. Λυκοβρώτου προβάτου ἔριον ὑφανθὲν χιτώνιον , τὸν φορέοντα πολλὴν κνησμονὴν ἔχειν ποιεῖ . Δόρκου καρδία πυρὶ φλεγομένη στήμονας ῥήσσειν
εἰ μή τι σπανίως , ἀλλὰ καὶ μᾶλλον σκληρότητα καὶ κνησμονὴν ὡς ἐπὶ σκληροφθαλμίας . τῶν οὖν δάκνειν δυναμένων ἀπέχου
5667789 ἐπιταξιν
εἰ γυναῖκες ἀνδρῶν ἐκράτησαν . διὸ καὶ τὴν τοῦ δαιμονίου ἐπίταξίν φησιν εἰληφέναι . αὐταῖς ληιάδεσσιν : λείπει ἡ σὺν
εἰ γυναῖκες ἀνδρῶν ἐκράτησαν . διὸ καὶ τὴν τοῦ δαιμονίου ἐπίταξίν φησιν εἰληφέναι . αὐταῖς ληιάδεσσιν : λείπει ἡ σὺν
5661026 ὑφῃρει
ὁ τῆς τούτου κομιδῆς ἐγχειρισθεὶς τὴν φροντίδα τῶν μὲν κριθῶν ὑφῄρει , λίθους δὲ ὑποπάττων ἐκείνῳ μὲν ἄβρωτον τὸ πλεῖστον
ὑφῄρει δὲ ἀντὶ τοῦ ἐκτείνει . . τὴν χεῖρ ' ὑφῄρει : Ἐν ᾗ τὴν χύτραν κατεῖχεν λάθρα . Θ
5533275 λανθανοντως
τοῦ Ὀλύμπου . Κορώνη τὸν σκορπίον : ἐπὶ τῶν ἑαυτοῖς λανθανόντως κακόν τι ἐπισπωμένων . ὁμοία ταῖς : Κόνιν φυσᾷς
τῆς ἑρμηνείας , ὅτι καὶ τῆς εἰρημένης τοῦ Θεόγνιδος ὑποθήκης λανθανόντως ἐμνήσθη καὶ ᾐνίξατο εἰπὼν τὸ δικαιότερον : τὸ γὰρ
5484416 ὀμνυσιν
ἀκολούθως ἄχθεται . νὴ τὸν Ποσειδῶ τουτονὶ : ἅρμα δείξας ὄμνυσιν ἢ ἄλλο τι ἡνιοχικὸν ἢ πολεμικὸν σκεῦος . ἢ
] εὐλόγως ⌈ δὲ ⌈ τοῦτον [ τὸν Διόνυσον ] ὄμνυσιν , ὅτι ἐν τῇ ἑορτῇ τούτου ἠγωνίζετο . φασιανοὺς
5463129 Τρωαδας
, τὸ δὲ βιβλίον λέγουσιν Ἕλληνες . Τρωάς Ἀττικοί , Τρωάδας Ἕλληνες . τραυλίζειν Ἀττικοί , ψελλίζειν Ἕλληνες . ταμίαν
διόπερ φασὶν αὐτῷ συγχωρηθῆναι μετὰ τῶν ὑπολειφθέντων Τρώων ἐκχωρῆσαι τῆς Τρωάδας μετὰ πάσης ἀσφαλείας καὶ ὅποι βούλεται . [ .
5377003 αἱμοῤῥαγιαν
οὔρου ἔκκρισιν ἐπέχει . Δυσιατοτέραν δὲ ἡγητέον τὴν ἐξ ἀναβρώσεως αἱμοῤῥαγίαν . Βοηθεῖν δὲ χρὴ ὡς ὅτι τάχιστα , καθὼς
ἀριστερὸν μυκτῆρα ἀραιόν τε καὶ εὐρύτερον ποιεῖ καὶ ἑτοιμότερον εἰς αἱμοῤῥαγίαν . ὁ τοίνυν χυμὸς , ἐλαυνόμενος ὑπὸ τῆς ἐν
5375860 κεχαρμενος
' αὖτε διέτμαγον : ἤτοι Ἰήσων εἰς ἑτάρους καὶ νῆα κεχαρμένος ὦρτο νέεσθαι , ἡ δὲ μετ ' ἀμφιπόλους .
: κωκύει . κνυζεῖ : κνυζεῖν ἐστι τῶν κυνῶν . κεχαρμένος : χαιρόμενος . λιβραί : αἱ βισζάνουσαι . Σκιρτεῦσι
5357720 ἀκολουθησον
ἐντελεστάτου [ ἐντελοῦς ὄντος . ] ἀκολουθήσεις ] ἀντὶ τοῦ ἀκολούθησον . τὸ “ ἀκολουθήσεις ” καὶ τὸ “ ἀνύσας
αὐτοῦ ; μεθαρμοσάμενος καὶ μετασκευασάμενος , ὅσα τῷ δοκεῖν , ἀκολούθησον τὸ πρῶτον οἷς ἂν ἐθέλῃ καὶ πρὸς μηδὲν ἐναντιωθεὶς
5352551 ἰτεαν
οὖν πατρώιων οὐ λαχὼν ἕξεις ὅμως ἐν ἧι ταφήσηι χαλκόνωτον ἰτέαν . ὦ καλλίπηχυν Ἕκτορος βραχίονα σώιζους ' , ἄριστον
καὶ τὰ δοκοῦντα ἄκαρπα εἶναι γεννᾶν φασιν , οἷον πτελέαν ἰτέαν . σημεῖον δὲ λέγουσιν οὐ μόνον ὅτι φύεται πολλὰ
5327875 παραστα
: ἐνταῦθ ' ἀπόστα μικρόν , Δὶς ἐξαπατῶντι : ἐμοὶ πάραστα : τὴν θύραν κόψας ἐγώ καλῶ τιν ' αὐτῶν
: ἐνταῦθ ' ἀπόστα μικρόν , Δὶς ἐξαπατῶντι : ἐμοὶ πάραστα : τὴν θύραν κόψας ἐγώ καλῶ τιν ' αὐτῶν
5271001 προσνευσεως
τῶν τὸ αἴτιον ποιούντων πρὸς τὰ κέντρα καὶ τὰς ἐπαναφορὰς προσνεύσεως . Καὶ ἡ ἀξιωματικὴ δὲ τύχη συνῆπτε ὥσπερ ταῖς
μὲν τοῦ ζῳδιακοῦ τὸ Ε σημεῖον , τὸ δὲ τῆς προσνεύσεως τοῦ ἐπικύκλου τὸ Ζ , καὶ πρὸς ὀρθὰς ἡ
5269932 Κασανδρειαν
ψαύσῃ τοῦ χωρίου ἐκείνου , διαφθείρεται . . Μετὰ δὲ Κασάνδρειαν ἐφεξῆς ἡ λοιπὴ τοῦ Τορωνικοῦ κόλπου παραλία μέχρι Δέρρεως
ἀποτυμπανίσαι ] ῥοπάλοις ἀνελεῖν . ἀνελεῖν . Ποτίδαιαν ] τὴν Κασάνδρειαν . ὑπάγει ] ἀπατᾷ . τὴν Βοιωτίαν ] διὰ
5269496 φρυγομενον
μὲν τεμνόμενον καὶ διαιρούμενον ὀλιγοχρόνιον καὶ πολυπαθὲς ζῷον , ἡλίῳ φρυγόμενον , βορρᾷ ψυχόμενον . γέλωτα δὲ ἔχεις προοίμιον πένθους
μακρὰ καὶ ἀνθέρικον ἐσθιόμενον . καὶ τὸ σπέρμα δὲ αὐτοῦ φρυγόμενον καὶ ἡ ῥίζα κοπτομένη μετὰ σύκων πλείστην ὄνησιν ἔχει
5261596 προσωφελησαι
τητώμενοι Μαραθῶνα καὶ σύγκληρον ἐλθόντες χθόνα ἱκέται καθεζόμεσθα βώμιοι θεῶν προσωφελῆσαι : πεδία γὰρ τῆσδε χθονὸς δισσοὺς κατοικεῖν Θησέως παῖδας
φοβουμένη . ὁ γὰρ φυτεύσας αὐτὸν οὔτ ' ἐμοὶ πάρα προσωφελῆσαι παιδί τ ' οὐδέν ἐστ ' , ἀπὼν Δελφῶν
5255923 πεπλυμενην
βάθους διήκει , τῆς ψώρας ἐπιπολαιοτέρας οὔσης . ἐὰν τοίνυν πεπλυμένην τὴν τίτανον , εἶτ ' ἐξηρασμένην ἔχῃς , ὕδωρ
νομὴ ὑπεραίρῃ τοὺϲ ὀφθαλμούϲ , θεραπευτέον οὕτωϲ : πομφόλυγα καλλίϲτην πεπλυμένην διέντα γάλακτι γυναικείῳ ἐπιχρίειν καὶ ἐπάνω μοτὰ ἐπιτιθέναι ,
5253378 μεταμορφωσιν
καὶ οἰκείους τῇ τῶν ἀγαθῶν χορηγίᾳ . Καὶ ταῦτα ἐγὼ μεταμόρφωσιν βασιλικωτέραν νενόμικα ἧς μετεμόρφου Ξέρξης τὴν ἤπειρον καὶ τὴν
; βοῦν ] τὴν διὰ τὴν Ἥραν γενομένην ὑπὸ Διὸς μεταμόρφωσιν τῆς Ἰοῦς τῆι θεῶι προσῆψεν . νιν . .
5249848 Πευκεδανου
ἐστι καὶ τῆς τρίτης τάξεως τῶν θερμαινόντων καὶ ξηραινόντων . Πευκεδάνου ἡ ῥίζα καὶ ὁ ὀπὸς καὶ ὁ χυλὸς τῆς
πάντα , ὡϲ γλοιῶδεϲ γενέϲθαι , ἕψε ἕωϲ ἀμολύντου . Πευκεδάνου ῥίζηϲ , Ἀϲϲίου λίθου ἄνθουϲ , εἰ δὲ μὴ
5245730 πεπρακας
σοῦ πριάμενοι μηδέπω ἐκτετίκαμεν διάφορον . καίτοι ἃ μὲν ἡμῖν πέπρακας , ἔχεις ἔτι καὶ αὐτὸς καὶ οὐδὲν ἔλαττον γέγονέ
σε μή , μαστιγία [ ! ! ! ! ! πέπρακας ] πλεὸν ἔχοντι χρυσίον ? ? ? [ [
5226075 σαρκωσιν
, ἀρκοῦμαι τῷ ἀκρωτηριασμῷ καὶ τὴν σκυταλίδα πρίζω πρὸς εὐχερῆ σάρκωσιν . Σφίγγει ποτὲ δακτυλίδιον δάκτυλον : καλῶς δ '
ἐστιν ὃ παρὰ τῶν ἰατρῶν οἱ κάμνοντες ἴσχουσιν εἰς τὴν σάρκωσιν , ὡς ξηρὸν μὲν ἅπαν εἶναι τὸ χωρίον ,
5198179 Κλειτοριοι
φησίν . χραίσμετέ μοι : βοηθεῖτέ μοι . οἱ γὰρ Κλειτόριοι χραισμεῖν λέγουσι τὸ ἐπαρκεῖν . ἀπὸ βαρυτόνου δὲ κέκλικε
ἀγροίκων . Κλειτοριάζειν : ἐπὶ τῶν παιδεραστούντων . οἱ γὰρ Κλειτόριοι εἰς αὐτὸ διεβάλλοντο . Κοττᾶς Μάξιμος : ἐπὶ τῶν
5197107 ῥοδοιϲ
ἀλφίτων μετὰ ἀνδράχνηϲ ἢ ἀειζώου ἢ κοτυληδόνοϲ ἢ ὑοϲκυάμου ἢ ῥόδοιϲ χλωροῖϲ ἢ ξηροῖϲ ἡψημένοιϲ μετὰ μελιλώτου καὶ φοίνιξι καταχρίομεν
μεθ ' ὕδατοϲ λείῳ ἢ φοίνικι μετ ' οἴνου ἢ ῥόδοιϲ χλωροῖϲ ἢ ξηροῖϲ ἀποβεβρεγμένοιϲ ὕδατι λείοιϲ ἢ ἀλφίτῳ μεθ
5187850 ἐμβαινει
χηραμούς τε καὶ φωλεοὺς ἕρπουσαι . ὁ γοῦν ἀνιστάμενος οὔτε ἐμβαίνει τινὶ αὐτῶν οὔτε περιπίπτει . . : . ,
παρ ' ὠκίμων πέταλα καὶ θριδακινίδων εὐόσμων τε σελίνων βοῦς ἐμβαίνει μέγας γαλῇ χιτώνιον ἀπεμυθήσω γελάσιμον διατράμιν δυσόμοια λελεπασμένον ὁμοπτέρους
5186946 μετατρεπων
τὴν εἰς Ὁμήρου τὴν γονὴν γεγραμμένην , Ἰωνικῇ πᾶν συγγραφῇ μετατρέπων , ὡς πρὸς τὸ δόξαν οἷ σοφῷ πεφυκότι .
, τίμιος ὤν . ἐκτρέπων ] ἐκτρέπεσθαι μαίνεσθαι ποιῶν , μετατρέπων ⌈ ἐκ [ ἀπὸ ] τοῦδε εἰς τόδε .
5181327 περιχριομενον
τῆς κοτυληδόνος ἡ ῥίζα . τὸ δὲ αἷμα τῆς χελιδόνος περιχριόμενον θαυμαστῶς παρηγορεῖ ποδαγρικὰς ὀδύνας . Ὅταν ἀρχὴν ἴδῃς ,
. Ἀλκυόνιον τοίνυν καυθὲν καὶ μετὰ παλαιοῦ ἐλαίου ἀνατριβὲν καὶ περιχριόμενον τῷ τόπῳ καλῶς ἰᾶται τὰς ἀλωπεκίας . καὶ πεῖραν
5176675 ζυγιαν
ὑπολοπῶσιν : ἔτι δὲ ὀξύαν καὶ φίλυραν καὶ σφένδαμνον καὶ ζυγίαν τῆς ὀπώρας : δρῦν δέ , ὥσπερ εἴρηται ,
. διὰ τοῦτο καὶ θεοῖς γενεθλίοις ἐθύσαμεν , καὶ Ἥραν ζυγίαν ἔγνωμεν , καὶ Διὶ τελείῳ βωμὸν ἐστήσαμεν , ὃς
5175300 προσχρηστεον
ᾖ ἀστὴρ ὁ ἀμφότερα ἔχων τὰ εἰρημένα , τούτῳ μόνῳ προσχρηστέον , ὁμοίως δέ , κἂν τὸ ἕτερον μηδὲ εἷς
κατὰ πλάτος , ἀλλὰ μέρος αὐτοῦ : ὅθεν τῷ νυκτερινῷ προσχρηστέον . Σαφέστερον δὲ τὴν εἴσοδον ποιησόμεθα δι ' ὑποδειγμάτων
5171642 φαλλου
πάντων ἐκέλευσε . γίνεται οὖν παρ ' Ἕλλησιν ἑορτὴν τοῦ φαλλοῦ , ἣν προσηγόρευσαν Φαλλαγώγιαν . Μύρρα Κινύρου τινὸς γέγονε
δὲ θείους τινὰς δαίμονας περὶ τὸν Διόνυσον . Περὶ τοῦ φαλλοῦ ἤδη εἰρήκαμεν ἐν τῷ Πρώτῳ Λόγῳ , ὅτι αἰδοῖον
5170407 θυννιδα
φησίν : ὃ μὲν γὰρ αὐτῶν ἡσυχῇ τε καὶ ῥύβδην θυννίδα τε καὶ μυττωτὸν ἡμέρας πάσας δαινύμενος , ὥσπερ Λαμψακηνὸς
ὄρκυνόν φησι λέγειν τοὺς Ἀττικούς . Σώστρατος δὲ τὴν πηλαμύδα θυννίδα καλεῖσθαί φησι , μείζω δὲ γινομένην θύννον , ἔτι
5168560 σκυφιον
θρώισκων μὲν ἄρ ' Ἀμφιάραος ἄκοντι δὲ νίκασεν Μελέαγρος . σκύφιον δὲ λαβὼν δέπας ἔμμετρον ὡς τριλάγυνον πί ' ἐπισχόμενος
ποῦ χρυσότευκτα κἀργυρᾶ σκυφώματα ; Στησίχορος δὲ περὶ Ἡρακλέους : σκύφιον λαβὼν δέπας ἔμμετρον ὡς τριλάγυνον πί ' ἐπισχόμενος ,
5159630 σπεισαντα
δὲ μετὰ ἄσθματος ἥκων ἀπωθεῖται : καὶ ἣ μὲν ἀξιοῖ σπείσαντα πιεῖν , ὃ δὲ καθῃμαγμένος ἀσεβὲς ἡγεῖται . οἶδε
καὶ τὸ χρηστήριον ὅ τι ἐκέχρητό σφι , τὸν χαλκέῃ σπείσαντα αὐτῶν φιάλῃ τοῦτον βασιλέα ἔσεσθαι μοῦνον Αἰγύπτου , ἀναμνησθέντες
5159559 θυρωρον
αὐτὰ ἀναπεταννύειν τοῖς πάθει προειλημμένοις , ἀλλ ' ἐπιστήσαντα ἀκριβῆ θυρωρὸν τὸν λογισμὸν ἅπασι τοῖς λεγομένοις τὰ μὲν ἄξια προσίεσθαι
ταὐτομολεῖν ] τὸ ἐνταῦθα ἐλθεῖν ἀστεῖον ] θαυμαστόν στροφαῖον ] θυρωρὸν καὶ δόλιον ἄνθρωπον . πυλωρόν στροφῶν ] πανουργημάτων ἐμπολαῖον
5154498 σφυραιναν
. καὶ οἱ Ἀττικοὶ δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τὴν σφύραιναν καλοῦσι κέστραν , σπανίως δὲ τῷ τῆς σφυραίνης ὀνόματι
. καὶ οἱ Ἀττικοὶ δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τὴν σφύραιναν καλοῦσι κέστραν , σπανίως δὲ τῷ τῆς σφυραίνης ὀνόματι
5153119 λαγωβολον
πάλιν ἅδε ποθέρπει . αἴθ ' ἦς μοι ῥοικόν τι λαγωβόλον , ὥς τυ πάταξα . θᾶσαί μ ' ,
ὁ δὲ Θεόκριτος Μυρτοῦς ὄνομα . λαμβάνει δὲ ὁ Θεόκριτος λαγωβόλον παρὰ Λυκίδα , καὶ οὕτω χωρίζονται ἀπ ' ἀλλήλων
5148918 Χρησθαι
δὲ ἄλλῳ τινὶ πόνῳ χρήσηται , τὸ θερμὸν ξυμφορώτερον . Χρῆσθαι δὲ καὶ λαγνείῃ πλέον ἐς ταύτην τὴν ὥρην ,
γραφήσεται , καὶ ταῦτα ἐπὶ μίαν ἢ δευτέραν ποιεῖν . Χρῆσθαι δὲ καὶ ὑπατμισμῷ διὰ χύτρας ἀρώματα ἐχούσης ἑψημένα ,
5145815 Χαλκιτιν
καίεται δ ' ὡς ὑποδείξομεν αὐτίκα ἐπὶ τῆς χαλκίτεως . Χαλκῖτιν δὲ προκριτέον τὴν χαλκοειδῆ καὶ εὔθρυπτον , ἄλιθόν τε
καὶ ἄλλη Πρῶτα λεγομένη : ἀπὸ δὲ ταύτης εἰς τὴν Χαλκῖτιν λεγομένην πόλιν στάδια τεσσαράκοντα „ . τὸ ἐθνικὸν Χαλκίτης
5143850 Ὀφθαλμον
. Οὐ ψεῦδος οὐδέν φησιν . * * * * Ὀφθαλμὸν ὤρυττέν τις ὥσπερ ἰχθύος Μάτων προσελθών . Εἰσδυόμενος εἰς
δοτέον . τρέφει γὰρ αὐτοὺς οὐδὲν ἧττον τῶν χλωρῶν . Ὀφθαλμὸν ὄρνιθος θεραπεύσεις , γυναικείῳ γάλακτι ἢ ἀνδράχνης χυλῷ τὰ
5140219 ὀπιον
ὠτίου χλιαρὸν παρηγορεῖ γενναίως . δῆλον δὲ , ὅτι τὸ ὄπιον ἐκλέγεσθαι δεῖ τὸ παλαιὸν διὰ τὸ φεύγειν ἡμᾶς τὸ
, τοῖς ἀνωτερικοῖς τὰ κάτω συμβάλλεσθαι , ὕπνου πολλάκις δεηθέντες ὄπιον τῷ δακτυλίῳ προσθέντες ἠνύσαμεν τὸ δέον . τί δὴ
5139333 συνοντι
ζῆν ἐφ ' ἡσυχίας καὶ πράττοντι ὅ τι βούλομαι καὶ συνόντι οἷς βούλομαι : τῶν γὰρ ἀμαθῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπαιδεύτων
ἐκεῖνον . πέμπε οὖν ὡς καὶ αὐτῷ μονῳδίαις οὐκ ἀηδῶς συνόντι μετὰ τὸν σεισμὸν ἐκεῖνον . θαυμάζω δὲ εἰ νῦν
5138038 καταγνουσα
καταναγκασθῆναι ψευδομαρτυρεῖν κατὰ Ἱππολύτου . ἢ , ὅπερ ἄμεινον , καταγνοῦσα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ταῦτα διὰ τῶν παρόντων κακῶν
κρεῖττον ἐλπίδος . Ταῦτα καὶ γύναιον ἀκόλαστον σωφρονίζει . καὶ καταγνοῦσα τοῦ βίου πολλὴν ἀτοπίαν ἁβρὰν μὲν ἐσθῆτα καὶ τὰ
5132727 δοκιμαζε
εὐφυής ἐστιν εἴτε οὐχί εἴτε ἀφυής , δοκιμὴν λάμβανε , δοκίμαζε , δοκίμασον . , ἀπόπειραν ⌈ καὶ δοκιμὴν ποιοῦ
βραδέως , ὑπηρέτηκά γέ σοι , καὶ λαβὼν τὰ Κέλσου δοκίμαζε . δοκεῖς γὰρ ἐπὶ βασάνῳ μοι μᾶλλον ἢ τοῦ
5119874 ψιαθον
κατηγορῶν ὡς πεπορνευκυίας τὴν λεκανίδα καὶ τοὺς ὀλίσβους καὶ τὴν ψίαθον καὶ πολλήν τινα τοιαύτην δυσφημίαν ἑταιρῶν κατήρασεν τοῦ δικαστηρίου
λέγω ] παρατρέχω πεινήσεις ] μὴ φορμὸν ] ψιαθίον . ψίαθον τάπητος ] ἐπευκίου σιτεῖσθαι ] ἐσθίειν πτόρθους ] γωλία
5119486 Κλειτοριοις
, ἄν τις ὑπερθῇ φρύγανα , παραχρῆμα ἐξάπτεσθαι . Παρὰ Κλειτορίοις ὁ αὐτός φησιν εἶναι κρήνην , ἧς ὅταν τις
ὑπερθῇ φρύγανα , παραχρῆμα ἐξάπτεσθαι . . . : Παρὰ Κλειτορίοις ὁ αὐτός φησιν εἶναι κρήνην , ἧς ὅταν τις
5118704 Χελωνης
ἀποσχάζων ἔκχεε τὸ ὑγρόν . Σκευασία αἵματος χελώνης θαλασσίας . Χελώνης θαλασσίας αἷμα σκευαστέον οὕτως : ἐπὶ ξυλίνου ἢ ὀστρακίνου
ἐπίθες εἰς τὸν ὀμφαλόν . [ Περὶ αἱμοῤῥοούσης . ] Χελώνης καύκαλον ὑποκάπνισον . [ Πρὸς καύστραν . ] Ὠὰ
5118509 χειμασιας
Εὐμενῆ , τοὺς δ ' ἐλέφαντας μέλλειν ἀναζευγνύειν ἐκ τῆς χειμασίας καὶ πλησίον εἶναι μεμονωμένους πάσης βοηθείας , ἀπέστειλεν ἐπ
. ὁμοίως δὲ καὶ Δημήτριος μεταπεμψάμενος πανταχόθεν τοὺς ἐκ τῆς χειμασίας στρατιώτας εἰς τὴν παλαιὰν Γάζαν ὑπέμεινε τὴν τῶν ἐναντίων
5118242 ἁμαρτηματι
τοῖς ἀλλοτρίοις μηκύνειν . Τῷ αὐτῷ , φησίν , ὑπόκεινται ἁμαρτήματι καὶ οἱ ἀντιστρέφοντας λόγους πρὸς ἀλλήλους λαμβάνοντες καὶ διὰ
εἰς οὐρανὸν καὶ συνέστιον εἶχεν αὐτόν . τὸν δὲ δευτέρῳ ἁμαρτήματι ἐπιχειροῦντα εἰς ἔρωτα τῆς Ἥρας κινηθῆναί φασι : μαθόντα
5114803 γεωργε
δὲ ἐπιστὰς αὐτῷ „ σὺ γιγνώσκεις με ” ἔφη ” γεωργέ „ ; „ καὶ πῶς ” , εἶπεν ”
κύνα : Τὴν σκύλαν . . ὦ πόνηρε : Ὦ γεωργέ . . κακότροπε . . εἰς ταυτὸν : Εἰς
5112911 τηξαντες
διαφυὰς ἔχει γεώδεις , ἐν αἷς τὸν πόρον κατεργαζόμενοι καὶ τήξαντες καθαίρουσιν . ἀποτυποῦντες δ ' εἰς ἀστραγάλων ῥυθμοὺς κομίζουσιν
διαφυὰς ἔχει γεώδεις , ἐν αἷς τὸν πόρον κατεργαζόμενοι καὶ τήξαντες καθαίρουσιν . ἀποτυποῦντες δ ' εἰς ἀστραγάλων ῥυθμοὺς κομίζουσιν
5112483 ἀσθενεστερως
εἰ μή τις ἀπαραίτητος ἀνάγκη ἡμᾶς βιάζοιτο καὶ καθόλου τοὺς ἀσθενεστέρως ἔχοντας , τὴν δύναμιν παραφυλακτέον καὶ τὰς ὑπὸ τῇ
ἀλλὰ φιλίαν εἶναι . ἐπιθυμεῖ δὲ ἐκείνῳ παραπλησίως μέν , ἀσθενεστέρως δέ , ὁρᾶν , ἅπτεσθαι , φιλεῖν , συγκατακεῖσθαι
5109853 Ῥηματικον
κατ ' ἔκτασιν ἄητον . οὕτως ὁ Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . αἶθος , ,
ὡς καμητὸς κμητὸς καὶ ἄκμητος . οὕτως Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . αὐτοκράτωρ : αὐτοκράτωρ
5109202 φιλαργυρῳ
ἔδωκεν αὐτῇ τάλαντον : καὶ ἑαυτὸν προςαγγέλλει . Σκοπὸς τῷ φιλαργύρῳ τὸ χρυσίον ἀπολαβεῖν : καὶ τοῦτο διὰ τῆς προςαγγελίας
δέδωκε χιλίας , καὶ ἑαυτὸν προςαγγέλλει . Σκοπός ἐστι τῷ φιλαργύρῳ , τὰς χιλίας ἀπολαβεῖν : διὸ καὶ προςαγγέλλει ἑαυτὸν
5107528 πτισσειν
ἐσμὲν αὐτοὶ νῦν γε περιεπτισμένοι . καὶ ἀνεῖν δὲ τὸ πτίσσειν ἐλέγετο , ἀφ ' οὗ καὶ ἡ πτισάνη .
, πέψαι , τὸ τελευταῖον παραθεῖναι . καὶ ἐκ τοῦ πτίσσειν καὶ ἁνεῖν ἡ πτισσάνη [ ] . ἀνέμοις θάλασσα
5106626 ἐχορευσε
τῆς χορείας ὑπὸ Δηλίων γέρανος , ὡς ἱστορεῖ Δικαίαρχος . ἐχόρευσε δὲ περὶ τὸν Κερατῶνα βωμόν , ἐκ κεράτων συνηρμοσμένον
μετὰ γοῦν τὴν ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχίαν περὶ τρόπαιον γυμνὸς ἀληλιμμένος ἐχόρευσε μετὰ λύρας : οἳ δὲ ἐν ἱματίῳ φασί .
5099839 καταπεπληγμαι
καὶ ἐπὶ δοτικῆς . τεθυωμένοι τεθυμιαμένοι , εὐώδεις . τέθηπα καταπέπληγμαι . καὶ μετοχικῶς “ ὑμεῖς ἔστητε τεθηπότες . ”
' εἰκότως : τὸν γὰρ σύμπαντα τοῦτον κόσμον ὤμβρησε . καταπέπληγμαι δ ' ἀκούων , ὅτι ζωῆς ἐστιν ἥδε ἡ
5092825 περιπατουντα
: εὐμεγεθεῖς . ἔσβεσεν : γράφεται ἔσπασεν . Δινεύοντα : περιπατοῦντα . Χαμαίζηλον : μικρότατον . Ἀγηνορίῃ : ἀνδρίᾳ ,
ἐμβάδας . τοῖς ] τοῖς ὑποδήμασιν . ἐμβαίνοντ ' ] περιπατοῦντα . ἁλουργέσιν ] πορφυροῖς . πρόσωθεν ] πόρρωθεν .
5085700 ἀφεψηϲαντεϲ
, ἐνίοτε δὲ καὶ κωδύων : καὶ ἐλαίῳ δὲ κωδύαϲ ἀφεψήϲαντεϲ καταιονοῦμεν τὴν κεφαλὴν καὶ παραχρῆμα ὕπνον ἡδὺν ἐπιφέρει .
οὐρη - τική . τινὲϲ δὲ καὶ ἰϲχιαδικοῖϲ αὐτὴν διδόαϲιν ἀφεψήϲαντεϲ ἐν μελικράτῳ . χλωρὰ δὲ ἡ πόα τὰ μεγάλα
5083972 ῥοιαν
δὲ τὸν καρπὸν τῶν μήλων λέγει , καθὰ καὶ Μίλων ῥοιὰν ἔχων ἠγωνίζετο . τὸ λυσσᾶν ἴδιον τῶν κυνῶν :
. λεʹ . ῥοιὰν πολὺν καρπὸν φέρειν . λϚʹ . ῥοιὰν ἀπὸ δένδρου λαβόντα εἰπεῖν , πόσους κόκκους ἔχει .
5083803 κηρωτης
χωρὶς ἀσπίδος , ἄσβεστος μετ ' ἐλαίου καὶ μέλιτος ὡς κηρωτῆς πάχος ἔχειν , ἐπιτιθεμένη . καὶ μέντοι καὶ ἐπικαυστέον
δʹ ἐν ἄλλῳ . . . . . . ηʹ κηρωτῆς ῥοδίνου . . . . . λιτρ . αʹ
5082068 καταμαρτυρειν
, αἰσχρὸν ἡγοῦνται . , : Παρὰ Ταρτησσίοις νεωτέρῳ πρεσβυτέρου καταμαρτυρεῖν οὐκ ἔξεστι . , : Κελτοὶ οἱ τῷ Ὠκεανῷ
, ὑπερεκθεραπεύσας αὐτὸν καὶ προσαγαγόμενος , ἔπειθεν ἐμοῦ τὰ ψευδῆ καταμαρτυρεῖν πρὸς ὑμᾶς , κἂν παρελθὼν ἐθελήσῃ σχετλίασαι καὶ λέγειν
5080001 ἀνοιδαινειν
, μάλιϲτα εἰ ὄξει ϲυνέψοιτο , ὡϲ μηκέτι πομφολυγίζειν μηδὲ ἀνοιδαίνειν . ἀπόχυμα λειούμενον καὶ κοϲκίνῳ χωριζόμενον τῶν ἐν αὐτῷ
φάρυγγα καὶ τὴν ἀρτηρίαν καὶ τὸν στόμαχον καταφερομένη μετὰ τοῦ ἀνοιδαίνειν τὸν τράχηλον . περιγραφὴ περί τι μέρος τοῦ σώματος
5079744 πινηται
κύλικος οἰωνοῦ ἕνεκεν , καὶ ὅπως μὴ ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ πίνηται . ἐν δακτυλίῳ μὴ φέρειν σημεῖον θεοῦ εἰκόνα ,
τῷ ὄντι καὶ οὐ σφαλερός , ὅταν συμμέτρως καὶ κεκραμένως πίνηται . οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός , ὅς τ '
5075393 ἀπιστησας
ἐμὲ φιλεῖσθαι παρὰ σοῦ . καὶ ἐγὼ τῷ μὲν οὐκ ἀπιστήσας , σὲ δὲ θαυ - μάσας εἰ τὰ ἐπὶ
ἂν ἡσθείης ἡμετέροις γράμμασιν . ἐγὼ δὲ τῷ μὲν οὐκ ἀπιστήσας , σοὶ δὲ ἔχων τῆς ἐπιθυμίας χάριν καὶ τῇ
5073423 πονεισθαι
μὲν γάρ τις καὶ ἄνευ ἐπιστήμης περὶ τὴν γῆς ἐπιμέλειαν πονεῖσθαι , γεωργὸς δὲ τὸ μὴ ἰδιώτης ἀλλ ' ἔμπειρος
τὰ ῥήματα ἐπιρρωννύναι , ἀσκεῖν , συγκροτεῖν , γυμνάζεσθαι , πονεῖσθαι , μελετᾶν , συγκροτεῖσθαι . τὰ δὲ πράγματα πόνος
5071137 κοριανον
πλεῖστα ἡμίφλεκτα διδόναι τρώγειν , καὶ τρίψαντα λίτρον αἰγύπτιον καὶ κορίανον καὶ κύμινον , κόλλικας ποιεῦντα , προστιθέναι τῷ αἰδοίῳ
γλήχωνα χλωρὴν , ἢ πράσα , ἢ σέλινα , ἢ κορίανον , ἢ ἰσάτιος φύλλα : ἢν δὲ μηδὲν τούτων
5070620 δευομενη
θεῶν , γοάει τε καὶ ἣν ὀλοφύρεται ἄτην , δάκρυσι δευομένη λέκτρου χάριν : ἧς ἐνιμίσγων θεῖον ὀπὸν κύρτον μὲν
ἀλεύρου τῷ εὑριϲκομένῳ ἐν τοῖϲ τοίχοιϲ κατὰ τοὺϲ μύλωναϲ καὶ δευομένη ὠοῦ τῷ λευκῷ καὶ ἀναλαμβανομένη θριξὶ λαγῴαιϲ ϲτέλλει τὰϲ
5068689 πλειϲτηϲ
πάντα τὰ πρόϲθεν περὶ θριδάκων εἰρημένα . Ἰξόϲ . Ἐκ πλείϲτηϲ μὲν ἀερώδουϲ τε καὶ ὑδατώδουϲ οὐϲίαϲ θερμῆϲ , ἐλαχίϲτηϲ
κοιλιακοὺϲ ὠφελεῖν ἐϲθιομένη . Κόϲτοϲ βραχείαϲ μὲν πάνυ πικρᾶϲ , πλείϲτηϲ δὲ δριμείαϲ καὶ θερμὴϲ μετέχει ποιότητόϲ τε καὶ δυνάμεωϲ
5063494 Στησιχορῳ
τὰς ὀλοφύρσεις προσηκούσας ἀλλ ' ὁ βίος ἔχει , οὐ Στησιχόρῳ , ζήσαντι μὲν ἔτη τοσαῦτα σὺν ταῖς ἁγιωτάταις θεαῖς
' ἔτυμος λόγος Ἤρξατο μὲν ἀπὸ τῆς αὐτῆς ἀρχῆς τῷ Στησιχόρῳ , ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς παλινῳδίαν γράφει εἰς τὸν Ἔρωτα
5059017 σπυριδα
εἰς τὴν τῆς τροφῆς παρασκευὴν θύλακος σάγη ὠνόμασται . καὶ σπυρίδα δὲ ὀψωνιοδόκον πλεκτὴν ὄψων σχοῖνον ἐν Ἀμφιάρεῳ Ἀριστοφάνης ἔφη
, ἀλλ ' οὐ ζωμόν , ἢ διαφθερεῖς . εἰς σπυρίδα μάζας ἐμβαλεῖς , ἀλλ ' οὐ φακῆν , οἰνάριον
5058960 φηνην
αὐτοῦ διαστρέφεσθαι καὶ μηθὲν ἁρπάζειν : τὸν δὲ πλανηθέντα τὴν φήνην ὑποβάλλεσθαι . Καὶ τὸ ὅλως ἐπιεικῶς τοὺς γαμψώνυχας ,
ὁ μὲν περδικοθήρας καὶ ὠκύπτερος Ἀπόλλωνός ἐστι θεράπων φασί , φήνην δὲ καὶ ἅρπην Ἀθηνᾷ προσνέμουσιν , Ἑρμοῦ δὲ τὸν
5052196 ἀποβρεξαϲ
ἀναλάμβανε ὄξει , ποιῶν τροχίϲκουϲ . ἐπὶ δὲ τῆϲ χρείαϲ ἀποβρέξαϲ εἰϲ ἔλαιον θυμία κατὰ μέϲον τῆϲ οἰκίαϲ , ἐὰν
καὶ γαϲτρὸϲ ὑπακτικά : καὶ ξηρὰ δέ , εἴ τιϲ ἀποβρέξαϲ ἐν ὕδατι τὸν ὑμένα αὐτῶν τὸν ἔνδον περιλεπίϲοι ,
5051339 λαπτοντες
ζα . τὰ λάπτω οὖν δηλοῖ τὸ λίαν ἅπτεσθαι . λάπτοντες , οἷον προσκείμενοι τῷ ὕδατι . Λύρα . παρὰ
αἴγλη μαρμαίρεσκε διὰ κνέφας ἀίσσουσα . Οἳ δ ' ἄποτον λάπτοντες ἁλὸς πολυηχέος ἅλμην θυμὸν ἀποπνείοντες ὑπὲρ πόντοιο φέροντο .
5039641 λεποϲ
ἰτέαϲ τὰ φύλλα καὶ τὸ ἄνθοϲ μετά τινοϲ ϲτύψεωϲ καρύου λέποϲ καυθὲν μετὰ τοῦ καὶ λεπτομερὲϲ εἶναι , κέγχροϲ κενταύριον
ὀλίγον καὶ ῥυπτικῆϲ δυνάμεωϲ ἡ ϲὰρξ αὐτοῦ , καθάπερ τὸ λέποϲ τῆϲ ϲτυπτικῆϲ , καὶ διὰ τοῦτο τῶν ἰατρῶν ἔνιοι
5037148 θυμιῃν
κόψαι καὶ φῶξαι ξὺν κριθέων ἐρίγματι , ἐλαίῳ φυρήσασα , θυμιῇν . Ἢ ἐς ἄνθρακας πόλιον , κριθέων ἄχυρα ὑποβάλλων
ξυμμεμιγμένων ἔστω ἡ θυμίησις , ὀβολὸς Ἀττικὸς σταθμός : ταῦτα θυμιῇν ἐπὶ βολβίτου : τὸ δὲ βόλβιτον πλάσσειν , οἷον
5033282 καθεκτικον
μετὰ δόλου τι πραττόντων καὶ τοῖς φοβουμένοις ἐπίφοβα διὰ τὸ καθεκτικόν . Ὅσοι συναντῶσι καὶ ὅσοι βλέπονται , ἄνδρες τε
Πέδαι κατοχῆς καὶ ἐμποδισμοῦ εἰσι σημαντικαὶ καὶ νόσου διὰ τὸ καθεκτικόν . δούλοις δὲ πίστεις μεγάλας προαγορεύουσιν , ὧν ἀχώριστοι
5032907 Ἀφεις
ὡς ἐμέ , ἀκούεις ὡς παρὰ πάντων ᾄδεται . ” Ἀφεὶς δὲ αὖ τοὺς τηλικούτους καὶ τοιούτους ἄνδρας καὶ πράξεις
σαυτὸν ἀναμίμνησκ ' ἀεί . Ἀνεξέταστον μὴ κόλαζε μηδένα . Ἀφεὶς τὰ φανερὰ μὴ δίωκε τἀφανῆ . Ἀνὴρ πονηρὸς δυστυχεῖ
5026811 ἐμβιβαζεσθωσαν
τῶν πυρετῶν τρομώδεις εἶεν , ἀλειφέσθωσάν τε καὶ εἰς ὑδρέλαιον ἐμβιβαζέσθωσαν μυρακόποις τε κεχρήσθωσαν καὶ δρωπακιζέσθωσαν τόν τε νῶτον καὶ
ὑδρέλαιον καθιέμενοι , εἰ ἀσθενεῖς εἶεν , διὰ τῆς ἐνδρομίδος ἐμβιβαζέσθωσαν . ἀναμικτέον δὲ τὸ ἔλαιον ἀκριβῶς τῷ ὕδατι :
5023573 ἰβεως
ἐκφράσεις , οἷον ὅτι Ἡρόδοτος διέψευσται περὶ τοῦ εἴδους τῆς ἴβεως λέγων ὅτι λευκόπτεροί εἰσι πλὴν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος
αὐταῖς . Δημόκριτος δέ φησιν , ὄφιν μὴ κινεῖσθαι , ἴβεως πτεροῦ ἐπιῤῥιφέντος αὐτῷ , θνήσκειν δέ , δρυὸς φύλλων
5023464 αἰτηθεντα
ὀρύζῃ καὶ ἀλφίτοις τρεφομένους , ἃ παρέχειν αὐτοῖς πάντα τὸν αἰτηθέντα καὶ ὑποδεξάμενον ξενίᾳ : δύνασθαι δὲ καὶ πολυγόνους ποιεῖν
, ὧν οὔτε αἰτῆσαι οὐδὲν ὅσιον οὐδενί , οὔτ ' αἰτηθέντα ἑτέρῳ δοῦναι . Κελεύσατε οὖν αὐτούς , ἐάσαντας τὴν
5023393 ὀξυγγιῳ
ποιεῖ καὶ τὰ ἁπαλὰ φύλλα τῆϲ κυπαρίϲϲου λειότατα ϲὺν τῷ ὀξυγγίῳ ἐπιτιθέμενα ἢ πράϲιον ὁμοίωϲ ἢ τέφρα κληματίνη ἢ τὰ
Ἄλλο κάλλιστον πρὸς τὸ αὐτό : ὑοσκύαμον καὶ λάπαθον σὺν ὀξυγγίῳ λειώσας κατάπλαττε , ἀλλάσσων δὶς τῆς ἡμέρας ἢ τρίς
5015771 πωλουσα
πωλοῦσαν . . λεκυθόπωλις λέγεται ἡ τὰ ὑέλινα ἀγγεῖα κυρίως πωλοῦσα . . τοσουτονὶ : Μέγα . . ἐνέκραγες :
, εἷς ἀπὸ ἑκάστης φυλῆς , πάντα τὰ δημόσια τέλη πωλοῦσα : ἐπώλει δὲ καὶ τὰ κτήματα τὰ δημευόμενα .
5007726 ἀνταμοιβην
Τοῦτο εἶπεν , ἅμα καὶ τὸν ἀδελφὸν προτρέπων ἀγαθοεργεῖν , ἀνταμοιβὴν τοιαύτην ἐλπίζοντα : καὶ τοὺς δικαστὰς ἀποτρέπων δωροληπτεῖν ,
ἐπιστησάμενος ἀνέγνω αὐτοῖς τὰ τοῦ βασιλέως γράμματα , δείξας αὐτοῖς ἀνταμοιβὴν τῆς παρ ' αὐτῶν γενομένης εἰς αὐτὸν ἐλευθερίας .
5005544 ἐπαραι
καὶ ἄλλους ὠνόμασαν . Ἀριστόβουλος μὲν λέγει ὅτι καὶ Καλλισθένην ἐπᾶραι σφᾶς ἔφασαν ἐς τὸ τόλμημα : καὶ Πτολεμαῖος ὡσαύτως
πολλὴν καταφρόνησιν τῆς Ῥωμαίων δυνάμεως προελθόντας , ἔτι μᾶλλον ἐβούλετο ἐπᾶραι καὶ θρασυτέρους ποιῆσαι δόξαν οὐκ ἀληθῆ παρασχών , ὡς
5002450 ἀδηφαγιαν
εἴ τις βούλοιτο ἀποσκῶψαί τινα εἰς πολυφαγίαν καὶ ἀπληστίαν καὶ ἀδηφαγίαν . εἴρηται ἀπὸ τῶν ἐν τῇ Αἴτνῃ κρατήρων τοῦ
οὔατα . Ἴων δ ' ἐν Ὀμφάλῃ ἐμφανίσας αὐτοῦ τὴν ἀδηφαγίαν ἐπιφέρει : ὑπὸ δὲ τῆς εὐφημίας κατέπινε καὶ τὰ
5002431 τεθυκεναι
ὁλοκαυτεῖν . ὁ δ ' οὐκ ἔφη ἐξ ὅτου ἀπεδήμησε τεθυκέναι τούτῳ τῷ θεῷ . συνεβούλευσεν οὖν αὐτῷ θύεσθαι καθὰ
τὴν ἑαυτοῦ προαίρεσιν ἀπελογήσατο : πρὸς μὲν γὰρ τὸ μὴ τεθυκέναι πώποτε τῇ Ἀθηνᾷ , Μὴ θαυμάσητε , ἔφη ,
5000992 χωλευει
ἀγαθόν , ὑπάρχει τοῦτο ζῶντι παντί ; Ἢ οὔ : χωλεύει γὰρ ἡ ζωὴ τῷ φαύλῳ , ὥσπερ ὄμμα τῷ
δὴ καὶ χωλὸν ποιοῦσι τὸν Ἥφαιστον , καθ ' ὃ χωλεύει καθ ' ἑαυτὴν ἡ τοῦ πυρὸς φύσις , ὅταν
4999425 τρυχνον
τὴν πόαν . θηλυκῶς λέγουσι τὴν τρύχνον , οὐ τὸν τρύχνον . [ σὺν τῷ σ δὲ στρύχνον οὐδαμοῦ εὗρον
' ἐπὶ καιροῦ τινος εὐφυΐας καὶ ἀρετῆς . σῷ ταινία τρύχνον : τὴν πόαν . θηλυκῶς λέγουσι τὴν τρύχνον ,
4999286 ἐπιπασσομεν
, αἴροντες ἀπὸ τοῦ πυρός , καὶ ὅταν διαλυθῇ , ἐπιπάσσομεν τὴν ἶριν καὶ ἐπιχέομεν ἐν τῇ θυείᾳ τῇ σμύρνῃ
ἐπιβάλλομεν τὴν χαλβάνην μεμαλαγμένην , καὶ αἴροντες ἀπὸ τοῦ πυρὸς ἐπιπάσσομεν τὸ εὐφόρβιον , καὶ ἑνώσαντες χρώμεθα . Αὕτη σκευάζεται
4996335 καταπλασσομενον
ἢ ἀψινθίου , εἰς τὸ λεπτότατον εἰργασμένα , ὑδρωπικοῖς ἁρμόττει καταπλασσόμενον κατά τε τῶν ὑποχονδρίων πάντων καὶ τῆς ὀσφύος καὶ
ἐπιχριόμενος δι ' ἐλαίου , κωνείου σπέρμα μεθ ' ὕδατος καταπλασσόμενον . Πίτυρα μετ ' ὄξους καὶ πηγάνου ἑφθὰ καταπλασσόμενα
4995746 παμπονηρον
' ἐκάλεσε , Πέλοπί γ ' ἔρανον ἱστιῶν . ἦ παμπόνηρον ὄψον , ὦ ' τάν , ὁ γέρανος .
. μὴ δῷς οὖν κἀμοί , πρὸς Ἀδώνιδος , εἰκάσαι παμπόνηρον ἄνθρωπον , ἁπάσῃ κακίᾳ σύντροφον , ἡμέρᾳ δυσφήμῳ καὶ
4995575 Καρδιαν
ἐπ ' αὐτοὺς μέλλοντα ναυσὶν ἑξήκοντα , νυκτὸς ἀπέδρασαν εἰς Καρδίαν . ἐνταῦθα δὲ καὶ Ἀλκιβιάδης ἧκεν ἐκ τῶν Κλαζομενῶν
εἰπεῖν πολλὰ Φίλιππος εἶχε τῆς πόλεως , καὶ νῦν εἰς Καρδίαν πέπομφε βοήθειαν , ἐνδεικνύμενος κἀνταῦθα ὁμοίως τὴν αἰτίαν τῆς
4993808 πυριῃσι
σκέλεος στηρίζουσα ἡ ὀδύνη , ἐν λουτροῖσι καὶ χλιάσμασι καὶ πυρίῃσι , καὶ τὴν κοιλίην ὑπάγειν : ὅταν δὲ λωφήσῃ
χλιαροῖσι δὲ κλύζειν , καὶ πυριᾷν τὴν κεφαλὴν θαμινὰ μαλθακῇσι πυρίῃσι καὶ εὐόδμοισιν , ἵνα θᾶσσον καθαίρηται ὁ ἐγκέφαλος .
4993268 αὐταρκεστατος
ἀποκυηθείς : τῷ γὰρ | εὐχαρίστῳ μισθὸς αὐτὸ τὸ εὐχαριστεῖν αὐταρκέστατος . οἱ μὲν οὖν τῶν δένδρων καρποὶ γεννήματα λέγονται
οὕτως αὐτοῦ τελευτήσαντος . , , : Καὶ δὴ καὶ αὐταρκέστατος ἦν . Ἀλεξάνδρου γοῦν ποτὲ συχνὸν ἀργύριον ἀποστείλαντος αὐτῷ
4991219 κρατησῃς
ἀπὸ τοῦ Αἰγοκέρου . καὶ πρόσεχε τὸν λογισμὸν καὶ νὰ κρατήσῃς ὥραν : ὄπισθεν ἔχει ἀστρόλαβος εὐθείας ὁριζούσας . αὐτὰ
, ἀπολοῦμαι : τοῦτο γὰρ εἵμαρται : περίμενε : μὴ κρατήσῃς με : ἡ τύχη ς ' ἀλλ ' οὐκ
4987759 ἐγκεντριζεται
Ὁμοίως τοῖς μήλοις καὶ ἀππιδίοις καὶ τὰ κεράσια φυτεύεται καὶ ἐγκεντρίζεται . χαίρει δὲ τοῦτο τὸ φυτὸν ψυχροῖς καὶ νοτεροῖς
γίνεται ἐρυθρὰ τὰ μῆλα . Τὸ κάρυον εἰς κόμαρον μόνον ἐγκεντρίζεται . τὰ ῥοΐδια ἐνθεματίζεται εἰς ἰτέαν . ἡ δάφνη
4986077 Τελειαν
χελιδόνα ποιήσειν ἔαρ , οὕτως μηδὲ βραχὺν χρόνον εὐδαιμονίαν . Τελείαν γὰρ εἶναι δεῖν τὴν εὐδαιμονίαν ἐκ τελείου συνεστῶσαν ἀνδρός
ὃν ἔτεκε , Κρόνῳ κομίζουσά ἐστι : τὴν δὲ Ἥραν Τελείαν καλοῦσι , πεποίηται δὲ ὀρθὸν μεγέθει ἄγαλμα μέγα :
4985736 συνελευσιν
γὰρ ἂν ἐδόκει μάχεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν , εἰ μετὰ τὴν συνέλευσιν τῶν ἰδεῶν ἐπεχείρει καὶ τὼν χαρακτήρων ἀπαγγεῖλαι τὰς μίξεις
τοῦ κληρικοῦ ζῳδίου ὁμοίως τύχῃ τῆς Σελήνης ἐπιμαρτυρούσης γάμον καὶ συνέλευσιν σημαίνει . Ἐπιφυλακτέον οὖν τὴν Ἀφροδίτην ἑῴαν ἀναποδίζουσαν ,
4984311 θερμαντικον
ψυκτικὸν τὸ καθόλου φασὶν εἶναι τὸν οἶνον , οἱ δὲ θερμαντικόν . . . . : ὁ δὴ λέγων ἐξηπατῆσθαι
: διὸ δὴ καθόλου μὲν οὐ ῥητέον τὸν οἶνον εἶναι θερμαντικόν , τῆς δὲ τοιαύτης φύσεως καὶ τῆς οὕτω διακειμένης
4983868 κινυρεσθαι
. . : κινύρετο : . . . κυρίως δὲ κινύρεσθαί ἐστιν ἐπὶ βοὸς καὶ εἴρηται παρὰ τὸ κινεῖν τὴν
μινύρεσθαι δὲ τὸ θρηνεῖν : τὸ δ ' αὐτὸ καὶ κινύρεσθαί φασιν . μισητὴ καὶ μισήτη διαφέρει παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς
4982478 ἐλλειγμα
, ἐλαίου παλαιοῦ # ε , οἴνου ὀλίγον . Φθισικοῖς ἔλλειγμα . Μέλιτος Ἀττικοῦ # α , φοινίκων # δ
σκίλλα ὀπτή : ὀπτᾶται δὲ καὶ μετὰ μέλιτος λεαινομένη ὡς ἔλλειγμα δίδοται . ἐναφεψηθείη δ ' ἂν καὶ τοῖς πινομένοις
4982468 παιδεραστης
εἶδε τὸν Δάφνιν τὰ δῶρα κομίσαντα , ἀλλὰ καὶ φύσει παιδεραστὴς ὢν καὶ κάλλος οἷον οὐδὲ ἐπὶ τῆς πόλεως εὑρών
οὖν καὶ αὐτῷ ἐκείνῳ ἐντύχῃ τῷ αὑτοῦ ἡμίσει καὶ ὁ παιδεραστὴς καὶ ἄλλος πᾶς , τότε καὶ θαυμαστὰ ἐκπλήττονται φιλίᾳ
4981801 κρηθμον
τε εὐώδη λάχανα καὶ τὰ δριμέα , οἷον ϲκάνδικα , κρῆθμον , μάραθρον , ϲέλινον , ϲμύρνιον . τὰϲ δὲ
, καὶ μᾶλλον ἡ ἀπὸ συκίνης τέφρας , κράμβη , κρῆθμον , κρίνου τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα , λειχὴν

Back