, τὰ πρῶτα τῶν Ἰμβριωτῶν , τὴν ξυγγραφὴν τήνδε ξυνέγραψε δικαιώσας μὴ πράγματα οὕτω μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἐφ ' ἡμῶν | ||
οὔτε πολλαχόθι οὔτ ' ἐν ταὐτῷ πολλὰ κατασκευασθήσεται ἱερά , δικαιώσας , ἐπειδὴ εἷς ἐστιν ὁ θεός , καὶ ἱερὸν |
λειωθέντα , ὥστε χυλωθῆναι τὸν ζωμὸν καὶ παχυνθῆναι χαλικρότερον ] ἡδύτατον χαλικρὸν ποτόν : ἤγουν πῶμα κενωτικόν , ἡνίκα καταθρυφθείῃ | ||
ἐξάγιον τῶν ἄρτων ποιεῖσθαι . λγʹ . πῶς ἔστιν ἄρτον ἡδύτατον καὶ δίχα ζύμης ποιῆσαι . λδʹ . περὶ πτισανῶν |
[ Ἐρεψάμενοι δάφνῃ μέτωπα κτλ . ] Ἐξ ἧς δάφνης ἀνημμένα ἦν τὰ σχοινία τῆς νεώς . Οὐ ποιητικῶς δὲ | ||
πολύβροχ ' ἁμμάτων ἐρείσμαθ ' Ἡράκλειον ἀμφὶ δέμας τάδε λαΐνοις ἀνημμένα κίοσιν οἴκων . ὁ δ ' ὥς τις ὄρνις |
καὶ ὤκιμον ἐμφλοιοσπέρματα , θριδακίνη δὲ παπποσπέρματον . Πάντα δὲ πολύκαρπα καὶ πολυβλαστῆ , πολυκαρπότατον δὲ τὸ κύμινον . ἴδιον | ||
συμβαίνειν καὶ περὶ τὰ φυτά : τὰ γὰρ πολύφορα καὶ πολύκαρπα καὶ αὐτὰ θᾶττον καταγηρῶσιν , τὰ δὲ στεριφὰ καὶ |
μὴ παρείκῃ ὁ πυρετόϲ , διδόναι μὴ μεγάλα ἐπὶ πυρετῶν βλάπτοντα . ἀγαθὸν δὲ ξυμφωνέειν καὶ τὸν πυρετὸν καὶ τὴν | ||
, οὐδὲν ὠφελοῦντα ἐν τοῖς δεινοῖς , ἀλλὰ τὰ μέγιστα βλάπτοντα , πῶς οὐκ ἄνανδρος σφόδρα , ἡττώμενος μὲν γυναικῶν |
στόμα , κἢν ᾖ εἱλκωμένον , κἢν μὴ , μοτοὺς ποιεῦντα τῶν μαλθακτηρίων προστιθέναι , καὶ ἢν καῦμα παρέχωσι προσκείμενοι | ||
: ὁ δὲ καὶ αὐτὸς ἀπικόμενος ὡς εἶδε τὸν Ἀνάχαρσιν ποιεῦντα ταῦτα , τοξεύσας αὐτὸν ἀπέκτεινε . Καὶ νῦν ἤν |
δ ' ἐκ τούτου τὴν ἰσχνὴν καὶ διεφθινηκυῖαν ἢ τὴν ἐπιβλαβὲς καὶ χαλεπὸν ὁρῶσαν , ἵν ' ᾖ : ἀκρίς | ||
καὶ κύνας ἀγοράζειν καὶ ἁλιεύειν καὶ κυνηγεῖν καὶ ἱστουργεῖν , ἐπιβλαβὲς δὲ πιστεύεσθαι , δανείζειν καὶ κιχρᾶν , ἀποδημεῖν , |
, ὧν τὸ πρῶτον ἐπέχει τοιοῦτον λόγον : οὐδέποτε τἀναντία ἀμιγῆ καὶ ἄκρατα ὄντα ἐν τῷ αὐτῷ κατ ' ἀριθμὸν | ||
λευκοῦ καὶ μέλανος . καὶ ὅμως εἰ καὶ τὰ ἐναντία ἀμιγῆ καὶ ἄκρατα ὄντα οὐ δύναται ἐν τῷ αὐτῷ μορίῳ |
ὥς φησι Φύλαρχος ἐν τῆι ιβ τῶν Ἱστοριῶν , μέλι σπένδουσιν , οἶνον οὐ φέροντες τοῖς βωμοῖς , δεῖν λέγοντες | ||
μόνον λόγου μέρος , καὶ τελευταίῳ κατὰ κοίτην ἰόντες Ἑρμῇ σπένδουσιν , ἐπειδὴ πάσης φωνῆς ἐστιν ὅρος ὕπνος . Οὗτος |
καὶ τὸν κατάφυτον τόπον , ἐν ἀπανθρωποτάτοις ὄντα μέρεσι καὶ χορηγοῦντα τὰς τροφάς , εἰκότως οἱ βάρβαροι καθιερώκασι . καὶ | ||
ὅτι τῳ προσέκρουσεν καὶ ἐχθρὸς ὑπῆρχεν , τοῦτον ἀναλίσκοντα , χορηγοῦντα , ἐπίτιμον ὄντα προπηλακίζειν καὶ τύπτειν , καὶ μήτε |
κόπριον ἐξαπίνης διαχωρέει , θανάσιμον . Ἐν τοῖσι κυναγχικοῖσι τὰ ὑπόξηρα πτύσματα ἰσχνῶν , κακόν . Τὰ κυναγχικὰ ἐν γλώσσαις | ||
ἢ σπληνίσκον ἐκεῖ ἐπιτιθέναι . οὐ δεῖ δὲ εἰς τὰ ὑπόξηρα φορεῖν τοὺς καλάμους ἢ ἐγγὺς τοῦ μικροῦ δακτύλου : |
ὅσοις δ ' ἐναντίως , ἀφρονεστάτους . καὶ ὧν μὲν μανὰ καὶ ἀραιὰ κεῖται τὰ στοιχεῖα , νωθροὺς καὶ ἐπιπόνους | ||
γίνεται , καὶ κωπεῶνες ἐκ τούτων κάλλιστοι : τὰ δὲ μανὰ μᾶλλον εἰς βάθος καὶ πάχος , δι ' ὃ |
, τὸ μὲν περιτόναιον ἀνατείναντες σφόδρα τῷ ὑπηρέτῃ παραδώσομεν κρατεῖν ἐάσαντα τὸν δίδυμον , αὐτοὶ δὲ κατατάξαντες εἰς τὸν ὄσχεον | ||
δ ' Αἰσχίνῃ τῷ ῥήτορι δρομοκήρυκες . τὸ μέντοι προδραμεῖν ἐάσαντα ἐπιδιῶξαι , ὅπερ ἐν ταῖς σφαιρομαχίαις γίνεται , προδόσθαι |
τίει ] τιμᾶι ἡ δίκη . χρυσόπαστ ' ] τὰ κεκαλλωπισμένα ἐν χρυσῶι . ἐσθλὰ ] ἔνδοξα δώματα . πίνωι | ||
σκεύη ἐστί . καὶ διαιτητήρια δὲ τοῖς ἀνθρώποις ἐπεδείκνυον αὐτῇ κεκαλλωπισμένα τοῦ μὲν θέρους ἔχειν ψυχεινά , τοῦ δὲ χειμῶνος |
ἐᾷ . εἰ δέ τις τολμήσειε τοῦτο , ταχέως λαβόμενος καταδαπανᾷ τοῦτον * . . . λέγων τὸν λόγον . | ||
τοῖα : οὕτως νεμέθων δέ , ἤγουν νέμων , κατατρώγων καταδαπανᾷ καὶ δαμάζει . * νεμέθων : νεμόμενος * ἀχλύς |
εὔφθαρτος καὶ ὑγραντικὴ τῆς ἕξεως καὶ εὐέκκριτος , εὔχυλος . εὐστομαχωτέρα δ ' ἐστὶν ἡ δι ' ὕδατος καὶ ὄξους | ||
, ἐνεργέστερον δὲ πάντα ἐκείνη ποιεῖ : διουρητικωτέρα μέντοι καὶ εὐστομαχωτέρα ἐστὶν ἡ τοῦ μαλαβάθρου δύναμις . Μανδραγόρας ὁ μέν |
κοινὸν αὐτόν . Ἀπαγέτωσαν : ἄλλον παράγωμεν . Βούλει τὸν αὐχμῶντα ἐκεῖνον , τὸν Ποντικόν ; Πάνυ μὲν οὖν . | ||
τὰ πάντα καὶ μοχθεῖν καὶ τὸ σῶμα καταναγκάζειν ῥυπῶντα καὶ αὐχμῶντα καὶ πᾶσι δυσαρεστοῦντα καὶ λοιδορούμενον , συνεχὲς ἐπιρραψῳδῶν τὰ |
ὅτι στυπτικὰ καὶ θερμαντικά : τὰ ἀρώματα γὰρ τὰ τοιαῦτα φαρμακώδη . Ταῦτα μὲν οὖν ἔξω τῆς τέχνης . Κρᾶσις | ||
ἐστὶ τὸ τοῦ πηγάνου σπέρμα καὶ καννάβου , ὡς εἶναι φαρμακώδη λοιπόν . τῶν δὲ Δημητρίων σπερμάτων εἰς λεπτύνουσαν δίαιταν |
ἔπειτα εἰσιόντα εἰς τὰς ἀλλοτρίας οἰκίας τὰ ἑψόμενα τοῖς ἄλλοις ἀρτύειν ἐμβάλλοντα ὧν ἦν χρεία , κἆθ ' οὕτως ἀνακάψαντα | ||
ἀνήθῳ βραχεῖ καὶ ἐλαίῳ ϲυμμέτρῳ . ἑψηθειϲῶν δὲ τῶν ϲαρκῶν ἀρτύειν ἁλϲὶ ϲυμμέτροιϲ καὶ διδόναι ἐϲθίειν καὶ ῥοφεῖν τὸν ζωμόν |
: ἐν τοῖς δυσὶ τ λέγουσιν . νεᾶν : οὐ νεοῦν τὴν γῆν : καὶ νεατὸν Ξενοφῶν , οὐ νέωσιν | ||
γῆν γεωργεῖν , ἐν δὲ Ἰχθύσι γεωργεῖν καὶ τὴν ἀρχὴν νεοῦν . συνούσης οὖν τῆς Σελήνης τοῖς ἀγαθοποιοῖς ἢ μαρτυρουμένης |
κοσσάβων ἀραγμός . ὁ δὲ πυραμοῦς ἐδίδοτο τοῖς διαγρυπνήσασι καὶ πεμμάτιά τινα ἐν ταῖς παννυχίσιν , ἐν αἷς πλεῖστον ὅσον | ||
καὶ τῶν παρουσῶν ἣν θέλει φιλήσει . ἐγίνετο δὲ καὶ πεμμάτιά τινα ἐν ταῖς παννυχίσιν , ἐν αἷς πλεῖστον ὅσον |
μετ ' ὠοῦ καὶ ὀλίγου ῥοδίνου κατάχριε . Ἄλλο . Κνίδης σπέρμα καὶ καλιὰν χελιδόνων λεάνας μεθ ' ἑψήματος ἐπίχριε | ||
μίαν ὥραν τῆς ἐπισημασίας . [ Πρὸς κυνοδήκτους . ] Κνίδης σπέρμα καταπλασσόμενον , ἢ πρασίας μελαίνης τὰ φύλλα καταπλασσόμενα |
τέλος ἔχουσιν οὐκ αἴσιον : δυσίατα γὰρ ἤδη καὶ παντελῶς ἀθεράπευτα τὰ ἐκ φαρμακειῶν ἀρρωστήματα . χαλεπώτερα μέντοι συμβαίνειν φιλεῖ | ||
καὶ νοσήματα ἐσκιρωμένα χρόνῳ παραλάβῃ , μήτοι γε παντελῶς ἐᾶν ἀθεράπευτα καὶ ἀκόλαστα , ἀλλὰ σκοποῦντα τὸ δυνατὸν ἁμῃγέπῃ στέλλειν |
τούτου . τοῦτο δὲ ἱστόρησεν Ἀντίπατρος ἐν τῷ πρώτῳ περὶ Ὀργῆς . ἐγὼ δὲ φιλοπλάκουντος ὢν οὐκ ἂν περιεῖδον τὸν | ||
ἀστασίαστον καὶ εὔδιον , καὶ βίον εἰρηναῖον ψυχῇ παρασκευάζει . Ὀργῆς κρατέειν ἄριστον ἐθίζειν ἑωυτόν , μάλιστα μὲν καὶ πρὸς |
. δεῖ γὰρ τὸν ἄνδρα χρήσιμον πεφυκέναι , μὴ παρθένους φθείροντα καὶ μοιχώμενον , κλέπτοντα καὶ σφάττοντα χρημάτων χάριν : | ||
. δεῖ γὰρ τὸν ἄνδρα χρήσιμον πεφυκέναι , μὴ παρθένους φθείροντα καὶ μοιχώμενον , κλέπτοντα καὶ σφάττοντα χρημάτων χάριν : |
οἱ λευκοί τε καὶ λεπτοί . καὶ πάντα δὲ τὰ παχύχυμα , εἰ καλῶς πεφθείη καὶ αἱματωθείη , πολύτροφα γίνεται | ||
ἧττον οἱ λευκοὶ καὶ λεπτοί . καὶ πάντα δὲ τὰ παχύχυμα , εἰ καλῶς πεφθείη καὶ αἱματωθείη , πολύτροφα γίνεται |
ἀτονίαν ἐντέρου γινομένη . ἐγχειρεῖν δὲ τῇ θεραπείᾳ , τόνον ἐντιθέντα τῷ τε ὅλῳ τῷ σώματι καὶ τοῖς ἐντέροις . | ||
ἁρμονίαν ταύτην , οἷον ἐπὶ τῶν ὀργάνων τὸν μουσικὸν τὸν ἐντιθέντα ταῖς χορδαῖς τὴν ἁρμονίαν λόγον ἔχοντα παρ ' αὐτῷ |
τρέφεται τροφῆς ὄντα χρεῖα , τεκμήριον δέ : τὰ μὴ ἀρδόμενα φθίνει καὶ ἀφαυαίνεται , ὥσπερ αὖ τὰ ποτιζόμενα ἐμφανῶς | ||
γε , ὦ Ἑρμόγενες , ὅτι τεθηλέναι ποιεῖ ὥσπερ τὰ ἀρδόμενα ; Ἔοικέν γε , ὦ Σώκρατες . Καὶ μὴν |
σητῶν διαβρωθέντα οὐκ ἂν αὐτοὺς ἀνιάσειε : ταῦτα γοῦν πάντως ἀπολλύμενα καὶ ὑπὸ τοῦ χρόνου διαφθαρησόμενα ἡμῖν δοῦναι περιβαλέσθαι μᾶλλον | ||
φυλακὴν ἐποιοῦντο τῶν τειχῶν , τὰ δ ' ἄλλα περιεώρων ἀπολλύμενα . Ἕρνικες δὲ δυσανασχετοῦντες ἐπὶ τῇ λύμῃ καὶ διαρπαγῇ |
ὅτι πρέπον ἐστὶ τίνεσθαι τοὺς ἐποιχομένους τὸν εὐεργέτην ἐν ἀμοιβαῖς ἀγαναῖς . Τὸ εὐμενέσι λέγει , ἐπειδὴ φονεύσας τὸν πενθερὸν | ||
πρὸς τὸ τὸν εὐεργέτην συνάπτεται . τὸ γὰρ τὸν εὐεργέτην ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ἐποιχομένους τίνεσθαι , ἑρμηνεία ἐστὶ τοῦ ταῦτα . |
ἐκφυγόντεςὡς μὲν γὰρ ἐν θεάτρῳ κλωσμὸς συριττόντων , καταμωκωμένων , ἄμετρα χλευαζόντων , ὡς δὲ ἐν εἱρκτῇ πληγαὶ κατὰ τῶν | ||
ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ μετρίῳ ὄντι φίλον ὑπάρχει , τὰ δὲ ἄμετρα οὔτε ἀλλήλοις οὔτε τοῖς συμμέτροις δύναται ἐφαρμόσαι . Εἰσὶ |
δυνάμενος λογικὰ θεωρήματα . ἴκες καὶ ἶπες καὶ θρίπες καὶ κίες διαφέρει . ἴκες μὲν γάρ εἰσι τὰ ἐσθίοντα τοὺς | ||
αὐτὰ νόμιμα ἡγεῖσθαι ἐκλήθησαν Ἰδουμαῖοι . ἶπες καὶ θρίπες καὶ κίες καὶ ἴκες διαφέρουσιν . ἶπες μὲν γὰρ λέγονται θηρίδια |
καθαίροντος , ἀλλὰ καὶ τῆς οὐσίας προσιζούσης ἐν τῇ διόδῳ μεταλαμβάνοντα μεγάλως βλάπτονται . χρήσιμος οὖν χυλὸς τῆς πτισάνης ἐπιρροφούμενος | ||
, καθειργμένα δὲ ἄρα καὶ τοῦ χιλοῦ τοῦ νέου μὴ μεταλαμβάνοντα τοιαῦτα εὑρίσκεται , καὶ τοῦτο μᾶλλον φιλεῖ παρακολουθεῖν τοῖς |
τε καὶ σφαιροειδῆ ὄντα , οὔτε ἄπειρον οὔτε πεπερασμένον οὔτε ἠρεμοῦντα οὔτε κινητὸν εἶναι . . Πρῶτον μὲν οὖν λαμβάνει | ||
λόγον ἐποίησεν ἡ πάνσοφος φύσις , ἵνα μετὰ τὴν ἐνέργειαν ἠρεμοῦντα , ἀνάπαυλαν καὶ ἀνακωχὴν λαμβάνοντα , ἐν αὐτοῖς αἱ |
βόρβορον . λιχμάζοντα : ἐσθίοντα , τρώγουσιν . ἰσχανόωντα : χρῄζοντα , μεταλαμβάνοντα , ἐπιλαμβανόμενα ἢ ἐπιθυμοῦντα . Πέπταται : | ||
: αἱ γὰρ μεγάλαι δυνάμεις καὶ τὰ μείζονα κατορθώματα ὕμνων χρῄζοντα σκότον καὶ ἀφάνειαν ἔχουσιν . ἢ οὕτως : αἱ |
δὲ νήπια καὶ τὰ πρεσβύτερα εὐλαβέεσθαι χρή . Ἐν τῇσι φαρμακείῃσι τοιαῦτα ἄγειν ἐκ τοῦ σώματος , ὁκοῖα καὶ αὐτόματα | ||
τεκμαιρόμενος πειρῶ , ὅλου τοῦ σώματος , κεφαλῆς καθάρσεσι , φαρμακείῃσι , καὶ πυρίῃσι τῆς ὑστέρης καὶ προσθέτοισι χρῆσθαι : |
” ἤδη ποτ ' εἶδον ἐν ἀγῶνι παγκρατιαστῶν τὸν μὲν ἐπιφέροντα τὰς πληγὰς καὶ χερσὶ καὶ ποσὶ καὶ πάσας εὐσκόπως | ||
τὴν ποιητικὴν αἰτίαν ὁμοῦ καὶ παραδειγματικὴν καὶ τελικὴν τοῖς πᾶσιν ἐπιφέροντα : καὶ γὰρ ποιεῖ ὡς νοῦς , καὶ παραδείγματά |
ἀναβάτῃ ἀσφαλεστέραν τὴν ἕδραν καὶ τοῖς ὤμοις ἰσχυροτέραν τὴν πρόσφυσιν παρέχοντα . τράχηλος εὐκαμπὴς ὡς ἀλεκτρυόνος , ἀλλ ' οὐχ | ||
εἴκοντα . οὐχ ὁρᾶτε τοῦτο μὲν ἥλιον νυκτὶ μεθιστάμενον καὶ παρέχοντα ἀνατεῖλαι τοῖς ἀφανεστέροις ἄστροις , τοῦτο δὲ σελήνην ἐῶντα |
ὁρᾶν διὰ τῆς ἀντιτύποσης λαμπηδόνος . Ἀζηχής , ἀπὸ τοῦ ἄζη , ἣ ἐστὶ ξηρασία , ἐναντία τοῖς θάλουσι καὶ | ||
ζ ἀζηχές . σημαίνει δὲ καὶ τὸ σκληρὸν ἀπὸ τοῦ ἄζη , ὃ σημαίνει τὴν ξηρασίαν . . . . |
ἕν ἐστ ' ἀληθὲς φίλτρον , εὐγνώμων τρόπος . τούτῳ κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνή . οἰκεῖον οὕτως οὐδέν ἐστιν , | ||
τὰ καθόλου συμπτώματα θεωρίας , ὡς προηγουμένης καὶ τὰ πολλὰ κατακρατεῖν δυναμένης τῶν περὶ ἕνα ἕκαστον τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ |
ὑμῖν ὅμοιον ἐμὲ ἐποίησε τοῖς βασιλεῦσιν , οἷς ὁ πολὺς θησαυρίζεται χρυσός ; ἀλλὰ μὴν ἔν γε τοῖς ἰδίοις τοσοῦτον | ||
ποιῇς . χρόνιζε δὲ μὴ οὕτως : οἶνος γάρ σοι θησαυρίζεται , ἀλλὰ μὲν βλάψεις υλησει . ταῦτα δὲ ποιῶν |
εἰρημένων τερπνά . αἱ μὲν θεωρητικαὶ καὶ πρακτικαὶ ἀρεταὶ ὡς ψυχικὰ ἀγαθά , ὑγίεια δὲ σώματος καὶ εὐαισθησία καὶ ῥώμη | ||
τί οἱ τερατόμορφοι καὶ ἄφρονες ; ὅτι τοῖς σωματικοῖς τὰ ψυχικὰ συμπάσχει , ὥσπερ τοῖς ψυχικοῖς τὰ σωματικά . Διὰ |
θεοῦ τραπείσας πρὸς ἡμᾶς : ἢ θεόθρεπτα τὰ ἐκ θεῶν τρεφόμενα καὶ αὐξανόμενα πρὸς ἡμᾶς : ἢ ὑπὸ θεῶν ἐνεχθέντα | ||
μὲν ἕλκοντα αὐτὰ , τὴν δ ' ἀποστέγοντα : μὴ τρεφόμενα γὰρ φθείρεται . Καὶ ταῦτα καὶ εἴ τι τοιοῦτον |
πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν . Γίγνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν ὅπου τρέχεις . Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι | ||
πολύν οὐ κεκραμένον σὺ πίνεις μεστὸς ὢν κοὐκ ἐξεμεῖς ; Γυναιξὶ δ ' ἀρκεῖ πάντ ' ἐὰν οἶνος παρῇ πίνειν |
' ἧσσον καὶ μὴ πολύτροφον : λαχάνων δὲ τὰ μὴ δηκτικὰ μηδὲ πυρώδη , ἰχθῦς δὲ πετραῖοι , καὶ κρεῶν | ||
πᾶσαν , ὅκως τὰ ῥεύματα ὡς ὑδαρέστατα ἔσται καὶ ἥκιστα δηκτικὰ , λουτροῖσι θερμοῖσι πουλλοῖσι , μάζῃ , λαχάνοισιν ἑφθοῖσι |
οὐκ ἀπατῶσιν , ἀλλ ' οὐδὲ ὀρχηστὴν ὀνομάζομεν τὸν σχηματίζεσθαι ἀδυνατοῦντα τορῶς καὶ ποικίλως , οὐδὲ κιθαριστὴν τὸν οὐκ ἐπιστάμενον | ||
, τὸν μέχρι πολλοῦ τοσῆσδε ἀρχῆς αὐτοκράτορα καὶ βασιλέα , ἀδυνατοῦντα ἐκ φαρμάκων ἀποθανεῖν δι ' εὐήθη προφυλακὴν ἑτέρων φαρμάκων |
ὅλη φύσις ἐν τούτοις . Ἄλλα δ ' ἐστὶν ὥσπερ ἐπέτεια μέρη τὰ πρὸς τὴν καρποτοκίαν , οἷον φύλλον ἄνθος | ||
ἄδην αἰῶνος ἐτύχθη : Μοιράων δ ' ἔτι κεῖθι θύη ἐπέτεια δέχονται καὶ Νυμφέων Νομίοιο καθ ' ἱερὸν Ἀπόλλωνος βωμοὶ |
κάθαρσιν τῆς ψυχῆς αὐτὴν καθαίρεσθαι , παραχωροῦντας τῷ θεῷ τὸ φαιδρύνειν καὶ μηδέποτε νομίσαντας ἱκανοὺς εἶναι ἑαυτοὺς ἄνευ θείας ἐπιφροσύνης | ||
μὲν Αἰσχύλος , Ἀριστοφάνης δ ' ἀπόνιπτρον , καὶ τὸ φαιδρύνειν δὲ καὶ ἀποπλύνειν καὶ διαπλύνειν τῷ πλύνειν προσήκει , |
μήτε ἀπαυθαδιάσασθαι ἐπὶ κακῷ , μήτε προστάτην τε καὶ ξυνήγορον κακίονα ἔτι γενέσθαι τοῦ ἁμαρτηθέντος , ἀλλὰ ξυμφῆσαι γὰρ ἐπταικέναι | ||
: εὐήθεα τάδε τὰ ἕλκεα . ἄλλα τουτέων βαθύτερα καὶ κακίονα , οἷϲι πόνοι ϲμικροί , πῦον ὀλίγῳ πλεῖον : |
ἑαυτοῖς τεθάφθαι τὸν Ὄσιριν , καὶ τά τε ἐξ ἀρχῆς καθιερωθέντα ζῷα τιμᾶν , καὶ τελευτησάντων αὐτῶν ἐν ταῖς ταφαῖς | ||
διεστηκότα τιμᾶν τὰ παρ ' ἑαυτοῖς ἐξ ἀρχῆς τῶν ζῴων καθιερωθέντα . καθόλου δέ φασι τοὺς Αἰγυπτίους ὑπὲρ τοὺς ἄλλους |
καὶ τῶν λιπαρῶν τυγχάνοντα μὴ πολλῷ ξηρότερα , καί πως λεπτομερῆ καὶ ἰσχναντικὰ τὰς ἐμπλεούσας ἀναπίνοντα ὑγρότητας . Ἐπιτεταμένα δ | ||
, ἡ δὲ ῥίζα ξηραντικήν τε καὶ τμητικὴν ἀτρέμα καὶ λεπτομερῆ . Ἀκανθίου ἡ ῥίζα καὶ τὰ φύλλα λεπτομεροῦς τε |
τε τὴν ἀναπνοὴν καὶ τὴν διάλεκτον . τοὺϲ μὲν οὖν ϲκληροὺϲ καὶ ἀντιτύπουϲ καὶ ὑποπελίουϲ καὶ κακοήθειϲ πόλυπαϲ ὡϲ ἂν | ||
ἀλωπεκίαϲ καὶ τὰ ὅμοια θεραπεύει . ὀνίνηϲι δὲ καὶ τοὺϲ ϲκληροὺϲ ϲπλῆναϲ , ἐπιπλαττομένη πρόϲφατόϲ τε καὶ ξηρά . διδόαϲι |
. καρδάμου χλωροῦ τὰ ἁπαλώτατα φύλλα , λιβανωτίδος χλωρᾶς τὰ ἁπαλώτατα φύλλα τρίψας , καὶ τούτων τὸ ὑγρὸν ἐκθλίψας , | ||
. καὶ τῶν πετραίων ὁ φύκης καὶ ἡ φυκίς , ἁπαλώτατα ἰχθύδια ὄντα , ἄβρωμα καὶ εὔφθαρτά ἐστιν , ἡ |
τὰ μεμεγεθυσμένα νοῇ , ὡς σύνθετα νοεῖ : ὡς γὰρ κεχρωσμένα καὶ ὅλως πεποιωμένα . Τὸ ὅλον οὖν νοεῖ καὶ | ||
καὶ πρὸς τὸ λαμπρότατον ἤγαγε . ἀπεσκοτωμένα : ἐσκιαγραφημένα , κεχρωσμένα . τὰς γὰρ χρίσεις σκότη καλοῦσιν οἱ ζωγράφοι . |
ὑγρόν τέ ἐστι καὶ θερμόν : ἐδείχθη δὲ τὰ τοιαῦτα συνεργοῦντα πρὸς τὴν τοῦ πύου γένεσιν . οὕτως οὖν καὶ | ||
φυσικὸν καὶ τὸ λογικὸν ὡς μηδὲν πρὸς τὸ εὐδαιμόνως βιοῦν συνεργοῦντα . καίτοι περιτρέπεσθαι τούτους ἔνιοι νενομίκασιν ἐξ ὧν τὸ |
κακουργίαν τινὰ τοῦ στρατηγοῦ ταύτην ἀπέφαινον . βοηθεῖν δὲ τοῖς ἀπολλυμένοις ἢ σώζειν τὰ περιόντα δι ' ὑποψίαν τ ' | ||
ψυχρὸν , ὁποῖον συμβαίνει καὶ τοῖς ἐπὶ τοῖς ἄλλοις σπασμοῖς ἀπολλυμένοις . Διὰ μὲν οὖν τὰς ὀδύνας καὶ τὰς φλεγμονὰς |
: ὡς γὰρ ὁ λέγων τὸν ἔρωτα ἐπιβολὴν εἶναι φιλοποιίας συνεμφαίνει τὸ νέων ὡραίων , καὶ εἰ μὴ κατὰ τὸ | ||
τὰ ὄντα , τὰ δὲ ἐν τοῖς καθόλου περιείληφε καὶ συνεμφαίνει τὰ καθ ' ἕκαστον : καὶ τὰ μὲν ἀύλοις |
ἔχῃ βίον , ἢ χῆνα πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα , ἢ στρουθόν , ἢ πίθηκον , ἐπίβουλον κακόν . κακὸς κακῶς | ||
ποιῆσαι . σοῦ σοῦ : ἀποσοβοῦσι τὸν γέροντα ὡς ⌈ στρουθόν [ στρουθίον ] ⌈ † σοῦ † , ὡς |
. . . . ταῦτα δ ' ἐστὶ πλεῖν ἢ ναυτιᾶν . . . . ἀνάπιπτ ' . ἀνδριάντας ἑστιᾷς | ||
” τὰ τοιαῦτα . ταῦτα δ ' ἐστὶ πλεῖν ἢ ναυτιᾶν . καὶ τοίνυν καὶ πρώην τις τὸ αὐτὸ πρόβλημα |
λειώσας ἐπίχριε πτερῷ ἢ βρέχων ῥάκει ἐπιτίθει , καὶ συνεχῶς ἄλλασσε . Τῶν ἑρπήτων οἱ μέν εἰσι φλυκταινώδεις καὶ ὑπέρυθροι | ||
κατασκευαζομένων . τὰ μέντοι σκευάρια μετὰ πρώτην ἢ δευτέραν χρῆσιν ἄλλασσε . Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇδε τῇ βίβλῳ , ἐννεακαιδεκάτῃ |
τοῖσι φρενιτικοῖσιν ἐν ἀρχῇσι τὰ ἐπιεικῶς ἔχοντα , πυκνά τε μεταπίπτοντα , κακόν . Τῶν ἐξισταμένων μελαγχολικῶς , οἷς τρόμοι | ||
τὰ θανάσιμα , καὶ τὰ μὴ θανάσιμα , καὶ τὰ μεταπίπτοντα καὶ τὰ αὐξανόμενα καὶ τὰ μαραινόμενα , καὶ τὰ |
- νην ἀλθαίαν : ἀλλὰ πλεονεκτεῖ τῶν ἀμφοτέρων ἐν τῷ σμήχειν : ἁλμώδη γάρ τινα ποιότητα κέκτηται , ἄλλως τε | ||
τὸ σῶμα λεπτύνειν τε τὰς τρίχας καὶ ἀλφοὺς καὶ λέπρας σμήχειν : χρησίμη δὲ καὶ ζωγράφοις εἰς πλείονα παραμονὴν χρωμάτων |
τἀληθῆ μετὰ παρρησίας , μηδὲν ἀχθεσθῆναί μοι . πέπραται τὰ συμφέροντ ' ἐφ ' ἑκάστου τῶν καιρῶν , καὶ μετειλήφαθ | ||
ἂν ἐν τοῖς πᾶσιν : ἀλλ ' εἰ πλείονα τὰ συμφέροντ ' ἔνεστι , τοῦτο δεῖ σκοπεῖν . πλοῦτος δὲ |
καὶ ἐπεβούλευον : πάντα τε ἔπραττεν ἑκάτερος πειρώμενος τὸν ἀδελφὸν ἀποσκευάσασθαι ἐς αὑτόν τε μόνον περιαγαγεῖν τὴν ἀρχήν . ἐμερίζοντο | ||
, τῷ ἀπορρῆξαι τῆς ὕλης διὰ τὸ ὀξύρροπον , καὶ ἀποσκευάσασθαι τῆς ὕλης , καὶ μηκέτι φυσικῶς , ἀλλὰ νοερῶς |
καὶ διαίτης ἀναπληροῦμεν . καὶ ὅτι καὶ αὐτὴν τὴν γυναῖκα παρασκευάζομεν , εὐχύμῳ τροφῇ κεχρῆσθαι κυοφορούσῃ καὶ μὴ ἀμέτρῳ κενώσει | ||
. ἡμεῖς δ ' οὔτε τῶν ἐκείνου πραγμάτων οὐδὲν στασιάζειν παρασκευάζομεν , οὔτε ξενοτροφεῖν ἐθέλομεν , οὔτε στρατεύεσθαι τολμῶμεν . |
αὐτοῖς ἡ ἐκεχειρία . ἀνοκωχῆς : ἤγουν διακοπῆς . μᾶλλον ἐπιθυμήσειν αὐτούς : ἡγούμενοι δηλονότι ἐπιθυμήσειν τοὺς Ἀθηναίους . εὐτύχει | ||
ἐδέδισαν φοβεῖσθαι , καὶ γενομένης ἀνοκωχῆς κακῶν καὶ ταλαιπωρίας μᾶλλον ἐπιθυμήσειν αὐτοὺς πειρασαμένους ξυναλλαγῆναί τε καὶ τοὺς ἄνδρας σφίσιν ἀποδόντας |
αὔξει καὶ καταβάλλει τὴν δύναμιν , διόπερ εἰκότως ὄντων πυρετῶν ἀνοίκειά εἰσι τὰ τοιαῦτα , ὅσα δὴ πάνυ τὸ πικρὸν | ||
. Τὰ μηδὲν πρὸς τὸν Διόνυσον : ἐπὶ τῶν τὰ ἀνοίκειά τισι προσφερόντων . Τὰ πολλὰ πράττειν οὐκ ἐν ἀσφαλεῖ |
ἰδίως δυσπνοϊκῶν καὶ ἀναφορικῶν οὕτω καλουμένων , ἀφρώδη τε καὶ δίυγρα καὶ γλίσχρα καὶ παχέα ἐσύστερον τὰ ἀναπτυόμενα , ἃ | ||
] αὐτάδελφα ἢ πολυνεικῆ . ὁμώνυμα ] πολυνεικῆ . θ δίυγρα : ζῶντα πήματα χεόμενα καὶ πολλά . τριπάλτων δὲ |
τὰ δὲ τῇ συμπαρατηρήσει καταλαμβάνεται , ὡς τὰ διὰ σημείων γιγνωσκόμενα : οὕτω καὶ τὰ συμφέροντα μὲν ἐνδείξει καταλαμβάνεται . | ||
, ὦ Ἀπολλώνιε , καὶ πολλὰ ἴσως διακηκοὼς μήπω ἡμῖν γιγνωσκόμενα οὐ δίει ταῦτα , οὐδὲ τὸ εἶδος ἡμῖν τοῦ |
τετάρτῃ ἐρυθρὸν , καὶ τἄλλα κατὰ λόγον . Ὁκόσοισιν οὖρα διαφανέα λευκὰ , πονηρά : μάλιστα δὲ ἐν τοῖσι φρενιτικοῖσιν | ||
μὲν οὖν , ἐρυθρὰ τὰ χρώματα γίνεται καὶ εὔχροα καὶ διαφανέα : συναγούσης δὲ , χλωρὰ καὶ πελιδνά : τὰ |
διαμονὴν ὑστερίζοντα , τὰς κενώσεως καὶ πληρώσεως ἐν μέρει διαδοχὰς ἀπωσάμενον , αἷς διὰ τὴν ἄμουσον ἀπληστίαν τὰ ζῷα χρῆσθαι | ||
κατὰ τὸν τοῦ περιναίου τόπον ἐρείδειν καὶ εἰς τὸ κύτος ἀπωσάμενον αὐτὸν τῆς μήτρας , εἶτα καθέντα τὴν χεῖρα τὸ |
νϚʹ γοʹʹ Ἄβου ποταμοῦ ἐκβολαί καʹ νϚʹ ∠ ʹʹ Μεταρὶς εἴσχυσις κʹ ∠ ʹʹ νεʹ γοʹʹ Γαριέννου ποταμοῦ ἐκβολαί κʹ | ||
δεκτικὰ τῶν ὑγρῶν ἀγγεῖα , ἵνα οὕτως ἡ τῶν ὑγρῶν εἴσχυσις γένηται , οὕτω δεῖ πρῶτον ἡμᾶς τὰ κεφάλαια τὰ |
ἐστιν ὅσα ξηραίνειν ἀδήκτως πέφυκεν , ὅθεν εἴς τε τὰ καρκινώδη τῶν ἑλκῶν ἐστιν ἐπιτήδειος καὶ πρὸς τὰ ἄλλα τὰ | ||
φύεται γυναιξὶν ἔν τε τιτθοῖς καὶ ὑπὸ μασχάλαις , κρυπτὰ καρκινώδη ὀνομαζόμενα . καὶ σπονδύλων δὲ κυφώματα , ὅσα κατ |
αὐτὸς λέγει ὅτι : ἀπόλωλα ἤδη . οὐ μαλθακιστέον . μαλθακιστέ ' : πρὸς τὰ δήγματα τῶν κόρεων . δεῖ | ||
περιφρονοῦντα καλύπτεσθαι κατακείμενον ἢ τοῖς ἱματίοις ἢ τοῖς νοημάσιν . μαλθακιστέ ' ] δεῖ μαλθακίζεσθαι , ἄξιον μαλθακίζεσθαι . μαλθακιστέα |
σημαίνει τὴν ξηρασίαν . . . . ἄζη : ἡ ξηρασία , ὅτι τοῦ ζῆν καὶ θάλλειν ἐστέρηται . . | ||
ἐπειγόμεναι : βιαζόμεναι κατάγοντες τὸ αἷμα * ἄζη : ξηρασία ξηρασία γίγνεται * ἐνείη : βάλοι ἐπενέγκοι ἐπιφέρεται * τῆς |
ἐν τῷ εὐθυδρομῆσαι καὶ νικῆσαι κατὰ τὸν δρόμον ἐν ταῖς γυιοδάμαις τῶν πληγῶν τοῦ φυλακίδα . κοινωνεῖ γὰρ αὐτῷ τῆς | ||
, φησί , καὶ τὸν ἀλείπτην αὐτοῦ τοῖς πόνοις τοῖς γυιοδάμαις ποιήσαντα τὸν τῶν πληγῶν δρόμον εὐθυπορῆσαι . παγκρατιαστὴς γὰρ |
ἣν οὕτως εὐήθη λέγουσιν ὡς ἀπὸ τοῦ ἱστοῦ θοἰμάτιον καθελομένην ἡμίεργον ἀμφιέσασθαι , εἴς τε τὸ κάτοπτρον βλέπουσαν πρὸς τὴν | ||
θυμῷ δυνατωτέρῳ χρησάμενοι λογισμοῦ , δρᾶσαι τὸν φόνον , ὡς ἡμίεργον τὴν πρᾶξιν εἶναι , τῆς διανοίας μὴ προκατεσχημένης ἐκ |
ἐν παντοδαπῇ μεταβολῇ φέρεσθαι πεφυκότα οὔτε εἶναι οὔτε συνέχεσθαι καὶ διακοσμεῖσθαι δυνατὸν μὴ πολλῆς τυγχάνοντα τῆς τῶν ἀεὶ ὡσαύτως ἐχόντων | ||
χρόνους ἐκπυροῦσθαι τὸν σύμπαντα κόσμον , εἶτ ' αὖθις πάλιν διακοσμεῖσθαι . τὸ μέντοι πρῶτον πῦρ εἶναι καθαπερεί τι σπέρμα |
, ὦ Ἑρμόγενες , γράμμασι καὶ συλλαβαῖς τὰ πράγματα μεμιμημένα κατάδηλα γιγνόμενα : ὅμως δὲ ἀνάγκη . οὐ γὰρ ἔχομεν | ||
. ἐκπλυνεῖται : Ἐκπλυνθείη . . ἀποπεσεῖται . . ὄψει κατάδηλα : Θεάσῃ λίαν φανερά . . ὄψει : Θεάσεις |
„ ἔφη „ καὶ πλείους , καὶ γὰρ τὴν ἐσθῆτα διαβάλλουσι καὶ τὴν ἄλλην δίαιταν καὶ τό ἐστιν ὑφ ' | ||
λέγειν . τὸ δὲ ἀμφοτέροις , ὅτι τόνδε μὲν τῷδε διαβάλλουσι , τόνδε δὲ τῷδε : ὅπερ Ὅμηρος ἀλλοπρόσαλλόν φησι |
χλωρά , πλατάνῳ προσεμφερῆ , ἐλάττονα δὲ πρὸς τὰ τοῦ σφονδυλίου καὶ πολυσχιδέστερα καὶ μελάντερα καὶ ὑποτραχέα . καυλὸς βραχύς | ||
, ἀγαρικοῦ ἀφέψημα ἢ χαμαιπίτυος ἢ ἀδιάντου ἢ ἀκόρου ἢ σφονδυλίου ῥίζαν σὺν οἴνῳ : ἢ ἄμωμον ἢ κασσίαν ἢ |
ὁ πρῶτος καρπὸς καλὸς γένηται , τὸν πρῶτον σπόρον καλῶς καρποφορεῖν σημαίνει : ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων . | ||
τοῦ νῦν ἐν πολλοῖς τόποις ἀγρίας ἀμπέλους φύεσθαι , καὶ καρποφορεῖν αὐτὰς παραπλησίως ταῖς ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας χειρουργουμέναις . |
τὰ αὐτὰ προσάξομεν : ψύχεσθαι μὲν γὰρ δέονται παραπλησίως τοῖς ἐρυσιπέλασιν , οὐκέτι δὲ καὶ ὑγραίνεσθαι φέρουσιν . κατάλληλα δ | ||
ὁμοίαν τῇ προτέρᾳ . κενώσομεν οὖν τὸ σῶμα πᾶν τοῖς ἐρυσιπέλασιν ὁμοίως , τοῖς δὲ πεπονθόσι τόποις οὐ τὰ αὐτὰ |
, ἀλλὰ βοηθόν . χαλίκρητον : τὸν ἄκρατον , τὸν χαλῶντα τὰς φρένας . Ἀθηναῖοι δὲ τὸν ἄκρατον χάλιν λέγουσιν | ||
. . . : χαλίκρητον : τὸν ἄκρατον , τὸν χαλῶντα τὰς φρένας . Ἀθηναῖοι δὲ τὸν ἄκρατον χάλιν λέγουσιν |
. Ἦ πού τι χαλεπόν ἐστι τὸ ψευδῆ λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν | ||
οἱ ἄλλοι δέ . ἐρχθέντες : κρατηθέντες , ἐμπλακέντες . Πικρόν : ἐλεεινόν . ἀνέτλησαν : ὑπέμειναν , ὑπὸ τῶν |
τἀλλότρια γίνετ ' ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής : τοῖς δὴ τοιούτοις βρώμασιν τὰ φάρμακα εὕρητ ' ἐκεῖθεν . μεταφορὰ δ ' | ||
δὲ Μαριανδυνοῦ Μαριανδυνίαν προσαγορευθῆναι λέγουσιν . ὀνείασιν : σιτίοις , βρώμασιν . μυδαλέην : μυσαράν . μὴ καὶ λευκανίην γε |
ἐνέπιπτον ἀθυμίαι καὶ ἀπαλλαγῆς βίου ἐπιθυμίη , ὁτὲ δὲ πάλιν εὐθυμίη . Ἡ δὲ Κόνωνος θεράπαινα , ἐκ κεφαλῆς ὀδύνης | ||
ϲχῆμα : ἡϲυχίη λαλιῆϲ ἠδὲ ἀκουϲμάτων : ψυχῆϲ ἀταραξίη , εὐθυμίη . πάγχυ δὲ τοῖϲι τοιουτέοιϲι ξυνομαρτέει δυϲελπιϲτίη : τίϲ |
τὴν ψυχὴν οὐ ζῶσαν τὸ σύνθετον , ἀλλ ' ἤδη χωρίζουσαν ἑαυτήν . Οἱ ζητοῦντες , πόθεν τὰ κακὰ εἴτ | ||
οὐδ ' ὡς φαντάσματά τινα ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἀποσυλῶσαν καὶ χωρίζουσαν , ἀλλ ' ὡς κοινὰ νοήματα δυναμένην πᾶσιν ἐφαρμόζειν |
ὠοῦ λέκυθον ὀπτὴν μετὰ ἀλφίτου πότιζε . [ Πρὸς στόμαχον ἐμοῦντα χολὴν μέλαιναν . ] Ἐπὶ δὲ τῶν χολὴν μέλαιναν | ||
καὶ ἐπανέρχεται τὰ σιτία εὐκόλως . ἐπὶ δὲ τοῖς ὕπνοις ἐμοῦντα συμφέρει συνεχέστερον τοῦ ὕδατος ἐπιρροφεῖν , μὴ ὀξύνοντα καὶ |
Ἐπὶ τῶν οὖν ἀναξίως τι βασταζόντων λαμβάνεται . Ὁμοία , Γαλῇ κροκωτόν : καὶ , Πίθηκος ἐν πορφύρᾳ . Ὄνου | ||
. Ἐπειδὴ μάλιστα τοῦτο τὸ ζῶον ἐκεῖ ἐπιχωριάζον τυγχάνει . Γαλῇ χιτώνιον : ἐπὶ τῶν τὰ μὴ ἑαυτῶν περιβλήματα ἐνδυόντων |
Τὰ κατὰ Πάνθειαν τὴν Βαβυλωνίαν : Τὰ κατὰ Ἀριάδνην : Βίον Ἀπολλωνίου τοῦ Τυανέως : Πύθωνα ἢ Ἀλεξανδριακόν : καὶ | ||
: ἐπὶ τῶν εὐδαιμονιζόντων ἐπὶ πολυτελεῖ καὶ ἡδεῖ βίῳ . Βίον ἀκανθώδη : τὸν τραχὺν καὶ σκληρόν . Βιβλίον τοὐμὸν |
τὰς τῶν στοιχείων δυνάμεις , καθ ' ἃς τὰ μὲν ἀνωφερῆ ἐστι , τὰ δὲ κατωφερῆ : ὑπὸ τούτων γὰρ | ||
προνοητικῶς . Ἡρόδοτος καὶ Θουκυδίδης . ἄναντα : ἄνω , ἀνωφερῆ , δυσχερῆ . ἀναπίπτειν : τὸ ἀθυμεῖν λέγεται παρὰ |
σκόρδα ὀπτὰ μετὰ μέλιτος ἐσθιόμενα , ἢ σήσαμα πεφρυγμένα καὶ τετριμμένα μελικράτου τρισὶν ἡμικοτυλίοις διακεχυμένα : πάντα δὲ τὰ τοιαῦτα | ||
ἑψήσας μετὰ οἴνου παλαιοῦ σβέσον τὴν ἄσβεστον : ἔπειτα ἔχε τετριμμένα καρδαμώμου , πυρέθρου , κάχρυος , σαμψύχου , πεπέρεως |
: καὶ τὸ ἐν τῇ Ἑλλάδι πολλάκις εἶναι κεκραμένον : εὔοσμα δὲ σφόδρα καὶ τὰ ῥαβδία : καθαίρειν γὰρ καὶ | ||
, ῥόδα , κρίνα , χαμαίμηλα καὶ πάντα ἄνθη τὰ εὔοσμα καὶ τῶν ξηρῶν μύρων τὸν μόσχον καὶ ῥοδόσταγμαν . |
. ὁμώνυμα ] πολυνεικῆ . θ δίυγρα : ζῶντα πήματα χεόμενα καὶ πολλά . τριπάλτων δὲ σφοδρῶς πηδησάντων . δίμετρον | ||
μόνον ἵνα ξηρανθῇ καὶ λευκανθῇ . Ὧδε νόησον : πάντα χεόμενα πάντα ἀποβάλλει : καὶ οὐδὲν μένει , εἰ μὴ |
γὰρ ἀοριστούμενα ἐγκλιτικά ἐστι , τὰ δὲ ἐγκλιτικά , ἵνα ἐγκλινόμενα γένηται , ὑποτακτικά ἐστιν . ἐπεκράτησεν ἄρα ἡ φωνή | ||
τὰ μὴ ὀξυνόμενα ῥήματα οὐκ ἐγκλίνονται , καὶ ὅτι τὰ ἐγκλινόμενα κατὰ τὸν ἐνεστῶτα οὐ πάντως κατὰ τὰ λοιπὰ ἐγκλίνονται |
γυμνόν ἐστι τὸ ἐστερημένον ἐνδύματος , καὶ γυμνὰ ἔσονται τὰ ἐστερημένα ἐνδύματος : ἀλλὰ μὴν κίονες , λίθοι , ξύλα | ||
, τὰ δὲ ἀπαρέμφατα πράγματα μὲν δηλοῖ προσώπων καὶ ἀριθμῶν ἐστερημένα : ἡ οὖν τῶν προαιρετικῶν πρὸς τὰ ἀπαρέμφατα σύνταξις |
, ὅτι χρὴ τοιϲίδε λεπτῦναι , διαπνεῦϲαι , εὔροα καὶ εὔπνοα ποιέειν , καὶ πεπτηρίοιϲι φαρμάκοιϲι , θερμοῖϲι , ξηροῖϲι | ||
Δυσώδεις δὲ οἱ τόποι καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς ὅσα μὴ εὔπνοα : σήπεται γὰρ , ἡ δὲ κακωδία σῆψίς τις |
ἀναγκαῖόν ἐστι , ῥᾳδίως οἴσει τὰ προσπίπτοντα , κἂν ᾖ βαρύτατα , νομίσας δὲ ἀλλότριον ἀνηνύτῳ πιεζόμενος ἄχθει Σισύφειον τιμωρίαν | ||
τοιαύτην αἰτίαν : εἴ τις γὰρ λάβοι τῶν σωμάτων τὰ βαρύτατα , οἷον μόλιβδον , καὶ πάλιν αὐτὰ τὰ κουφότατα |
τὰ προπαιδεύματα , καὶ θεασάμενοι πηγὰς καὶ παρ ' αὐταῖς ἔρνη φοινίκων στρατοπεδεύειν οὐ παρὰ τοῖς φυτοῖς ἀλλὰ παρὰ τοῖς | ||
ἑκάστῳ κτήνη συγγεγέννηκε , τῆς ψυχῆς ὥσπερ ἀπὸ μιᾶς ῥίζης ἔρνη διττὰ ἀναβλαστούσης , ὧν τὸ μὲν ἄτμητον ὅλον δι |
ἔχει . ὁ καπνὸς φερόμενος δεῦρο κἀκεῖ διαφορὰν εἴωθε τοῖς ὄψοισιν ἐμποιεῖν τινα . τί οὖν ἔτι σοι δίειμι τὰ | ||
θερίην καταστήσεται ὥνθρωπος τοῖσί τε σιτίοισι μαλακωτέροισι χρεόμενος καὶ τοῖσιν ὄψοισιν ἑφθοῖσι καὶ λαχάνοισιν ἑφθοῖσι καὶ ὠμοῖσιν : ὡσαύτως καὶ |