κατὰ βυθοῦ δύνων . ἀθρήσωσιν : ἴδωσιν . ἐρευνητῆρα : κολυμβητήν . Σπερχόμενον : βιαζόμενον , καταπονούμενον . κατεπειγόμενον , | ||
κατὰ βυθοῦ δύνων . ἀθρήσωσιν : ἴδωσιν . ἐρευνητῆρα : κολυμβητήν . Σπερχόμενον : βιαζόμενον , καταπονούμενον . κατεπειγόμενον , |
θεοῦ πρὸς τὴν νῆσον οἰκειότητα . Τὴν δὲ νῆσον τὴν Σύμην ὀνομαζομένην , τὸ παλαιὸν ἔρημον οὖσαν , πρῶτοι κατῴκησαν | ||
, ἀναλαβὼν τοὺς καθυστερήσαντας τῆς κληροδοσίας , ἔρημον οὖσαν τὴν Σύμην κατῴκησε καί τισιν ἑτέροις ὕστερον καταπλεύσασιν , ὧν ἦν |
ἀποπλεῦσαι εἰς Ἀσίαν καὶ τὴν ἐγγὺς τῆς Καρίας νῆσον ἔρημον κατοικήσαντα ἀπὸ τῆς γυναικὸς Σύμην αὐτὴν προσαγορεῦσαι . Εὐάνθης δὲ | ||
. Ἀριστοτέλης δὲ ἐν τῇ Δηλίων πολιτείᾳ φησὶν ἐν Δήλῳ κατοικήσαντα μετὰ τῶν Νηρηίδων τοῖς θέλουσι μαντεύεσθαι . Πόσσις δ |
καὶ μύρῳ ἰρίνῳ προστιθέναι . Ἢν περιωδυνίη ἔχῃ ἐκ προσθέτων καθαιρομένην , σμύρνης ἐμβάφιον , λιβανωτὸν ἴσον , μελάνθιον , | ||
. Τινὲς δέ , ὅταν κάμπαι πολλαὶ ὦσι , γυναῖκα καθαιρομένην εἰσάγουσιν εἰς τὸν κῆπον , ἀνυπόδετον , λυσίτριχα , |
δειπνεῖν μόνον εἰδυῖαν ἀργὴν ἢ τὴν συνδειπνοῦσαν καὶ λοχῶσαν τὸν ὁμόκοιτον πρὸς τὸ δρᾶσαί τι κακὸν ἢ τοῖς ἄλλοις συνδειπνοῦσαν | ||
θέειν . διαυγέας : λάμποντας , διαλαμπομένας . Ὁμόκλιτον : ὁμόκοιτον , ὁμοκάθεδρον . αὖλιν : αὐλὴν , αἰολικῶς συνεστάλη |
Καλλίου ἔνδειξιν . . . . διάθεσις . ἕρμα ἡ ὕφαλος πέτρα : Ἀ . ἐν τῇ πρὸς τὴν Καλλίου | ||
, δύεσθαι , εἶτα νήκτης , δύτης βύθιος , κολυμβητὴς ὕφαλος , ὕφυδρος , ἐπιπολάζων , ἐπινηχόμενος ὑπονηχόμενος . τὸ |
Σκιρωνίσιν , δεσμοῖς τε δήσας χεῖρας ἀκροθίνιον κάλλιστον ἥκει τὸν στρατηλάτην ἄγων τὸν ὄλβιον πάροιθε . τῆι δὲ νῦν τύχηι | ||
ἄνδρ ' ἀπόντ ' ἐκ δωμάτων πάσης ὑπὲρ γῆς Ἑλλάδος στρατηλάτην προύδωκε κοὐκ ἔσως ' ἀκήρατον λέχος : ἐπεὶ δ |
γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρόν , κατῃσίμωσα πῶμα , καύματος λύσιν . ὁ | ||
πρῶτος μὲν ἐλάσας ἐπὶ Ἰνδοὺς στρατείᾳ , πρῶτος δὲ Εὐφράτην γεφυρώσας ποταμόν : Ζεῦγμά τε ὠνομάσθη πόλις καθ ' ὅ |
, κατ ' ἀρχὰς μὲν Σάμον ἐν δεξιᾷ ἔχοντι καὶ Ἰκαρίαν καὶ Κορσίας , τοὺς δὲ Μελαντίους σκοπέλους ἐξ εὐωνύμων | ||
τοῖς αἰγιαλοῖς προσφερόμενον ἔθαψε , καὶ τὴν νῆσον ἀντὶ Δολίχης Ἰκαρίαν ἐκάλεσεν . ἀντὶ τούτου Δαίδαλος ἐν Πίσῃ εἰκόνα παραπλησίαν |
τι ἄλλο τοιοῦτον : ὡς καὶ Ὅμηρος : οὐδόν τε δρύϊνον προσεβήσετο : ἢ τὸ πανέσχατον , εἴ ποτε πυρὸς | ||
. δρύον ἂν εἴη : παρὰ τὴν δρῦν , οἷον δρύϊνον . Δεῖπνον . τὸ παρ ' ἡμῖν ἄριστον . |
οὐκ ἐχρώμεθα οὐδὲν τὸ παράπαν : ἀλλὰ τόν γ ' Ἀγύρριον πονηρὸν ἡγούμεσθα . νῦν δὲ χρωμένων ὁ μὲν λαβὼν | ||
ὡς καὶ πορδὰς ἀφιέναι . καὶ εἰς θρασύτητα δὲ τὸν Ἀγύρριον κωμῳδοῦσι . πέρδεται δὲ , στρηνιᾷ πλουτῶν , ἐπεὶ |
αὐτοῖς τοῖς τῷ Ξέρξῃ συμβουλεύσασι ταῦτα καὶ προτρέψασιν ἔργον ἐστὶν ἐξειργασμένον , εἰς φθορὰν χωρῆσαν . ἐξεκένωσε πεσόν : ἔργον | ||
στράτευμ ' ἐφ ' Ἑλλάδα . τοιγάρ σφιν ἔργον ἐστὶν ἐξειργασμένον μέγιστον , ἀείμνηστον , οἷον οὐδέπω τόδ ' ἄστυ |
οἰωνὸν τόνδε , τὸν ἐν τοῖς πτεροῖς ταχύτατον οἰωνὸν τὸν γρῦπα , διευθύνων καὶ ἄγων γνώμῃ καὶ θελήσει οἰκείᾳ , | ||
καὶ τοῦτο ἴσμεν . . . . , : τὸν γρῦπα ἀκούω τὸ ζῶιον τὸ Ἰνδικὸν τετράπουν εἶναι κατὰ τοὺς |
τοῦ κηρύλου καὶ ἄρρενος ἀλκυόνος βαλεῖ πρὸς τὸ κῦμα τὸν δύπτην ἤγουν αὐτὸν τὸν κολυμβητὴν Ὀδυσσέα ἐμπεπλεγμένον κάλοις , βαλεῖ | ||
πλοίου ἴκρια δὲ τὰ κύκλῳ ὀρθά καὶ τὰ καταστρώματα . δύπτην δὲ τὸν Ὀδυσσέα τὸν δύνοντα . δύπτης ὁ κολυμβητὴς |
πόλεως εἷλε . καὶ τὸ τελευταῖον Σαραπίωνος Σύρου τὴν ἄκραν προδόντος , συμπάντων τῶν ἐν τῇ πόλει δραπετῶν ὁ στρατηγὸς | ||
ἅπαντας . ἦσαν ἄνδρες πεντακισχίλιοι . Λυσίμαχος Ἀμφιπόλεως κρατήσας Ἀνδραγάθου προδόντος πολλὰ καὶ μεγάλα χαρισάμενος αὐτῷ , μείζονα δὲ ὑποσχόμενος |
ἐδίδου αὐτοῖσι αἵρεσιν . Ὁ μὲν δὴ Ἱστιαῖος , ἅτε τυραννεύων τῆς Μιλήτου , τυραννίδος μὲν οὐδεμιῆς προσεχρήιζε , αἰτέει | ||
Σύ : ἢ Ζεῦς , ἢ Ἀντωνῖνε . βασιλεύων : τυραννεύων . Εὔδιον : ἥσυχον . ἀμβροσίῃσι : θείῃσιν . |
' ὄγκον καὶ πρόσχημα μέγα περιποιήσας μετεβάλετο πάλιν καὶ τὸν Πευκέστην λόγοις φιλανθρώποις καὶ μεγάλαις ἐπαγγελίαις προσαγαγόμενος εὔνουν ἑαυτῷ καὶ | ||
ποιήσαντες ἀσφαλῶς ἀπεχώρησαν ἐπὶ τὸν ποταμὸν καὶ τῶν περὶ τὸν Πευκέστην κατηγόρουν ὡς αἰτίων γεγενημένων τῆς τῶν ἱππέων ἥττης . |
ἐύδμητον , βόας αὔας ὑψός ' ἀνασχόμενοι ἔκιον μεγάλῳ ἀλαλητῷ Ἄσιον ἀμφὶ ἄνακτα καὶ Ἰαμενὸν καὶ Ὀρέστην Ἀσιάδην τ ' | ||
. κνισολοιχὸς γάρ τις εἶ καὶ κατὰ τὸν Σάμιον ποιητὴν Ἄσιον τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον [ καὶ ] κνισοκόλαξ . Καλλίστρατος |
Ἑκαταῖος , ἐν Ἑλλησπόντωι . ἀπὸ Τέννου καὶ Ἀμφιθέας ἢ Ἡμιθέας , τῶν Κύκνου παίδων , οἱονεὶ Τεννούεδος . ἐκαλεῖτο | ||
καὶ πάντα τὰ τῶν Ἑλλήνων ἱερὰ συλῶντας μόνου τοῦ τῆς Ἡμιθέας τεμένους ἀποσχέσθαι , τούς τε λῃστὰς τοὺς πάντα διαρπάζοντας |
, θέαμα καὶ ἄθλιον ἐν ἰχθύσιν : ἡ μὲν γὰρ πέπληκται κατὰ τῆς κεφαλῆς , τῆς δὲ ἡ λαγὼν τέτρωται | ||
φύσει , ἃ δὴ μικρᾶς πληγῆς γενομένης οὕτως ἔχει ὡς πέπληκται καὶ ἐφθάρη , οὕτω καὶ τὸ μάλιστα σῶμα γενόμενον |
. Ἡ δὲ δευτέρα μετέχουσα τῆς πρώτης εἶτα καὶ ἴδιον προὐβάλλετο τὴν ταύτης ὕπαρξιν τὴν πολλοποιόν . Διὸ καὶ τὸ | ||
: καὶ τίς ἐπὶ ταύτῃ κρινόμενος εὐθύνεσθαι παρὰ τὴν ἀξίαν προὐβάλλετο . ὥσπερ οὖν εἴ τις τῶν δεινότατα δρασάντων οὐκ |
σπόρον αὐταῖς μεσόδμαις καὶ σὺν ἰκρίοις βαλεῖ πρὸς κῦμα δύπτην ἐμπεπλεγμένον κάλοις . πόντου δ ' ἄυπνος ἐνσαρούμενος μυχοῖς ἀστῷ | ||
νόμιμον τοῦτο μαρτυρεῖσθαι καὶ ὑπὸ παροιμίας τῆσδε , Βαδίζειν Ἡραῖον ἐμπεπλεγμένον . Ἔστι δὲ τὰ τοῦ Ἀσίου ἔπη οὕτως ἔχοντα |
χερσὶν ὄλβον ἔχω κύλικος τρύφος ἀμφὶς ἐαγός , ἀνδρῶν δαιτυμόνων ναυάγιον , οἷα πολλὰ πνεῦμα Διονύσοιο πρὸς Ὕβρεως ἔκβαλ ' | ||
κλυδωνίου ] ταραχῆς . πληγαῖς ] ταραχαῖς . ἄντλον : ναυάγιον , πλημμύρα . ἄντλον δὲ λέγεται τὸ ἀπὸ τοῦ |
τὸν δύπτην ἤγουν αὐτὸν τὸν κολυμβητὴν Ὀδυσσέα ἐμπεπλεγμένον κάλοις , βαλεῖ δὲ σὺν αὐταῖς ταῖς μεσόδμαις καὶ τοῖς ἰκρίοις . | ||
τῆς δάμαρτος καὶ τῆς θηλείας τοῦ κηρύλου καὶ ἄρρενος ἀλκυόνος βαλεῖ πρὸς τὸ κῦμα τὸν δύπτην ἤγουν αὐτὸν τὸν κολυμβητὴν |
Νήριτον δὲ ὄρος Ἰθάκης καὶ Ὅμηρος καὶ Νήριτον εἰνοσίφυλλον . ναύλοχον σκέπας τὸν γαλήνιον τόπον τοῦ λιμένος τῆς Ἰθάκης , | ||
λήθης Μέλανθον ἐγκλιθένθ ' Ἱππηγέτην . ἥξει γάρ , ἥξει ναύλοχον Ῥείθρου σκέπας καὶ Νηρίτου πρηῶνας . ὄψεται δὲ πᾶν |
λόγου . ὅμως δὲ τὴν θύραν γε κόψας ἐκκαλῶ τὸν Δᾶον : οὗτος γὰρ προσέξει μοι μόνος . πολλὴ μὲν | ||
θεούς . κράτιστον , εἴπερ ἐστὶ παντελῶς σαπρόν . τὸν Δᾶον ἐκ τῶν γειτόνων ἐγὼ καλῶ ; Δᾶον καλεῖς , |
ἅπαντα μᾶλλον ἢ Κροῖσον . βασιλέα δ ' ἂν ἀπέφηνεν ὀλβιώτατόν τε καὶ εὐδαιμονέστατον , ᾧ πλοῦτος τοσοῦτον βόσκει στρατὸν | ||
ἅπαντα μᾶλλον ἢ Κροῖσον . βασιλέα δ ' ἂν ἀπέφηνεν ὀλβιώτατόν τε καὶ εὐδαιμονέστατον , ᾧ πλοῦτος τοσοῦτον βόσκει στρατὸν |
ἐς τὴν ἄνυδρον τῆς πλησίον γῆς φρέατά τε ὀρύξοντας καὶ οἰκήσιμον τὴν χώραν κατασκευάσοντας . καὶ τούτοις ἐπέθεντο τῶν προσχώρων | ||
, γραφόμενοι δὲ διὰ τῶν πόλων , καταμετρεῖ τὴν μὲν οἰκήσιμον ἐμβατεύων , τὴν δ ' ἄλλην ἐκ τοῦ λόγου |
ἅρπαξ καὶ πονηρὸς καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη | ||
δ ' ἀλώπηξ ἄνω θεασαμένη κάτωθεν ἔστη προσφέρουσα ἐπαίνους : Ὄρνεον καλὸν καὶ εὐμέγεθες λίαν χερσὶ κρατούμενον βασιλικαῖς πρέπεις . |
τεῦξαι , καλέσαντο συνεργόν τείχεος , ἦν ὅτι νιν πεπˈρωμένον ὀρνυμένων πολέμων πτολιπόρθοις ἐν μάχαις λάβˈρον ἀμπνεῦσαι καπνόν . γλαυκοὶ | ||
ἀνάπυστον ἀνάψῃ . οἱ δὲ Μυκηναίης Ἀγαμέμνονος ἐγγύθι νηὸς λαῶν ὀρνυμένων ὅμαδον καὶ κῦμα φυγόντες ἐς βουλὴν βασιλῆες ἀολλίσθησαν Ἀχαιῶν |
ἀνάπαλιν τοῦ κ , ἔνθα κτλ . . . Ἥρη ἀπτοεπές , ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες : ἡ διπλῆ , | ||
ἀπὸ τοῦ ὄπτω , τὸ βλέπω . . . . ἀπτοεπές : τινὲς δασύνουσιν , ἵν ' ᾖ ἡ ἁπτομένη |
τὸν θεατὴν ἐρανίζεται , ἁβρύνουσι δὲ καὶ τέχναι ποικίλαι τὸ δαίδαλμα , αἱ μὲν παριόντα τὸν θεατήν , αἱ δὲ | ||
ἔχει δὲ ὧδέ πως , ὡς ἐμὲ μνημονεύειν , τὸ δαίδαλμα . ποιεῖ παῖδα τὸ εἶδος ἁβρόν , τὴν ἀκμὴν |
οἱ δὲ φίλοι τῷ Μιθριδάτῃ συνεβούλευον ὡς ἱερᾶς τῆς πόλεως ἀποπλεῦσαι . ὃ δ ' οὐ πεισθεὶς ἐπὶ τὸ Δίνδυμον | ||
κομιδῇ σφόδρα οὖσαν εὐδαίμονα καὶ τόθ ' ὕστερον εἰς αὐτὴν ἀποπλεῦσαι . καταλέγει δ ' αὐτοῦ καὶ ἀδελφοὺς δύο , |
καὶ ὑψηλὰ νοοῦντες . ἀσθενὴς δὲ φωνὴ καὶ ἅμα ὑποκλαίουσα φιλοκερδῆ καὶ λυπηρὸν καὶ ἐν πᾶσιν ὑπονοούμενον σημαίνει . ὅσοι | ||
συνετὸν καὶ κερδαλέον κέρδιστον λέγει . οἱ δὲ νεώτεροι τὸν φιλοκερδῆ ἐξεδέξαντο . . , . ἡ διπλῆ πρὸς τὴν |
, ἄλσος . Ὅμηρος ” Ὀγχηστόν θ ' ἱερόν , Ποσιδήιον ἀγλαὸν ἄλσος „ . κεῖται δὲ ἐν τῇ Ἁλιαρτίων | ||
ἱερὰ Ποσειδῶνος . Ὅμηρος : Ὀγχηστόν θ ' ἱερόν , Ποσιδήιον ἀγλαὸν ἄστυ . Ὑάντιον δὲ ἀντὶ τοῦ Βοιώτιον : |
ἐν , τρώσεσι , πληγαῖς , τύψεσιν . λευγαλέοισιν : ὀλεθρίοις , ἰσχυροῖς , φονευτικοῖς . ἀμυνέμεναι : εἰς τὸ | ||
στρατηγὸν ἑαυτῶν κατέστησαν , πορφύρᾳ τε καὶ πυρὶ προπομπεύοντι , ὀλεθρίοις τιμαῖς , ἐκόσμησαν , ἐπί τε τὴν ἀρχὴν ἦγον |
καρδίαν σημαίνει . Κεφαλὴ ὅλη πάλλουσα : ἀγαθὰ σημαίνει . Μέτωπον τὸ εὐώνυμον πάλλον : συμβολὴν μάχης δηλοῖ . Μέτωπον | ||
Ἐνταῦθα γὰρ ἱερὸν αὐτοῦ . Εὐκάρποιο ] Πολυκάρπου Σικελίας . Μέτωπον ] Τὸν ὀφθαλμὸν τοῦ ὄρους . Μέτωπον ] * |
: συστρατεῦσαι δὲ καὶ Σίπυλον τῷ Μόψῳ τὸν Σκύθην , πεφυγαδευμένον ὁμοίως ἐκ τῆς ὁμόρου τῇ Θρᾴκῃ Σκυθίας . γενομένης | ||
αὐτῶι : συστρατεῦσαι δὲ καὶ Σίπυλον τῶι Μόψωι τὸν Σκύθην πεφυγαδευμένον ὁμοίως ἐκ τῆς ὁμόρου τῆι Θράικηι Σκυθίας . γενομένης |
τοῖς θεωμένοις . Μετὰ δὲ ταῦτα τῆς Βαβυλωνίας ἐκλεξαμένη τὸν ταπεινότατον τόπον ἐποίησε δεξαμενὴν τετράγωνον , ἧς ἦν ἑκάστη πλευρὰ | ||
καὶ εὐεργέτης καὶ βασιλεὺς βασιλέων καὶ θεὸς θεῶν οὐδὲ τὸν ταπεινότατον ὑπεριδεῖν ὑπέμεινεν , ἀλλὰ καὶ τοῦτον εὐωχῆσαι λογίων καὶ |
γὰρ οἱ χρόνοι εὔδηλοι . . ἤτοι ὁ κὰπ πεδίον Ἀλήιον οἶος ἀλᾶτο : ἡ διπλῆ , ὅτι παρετυμολογεῖ τὸ | ||
αὐτὸν * εἰς τὴν γῆν . καὶ δὴ περὶ τὸ Ἀλήιον πεδίον κατενεχθέντος Βελλεροφόντου καὶ περιπορευομένου τυφλοῦ ἀπὸ τῆς πτώσεως |
ᾧ τὸν ποταμὸν ἔζευξεν , ἀμπελίνοις ὁμοῦ πεπλεγμένος καὶ κισσοῦ κλήμασι . τὰ μὲν δὴ ἐς Διόνυσον πολλὰ ὑπό τε | ||
κλήματι καὶ ὠμοχάρακα παραστατέον , τὴν δυναμένην φέρειν ὁμοῦ τοῖς κλήμασι καὶ τοὺς βότρυας . Ἄρχεσθαι δεῖ τῆς κλαδείας ἀπὸ |
γὰρ ἐμπορίᾳ τε καὶ ναυμαχίᾳ τῆς Ἀθηνᾶς οὖσιν ἀμφοτέ - ροις , ἐνεῖδον γεωργίᾳ τε καὶ ἐμπορίᾳ τῆς Ἀθηνᾶς οὖσιν | ||
Ἀγάθην τοῖς περὶ τὸν ποταμὸν οἰκοῦσι τὸν Ῥοδανὸν βαρβά - ροις , τὸ δὲ Ταυροέντιον καὶ τὴν Ὀλβίαν καὶ Ἀντίπολιν |
ἀλλήλους ἅμιλλαν καὶ φιλοτιμίαν . ὥσπερ δὲ ἐπὶ τὸν αὐτὸν ἀθλοθέτην ἵενται μὲν ἅπαντες οἱ σταδιεῖς , οὐ μὴν ἅπαντες | ||
καὶ λόγος γινέσθω γνώριμος , καὶ ὁ σὸς κηδεστὴς τὸν ἀθλοθέτην τῶν αὑτοῦ δεικνύτω φίλων , ἵν ' ὁ μὲν |
τινὰ [ λέγειν ] ἐπίστασθαι τὸν τοῦ Μόλου υἱόν , ἀριθμούμενον ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀχαιῶν , ἢ τὴν ἐνόπλιον | ||
τῷ ὁρισμῷ τὸν ἀριθμὸν μετελάβομεν : λέγεται γὰρ καὶ τὸ ἀριθμούμενον ἀριθμός , ὡς καὶ τὸ μετρούμενον μέτρον : διχῶς |
φέρειν . ὦ μέγα σεμνὴ Νίκη , τὸν ἐμὸν βίοτον κατέχοις καὶ μὴ λήγοις στεφανοῦσα . ] Οὐκ ἔστιν οὐδὲν | ||
θαλάσσης . [ ὦ μέγα σεμνὴ Νίκη τὸν ἐμὸν βίοτον κατέχοις καὶ μὴ λήγοις στεφανοῦσα . ] Ἥκω Διὸς παῖς |
† τόσσον ἔην πάντη χρύσεον ἐφύπερθεν ἄωτον † βεβρίθει λήνεσσιν ἐπηρεφές : ἤλιθα δὲ χθών αἰὲν ὑποπρὸ ποδῶν ἀμαρύσσετο νισσομένοιο | ||
ἐπιμύει τε . ἐπήρατος ἐπέραστος , ἢ ἔρωτα ἔχων . ἐπηρεφές ἐπεστεγασμένον . καὶ ἐπηρεφεῖς . ἐπήρκεσεν ἐβοήθησεν . ἐπῆρσεν |
ἀντίξουν τούτῳ ἐστὶ πάντη ὂν ἄρρητον , καὶ οὐδεμιᾶς λαβῆς ἀνεχόμενον : τὸ δὲ ἐν μέσῳ καὶ τούτου τὸ μὲν | ||
εὐπειθῆ μοι τὸν πατέρα παρεῖχον ἄχρι τῆς ἕω καὶ πενιχρᾶς ἀνεχόμενον νύμφης . μέσος οὖν γεγονὼς αἰσχύνης καὶ πόθου , |
' ἄραρε κλῆιθρα , σῆς βοηδρόμου σπουδῆς ἅ ς ' εἴρξει , μὴ δόμων ἔσω περᾶν . ἔα , τί | ||
ἡμῶν ὡς δράκοντα νεοσσῶν . θ εἴρξει ] κωλύσει . εἴρξει ] αὐτὸν ἀπὸ τῆς πόλεως . εἴρξει ] ἀφ |
τὸν καθαρὸν , ἀλλὰ καὶ τὸν μιαρὸν καὶ ἐναγῆ καὶ ἐξάγιστον : καὶ ἁγιστεία ὡσαύτως : λέγεται οὖν ἐνταῦθα τῷ | ||
καὶ κεραμεῖα ἐνῳκοδομημένα καὶ αὔλια : ὁρᾶτε τοῖς ὀφθαλμοῖς τὸν ἐξάγιστον καὶ ἐπάρατον λιμένα τετειχισμένον : ἴστε τούτους αὐτοί , |
καὶ δύσπεπτον , καὶ μάλιστα ἢν ἐμπεφραγμένοις σπλάγχνοις καὶ ἄλλως στενοπόροις ἐμπέσῃ : Κοινῶς δὲ τὸ γάλα τρόφιμον καὶ εὒχυμον | ||
τε δόρατα μέμονε νάϊ ' ὄνομα δι ' ἐμὸν Αὐλίδος στενοπόροις ἐν ὅρμοις . ἰὼ γᾶ μᾶτερ ὦ Πελασγία Μυκηναῖαί |
ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν | ||
ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου |
τὴν δωρεὰν ἐσπουδακότες , σὺ δὲ τιμωρίας ἐλεύθερον τὸν κοινὸν ἀλάστορα τῆς χώρας ἀφεὶς καὶ διαδρᾶναι τὸν λυμεῶνα παρεσκευακὼς σεμνόν | ||
αἰχμαλώτους , ὅσους τῶν πολιτῶν ἀπώλεσεν : οὐ φέρω τὸν ἀλάστορα τῶν παίδων ὁρᾷν , οὐδὲ ὑπομένω θεωρεῖν τὸν δήμιον |
' ἠέρα παῦρον ἀτύζει οἷα κατηβολέων , ψυχὴ δ ' Ἀϊδωνέα λεύσσει . ἐάν ἐστιν ἀτίζων , ἀφροντιστῶν , ἐὰν | ||
Περσεφόνης ἔμεναι κυανώπιδος , ἐς δέ μιν αὐτὴν εὔξατο νοστήσειν Ἀϊδωνέα , τὴν δὲ μελάθρων ἐξελάσειν : τοίη οἱ ἐπὶ |
τὸν ἐραστὴν δείξω δεσπότην καὶ κάχρυς ἐπὶ τῶν ἀγρῶν φρύγειν ἀναγκάσω , καὶ τότε εἴσῃ παθοῦσα οἷ κακῶν σαυτὴν ἐνέσεισας | ||
; τὸν δ ' Ἵππαρχον αὐτὸν ὑμῖν καλῶ , καὶ ἀναγκάσω μαρτυρεῖν ἢ ἐξόμνυσθαι κατὰ τὸν νόμον , ἢ κλητεύσω |
, ἐπεὶ ἴδον ἄνδρα πεσόντα ἡγεμόν ' ἱππήων , ὃς ἀριστεύεσκε μάχεσθαι . αὐτὰρ ἐγὼν ἐπόρουσα κελαινῇ λαίλαπι ἶσος , | ||
ἐκ Παιονίης ἐριβώλακος εἰληλούθει , καὶ δὲ μετ ' Ἀστεροπαῖον ἀριστεύεσκε μάχεσθαι . Τὸν δὲ πεσόντ ' ἐλέησεν ἀρήϊος Ἀστεροπαῖος |
ξένης , ὦ τλάμων , ὅ τι καὶ πόλις τέτροφεν ἄφιλον ἀποστυγεῖν καὶ τὸ φίλον σέβεσθαι . Ἄγε νυν σύ | ||
τινὰς τούτοις ἄγει : καὶ γὰρ ἂν ψυχρὸν εἴη καὶ ἄφιλον . καίτοι τινὲς στίχον προσέγραψαν τὴν αἰτίαν προστιθέντες : |
χεῦμα : Τίτων ποταμὸς Ἰταλίας ἐγγὺς Κιρκαίου † ποταμοῦ ὃ Κίρκαιον ἀπὸ τῆς Κίρκης καλεῖται . οὗτος δὲ ὁ ποταμὸς | ||
μονογενές : ἔλαιον : οὔραιον : σκύλλαιον : πρέμναιον : Κίρκαιον τὸ ὄρος : Δίρκαιον : εὔαιον : Κότταιον τὸ |
ὁ Τύλλος , καὶ τὸ δραστήριον τοῦ ἀνδρὸς εἰδὼς καὶ ἐπιτυχὲς ἐπέτρεψεν ἐκείνῳ τῆς ἔξω στρατιᾶς ἄρχειν . Καὶ ὁ | ||
ἡμῖν τοῖς ἀνθρώποις . Ἐναίσιμον : ἐνδεχόμενον , μεμοιραμένον , ἐπιτυχὲς , πρέπον , ἐνδεχόμενον . Φράζεο : περὶ ἡμεροκοίτου |
ὕστερον . οὐχ οὕτω Φαῖδρον ἀπωλέσαμεν ; Οἵδε ποτ ' Αἰγαίοιο βαρύβρομον οἶδμα λιπόντες Ἐκβατάνων πεδίῳ κείμεθ ' ἐνὶ μεσάτῳ | ||
θοῇ . Τοὶ δ ' αἶψα ποτὶ πτόλιν Ἡφαίστοιο ἤλυθον Αἰγαίοιο διὰ πλατὺ χεῦμα θαλάσσης , Λῆμνον ἐς ἀμπελόεσσαν , |
, ἀπὸ Ἀξίας τῆς θυγατρὸς Κλυμένου ἢ τοῦ παιδὸς τοῦ Ἀξίου . ἔστι καὶ πόλις Ἰταλίας . τὸ ἐθνικὸν τῆς | ||
ῥέει . φαύλη οὖν , φησίν , ἡ φερομένη γραφὴ Ἀξίου κάλλιστον ὕδωρ ἐπικίδναται αἴῃ , ὡς δηλαδὴ οὐ τοῦ |
βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον χάλκεον , αὐτὰρ ἔπειτα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε : κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ κυνέην | ||
δὲ γέντο πυράγρην . Ποίει δὲ πρώτιστα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε πάντοσε δαιδάλλων , περὶ δ ' ἄντυγα βάλλε |
βρέτας καὶ ἄγαλμα διαφέρει . ξόανον μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐξεσμένον λίθινον ἢ ἐλεφάντινον , βρέτας δὲ τὸ βροτοῖς ὅμοιον | ||
δρύπτω , τὸ ξαίνω , * * * τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένον , . , . * . . Ἀμφιδέδηε : |
δὲ τοῦτο περίφρασις , πιφαύσκων καὶ δεικνύων καὶ ἀναφαίνων τὸν φάλαρον καὶ τὸν λόφον τῆς βασιλικῆς τιάρας καὶ περικεφαλαίας . | ||
δὲ τοῦτο περίφρασις , πιφαύσκων καὶ δεικνύων καὶ ἀναφαίνων τὸ φάλαρον καὶ τὸν λόφον τῆς βασιλικῆς τιάρας καὶ περικεφαλαίας . |
μὲν ἁπλῆ καὶ ἀπερίττωτος τῶν δὲ ποικίλη καὶ περιττωματική . Συμβάλλεται δέ τι καὶ τοῦτο πρὸς εὐοσμίαν ὅταν ἡ φύσις | ||
τύπον τῆς βαλάνου , πρὸς ὃν τὴν βαλανάγραν ἐποιήσαντο . Συμβάλλεται . . . . γενέσθαι Τημένῳ Ῥοδίῳ ἐν Ἰωνίᾳ |
ἐρατὸς δὲ γυναιξὶν ζωὸς ἐών , καλὸς δ ' ἐν προμάχοισι πεσών . ἀλλά τις εὖ διαβὰς μενέτω ποσὶν ἀμφοτέροισιν | ||
πόληΐ τε παντί τε δήμωι , ὅστις ἀνὴρ διαβὰς ἐν προμάχοισι μένηι νωλεμέως , αἰσχρῆς δὲ φυγῆς ἐπὶ πάγχυ λάθηται |
μηκίστων χρόνων παραδεδομένην θρησκείαν ἐτήρησεν , οὐδὲν αὐτῆς παραλύσας ἢ παρακινήσας μέρος . ἔχω δέ τι καὶ φιλοτίμημα αὐτοῦ προσδιηγήσασθαι | ||
, φόβον τοῖς ἄλλοις ἐνειργασμένος : ἄθλιος ὃς ἂν αὐτὸν παρακινήσας ἐγείρῃ . οἱ μὲν εὐλογοῦντές σε εὐφημίας ἄξιοι , |
τρισμυρίους . Ἀλέξανδρος δὲ τῷ Ἡρακλεῖ ἔθυσέ τε καὶ πομπὴν ἔστειλε ξὺν τῇ δυνάμει ὡπλισμένῃ : καὶ αἱ νῆες ξυνεπόμπευσαν | ||
Ἁλιμοῦς ? ἤθεσι , καιρίαν δέ , ἔκ ? τινος ἔστειλε τύχης [ – ˘˘ ] ! σεμνοῖς ὁ γελοῖος |
εἶδεν ἰσχάδα οἶμαι ἢ ἀμύγδαλον πόρρω κειμένην , μακρὰ χαίρειν φράσαντα τοῖς αὐλοῖς καὶ ῥυθμοῖς καὶ ὀρχήμασι συναρπάσαντα κατατρώ - | ||
δὲ συνελθόντων ἅμα τοῖς ἐπαιτίοις ἐπὶ τῇ προφάσει τῆς δίκης φράσαντα τοῖς νεανίσκοις τὸν μητροπάτορα πᾶσαν τὴν κατα - λαβοῦσαν |
καὶ πόλεις μὲν οὔτε οἱ Λίβυες οὔτε τὸ γένος τὸ ἐγχώριον ἠπίσταντο ποιήσασθαι : σποράδες δὲ ἐν καλύβαις τε καὶ | ||
] θρηνεῖ . τὰν ] η . ἐγγαίαν ] τὴν ἐγχώριον , ἀπὸ τῆς ἐν προθέσεως καὶ τοῦ γαῖα . |
ποιουμένω ἀργῆν ἔπεφνεν ἄσειρος ἵππος αὐτόχθον ' ἑστίαν ἀφάρμακον χρῶμα Ἀχίλλειον πλάκα βαθυρρίζου πέτρας Βάκχου Διώνης βᾶριν † ακέδα † | ||
ἀπελίπομεν . Ἔστι δὴ μετὰ τὴν Σιγειάδα ἄκραν καὶ τὸ Ἀχίλλειον ἡ Τενεδίων περαία τὸ Ἀχαίιον καὶ αὐτὴ ἡ Τένεδος |
ὡς λέγεται σπήλαιον ὑπὸ τῷ λόφῳ μέγα , δρυμῷ λασίῳ κατηρεφές , καὶ κρηνίδες ὑπὸ ταῖς πέτραις ἐμβύθιοι , ἥ | ||
αἳ Νηϊάδες καλέονται : ] τοῦτο δέ τοι σπέος εὐρὺ κατηρεφές , ἔνθα σὺ πολλὰς ἕρδεσκες Νύμφῃσι τεληέσσας ἑκατόμβας : |
ταυρείου στέατος , οἰσύπου , πίσσης ξηρᾶς # γ . Μακεδονικόν . Κηροῦ , κολοφωνίας , πίσσης , ταυρείου στέατος | ||
δὲ καὶ τούτων ἰδεῖν πολλὰς ἐς τὸ στρατόπεδον κατακομισθείσας τὸ Μακεδονικόν . Μεγασθένης δὲ καὶ ἀτρεκέα εἶναι ὑπὲρ τῶν μυρμήκων |
εἴποις , καὶ ἔτι ἀπότομον , ἀπόκρημνον , κρημνῶδες , δυσπρόσιτον , ἀνεπιβούλευτον , δυσεπίβατον , δυσπρόσβα - τον , | ||
ἐρυμνόν , ἰσχυρόν , καρτερόν , δύσμαχον , ἀπρόσιτον , δυσπρόσιτον , δύσληπτον , δυσαίρετον , ὀχυρόν , ὠχυρωμένον , |
πολιορκῶν Ἀλέξανδρος : δύο δ ' ἔχει λιμένας τὸν μὲν κλειστὸν τὸν δ ' ἀνειμένον , ὃν Αἰγύπτιον καλοῦσιν . | ||
τῇ θαλάττῃ τὴν Αἴγυπτον : οἱ μέντοι Πτολεμαϊκοὶ βασιλεῖς διακόψαντες κλειστὸν ἐποίησαν τὸν εὔριπον ὥστε ὅτε βούλοιντο ἐκπλεῖν ἀκωλύτως εἰς |
ὄλβος . κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις , ὡσεὶ λαῖφος ἀκάτου θοᾶς τινάξας κατέκλυσε τοῖς ὀλεθρίοις καὶ λάβροις κύμασι πόντου | ||
: ὡς δὲ πόντου λάβροις ὀλεθρίοις ἐν κύμασι δαίμων τις ἀκάτου θοᾶς λαῖ - φος κατέκλυσεν , οὕτως καὶ τὸν |
ἵν ' ἀγγείλειε τοκεῦσι , πατρὶ φίλῳ καὶ μητρί : κιχήσατο δ ' ἔνδον ἐόντας . ἡ μὲν ἐπ ' | ||
ἐρεισθείς . ἣ δ ' ἄρα τὸν μὲν ἔλειπε , κιχήσατο δ ' Ἕκτορα δῖον Δηϊφόβῳ ἐϊκυῖα δέμας καὶ ἀτειρέα |
ἢ τῷ ἐπομφάλῳ ἢ τῷ ὑπογαϲτρίῳ καὶ ὀϲφύι . Ἄλλο ἐπομφάλιον . Μεϲπίλων χωρὶϲ γιγάρτων Γρʹ ιη ϲκαμμωνίαϲ Γρʹ ιβ | ||
δὲ τὸ ἐν μέσῳ ἀκρομφάλιον , τὸ δὲ ὑπὲρ αὐτὸν ἐπομφάλιον . καὶ μεσόμφαλοι καλοῦνται πλακούντων τι εἶδος . καὶ |
. ἐπί τε γὰρ τῶν παροινούντων ἔφη καί τι ἔπος προέηκεν ὅ πέρ τ ' ἄρρητον ἄμεινον . καὶ τῷ | ||
ἐξ ὑψηλῶν προτείνωσι , καί τι ἔπος , φησὶ , προέηκεν ὅπερ ἄρρητον οὐ φορητὸν ἦνφέρει γὰρ ὁ καιρὸς πόλλ |
τὰ τῶν Ἀθηναίων ταχὺ ξυναναιρεθήσεσθαι , τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν . εἰργομένοις οὖν αὐτοῖς τῆς θαλάσσης καὶ κατὰ γῆν πορθουμένοις ἐνεχείρησάν | ||
δὲ σύμφορος . Σελήνη λύουσα τὸν σύνδεσμον ἀγαθὸν δηλοῖ τοῖς εἰργομένοις . Ἀφροδίτη ὕπαυγος οὖσα καὶ τὴν συναφὴν τῆς Σελήνης |
. ἐπεχομένων δὲ τῶν οὔρων διὰ τὸ ἄνω που λίθοις ἐμπεφράχθαι , πυριατέον καταπλάσμασι καὶ ποτιστέον τοῖς θρύπτουσι λίθους , | ||
, ἢ παρὰ τὸ τὰ ἐν αὐτῇ ἀγγεῖα μεμυκέναι ἢ ἐμπεφράχθαι ἢ ἀποτετυφλῶσθαι οὐλῆς γενομένης , ἢ παρὰ τὸ ὑμένας |
τοῖς δικαίοις κοσμήμασι , λέγω δὴ οὐκ ἐσθῆτι ἁλουργεῖ καὶ ὅρμοις , ἀλλ ' οἷς προεῖπον ἐκείνοις , ἀρετῇ καὶ | ||
καὶ Ἡνιόχων καὶ Ἀραξῶν . Ὃν παραμειβόμενοι , μυχάτοις ἐπεπλείομεν ὅρμοις Οὔρων , Χιδναίων τε , Χαρανδαίων , Σολύμων τε |
δύναμιν ἐπιμιγνύντας αὐτῷ ἢ ἀμύλου ἢ ῥόδων ξηρῶν ἢ γῆς Κρητικῆς ἢ Λημνίας σφραγίδος ἢ ἀλεύρων κριθίνων ἢ ἄλλων τοιούτων | ||
Ἡρακλέους τοῦ Ἰδαίου , παραγενέσθαι δὲ αὐτὸν ἀπὸ Κυδωνίας τῆς Κρητικῆς καὶ τοῦ Ἰαρδάνου ποταμοῦ . λέγουσι δὲ καὶ Πέλοπα |
χερρονήσου διορύξαντες τὸν ἰσθμὸν ἐποίησαν νῆσον τὴν Λευκάδα , καὶ μετενέγκαντες τὴν Νήριτον ἐπὶ τὸν τόπον , ὃς ἦν ποτὲ | ||
. . χαριεῖσθαί τι τῷ βασιλεῖ ὑπέλαβον τοὔνομα τοῦ ὄρους μετενέγκαντες εἰς τὴν Ἰνδικήν . Τὰ μὲν οὖν ὑψηλότατα τοῦ |
τὴν συνεχῆ φορὰν πάλιν εἰς τὸν κάτω χωρήσαντα τόπον τοῖς γεώδεσι συνάπτει . μεταβάλλει δὲ καὶ τὸ ὕδωρ εἰς ἀέρα | ||
ἑαυτὸ βαστάζειν . γεννᾶται δὲ μάλιστα ἐν τοῖς καλαμοκοπίοις καὶ γεώδεσι τόποις . Κύπειρον , ἥν τινες ζέρναν καλοῦσι , |
τῶν ῥευμάτων τῶν ῥιζῶν ἀποσπασθεῖσαν τοῦ Ἀπεννίνου , κατὰ τὸ Σκύλλαιον ῥαγείσης τῆς ἠπείρου , νῆσον ἀποκαταστῆναι καὶ διὰ τοῦτο | ||
τῆς περὶ τὸν Παρνασσὸν Δωρίδος ἐξελάσαντος αὐτούς . τὸ δὲ Σκύλλαιον τὸ ἐν Ἑρμιόνῃ ὠνομάσθαι φασὶν ἀπὸ Σκύλλης τῆς Νίσου |
Χαλύβοισι πρὸς νότον Ἀρμένιοι ὁμουρέουσι . . Χοιράδες : πόλις Μοσσυνοίκων . Ἑκαταῖος Ἀσίαι : Τιβαρηνοῖσι δὲ πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα | ||
γὰρ ἀεὶ τοῦτ ' ἔχοντες ἐδόκουν ἐγκρατεῖς εἶναι καὶ πάντων Μοσσυνοίκων , καὶ ἔφασαν τούτους οὐ δικαίως ἔχειν τοῦτο , |
καὶ ὁ μὲν ἐποίησε ταῦτα . ὁ δὲ Ἴφικλος κόρακας θηρεύσας καὶ ἀλείψας γύψῳ ἀφῆκεν . Φάλανθος δ ' ἰδὼν | ||
τὰς Ἡρακλείους τοῖς θαύμασι . ὦ πάντας ἀνθρώπους ταῖς ἑαυτοῦ θηρεύσας ἴυγξι : τοὺς μὲν ἄλλους παῖδας οἱ πατέρες οἶμαι |
φωλεύοντα τραφῇ βαθὺν ὁλκὸν ἐχίδνης ἰὸν ἀνικμαῖνον στομίων τ ' ἀποφώλιον ἄσθμα . κεῖνο κακὸν ζύμωμα τὸ δή ῥ ' | ||
τὸ φάρμακον αὐτῆς πνέον στομίων ] τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν |
δῖον ἐμμεμαυῖα θεά : μέγα δ ' ἔβραχε φήγινος ἄξων βριθοσύνῃ : δεινὴν γὰρ ἄγεν θεὸν ἄνδρά τ ' ἄριστον | ||
' ἀπ ' ἀμφοτέρους θαιρούς : πέσε δὲ λίθος εἴσω βριθοσύνῃ , μέγα δ ' ἀμφὶ πύλαι μύκον , οὐδ |
' ἡμὶν οὐ σμικρῶν κακῶν ἦρξεν τὸ δῶρον Ἡρακλεῖ τὸ πόμπιμον . Τί δ ' , ὦ γεραιά , καινοποιηθὲν | ||
ὦ φίλαι , κατ ' οὖρον ἐρέσσετ ' ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν πίτυλον , ὃς αἰὲν δι ' Ἀχέροντ ' |
εἴσεισιν , οὕτω μαθόντα κατὰ πίστιν , ὡς ἐπὶ χρῆμα μακαριστὸν εἴσεισιν , ἤδη αὐτὸν δοῦναι εἰς τὸ εἴσω καὶ | ||
τέλος δὲ κατέκανε : καὶ τὸν πρῶτον μέντοι βοηθήσαντα πολλοῖς μακαριστὸν ἐποίησεν . ἐπεὶ δὲ κατεπέμφθη ὑπὸ τοῦ πατρὸς σατράπης |
, ἢ ἐπὶ λεπτοτέρου βάθους τάσσουσιν ἢ κεχυμένον μήκοθεν ἢ διεσκεδασμένον , ὅταν οὐδὲ τὸν μάχιμον , οὐδὲ τῶν ἄλλων | ||
τἄλλα πάντα τὰ ἑψόμενα αἰεὶ γλυκέα . Ἕως μὲν οὖν διεσκεδασμένον ᾖ καὶ μή πω ξυνεστήκῃ , φέρεται μετέωρον . |
τε Φάληρον Ἀγήνορά τ ' αἰολομήτην : Αἴνιος αὖτε Μίμαντα δαήμονα θηροσυνάων [ Νειλῴης ] προβλῆτος ἰδὼν ἐπιάλμενον ὄχθης [ | ||
Κήρινθον ὑπότροπος , αἶσα γὰρ ἦεν αὐτὸν ὁμῶς Μόψον τε δαήμονα μαντοσυνάων πλαγχθέντας Λιβύης ἐπὶ πείρασι δῃωθῆναι . ὣς οὐκ |
ὄμμασι λεύσσων φονίου δέργμα δράκοντος , πολύχειρ καὶ πολυναύτης , Σύριόν θ ' ἅρμα διώκων , ἐπάγει δουρικλύτοις ἀνδράσι τοξόδαμνον | ||
: ἢ τῆς τῶν χρυσῶν ἀνθρώπων : ἢ πολυχρύσου . Σύριόν θ ' ἅρμα : ἀντὶ τοῦ Ἀσσύριον : οἱ |
σε , πάντα δὴ φωνεῖν χρεών . Ὅθ ' εἷρπε κλεινὴν Εὐρύτου πέρσας πόλιν , νίκης ἄγων τροπαῖα κἀκροθίνια , | ||
τὸ Διονύσῳ καθιερωμένον ὄρος ” ὅθεν κατεῖδον τὴν βεβακχιωμένην βροτοῖσι κλεινὴν „ Νῦσαν , ἣν ὁ βούκερως Ἴακχος * αὐτῷ |
ζημίαν . Γρύττον ] τὸν ῥύπον τῆς πορνείας , ἢ Γρύττον τινὰ πόρνον διαβάλλει . πρωκτοτηρεῖν : πρωκτὸν ἐπιτηρεῖν τῶν | ||
ἔχειν ὅσων πέπονθας ; ὅστις ἔπαυσα τοὺς κινουμένους , τὸν Γρύττον ἐξαλείψας . Οὔκουν σε δῆτα ταῦτα δεινόν ἐστι πρωκτοτηρεῖν |
παρουσῶν ἥν * * θέλει φιλήσει . κιθαρῳδὸν ἐξηγείρατ ' Ἀράβιον χορόν . βαρύσταθμον βαυβήσομεν ἐλᾶν γυναῖκ ' Ἀθηναίαν καλήν | ||
χορόν . καὶ πάλιν Μένανδρος ἐν Ἀνατιθεμένῃ ἢ Μεσσηνίᾳ : Ἀράβιον ἆρ ' ἐγὼ κεκίνηκ ' ἄγγελον ; Ἀργεία φορά |
' εἰσὶν ἀμφότεραι . Ἀριστόξενος δέ φησι τὴν πυρρίχην ἀπὸ Πυρρίχου Λάκωνος τὸ γένος τὴν προσηγορίαν λαβεῖν . Λακωνικὸν δ | ||
' εἰσὶν ἀμφότεραι . Ἀριστόξενος δέ φησι τὴν πυρρίχην ἀπὸ Πυρρίχου Λάκωνος τὸ γένος τὴν προσηγορίαν λαβεῖν : Λακωνικὸν δ |
οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀλάλυκτος καὶ ἀλαλυκτῶ καὶ ἀλαλύκτημαι , τὸ τεθορύβημαι , . , . . Ἀλαός : ὁ τυφλός | ||
ἡσθῆναι . Ἐφοβήθην μὲν γάρ , καὶ ἔτι καὶ νῦν τεθορύβημαι μή τινες ὑμῶν ἀγνοήσωσί με ψυχαγωγηθέντες τοῖς ἐπιβεβουλευμένοις καὶ |
τὰ Ἄγρωνος ἐς αὐτοὺς ἐγκλήματα . τοῖς δὲ πρέσβεσιν ἔτι προσπλέουσιν ἐπαναχθέντες Ἰλλυρικοὶ λέμβοι τῶν μὲν Ἰσσίων πρεσβευτὴν Κλεέμπορον , | ||
ἐγκαταμεμιγμένων πύργων τὸ ὕψος καὶ κάλλος , ἀντὶ λαμπτήρων τοῖς προσπλέουσιν ὂν , ὥστ ' εἶναι μόνον τοῖς εἰς Ῥόδον |
ἐστὶ δραστικώτερον . ἔχει δὲ ῥίζας δύο ἐμφερεῖς καρδάμῳ . Ἰδαία ῥίζα φύλλα ἔχει ὀξυμυρρίνῃ ἐοικότα , παρ ' αὐτὰ | ||
καὶ φιλόθηρος , καὶ ὀρεία ἀπὸ τῶν ὀρῶν , καὶ Ἰδαία ἀπὸ τῆς Ἴδης , καὶ Δίκτυννα ἀπὸ τῶν δικτύων |