόμενοι , ὥστε ἕνα τοῖς ἔξωθεν θεωμένοις δοκεῖν εἶναι | ||
. ἐπειδὰν οὖν οὗτος ἐν ἐλύματι πήξῃ τὸν γύην καὶ γόμφοις ἑνώσας αὐτὸν πρὸς τὸν γύην τὸ ἔλυμα ἁρμόσῃ , |
ὥς τε θύραζε ἤιεν : οὐδέ τιν ' ἄλλον ὀίσσατο πορφύρουσα ἔμμεναι ἀνέρα τοῖον : ἐν οὔασι δ ' αἰὲν | ||
ἐφύπερθε καλύπτρῃ ἕσπετο νισομένοιο κατ ' ἴχνιον ἀνδρὸς ἑοῖο αἰδοῖ πορφύρουσα παρήιον , ἠύτε Κύπρις , εὖτέ μιν Οὐρανίωνες ἐν |
, βίῃ σεισθέντος ἐν ὀστέῳ ἐγκεφάλοιο . τὸν μὲν ἐγὼν ὀδύνῃσι παραφρονέοντα βαρείαις νωσάμενος , πρὶν αὖτις ὑπότροπον ἀμπνυνθῆναι , | ||
ἑσπόμενοι δελφῖνος ἀτυζομένοιο κελεύθοις . ἀλλ ' ὅτε λευγαλέῃσι κακηπελέων ὀδύνῃσι κάμνῃ καὶ γλωχῖσι περισκαίρῃσι σιδήρου , δή ῥα τότ |
' ὀλοῇσι πύλῃσι πολυκλαύτου Ἀίδαο εἴργων νεκρὸν ὅμιλον ὑπ ' ἠερόεντι βερέθρῳ : ῥεῖα δέ μιν Διὸς υἱὸς ὑπὸ πληγῇσι | ||
πεφύασι καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης . ἔνθα θεοὶ Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ ἠερόεντι κεκρύφαται βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο , χώρῳ ἐν εὐρώεντι , |
εἶδεν ἀλώπηξ , κερτομοῦσα δ ' εἰρήκει : Πῶς οὕτως ἁπαλῇ καὶ ἀνειμένῃ γλώσσῃ σκληρὸν μαλάσσεις προσφάγημα καὶ τρώγεις ; | ||
ᾗ δοκιμάζουσι τὸ χρυσίον . ἁβροδιαίτῃ . τρυφερᾷ ζωῇ καὶ ἁπαλῇ . ἄπαγε . παῦσαι , μὴ γένοιτο . ἀκρότομος |
δὲ διαχανῇ , θῆλυ . Τὸ αὐτὸ τοῦτο ἐπιτυλίξας ἐν φύλλοισιν ὀπτᾷν , καὶ ἢν μὲν πήγνυται , ἄῤῥεν κύει | ||
εἶτα τρίβολον τὸ παραθαλάσσιον κόψας ξὺν τῇ ῥίζῃ καὶ τοῖσι φύλλοισιν , ὅσον κόγχην , καὶ τὸ εὐάνθεμον τὸ χλωρὸν |
, μελαίνει δέ . ψολόεις , ὁ ἐν τῇ ψαύσει ὀλλύων . ἑλικίας ὁ συστροφὰς καὶ ἕλικας ποιῶν , διὰ | ||
τὰ πρὶν βρύοντα γῆς ὕπερθεν αὔεται , ὁ δ ' ὀλλύων φλογμοῖσιν αὐδᾶται Λέων . Ἐγγὺς δὲ τούτου Παρθένου κεῖται |
: ὣς Δαναοὶ πέρσαντες ὑπαὶ πυρὶ Τρώιον ἄστυ κτήματα πάντα φέρεσκον ἐυσκάρθμους ἐπὶ νῆας . Σὺν δ ' ἄρα Τρωιάδας | ||
ζεύγλῃσι μέγ ' ἔνθορον ἀσχαλόωντες , ἅρματα δ ' ὦκα φέρεσκον ἀπὸ χθονὸς ἀίσσοντα : οὐδ ' ἁρματροχιὰς ἰδέειν πέλεν |
ζώοντα μετέμμεναι Ἀργείοισιν . Ὣς εἰπὼν ὤμοισι πατρώια δύσετο τεύχη πάντοθε μαρμαίροντα : Θέτις δ ' ἠγάλλετο θυμῷ ἐξ ἁλὸς | ||
πάγχυ μογῆσαι . Τοὔνεκά μιν κατὰ βένθος ἐδάμνατο δηρὸν ὀιζὺς πάντοθε τειρόμενον : περὶ γὰρ κακὰ μυρία Κῆρες ἀνδρὶ περιστήσαντο |
. εἴρηται δὲ ἀπὸ τῶν κεραμικῶν ἀγγείων τῶν ἐν τῇ καμίνῳ ἀπὸ τοῦ φωτὸς ἀπωξυμμένων , καθά φησι καὶ Σιμωνίδης | ||
τρύγα φησίν , ἣν ἡ τοῦ φρυγὸς φλὸξ ἐν τῇ καμίνῳ ἐχώρισεν ἀπὸ τοῦ σιδήρου ἄπο τρύγα ] ἀπὸ τοῦ |
αἵματος ἐμπρέπει : ἄντιτον ἔτι σε χρὴ στερομέναν φίλων τύμμα τύμματι τεῖσαι . καὶ τήνδ ' ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν | ||
τὰς μασχάλας . φησὶ δὲ ὅτι καὶ βδέλλας πρόσβαλλε τῷ τύμματι , ἵνα τὸ βλαβὲν μέρος αἷμα ἀφῇ . μίγδην |
πόδεσσι . ” τῶν δ ' ἅπαξ εἰρημένων . ἐπορεξάμενος ἐφορμήσας , ἐπεκτείνας . ἔπορον ἔδωκαν . ἕπουσαν ἀπὸ τοῦ | ||
ἀτάκτως καταγελῶντες τῶν Ἑλλήνων ὡς φευγόντων . Ἰφικράτης ἐξ ἀφανοῦς ἐφορμήσας πολλοὺς μὲν αὐτῶν ἀπέκτεινεν , πολλοὺς δὲ καὶ αἰχμαλώτους |
ἐπὶ δὲ χθονὶ κάππεσον ἄμφω πλησίοι ἀλλήλοισι , μιάνθησαν δὲ κονίῃ . καί νύ κε τὸ τρίτον αὖτις ἀναΐξαντ ' | ||
κάρη πολιόν τε γένειον , θυμὸν ἀποπνείοντ ' ἄλκιμον ἐν κονίῃ , αἱματόεντ ' αἰδοῖα φίλῃς ' ἐν χερσὶν ἔχοντα |
ἐν ὕδατι τῇ ἀφανείᾳ , ἤγουν βαρέως αὐτῷ ἐπιπίπτεις καὶ ἀφανίζεις ἐν τῷ σῷ κράτει καὶ τῇ ἰσχύϊ . Ἀμείλιχον | ||
τιθεῖς αὐτοῦ τὴν ὕβριν ἐν ἄντλῳ , τουτέστι καταβαπτίζεις καὶ ἀφανίζεις ὡς ἐν ὕδατι τῇ ἀφανείᾳ , ἤγουν βαρέως αὐτῷ |
ἡλίου φωτίζεσθαι . , . : Στράτων ἄστρου φῶς περιληφθὲν νέφει πυκνῷ , καθάπερ ἐπὶ τῶν λαμπτήρων γίνεται . , | ||
νέφει , ἡ ἀπόσβεσις πυρὸς ἐν νέφει ψόφος ἐστὶν ἐν νέφει , βροντὴ ἄρα ἐστὶ ψόφος ἐν νέφει ἢ συνείροντες |
θείοιο λαθοίμην ; . σὺ δ ' ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσιν ἐκρέμω . ἠλάστεον δὲ θεοὶ κατὰ μακρὸν Ὄλυμπον : | ||
Ζεὺς δ ' ἔλαχ ' οὐρανὸν εὐρὺν ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσιν : γαῖα δ ' ἔτι ξυνὴ πάντων καὶ μακρὸς |
ὑπὸ πληγῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῦς πρόρριζος , δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμὴ ἐξ αὐτῆς , τὸν δ ' οὔ | ||
. , : τριχθὰ βαλών . . . εἰ δὲ θεείου πλῆτο . † ) θείου . καταστρέφει δὲ εἰς |
Ἀγαθοκλῆς ὁ Κυζικηνὸς μέμνηται φυτοῦ κοννάρου μεγέθει ἴσου πτελέῃ καὶ πεύκῃ , ὃ καρποφορεῖ δὶς τοῦ ἔτους , ἦρος καὶ | ||
τῇ Ἀθηνᾷ : ξεστὸν λόχον Ἀργείων : ἐν τῇ οὐρείᾳ πεύκῃ : ξύλινος γὰρ ὁ ἵππος : καὶ ὁ Πρίαμος |
φονορρύτῳ ] ἐν ᾗ τὸ αὐτῶν αἷμα ἔρρευσεν . θ φονορρύτῳ ] + διὰ τὸ μέτρον . κάρτα δ ' | ||
τῇ φονορρύτῳ γῇ . γαίᾳ ] τῇ γῇ . ζωὰ φονορρύτῳ : ἡ ζωὴ αὐτῶν τῇ χεομένῃ τῷ αἵματι : |
ἔχει βραχὺ παντελῶς καὶ εἰς ὀξὺ συνηγμένον . ἐπτέρωται δὲ ταρσοῖς μαλακοῖς [ καὶ ] τετριχωμένοις , καὶ δυσὶ σκέλεσι | ||
: εἰς τὴν πόλιν δὴ ἀπὸ τοῦ χώματος . ἐν ταρσοῖς καλάμου : ἐν πλέγμασι ἀπὸ καλάμου πεποιημένοις . ἐνείλλοντες |
εἰς νότια καὶ βόρεια . Πρὸς δὲ ἠελίοιο κελεύθους σφενδόνῃ εἰκυῖα , ἵνα τοὺς πόδας τῆς σφενδόνης , τὴν ἕω | ||
ἐΐκτην . ” ἔϊκτο ὡμοιοῦτο . εἰκυῖα ἐοικυῖα : “ εἰκυῖα θεῇσι . ” εἰλαπίνη εὐωχία . εἶλαρ ἕρκος καὶ |
ἀρχῆς πάλιν . Ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ , κύπειρόν τε δροσώδη , κἀνθρύσκου μαλακῶν τ | ||
. , . . . . Ἀσίω : Ἀσίω ἐν λειμῶνι . οὐκ ἔχει τὸ ι προσγεγραμμένον , ἀπὸ γὰρ |