αὐτοῖς ἡ ἐκεχειρία . ἀνοκωχῆς : ἤγουν διακοπῆς . μᾶλλον ἐπιθυμήσειν αὐτούς : ἡγούμενοι δηλονότι ἐπιθυμήσειν τοὺς Ἀθηναίους . εὐτύχει
ἐδέδισαν φοβεῖσθαι , καὶ γενομένης ἀνοκωχῆς κακῶν καὶ ταλαιπωρίας μᾶλλον ἐπιθυμήσειν αὐτοὺς πειρασαμένους ξυναλλαγῆναί τε καὶ τοὺς ἄνδρας σφίσιν ἀποδόντας
7068031 πεφροντικεν
περιπλάττωσι τοῖς χρηστοῖς λόγοις . οὐδέποθ ' ἑταίρα τοῦ καλῶς πεφρόντικεν , ἣ τὸ κακόηθες πρόσοδον εἴωθεν ποιεῖν . ἢ
ἄλλοι ἐπτόηνται καὶ τοὺς ἐκείνων φόβους περὶ τῶν ἰδίων ἔργων πεφρόντικεν , ὅπου αὐτός ἐστιν : εἶτα ἐρῶ αὐτῷ εἰ
6926584 ἀγωνιᾳς
, ὥστε περὶ τούτων ἀγωνιᾶν , ὑπομνήσω αὐτὸν ὅτι τί ἀγωνιᾷς ; ἐπὶ σοί ἐστιν : ἀσφαλὴς ἴσθι : μὴ
καὶ οὐκ ἐξέστηκας , δῆλον : θαυμάζω δὲ πῶς οὐκ ἀγωνιᾷς ἀκούσασα τὸν βασιλικὸν οἶκον διεφθάρθαι ὑπὸ τῶν σῶν φαρμάκων
6911118 κακουργον
, κἂν μὴ τοιαῦτα τὰ πράγματα ἐν αὐτοῖς , ὅτι κακοῦργον οὐδὲν ἐπιφαίνουσιν ἐπὶ τῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' εἰσὶν
σὺν ὀποβαλσάμῳ ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . Ζμύραινά ἐστιν θηρίον θαλάσσιον κακοῦργον καὶ πονηρὸν καὶ ἀλέπιδον , ἔχον φολῖδας μελαίνας ἐν
6834193 ἀκολασταινειν
ἐπιλιπεῖν τἀδικεῖν , καὶ εἴπερ ζῆν ἀνάνδρως , ἐπιλιπεῖν τὸ ἀκολασταίνειν , καὶ εἰ θρασέως μέντοι καὶ πανούργως , ἔνδειαν
τὰ τῶν νεκρῶν . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς ἐθέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα μὴ τὴν ῥακίωσιν τοῦ σώματος ἐλέγχῃ
6824115 ἀπολωλ
γ ' , ὦ πότνια δέσποιν ' Ἀθηναία , ποιῶν ἀπόλωλ ' ἐκεῖνος κἀν δέοντι τῇ πόλει , εἰ πρίν
„ ἀβίωτος ὁ βίος , οὐκ ἔτ ' ὄψομαι , ἀπόλωλ ' , „ ἐν ἑαυτῷ τοῦτ ' ἐὰν σκοπῇ
6798732 Μισω
λέξον . „ Ἀντὶ παλαισμοσύνης θῆκε Λύρωνι πόλις . „ Μισῶ μὲν ὅστις τἀφανῆ περισκοπῶν φησὶν ὁ Σοφοκλῆς . καὶ
ἄνδρας : τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα . Ὅθεν ἐπίγραμμα , Μισῶ τὸν ἄνδρα τὸν διπλοῦν πεφυκότα , χρηστὸν λόγοισι ,
6797390 Οὐπωποτ
οὐδὲν ἰσχύει νόμος . Ὀργὴ φιλοῦντος μικρὸν ἰσχύει χρόνον . Οὐπώποτ ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν . Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς
γάρἀλλὰ ποῦ θεούς οὕτως δικαίους ἐστὶν εὑρεῖν ὦ Γέτα ; Οὐπώποτ ' ἠράσθης Γέτα ; οὐ γὰρ ἐνεπλήσθην . Ἀπαμφιεῖ
6794252 ᾐσθου
; Ἔπειτ ' οὐδ ' ἐκ τῆς ἐπιδοθείσης αὐτῇ προικὸς ᾔσθου ; Ὥστε καὶ δι ' αὐτὸ τοῦτο ἀγανακτήσαντι δήπου
ἵνα φυλάττῃ : εἰ δὲ τὴν πατρίδα πονηρὰν καὶ ἀχάριστον ᾔσθου , ἀκληρεῖν ἡγῇ σύ , ἀλλ ' οὐ χάριν
6792932 κολαζε
. Ἄνθρωπον ὄντα σαυτὸν ἀναμίμνησκ ' ἀεί . Ἀνεξέταστον μὴ κόλαζε μηδένα . Ἀφεὶς τὰ φανερὰ μὴ δίωκε τἀφανῆ .
: διπλῆ καὶ ἔκθεσις εἰς ἰάμβους τριμέτρους ἀκαταλήκτους ηʹ . κόλαζε : ἀντὶ τοῦ ” παίδευε “ ; οἱ γὰρ
6773378 Φιλει
τὸ δ ' ἡδὺ πάντως ἡδύ , κἀκεῖ κἀνθάδε . Φιλεῖ γὰρ ἡ μακρὰ συνουσία καὶ τὰ συμπόσια τὰ πολλὰ
τῇ πόλει , βιαίῳ δὴ θανάτῳ ἐπιβουλεύουσιν ἀποκτεινύναι λάθρᾳ . Φιλεῖ γοῦν , ἦ δ ' ὅς , οὕτω γίγνεσθαι
6773006 αὐθαδιας
: τοῦτον ὦ θειότατε βασιλεῦ ἐκμιμούμενος ὁ τόλμιλλος ἐγὼ καὶ αὐθαδίας τὴν μετὰ ζειρὰς προσενη . . ἐποσιν ! καρποφορεῖν
⌊ ⌋ , ἐνθάδε ? πρὸς ὑμᾶς ; Ἡράκλεις , αὐθαδίας [ ] ⌊ ἀνθρώπου ] ? [ ] λαβεῖν
6761072 γνωριει
ἐκείνων : ἀλλὰ τὸ σύνολον καὶ τὸ σύνθετον ἅπαν τίνι γνωριεῖ ἢ αἰσθήσεται , οἷον τί ἄνθρωπος ἢ ἵππος ἢ
, ἢ τοῖς ἔργοις αὐτῆς ἐπιβάλλων ἀπὸ τούτων καὶ αὐτὴν γνωριεῖ , καθάπερ τὴν μὲν ἰατρικὴν διάθεσιν ἀπὸ τῶν ἰατρικῶς
6757903 ὑπεροπτικον
καὶ ἐν τοῖς ἰδίοις μου πολίταις ὁρῶ οὐχ ὑπέρλαμπρον καὶ ὑπεροπτικόν , ἀλλὰ μέτριός τις καὶ χρηστὸς τυγχάνω . ἡ
καὶ ἐν τοῖς ἰδίοις μου πολίταις ὁρῶ οὐχ ὑπέρλαμπρον καὶ ὑπεροπτικόν , ἀλλὰ μέτριός τις καὶ χρηστὸς τυγχάνω . ἡ
6752364 δακρυσω
κουροβόρῳ παρέξει . ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ , πῶς σε δακρύσω ; φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ ' εἴπω ;
θεόκραντόν ἐστιν ; ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ , πῶς σε δακρύσω ; φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ ' εἴπω ;
6742647 ὀμωμοκε
καὶ τοῖς ὁμοειδέσιν ὁμοίως . Ὤμοκε ἄηθες : χρὴ γὰρ ὀμώμοκε λέγειν . Ἀλκαϊκὸν ᾆσμα οὐκ εἴποις , ἀλλ '
. τοὺς φίλους : Ἐμέ . . ἡ γλῶττ ' ὀμώμοκε : Παρὰ τὰ ἐξ Ἱππολύτου [ ] ἡ γλῶττ
6734938 χαλεπανει
φάσκειν τετοκέναι ; τί δὴ γὰρ οὔ ; ὁ πατὴρ χαλεπανεῖ σοι . πεπαύσεται πάλιν . ἐρᾶι γάρ , ὦ
. νὴ τὸν Δία , οὑτοσὶ τὸ πρᾶγμ ' ἀκούσας χαλεπανεῖ , κεκράξεται : τραχὺς ἅνθρωπος , σκατοφάγος , αὐθέκαστος
6715683 ποιησηι
Θούλης , ἐκτείνει πλέον ἢ δεῖ τὸ μῆκος , ἵνα ποιήσηι πλέον ἢ διπλάσιον τοῦ λεχθέντος πλάτους . φησὶ δ
ἐπιθυμίας ἐπίτασιν λαμβανούσης , φῆσαι δεῖν μὴ σπεύδειν πῶς ἄπορον ποιήσηι τὸν γείτονα , ἀλλὰ τοὐναντίον ὅπως πλούσιος ὑπάρχηι :
6661524 ἐγκαλεισθαι
τοιοῦτον συμβουλεύω , διὰ τὸ τοιοῦτον εἶναι Χριστιανόν , μὴ ἐγκαλεῖσθαι . Εἰ δὲ εὑρεθείη τις ἐγκαλῶν τῷ Χριστιανῷ ὅτι
τοιαῦθ ' οἷς ἔξεστι νέμειν , ποῦ ταῦτ ' ἐστὶν ἐγκαλεῖσθαι δίκαιος ; ὥσπερ ἂν εἰ καὶ ἰατρὸν ἠξίους κακίζειν
6658338 αὐτοδηλα
δ ' αἰακτὰ πήματ ' οὐ λόγῳ . τάδ ' αὐτόδηλα , προῦπτος ἀγγέλου λόγος : διπλαῖ μέριμναι , διδύμα
χορὸς ὁρᾷ βασταζόμενα . τάδ ' ] τὰ πήματα . αὐτόδηλα ] φανερά . αὐτόδηλα ] φανερὰ καὶ οὐκ ἀμφίβολα
6646764 ἀλγω
. ἐπειδὰν αἴσθωμαι συκοφάντην ἄνθρωπον ἐπιεικεῖ προσπεσόντα καθάπερ χειμάρρουν , ἀλγῶ τὴν ψυχὴν καί που δακρύω καὶ συμπράττειν ὅ τι
βοώσας παραπλέων τὰς ἡδονάς πλατὺν γέλωτα καταχέω τῶν δογμάτων . ἀλγῶ δὲ καὶ τῆς οὐχ ὁρωμένης ἐρῶ . δραχμῆς μὲν
6645636 Χαιρω
: . . . . . . Δείνιδος δισσῶν σταδίων Χαίρω δὲ ἐνιεὶς καὶ ἐμβάλλων κόμπον , ἤγουν τὸ ἀξίωμα
εἶδος . Τὸν δὲ Πάρις προσέειπεν ἐποτρύνων ποτὶ δῆριν : Χαίρω σεῖο κιόντος , ἐπεί νύ μοι ἦτορ ἔολπεν Ἀργείους
6639387 ἐγχειρων
νόμος οὐκ ἄν ποτε δύναιτο συστῆναι λεπτουργεῖν πρὸς τὰ ἀδικήματα ἐγχειρῶν . αἱ γὰρ ἀνομοιότητες τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων οὐδεμίαν ἐκφυγγάνουσαι
τυράννου καὶ ποῦ δίκαιος εἶ προφέρειν εἴ τίς τινα πείθειν ἐγχειρῶν ἀπέτυχεν ; εἰ δὲ σὺ μὲν στέργειν ἠξίους τοῖς
6637151 μακρολογος
δὲ τὸν πολλὰ οὐ μὴν κεκριμένα λέγοντα , πολυλόγος , μακρολόγος , μακρός , ἀπέραντος ἀπεραντολόγος , βόρβορος , προσκορής
. φησὶ γὰρ ” ψήφισμα μακρόν “ , τουτέστιν ἔσῃ μακρολόγος ἢ καὶ πολυλόγος . ψήφισμα μακρόν ] πολυλογίαν .
6635178 πανουργειν
νοῦν ἔχειν δέ - δοται τοῖς ἀνδράσιν , οὕτως τὸ πανουργεῖν καὶ μηχανὰς ἐξευρίσκειν ταῖς γυναιξί : ὄντως γάρ .
, τὸν ἀπατεῶνα , λαβεῖν τι κακόν , ὧν ἤρξατο πανουργεῖν , ἤγουν ἕνεκα τοῦ πανούργου καὶ ἀδίκου αὐτοῦ σκοποῦ
6625663 αἰσχυνθησεται
αὑτῷ φαῦλα διαπεπραγμένῳ , πῶς τόν γε μηδὲν εἰδότ ' αἰσχυνθήσεται ; εἰ τοῦ πατρὸς δόξαιμι κρεῖττόν σοι λέγειν ,
τοῦ ὁρισμὸν . . . τοῦτον αὐτῆς λέγων οὐδεὶς ἂν αἰσχυνθήσεται ὡς ψευσάμενος , ἐπειδὴ ἔστι τὸν ὁρισμὸν καὶ κατὰ
6624185 ἀπαιτεις
τῆς δωρεᾶς . πυνθάνομαι τοίνυν αὐτοῦ , ” Τί λοιπὸν ἀπαιτεῖς παρ ' ἡμῶν ; οὐκ ἠβουλήθην ; οὐκ ἀνῆλθον
τῆς μητρὸς εἶπεν : „ βαρύ γε ἐνοίκιον τῆς δεκαμήνου ἀπαιτεῖς „ . Ὁ αὐτὸς ἀξιούμενος ὑπὸ τῶν φίλων τεκνοποιῆσαι
6622876 ἐφημισω
τάχ ' ἐν πέδῳ βαλῶ . ἑπόμενα προτέροισι τάδ ' ἐφημίσω . καί τίς σε κακοφρονῶν τίθησι δαίμων ὑπερβαρὴς ἐμπίτνων
ἔκυρσας ὥστε τοξότης ἄκρος σκοποῦ : μακρὸν δὲ πῆμα συντόμως ἐφημίσω . πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος ἢ τεθνηκότος φάτις πρὸς
6620261 ἐκπεπληγμενον
δὲ νόσους , τῶν δὲ νοσερῶν ἀπέχεσθαι μὴ δυνάμενον , ἐκπεπληγμένον δὲ τὸν θάνατον , καὶ πάντας ἐπιβουλεύειν αὐτῷ νομίζοντα
πῶς ἀξία πιστεύεσθαί ἐστιν ; ὑπό τε γὰρ τοῦ κινδύνου ἐκπεπληγμένον αὐτὸν οὐκ εἰκὸς ἦν τοὺς ἀποκτείναντας γνῶναι , ὑπό
6609988 ἀγωνιζου
διὰ τούτων πειρᾶσθαι τοὺς ὁπλίτας τοῦ τείχους . καὶ οὕτως ἀγωνίζου καλῶς καὶ πειρῶ ἀνὴρ ἀγαθὸς εἶναι . αὐτὸς δέ
μὴ κοινωνήσῃς τῷ πράγματι ι στρατεύῃ εὐτυχῶς α οὐκ ἀθαρρῶν ἀγωνίζου β ἀπολύεται ὁ συνεχόμενος γ καταλλάσσῃ τῇ γυναικί δ
6608964 φασω
κεφαλαλγεῖν , ὡς ἂν λυπηθῇ καὶ αὐτὴ ἡ Γαλάτεια . φασῶ τὰν κεφαλάν : προφασισθῶ καὶ πρόφασιν ποιήσομαι , φησί
γάρ μοι Μεγαρικά τις μαχανά : χοίρως γὰρ ὑμὲ σκευάσας φασῶ φέρειν . Περίθεσθε τάσδε τὰς ὁπλὰς τῶν χοιρίων :
6601593 ἐπαινεις
: εἰ δὲ ἁπλῶς ἐκπέμπεις αὐτὸν καὶ οὐδέσιν οὐδὲ ὧν ἐπαινεῖς ἐᾷς ὁμιλεῖν τὴν σαυτοῦ πόλιν , πράγματα σαυτῷ παρέχεις
, οὐδὲ μέτωπον ἐπ ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη . σαυτὴν ἐπαινεῖς ὥσπερ Ἀστυδάμας , γύναι : Ἀστυδάμᾳ τῷ Μορσίμου εὐημερήσαντι
6590221 Λιαν
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε :
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν
6587713 δυσκολωτατον
, ἐμοὶ δὲ οἰμωκτόν ” . Ὁ αὐτὸς ἐρωτηθεὶς τί δυσκολώτατον ἐν βίῳ εἶπε : „ τὸ πᾶσιν ἀρέσαι „
τῶν δ ' ἁπάντων ἴσθ ' ὅτι πτωχὸς ἀδικηθείς ἐστι δυσκολώτατον [ . πρῶτον μέν ἐστ ' ἐλεινός , εἶτα
6584629 ἐπαυσας
καὶ ὀρέων διαδοχὰς ὑπὲρ μεγίστων δὴ τὸ πρῶτον συστάσας τριβομένας ἔπαυσας ὑπὸ τῶν ἐλαυνόντων . οἱ δὲ τῶν ἐθνῶν ἄρχοντες
τοὺς κινουμένους ; Κοὐκ ἔσθ ' ὅπως ἐκείνους οὐχὶ φθονῶν ἔπαυσας , ἵνα μὴ ῥήτορες γένοιντο . Τονδὶ δ '
6584542 στυγεις
τὸν Ἥφαιστον εἰς θυμόν . ἔχθιστον ] ἐχθρότατον . οὐ στυγεῖς ] οὐ μισεῖς . . ἔχθιστον ] ἀπὸ τοῦ
σύμβουλον δέχῃ , ἐάν τε νουθετῇ τις εὐνοίᾳ λέγων , στυγεῖς πολέμιον δυσμενῆ θ ' ἡγούμενος . Ὅμως δὲ λέξω
6583473 εὐτελεστερον
ἔχει τὰς ἐπὶ τέλους συλλαβὰς ἐξαγομέναςἥτις εἰ καὶ μακρά ἐστιν εὐτελέστερον ποιεῖ τὸν ῥυθμὸν διὰ τὸ προσεοικέναι τῇ τοῦ ι
λόγον ποιούμενος καὶ τὸν χαρακτῆρα ἐπισημαινόμενος φησὶν εἰ δὲ καὶ εὐτελέστερον συνεχώρει ἡ φύσις , οὐκ ἂν ὤκνησα διὰ τὸ
6578860 μεμνησο
τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν περὶ τῶν ἐν ποσὶ πραγμάτων . μέμνησο δέ , ὅταν μὲν αἰτῇς ὀνείρους , μήτε ἐπιθυμιᾶν
παννυχίδες , ἀναστροφή : ἱππόδρομος οὗτός ἐστί σοι μαγειρικῆς . μέμνησο καὶ σὺ τοῦτο . καὶ περὶ ἑτέρου δὲ μαγείρου
6575653 πιστευετε
. τί δ ' οὐχὶ μιᾷ χρώμενοι γνώμῃ ἢ πάντα πιστεύετε αὐτοῖς ἢ περὶ πάντων ἀπιστεῖτε ; ἀλλὰ προβουλεῦσαι μὲν
εὐδαιμονικόν , ὅπου οὐκ ἔστιν , οὐδ ' ἄλλου δεικνύοντος πιστεύετε . τί αὐτὸ ἔξω ζητεῖτε ; ἐν σώματι οὐκ
6574356 ἐπιμεινῃ
, τοῦ δὲ ἀκοήν , πολλάκις δὲ ἄμφω . κἂν ἐπιμείνῃ τις , παρέλυσεν , ἐλωβήσατο , παρήρθρωσεν . ἄλλοι
, φημί , κύριε , ποιήσῃ ὁ ἀνήρ , ἐὰν ἐπιμείνῃ τῷ πάθει τούτῳ ἡ γυνή ; Ἀπολυσάτω , φησίν
6566535 μιαινεται
μιασμοῖς τῆς γῆς συνεχόμενος μᾶλλον οἰκοδομεῖ , αὐτὸς δὲ οὐ μιαίνεται . Ὑπονοῶ δὲ καὶ πράξεις ἐν ὑμῖν οὐ καλὰς
τοιούτων πορθήσεως ὑπαινίττεται . χραίνεται ] μολύνεται . χραίνεται ] μιαίνεται . χραίνεται ] μελαίνεται . θ πόλισμ ' ἅπαν
6554883 βουλησῃ
καὶ τὸ σόν : ὡς εἴ με πημανεῖς τι , βουλήσῃ ποτὲ καὶ δειλὸς εἶναι μᾶλλον ἢ ' ν ἐμοὶ
οὐρηρὸν ἀγγεῖον ἢν οὐρητιάσῃς ] ⌈ οὐρήσειν βούλῃ [ οὐρῆσαι βουλήσῃ ] , ἢ ⌈ εἰ στραγγουρίας περιπέσῃς νοσήματι .
6551640 αἰδημονα
μὴ ποιῆσαι ἃ δεῖ : ἀπολέσεις τὸν πιστόν , τὸν αἰδήμονα , τὸν κόσμιον . τούτων ἄλλας βλάβας μείζονας μὴ
πιστότερόν σου : τοῦτόν μοι φύλασσε τοιοῦτον οἷος πέφυκεν , αἰδήμονα , πιστόν , ὑψηλόν , ἀκατάπληκτον , ἀπαθῆ ,
6547320 στερω
τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον μετὰ τῆς ἀπό προθέσεως ,
τῶν αὐτοῦ πραγμάτων τὰ ἑαυτοῦ τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον
6528802 λοιδορουμενον
τὸ σῶμα καταναγκάζειν ῥυπῶντα καὶ αὐχμῶντα καὶ πᾶσι δυσαρεστοῦντα καὶ λοιδορούμενον , συνεχὲς ἐπιρραψῳδῶν τὰ πάνδημα ἐκεῖνα τοῦ Ἡσιόδου περὶ
ᾖ . Ἥδιον οὐδὲν οὐδὲ μουσικώτερον ἔστ ' ἢ δύνασθαι λοιδορούμενον φέρειν : ὁ λοιδορῶν γάρ , ἂν ὁ λοιδορούμενος
6524163 ὑπεμιμνησκε
ὁντιναοῦν τῶν ἀριστοκρατικῶν τῷ δήμῳ κεχαρισμένον . Ὃς ἀναστὰς πρῶτον ὑπεμίμνησκε τὴν βουλὴν τῶν ἰδίων πολιτευμάτων , καὶ ὅτι πολλάκις
ὥσπερ ἐπεισόδιον χρηστὸν ἐπεισήγαγε , καὶ τοῦ τε Περικλέους αὐτοὺς ὑπεμίμνησκε καὶ ἄλλων ὡδὶ λέγων ” Ἀλλὰ δικαίου πολίτου κρίνω
6519294 ἐκτιτρωσκουσα
, ἐὰν χρονία γένηται ἡ νόσος . ἡ δ ' ἐκτιτρώσκουσα γυνὴ τελευτήσει . Σελήνης Σκορπίῳ : ὁ κατακλιθεὶς ἐν
γίνονται , μόνος δὲ ὁ ὕδερος ἐπισφαλής . ἡ δὲ ἐκτιτρώσκουσα γυνὴ ἐν μὲν τῇ αʹ ἡμέρᾳ κινδυνεύσει χαλεπῶς ,
6518186 γεγηθοτα
γαμβρῷ τὴν φιάλην καὶ δωρούμενος λαμπρὸν κατασκευάζει τὸν λαμβάνοντα καὶ γεγηθότα . ὁ δ ' ὄλβιος : οὗτος δέ ἐστιν
δὲ τῆς μάχης παρίστησι τὸν πρῶτον θεὸν καὶ ἐπὶ τούτῳ γεγηθότα . Ἐκ δὲ τῶν προειρημένων ἅμα καὶ τοῦτο ὑποδεικνὺς
6517152 ἀναιρετεον
ἀληθὲς ἄρα τὸ εἰρημένον , ὡς εἴπερ ἔσται κίνησις , ἀναιρετέον τὸ κενόν , οὐκ εἰσακτέον . ἐξήρκει μὲν οὖν
μεταλήψει μεγέθους , πρὸς ἄλλο δὲ οὐ τοιοῦτον . Ἢ ἀναιρετέον τὸ καλόν , ὅτι ἄλλο κάλλιον αὐτοῦ : οὕτω
6515140 κινδυνευεις
τῶν ὅλων ἀναῤῥιπτεῖς : οἷον ὑπὲρ τῶν ὅλων ἀγωνίζῃ καὶ κινδυνεύεις . Ὑπηνέμια τίκτει : ψευδῆ καὶ ἀβέβαια . Ὕδραν
δίκαιον τὸ ἴσον ἔχειν , ἀλλὰ καὶ φύσει : ὥστε κινδυνεύεις οὐκ ἀληθῆ λέγειν ἐν τοῖς πρόσθεν οὐδὲ ὀρθῶς ἐμοῦ
6514818 ἐπιστασο
πορσυνῶ : σὺ δὲ ἀνὴρ καθ ' ἡμᾶς ἐσθλὸς ὢν ἐπίστασο . Ἀλλ ' ἤθελον μέν : εἰ δὲ μή
ἐκφέρει πρὸς ἕνα ἕκαστον , λέγουσα , ὦ φίλοι , ἐπίστασο ὅτι φιλεῖ καὶ εἴωθεν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ὅστις ἔμπορος
6508447 ἀποστραφῃς
καρπὸν τημελεῖς , οὕτω καὶ φίλον μὴ δι ' ἐπίπληξιν ἀποστραφῇς , ἀλλὰ διὰ τὴν εὔνοιαν ἀγάπα . Ἐοίκασιν οἱ
καὶ σὺ μιμησαμένη Λείαν , ὦ ψυχή , τὰ θνητὰ ἀποστραφῇς , ἐξ ἀνάγκης ἐπιστρέψει πρὸς τὸν ἄφθαρτον , ὃς
6507754 ἐκφανῃς
οὐκ ἀνεξ ! ! ! [ ὀργῆς ἕκατι κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου . φιλῶ τὰ γράμματα μισ [ χάρις ἐπὶ
αὐτὸν ἐχθρὸν γενόμενον . } Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου . † ἔλπιζε γὰρ αὐτὸν πάλιν γενέσθαι φίλον
6507437 ἀποσεισασθαι
ἀδύνατον εἶναι δοκοῦν τοὺς τεθνεῶτας ἀναβιῶναι εὐπρεπέστατα ἡγοῦντο ταύτῃ γοῦν ἀποσείσασθαι τὸ ἐπίκλημα καὶ ἐπὶ σφᾶς αὐτοὺς τὰ δίκαια μεταθεῖναι
τοῦτο δὲ μόνον ἀληθές . ἀπὸ φροντίδος ] ἀποβαλεῖν , ἀποσείσασθαι τοῦ λογισμοῦ . ἄχθος ] μάταιον βάρος . χρὴ
6504645 ἀγασαι
, καὶ οἶδα οἵα ἐστίν . Τί οὖν ; οὐκ ἄγασαι αὐτὴν καὶ νῦν χάριν ἔχεις τοῦ λόγου αὐτῇ ;
ἄλλον διώκει ; Τὴν δὲ ἐν ἄλλῳ ψυχὴν ἀγάμενος σεαυτὸν ἄγασαι . Οὕτω δὴ τιμίου καὶ θείου ὄντος χρήματος τῆς
6500619 διελεχθης
τὸν χρόνον καὶ οἷα πρὸς τὸν τῶν ἀμεινόνων ἄγγελον τουτονὶ διελέχθης , ὅτι ὦ σὺ δείξας σεαυτὸν ἐν οὐκ ὀλίγαις
Ἐγὼ δὲ θαυμάζω τί παθὼν ἐξιοῦσι μὲν ἡμῖν οἴκοθεν τοιαῦτα διελέχθης , ὥστε πεισθῆναί με μηδὲν ὧν διελέχθης πεπλάσθαι σε
6497707 στεναζε
ὄδυρμα γαῖά ς ' , ὦ τέκνον , δέξεται . στέναζε , μᾶτερ αἰαῖ . νεκρῶν ἴακχον . οἴμοι .
? ? [ θεᾶς δε ? [ ὤμοι : [ στέναζε [ αἰαῖ : [ διπλᾶ ? ? ? δ
6493363 πιει
γαμει ? ? ? [ ] ! ! ! ! πιει ! ! [ ! ! ] [ ] !
καὶ λέγων ἡμᾶς ἐδίδαξεν ? ] [ ] [ ] πιει [ ! ! ] ? . οθ [ !
6491697 παρατρεφεσθαι
γάμον . Ὡς ὀκνηρός , πάντα μέλλων , σιτόκουρος ὁμολογῶν παρατρέφεσθαι . Οὐδεὶς δι ' ἀνθρώπου θεὸς σώζει , γύναι
: . . ὀκνηρός , πάντα μέλλων , σιτόκουρος ὁμολογῶν παρατρέφεσθαι . καὶ ἐν Πωλουμένοις : . . . .
6487228 ἀνεφικτων
ἀφθονίας , ὃ πολλάκις γίνεσθαι φιλεῖ , πρὸς τὸν τῶν ἀνεφίκτων ἔρωτα ἐξώκειλε καὶ περὶ ἀθανασίας ἐπρεσβεύετο γήρως ἔκλυσιν καὶ
γέγονε θάνατος . Ἄμμον μετρεῖν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων καὶ ἀνεφίκτων . Ἅμ ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις :
6483965 συμβουλευεις
συμβουλίη ἡ ἐς ἡμέας τείνουσα . Τοῦ μὲν γὰρ πεπειρημένος συμβουλεύεις , τοῦ δὲ ἄπειρος ἐών : τὸ μὲν γὰρ
ἧττον δὲ ἀντιθέσεως . ἀλλὰ λέξει τις : μισθοφορεῖν ἡμῖν συμβουλεύεις ; τοῦτο δ ' ἦν Ἀθηναίοις εὐδοξοῦσιν ἐπαχθές τε
6483962 ἐφηδεσθαι
συνεγεῖραι , πόρρωθεν ἀναδιδάσκων τὸ μὴ τοῖς ἀβουλήτοις τῶν ἐχθρανάντων ἐφήδεσθαι , βαρύμηνι πάθος ἐπιχαιρεκακίαν εἰδώς , ἀδελφὸν ὁμοῦ καὶ
γλαῦκα μὴ τοῦτο τοῖς ὀρνέοις ποιεῖν παραινεῖν μηδὲ φυτοῦ βλάστῃ ἐφήδεσθαι ἰξὸν πεφυκότος φέρειν , πτηνοῖς ὄλεθρον . τὰ δὲ
6483439 καλλωπισμος
ἔπαινος , σεμνολογία , λαμπρότης , φαιδρότης , κόσμος , καλλωπισμός , σύστασις , γνωρισμός , εὐφημία . τὰ δ
ἐνταῦθα . χρυσεοστόλμους ] χρυσῷ κεκαλλωπισμένους : στολμὸς γὰρ ὁ καλλωπισμός . κἀμὸν ] ἤγουν καὶ ἐμοῦ . εὐνατήριον ]
6476980 ἐλευσεαι
λίπ ' αὐτοῦ : οἶδα γὰρ ὡς οὔτ ' αὐτὸς ἐλεύσεαι οὔτε τιν ' ἄλλον ἄξεις σῶν ἑτάρων . ἀλλὰ
καὶ μέτρα κελεύθου νόστον θ ' , ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα . ὣς ἔφατ ' , αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος
6476657 συναρισταν
μάχη . Ἀλλ ' αἰσχύνομαι τὸν Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ ἀπαρνοῦμαι δ ' ὅμως
Φιλεταίρῳ : ἀλλ ' αἰσχύνομαι τὸν Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ ἀπαρνοῦμαι δ ' ὅμως
6475275 κατακανων
ἐφ ' ἑαυτῶν που στρατοπεδευόντων ἐκράτει καὶ δύο αὐτῶν μέρη κατακανὼν ἐπ ' αὐτὸν ἤλαυνε τὸν Σπάρτακον σὺν καταφρονήσει .
Σπαρτιάτην , ὃς ἔφυγε παῖς ὢν οἴκοθεν , παῖδα ἄκων κατακανὼν ξυήλῃ πατάξας , δρόμου τ ' ἐπιμεληθῆναι καὶ τοῦ
6474064 χρηιζεις
; εἰπέ , καίπερ οὐ λέξων φίλα . διπλᾶ με χρήιζεις δάκρυα κερδᾶναι , γύναι , σῆς παιδὸς οἴκτωι :
κακός τίς ἐστι προξένωι σοὶ χρώμενος . ἴθ ' ὅποι χρήιζεις : οὐκ ἀπολοῦμαι τῆς σῆς Ἑλένης οὕνεκα . Σπάρτην
6472235 ὀστρακινος
ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς * * : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μεῤῥᾶς καὶ Σιλωὰμ ῥεύματα
ἀγαθὰ βεβαιότερα καὶ τὰ κακὰ ἰσχυρότερα μαντεύεται , ὁ δὲ ὀστράκινος ἔλαττον : ἀμφότεροι δὲ τὰ κρυπτὰ ἐλέγχουσι . λύχνος
6471808 πλυνομενον
πλυνός “ ὀξυτόνως τὸ ἀγγεῖον αὐτό , παροξυτόνως δὲ τὸ πλυνόμενον . σημειωτέον ὡς ὁ Ἀριστοφάνης τὸ ” ὑγιαίνειν “
τοῖς ῥινήμασιν ὀλίγην μολύβδαιναν , φάσκοντες βέλτιον εἶναι τὸν οὕτως πλυνόμενον μόλυβδον . Καίεται δ ' ὁ μόλυβδος οὕτως :
6471596 Λεγ
Οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ
μὴ στασιάσωμεν . Ἔστι δ ' ὁ χρησμὸς οὑτοσί . Λέγ ' αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει . Σιγᾶτε δή
6470212 Ὀργην
πέλας λύκος . Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως . Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν . Πολλοὺς ὁ πόλεμος
μανίαν ποιεῖ . Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος . Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν . Ὀξὺς θεῶν ὀφθαλμὸς
6460835 λελυπηκεν
ὧν εἶχεν ἀποστερῆσαι ; καὶ μὴν εἰ καὶ σφόδρα σε λελύπηκεν , ἥν τε δέδωκεν ἱκανὴ δίκη καὶ τὸ δίκην
δοκῶ σοι διηγεῖσθαι ; Τοῦτό σε , ὦ Λυσία , λελύπηκεν ; ἡ Πυθιὰς αὕτη μοι συνεκάθευδε . Μὴ λέγε
6460648 κομιζου
κατεσφραγισμένα , σαφῆ δ ' ἀκούεις ἐξ ἐλευθεροστόμου γλώσσης . κομίζου δ ' ὡς τάχιστ ' ἐξ ὀμμάτων . ἔοιγμεν
καὶ οὐδὲν ἐπελπομένα ποτὲ καίριον ἐκτολυπεύσειν ζωπυρουμένας φρενός . εἴσω κομίζου καὶ σύ , Κασσάνδραν λέγω : ἐπεί ς '
6457980 κακοδαιμονεστερος
τὸ πάθος , οἷον κακόμορος κάμμορος , δασύσκιος δάσκιος , κακοδαιμονέστερος καδδαιμονέστερος , ὡς παρ ' Ἐπιχάρμῳ , καταβαλών καββαλών
, μή τί σοι κακὸν ἐργάσηται . τίς οὖν ἡμῶν κακοδαιμονέστερος , οἳ φοβούμεθα καὶ τὰ εὐτυχήματα ; ἀλλ '
6454933 θεραπευμα
δεσμοῖς . Ἀμφιβαλών : περικυκλώσας , περικρατήσας . ἄκος : θεράπευμα . ἀλεωρή : ἐκφυγὴ , ἀποφυγή . Ἀμφιπεσόντος :
αἱρετόν . Ἀθανασία οὐσία ἔμψυχος καὶ ἀίδιος μονή . Ὅσιον θεράπευμα θεοῦ ἀρεστὸν θεῷ . Ἑορτὴ χρόνος ἱερὸς κατὰ νόμους
6453983 σωφρονουν
πορνίδιον , οὐδὲ θυροκοπῶν ὦφλεν δίκην . οὕτω τὸ γῆρας σωφρονοῦν οὐκ εὐτυχεῖ . Μάλιστα δ ' ἐκπλήττει με τῶν
ἀκολασία κρατεῖ βίος τε ἀγεννὴς καὶ ἀνελεύθερος εὐδοκιμεῖ καὶ τὸ σωφρονοῦν ὀνειδίζεται . ἐν Ἰωνίᾳ μὲν ταῦτα , αἱ Λάκαιναι
6450921 ἐξερχομαι
; ἂν μέτριον , μενῶ : ἂν λίαν πολύν , ἐξέρχομαι . τούτου γὰρ μεμνῆσθαι καὶ κρατεῖν , ὅτι ἡ
δῷς , ἀλλ ' ἀπόδος . καὶ δὴ φέρους ' ἐξέρχομαι . Ῥύγχος φορῶν ὕειον ᾐσθόμην τότε . Παραγεύσεταί σοι
6450626 ὑπολαμβανεις
. Ὀρθῶς γὰρ οἴει , ὦ Σώκρατες , καὶ δικαίως ὑπολαμβάνεις . Ἴθι νυν καὶ σὺ τὴν ἀπόκρισιν ἣν ἠρόμην
Ἀλλ ' ἄρα , ὦ Ἱππόκρατες , μὴ οὐ τοιαύτην ὑπολαμβάνεις σου τὴν παρὰ Πρωταγόρου μάθησιν ἔσεσθαι , ἀλλ '
6450608 μισθωσῃ
στρατηγεῖς καὶ μέμψιν αἱρεῖς ι ὄψει θάνατον ἐπικερδῆ α ἐὰν μισθώσῃ , βλάπτῃ β οἰκονομεῖς εὐτυχῶς γ ἐκτιτρώσκει καὶ κινδυνεύει
νικήσεις . σιώπα β κληρονομήσεις ὅτε οὐκ ἐλπίζεις γ μὴ μισθώσῃ ἄρτι . περίμεινον , μὴ σπεῦδε δ οἰκονομήσεις καὶ
6449770 φωνησαι
μετώπω ἱδρώς μευ κοχύδεσκεν ἴσον νοτίαισιν ἐέρσαις , οὐδέ τι φωνῆσαι δυνάμαν , οὐδ ' ὅσσον ἐν ὕπνῳ κνυζεῦνται φωνεῦντα
τὰ πορνεῖα παρὰ Λυκόφρονι : καὶ βοῆσαι μὲν τὸ τρανῶς φωνῆσαι , βρῶσαι δὲ τὸ εἰς βοῦν μεταποιῆσαι : καὶ
6449558 δωρουμενον
ἀζημίους δ ' ὠφελείας καὶ συνόλως ἀμιγῆ κακῶν τὰ ἀγαθὰ δωρούμενον ὕμνοις τε καὶ εὐδαιμονισμοῖς καὶ εὐχαῖς θυσίαις τε καὶ
οὐκ ἂν οὕτω ἄφθονα συναγάγοι ὥστε μὴ ἐπιλείπειν διδόντα καὶ δωρούμενον : εἶτα αὕτη αὖθις δευτέρα κακία προσγίγνεται μετὰ τὴν
6447905 ἀκορητον
μὲν παρὰ νηυσὶ κορωνίσι θωρήσσοντο ἀμφὶ σὲ Πηλέος υἱὲ μάχης ἀκόρητον Ἀχαιοί , Τρῶες δ ' αὖθ ' ἑτέρωθεν ἐπὶ
τι κῖκυς οἵηπερ πάρος ἔσκεν ἐπὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν . ” ἀκόρητον ἀπλήρωτον : “ ἀμφὶ σὲ Πηλέως υἱὲ μάχης ἀκόρητον
6445838 Μεμνησο
σχετλιάζων ὡς ἔν τινι χρονίῳ καὶ ἐπὶ μακρὸν ἐνοχλήσαντι ; Μέμνησο τῆς συμπάσης οὐσίας , ἧς ὀλίγιστον μετέχεις , καὶ
ἀφίκωμαι . Τοῦτον γὰρ ἐγὼ σοφίᾳ κρίνω δεύτερον εἶναι . Μέμνησο δ ' ὅπως ὁ πανοῦργος ἀνὴρ καὶ ψευδολόγος καὶ
6444192 παρελομενη
τινί . αὕτη γὰρ ἄλλωι , τυχὸν ἀναξίωι τινί , παρελομένη σοῦ πάντα προσθήσει πάλιν . διόπερ ἐγώ σε φημὶ
τῆς προειρημένης ἐπιμελείας ἐπιτιμήσεως ἔτυχε προσηκούσης . ἡ γὰρ σύγκλητος παρελομένη τὴν ἐξουσίαν παρέδωκεν ἄλλοις τὴν ἐπιστασίαν ταύτην . διορθωσάμενος
6443957 συναλλαξῃς
οὐ λαμβάνεις κομιᾶτον ε ἀποκαθίστασαι εἰς τὸν τόπον Ϛ ἐὰν συναλλάξῃς , βλάπτῃ ζ ὠφελεῖσαι ἀπὸ τοῦ φίλου η οὐ
οὐκ ἀποκατασταθήσῃ εἰς τὸν τόπον σου ἕως γήρως ε ἐὰν συναλλάξῃς ἑτέρῳ , ὠφεληθήσῃ Ϛ οὐχ ἕξεις ὠφέλειαν ἀπὸ τοῦ
6443853 ἀδδηφαγον
τοῦ πνεύματος . Λάβραξ . παρὰ τὸ λάβρως ἐσθίειν . ἀδδηφάγον γὰρ τὸ ζῶον . Λάγνος . παρώνυμον γυνὴ ,
παρὰ τὸ κρῖ καὶ τὸ βαῦνος . παίζει δὲ ὡς ἀδδηφάγον αὐτόν . καταχύσματα : ὅτι τῶν νεωνήτων δούλων τὸ
6441236 συγκεκραμαι
. Πολλὰ κακὰ φέροντι . Θ . . . . συγκέκραμαι : Μεμιγμένος εἰμί . . ἥνωμαι . . πολύφορος
ἑταῖρος , καὶ ὅσα τοιαῦτα . ἀνακέκραμαι πρὸς αὐτόν , συγκέκραμαι , συνῆμμαι , φιλικῶς ἔχω , εὔνους εἰμὶ αὐτῷ
6440536 δυστοκει
κακῶς πάσχει , ἐκ μεταφορᾶς τῶν δυστοκουσῶν γυναικῶν . ἢ δυστοκεῖ λέγει ἀντὶ τοῦ , κακὰ γεννήματα προάγει . Ἀλκιβιάδης
Ἀλκιβιάδου τίν ' ἔχετον γνώμην ἑκάτερος ; Ἡ πόλις γὰρ δυστοκεῖ . Ἔχει δὲ περὶ αὐτοῦ τίνα γνώμην ; Τίνα
6438861 δειμαινεις
. πατὴρ δέ ς ' οὐχ ὧδ ' ὡς σὺ δειμαίνεις , τέκνον , προδοὺς ἐάσει δωμάτων τῶνδ ' ἐκπεσεῖν
οἷόν τε ] πῶς οἷόν τε τοῦτο ] τὸ παρακούειν δειμαίνεις ] φοβῇ πλέον ] τῆς συγγενείας νηλὴς ] ἀπηνής
6438549 Καιρῳ
ζῷον εὐθαρσέστερον . κακὴ γὰρ αἰδὼς ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ . Καιρῷ τιθέμενον κέρδος ὡς καρπὸν φέρει . Ἂν γνῷς τί
ἀναγκαῖον κακόν . Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ . Καιρῷ σκόπει τὰ πράγματ ' , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς .
6431864 ἐνθυμῃ
. εὐθύμει η γενήσῃ βιοπράγος καὶ εὐχαριστήσεις θ ἀγοράσεις ὃ ἐνθυμῇ καὶ μεταμεληθήσῃ ι οὐχ εὑρήσεις ἄρτι πωλῆσαι . περίμεινον
νόσου ; Ἄλλο τι ἢ θάνατος ; ἆρ ' οὖν ἐνθυμῇ , ὅτι κεφάλαιον τοῦτο πάντων τῶν κακῶν τῷ ἀνθρώπῳ
6430240 τυχους
, καὶ παρ ' Εὐριπίδῃ ἐν Μηδείᾳ πράξασα μέλλω καὶ τυχοῦς ' ἃ βούλομαι . καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ αἰτεῖς ἃ
ὡς τάχιστ ' ἀφίξομαι , πράξας ' ἃ μέλλω καὶ τυχοῦς ' ἃ βούλομαι . ἀλλά ς ' ὁ Μαίας
6429306 Γε
πευκίοις . πάγοισιν : παγίδεσιν . Κεράων : ἄκρων . Γε μέν : γέμον . Ἄνθεα ταινιῶν : αἰετάνια ,
? φορεῖς ? ? ἡδονήν ? [ | ] [ Γε ] [ ισ ] # [ φοβου ] κ
6426316 ποησει
ὦνδρες , ἥκει ἄγων ὁ δεσπότης , ὃς ὑμᾶς πλουσίους ποήσει . Ὄντως γὰρ ἔστι πλουσίοις ἡμῖν ἅπασιν εἶναι ;
ἐνημμένῳ κάλλιστα χρήσομαι τάλας ; Οὗτος μὲν οὐ μή σοι ποήσει ζημίαν . Ἀλλ ' αἶρέ μοι τοῦτόν γε τῆς
6422024 ἀφῃρημαι
ποι τῆς γῆς αἰχμάλωτος , ἐγὼ δὲ καὶ τὸ μόνον ἀφῄρημαι παραμύθιον , καὶ τεθνήξομαι δυστυχὴς ἐν δεσμωτηρίῳ μόνος .
, ὅτι χῶσαι τὸν ἐπὶ τῷ σώματι διὰ τὴν ἀπουσίαν ἀφῄρημαι . ὢ μεθ ' οἵους τοὺς ὑπὲρ σοῦ λόγους
6421271 Ὡμολογησαμεν
; Φημί . Ἐναντίον δὲ ὂν κακῷ ἀγαθὸν εἶναι ; Ὡμολογήσαμεν γάρ . Ὁρᾷς οὖν , ἐπιχειρεῖς με ἐξαπατᾶν ,
αὐτό γε τὸ τοῦ σώματος ἄρχον ὡμολογήσαμεν ἄνθρωπον εἶναι ; Ὡμολογήσαμεν . Ἆρ ' οὖν σῶμα αὐτὸ αὑτοῦ ἄρχει ;
6418956 Μιν
ἱκανὸν γὰρ ἦν εἰπεῖν : Εἰς Ἀΐδαο δόμον κατέβη . Μιν ] Αὐτὸν τὸν Ἀπόλλωνα : τὸ δὲ χόλος μέχρι
ἁπαλή . μελέῃσι : ματαίαις . ἐλπωρῇσι : ἐλπίσιν . Μιν : αὐτόν . ἐρυσσάμενος : ἑλκύσας . Ἀνέδυ :
6414871 ἀφηκας
ῥητορικῆς καθάπαξ ὡς κολακείας κατηγορεῖς , καὶ ὅπου τοὺς ἄνδρας ἀφῆκας οὓς ᾐτιάσω , πῶς ἐλέγχεις ῥητορικὴν ἣν αὐτὸς καὶ
πονηρὸν οἰόμενος ἐπέδησας , μεταπεισθεὶς δὲ ὡς οὐδὲν ἠδίκουν ἐλεύθερον ἀφῆκας εἶναι , ἆρ ' ἄν σοι πρὸς καιρὸν ὀργισθέντι
6414053 μεθεστηκεν
δόμοισιν ἡ τὰ δείν ' εἰργασμένη Μήδεια τοισίδ ' ἢ μεθέστηκεν φυγῆι ; δεῖ γάρ νιν ἤτοι γῆς γε κρυφθῆναι
ἀλλοίους πόσει † . ἀλλ ' ἐς τὸ λῶιον σὸν μεθέστηκεν κέαρ , ἔγνως δὲ τὴν νικῶσαν , ἀλλὰ τῶι
6412960 κατεφαγες
οὐδὲν ἐξέφερον τῆς θυσίας . ὁμοία τῇ : Αὐτῷ κανῷ κατέφαγες πάντα . Ἔσχατος Μυσῶν πλεῖν : οἱ δὲ τὸ
ὁ Ἀναγυράσιος οὗτος . Ἀποτίσεις χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν
6411238 ἀποδημεις
ι οὐ γίνῃ μοναχός α οὐ συμφέρει σοι συναλλάξαι β ἀποδημεῖς ἐξαίφνης γ οὐ προκόπτεις ἄρτι δ καλῶς κοινωνεῖς τῷ
καταλλάσσῃ τῇ γυναικί ι οὐκ ἔχεις τύχην ἱερατικοῦ α οὐκ ἀποδημεῖς νῦν β προκόψεις ἐξαίφνης γ οὐ καλῶς κοινωνεῖς τῷ

Back