πᾶσι τοῖς τοιούτοις μίαν ἄλλην πάντων κοινωνίαν : τὰ δὲ κραθέντα καὶ μιχθέντα , χωρισμὸν τὸν ἀπ ' ἀλλήλων ἐν
φύσεως σύστασιν , οὕτω δὲ καὶ τὰ πλείονα συμβεβηκότα δύναται κραθέντα ἢ ἀλλήλοις ἢ τῷ κοινῷ αὐτῶν ὑποκειμένῳ μίαν ἐργάσασθαι
6142209 εὐχυλοτερα
μὲν οὖν τούτων ἐπισκεπτέον . Περὶ δὲ τοῦ ἰσχυρότερα καὶ εὐχυλότερα γίνεσθαι καὶ νοστιμώτερα ἢ ἀνοστότερα καὶ πρὸς τὴν σίτησιν
ὥσπερ ἄλλα τε καὶ τὸ ἅλιμον , ἔνια δὲ καὶ εὐχυλότερα καὶ βελτίω γίνεσθαι καθάπερ τὴν ῥάφανον : ἐξεσθίει γὰρ
6121284 συνηντησε
τόπου διεχωρίσθη διὰ τὴν τοῦ ἡλίου πύρωσιν , καὶ πάντα συνήντησε πάλιν ἐν ἀέρι τάδε τοῖσδε , καὶ συνέρραξαν ,
Καρποὺς ξηροὺς καὶ ὑγρούς , οὐ γεννήματα . Ὑπήντησε , συνήντησε . Ὀνυχίζειν καὶ ἐξονυχίζειν ἐπὶ τοῦ ἀκριβολογεῖσθαι τίθεται :
6079987 μιγνυμενα
τε ἐν αὐταῖς φύλλα καὶ ἀκρέμονας ἐκλεκτέον : ταῦτα γὰρ μιγνύμενα ἐναντία γίνεται τῇ διαμονῇ τοῦ ἐλαίου . Ἔπειτα ἀφ
ἐκεῖνα ὄντα , οὐ μένει οὐδὲ ταῦτα οἷα ἦλθε σώμασι μιγνύμενα καὶ ὕλῃ καὶ ἀλλήλοις . Καὶ δὴ καὶ τὰ
5972240 ἀχυμα
' ἐν τούτοις διαφέρουσιν ὥστε τὰ μὲν ἔγχυμα τὰ δὲ ἄχυμα καὶ δύσχυμα καὶ εὔοσμα τὰ δ ' ἄοσμα γίνονται
μάλιστα δὲ τῇ θαλάττῃ συνακολουθεῖ . Γῆ δὲ καὶ λίθος ἄχυμα πλὴν ἐάν τινα τοιαύτην λάβῃ μίξιν . Καίτοι φαίνεταί
5952796 συνελθοντα
ἔλλειψις καὶ ἡ ἔφεσις καὶ τῶν λόγων ἡ μνήμη ὁμοῦ συνελθόντα ἐν ψυχῇ ἐγέννησε τὴν ἐνέργειαν τὴν πρὸς τὸ ἀγαθόν
, τὸ γὰρ ε καὶ ι ἐφυλάχθησαν εἰς μίαν συλλαβὴν συνελθόντα . Τὸν Δημοσθένεα καὶ Δημοσθένη . Ἰστέον ὅτι ἀπὸ
5861772 φυτευθεντα
σκωλήκων μὴ διαφθείρεσθαι : καὶ πάντα δὲ τὰ ἐν Σκιάλᾳ φυτευθέντα καὶ θᾶττον αὐξάνεσθαι καὶ εὐβλαστῆ γίνεσθαι . Ὁ αὐτός
δικέλλαις σκάπτειν προσήκει τετράκις . τὰ δὲ ἐν τῷ ἔαρι φυτευθέντα τότε δεῖ ἄρχεσθαι σκάπτειν , ὅταν κατεσχηκέναι δοκῇ :
5745892 ἀνοσα
τὰ ἑπτάμηνα τίκτεται σεσαρκωμένα καὶ τὸ πάχος ἔχοντα εὐτραφέως , ἄνοσα διατετελεκότα ὃν χρόνον ἐν τῇ μήτρῃ διεφέρετο . Τῇσι
γὰρ ἐραστῇ σοφίας διαρκὴς τροφή , παρέχουσα καὶ τὰ σώματα ἄνοσα καὶ τὸν λογισμὸν ὑγιῆ καὶ ἐν τοῖς μάλιστα νηφάλιον
5718134 περιαιρουσι
κόμης ἐῶσιν ἀργόν , ἅμα δὲ τῷ ἦρι τὰ φύλλα περιαιροῦσι τὰ ἔξω καὶ τὰ ἄλλα θεραπεύουσι : περιαιρεθέντων δὲ
δὲ [ αἰεὶ ] φέρει βαλανηρὸν ὅμοιον τῇ ἀρίᾳ . περιαιροῦσι δὲ τὸν φλοιὸν καί φασι δεῖν πάντα ἀφαιρεῖν ,
5708356 δακνοντα
τύχης Γ τοῦ Φειδίου . Γ τὸν αὐτοδὰξ : τὸν δάκνοντα , τὸν ἐμπεσόντα . Γ τὸν αὐθάδη , ὀργίλον
ἐμοῦντα συμφέρει συνεχέστερον τοῦ ὕδατος ἐπιρροφεῖν , μὴ ὀξύνοντα καὶ δάκνοντα λήσῃ τὰ ἐμούμενα . ἐμετικὸν δὲ καὶ τὸ μὴ
5704637 συνυπαρχει
λευκόν , μέλαν , σπουδαῖον , φαῦλον καὶ ὅσα ἁπλῶς συνυπάρχει τινί : ποσότης δὲ μνᾶ , τάλαντον , δίπηχυ
φωνὴν ἀμήχανόν ἐστι προφέρεσθαι διὰ τὸ οὗ τὰ μέρη μὴ συνυπάρχει , μηδὲ αὐτὸ ἐκεῖνο ὑπάρχειν , τούτου δὲ τοῦ
5696398 ἀσυνηθη
πολυπλόκως , λέλεκται δ ' ἐκ τῆς κοινότητος εἰς τὴν ἀσυνήθη φράσιν ἐκβεβηκότα , φυλάττεται δὲ τὸ περιττὸν αὐτῶν ἐν
παρὰ τὸ καθῆκον ποιεῖν ἠνάγκαζε , βιαζομένη τὴν ἀπεγνωσμένην καὶ ἀσυνήθη τροφὴν προσφέρεσθαι . Ὅτι αἱ ἀνθρώπιναι ψυχαὶ μετέχουσι θείας
5676353 προϲτιθεμενη
, δριμυτάτη δέ ἐϲτι καὶ θερμαντικὴ ἐγγὺϲ τοῦ καίειν ἔξωθεν προϲτιθεμένη ϲὺν ἄλλοιϲ : εἴϲω γὰρ τοῦ ϲώματοϲ οὐχ οἷόν
καὶ κοιλιακοῖϲ ἁρμόττει . Νάρκη θαλαϲϲία τοῖϲ κεφαλαλγοῦϲιν ἔτι ζῶϲα προϲτιθεμένη κατὰ τῆϲ κεφαλῆϲ ἀνωδυνίαν ἐργάζεται , ἴϲωϲ αὐτῷ δὴ
5674933 ὁμοιομερη
δόξας . Εἰσὶ δή τινες οἳ πᾶσαν τὴν τοιαύτην οὐσίαν ὁμοιομερῆ καὶ τὴν αὐτὴν καὶ μίαν ἀποφαίνονται , ὡς καὶ
αὐτὸ ἕκαστον ἀφ ' ἑαυτοῦ τέλειον : τοιαῦτα γὰρ τὰ ὁμοιομερῆ ἐστιν ὁμολογουμένως , μερισάμενα μὲν τὴν ὁλότητα , μένοντα
5667722 ἀνοσμα
: καὶ τῶν ἐν συνθέσει δὲ τὰ μᾶλλον ἁπλᾶ μᾶλλον ἄνοσμα καὶ ἄχυμα , οἷον λίθος ἄνοσμον , ὅτι καὶ
Κεφαλαλγίην λύει πῦον διὰ ῥινῶν , ἢ πτύαλα παχέα καὶ ἄνοσμα : λύει δὲ καὶ ἑλκέων ἔκθυσις , ποτὲ δὲ
5647690 πτελεα
ἐτέλεσεν τὴν διακονίαν ὀρθῶς . παρὰ τοῖς οὖν ἀνθρώποις ἡ πτελέα δοκεῖ καρπὸν μὴ φέρειν , καὶ οὐκ οἴδασιν οὐδὲ
μετρίας μετέχει στύψεώς τε καὶ ῥύψεως , ὥσπερ καὶ ἡ πτελέα , καθαίρει καὶ ἀναπληροῖ τὰ καθαρὰ τῶν ἑλκῶν :
5647573 μεμιγμενα
καθαρὰν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον . ὥσπερ γὰρ ὄξος καὶ οἶνος μεμιγμένα ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὴν αὐτὴν ἡδονὴν οὐκ ἔχουσιν ,
ὅτι δὲ ὑγιεινῶν καὶ νοσερῶν φάρμακα , πολλὰ μὲν ἐσθλὰ μεμιγμένα , πολλὰ δὲ λυγρά , σημαίνει τούτων ἑκάτερον .
5639464 ϲκληροϲαρκα
ϲκληρότερα καὶ δύϲπεπτα καὶ μᾶλλον τρόφιμα : καθόλου γὰρ τὰ ϲκληρόϲαρκα τῶν ζῴων καὶ δύϲπεπτά εἰϲι καὶ τροφιμώτερα , πολλήν
, κοχλίαι καὶ μᾶλλον τρὶϲ ἑψηθέντεϲ . τῶν ὀϲτρακοδέρμων τὰ ϲκληρόϲαρκα , οἷον πορφύραι κήρυκεϲ καὶ τὰ ὅμοια , ἀϲτακοὶ
5628422 δακνωδη
οὕτωϲ πάϲχοντεϲ παρηγορηθῆναι μὲν ἀβιάϲτωϲ , ἔξωθεν δὲ μηδεμίαν ἐπικτήϲαϲθαι δακνώδη δριμύτητα . ὁ τοίνυν τῆϲ ὄμφακοϲ χυλὸϲ οὐκ ὀξὺϲ
καὶ διαιρεῖ καὶ διίστησι τὴν οὐσίαν , ὥστε ἐξ ἀνάγκης δακνώδη φαίνεται , καθάπερ καὶ τὸ ζέον ὕδωρ καὶ τὸ
5622553 παχυχυμα
οἱ λευκοί τε καὶ λεπτοί . καὶ πάντα δὲ τὰ παχύχυμα , εἰ καλῶς πεφθείη καὶ αἱματωθείη , πολύτροφα γίνεται
ἧττον οἱ λευκοὶ καὶ λεπτοί . καὶ πάντα δὲ τὰ παχύχυμα , εἰ καλῶς πεφθείη καὶ αἱματωθείη , πολύτροφα γίνεται
5620568 προϲηκοντωϲ
, ὥϲπερ ἐπὶ τῶν λιθιώντων , καὶ κομιϲάμενον τοὺϲ θρόμβουϲ προϲηκόντωϲ θεραπεύειν . Ὅϲαι δὲ ϲκληρότητεϲ κατὰ νεφροὺϲ γίνονται ,
ἐξ ἐναντίων ὦϲι δυνάμεων : οὐ γὰρ πέττεται τὰ ληφθέντα προϲηκόντωϲ . Ὅϲα λεπτύνοντά ἐϲτιν ἐν τροφαῖϲ . Ϲκόρδα κρόμμυα
5603549 ἀγελαια
αὐχένα καὶ ἱλαρὸν βλέπων ἐς τὴν βοῦν , ἡ δὲ ἀγελαία τε καὶ ἄνετος καὶ λευκὴ πᾶσα ἐπὶ μελαίνῃ τῇ
αὐχένα καὶ ἱλαρὸν βλέπων ἐς τὴν βοῦν , ἡ δὲ ἀγελαία τε καὶ ἄνετος καὶ λευκὴ πᾶσα ἐπὶ μελαίνῃ τῇ
5601917 φωκη
ἰνδικοῦ ἤτοι μαλαβάθρου φύλλων . φαλάγγιν ἤτοι ἀράχνης ᾠά . φώκη ἤτοι ζῷον θαλάττιον . φοῦ ἤτοι εἶδος μυρεψικόν .
ὁ Ἀριστοτέλης καταγράφει , φάρμακον . ὡσαύτως δ ' ἡ φώκη λέγεται ἐξεμεῖν τὸν ὀρρόν : καὶ γὰρ τοῦτον πρὸς
5595654 ξηραινομενα
ἀλλὰ στάσιμα , ὅσα φῦσαν παρέχουσιν : τὰ γὰρ ὑγρὰ ξηραινόμενα φῦσαν ποιέουσι , καὶ τὰ στύφοντα , καὶ τὰ
πίνεται . μᾶλλον δ ' ἐστὶν ἐμφρακτικώτερα ὁμοίως τὰ βάτινα ξηραινόμενα καὶ ἀποτιθέμενα . Τοὺς μὲν στρογγύλους ἕλμινθας ἱκανὸν ἀποκτεῖναι
5569377 τροφιμα
αἱ δὲ ἄλλαι ἁλυκώτεραι . τὰ δὲ ὠτία δύσπεπτα , τρόφιμα δὲ μᾶλλον τηγανιζόμενα , αἱ δὲ φωλάδες εὔστομοι ,
ἔδεσμα τῶν ἐμπλαττομένων ὑπάρχον . ὥσπερ γὰρ εὔχυμά τε καὶ τρόφιμα πάντα ἐστὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἐδεσμάτων , οὕτως βλάπτει
5559490 ὁλοκληρα
τοῖς τῶν ἄλλων συναναμίξῃ , τὰ μὲν τοῦ ἀετοῦ μένει ὁλόκληρα καὶ ἀνεπιβούλευτα , τὰ δὲ ἕτερα κατασήπεται , τὴν
φίλους εὖ ποιοῦντα καὶ ὅσαι ὧραι , τοὺς δὲ ἐχθροὺς ὁλόκληρα γένη καὶ ἔθνη μετασκευάσαντα εἰς εὔνοιαν ἐκ δυσμενείας .
5557052 φλεγματικωτερα
οἶνοϲ ὑδαρὴϲ λεπτὸϲ ἤ τι τῶν ἡδέων ἔϲτω πομάτων . φλεγματικώτερα δὲ αὐτῶν ἐκκρινόντων ἐπὶ τἀναντία τὴν τροφὴν μεταγάγωμεν ϲπέρματά
λοιπῶν μερῶν , ὅτι ταῦτα τὰ μέρη ὑγρότερα , καὶ φλεγματικώτερα , ἤπερ τὰ ὄπισθεν . Ἡ πολιὰ δὲ ἐνδείᾳ
5552266 ἱπταται
τηρεῖσθαι . κορυδαλλῶ : ὁ γὰρ κορυδαλλὸς κατὰ τὸ ἀμφίλυκον ἵπταται ἐπὶ τὰς νομάς . ὁ κορυδαλλὸς καὶ πρῶτος τῶν
] ἦχος . θ ποτᾶται ] πέτεται . ποτᾶται ] ἵπταται . ποτᾶται ] ἐναέριος φέρεται . θ βρέμει ]
5549475 ποιουντεϲ
αὐτοὺϲ ἀρχομένηϲ τῆϲ ὀφθαλμίαϲ τῷ ναρδίνῳ Ζωίλου ὑδαρεϲτέραν τὴν ϲύϲταϲιν ποιοῦντεϲ ἐν τῇ ἀνέϲει : καὶ ὅϲον ὑπομειοῦται τὰ τοῦ
δὲ καὶ τεθνεώϲαϲ . ὁμοίωϲ δὲ καὶ τὰϲ ὑαίναϲ ἑψοῦϲι ποιοῦντεϲ διαφορητικὸν ἔλαιον , εἶτα πυέλουϲ αὐτοῦ πληροῦντεϲ ἐμβιβάζουϲιν εἰϲ
5547326 Καρπον
μισθόν , οἷον ὁ Ῥαδάμανθυς . Ἔλαχε ] Εἶχε . Καρπὸν ] Ἤγουν τὸν λογισμὸν καὶ διάνοιαν . Καρπὸν ἀμώμητον
θαλαττία διαρρήγνυται , ὥς φασιν , ἀνθρώπου προσπτύσαντος αὐτῇ . Καρπὸν δὲ ἰτέας εἴ τις θλιβέντα δοίη πιεῖν τοῖς ἀλόγοις
5537966 ἐρριζωσεν
μετέβαλεν αὐτὴν καὶ ἐποίησεν ἐξ ἀνθρώπου λίθον καὶ τοὺς πόδας ἐρρίζωσεν ἐπὶ τὴν γῆν . Κασσιεπείας τῆς Ἀραβίου καὶ Φοίνικος
ἐργάζεσθαι . γαίης τ ' ἐν ῥίζῃσι : ἢ ὅτι ἐρρίζωσεν αὐτὴν ἐν τῇ γῇ ἢ ὅτι τὴν ἀγαθὴν φιλονεικίαν
5537291 ἀμιγη
, ὧν τὸ πρῶτον ἐπέχει τοιοῦτον λόγον : οὐδέποτε τἀναντία ἀμιγῆ καὶ ἄκρατα ὄντα ἐν τῷ αὐτῷ κατ ' ἀριθμὸν
λευκοῦ καὶ μέλανος . καὶ ὅμως εἰ καὶ τὰ ἐναντία ἀμιγῆ καὶ ἄκρατα ὄντα οὐ δύναται ἐν τῷ αὐτῷ μορίῳ
5520792 ῥοια
ἐάν τε ἄππιον , ἐάν τε μῆλον , ἐάν τε ῥοιὰ ἢ κίτριον ὑπάρχῃ , καὶ ἀποδέξεται τοὺς τύπους .
βλάστησιν . ὥσπερ δὲ ἀνωτέρω εἴρηται , πάνυ χαίρει ἡ ῥοιὰ τῇ μυρσίνῃ , ὡς ὁ Δίδυμος ἐν τοῖς γεωργικοῖς
5504612 τροφιμωτερα
τὸ σελάχιον εὔπεπτος καὶ κούφη . ἡ δὲ μείζων καὶ τροφιμωτέρα . κοινῶς δὲ πάντα τὰ σελάχια , φυσώδη ,
ὑγρὰ καὶ ὑπνώδηϲ τροφὴ ἁρμόδιοϲ , τοῖϲ δὲ κοπωθεῖϲιν ἡ τροφιμωτέρα καὶ πλείϲτη . ἐφ ' ὧν δὲ ἡ δυϲκραϲία
5500783 καυθεντα
καὶ προσστέλλει . μετά γε μὴν ἁλῶν πάντα τὰ τοιαῦτα καυθέντα ποιεῖ μὲν καὶ ὀδόντων σμῆγμα δραστικώτερον , ὡς καὶ
, μανδραγόρας , Ἀσσίας πέτρας ἄνθος . τὰ ὀστρεώδη πάντα καυθέντα καθαιρεῖ τὰ ὑπερσαρκοῦντα μετρίως , ἐχῖνοι ὁμοίως ἀμφότεροι καυθέντες
5497732 κασσιτερος
, στίμμι , κοράλλιον , ὕαλος ἀργὴ , χαλκὸς , κασσίτερος , μόλυβδος , οἶνος οὐ πολὺς , ὡσεὶ δὲ
προσεχής , ὡς Διονύσιος ἐν Βασσαρικοῖς . ἐξ ἧς ὁ κασσίτερος . Κασσώπη , πόλις ἐν Μολοσσοῖς , ἐπώνυμος τῇ
5497317 διαχωρητικον
ἡδύνας ἁλσὶν ἢ γάρῳ καὶ μετ ' αὐτῶν ἐλαίῳ , διαχωρητικὸν γίνεται τὸ πόμα . δὶς δ ' ἑψηθέντων ,
ἐστι διὰ τὸ ὑπόψυχρον καὶ ἄπεπτον εἶναι : καὶ οὔτε διαχωρητικὸν , οὔτε διουρητικόν : προσβλάπτει δέ τι καὶ διὰ
5491785 ἀδυνατουν
οὕτω γὰρ τὸ ἀντιμαχόμενον αὐτῷ ζῷον , τὸ αὐτὸ ποιῆσαι ἀδυνατοῦν , εἰς ἧτταν ἔρχεται . Ἔτι γε μὴν καὶ
τὰς δυνάμεις : βλαβερὸν δ ' ἑκάτερον , τὸ μὲν ἀδυνατοῦν ἐνεργῆσαι δι ' ἀσθένειαν , τὸ δὲ βλάψαι βιαζόμενον
5491654 παραπληϲιοϲ
ϲύκων καὶ ψώραϲ καὶ λέπραϲ ἰᾶται . ἡ δὲ μέλαινα παραπλήϲιόϲ ἐϲτι τὰ πάντα τῇ προειρημένῃ , πλὴν ἀϲθενεϲτέρα .
λέπραϲ ἰᾶται . Ἄμπελοϲ μέλαινα , καὶ αὐτὴ βρυωνία , παραπλήϲιόϲ ἐϲτι τῇ λελεγμένῃ πλὴν ἀϲθενεϲτέρα . Ἀμύγδαλα τὰ μὲν
5487406 ϲιτια
διατίθεται ὁ πάϲχων : οὐ γὰρ πάντεϲ πρὸϲ ἅπαντα τὰ ϲιτία ὁμοίωϲ διάκεινται . τὸ δ ' ἐπίπαν ἁρμόδια τούτοιϲ
μακρὰϲ νόϲουϲ , ἐπιφέρουϲα δηγμοὺϲ τοῦ ϲτομάχου ϲυνεχεῖϲ καὶ πρὸϲ ϲιτία ὀρέξειϲ ἀκρατεῖϲ . τὸ γὰρ ζῳοποιηθὲν ἐν τοῖϲ ἐντέροιϲ
5482241 προσηνη
μεῖζον τοῦ τοὺς φιλοῦντας γειτνιᾶν : Ἀταλὸν ἀμφέπων θυμόν . προσηνῆ ποιῶν , φησί , τῷ πατρὶ τὸν θυμόν ,
μὲν δι ' ὅλου τοῦ ῥείθρου γλυκέα τε ἦν καὶ προσηνῆ , τὰ δὲ κάτωθεν μὲν γευομένῳ γλυκύτερά τε ἐδόκει
5480896 μιϲυ
καθυγραινόμενα ὦτα , οἷον διιδροῦντα καὶ ὀρρῶδεϲ ὑγρὸν ἐκφέροντα . μίϲυ ἐν ὀθονίῳ ἐνδύϲαϲ καὶ κρύψαϲ ἄνθραξι καὶ καύϲαϲ καὶ
δὲ γίγνεται καὶ αὐτὸ πληϲίον τοῦ τόπου , ὅθεν μεταλλεύεται μίϲυ χαλκῖτίϲ τε καὶ τὸ ϲῶρι , ὥϲτε ἐκ τούτων
5479881 ὁπλιζοιο
αὐτὰρ ὀνίσκοις ὄρκυνος , λάβρακα δ ' ἐπ ' ἀνθίῃ ὁπλίζοιο , ἵππουρον ξιφίῃ , γλαύκῳ δ ' ἔπι κεστρέα
πολλὰ τά τοι φράζουσιν ὀπωπαί . στικτοπόδεσς ' ἐλάφοις κυανώπεας ὁπλίζοιο , ἄρκτοισι γλαυκούς , καὶ πορδαλίεσσι δαφοινούς , αἴθωνας
5475644 σκληροτερα
κυδώνια : ὡσεὶ ἔλεγε μῆλα , ὅτι παρὰ τὰ ἄλλα σκληρότερά εἰσιν . Γ τῶν τιτθίων ] τῶν μαστῶν .
κυδώνια : ὡσεὶ ἔλεγε μῆλα , ὅτι παρὰ τὰ ἄλλα σκληρότερά εἰσιν . Γ τῶν τιτθίων ] τῶν μαστῶν .
5473318 ἀκαρπα
φυτευόμενα μὲν οὖν κατὰ φύσιν ἀγαθὰ γίνεσθαι παρὰ φύσιν δὲ ἄκαρπα . ταῦτα μὲν οὖν ὥσπερ κοινὰ πάντων . Τῶν
ἐλαίας μὲν συνεκφέρουσιν , δάφνας δὲ οὐδαμῶς . τὰ δὲ ἄκαρπα χείρω χωρὶς τῶν ἐχόντων ἐξ αὐτῶν ἢ δι '
5470845 δηκτικα
' ἧσσον καὶ μὴ πολύτροφον : λαχάνων δὲ τὰ μὴ δηκτικὰ μηδὲ πυρώδη , ἰχθῦς δὲ πετραῖοι , καὶ κρεῶν
πᾶσαν , ὅκως τὰ ῥεύματα ὡς ὑδαρέστατα ἔσται καὶ ἥκιστα δηκτικὰ , λουτροῖσι θερμοῖσι πουλλοῖσι , μάζῃ , λαχάνοισιν ἑφθοῖσι
5461035 ῥοδακινα
, καὶ μῆλα γλυκέα , σύκα λευκά , μέσπιλα , ῥοδάκινα , φοίνικας , ῥοιάς , καὶ μηλοκύδωνα , ταῦτα
τὴν σάρκα καὶ τῶν σικύων τὴν ἐντεριώνην καὶ συκάμινα καὶ ῥοδάκινα καὶ περσικὰ καὶ λουτρὰ γλυκέων ὑδάτων : τὰ γὰρ
5453316 δυϲωδη
μάλιϲτα εἰ πελιδνὰ ἢ μέλανα ἢ ἰώδη εἴη ἢ ϲφόδρα δυϲώδη , ὡϲ ἐπ ' ἀνθράκων ἐπιβαλλόμενα βαρὺ ὄζειν .
. ἀποϲτρέφονται δὲ καὶ μιϲοῦϲιν ἰχθὺν ἅπαντα . ἱδροῦϲι δὲ δυϲώδη καὶ ἐμοῦϲι χολώδη αἵματι μεμιγμένα . δοτέον αὐτοῖϲ γάλα
5451958 ὠοτοκων
ὥσπερ τὰ τῶν ζώων εὐθὺς φθείρεται χωριζόμενα πλὴν τὰ τῶν ὠοτόκων . ταῦτα γὰρ ὥσπερ εἴρηται τροφὴν ἔχοντα καὶ φυλακὴν
ταῖς πέτραις κοιμῶνται . Ὅτι τῷ ἔαρι αἱ θήλειαι τῶν ὠοτόκων ἐν τοῖς ψα - μάθοις ἀποτρίβουσαι τὰς γαστέρας ,
5451438 βραδυπορον
ἀπέρχεται μεγάλα καὶ παχυμερῆ , διὸ τοὺς γέροντας ἐγγύθεν ἐπιταράττει βραδυπόρον καὶ σκληρὰν ἔχοντας τὴν ὅρασιν . ἀνενεχθέντων δ '
ἀπέρχεται μεγάλα καὶ παχυμερῆ , διὸ τοὺς γέροντας ἐγγύθεν ἐπιταράττει βραδυπόρον καὶ σκληρὰν ἔχοντας τὴν ὅρασιν . ἀνενεχθέντων δ '
5451243 ἡνωται
ἀγὼν Δήμητρος καὶ Περσεφόνης . ταῖς αὐτοῦ νίκαις . * ἥνωται . . Κατὰ δὲ τὰ ἔργα τὰ γενόμενα αὐτῷ
ἀπὸ τῶν περὶ τὸν ἐγκέφαλον πεφυκυίας , αἷς δὴ καὶ ἥνωται : τρίτον δ ' ἔξωθεν αὐταῖς περιβέβληται σῶμα ,
5450219 ὑπολειψει
γὰρ ἂν εἴη περὶ ταὐτὸ τὰ ἀντικείμενα . καὶ οὐχ ὑπολείψει δὴ ὁ χρόνος , ἀεὶ γὰρ ἐν ἀρχῇ :
ἔχει , πᾶς ὁ λαμβανόμενος ὥρισται . ἆρ ' οὖν ὑπολείψει ποτὲ ἢ οὔ , ἐπείπερ οὐδὲ ἡ κίνησις ;
5449563 κυτισσον
, καὶ σμήνη τίκτουσιν . ἐλελίσφακόν τε καὶ θύμβρα καὶ κύτισσον ἥδισται μελισσῶν τροφαί , τά τε νέα σμήνη προσιζάνει
, καὶ κάλλιον γάλα ποιήσει , καὶ πολλῷ μᾶλλον , κύτισσον . Τὸ γάλα δὲ μένει ἐπὶ ἡμέρας γʹ ,
5446901 διυγρα
ἰδίως δυσπνοϊκῶν καὶ ἀναφορικῶν οὕτω καλουμένων , ἀφρώδη τε καὶ δίυγρα καὶ γλίσχρα καὶ παχέα ἐσύστερον τὰ ἀναπτυόμενα , ἃ
] αὐτάδελφα ἢ πολυνεικῆ . ὁμώνυμα ] πολυνεικῆ . θ δίυγρα : ζῶντα πήματα χεόμενα καὶ πολλά . τριπάλτων δὲ
5443246 ἐμποιουντα
λάζομαι ἐλαζόμην καὶ συναρχομένως λάζετο . Λαθικηδέα : τὸν λήθην ἐμποιοῦντα τοῖς παισὶ τῶν κακῶν ⌊ πάντων ⌋ . Λαισήια
καὶ Ἀλεξίκακον προσαγορεύουσιν , ὡς ἀποτρέποντα τῶν κακῶν καὶ ὑγίειαν ἐμποιοῦντα ταῖς ψυχαῖς καὶ σώμασιν , οὐ νόσον οὐδὲ μανίαν
5441742 ῥαιβον
κοινῇ μὲν καὶ ἀδιορίστως οὐ μᾶλλον τὸ σιμὸν ἢ τὸ ῥαιβὸν δηλοῖ , προστιθέμενον δὲ τῇ ῥινὶ ἢ τῷ σκέλει
, λίαν ἐπικαμπὲς , λοξόν . Καμπύλον : ἤως τὸ ῥαιβὸν ὂν , σημείωσαι δ ' ὅτι πᾶν ὀξύ ἐστι
5441353 νοτερα
, τοτὲ μὲν γεώδους , τοτὲ δὲ καὶ καθαρᾶς , νοτερὰ ἀγγεῖα ἀέρος , ὕδατα κοῖλα περιφερῆ τε γενέσθαι ,
φυρήσας ἐλαίῳ , ὑποθυμιῇν . Ἄνθρακας ὑποβαλὼν , κριθῶν ἄχυρα νοτερὰ ἐπιβάλλων , ὑποθυμιῇν . Ἀπ ' ἀμφορέως ἐλαιηροῦ τὸ
5438216 πολυειδη
τινας τῶν ὀκνηροτέρων καὶ ἀσφαλεστέρων συμβαίνει λογίζεσθαι ποικίλην τινὰ καὶ πολυειδῆ τὴν τάξιν ταύτην εἶναι καὶ ἐντεῦθεν ἐπὶ κόπον .
κόσμου , πολυποίκιλε κούρη , ἣ λοχίαις ὠδῖσι κύεις καρπὸν πολυειδῆ , ἀιδία , πολύσεπτε , βαθύστερν ' , ὀλβιόμοιρε
5433661 μηλεα
τροφὴν συντάρρων γινομένων . Ἀλλὰ κουφότατον καὶ ἀσινέστατον πάντων ἐστὶ μηλέα καὶ ῥόα : καὶ γὰρ οὐ πολύρριζα καὶ τροφῆς
βάθος . ἔνια δ ' εὐθὺς σχίζεται , οἷον ἡ μηλέα : τὰ δὲ πολύκλαδα καὶ μείζω τὸν ὄγκον ἔχει
5433472 μυελοεντα
καὶ γένηται ὡς χυλός , καὶ τότε προσφέρεσθαι τὸν ζωμόν μυελόεντα , ἵνα λυθῇ καὶ γένηται ὡς μυελός μυελόεντα ]
καταμόνας . μυδαλέον δίυργον . μυελός τροφή , καὶ ὀστέα μυελόεντα τροφὴν ἔχοντα . ὠνόμασται δὲ ἀπὸ τοῦ ὡς μυχῷ
5429690 ϲηπομενα
εἰϲ ὑμέναϲ νευρώδειϲ : πρὸϲ δὲ τούτοιϲ ἐκπίπτει καὶ μέρη ϲηπόμενα νομῆϲ γινομένηϲ παραπληϲίαϲ τῇ τῶν ἑρπηϲτικῶν . ἔτι δὲ
τε καὶ ἄλγημα νωθρόν . τὰ δὲ πεπονθότα μέρη | ϲηπόμενα λευκαίνεται , ἀλφοειδὴϲ δὲ καθ ' ὅλον τὸ ϲῶμα
5424582 εὐφωνα
λέξεως ὑφ ' ὧν μέλλει δη - λοῦσθαι τὸ πρᾶγμα εὔφωνά τε καὶ καλλιρήμονα , μανίας ἔργον ζητεῖν τὰ χείρω
ὕφεσιν ἢ γραφαῖς συνεφθαρμένα τὰ φωτεινὰ τοῖς σκιεροῖς ἐχούσαις . εὔφωνά τε εἶναι βούλεται πάντα τὰ ὀνόματα καὶ λεῖα καὶ
5423148 ϲτρυφνα
δὲ μαλακώτερα μᾶλλον ἐϲθίειν : ὅϲα δὲ ϲφοδρῶϲ αὐϲτηρὰ καὶ ϲτρυφνά , μοχθηρὰ τῇ τοιαύτῃ διαίτῃ . ἐπιτηδειότερα δὲ πάντων
βάθουϲ τῶν ϲωμάτων ἐνεργεῖν φαίνεται μᾶλλον , ἐπιπολῆϲ δὲ τὰ ϲτρυφνά . ἐπειδὰν δὲ δοκιμάζειν ἐθέλοιϲ ἐνέργειαν εἰλικρινοῦϲ ϲτρυφνότητοϲ ,
5418811 θυμβρᾳ
ὑσσώπῳ χλωρῷ . τὰ δὲ κυλοιδιῶντα πρόσωπα προπυριατέον θύμῳ ἢ θύμβρᾳ ἢ ὀριγάνῳ , εἰς ὀθόνιον ἀραιὸν ἐνδεομένοις καὶ ἀφεψωμένοις
ὁ μέντοι πεπονθὼϲ τόποϲ καταπλαϲϲέϲθω θριδακίνηϲ καρπῷ μετὰ λινοϲπέρμου καὶ θύμβρᾳ καὶ ἀγρίῳ πηγάνῳ ἢ ἡμέρῳ καὶ ἑρπύλλῳ ϲὺν ἀϲφοδέλῳ
5417791 τευθιδεϲ
καὶ κάραβοι καρίδεϲ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα , πολύποδεϲ ϲηπίαι τευθίδεϲ καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι λειόβατοι ῥῖναι
ἡ ϲὰρξ καὶ κύαμοι φρυγέντεϲ καὶ τὰ καλούμενα δὲ μαλάκια τευθίδεϲ ϲηπίαι πολύποδεϲ οἱ κητώδειϲ τῶν ἰχθύων , ἐξ ὧν
5416626 πιεζεται
πάντων τῶν ὑδάτων ἴσον ἕλκεται , τὸν δὲ χειμῶνα μοῦνος πιέζεται . Οὕτω τὸν ἥλιον νενόμικα τούτων αἴτιον εἶναι .
# α τῶν δαφνίδων ἐμβάλλεται , καὶ τρίβεται πάντα καὶ πιέζεται . τινὲϲ δὲ τὸ ἴϲον ἐξ ἀμφοῖν μίϲγουϲιν .
5412730 ϲτρογγυλα
καὶ καθαρὰ ἕλκη κεντήμαϲιν ὅμοια : κοιλώματα δὲ καλεῖται τὰ ϲτρογγύλα καὶ πλατύτερα τῶν βοθρίων ἕλκη καὶ ἧττον βαθέα .
ἀπρεπέεϲ , πολυελκέεϲ πάντῃ , μάλιϲτα δὲ ἐϲ κνήμαϲ : ϲτρογγύλα , πελιδνά , κοῖλα , ῥυπαρά , δυϲαλθέα τὰ
5409480 μιγνυντες
οὐκ ἐκεῖνα τοῖς Ἕλλησι τρυφῆς ἀπόδειξις ; μύρῳ γὰρ οἶνον μιγνύντες οὕτως ἔπινον , καὶ ὑπερησπάζοντο τὴν τοιαύτην κρᾶσιν :
μετρίως μετέχει : διὸ καὶ ὡς ὕλῃ χρώμεθα αὐτῇ , μιγνύντες τοῖς ἰσχυρὰν ἔχουσι δύναμιν ἢ δάκνουσαν ἢ στύφουσαν ἤ
5407964 στερεωτερα
ἄτοπον τὸ ἐνίους μὴ τέμνεσθαι τῷ σιδήρῳ : καίτοι τὰ στερεώτερα ὅλως ἰσχυρότερον τέμνει καὶ ὁ σίδηρος λίθου σκληρότερος ὤν
φύρειν : εἴληπται ἀντὶ τῶν τεσσάρων στοιχείων τὰ δύο ὡς στερεώτερα καὶ παχύτερα . γαῖαν ὕδει φύρειν : τὴν γῆν
5403380 προσερχομενον
βοηθὸς καὶ εὐτυχίας παρεκτικός , διδοὺς αὐτῷ τὸν προσέρποντα καὶ προσερχόμενον χρόνον τῶν πραγμάτων ὧν ἐπιθυμεῖ καιρόν . ὥσπερ γάρ
συμβεβηκότος κατηγορῆται , οἷον ἵνα εἴπω ὅτι τὸ λευκὸν τὸ προσερχόμενον ζῷόν ἐστιν : εὑρίσκομαι γὰρ κατηγορῶν τοῦ συμβεβηκότος τὸ
5402663 εὐκατασκευαστα
ἐν Τοξότῃ καὶ Ἰχθύσι ποικίλα , πολυειδῆ , εὐμεγέθη , εὐκατασκεύαστα . Σελήνης αὐξιφωτούσης καὶ τοῖς ἀριθμοῖς προστιθείσης νεοκατασκεύαστα δηλοῖ
ἐν Τοξότῃ καὶ Ἰχθύσι ποικίλα , πολυειδῆ , εὐμεγέθη , εὐκατασκεύαστα . Σελήνης αὐξιφωτούσης καὶ τοῖς ἀριθμοῖς προστιθείσης νεοκατασκεύαστα δηλοῖ
5393307 συμφυεσθαι
δέ γε ἐκ τοῦ ἑνὸς ὑποκειμένου καὶ τῶν μὴ πεφυκότων συμφύεσθαι κατηγορουμένων μηδέποτε γίνεσθαι ὄντως μίαν , κἂν ἡμεῖς τῇ
, οἷον τῷ ἡλίου ὑπὲρ γῆν ὄντος : διὸ καὶ συμφύεσθαι παραπλησίως ἐκείνοις δύναται πρὸς τὸ ἑπόμενον τὸ ἡμέρα ἐστίν
5388570 λιθωδη
, σπείροντες ἀντὶ τῆς | βαθυγείου πεδιάδος ὑφάλμους ἀρούρας ἢ λιθώδη καὶ ἀπόκροτα χωρία , ἃ πρὸς τῷ μηδὲν πεφυκέναι
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΑΝΔΑΡΑΧΗΣ . Λαβὼν σανδαράχην τὴν μὴ σιδηροῦσαν , μηδὲ λιθώδη , ἀλλὰ τὴν κιρρὰν καὶ αἱματώδη , λειώσας ,
5380263 ϲκληρα
τὴν κοιλίαν . τὰ δὲ βραδυπορώτερα χείρω καὶ μᾶλλον εἰ ϲκληρὰ τυγχάνει , ἀλλὰ τούτων μὲν μὴ γεύεϲθαι μηδενόϲ ,
ἀνυϲθῆναι τὸ προϲῆκον . ἐπιτήδειοϲ δὲ πρὸϲ φλεβοτομίαν ἕξιϲ ϲώματοϲ ϲκληρὰ καὶ πολύαιμοϲ καὶ πυκνὴ καὶ δυϲδιαφόρητοϲ , κατάϲταϲιϲ δὲ
5379303 ἀπαθει
λύπας παῖδα καταπαύσει ἢ ἀπειλῇ ἢ λόγῳ : ἀπειλῇ δὲ ἀπαθεῖ , οἷον εἰ ἐμβλέψαντος σεμνὸν μόνον παῖς ἐκπλαγείη .
. ἀνατέλλων γὰρ καὶ τὸν ἀέρα φωτίζων ἡμέραν ποιεῖ . ἀπαθεῖ καὶ ἀδυστύχῳ . * πληρώσομεν . . Τοῦτο κατασκευάζει
5376992 ἀφαυαινεται
καὶ ὅσα ἀκμάζον τὸ ἔαρ ἤνεγκε πάντα [ ξηραίνεται ] ἀφαυαίνεται ξηροῖς πνεύμασι τοῦ ἀέρος αὐχμώδη καταστάντα τοῖς ἀφ '
σκαπάνῃ τιτρωσκομένων χείρω γίνεται , πολλάκις δὲ καὶ νοσεῖ καὶ ἀφαυαίνεται , τὸν αὐτὸν τρόπον οἴεσθαι χρὴ καὶ ἀπὸ τῶν
5373014 φλεγματωδεα
λευκὰ γίνεται μάλιστα ταύτην τὴν ὥρην , καὶ τἄλλα νοσήματα φλεγματώδεα . Τοῦ δὲ ἦρος τὸ φλέγμα ἔτι μένει ἰσχυρὸν
ὁ ῥόος οἱ εἴχετο . Ἕπεται δὲ ταύτῃ καὶ ῥόον φλεγματώδεα γίνεσθαι , ἢ ἄλλα ἅσσα ἐγὼ ἐρέω ὀλίγῳ ὕστερον
5371016 καλλιτριχος
δ ' ἀπ ' αὐτῶν ὀνόματα εὔθριξ , εὔτριχος , καλλίτριχος , εὐθύθριξ , καὶ ἀπότριχες οἱ ἄνηβοι . τετανόθριξ
, ἵππουρις , καλαμίνθη , κάλαμοι λεπτοὶ καὶ ἁπαλοί , καλλίτριχος ἣ καὶ ἀδίαντος , μελίλωτος , ὀξυλάπαθος , πενταδάκτυλος
5369852 ὑγροιϲ
ὁ ὀπὸϲ τοῦ τιθυμάλλου τοῦ παρὰ τὰ ὕδατα ἐν τοῖϲ ὑγροῖϲ τόποιϲ καὶ ὕλαιϲ φυομένου , ἀναλαμβανόμενοϲ ἁλατίοιϲ ἢ ἄρτῳ
φυτῶν ἔνια μὲν ὑγρότητοϲ ἐνδείᾳ φθείρεται ξηραινόμενα , τινὰ δὲ ὑγροῖϲ ἀλλοτρίοιϲ ἑαυτῶν , οὕτω κἀπὶ τῶν τριχῶν γίνεϲθαι ϲυμβαίνει
5368948 ϲκληρουϲ
τε τὴν ἀναπνοὴν καὶ τὴν διάλεκτον . τοὺϲ μὲν οὖν ϲκληροὺϲ καὶ ἀντιτύπουϲ καὶ ὑποπελίουϲ καὶ κακοήθειϲ πόλυπαϲ ὡϲ ἂν
ἀλωπεκίαϲ καὶ τὰ ὅμοια θεραπεύει . ὀνίνηϲι δὲ καὶ τοὺϲ ϲκληροὺϲ ϲπλῆναϲ , ἐπιπλαττομένη πρόϲφατόϲ τε καὶ ξηρά . διδόαϲι
5365915 ἀποτιθεται
ἐνίοτε δὲ μόνα χωρὶς τοῦ μέλιτος λεανθέντα μέχρι τοῦ ξηρανθῆναι ἀποτίθεται λεῖα καὶ ἐμβάλλεται πτισάνης χυλῷ ἢ οἵῳ περ ἂν
καὶ διὰ ῥινῶν καθαίρει . ἑψηθὲν δὲ τὸ μὲν λιτρῶδες ἀποτίθεται , γίνεται δ ' ἀφλεγμάντου δυνάμεως ἀτρέμα διαφορητικῆς .
5363338 Ἑτερα
δὲ παρὰ θάλατταν , οὗ ἂν ᾖ πετρώδη χωρία . Ἑτέρα δὲ μήκων ῥοιὰς καλουμένη παρομοία κιχορίῳ τῷ ἀγρίῳ ,
μὲν πρὸς τὸ μὴ εὐχερῶς ἁλίσκεσθαι πλανωμένους ἔφοδος αὕτη . Ἑτέρα δέ ἐστιν ἀνυσιμωτέρα : δεῖ τοὺς ὑποπτεύοντάς τι τοιοῦτον
5362755 ἐπιδιδωσι
πλέον ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ παραμένει , ῥαΐζει δέ πως καὶ ἐπιδίδωσι καὶ αὐτά , κατὰ τὰς τῶν τροφῶν οἰκειότητας :
. ” Αἴσωπος κοχλιαρίῳ ἀνενέγκας τὸν ἕνα κόκκον τοῦ φακοῦ ἐπιδίδωσι τῷ Ξάνθῳ . ὁ Ξάνθος φαγὼν τὸν ἕνα κόκκον
5358754 εὐφορα
. ἐγυμνάζοντο δὲ οἱ παλαιοὶ οἱ μὲν ἄχθη φέροντες οὐκ εὔφορα , οἱ δὲ ὑπὲρ τάχους ἁμιλλώμενοι πρὸς ἵππους καὶ
περιεσκληκότα δὲ σὺν γραμμαῖς , ἰσχυρά τε γὰρ ταῦτα καὶ εὔφορα καὶ παλαῖσαι μὲν ἥττονα , παλαιστικώτερα δὲ τῶν ἄλλων
5358307 ὀϲτα
δὲ κἀκεῖνοϲ τὴν λευκοτέραν κόπρον τῶν λύκων μᾶλλον , ἥτιϲ ὀϲτᾶ φαγόντων αὐτῶν ἀπεκρίνατο , ἐλάμβανε δὲ τὴν οὐδέπω πεπτωκυῖαν
τοῦ κυβοειδοῦϲ . τὸ δὲ ϲκαφοειδὲϲ καὶ τὰ τοῦ ταρϲοῦ ὀϲτᾶ καὶ τῶν τοῦ ποδὸϲ δακτύλων καὶ αὐτὸ τὸ κυβοειδὲϲ
5356987 δικαιωσας
, τὰ πρῶτα τῶν Ἰμβριωτῶν , τὴν ξυγγραφὴν τήνδε ξυνέγραψε δικαιώσας μὴ πράγματα οὕτω μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἐφ ' ἡμῶν
οὔτε πολλαχόθι οὔτ ' ἐν ταὐτῷ πολλὰ κατασκευασθήσεται ἱερά , δικαιώσας , ἐπειδὴ εἷς ἐστιν ὁ θεός , καὶ ἱερὸν
5355107 συνεστραμμενα
. . . . καὶ τῆς ἄρρενος οὐλότερα τὰ ξύλα συνεστραμμένα , καὶ ἐν τῷ πεδίῳ ταύτην φύεσθαι μᾶλλον καὶ
τὰ δὲ ἀλλοῖα . ταῦτα δὲ ὑφ ' ἡμῶν ὁρᾶσθαι συνεστραμμένα , καθάπερ ἐν αὐγῇ λαμπρᾷ φλογὸς σπινθῆρας ἰσχυροὺς διαθέοντας
5354474 μαλακοστρακα
' αὖ μαλάκια , ἕτερα δ ' ὀστρακόδερμα ὥσπερ ἕτερα μαλακόστρακα . Καὶ τῶν ἰχθύων οἱ μὲν κητώδεις καὶ πελάγιοι
τὰ λοιπὰ εὔχυμα . καί τινα τῶν πελαγίων καὶ τὰ μαλακόστρακα , ἀστακοὶ , πάγουροι , καρκίνοι , κάραβοι ,
5346206 μανα
ὅσοις δ ' ἐναντίως , ἀφρονεστάτους . καὶ ὧν μὲν μανὰ καὶ ἀραιὰ κεῖται τὰ στοιχεῖα , νωθροὺς καὶ ἐπιπόνους
γίνεται , καὶ κωπεῶνες ἐκ τούτων κάλλιστοι : τὰ δὲ μανὰ μᾶλλον εἰς βάθος καὶ πάχος , δι ' ὃ
5326642 μισγοντα
, τῆς κυκλαμίνου χρὴ τρίψαντα καὶ ἁλὸς καὶ σύκου ὠμοῦ μίσγοντα καὶ ἀναποιοῦντα μέλιτι προστιθέναι , καὶ πυριήσαντα κλύσαι τοῖσι
οἴνῳ διιέναι γλυκεῖ , ὅσον δύο κοτύλας , καὶ κλύζειν μίσγοντα . Ἢν καθάρσιος δέηται , πράσα δεῖ ἑψεῖν ,
5324557 ἀρδομενα
τρέφεται τροφῆς ὄντα χρεῖα , τεκμήριον δέ : τὰ μὴ ἀρδόμενα φθίνει καὶ ἀφαυαίνεται , ὥσπερ αὖ τὰ ποτιζόμενα ἐμφανῶς
γε , ὦ Ἑρμόγενες , ὅτι τεθηλέναι ποιεῖ ὥσπερ τὰ ἀρδόμενα ; Ἔοικέν γε , ὦ Σώκρατες . Καὶ μὴν
5322767 μυρρινος
καὶ ὅσα προσφιλῆ τυγχάνει καθάπερ δοκεῖ τῶν δένδρων ἐλάα καὶ μύρρινος : τάς τε γὰρ ῥίζας συμπλέκεσθαί φησι τῶν δένδρων
καὶ ἐκ τῶν πλαγίων φύεται , καθάπερ ἄπιος ῥόα συκῆ μύρρινος σχεδὸν τὰ πλεῖστα : τὰ δ ' ἐκ τοῦ
5318487 κρομυα
διαφορεῖ . Πράϲα δριμεῖαν κέκτηται δύναμιν , ὡϲ καὶ τὰ κρόμυα : ἀνάλογον δὲ καὶ θερμαίνει τὸ ϲῶμα καὶ λεπτύνει
ἔπειτα καταπλάϲϲειν πράϲου ἢ ἄρτου μεθ ' ἁλῶν τετριμμένων ἢ κρόμυα ἢ ϲκόροδα καὶ μετὰ τὴν ἔκπτωϲιν τῶν ἐϲχαρῶν ἐπὶ
5316641 ἐγχυλα
πάσχει : ἢν μὲν οὖν τις ἐσθίῃ τὰ σιτία λίην ἔγχυλα , οὐκ ἂν ἴσως πάσχοι ταῦτα οὕτω σφόδρα :
καὶ ἀπάθειαν , θάτερον δὲ τοὐναντίον : καὶ τὸ μὴ ἔγχυλα θερίζεσθαι σκληρότητα πλέω καὶ πῆξιν : τὸ δὲ ἄγαν
5310423 ἀκραιφνες
ἐπιδιέλῃς , ἐπιταθείσης ἤδη τῆς πέψεως , τὸ πῦον ὄψει ἀκραιφνὲς καὶ πεπεμμένον ῥέον . Ταῦτά σε δεῖ τοῖς οὔροις
μὲν κρυσταλλοειδῆ , τὰ δὲ χιονοειδῆ , τὰ δὲ ὡς ἀκραιφνὲς ὕδωρ πέφυκε , καὶ ταῦτα μὲν ἐσχάτης ἂν εἴη
5303739 μυοντα
ἄστρων : τοῖς μὲν πρὸς ἀνατολὰς κειμένοις ὄμμασι βλέποντα , μύοντα δὲ τοῖς πρὸς δύσιν . θέλει γὰρ αὐτὸν οἷς
ὀπισθίων μερῶν , δύο μὲν ἐγρηγορότα , δύο δὲ ἡσυχῆ μύοντα : καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων πτερὰ τέσσαρα , δύο
5303735 θαλψας
θηρία φυκιόεντας ] βρυώδεις ὧν ] ἐξ ὧν πάσαιτο ἐσθιέτω θάλψας ] θερμάνας ἐν φλογιῇ ] ἐν τῷ πυρί κάλχης
κυλίει : ὀκτὼ δὲ καὶ εἴκοσι μερῶν τοῦτο δράσας καὶ θάλψας αὐτήν , εἶτα μέντοι τῇ ἐπὶ ταύταις προάγει τὸν
5299113 ῥοα
συνθέσει [ ? ] ὀξύνεται : στοιά στοά , ῥοιά ῥοά . Τὰ διὰ τοῦ ΟΙΑ μακρὰ , ὅσα ἀπὸ
συνθέσει [ ? ] ὀξύνεται : στοιά στοά , ῥοιά ῥοά . Τὰ διὰ τοῦ ΟΙΑ μακρὰ , ὅσα ἀπὸ
5289242 γλιϲχρα
προϲώπου διαϲτροφή , λῆμαι περὶ τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ κολλώδειϲ , δάκρυα γλίϲχρα , ῥίγη ϲυνεχῆ , πρόπτωϲιϲ ἕδραϲ καὶ αἰδοίου ἔνταϲιϲ
, διάταϲιϲ κενεή : γαϲτὴρ ἀπολελυμένη τὰ πολλὰ χολώδεα , γλίϲχρα βραχέα . ἀεὶ δὲ ἐπαυξέα γίγνεται τὰ πάθεα :
5285827 λιθια
καὶ μαλάβαθρον ἐκ τῶν ἔσω τόπων εἰς αὐτὴν , καὶ λιθία διαφανὴς παντοία καὶ ἀδάμας καὶ ὑάκινθος καὶ χελώνη ἥ
' ἂν ἀρχὴν κινηθῆναι τὸν μικρότατον ὑπὸ ζεύγους ἡμιόνων : λιθία δὲ ἐνήρμοσται πάλαι , ὡς μάλιστα αὐτῶν ἕκαστον ἁρμονίαν
5284811 μιγνυμενων
ἀντεδωρήσαντο ἔριν καὶ ἡδονὴν καὶ μικροψυχίαν ἀνθρώποις . ἀπὸ τούτων μιγνυμένων τε καὶ διακρινομένων τὰ πάντα ἔφυ κακὰ τοῖς πᾶσι
φαίνοιτο . Καὶ τῶν φλεγματικῶν δὲ χυμῶν τοῖς χολώδεσι ῥεύμασι μιγνυμένων , εἰ μὲν ἕνωσις καὶ μῖξις αὐτῶν γενομένη κατὰ

Back