ἀπὸ τοῦ Αἰγοκέρου . καὶ πρόσεχε τὸν λογισμὸν καὶ νὰ κρατήσῃς ὥραν : ὄπισθεν ἔχει ἀστρόλαβος εὐθείας ὁριζούσας . αὐτὰ | ||
, ἀπολοῦμαι : τοῦτο γὰρ εἵμαρται : περίμενε : μὴ κρατήσῃς με : ἡ τύχη ς ' ἀλλ ' οὐκ |
κακοτεχνίαν εἶπεν : ” ἀλλ ' , ὦ οὗτος , πέπαυσο . ἐν σοὶ γάρ ἐστι τοῦτο , ὃ ἔχεις | ||
ἀκούσασα ἔφη : „ ἀλλ ' , ὦ αὕτη , πέπαυσο ἐπὶ τούτῳ σεμνυνομένη : ὅσῳ γὰρ ἂν πλείονα τίκτῃς |
ζάψ . Πτωκὰς κύπειρος Μᾶτερ ὦ ποντία κλῦθι Νυμφᾶν ἁβρᾶν Δῶρι , κυμοκτύπων τ ' ἤραν ' ἁλίων μυχῶν . | ||
δ ' ἐν Μνηματίῳ φησίν : ψῦξον τὸν οἶνον , Δῶρι . Πρωταγορίδης δ ' ἐν βʹ τῶν κωμικῶν ἱστοριῶν |
μηδὲ ἀκούειν : ἐκ γὰρ τούτων ἁπάντων εἰδωλολατρία γεννᾶται . Τέκνον μου , μὴ γίνου ψεύστης , ἐπειδὴ ὁδηγεῖ τὸ | ||
τέκνον , ἥκεις ; Ὦ πάτερ δύσμοιρ ' ὁρᾶν . Τέκνον , πέφηνας ; Οὐκ ἄνευ μόχθου γέ μοι . |
κἄπειτα σφάξας αὐτὸν τὸ μέρος μὲν ἐκεῖνο τὸν μηρὸν ἀποτεμὼν κόμιζε δεῦρο καὶ κατασκευάσας τῷ δεσπότῃ ἀπόδος καὶ τὸ ἄλλο | ||
φησὶν ὁ Τηλέμαχος πρὸς τὴν Πηνελόπην , τὰ σαυτῆς ἔργα κόμιζε . ἀφ ' οὗ γίνεται τὸ κομιδή , ἡ |
τοῦ ὄνου σύμβολον διασῴζειν καὶ σύρειν : σὺ δέ μοι ἐλήλυθας ἐξ ἐκείνου τοῦ καλοῦ καὶ χρησίμου ζῴου ἐς πίθηκον | ||
πῶς τί ποτ ' ἐφλυάρησα τὰ ἐπελθόντα μοι ; φθονῶν ἐλήλυθας , τεταπεινωμένος , ὅτι σοι ἐξ οἴκου φέρεται οὐδέν |
' ἀνδρῶν ἐκ χερῶν μιαιφόνων [ καὶ τὴν τάλαιναν ἀθλίαν δάμαρτ ' ἐμὴν λάβωμεν , ἧι δεῖ ξυνθανεῖν ἐμῆι χερὶ | ||
ὄντι δοὺς πόσει τάδε πάλιν πρὸς οἴκους σπεῦδ ' ἐμὴν δάμαρτ ' ἔχων , ὡς τοὺς γάμους τοὺς τῆσδε συνδαίσας |
] θρηνητὸς τῇ γέννῃ . ἀντὶ τοῦ δυστυχῶς γεννηθείς . πρόσφθογγον ] προσφώνησίν σοι τοῦ νόστου πέμψω , τὴν κακοφάτιδα | ||
βʹ ἑφθημιμερῆ , τὸ δὲ γʹ δίμετρον ἐκ προκελευσματικοῦ . πρόσφθογγον ] τὸ αʹ ἑφθημιμερὲς , τὰ Ϛʹ δὲ μονόμετρα |
δὲ τὰς πολυτόκους καὶ πολυχύλους εἶναι , ἤγουν πολυγαλάκτους . διδυματόκον : δίδυμα τετοκυῖαν . ἐς τὸ τρὶς ἀμέλξαι : | ||
ποιμένα ᾆσαι τὰ τοῦ Δάφνιδος πάθη δῶρα τε ἐπαγγέλλεται αἶγα διδυματόκον [ ὡς . ] ἐπὶ τὸ ἀμέλξαι αὐτὴν τρὶς |
γόοις ἀκορεστοτάτοις . κἀγὼ δὲ μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω δοκίμως πολυπενθῆ . νῦν γὰρ δὴ πρόπασα μὲν στένει γαῖ ' | ||
κἀγὼ δὲ διὰ τὸν μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω καὶ κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο . . αἴρω |
, κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . ἀπόλωλα : πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . κακός σε | ||
ἐπὶ τῇ λίμνῃ ἑστώς ; Ὅτι , ὦ Μένιππε , ἀπόλωλα ὑπὸ τοῦ δίψους . Οὕτως ἀργὸς εἶ , ὡς |
ζωοποιήσας τὰ πάντα . Καὶ εἶπε Πεντεφρῆς τῇ Ἀσενέθ : πρόσελθε καὶ φίλησον τὸν ἀδελφόν σου . Καὶ ὡς προσῆλθε | ||
μηδὲν ταραχθῇς . καὶ σὺ δέ , ὦ γύναι , πρόσελθε τῷ κυρίῳ . ” Καλλιρόη μὲν οὖν πρὸς τὸ |
: καὶ μὴ δυνάμενοι ἀντέχειν ἔτι ἐγκλίνουσι , καὶ οἱ Παί - ονες ἀναθαρσήσαντες εὐθὺς εἰσπεσόντες μάλα εὐρώστως ἐδίωκόν τε | ||
: καὶ μὴ δυνάμενοι ἀντέχειν ἔτι ἐγκλίνουσι , καὶ οἱ Παί - ονες ἀναθαρσήσαντες εὐθὺς εἰσπεσόντες μάλα εὐρώστως ἐδίωκόν τε |
προῖκα ἔδωκεν ὁ Τυνδάρεως : στεῖχ ' ὡς ἀθορύβως : πορεύου , ὅπως ὁ προσελθών μοι λόγος τοῦ γήρως τοῦ | ||
παράγραφος , ἐπὶ δὲ τῶι τέλει κορωνίς . κομίζου ] πορεύου . Κασάνδραν ] τήν . ἀμηνίτως ] ἀοργήτως . |
ἡ τύχη λέγεται δαιμόνων κατάστασις . ὁ δὲ νοῦς : ἔξελθε τῶν οἴκων : οὐ γὰρ ἐν χορείαις καὶ παρθενῶσιν | ||
ὁμοίως : ἴθ ' ὦ ἄνα , πρὸς γονάτων , ἔξελθε καὶ σύγγνωθι τῇ τραπέζῃ . Φασὶν ἀλλήλαις ξυνελθεῖν τὰς |
] εἴπερ , ἐπεί . ἐς κόρακας ] ἀπελεύσῃ , ἀπέλθῃς , εἰς τὴν ἀπώλειαν . , φθαρῇ . ἰδοὺ | ||
καὶ ἠφανισμένος . εἰ ] ἐπειδή . ἐς κόρακας ] ἀπέλθῃς . ὡς ] ὄντως . ἠλίθιον ] μωρόν . |
πάρεστι λῆψις ὧν ἐρᾷ καθ ' ἡμέραν ἄπελθ ' , ἄπελθε , παῖ : τάδ ' οὐκ ἀκουστά σοι ἀνέκτημαι | ||
λέγεται καὶ ἡ συμπλεκομένη φωνὴ τῷ διανοήματι , οἷον τὸ ἄπελθε : τοῦτο γὰρ καὶ λέξεις , ὃ τετύχηκεν , |
διδακτόν , δίδασκε : εἰ δὲ σὺ μὴ δύνασαι , ἄφες με μαθεῖν παρὰ τῶν λεγόντων εἰδέναι . ἐπεὶ τί | ||
τε γάρ ἐστιν καὶ εἰδεχθὴς καὶ σκληρὸς καὶ ἄτιμος : ἄφες αὐτὸν ἐπὶ κεφαλὴν κατὰ τῆς πέτρας : σὺ δὲ |
ὁ πατήρ , φησίν , ὁ Ποσειδῶν ἰάσεται σε . Θάρρει , ὦ τέκνον : ἀμυνοῦμαι γὰρ αὐτόν , ὡς | ||
ἤδη ἀκροάσασθαι αὐτοῦ , μὴ καὶ λάθω τελέως ἀπολειφθείς . Θάρρει , ὦγαθέ . τὸ τήμερον γὰρ ἐκεχειρία ἐπήγγελται . |
: ἀπὸ τοῦ ἀλοῶ , τὸ συντρίβω , ἀλοιῶ ὡς ποῶ ποιῶ ἀλοιήσω ἠλοίησα , ὅθεν καὶ πατραλοίας . . | ||
, ὀκνῶ δὲ δεῖξαι : πατέρα γὰρ τοῦ παιδίου αὐτὸν ποῶ σχεδόν τι τοῦτον προσφέρων μεθ ' οὗ συνεξέκειτο . |
, γάμησον , παιδοποίησον , πολίτευσαι : ἀνάσχου λοιδορίας , ἔνεγκε ἀδελφὸν ἀγνώμονα , ἔνεγκε πατέρα , ἔνεγκε υἱόν , | ||
. . . φησὶν ὁ αὐτὸς ⌈ οὗτος Ἀριστοφάνης : ἔνεγκε . . . χοᾶ . εἴρηκε δὲ τοῦτο ἐν |
, τί ἄρ ' ἔνεστιν αὐτόθι ; Ὦ λόγια . Δός μοι , δὸς τὸ ποτήριον ταχύ . Ἰδού . | ||
: Ἥκεις εὐνομίην διζήμενος , αὐτὰρ ἐγώ τοι δώσω . Δός , εἴποιμι ἂν ἐγώ : οὐδεμίαν γάρ πω δόσιν |
θρηνοῦσαν εἰσαγαγὼν τὸν Ἀστυάνακτα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα | ||
δ ' ἐᾶτε πλουσίῳ χαίρειν γένει . Ἰοὺ ἰού , δύστηνε : τοῦτο γάρ ς ' ἔχω μόνον προσειπεῖν , |
τέρψας : πτωχεύει δὲ φίλους πάντας , ὅπου τιν ' ἴδηι . οὕτω , Δημόκλεις , κατὰ χρήματ ' ἄριστον | ||
αὖός εἰμι τῶι δέει . οὕτως ἔχων γὰρ αὐτὸν ἂν ἴδηι μέ που τὸν διαβαλόντα , τυχὸν ἀποκτείνειεν ἄν . |
ἐντελεστάτου [ ἐντελοῦς ὄντος . ] ἀκολουθήσεις ] ἀντὶ τοῦ ἀκολούθησον . τὸ “ ἀκολουθήσεις ” καὶ τὸ “ ἀνύσας | ||
αὐτοῦ ; μεθαρμοσάμενος καὶ μετασκευασάμενος , ὅσα τῷ δοκεῖν , ἀκολούθησον τὸ πρῶτον οἷς ἂν ἐθέλῃ καὶ πρὸς μηδὲν ἐναντιωθεὶς |
γὰρ κἀγὼ θέλω . θάψαι νεκρούς μοι τούσδε καὶ κλαῦσαι πάρες . οὐ δῆτ ' , ἐπεί σφας τῆιδ ' | ||
λέξω . παρήσω ] παραχωρήσω διαρραγῆναι ἢ πρῶτον εἰπεῖν . πάρες : τοῦ Κλέωνος εἰπόντος “ διαρραγήσομαι ” καὶ τοῦ |
εἰ τὸ δυνατὸν αὐτῇ πρόσεστι μαθεῖν βούλομαι . ἀλλ ' ἄπιθι καὶ διαμαντευσάμενος ἧκε ταχέως , ἐγὼ δ ' ἐνθάδε | ||
μετὰ προστακτικοῦ , οἷον , ἴθι ποίησον τόδε . . ἄπιθι πρὸς τὸν θεράποντα φησίν . . τοὺς ξυγγεώργους : |
ἀγνοεῖ δοκῶν ἐπίστασθαι : οἷον αἴνιγμα μέν ἐστι τό : ἀδελφὲ ἐμὲ καὶ ὑιὲ τῆς ἐμῆς γυναικὸς ἄπελθε καὶ εἰπὲ | ||
Ἁβραὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ : Ἐλθέ , ἔγγισόν μοι , ἀδελφὲ , καὶ καθέζου ὀλίγην ὥραν ἵνα προστάξω ἐνεχθῆναι ζῶον |
' ἂν ἀπαρκοῖ : Θήβας δ ' ἡμᾶς τὰς ὠγυγίους πέμψον , ἐάν πως διακωλύσωμεν ἰόντα φόνον τοῖσιν ὁμαίμοις . | ||
μ ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ ' ἐλεεινόν , πέμψον δ ' οἰωνὸν ταχὺν ἄγγελον , ὅς τε σοὶ |
ἔοικας , ὦ τέκνον , τὴν μητέρα . σύ τοι σεαυτήν , οὐκ ἐγώ , κατακτενεῖς . ὅρα , φύλαξαι | ||
θορυβῇ , ἐν ἁμαρτίαις τυφλώττουσα ; Μνήσθητι ὅτι ἐὰν ἀνελῇς σεαυτήν , ἡ Σηθῶν , ἡ παλλακὴ τοῦ ἀνδρός σου |
, ἴσως γὰρ τόπον ἐσχατιαῖς προσιδεῖν ἐθέλεις ὅντινα κεῖται , δέρκου θαρσῶν : ὁπόταν δὲ μόλῃ δεινὸς ὁδίτης , τῶνδ | ||
; ἦ θεωρήσων τύχας ἐμὰς ἀφῖξαι καὶ συνασχαλῶν κακοῖς ; δέρκου θέαμα , τόνδε τὸν Διὸς φίλον , τὸν συγκαταστήσαντα |
ὡς ἂν μὴ λόγωι ' παινῆις μόνον . βαβαί : χορεῦσαι παρακαλεῖ μ ' ὁ Βάκχιος . ἆ ἆ ἆ | ||
ὧν ἐχόρευσα . πῶς οὖν με κελεύεις καὶ νῦν αὐτῷ χορεῦσαι τῷ ἅπαξ καταφρονήσαντί μου : χάριν διδοῦσα ἧς χάριν |
. ” Ὧς φάτο δακρυόεις , σὺν δ ' ἔννεπον ἀσχαλόωντι ὅσσοι ἔσαν νηῶν δεδαημένοι . ἐν δ ' ἄρα | ||
δ ' ἀέκοντα θύραζε πέμπω , ἐπεὶ μέμονέν γε παρέμμεναι ἀσχαλόωντι . ” Ὧς φάτ ' Ἀγηνορίδης : ὁ δ |
κἠμέρην πῖνε ? [ ] . ὄσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν , οὖτος , ἔσχηκας . Κύδιλλα , κοῦ ' | ||
Λαμπρίσκε , τὰς φίλας Μούσας . ὄσσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν , οὖτος , ἔσχηκας : πρός σοι βαλέω τὸν |
ἢ ἐννοίᾳ ἢ πράξει : ἀντὶ τοῦ : κατὰ τὴν σαυτῆς καρδίαν καὶ τὸν λογισμόν . προσλήψῃ σχήσεις : τέκνοις | ||
αὐτὴν συνείς : “ Ἀλλὰ σύ γε οὐδενὸς μετέχεις τῶν σαυτῆς , ἀλλ ' ἔοικας τοῖς ἐν γραφαῖς ἐσθίουσιν . |
ὠτός , ὡς πατὴρ ἀποθνῄσκων : ἔμελλε γάρ σοι πᾶσαν ἐντολὴν δώσειν , ἀρχὴν τοσαύτην πῶς λαβοῦσα τηρήσεις . σὺ | ||
οὕτως ἁπλῶς διακονῶν τῷ θεῷ ζήσεται . φύλασσε οὖν τὴν ἐντολὴν ταύτην , ὥς σοι λελάληκα , ἵνα ἡ μετάνοιά |
τὸν ποταμὸν οἰκοδομεόμενος . Ἔχοντι δέ οἱ τοῦτον τὸν πόνον πέμψασα ἡ Τόμυρις κήρυκα ἔλεγε τάδε : Ὦ βασιλεῦ Μήδων | ||
, παρά τε ἀνδρὶ φίλῳ αὑτοῦ εἱστιᾶτο ; ἡ δὲ πέμψασα τὸ φάρμακον καὶ κελεύσασα ἐκείνῳ δοῦναι πιεῖν ἀπέκτεινεν ἡμῶν |
Μὴ λυποῦ , ἔφη , τὴν γὰρ ἄλλην χιλιετηρίδα σὺ νικήσεις . Σχολαστικὸς συνεκάθητο ἡγεμόνι δεξιοπήρῳ . εἰς ἐώραν οὖν | ||
λαβὴν ] ὡς ἐπὶ παλαιστοῦ . Γ κατεργάσῃ γάρ : νικήσεις , περιέσῃ αὐτοῦ σῶμα ἔχων ἰσχυρὸν καὶ στερρότατον , |
κοὔ σε γιγνώσκω τορῶς . ποῦ τιν ' ἀνάκτων Τρώων εὕρω ; ποῦ δῆθ ' Ἕκτωρ τὸν ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύει | ||
ὑπὸ πύργον ἐν πολέμῳ σῴζεσθαι : ἄλλως : ἐὰν μὲν εὕρω ἐχυρὰν καταφυγήν , σιωπῇ μετέρχομαι φαρμάκοις τὸν φόνον : |
ἄλλος γε οὐδεὶς ἀνθρώπων . εἰπὲ γάρ μοι , ὦ Κτήσιππε , εἰ ἀγαθὸν νομίζεις εἶναι ἀσθενοῦντι φάρμακον πιεῖν ἢ | ||
ἔχει . Πῶς λέγεις , ἔφη ὁ Διονυσόδωρος , ὦ Κτήσιππε ; εἰσὶν γάρ τινες οἳ λέγουσι τὰ πράγματα ὡς |
κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι , ” ἐπὶ δὲ τοῦ ἱκετεύω “ μή μιν ἐγὼ μὲν ἵκωμαι ἰών , ὁ | ||
δοῦσι τίνα λόγον ἐρῶ , Λάχης ; γενοῦ γάρ , ἱκετεύω [ ς ' ] ἐγώ ? ? οἴμοι , |
τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ . | ||
μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα |
ἀντὶ τοῦ ἔχων . Ὅμηρος : ἐνθάδε μοι τόδε δῶμα φυλάσσεις . μὴ ἀποτίλλων τὰ ἐξ αὐτοῦ ἄνθη , ὃ | ||
, ἀκατάπληκτον , ἀπαθῆ , ἀτάραχον . εἶτα σὺ οὐ φυλάσσεις ; Ἀλλ ' ἐροῦσιν : “ πόθεν ἡμῖν οὗτος |
μεδέων Σουνιάρατε , ὦ Γεραίστιε παῖ Κρόνου , Φορμίωνί τε φίλτατ ' ἐκ τῶν ἄλλων τε θεῶν Ἀθηναίοις πρὸς τὸ | ||
Ὦ σκῆπτρα φωτός . Δυσμόρου γε δύσμορα . Ἔχω τὰ φίλτατ ' , οὐδ ' ἔτ ' ἂν πανάθλιος θανὼν |
' εὐδαιμονεῖν . σπάνιον δὲ θήρευμ ' ἀνδρὶ τοιαύτην λαβεῖν δάμαρτα : φλαύραν δ ' οὐ σπάνις γυναῖκ ' ἔχειν | ||
θαυμάσαντ ] ' ἀνιστορεῖ [ [ καὶ ] ? ? δάμαρτα καὶ τέκνα [ ] ος ? , ἀλλὰ τἀγάθ |
εἰ δ ' ἐγὼ [ ] ι τι προσέχεσθεμ [ πάρειμι τοῦτον πά [ ] α [ ! ] ἐγώ | ||
οὐδ ' ἀνάγκῃ πρὸς σὲ παρεγενόμην , ἀλλ ' αὐθαίρετος πάρειμι . ἀνάσχου δέ μου μικρὸν ἀκοῦσαι . ἀνήρ τις |
ἰδέαν δημιουργεῖς , εἰ μὲν θεατὴς ὢν τυγχάνεις , μιμητὴς γίνου τῆς θέας : ἂν δὲ τὸ εἶδος ἀκοῇ παραλάβῃς | ||
ἐπιβόητος δὲ ὁ μοχθηρὰν ἔχων τὴν φήμην . ἴσθι καὶ γίνου διαφέρει , ὅτι τὸ ἴσθι σημαίνει τὸ γίνωσκε : |
, ἢ ἐκείνη ἡ θεὸς ἡ Ἀθηνᾶ λέγει : Ἐκεῖσε βλέψον : ὁρᾷς τουτὶ τὸ ὑπὲρ κεφαλῆς θέαμα , τὸ | ||
χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . . πολισσοῦχοι χθονὸς |
, τὴν ἐμὴν αἰδῶ μεθείς . δίομαι μὲν χαρίσασθαι , δίομαι δ ' ἀντία φάσθαι , λέξας δύσλεκτα φίλοισιν . | ||
χαρίσασθαι ] τὰ πρὸς χάριν εἰπεῖν δέδια μέν σοι . δίομαι ] δέδια . ἀντία ] ἀληθεῦσαι : λυπηθήσῃ γάρ |
ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κεύθει . ἀλλ ' ἐμὲ τὰν τάλαιναν ἐξ ἐνέρων περῶν κυναγεῖ , πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ | ||
ὁμολογούμενα . κοὐ προστίθημι τἄλλα , διότι πανταχοῦ διὰ τὴν τάλαιναν πάντα ταύτην γίνεται . ὅταν με καλέσῃ πλούσιος δεῖπνον |
φόνῳ , τοῖον δ ' ἐπὶ μῦθον ἔειπεν : Ὦ κύον , ὥς τοι ἔγωγε φόνον στονόεντ ' ἐφέηκα σήμερον | ||
κύων . κἄπειτ ' ἐκεῖνος εἶπεν : “ ὦ κύον κύον , εἰ νὴ Δί ' ἀντὶ τῆς κακῆς γλώττης |
ὁ τῆς φιλίππου παῖς Ἀμαζόνος βοᾶι Ἱππόλυτος , αὐδῶν δεινὰ πρόσπολον κακά . ἰὰν μὲν κλύω , σαφὲς δ ' | ||
] ὑπ ? ' αὐτὴν ? ζεῦγλαν ἀνάγκης [ , πρόσπολον ] οἰκτρᾶς μετὰ παρθενικῶν ? [ παίδων ἰαχῆς ] |
λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . Λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . πολλῶν μαθητῶν γενομένων ἐμοί , Λύκε | ||
τῇ πρὸς τὸ ἀνὰ μέσον ἀρετῆς καὶ κακίας ἀδιαφορίᾳ . φίλησον τὸ ἀνθρώπινον γένος . ἀκολούθησον θεῷ . ἐκεῖνος μέν |
' οὐχ ἑκὼν μεθήσομαι . [ ἄρχειν παρόν μοι τῶιδε δουλεύσω ποτέ ; ] πρὸς ταῦτ ' ἴτω μὲν πῦρ | ||
φεῦ . τῶι δ ' ἁ τλάμων ποῦ πᾶι γαίας δουλεύσω γραῦς , ὡς κηφήν , ἁ δειλαία , νεκροῦ |
, τοιοῦτό τι : φιλοτησίαν δὲ τήνδε σοι προπίομαι : δέξαι , πιοῦσα δ ' ὁπόσον ἄν σοι θυμὸς ᾖ | ||
ἄλλα τε παιδιᾶς καὶ γέλωτος ἐχόμενα καὶ εὐφημοῦντας ἐπιλέγειν : δέξαι τὰν ἀγαθὰν τύχαν , δέξαι τὰν ὑγίειαν , ἃν |
ὑπόγειον ἢ καταχθόνιον ἢ Ἐβουσαῖον ἢ Χερσαῖον ἢ Φαρισαῖον . λάλησον ὁποῖον ἐὰν ἦς , ὅτι ὁρκίζω σε θεὸν φωσφόρον | ||
” ἐλάλησε κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων : ἐγὼ κύριος , λάλησον Φαραὼ βασιλεῖ Αἰγύπτου , ὅσα ἐγὼ λαλῶ πρὸς σέ |
ἔνθεν ῥυῇ , καὶ ἠσθένησε τὰ τῆς δυνάμεως , ἐκεῖ ἐπίσχες . οὐ γὰρ πᾶν τὸ σῶμα ἠσθένησεν , ἀλλὰ | ||
, τῶι δὲ πεῖσαι τὸν τρόπον . μικρὸν δ ' ἐπίσχες : οὐ μάτην γὰρ ἥκομεν , ἀλλ ' ὥσπερ |
κάρα , φίλους νομίζους ' οὕσπερ ἂν πόσις σέθεν , δέξηι δὲ δῶρα καὶ παραιτήσηι πατρὸς φυγὰς ἀφεῖναι παισὶ τοῖσδ | ||
κρατεῖ : ἔχω δὲ κἀγὼ πρὸς τάδ ' , εἰ δέξηι , λέγειν . ἔθρεψά ς ' εὔνους τ ' |
γὰρ πύκα ἀντὶ τοῦ ἐπιστημόνως παραλαμβάνεται . εὖ πυκάζου ] εὐτρέπιζε . εὖ πυκάζου ] κατασκευάζου . εὖ πυκάζου ] | ||
κρητῆρα , Μενοιτίου υἱέ , καθίστα ” , ἀντὶ τοῦ εὐτρέπιζε , ἐὰν μὲν βραχύ , ἀποκοπή ἐστιν , ἐὰν |
βάζει . οὔτω τί σοι δοίησαν αἰ φίλαι Μοῦσαι , Λαμπρίσκε , τερπνὸν τῆς ζοῆς τ ' ἐπαυρέσθαι , τοῦτον | ||
πρήσσων . οὐκέτ ' οὐκέτι πρήξω , ὄμνυμί σοι , Λαμπρίσκε , τὰς φίλας Μούσας . ὄσσην δὲ καὶ τὴν |
Σώφρονι : ἐγκίκρα ὡς εἴω , τουτέστι κέρασον , ἵνα πορευθῶ . καὶ λοιπὸν τούτου τὸ πληθυντικὸν εἴωμεν ὡς συμβουλευτικὸν | ||
δεσποίναι . τίνα φυγὰν πτερόεσσαν ἢ χθονὸς ὑπὸ σκοτίους μυχοὺς πορευθῶ , θανάτου λεύσιμον ἄταν ἀποφεύγουσα , τεθρίππων ὠκιστᾶν χαλᾶν |
ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' ] ἐλθέ , ἔπελθε , ἄγε . , ἐνταῦθα . . | ||
σοὶ δ ' εἰσὶ δίκαι θνητῶν , πανυπέρτατε δαῖμον . ἐλθέ , μάκαιρ ' , ἁγνή , μύσταις ἐπιτάρροθος αἰεί |
τὴν παρθένον : σὺ δὲ ὀκνεῖς καὶ αἰδῇ καὶ ἀκαίρως σωφρονεῖς : μὴ κρείττων εἶ τοῦ θεοῦ ; ” Ὡς | ||
ἔβλεπεν ὁ Πλοῦτος μέλει ] φροντίς ἐστιν κἀπιτέτριμμαι ] ἠφάνισμαι σωφρονεῖς ] καλῶς λέγεις ἕωθεν ] ἀπὸ τῆς πρωΐας οἰνοῦτταν |
παῖς , ἣ κατὰ Σπάρτην ποτ ' ἦν . πόθεν μολοῦσα ; τίνα τὸ πρᾶγμ ' ἔχει λόγον ; Λακεδαίμονος | ||
' οἶδεν : ἀλλ ' οὐκ οἶσθα σὺ ὁπόταν ἄφνω μολοῦσα διολέσῃ κακούς . μακάριος ὅστις νοῦν ἔχων τιμᾷ θεὸν |
[ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει | ||
, ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ |
. τὸ δεύτερόν σοι , Πυρρίη , πάλιν φωνέω , ὄκως ἐρεῖς Ἔρμωνι χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν | ||
τις οὐχὶ σύνδουλον αὐτὸν σπαράσσειν ἀλλὰ σημάτων φῶρα . ὀρῆις ὄκως νῦν τοῦτον ἐκ βίης ἔλκεις ἐς τὰς ἀνάγκας , |
ἀρετᾶς πέρι καὶ ῥιμφαρμάτου διφˈρηλασίας . ἐμὲ δ ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτˈρύνει φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ ' ἐλθεῖν κῦδος | ||
ἄλειφαρ . Νύμφαι Κασταλίδες Παρνάσιον αἶπος ἔχοισαι , ἆρά γέ πᾳ τοιόνδε Φόλω κατὰ λάινον ἄντρον κρατῆρ ' Ἡρακλῆι γέρων |
πόλις . ἴσθι , γˈλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβάν ἐπαύρεο . χρὴ δ ' ἀπ ' Ἀθανᾶν τέκτον | ||
μαστὸν ὑπερτέλλοντ ' ἐσιδὼν σφάγιον ἔθετο ματέρα , πατρώιων παθέων ἀμοιβάν . γυναῖκες , ἦ που τῶνδ ' ἀφώρμηται δόμων |
, ὑποδράξ , ὀκλάξ : ἀλλ ' ἐλλεῖψαν ἐν τῷ ὑπόδρα μετέστησε καὶ τὴν ὀξεῖαν , ὅμοιον αὐτὸ καταστῆσαν τῷ | ||
ὅθεν χωρητέον καὶ ἐπὶ τὸν προκείμενον λόγον . Τὸ δὴ ὑπόδρα δύναται μὲν καὶ κατὰ φύσιν εἰς α λήγειν , |
γὰρ Πίνδαρος ἄντικρυς Νεμεακὸν εἶναί φησιν : ἅρμα δ ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ' ἔργμασι νικαφόροις . ζητεῖται δὲ | ||
ἀνδρὶ μάχεσθαι ἄνδρα γέροντα δύῃ ἀρημένον : ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός , ἵνα πληγῇσι δαμείω . ἀλλ ' ἄγε |
ἐς πατρίδα γαῖαν . Ἀτρεΐδης δ ' ἐβόησεν ἰδὲ ζώννυσθαι ἄνωγεν Ἀργείους : ἐν δ ' αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκόν | ||
κε κακὸς ὣς νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο : οὐδέ με θυμὸς ἄνωγεν , ἐπεὶ μάθον ἔμμεναι ἐσθλὸς αἰεὶ καὶ πρώτοισι μετὰ |
ἠξίουν δούλους φονεύειν φασγάνοις ἐλευθέροις . τύχην τοιαύτην σῶν κασιγνήτων κλύεις . ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ οἶδ ' ὅτῳ σκοπεῖν | ||
ἀθυμίας : καὶ παραλύεταί μου τὰ μέλη ἐλαύνομαι ] διώκομαι κλύεις ] † ἤγουν ἤκουσας πραχθέντ ' ] ἃ ἐπράχθη |
κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , κεραμίων . ζωμὸν ποιῶ θερμὸν ἰχθὺν ἐπαναπλάττων , | ||
Πρόσφερε δεῦρο δὴ τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . Σὲ γὰρ γραῦ συγκατῴκισεν σαπράν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν . |
ἀλλ ' εἰμὶ παρὰ σοὶ νῦν ἅπας κοὐκ ἄλλοθι . μέθες νυν ὀφρὺν ὄμμα τ ' ἔκτεινον φίλον . ἰδού | ||
τιμιωτέρα φανῆι ; ἄπελθε πρὸς θεῶν δεξιάν τ ' ἐμὴν μέθες . οὐ δῆτ ' , ἐπεί μοι δῶρον οὐ |
θεῶν , Ὁσία δ ' ἃ κατὰ γᾶν χρυσέαι πτέρυγι φέρηι , τάδε Πενθέως ἀίεις ; ἀίεις οὐχ ὁσίαν ὕβριν | ||
γενναίοισι δούλοις εὐκλεέστατον θανεῖν . ἐπίσχες ὀργὰς αἷσιν οὐκ ὀρθῶς φέρηι , Θεοκλύμενε , γαίας τῆσδ ' ἄναξ : δισσοὶ |
ἀθανάτ ' Ἀφρόδιτα πρόκειται : θάτερον δέ ἀλλὰ τυίδ ' ἔλθ ' αἴ ποτα κἀτέρωτα : ὥστ ' εἶναι τὸν | ||
οἱ ἱπποτροφοῦντες καταναλίσκοντες αὐτῶν τὴν οὐσίαν . ΓΘ δεῦρ ' ἔλθ ' ] ἐνταῦθα σύναπτε τὸ “ πρὸς τὸ παρεστώς |
εἰ δοίης γέ μοι τοὺς Φασιανοὺς οὓς τρέφει Λεωγόρας . ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ὦ φίλτατ ' | ||
' ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά . Ἴθ ' , ὦναξ , ἴθ ' , ὦ γονῇ γενναῖε : χερσί τἂν θιγὼν |
νον ζώνην αρ ? ? [ ] [ ! ] ιου ? ἔχουσαν καν ? [ ! ! ! ! | ||
[ ] δη ? [ ! ] [ ] ! ιου ? ? ? . . . . . . |
φθέγγεσθαι ; Τέλος γοῦν ἂν ἀπορίας ὁ λόγος ἔχοι . Μήπω μέγ ' εἴπῃς : ἔτι γάρ , ὦ μακάριε | ||
' ἐστί σοι τοῦτ ' , Οἰδίπους , ἐνθύμιον ; Μήπω μ ' ἐρώτα : τὸν δὲ Λάϊον φύσιν τίν |
πρὸς βίαν , Εὐρυσθέως ἀρχαῖς ὑπείκων , ὅς μ ' ἔπεμψ ' Ἅιδου κύνα ἄγειν κελεύων ζῶντα πρὸς Μυκηνίδας πύλας | ||
ἔμελλον οὐ πέμψειν φίλοι κήρυκας , ἐλθεῖν κἀπικουρῆσαι χθονί ; ἔπεμψ ' : ὀφείλων δ ' ἦλθε συμπονεῖν ἐμοί . |
τὴν λοιδορίαν , τὸν κωλακρέτην , τὰ τριώβολα . Ἅπαντα τἄρ ' αὐτῷ ταμιεύει ; Φήμ ' ἐγώ . Ἥν | ||
μὲν αὑτὴν χὤστις Αἴγισθον στυγεῖ . ἐμοί τε καὶ σοί τἄρ ' ἐπεύξομαι τάδε . αὐτὴ σὺ ταῦτα μανθάνους ' |
ἀπατᾶν : μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν Κερκώπων . Κατὰ βοὸς εὔχου : ἐπὶ τῶν μέγα βοώντων . Κωφότερος κίχλης : | ||
, ὁ Γοργίας ῥαπίζει καὶ ζηλοτυπεῖ , χρηστὰ ἔλπιζε καὶ εὔχου ἀεὶ τὰ αὐτὰ ποιεῖν . Τὰ αὐτά ; τί |
ἐθέλων τἀληθὲς εἰπεῖν . σεαυτὸν : Μᾶλλον ἀπολεῖς . . μόχθηρε : Κακέ . . ἔχω : Κέκτημαι . ὁποῖον | ||
ἀσμένως , γελάσας φησίν , “ ἀλλ ' , ὦ μόχθηρε , τῷ λόγῳ τούτῳ καὶ κολοιὸς ἂν ὁμολογήσειας εἶναι |
[ . . . . . . ] [ ] ιπ ? ! [ ] νιδ [ ] εφ [ | ||
] ! μέλεσσι [ ] υμπο [ [ ] ! ιπ ? ? ! [ . . . . . |
γὰρ ἡ διατριβὴ Σωκράτους . αὐτὸν : ἀντὶ τοῦ ” Στρεψιάδην “ . οἷσπερ ἂν ξυγγένηται ] οἷς ἂν ἀντιταχθῇ | ||
ἀτὰρ οὐδέποτέ γε τὴν πατρίδα καταισχυνῶ ζῶν , ἀλλὰ καλοῦμαι Στρεψιάδην τίς οὑτοσί ; εἰς τὴν ἕνην τε καὶ νέαν |
τῶνδ ' ἃ λέγω πεπράξεται . Ἐγὼ δ ' ἵνα θύσω τοῖσι καινοῖσιν θεοῖς , τὸν ἱερέα πέμψοντα τὴν πομπὴν | ||
μᾶλλον ἢ θυμούμενος πρὸς κέντρα λακτίζοιμι θνητὸς ὢν θεῶι . θύσω , φόνον γε θῆλυν , ὥσπερ ἄξιαι , πολὺν |
. Ἔσται καὶ χωλῶν δρόμος : τὸ ἄδηλον δηλοῖ . Ζητῶν Ἑρμῆν γλύψαι Κέρκοπα ἔγλυψα . Ἢ Ζεὺς ἢ Χάρων | ||
φιλαργυρίας σημάνῃ προκεκριμένης καὶ τῶν χρηστῶν φίλων . αἰτῶν : Ζητῶν . . ἀργυρίδιον : Ἢ δανείου χάριν ἢ δωρεὰν |
. αὐτὴ γὰρ ὑμῶν γ ' ἕνεκά μοι λέξειν δοκῶ τονδὶ λαβοῦσα . τοῖς θεοῖς μὲν εὔχομαι τυχεῖν κατορθώσασα τὰ | ||
πεπωκότα ἤδη τ ' ἀκροθώρακ ' ὄντα καὶ θυμούμενον , τονδὶ δὲ ναστὸν Ἀστίωνος μείζονα ἤδη σχεδὸν δωδέκατον ἠριστηκότα ; |
πόνος δύεται εἰς ὄνυχα . οἴχομ ' , Ἔρωτες , ὄλωλα , διοίχομαι : εἰς γὰρ ἑταίραν νυστάζων ἐπέβην ἠδ | ||
φασίν : τὴν θεράπαιναν δείκνυσιν : ὁ Πολυμήστωρ : † ὄλωλα κοὐδέν : ὄλωλα , φησὶν , ὑπὸ τῶν κακῶν |
ὦ γεραιέ , μῦθον : οὐ γὰρ εὖ φρονεῖς . φασγάνωι λευκὴν φονεύων τῆς ταλαιπώρου δέρην . ὦ τάλαιν ' | ||
, μὴ δόλος τις ἦι . ὡπλισμένος δὲ χεῖρα τῶιδε φασγάνωι τὰ πίστ ' ἐμαυτῶι τοῦ θράσους παρέξομαι . ὠή |
σύμβουλος τοῦ φωτὸς , μὴ μεριμνήσῃς τὸ πῶς ἀποστείλῃς πρὸς Ἱερεμίαν : ἔρχεται γὰρ πρός σε ὤρᾳ τοῦ φωτὸς αὔριον | ||
ἀπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Χαλδαίων , ἐλάλησεν ὁ θεὸς πρὸς Ἱερεμίαν λέγων : Ἱερεμία , ὁ ἐκλεκτός μου , ἀνάστα |
, τῆς ὑστέρας τεταγμένος , ἐπίπροσθεν ἔχων ἄλλον , ἔτι θαρρεῖς . τοῦτο μὲν οὖν οἷόν ἐστιν , αὐτό σοι | ||
αἱ πόλεις σοι κηρύττουσιν ἀσφάλειαν καὶ προσιόντι καὶ ἀπιόντι , θαρρεῖς ; ἢ διότι καὶ δοῦλος ἂν οἴει τοιοῦτος εἶναι |
† βιον † ; θανοῦσα : τύμβωι δ ' ὄνομα σῶι κεκλήσεται . . . μορφῆς ἐπωιδὸν μή τι τῆς | ||
εἰσήκουσά τ ' Ἀργείων πάρα , σπονδὰς ὅτ ' ἦλθον σῶι κασιγνήτωι φέρων ἐνθένδ ' ἐκεῖσε δεῦρό τ ' αὖ |
] . ὄσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν , οὖτος , ἔσχηκας . Κύδιλλα , κοῦ ' στι Πυρρίης , κάλει | ||
. ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς δοκεῖ κρείσσονα ἐσχηκέναι περίστασιν ἧς σὺ ἔσχηκας , ἂν θέλῃς ὡς ἀθλητὴς νεανίσκῳ χρῆσθαι . καὶ |
πρὸς ἀρετὴν ἐξειργασμένον , ἵνα αὖθις ὁ Πλοῦτος παραλαβὼν αὐτὸν Ὕβρει καὶ Τύφῳ ἐγχειρίσας ὅμοιον τῷ πάλαι μαλθακὸν καὶ ἀγεννῆ | ||
, τοιοῦτος οἷος ὁ γλυκύτατος ἥλιος ; Ἀναξανδρίδης δὲ ἐν Ὕβρει : οὔκουν λαβὼν τὸν φανὸν ἅψεις μοι λύχνον ; |
πόπανον , ὅπως λαβοῦσα θύσω τοῖν θεοῖν . Δέσποινα πολυτίμητε Δήμητερ φίλη καὶ Φερρέφαττα , πολλὰ πολλάκις μέ σοι θύειν | ||
ὁ ἀναιρῶν τοὺς καταδίκους , δημόκοινος δὲ ὁ βασανίζων . Δήμητερ καὶ Δάματερ διαφέρει παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς , φησὶ Τρύφων |
, διότι παῖς ὢν Ἡρακλέους οὐκ ἀπέκρυψε τὸν πατέρα . μαντεύομαι δὲ καὶ οἷς χρήσεται πρὸς σέ : καλὸς μὲν | ||
ἐπακούσωμεν αὐτῶν πρῶτον ἃ τῷ καταφρονεῖν ἡμῶν προσπαίζοντας αὐτοὺς λέγειν μαντεύομαι . Ποῖα δή ; Ταῦτα τάχ ' ἂν ἐρεσχηλοῦντες |
λεγούσης μοι : ἐλέησον ἡμᾶς , ἐκλεκτὲ τοῦ θεοῦ , Ἐσδράμ . τότε ἠρξάμην λέγειν : οὐαὶ τοὺς ἁμαρτωλούς , | ||
ἐμοῦ τε καὶ σοῦ , ἵνα παραδέξητε . καὶ εἶπεν Ἐσδράμ : ἐπὶ τὸ οὖς σου δικασώμεθα . καὶ εἶπεν |
χρεμπτομένοιϲι γὰρ εὐθὺϲ ἐπὶ τὴν γλῶϲϲαν ἔρχεται ϲτρογγύλον , ῥηϊδίωϲ ἀπολυόμενον : ἢν δὲ καὶ τὴν ὑπερώην καθορέῃϲ , δαϲυτέρην | ||
ἵνα ἐκ παντὸς τρόπου τούτους τε ἐπιβουλεύοντάς μοι ἐμαυτόν τε ἀπολυόμενον ἐπιδείξω τῆς ὑποψίας . Τὴν μὲν οὖν ἀτυχίαν ᾗ |
οἱ μάγειροι ἀφαιροῦνται . κεἰ μὴ τούτοισι ] εἰ μὴ πιστεύεις τούτῳ τῷ ὅρκῳ , καὶ ἕτερα ὀμοῦμαί σοι μείζονα | ||
μῆτερ , κατὰ ταῖν θεοῖν καὶ τῆς Πολιάδος . Καὶ πιστεύεις δηλαδή : καὶ διὰ τοῦτο πρῴην οὐκ ἔχοντι αὐτῷ |
] θεὸν κακόμαντιν Ἐρινύν , τὴν ἐπὶ κακοῖς ἀληθεύουσαν . πέφρικα ] φοβοῦμαι . πέφρικα ] πτοοῦμαι . τὰν ὀλεσίοικον | ||
λέξεις . δαῖτα ] εὐωχίαν . ξυνῆκα ] ἐνόησα . πέφρικα ] φοβοῦμαι , συστέλλομαι . οὐδὲν ἐξεικασμένα ] ἀλλ |