ἤγουν πυρρὰν ἢ ἀπὸ τοῦ λίαν φυλάσσειν . οὐ χρὴ κοιμᾶσθαι βαθέως : τοῦτο ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου ὁ Θεόκριτος ἔσχε
: καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνοι φιλοῦσιν αὐτήν . καὶ ἐπειδὰν κοιμᾶσθαι δέῃ , ἀσελγὲς οὐδὲν οὐδὲ ἀμελὲς ἐκείνη ἄν τι
6999803 καθευδειν
ἡ ἐνυπνιόμαντις : βρίζειν δ ' οἱ ἀρχαῖοι λέγουσι τὸ καθεύδειν : ἔνθα δ ' ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν ἠῶ δῖαν ταύτῃ
τόσσα μέμηλεν : οὐ γὰρ οἷόν τε τὸν πολλῶν ἡγούμενον καθεύδειν παννύχιον . πιθαναὶ δὲ ὡς ἐκείνη : ὅστις δ
6944740 λουεσθαι
τὰ ὀψοπώλια καὶ κλινοπώλια πενητεύσει ὥσπερ τοῖς μεμαθηκόσι θερμῷ μὲν λούεσθαι , πίνειν δ ' οἶνον καὶ ἐσθίειν μὴ πονήσαντας
ἀλγοῦν μέρος καὶ εὐθὺς εἰς τὸ βαλανεῖον εἰσιέναι κέλευε καὶ λούεσθαι συνήθως . πάνυ καλὸν βοήθημα τοῦτο καὶ θαρρῶν αὐτῷ
6823342 δερκευνεος
δόρπον ] δεῖπνον , ἤτοι ἅπερ κατὰ τὸ δεῖπνον ἔφαγε δερκευνέος δὲ τοῦ ὁρῶντος ἐν τῷ κοιμᾶσθαι . τοῦ δερκευνέος
ἢ τοῦ λάγνου ἀπὸ τοῦ κινεῖν , ἄλλοι δὲ ἐλάφου δερκευνέος : ἐπεὶ κατὰ τὴν εὐνὴν δέρκεται , ὅ ἐστι
6732861 κοιμηθηναι
διότι ἔλεγεν : οὐ προσήκει ἀνδρὶ θεοσεβεῖ πρὸ τῶν γάμων κοιμηθῆναι μετὰ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ . Καὶ ἀνέστη Ἰωσὴφ τῷ
ὁ ἑλών με ἀπὸ τῶν δεμνίων καὶ μὴ ἐῶν με κοιμηθῆναι ὑπὸ τοῦ κτύπου τῶν ποδῶν τῶν ἵππων καὶ τῶν
6567197 λουτρον
ὠπτημένῳ καὶ ταῖς ἐμβάσεσι θερμοτέραις χρήσθωσαν . Μετὰ δὲ τὸ λουτρόν , ἡ τροφὴ διδόσθω ἄφυσος , καὶ μετὰ πᾶσαν
καὶ γυλιόν τιν ' ἀργυρωμάτων . Μένανδρος Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ : λουτρόν , θεραπαίνας , . . . ἀργυρώματα . καὶ
6375289 τριβεσθαι
τῆς μορφῆς ὑμῶν ἡ κακία τῶν τρόπων ὑμῶν διαδείκνυται . τρίβεσθαι μῦσος ] μῦσος προστρίβεσθαι . ἄνευ βοτῆρος ] μόναι
ἐκωπηλάτουν . ἐφράττοντο δὲ καὶ δερματίνοις τροποῖς πρὸς τὸ μὴ τρίβεσθαι τὰ σανιδώματα . Γ ἄλλως : ὁ ναυτικὸς στρατὸς
6318844 βρεχεσθαι
τὴν ταχεῖαν χρήσιμα πτῆσιν : πυκνὰ δὲ καὶ οὐδαμῶς πεφυκότα βρέχεσθαι περισκέπει τοὺς ἀμφιβίους , ὥστε νήχεσθαι αὐτοῖς ἀδιαβρόχοις ἐξεῖναι
πολυπράγμων ὁ φροντιστής . τέγγεσθαι . ἐνδιδόναι , εἴκειν , βρέχεσθαι . σμινύην . σκαφίον . τινὲς δὲ ἀξίνην ἐκ
6242720 σοβειν
τοὺς ἱέρακας κοινῇ θηρεύειν τὰ ὀρνιθάρια : τοὺς μὲν γὰρ σοβεῖν τοῖς ξύλοις , τοὺς δὲ ἱέρακας καταδιώκειν , τὰ
τέχνης ἀρρήτῳ λόγῳ κραθέντα . ἀνεῖτο δὲ ἡ κόμη ζεφύρῳ σοβεῖν καὶ εἰς τριχὸς ἄνθησιν ὑπεσχίζετο , ὃ δὴ καὶ
6227137 διψωντα
κάρδαμα φαγεῖν πεινῶντι , ἡδὺ δὲ ὕδωρ ἀρυσάμενον ἐκ ποταμῶν διψῶντα πιεῖν . Σωκράτης δὲ πολλάκις κατελαμβάνετο διαπεριπατῶν ἑσπέρας βαθείας
, ἀλλ ' ἐκεῖνοι μὲν ὁρῶντες ῥιγῶντα καὶ θυραυλοῦντα καὶ διψῶντα πολλάκις ἡγοῦντο ἀμελεῖν τοῦ ὑγιαίνειν καὶ τοῦ ζῆν :
6218930 βαλανειου
ὕδωρ δὲ ψυχρὸν ποθὲν ἢ οἶνος ἄκρατος ἢ γλυκὺς ἀπὸ βαλανείου ἢ δρόμου ἢ συντόνων γυμνασίων δηγμοὺς καὶ ἀλγήματα ἐπιφέρει
τὸ ὄναρ , μὴ εὑρεῖν ὃ ἐζήτει , σημαίνοντος τοῦ βαλανείου τὸ θέατρον . λούεσθαι δὲ θερμοῖς ὕδασι , λέγω
6160075 δειπνου
: τὸ πλῆθος τῶν ὀστρέων καὶ τὴν ποικιλίαν προοίμιον εἰπὼν δείπνου . : Πάλιν δ ' ἐπερωτηθεὶς , ὥς φησιν
τε περιπάτοισιν ἀπὸ τῶν γυμνασίων ὀξέσιν , ἀπὸ δὲ τοῦ δείπνου βραδέσιν ἐν ἀλέῃ , ὀρθρίοισί τε πολλοῖσιν ἐξ ὀλίγου
6145680 ἀναπαυεσθαι
, ἐπιπιόντα ἀναπαύεσθαι : ἢν δὲ μὴ ἐγκοιμηθῇ , πλείω ἀναπαύεσθαι : τὰ δ ' ἄλλα ὁμοίως τοῖσιν ἐκ κραιπάλης
τοὺς θεοὺς οἷς ἂν κεκαλλιερηκότες ὦσιν , ἐπὶ τῶν ὅπλων ἀναπαύεσθαι . ὅτι δὲ πολλὰ γράφω οὐ δεῖ θαυμάζειν :
6105235 μυττωτον
τὰς γνάθους : ἢ τριβόμενοι ἐν τῇ θυείᾳ ἢ τὸν μυττωτὸν ἐσθίοντες , ὃν τρίβειν παρασκευάζεται ὁ Πόλεμος . ἐπειδὴ
μὲν γὰρ αὐτῶν ἡσυχῇ τε καὶ ῥύβδην θυννίδα τε καὶ μυττωτὸν ἡμέρας πάσας δαινύμενος , ὥσπερ Λαμψακηνὸς εὐνοῦχος , κατέφαγε
6051130 ξυλ
οὐ κύμινον , οὐχ ἅλας , οὐκ ᾠόν , οὐ ξύλ ' , οὐ σκάφην , οὐ τήγανον , οὐχ
ὑμῶν χάρακας καὶ βοσκήματα καὶ θυρώμαθ ' ὡς αὑτὸν καὶ ξύλ ' εἰς τὰ ἔργα τὰ ἀργύρει ' ἐκόμιζεν ,
6041763 ἐγρηγορεναι
' ἐν τῷ καθεύδειν ; καὶ λέγομεν ὅτι ἐν τῷ ἐγρηγορέναι οὐ διαφαίνεται τοῦτο τὸ σημεῖον , διὰ τὸ πλεῖστον
εἴ τις ἐθέλει ὑπὲρ ὑμῶν τε καὶ ἑαυτοῦ , ἢ ἐγρηγορέναι περὶ τῆς ὑμετέρας ἀσφαλείας ἐπιμελούμενον ; τί γάρ ,
5970715 οὐρειν
. οὕτως Ἡρακλείδης ὁ Ποντικός . Οὐρανός . ἀπὸ τοῦ οὐρεῖν καὶ φυλάττειν πάντα , καὶ κηπωρὸς , καὶ θυρωρὸς
' ἐν προχοῇς ποταμῶν ἅλαδε προρεόντων μηδ ' ἐπὶ κρηνάων οὐρεῖν , μάλα δ ' ἐξαλέασθαι : μηδ ' ἐναποψύχειν
5969475 καθεζεσθαι
ψήφισμα εἰσηγήσατο , ὥστε τὰς γυναῖκας καὶ τοὺς ἄνδρας χωρὶς καθέζεσθαι καὶ τὰς ἑταίρας χωρὶς τῶν ἐλευθέρων . θαἱμάτια ,
πολὺ φυλάττεσθαι δεῖ , σπουδάζειν δὲ μᾶλλον ἢ κινεῖσθαι ἢ καθέζεσθαι . φεύγειν δὲ δεῖ καὶ τὴν βραδυσιτίαν καὶ τὰ
5956272 καταδαρθειν
αὐτοὺς καὶ οὐ σφόδρα ἑπομένους νυστάζειν , καὶ πρότερον μὲν καταδαρθεῖν τὸν Ἀριστοφάνη , ἤδη δὲ ἡμέρας γιγνομένης τὸν Ἀγάθωνα
Θ καταδαρθεῖν : κυρίως τὸ ἐπὶ δέρματος κοιμᾶσθαι . Θ καταδαρθεῖν ] κατακοιμηθῆναι . τοῦτο εἶπεν ὁ νεανίσκος καὶ συγκαλυψάμενος
5942925 φλεγομενος
θηλῆς τῷ στόματι . ἐνθουσιῶν δὲ ἐς μίξιν οἴστρῳ τε φλεγόμενος ἐμπίπτει τοίχῳ καὶ ἀνατρέπει , καὶ φοίνικας κλίνει ,
' ὑπὸ φαγόν : ὡς ἄν τις , φησί , φλεγόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου εἰς σκιὰν φηγοῦ παρέλθῃ , οὕτω
5931748 ψαιρειν
ὅταν οὐκ εὐπραγῶσι ἀνέμους . διαψαίρουσι : κινοῦσιν : τὸ ψαίρειν κυρίως ἐπὶ τοῦ ἱστίου , ὅτε μὴ εὐπλοεῖ εὐφόρῳ
τοῦ ἱστίου , ὅτε μὴ εὐπλοεῖ εὐφόρῳ ἀνέμῳ . τὸ ψαίρειν κυρίως ἐπὶ τῶν ἀρμενίων λέγεται , ὅταν μὴ εὐπορῶσιν
5919533 λουσθαι
: ἐδόκεέ οἱ τὸν πατέρα ἐν τῷ ἠέρι μετέωρον ἐόντα λοῦσθαι μὲν ὑπὸ τοῦ Διός , χρίεσθαι δὲ ὑπὸ τοῦ
, ἀπολαῦσαι θύμων λαχάνων τε κάμπη , πρὸς τὸ μὴ λοῦσθαι ῥύπος , ὑπαίθριος χειμῶνα διάγειν κόψιχος , πνῖγος ὑπομεῖναι
5914930 ματτειν
, ᾧ δὴ ἐνέφρυττον , ἴσως ἀγγεῖον κεραμεοῦν . καὶ μάττειν δέ , καὶ μάκτρα οὗ ἔματτον , καὶ ὁ
παρέθηκεν ” . Γ προσέμαξεν : προσέθηκε , προσεκόλλησεν . μάττειν γὰρ λέγεται τὸ ἀναμιγνύναι καὶ φυρᾶν καὶ εἰς ἓν
5891343 βραδυνειν
τῆς Χλόης πατέρας ἀναζητεῖν καὶ περὶ τὸν γάμον αὐτῶν μηκέτι βραδύνειν . Ἕωθεν οὖν ἐνσκευασάμενοι τῷ Δρύαντι μὲν ἔδωκαν ἄλλας
πόδα καὶ διασκοπεῖν σιωπῇ πανταχῇ . Μόνον δὲ χρὴ μὴ βραδύνειν , ὡς ὁ καιρός ἐστι μὴ μέλλειν ἔτι .
5868516 ποτον
εἰς ἀπόλαυσιν ὠφελιμωτάτην , νέκταρος μᾶλλον ἢ οὐχ ἧττον ἀθανατίζον ποτόν . οἰκτροὶ δὲ καὶ κακοδαίμονες ὅσοι μὴ τὸν ἀρετῆς
. πεποίηται δὲ αὐτοὺς καὶ ποιμένας τὰ πρόβατα βόσκουσα , ποτόν τε τὸ γάλα τούτων ἡγοῦνται καὶ ὄψον . οἱ
5845811 ξηραινεσθαι
, εἰς ὃ τιθέασιν οἱ ἀρτοκόποι τοὺς ἄρτους ἐπὶ τῷ ξηραίνεσθαι : ἄλλοι δὲ τηλίαν τὸ τῆς καπνοδόχης πῶμα ,
γεγενῆσθαι . ἀζαλέην καὶ ὀπταλέην , ἐπεὶ δοκεῖ πρῶτα μὲν ξηραίνεσθαι , εἶτα ὀπτᾶσθαι . σφετέροισι τέκεσσι , τοῖς ἑαυτοῦ
5833021 ποτου
λωτόν , πόαν τινὰ καὶ ῥίζαν , οὐ δεόμενοι δὲ ποτοῦ , οὐδὲ ἔχοντες διὰ τὴν ἀνυδρίαν , διατείνοντες καὶ
οἱ δ ' ἀσεβεῖς ἀποδράντες , ἄγευστοι τοῦ τῆς ἀθανασίας ποτοῦ διατελέσαντες , ὤρυξαν , οἱ φρενοβλα - βεῖς ,
5830539 κορεσαιο
ὁ τοιοῦτος ζωμὸς ὠφελεῖ τηξάμενος ] ἑψήσας τηξάμενος ] συντήξας κορέσαιο ] πλήρωσον ποτῷ ] τῇ πόσει νηδύν ] γαστέρα
] λαβέ χύτρου ] τῆς χύτρας ἐς δ ' ἔμετον κορέσαιο : ἀντὶ τοῦ ἕως ἐμέσῃς , κορέσθητι , τὰ
5830124 ἀνιστασθαι
παρέκρουσεν , οἶμαι , ὀγδόῃ , τρόπον τὸν ἀκόλαστον , ἀνίστασθαι , μάχεσθαι , αἰσχρομυθέειν ἰσχυρῶς , οὐ τοιοῦτος ἐών
πεμπούσης ἄνεμον . Οὐκ ἂν φαίην ὡς ὁμοίως τῷ τε ἀνίστασθαι παρ ' ἡμῶν ἠθύμει καὶ τῷ παρ ' ὑμᾶς
5805933 ὑπαιθριος
τοῦτο συναπτέον τῷ πρώτῳ : καταβὰς ἐν μέσῳ Ἀλφειῷ νυκτὸς ὑπαίθριος . οἰκεῖος δὲ καὶ ὁ καιρὸς πρὸς θείαν ἐπίκλησιν
ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος , ἐπὶ θύραις καὶ ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος κοιμώμενος , τὴν τῆς μητρὸς φύσιν ἔχων , ἀεὶ
5785287 ὀρθριον
δουλεύειν . Ἐχρᾶτο δὲ καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε : τὸ μὲν ὄρθριον μέχρι ὅτεο πληθώρης ἀγορῆς προθύμως ἔπρησσε τὰ προσφερόμενα πρήγματα
ομένων [ ζείδωρον ] [ ] ? ἐς ? ? ὄρθριον ? ? ? [ ἔργον ˘˘ – , ]
5782854 ταρασσειν
] ἤγουν ἐκπληκτικαῖς , παρὰ τὸ μερίζειν καὶ δονεῖν τὸ ταράσσειν : τὸ γὰρ καταπληκτικὸν ποιεῖ τὸν δειλὸν μερίζεσθαι εἰς
Ἀπεματάϊσεν . ἐμώρανεν . Ἀπηλικέστερον . πρεσβύτερον . Ἀμύσσειν . ταράσσειν , ἑλκοῦν , ξέειν . Ἀνδρόσφιγγας . σύνθετον σῶμα
5774597 ὁλμου
ἀροῖ : ἐπὶ τῶν εὖ καὶ καλῶς γεωργούντων . Ἐπὶ ὅλμου ἐκοιμήσω : ἐπὶ τῶν μαντείας ποριζομένων ἔκ τινων ἐνυπνίων
μυλοειδεῖ . * μυλόεντι : ἢ λιθώδει * θυείης : ὅλμου λίθου τοῦ ἰγδίου ἰγδίου * ἐν : σὺν οἷς
5765109 ἀμολυντον
Χαλβάνη ἕψησιν οὐδ ' ὅλως φέρει , ἀλλὰ διὰ τὸ ἀμόλυντον γενέσθαι τὴν ἔμπλαστρον αἴρειν ἀπὸ τοῦ πυρὸς δεῖ καὶ
δίκαιον δὲ ὡς τὴν γνώμην τρέποντα ἐπὶ τὸ καθαρώτατον καὶ ἀμόλυντον . φιλόπολιν : εἰσὶ γάρ τινες οἱ ἐν ταῖς
5763523 σκινακος
κοιμᾶσθαι βλέποντος , καθάπερ καὶ ὁ λέων καὶ ὁ ὄφις σκίνακος δερκευνέος ἢ ἀπὸ νεβροῦ ] τοῦ σκιρτητικοῦ λαγωοῦ τοῦ
ὑπὲκ φάρυγος χεύῃ παναεργέα δόρπον . πολλάκι δ ' ἢ σκίνακος δερκευνέος ἢ ἀπὸ νεβροῦ πυετίην τμήξαιο πόροις δ '
5747111 ψοφειν
τῆς λέξεως διαίρεσιν . διαψαίρειν δὲ τὸ ἡσυχῆ διακινεῖσθαι καὶ ψοφεῖν καὶ ψαίρειν ἱστίον λέγομεν . [ πλεκτάνην δὲ ,
τὸ , τίς ἔσθ ' ὁ κόψας τὴν θύραν ; ψοφεῖν δὲ , ὅταν ἐξερχόμενός τις αὐτὴν ὑπανοίγοι καὶ ἦχον
5741709 Οἰνον
βραχύτερον : οὐχ ὁρᾷς ὅτι ἔτ ' ἄβολός ἐστι ; Οἶνον γὰρ πιεῖν οὐδ ' ἂν εἷς δέξαιτο θερμόν ,
τὰ μέρη ταῦτα τοῦ σώματος ἀρτίποδα τὴν πορείαν παρέσχεν . Οἶνον δ ' οἱ μὲν ἐν Ἡλίου πόλει θεραπεύοντες τὸν
5724240 ἐσελθοντα
καθήμενος Ἐπιμενίδης Κνώσσιος , ὃν ἐλθόντα ἐς ἀγρὸν κοιμᾶσθαι λέγουσιν ἐσελθόντα ἐς σπήλαιον : ὁ δὲ ὕπνος οὐ πρότερον ἀνῆκεν
ὄπισθε τῆς ἀνοιγομένης θύρης στήσω : μετὰ δ ' ἐμὲ ἐσελθόντα αὐτίκα παρέσται καὶ ἡ γυνὴ ἡ ἐμὴ ἐς κοῖτον
5709342 σκοτεινοις
τῆς Κιλικίας . Ἐργίνοιο : ποταμὸς Θρᾴκης . λυγαίοις : σκοτεινοῖς , κατὰ μετωνυμίαν : λύγος γὰρ τὸ σκότος ἀπὸ
κέντρα τὰ μάταια . κελαινοῖς : θανατηφόροις , ματαίοις , σκοτεινοῖς . Αὐδώωνται : ὀνομάζονται , καλοῦνται . ἐπώνυμον :
5707047 διαχεισθαι
προστρίβειν τι τοῦ ἰοῦ μέρος : συμβαίνει γὰρ τὸν μὲν διαχεῖσθαι , τὰ δ ' ἀπὸ τῆς κισήρεως καὶ μαρμάρου
τοῦ μὴ διαχεῖσθαι : ὅθεν καὶ τὸ χαίρειν παρὰ τὸ διαχεῖσθαι . Ἄλογον : διὰ τὸ ἄμεινον τοῦ λόγου .
5702984 διψην
τὸ πρὸς βίαν πίνειν ἴσον [ κακὸν ] πέφυκε τῷ διψῆν βίᾳ . ὅθεν εἴρηται καὶ τὸ οἶνος ἄνωγε γέροντα
ὑπὸ τῶν κατηναγκασμένων : καὶ γὰρ ῥιγοῦν ποτε ὁμολογοῦμεν καὶ διψῆν καὶ τοιουτότροπά τινα πάσχειν . ἀλλὰ καὶ ἐν τούτοις
5701147 κατακλινεσθαι
, διόπερ οὐκ ἀτόπως ἐν ταῖς σκάφαις ἐστρωμέναις ἐῶσί τινες κατακλίνεσθαι . καὶ τὰ ἐπιβλήματα πρὸς λόγον τῆς ὥρας θερμότερα
ἐκείνου μᾶλλον τοῦ μέρους ᾧ ἐμπέφυκε τὸ ἀποστημα , ῥᾷον κατακλίνεσθαι τοὺς πάσχοντας ἢ ἐπὶ τοῦ ἀντικειμένου . ὥσπερ τινὸς
5697991 ἐμετῳ
καὶ γλίσχρα τῶν περιττωμάτων . διὸ δεῖ καὶ συνεργεῖν τῷ ἐμέτῳ καὶ , ἡνίκα ναυτιῶσιν ἢ σπαράττονται , παρέχειν ἐπιρροφᾶν
ἀπὸ τοῦ δείπνου ἁρμόζουσιν : διαλιπεῖν δ ' ἐπὶ τῷ ἐμέτῳ καὶ δύο καὶ τρεῖς ἡμέρας . τὸν δὲ δυσκόλως
5685500 ἐγειρεσθαι
τις καὶ πορεύεσθαι καὶ γυμνάζεσθαι καὶ λοῦσθαι καὶ σιτεῖσθαι καὶ ἐγείρεσθαι νύκτωρ εἴς τε φυλακὰς καὶ παραγγέλσεις , καὶ ἐν
ἢ συγγενῶν . οὐκοῦν ἀθυμία τὸ ἐν καιρῷ θυμοῦ μὴ ἐγείρεσθαι τὴν ὄρεξιν . ὀξυθυμία δέ ἐστιν ὁ ὑπερόριος θυμὸς
5672397 περιτυχειν
γε καλὰ εἴδη ἀφομοιοῦντες , ἐπειδὴ οὐ ῥᾴδιον ἑνὶ ἀνθρώπῳ περιτυχεῖν ἄμεμπτα πάντα ἔχοντι , ἐκ πολλῶν συνάγοντες τὰ ἐξ
τοὺς πρώτους ἴσως ἀρξαμένους χρῆσθαι πυρὶ ἐκ κεραυνοβολίου καιομένῳ αὐτῷ περιτυχεῖν , μηδέπω ἐπινοίᾳ τῶν πυρίων ἐπιπεσεῖν δυναμένους . γυναῖκα
5663768 ἁπτειν
Καὶ γὰρ τὸ θηρίον ἁρπάξαν φεύγει . Λύχνον ἐν μεσημβρίᾳ ἅπτειν : ἐπὶ τῶν παρὰ καιρόν τι ποιούντων . Ὅμοιον
τεκοῦσαν , οὐκέτι δορυφορούμενον ὄψομαι . ᾤμην σοι δᾷδα γαμήλιον ἅπτειν , ὤμην σοι τὸν ὑμέναιον ᾄδειν . οὕτως ὑπὸ
5660688 ἀγρυπνειν
δὲ καὶ τοὺς συντελεστὰς ἀνεπηρεάστους . Τὸ συμμέτρως διαιτᾶσθαι καὶ ἀγρυπνεῖν καὶ ἐν ταῖς νυξὶ βουλεύεσθαι τὰ περὶ τῶν ἀναγκαίων
ἱεροὺς αὐτῆς νομισθῆναι πρός τε τὰς θήρας ἔχοντας ἐπιτηδείως καὶ ἀγρυπνεῖν ἐν ταῖς νυξὶ καὶ ὑλακτεῖν πεφυκότας . κυνηγίᾳ δ
5648623 λυχνου
λιποφεγγέα νυκτὸς ὀμίχλην Ἡρώ , λύχνον ἔφαινεν . ἀναπτομένοιο δὲ λύχνου θυμὸν Ἔρως ἔφλεξεν ἐπειγομένοιο Λεάνδρου . λύχνῳ καιομένῳ συνεκαίετο
λίθον τις λαβὼν ἔκρουσε τὸν λυχνοῦχον . ἀποσβεσθέντος δὲ τοῦ λύχνου , ἐν δὲ τῷ Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι καὶ διαστίλβονθ '
5641889 τηγανον
, τέκω , τέκανον : ἀποβολῆ τοῦ α τέκνον . τήγανον , παρὰ τὸ τήκω τήκανον : καὶ τροπῆ τοῦ
: Τηγάνῳ εὖ ἥψησεν ἐν ὀψητῆρι κολύμβῳ , τὴν λοπάδα τήγανον προσαγορεύων . : Ἡγήσανδρος δὲ ὁ Δελφὸς , τρίγλην
5640213 Ξενιῳ
καλοῦσιν οἱ ἐγχώριοι . Ἡρόδωρος δὲ καὶ Εὐφορίων ἐν τῷ Ξενίῳ ἐκείνῃ φασὶ τὸν Κέρβερον ἀνῆχθαι ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους ,
δίκας τῆς κακοξενίας ἐμοὶ δοκεῖν καὶ τῷ ἀφικομένῳ καὶ τῷ Ξενίῳ Διί . Ὅτι Δαρδανεῖς τοὺς ἀπὸ τῆς Ἰλλυρίδος ἀκούω
5640193 σιτιου
θρέψῃς μᾶλλον , βλάψεις . Ῥᾷον πληροῦσθαι ποτοῦ , ἢ σιτίου . Τὰ ἐγκαταλιμπανόμενα ἐν τῇσι νούσοισι μετὰ κρίσιν ,
' αὖ ὑγρασίη ξυμφέρει , μὴ ἀσιτέειν , καὶ τοῦ σιτίου καὶ τοῦ ποτοῦ μὴ ἐνδεᾶ εἶναι , μηδὲ πονέειν
5633508 νυχος
, καὶ ἐφυλάχθη ἡ αὐτὴ κλίσις : τὸ δὲ νύξ νυχός διὰ τοῦ χ ἐκλίθη , ἐπειδὴ ἀπὸ τοῦ νύσσω
ποῖόν ἐστι τοῦ παρακειμένου ; τὸ χ , καὶ γίνεται νυχός : πλεονάζει γὰρ τὸ τ ἐν πολλαῖς λέξεσιν ,
5627767 εὐτακτειν
στρατιωτικοῖς , ἔφη , ἔνθα μάλιστα δεῖ σωφρονεῖν τε καὶ εὐτακτεῖν καὶ πειθαρχεῖν , οὐδενὶ τούτων προσέχουσιν . Ἴσως γάρ
ἀκόλουθα καὶ οὕτως ἅπτου τοῦ ἔργου . δεῖ ς ' εὐτακτεῖν , ἀναγκοτροφεῖν , ἀπέχεσθαι πεμμάτων , γυμνάζεσθαι πρὸς ἀνάγκην
5618268 φαγειν
οὐκ ἐσθίει ἵνα ἀποθάνῃ : λελέπτυνται : ἆρά γε ἰσχύουσα φαγεῖν οὐ τρώγει διὰ τὸ θέλειν ἀποθανεῖν , ἢ κἂν
καὶ ζέματα διὰ πηγάνου καὶ ἀνίσου . καὶ πολλάκις σκόροδα φαγεῖν καὶ πίνειν ἀντιδότους , ὅσαι πάνυ τὸ θερμαίνειν ἔχουσιν
5610331 ὀρθοσταδην
κατὰ χειμῶνα , πολλοὶ μὲν κατεκλίθησαν , οἱ δὲ αὐτέων ὀρθοστάδην ὑπεφέροντο : πρωῒ δὲ τοῦ ἦρος ἔθνησκον οἱ πλεῖστοι
καὶ πλανῆτες πολλοῖσι πολλοὶ , καὶ πουλὺν χρόνον παρέμενον , ὀρθοστάδην τε καὶ κατακειμένοισιν : τοῖσι πλείστοισι τουτέων ὑπὸ πληϊάδα
5610009 κωμαζειν
καὶ τῆς μέθης ἐπὶ τὸ κοιμηθῆναι βαδίζειν καιρὸν καὶ τὸ κωμάζειν . . . . . . : κωμάζειν :
ἀπὸ τούτου καὶ ὁ κῶμος εἴη εἰρημένος , καὶ τὸ κωμάζειν καὶ ὁ κωμαστὴς παρὰ Πλάτωνι , καὶ ὁ ἡδύκωμος
5605052 σκαπτειν
ἀγαγὼν ἐπὶ τὸν τόπον οὗ καταδεδυκότα τὸν δαίμονα ἑωράκειν , σκάπτειν λαβόντας δικέλλας καὶ σκαφεῖα , καὶ ἐπειδὴ ἐποίησαν ,
. τὰ δὲ ἐν τῷ ἔαρι φυτευθέντα τότε δεῖ ἄρχεσθαι σκάπτειν , ὅταν κατεσχηκέναι δοκῇ : τὸ δὲ αὐτὸ καὶ
5601408 πεινην
τὴν νύκτα ἐκείνην , πρὶν διψῆν , πιεῖν , πρὶν πεινῆν , φαγεῖν . ποίαν δοκεῖς ἡμέραν σεαυτοῦ ; τὴν
δὲ ἐλπίδες , καὶ κακῶς δ ' ἂν ποιήσειε τὸ πεινῆν . ἡ μὲν οὖν πόλις οὐδὲν διέφερε χειμαζομένης νεώς
5594941 φορυτωι
ἄπλητόν ἐστι τὴν ἰσχύν . κοιμίζεται δὲ καὶ ἀφανίζεται πολλῶι φορυτῶι καταχυθέντι . λέγει ὁ Κνίδιος Κτησίας ταῦτα . .
μᾶλλον ἢ καθαρῶι ὕδατι [ . . ] καὶ ἐπὶ φορυτῶι μαργαίνουσιν κατὰ Δημόκριτον . . [ . ] .
5589985 διψους
ὅτι μὲν ἀναξηραντικός , ἴδοι ἄν τις ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος δίψους τοῖς πυρέττουσιν : ὅτι δὲ καὶ ἐναποσκηπτικός , δηλοῖ
οὖν σοφὸς ἐτελεύτησεν ἀγῶνα θεώμενος γυμνικὸν ὑπό τε καύματος καὶ δίψους καὶ ἀσθενείας , ἤδη γηραιός . καὶ αὐτοῦ ἐπιγέγραπται
5589597 ὀρθρου
γένεσιν . οὕτω γὰρ καὶ ἡμέραν φαμὲν γίνεσθαι ἐκ τοῦ ὄρθρου τοῦ ἔχοντος ἀμυδρὸν τὸ φῶς : ἀμέλει τοι μετὰ
κηρωτῇ , ἐμπλάσας τε ἐπίθες ἑσπέρας καὶ ἔα διανυκτερεῦσαι , ὄρθρου δ ' ἀφελὼν τὸ φάρμακον ῥῆξον τὴν φλύκταιναν καὶ
5588450 τρεχειν
Πυθικῇ ᾠδῇ : ἀπὸ Ταϋγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν . Σκύριαι δ ' ἐς ἄμελξιν γάλακτος
σεμνοτέρως αὐτὰς εὐθυνόντων ἵππους καλεῖσθαι . Ἵππον εἰς πεδίον διδάσκεις τρέχειν : ταχύτερος γάρ ἐστιν ἐν προσομάλῳ τόπῳ . Ἵππος
5587863 λουμενος
μέντοι γενικώτερόν ἐστιν ἀπληστία , ὃ καὶ νῦν ἐμφαίνεται . λούμενος : Ἀντὶ τοῦ λουόμενος . . καταπτάμενος ἴκτινος κ
; Ὅταν διαριθμῶν ἀργυρίδιον τύχῃ ἅνθρωπος οὗτος , ἢ καθῆται λούμενος , καταπτόμενος ἰκτῖνος ἁρπάσας λάθρᾳ προβάτοιν δυοῖν τιμὴν ἀνοίσει
5583959 ἀναρροφει
συναίρεσιν ἀναδούμενος . . . . ἀναρροιβδεῖ : ἀντὶ τοῦ ἀναρροφεῖ εἰς τὸ ψιλὸν † δ , . . .
〛 Ἀναρροιβδεῖ : ἀναρροιβδεῖ † μέγαν ὕδωρ : ἀντὶ τοῦ ἀναρροφεῖ : ἔστι γὰρ ἀναρροφεῖ , πλεονασμῷ τοῦ ι ἀναρροιφεῖ
5575375 νεοττον
παραπλήσιον : ἐῴκει γὰρ τῇ μὲν λεκίθῳ , ἥν τινες νεοττὸν ὑπάρχειν λέγουσι , τὰ ἠθικά , τῷ δὲ λευκῷ
βίων . λέγεται δ ' ὅτι Σωκράτης ὄναρ εἶδε κύκνου νεοττὸν ἐν τοῖς γόνασιν ἔχειν , ὃν καὶ παραχρῆμα πτεροφυήσαντα
5570039 ἡσυχῃ
. τῶν δὲ διπλῶν μᾶλλον ἡδύνει τὴν ἀκοὴν τὸ ζ ἡσυχῇ τῷ πνεύματι δασυνόμενον : τὸ γάρ τοι ξ διὰ
ἰκτέρῳ περιπεσεῖν . ὁ δὲ τὴν πρώτην φυλαττόμενος ἀτάραχος ἔμενεν ἡσυχῇ τοῦ πάθους κεκινημένου . Τὴν μετ ' αὐτὴν δὲ
5565867 κνωσσειν
τῶν κυνῶν κυνόδαλα καὶ κνώδαλα , τὰ πτηνὰ ἀπὸ τοῦ κνώσσειν ἐν τοῖς δάλοις καὶ τοῖς συνδένδροις τόποις : κνώδαλα
νώτου , ἐφ ' οὗ ἐξικνεῖται τὰ ζῷα κνήσασθαι . κνώσσειν καθεύδειν . κνῆμαι ἐπὶ μὲν τοῦ ἡμετέρου “ ὑπὸ
5565737 μεθυσκεσθαι
δὲ ἐν τῇ τοῦ Φρυγίου διασκευῇ φησιν : εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίνεθ ' ἡμῖν , οὐδ '
γὰρ τέρψις μὲν οὐκ ἔνεστι πολυτέλεια δέ . Εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίγνεθ ' ἡμῖν , οὐδ '
5549734 λουσασθαι
ὑφορώμενον . ἐγὼ γὰρ οἶδα δεκάκις εἰσαγαγὼν ἄρρωστον εἰς τὸ λούσασθαι διὰ τὸ δάκνεσθαι τὰ ὄμματα καὶ οὐ ταὐτὸν ἔπαθον
εἰ γὰρ ἐνδέχεται Σωκράτην λούσασθαι σήμερον , ἐνδέχεται καὶ μὴ λούσασθαι , καὶ εἰ ἐνδέχεται πάντας ἀνθρώπους κινεῖσθαι , ἐνδέχεται
5548389 τρυγαν
ἐπέχουσι τὸν τρυγητὸν ἕως ἂν ἡ αὔξησις προβαίνῃ . Δεῖ τρυγᾶν τῆς σελήνης οὔσης ἐν καρκίνῳ ἢ λέοντι ἢ ζυγῷ
μέντοι τις παρὰ τὸν καιρὸν καὶ τὴν ὥραν τοῦ ἔτους τρυγᾶν ἢ θερίζειν ὑπολάβῃ , ἐάν τε ἀγαθὸν ἐάν τε
5542688 πελλας
εἰς ὃ ἔμελγον τὸ γάλα . Ὅμηρος : εὐγλαγέας κατὰ πέλλας . παρ ' Ἱππώνακτι δὲ πελλίς : ἐκ πελλίδος
αὐτὴν εὗρε πέλλη τὸ χρῶμα : καὶ Πελίας ὄνομα . πέλλας καὶ κισσύβια , ποιμενικὰ ἀγγεῖα . κισσύβιον : τὸ
5539024 καθημενῳ
ἐστίν , ὅταν εὐπραγήσῃ , οὗ καὶ νῦν ἔξεστιν οἴκοι καθημένῳ καὶ ἣν παρέλαβεν ἀρχὴν διασῴζοντι ἀπολαύειν μετὰ ἀσφαλείας .
τοῦ Ἄργους ᾔει , καὶ αὐτῷ ἐντυγχάνει ἥδε ἡ ὄρνις καθημένῳ μὲν ἐπὶ τοῦ ἵππου , φέροντί γε μὴν τὸ
5537286 ἀγχειν
κρατεῖν φιλονεικοῦσι τοῦ γέλωτος λανθάνουσι μᾶλλον ἡττώμενοι , οὕτω τοῖς ἄγχειν τὸν ὀδυρμὸν πειρωμένοις ἄμαχος ἐπιρρεῖ δακρύων φορά . ἐντεῦθεν
, δειπνεῖν ἄκλητος μυῖα , μὴ ' ξελθεῖν φρέαρ , ἄγχειν , φονεύειν , μαρτυρεῖν , ὅς ' ἂν μόνον
5526999 ἡσατο
ἀπὸ τοῦ ἥδω , ἀφ ' οὗ ἥσθην , καὶ ἥσατο δ ' αἰνῶς . ἀπὸ οὖν τοῦ ἥδω ἥσασθαι
οἷον : μάλ ' ἥσθην , οἷον οὐδέποτε , καὶ ἥσατο δ ' αἰνῶς ἡδὺ ποτὸν πίνων . ἀπὸ οὖν
5523738 Αὐτομολοις
ὄρθριον . καὶ τῶν καλουμένων δὲ ΜΕΛΙΚΗΡΙΔΩΝ μνημονεύει Φερεκράτης ἐν Αὐτομόλοις οὕτως : ὥσπερ τῶν αἰγιδίων ὄζειν ἐκ τοῦ στόματος
ὅπερ ἀγνοήσαντές τινες γράφουσι πασσυδεί . ἔστι δὲ καὶ ἐν Αὐτομόλοις Φερεκράτους . παππίζειν : τὸ πάππαν καλεῖν . πάππος
5522659 ξηρανθηναι
ἔχουσι τὴν ὀσμήν . δολοῦται δὲ πᾶς ὀπὸς πρὸ τοῦ ξηρανθῆναι σαγαπηνοῦ μιγνυμένου ἢ ἀλεύρου ἐρεγμίνου , ἅπερ διακρίνεται τῇ
αὐτόν , ἀλλ ' αὐτὸς βολβίτωι χρίσας ὅλον ἑαυτὸν εἴασε ξηρανθῆναι τοῦτο ὑπὸ τῶι ἡλίωι , καὶ κείμενον αὐτὸν κύνες
5520876 ἀρισταν
„ . Ὁ αὐτὸς παρεκελεύετο τοῖς ὑπ ' αὐτῷ τασσομένοις ἀριστᾶν καθ ' ὥραν ὡς ἐν Ἅιδου δειπνήσουσιν . Ὁ
αὐτῷ τοῦτο ἐπεπόνθει διὰ τῶν χειρῶν , ἐπεὶ δὲ καὶ ἀριστᾶν ἔδει , χρυσὸν ἐποίει σῖτα καὶ ποτά , καὶ
5517722 ἐμβαντα
ἐπιστολαῖς , ἡμέρας νοσήσαντα τετταρεσκαίδεκα . ὅτε καί φησιν Ἕρμιππος ἐμβάντα αὐτὸν εἰς πύελον χαλκῆν κεκραμένην ὕδατι θερμῷ καὶ αἰτήσαντα
ἔχουσα ὕδωρ , ὥστε μὴ δεῖν κολύμβου , ἀλλὰ τὸν ἐμβάντα καὶ μέχρι ὀμφαλοῦ εὐθὺς ἐξαίρεσθαι : μεστὴ δ '
5507207 ἀναπαυσασθαι
: δεῖν γὰρ ἔφασκον οἱ ναῦται καὶ ὑδρεύσασθαι καὶ αὐτοὺς ἀναπαύσασθαι , μέλλοντας εἰς μακρὸν ἐμπεσεῖσθαι πλοῦν . Κατήγετο δὲ
ἐν τῇ ὁδῷ γενομένου ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ ὄνου βουληθείη ἀναπαύσασθαι : οὐ παρεῖναι γὰρ οὔτε δένδρον οὔτ ' ἄλλο
5503252 θηναι
δεῖ γὰρ κεκενωμένα τὰ δένδρα μετὰ τοὺς καρποὺς ἀντιπληρω - θῆναι πάλιν τῆς τροφῆς καὶ ταύτην πέψαι καὶ κατασχεῖν εἴπερ
πόλεως τέθνηκε , τὸν δὲ Πολυνείκην ἄταφον ῥιφέντα βρω - θῆναι ὑπὸ τῶν ὀρνέων , διότι ἦλθεν ἀφανίσαι τὴν πόλιν
5502284 κολουσας
τῷ Πέρσῃ : ἐξ ἧς τεχθῆναι αὐτῷ τὴν Ἑκάτην . κολούσας : ἕκαστα τῶν ἐνεργουμένων ἄπρακτα ποιήσας . κολούσας :
μεταστρεφθῆναι ὀπίσσω ἠὲ κυνῶν ὑλακή , μή πως τὰ ἕκαστα κολούσας οὐδ ' αὐτὸς κατὰ κόσμον ἑοῖς ἑτάροισι πελάσσῃς .
5501865 κνηστι
Πράμνῃ πρῶτον ἐφυτεύθη ἄμπελος τῇ ἐν Ἰκάρῳ . κνῆ τυρὸν κνήστι . ἔκοπτε τυρὸν κοπίδι . βυσσόν . πυθμένα .
ἐχρήσατο . καὶ Ὅμηρος ἐπὶ δ ' αἴγειον κνῆ τυρὸν κνήστι χαλκείῃ . δεῖ νοεῖν , ὅτι πάλιν ἐνταῦθα τυρὸν
5501615 ἀειν
θεῖον ἀπάνθισμα τῶν ἡρώων . καὶ εἴρηται ἄωτος ἀπὸ τοῦ ἄειν , ὅ ἐστι πνεῖν καὶ ὀδωδέναι . νότῳ τρίτον
: αὐτὸς δὲ φίλης αἰῶνος † ἀμερθείς . παρὰ τὸ ἄειν , ὅ ἐστι πνέειν , σημαίνει δὲ τὸ αἰών
5499421 πινειν
οἷς ἔλαβε παρὰ βασιλέως . ἐπεὶ δ ' εἰς τὸ πίνειν ἀφίκοντο , λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ μέγιστον δυνάμενος τῶν
θεὸς ἔδωκεν ἀνθρώποις , ὥστε ὁπόσῳ πλέον ἂν ἐθέλῃ τις πίνειν αὐτοῦ , τοσούτῳ μᾶλλον αὐτὸν νομίζειν καθ ' ἑκάστην
5493175 κορεσθηναι
παρώνυμον ἀριστεύς . Ἄδην , παρὰ τὸ ἥδω δηλοῦν τὸ κορεσθῆναι , ὡς τὸ τέρπομαι , ὅπερ τὸ αὐτὸ ἐδήλου
ἐσσύμενον πολεμίζειν . ἔστι δὲ τὸ ἄδην ἐλόωσιν ἀντὶ τοῦ κορεσθῆναι αὐτὸν ποιήσουσι τοῦ πολέμου , καίπερ προθυμίαν ἔχοντα .
5479093 λελουσθαι
, ψυχῆς ἱλαρία , ὄμμα δίυγρον καὶ συναίσθησις τοῦ καλῶς λελοῦσθαι καὶ πρὸς τὸν οἶνον ἔχειν ἐπιτηδείως , μετὰ δὲ
νοητέον : ἢ διότι ἔθος ἦν τοῖς παλαιοῖς μετὰ τὸ λελοῦσθαι ἐλαίῳ δι ' ὅλου τοῦ σώματος ἀλείφεσθαι , ἵνα
5476636 καυστικου
. τὸ ὑπὸ θεοῦ κινούμενον μαντικόν . . πρηστῆρος αἴθωνος καυστικοῦ ὀξέος . ἔνθεον θεῖον μαντικὸν τὸ θεῖον ἀγορεῦον φωνὰς
: ἐπ ' ἀμφοῖν δέ , κολλυρίου τε καὶ τοῦ καυστικοῦ , ἐγκλύζειν χρὴ τοῖς ἀνακαθαρτικοῖς , περὶ ὧν εἴρηται
5473956 ἀχους
ἀλλὰ τότε μὲν ἱλαρᾷ τε καὶ εὐθυμουμένῃ , ὕστερον δὲ ἄχους τε πλέᾳ καὶ διατεθυμμένῃ . καὶ γὰρ αὖ πρὸς
τοῦ κακοποιοῦ , παρὰ τὸ ἄχος , ἀπὸ δὲ τοῦ ἄχους τὴν βλάβην . Φωλεός . κυρίως ὁ σκοτεινὸς τόπος
5468272 πρῳ
' ἐγὼ σὲ σύνοιδα ἐπὶ μὲν κωμῳδῶν θέαν καὶ πάνυ πρῲ ἀνιστάμενον καὶ πάνυ μακρὰν ὁδὸν βαδίζοντα καὶ ἐμὲ ἀναπείθοντα
. . . . . ὃς δὲ πρῶτος ἐξεῦρεν τὸ πρῲ ' πιπίνειν ; πολλήν γε λακκοπρωκτίαν ἡμῖν ἐπίστας '
5464827 ἐπαλυνεν
. ἔοικε βʹ : καθήκει . . ἢ ὁμοιοῦται . ἐπάλυνεν βʹ : ἐλεύκανεν . καὶ ἐνέπασσεν . ἐπαυρεῖν βʹ
ἐπιδεινοπαθήσασα . ἐπαλλάξαντες ἐπιπλέξαντες , ἐξαμματίσαντες . ἐπιάλμενος ἐφαλλόμενος . ἐπάλυνεν ἐλεύκανεν , ἀνέδευσεν , ἐπέβρεξεν . ἢ ἀπὸ τῆς
5460696 ψυχροτατον
, ὅτι ἴσως οὐκ ἠκριβολογήσατο ἐνταῦθα Ἱππο - κράτης , ψυχρότατον βρῶμα εἰπὼν τὴν φακήν . ἤρκει γὰρ εἰπεῖν ψυχράν
ψυχρὸν τὸ ὕδωρ γευσαμένῳ τε καὶ ἔτι μᾶλλον ἁψαμένῳ οἷον ψυχρότατον : ἐγκλίναντος δὲ τοῦ ἡλίου ἐς ἑσπέραν θερμότερον ,
5447381 βρεχειν
: παλύνω : ὡς μὲν Ἀπίων , τὸ μολύνειν καὶ βρέχειν . ἄμεινον δὲ τὸ λευκαίνειν . Ἰλιάδος Κ .
τότε ἐπιτρέπειν αὐτοῖς , εἰ δυνατὸν εἴη , εἰς ὕδωρ βρέχειν τὸν πεπονθότα τόπον : ὡς τὸ πολὺ γὰρ ἐν
5442871 καλυπτειν
ὥστε ἐνταῦθα μὴ συνάπτειν τὴν εἴσω θάλατταν τῇ ἐκτὸς καὶ καλύπτειν τὸν ἰσθμὸν μετεωροτέραν οὖσαν , τοῦ δ ' ἐκρήγματος
ῥάβδων ἔχοντες , τιάρας περικείμενοι πιλωτὰς καθεικυίας ἑκατέρωθεν μέχρι τοῦ καλύπτειν τὰ χείλη τὰς παραγναθίδας . ταὐτὰ δ ' ἐν
5442150 ὁραθηναι
ὥστε ἰδεῖν μὲν τὰ ὑπ ' αὐτοῦ πραττόμενα , μὴ ὁραθῆναι δὲ ὑπ ' αὐτοῦ . δῆλον δέ , ὅτι
τὸ σφάξαι πτερὰ ἐπιβάλλουσιν , ὥστε ἐξ αὐτῶν αὐτοὺς κρεμαμένους ὁραθῆναι πᾶσιν . ἐμφαντικὸν δὲ πλήθους τὸ ἐγχεῖ . 〚
5441381 ἑωθεν
μετὰ τὸ ϲυμμέτρωϲ δειπνῆϲαι : ὁ δὲ ϲφοδρότερον κενοῦϲθαι δεόμενοϲ ἕωθεν ἐπιθύμου πινέτω δραχμὴν ἐν ὀξυμέλιτι ἦροϲ ὥρᾳ . Ἐπὶ
εἴς τι κοῖλον χωρίον παρὰ τὴν πόλιν , αὐτὸς δὲ ἕωθεν διπλοΐδα Φρυγίαν τραχεῖαν καὶ ῥυπῶσαν περιβαλόμενος , πίλιον [
5438577 ἀναρροιβδει
δέομαι δεόμενος καὶ κατὰ συναίρεσιν ἀναδούμενος . . . . ἀναρροιβδεῖ : ἀντὶ τοῦ ἀναρροφεῖ εἰς τὸ ψιλὸν † δ
τε νῆσαι λινογενεῖς τ ' ἐπενδύτας ὄχημά μοι ἐπᾶραν ἡσύχως ἀναρροιβδεῖ πάλιν λαμπήνη . . . [ ] ε ?
5433381 κεκραγεναι
θεωρεῖν , ἑστιᾶσθαι , κοτταβίζειν , συβαριάζειν , ἰοῦ ἰοῦ κεκραγέναι . Εἰ γὰρ ἐκγένοιτ ' ἰδεῖν ταύτην με τὴν
καὶ οἱ ἄλλοι μετεβάλλοντο , ὡς ἅπαντας ὁμοθυμαδὸν μιᾷ φωνῇ κεκραγέναι , κτείνειν τὸν κοινὸν λυμεῶνα , τὸν ἀφ '
5432142 δειπνειν
παρασκευάζεσθαι πολλοῖς ἀνθρώποις καὶ τοὺς ἀπόρους προσιόντας τῶν Ἀθηναίων εἰσιόντας δειπνεῖν . ἐθεράπευεν δὲ καὶ τοὺς καθ ' ἑκάστην ἡμέραν
ἄγειν οὗ κατέκειντο οἱ ἄλλοι , καὶ καταλαμβάνειν ἤδη μέλλοντας δειπνεῖν : εὐθὺς δ ' οὖν ὡς ἰδεῖν τὸν Ἀγάθωνα
5430193 περιτυγχανει
πετόμεναι θαρροῦσιν , ἀνωτέρω ἄξαι μὴ δυναμένου . Ἐλέφαντος πωλίῳ περιτυγχάνει λευκῷ πωλευτὴς Ἰνδός , καὶ παραλαβὼν ἔτρεφεν ἔτι νεαρόν
μαθεῖν ἄξιον . ὁ Ἠπειρώτης Πύρρος ὡδοιπόρει , εἶτα μέντοι περιτυγχάνει πεφονευμένῳ , καὶ κυνὶ παρεστῶτι καὶ μέντοι καὶ φρουροῦντι
5428044 κρηναις
γὰρ χύτραις βάπτουσι . συντρίβεται δὲ τὰ κεράμια παρὰ ταῖς κρήναις . ὠστιζομένη : Ὠθουμένη , στενοχωρουμένη . στιγματίαις δὲ
κωλύματα τεχνίταις ἀποτεμὼν τὰ τοιαῦτα δεινοῖς ; τίς ὁ ταῖς κρήναις ἑτέρας ἔτι προσθείς , ὡς τῆς τῶν ὑδάτων ῥύμης
5424610 σταμνος
Ἀδελφοῖς . καὶ κρατὴρ καὶ κρατηρίδιον καὶ κρατήριον , καὶ στάμνος καὶ σταμνίον . καὶ ἔνιοι μὲν οὕτως οἴονται καλεῖσθαι
ἵππος τις προσεδέδετο . Καὶ ἐπὶ μὲν τῆς κορυφῆς ὁ στάμνος ἦν μεστὸς ὕδατος , ἐν δὲ ταῖς χερσὶν εἰργάζετο

Back