| τινα παρὰ τοῖς ποιηταῖς πάντα ἔχοντα τοῦ κανόνος καὶ ἰσοσυλλάβως κλιθέντα , οἷον ὁ Βίας τοῦ Βία , ὁ Δρύας | ||
| ἀντικείμενον τῷ κανόνι τοῦ τεχνικοῦ καὶ τὸ γύης γύου ἰσοσυλλάβως κλιθέντα , ἀλλὰ καὶ τὸ Γράδης Γράδου : ἰδοὺ γὰρ |
| λέγοντι : πᾶσα εὐθεῖα ἑνικῶν εἰς ς λήγουσα μετὰ μακρᾶς περιττοσυλλάβως κλινομένη καὶ μὴ συναιρουμένη κατὰ τὴν γενικὴν προσθέσει τοῦ | ||
| λέγοντι : πᾶσα εὐθεῖα ἑνικῶν εἰς ς λήγουσα μετὰ μακρᾶς περιττοσυλλάβως κλινομένη καὶ μὴ συναιρουμένη κατὰ τὴν γενικὴν προσθέσει τοῦ |
| ἄγαν πίνουσα . Νήσαντες σωρεύσαντες : ἐκ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω : ὁ μέλλων νήσω : ἐξ οὗ καὶ νηδὺς | ||
| : γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω καὶ τὸ ἡδὺ , ἐν ᾗ σωρεύεται πᾶσα ἡδύτης |
| εἰς τὴν ου δίφθογγον ἔχει τὴν γενικήν , οἷον ὁ Λάαος τοῦ Λαάου , διατί μὴ καὶ αὐτὸ τὸ συνῃρημένον | ||
| ἐπειδὴ καὶ τὸ ἐντελὲς αὐτοῦ ἰσοσυλλάβως κλίνεται , οἷον ὁ Λάαος τοῦ Λαάου . Καὶ ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι , εἰ |
| τὰ αἰδώ εἰς ω ὁμοφώνως τῇ αἰτιατικῇ τῶν ἑνικῶν . Πρόσκειται χωρὶς τῶν πεπονθότων , ἐπειδή ἐστι πατέρι καὶ μητέρι | ||
| ἔχουσι τὴν γενικήν , ἀλλ ' οὐκ εἰσὶ κύρια . Πρόσκειται χωρὶς εἰ μὴ χαρακτὴρ κωλύσῃ , διὰ τὸ κρίνω |
| ὀξεῖαν συνέρχονται , οἷον ζωός ζώς , Νηρηΐς Νηρῄς , ἑσταώς ἑστώς , βεβαώς βεβώς : οὕτως οὖν καὶ ποός | ||
| ἢ τοῦ η εἰς α . κατὰ δὲ τὸ ἕσταα ἑσταώς γίνεται καὶ δεδαώς ἐκ παρακειμένου τοῦ δέδαα , οὕτω |
| βαρύτονά τε καὶ περισπώμενα : ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι | ||
| δὲ ἡμιφώνου περισπῶνται . καὶ βαρύνονται μὲν ταῦτα : τήκω δήκω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ ἥκω : περισπᾶται |
| ἐπὶ τοὺς βόας γύης καλεῖται , τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ γύου ἱστοβοεύς . τοῦ δὲ ζυγοῦ τὰ ἐπὶ τοὺς αὐχένας | ||
| κόμου ἔχομεν ἀντικείμενον τῷ κανόνι τοῦ τεχνικοῦ καὶ τὸ γύης γύου ἰσοσυλλάβως κλιθέντα , ἀλλὰ καὶ τὸ Γράδης Γράδου : |
| Δημόσθενες , Διομήδης Διομήδους ὦ Διόμηδες , Ἀριστοφάνης Ἀριστοφάνους ὦ Ἀριστόφανες , ὁ Πολυδεύκης τοῦ Πολυδεύκους ὦ Πολύδευκες , ὁ | ||
| τῆς κλητικῆς καὶ τὰ εἰς ης σύνθετα κύρια , Διόμηδες Ἀριστόφανες , καὶ τὰ παρ ' οὐδετέρων ἐσχηματισμένα εἰς ης |
| . ” καὶ ἀμενηνός ὁ ἀσθενής : “ ἤ κεν ζῶς ἀμενηνὸς ἔα χαλκοῖο τυπῇσι . ” ἄμβατος εὐεπίβατος : | ||
| τἀγαμέμνονος : Ἡ ' ν Αὐλίδι σφαγεῖς ' ἐπιστέλλει τάδε ζῶς ' Ἰφιγένεια , τοῖς ἐκεῖ δ ' οὐ ζῶς |
| : ἄλλως τε δὲ τὰ Ἰωνικὰ οὐδέποτε ἐκφέρονται διὰ τοῦ εως ἀλλὰ διὰ τοῦ ιος , οὐδὲ γὰρ λέγομεν Θέτεως | ||
| [ ] ασθε γλυκερῶν επ ? [ ] [ ] εως πάϊς οὗτος ἐμο ? [ ] [ ] ἐνὶ |
| μετοχῆς τοῦ ὁριστικοῦ παθητικοῦ αʹ ἀορίστου , ἥτις ἐστὶν ὁ τυφθεὶς καὶ κλίνεται τοῦ τυφθέντος τοῦτο παράγει , τρέπον τὸ | ||
| . Οὗτος γὰρ ὁ Ἀντισθένης Κυνικὸς ἦν φιλόσοφος ὅς , τυφθεὶς καὶ πληγεὶς τὸ πρόσωπον , λαβὼν χαρτίον καὶ ἐγγράψας |
| θέλομεν λιμαγχονῆσαι τὸ σῶμα , ἵνα ἀποθάνῃ . οὐδὲ γὰρ τήκω τὰς σάρκας , ἵνα ἰσχνότητα ποιήσω . ταῦτα μὲν | ||
| ] ἀντικρύ . ἐκτήξαιμι ] κατακαύσαιμι , διαλύσαιμι . . τήκω τὸ φθείρω καὶ ἀφανίζω : κυρίως δὲ λέγεται ἐπὶ |
| ρ [ . . . . . . [ ] πτω ? [ ] ? [ ] ? [ [ | ||
| δὲ κατὰ Ἡρακλείδην ἔχει τὸ ὄσσεσθαι . τὰ γὰρ εἰς πτω , φησί , βαρύτονα οἱ Αἰολεῖς εἰς δύο σσ |
| κομιῶ καὶ ποριῶ καὶ ὁριῶ καὶ πάντα τὰ εἰς ζω βαρύτονα καὶ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς βραχυνόμενον τὸ ι ἔχοντα , | ||
| , χιτών χιτῶνος χαλκοχίτων χαλκοχίτωνος . Τὰ εἰς βων λήγοντα βαρύτονα τὸ ω φυλάττουσι , Στίλβων Στίλβωνος , Στράβων Στράβωνος |
| τὸ Αἴσων Αἴσονος . Δεῖ δὲ γινώσκειν , ὅτι τὰ μετοχικά , κἂν ὑποπίπτῃ τινὶ τῶν προειρημένων , διὰ τοῦ | ||
| : Ἐρίγων Ἐρίγωνος , ὄνομα κύριον : τὸ Οὐκαλέγοντος Ἁρπάγοντος μετοχικά : τὸ προάγωνος σύνθετον ὂν τοῦ ἁπλοῦ τὴν κλίσιν |
| αἱ δ ' ἀνατέλλοντος , αἱ δ ' ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖν ' , αἱ δ ' ἐννυχιᾶν ἀπὸ Ῥιπᾶν . | ||
| εἱλίσσων φλόγα , ὡς δυστυχῆ Θήβαισι τῆι τόθ ' ἡμέραι ἀκτῖν ' ἐφῆκας , Κάδμος ἡνίκ ' ἦλθε γῆν τήνδ |
| Κανάρης Κανάρητος , Κεφάλης Κεφάλητος : οὕτως οὖν καὶ Ἀμέλης Ἀμέλητος καὶ ἀμένης ἀμένητος , οὐκ ἀντιστρέφοντος τοῦ κανόνος : | ||
| ἔχειν μένος , καὶ κλίνεται ἀμένης ἀμένητος , ὥσπερ Ἀμέλης Ἀμέλητος . εἰσί τινα εἰς ης ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ἔχοντα |
| Ὕαντες δὲ λέγονται οἱ κατοικοῦντες τὴν Βοιωτίαν . Σεσημείωται τὸ Λάας : τοῦτο γὰρ ὅτε μέν ἐστι κύριον ἀντίκειται τῷ | ||
| ἀπὸ τοῦ Λᾶς τοῦ μονοσυλλάβου γέγονε κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α Λάας καὶ λοιπὸν τὴν αὐτὴν ἐφύλαξε κλίσιν , φημὶ δὴ |
| ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , ὅπερ ἀπὸ τοῦ δαγκάνω γέγονε κατὰ συγκοπήν . τὰ δὲ ἔχοντα πρὸ τοῦ | ||
| ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι , ὅπερ ἐν μὲν τοῖς |
| σεσημείωται τὸ γῆρας διὰ τοῦ η γραφόμενον . Τὰ εἰς ωρ οὐδέτερα μονογενῆ διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται : οἷον | ||
| ε κλίνεται . Ὁ Νέστωρ τοῦ Νέστορος . Τὰ εἰς ωρ ὀξύτονα , εἴτε μονοσύλλαβα εἴτε ὑπὲρ μίαν συλλαβήν , |
| ἄνθρωπος ἀποφρὰς καὶ βλέπων ἀπιστίαν . γίνεται παρὰ τὸ φρῶ φράς καὶ ἀποφράς . . . . ἀποφώλιος : ὁ | ||
| , φράζω , ὁ μέλλων φράσω , ἀποβολῇ τοῦ ω φράς καὶ ἐν συνθέσει ἀποφράς , . , , . |
| Μηριόνου , καὶ Ἀττικοὶ συναιροῦντες τὴν Δημοσθένεος γενικὴν Δημοσθένους φασὶν ἰσοσυλλάβως : ἐπειδὴ δὲ πᾶσα εὐθεῖα εἰς ς λήγουσα , | ||
| τὰ ἐντελῆ αὐτῶν ἰσοσυλλάβως κλίνονται , οὕτω καὶ τὰ συνῃρημένα ἰσοσυλλάβως κλίνονται . Καλῶς δὲ εἴρηται , ὅτι τὰ συνῃρημένα |
| οἷον κᾰλός κᾱλός , Ἀ̆πόλλων Ἀ̄πόλλων , τιθέμενος τιθήμενος , δότης δώτης , Κόρα Κώρα , Τυνδάρεος Τυνδάρεως , μήστορα | ||
| : τὰ εἰς ΤΗΣ δισύλλαβα βαρύνεσθαι θέλουσιν , οἷον πλύτης δότης θύτης , χωρὶς τοῦ κριτής . τοῦτο δὲ ἐν |
| θῆμα , ἐπίθημα καὶ ἀνάθημα . Ἐπίμιξ . παρὰ τὸ μίγω ῥῆμα , μίξω , μίξ , ἐπίμιξ : ὡς | ||
| , παρὰ τὸ αἴρω ἄρδην : ὡς φύρω φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , |
| καταφρονούμενον . ἐπιστάτης δὲ γενόμενος τούτων τῶν ἔργων ὁ προσαγορευόμενος Φαίαξ διὰ τὴν δόξαν τοῦ κατασκευάσματος ἐποίησεν ἀφ ' ἑαυτοῦ | ||
| τοῦ ῥήματος , καὶ ἐπιθετικὸν ὑπάρχοι , μὴ ἐθνικὸν : Φαίαξ θώραξ ἄναξ κλῖμαξ αὖλαξ : τὸ διασφάξ ὀξύνεται . |
| “ ἐμπλείμην ” εὐκτικῆς ἐστιν ἐγκλίσεως . ἀπὸ γὰρ τοῦ πλῶ τὸ πληρῶ γίνεται εἰς - μι πλῆμι καὶ τὸ | ||
| πέλω ἐστὶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ πλησιάζω : καὶ κατὰ συγκοπὴν πλῶ , καὶ μετὰ τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην |
| . ξυνεδεδέατο : συνδεδεμένοι ἦσαν : ἀπὸ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω : ὁ παθητικὸς ὑπερσυντελικὸς , ἐδεδέμην : τὸ τρίτον | ||
| τοῦ ι , γίνεται δ ' ἐκ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω δοὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι δοιὸς , ἡ |
| τὸ ἀοιδὴν , ἀρίδιμος . Ἄχραντος , ὡς παρὰ τὸ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , καὶ παρὰ τὸ φαίνω φαντὸς | ||
| ὁ προστιθείς . Λέχη δὲ τοῦ θανόντος ἐν χεροῖν ἐμαῖν χραίνω , δι ' ὧνπερ ὤλετ ' . Ἆρ ' |
| , ὅπερ κατ ' Αἰολέας γίνεται βλέπω . ὡς ὄπτω ὄσσω : ὀσσόμενος πατέρ ' ἐσθλόν . καὶ ἀποβολῇ τοῦ | ||
| δύο σσ τρεπόντων . . . . : πόθεν τὸ ὄσσω καὶ πέσσω ; παρὰ τὸ ὄπτω καὶ πέπτω . |
| , καὶ τροπῇ τοῦ λ εἰς ρ κρῶ , ὅθεν κράζω παράγωγον . τὸ δὲ κλῶ , τὸ φωνῶ , | ||
| οὖν λάξω μέλλων . ὄνομα λαχμὸς , ὡς παρὰ τὸ κράζω κράξω κραγμός : τὸ δὲ γ εἰς χ μεταπεσόντος |
| καὶ προσθέσει τοῦ σ , ἔτυψα τύψας , καὶ κλίνεται τύψαντος ὡς Αἴαντος , τὸ θηλυκὸν ἡ τύψασα , τὸ | ||
| ἡ τύψασα , τὸ οὐδέτερον τὸ τύψαν καὶ κλίνεται τοῦ τύψαντος . Ὁ τυπών ὀξύτονος μετοχὴ χρόνου ἀορίστου βʹ , |
| κρεμάμενον εἶπε : Καταβαίνεις καὶ ἀπαγγέλλεις ; ἢ ἀναβαίνω καὶ ἀπαρτίζω σε . Λιμόξηρος ἰατρὸς ἰδὼν ἄρτον εἰς τρύπην κείμενον | ||
| εἰ φαρμακοῦμαι Ϙβ εἰ λαμβάνω ληγᾶτον Ϙγ εἰ ὃ ἐπιβάλλομαι ἀπαρτίζω καὶ πληρῶ Ϙδ εἰ θεωρῶ τὴν πατρίδα μου Ϙε |
| δωμάτιον : κεράτιον : παλάτιον . Τὰ διὰ τοῦ οντιον ὑποκοριστικὰ μονογενῆ διὰ τοῦ ι γράφει τὴν παραλήγουσαν , καὶ | ||
| συνεστάλη εἰς ο . Ὁμοίως δὲ καὶ τὰ εἰς ων ὑποκοριστικὰ φυλάττουσι τὸ ω ἐν τῇ γενικῇ , οἷον Βακχυλίδης |
| Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ὀπωπή : παρὰ τὸ ὄπτω ῥῆμα γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ὀπή , ὡς κόπτω κοπή | ||
| , κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην . καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω |
| , Κανάρης Κανάρητος , Κεφάλης Κεφάλητος : οὕτως οὖν καὶ Ἀμέλης Ἀμέλητος καὶ ἀμένης ἀμένητος , οὐκ ἀντιστρέφοντος τοῦ κανόνος | ||
| κακοήθης κακοήθους : πρόσκειται εἰ μὴ χαρακτὴρ κωλύσῃ διὰ τὸ Ἀμέλης Ἀμέλητος καὶ ἀμένης ἀμένητος : ταῦτα γὰρ παρ ' |
| , οὕτως καὶ παρὰ τὸν τείρω ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε | ||
| Ἔγωγε , εἶπεν ὁ νε - ανίσκος , καὶ ἔλαφον καταπονῶ καὶ σῦν ὑφίσταμαι . ὄψει δὲ αὔριον , ἂν |
| . * . . Ἀνέῳγε : μέσος παρακείμενος ἐνεργητικός : ἀνοίγω ἤνῳγα , προσθέσει τοῦ ε καὶ συστολῇ τοῦ η | ||
| ταύτας : τὸ δὲ ἐσχάζοσαν λέγεται ἀπὸ τοῦ σχάζω τὸ ἀνοίγω καὶ τὸ κόπτω τὸ τὴν διέχειαν ποιοῦν . ἔστι |
| εἰς ων καθαρὰ βαρύτονα διχρόνῳ παραληγόμενα εἰ μὲν ἐκτείνουσι τὸ δίχρονον , τρέπουσι τὸ ω εἰς ο , εἰ δὲ | ||
| ὅτι μακρὰ συλλαβή ἐστιν ἡ ἔχουσα μακρὸν φωνῆεν ἢ μηκυνόμενον δίχρονον ἢ μίαν τῶν διφθόγγων , ἐζήτησάν τινες , ὅτι |
| . τὰ γὰρ εἰς ρα εἰ μὲν μονοφθόγγῳ παραλήγει , μακροκαταληκτεῖ , πήρα . εἰ δὲ διφθόγγῳ , βραχυκαταληκτεῖ : | ||
| ὑπερθετικῷ , οἷον ταχὺς ταχύτερος καὶ ταχύτατος : ὅσα δὲ μακροκαταληκτεῖ ταῦτα μετὰ συμφώνου ἐν τοῖς συγκριτικοῖς ἐκφέρονται καὶ ὑπερθετικοῖς |
| παραλήγεται , γελῶ γελάσω : τιλῶ τιλάσω καὶ τιλήσω καὶ συλῶ συλήσω : εἰ δὲ πρὸ τοῦ ρ ἢ τοῦ | ||
| αἴσυλος προπαροξύνεται ὡς σύνθετον , ἀπὸ τοῦ Α καὶ τοῦ συλῶ , ὁ πολλὰ συλῶν . Τὰ εἰς ΥΛΟΣ τρισύλλαβα |
| ἀλλὰ βοῦν σίτου καὶ οἴνου τράγον καὶ τοιαῦτα τοιούτων ἢ ὠνοῦμαι ἢ αὐτὸς ἀποδίδομαι σμικρὰ εἰπών τε καὶ ἀκούσας . | ||
| πλωϊζόμενον ; Πάνσεμνα φὴς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα , ὥστε ὠνοῦμαι αὐτὸν τῶν εἴκοσιν . Εἶεν . Τίς λοιπὸς ἡμῖν |
| , ἔνθα πύλας Πέλοπος ἔχουσιν ἕδραι . εἴθ ' ἀκάτου Μενέλα μέσον πέλαγος ἰούσας δίπαλτον ἱερὸν ἀνὰ μέσον πλατᾶν πέσοι | ||
| ὁπόταν εὑρεῖν θέλωσι καιρόν . ἔδειξεν ἁ Λάκαινα τοῦ στρατηλάτα Μενέλα : διὰ γὰρ πυρὸς ἦλθ ' ἑτέρωι λέχει , |
| λείβω καὶ τοῦ λείπω ὁ αὐτὸς μέλλων λείψω , λήγω λήχω λήξω : τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ ἄλλων . Ὁ | ||
| ἐνεστῶτος διὰ τοῦ τος κλίνεται , λείβω λέβης λέβητος , λήχω Λάχης Λάχητος : οὕτω κρατῶ Κράτης Κράτητος . Εἰ |
| ει διφθόγγου ἀποβάλλουσι τὸ ι , οἷον χαρίεις χαρίες , τιμήεις τιμῆες , Μαλόεις Μαλόες : τοιοῦτον γάρ ἐστι καὶ | ||
| ντ θέλουσι κλίνεσθαι , οἷον χαρίεις χαρίεντος ὅτι χαρίεν , τιμήεις τιμήεντος ὅτι τιμῆεν , δαφνήεις δαφνήεντος ὅτι δαφνῆεν : |
| τοῖς τοῦ νοῦ ὀφθαλμοῖς . θ πάταγος ] ἀπὸ τοῦ πατῶ καὶ τοῦ ἄγω τὸ συντρίβω . πάταγος ] ἦχον | ||
| . “ οἱ δέ φασι τὸν Διογένην εἰπεῖν , ” πατῶ τὸν Πλάτωνος τῦφον “ : τὸν δὲ φάναι , |
| ἀλεκτρυόνες . Ἰστέον ὅτι τὰ εἰς ων περισπώμενα διὰ τοῦ ντ κλίνονται καὶ φυλάττουσι τὸ ω ἐν τῇ γενικῇ καὶ | ||
| εἰ μέντοι εἴη εἰς ς ὀξύτονος ἡ μετοχὴ διὰ τοῦ ντ κλινομένη , τὸ τέλος τῆς γενικῆς οὐκ εἰς μι |
| τυχῶ : σίνω , σινῶ : οἷς ἀκόλουθον καὶ τὸ λούω , λοῶ : πείρω , περῶ : κείρω : | ||
| ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , |
| η , καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ ἀγκύλον καὶ τοῦ μήδω μήσω τὸ βουλεύω , ὁ παρακείμενος μέμηκα , ὁ παθητικὸς | ||
| μερίζω , ὁ μεμερισμένος ἑκάστῳ . Μήλη . παρὰ τὸ μήσω μέλλοντα . μήδω δὲ , οὗ παθητικὸν μήδομαι , |
| ἰθαίνω , ἰθαίνεις , ἰθαίνει , ἰθαινάθυμος , ἰθαιγένης : μιαίνω , μιαίνεις , μιαίνει , μιαιφόνος : τὸ ἀλέξω | ||
| ὄνομα γεγόνασι : φαίνω φαίνομαι , μαίνω μαίνομαι , ῥαίνω μιαίνω . τὸ μέντοι αἰνῶ περισπώμενον ἔχει τὸ αἶνος , |
| ἀκτίς ἀκτῖνος ἀκτίν , δελφίς δελφῖνος δελφίν , Τελχίς Τελχῖνος Τελχίν , Σαλαμίς Σαλαμῖνος Σαλαμίν , ῥίς ῥινός ῥίν , | ||
| αὐτὴν ἔχουσι κλίσιν , οἷον δελφίν δελφῖνος δελφίς δελφῖνος , Τελχίν Τελχῖνος Τελχίς Τελχῖνος , Σαλαμίν Σαλαμῖνος Σαλαμίς Σαλαμῖνος . |
| ἀποβληθῆναι τὸ τ ἐν τῇ γενικῇ , διατί ἐπὶ τοῦ δάμαρς δάμαρτος καὶ μάκαρς μάκαρτος οὐδὲν τοιοῦτον ἐγένετο . Ἔστιν | ||
| ἕλμινς , ὁ μάκαρς ὦ μάκαρς , ἡ δάμαρς ὦ δάμαρς : οὕτως οὖν καὶ τὸ ὁ ἅλς ὦ ἅλς |
| περισπᾶται φυλάττον καὶ τὸ Ω μέγα καὶ διὰ τοῦ ΝΤ κλινόμενον . Τὰ εἰς ΚΩΝ δισύλλαβα ἀρσενικὰ , ὁπότε μὴ | ||
| παράλογον : ἀλλ ' ἐπειδὴ τὸ κοχλίας κοχλίου ἰσοσυλλάβως ἐφάνη κλινόμενον ἔπελθέ μοι καὶ τὰς ἄλλας ἁπάσας πτώσεις κατὰ τοὺς |
| . ἀτίζων ἀτιμάζων . ἀτέοντα ἀτώμενον , βλαπτόμενον : “ Αἰνεία , τίς ὧδε θεῶν ἀτέοντα κελεύει . ” ἀτραπός | ||
| πληθυντικῶν ποιεῖ , οἷον τὼ κοχλία οἱ κοχλίαι , τὼ Αἰνεία οἱ Αἰνεῖαι , τὰ Μούσα αἱ Μοῦσαι , τὰ |
| δμωός καὶ ὁ δμωός , ὥσπερ παρ ' Ἡσιόδῳ . δμωὸς ἔχων μακέλην , ἀντὶ τοῦ δοῦλος , καὶ λοιπὸν | ||
| ἐρριμμένον , ἀλλ ' ὑπὸ τῆς ἐπιφερομένης γῆς ὑπὸ τοῦ δμωὸς ἀποκρύπτηται περιστρεφόμενος . οἷς εἰκότως ἐπήγαγε : καθόλου γὰρ |
| γράφεται : οἷον , δολῶ : δονῶ : θολῶ : κροτῶ : κλονῶ : σοβῶ : στορῶ : τορῶ : | ||
| κροταφὶς , σφύρα μικρά : κροαίνων κρούων τοῖς ποσίν : κροτῶ : Κροτώνη : Κροκύλιον πόλις : κροκόπεπλος : κροκοείδης |
| ὁ ῥιγοπύρετος . Ἡράκλεις : ἐπίφθεγμα θαυμαστικόν . τὸ δὲ Ἥρακλες κλητικὴ πτῶσις , ὥσπερ τὸ ὦ Δάματερ τοῦ Δήμητερ | ||
| : Ἡρακλῆος δὲ ἰωνικῶς : ἡ κλητικὴ Ἡράκλεες Ἡράκλεις : Ἥρακλες δὲ κατὰ συγκοπήν : ἡ μέντοι συνῃρημένη Ἡρακλοῦς ἐν |
| , ὄρνις ὄρνιθος , Λάχης Λάχητος , βότρυς βότρυοςπρόσκειται περιττοσυλλάβως κλινόμενα διὰ τὸ κοχλίας κοχλίου , Αἰνείας Αἰνείου : ταῦτα | ||
| Αὐγέας . Τὰ εἰς ΔΗΣ δισύλλαβα μὴ διὰ τοῦ ΟΥΣ κλινόμενα βαρύνονται : Πύδης ᾅδης Γράδης μέδης . τὸ μέντοι |
| κύρια προπαροξύνονται : βούβαλις δάμαλις βαύκαλις . Τὰ εἰς ΛΙΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Η βαρύνεται : κάπηλις κύβηλις ἔπηλις τρόπηλις , | ||
| δὲ κύρια βαρύνεται : Δίκτη Σπάρτη . Τὰ εἰς ΤΗ ὑπερδισύλλαβα ἔχοντα κατὰ σύλληψιν σύμφωνον , ἢ πρὸ τέλους τὸ |
| σήπω , ἔσαπον : λήβω , ἔλαβον : δήκω , ἔδακον : λήχω , ἔλαχον : τήκω , ἔτακον : | ||
| . δαφοινήν : ἄγαν φονικήν . Ἕλον : ἔλαβον , ἔδακον . Νηδύν : γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ |
| ὁ παρατατικὸς ἐχρῆν , ἡ μετοχὴ ὁ χράς , τοῦ χράντος , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον χρᾶναι καὶ τροπῇ τοῦ α | ||
| ὁ παρατατικὸς ἐχρῆν , ἡ μετοχὴ ὁ χράς , τοῦ χράντος , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον χρᾶναι καὶ τροπῇ τοῦ α |
| : ἀλλ ' ὄφεσι καὶ σαύραις καὶ χελώναις . ἁμαρτῆ ἐπίῤῥημα , ἀντὶ τοῦ ὁμοῦ . ἁμαρτία , ἡ ἀποτυχία | ||
| , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . Ἤλιθα . παρὰ τὸ ἅλις ἐπίῤῥημα ἐξέπεσε τὸ ἄλιθα . Ἠλίθιος , ὁ ἀνόητος , |
| φησιν ὁ Σκήψιος Δημήτριος . ὅτι τὸ πλακοῦς ἐκ τοῦ πλακόεις περισπᾶται ὡς τυρόεις τυροῦς , σησαμόεις σησαμοῦς . εἴρηται | ||
| δαφνήεις δαφνήεντος δαφνῆς δαφνῆντος , Σιμόεις Σιμόεντος Σιμοῦς Σιμοῦντος , πλακόεις πλακόεντος πλακοῦς πλακοῦντος , Ἑρμέας Ἑρμέου Ἑρμῆς Ἑρμοῦ , |
| δὲ καὶ ἡ τετάρτη συζυγία τῶν εἰς μι , οἷον ζεύγω , ζευγνύω , ζεύγνυμι , ὄρω , τὸ διεγείρω | ||
| ἄλλων ] ῥημάτων : τὸ γὰρ ζευγνύω πρὸς μὲν τὸ ζεύγω παράγωγον , πρὸς δὲ τὸ ζεύγνυμι πρωτότυπον , ὡς |
| διὰ τοῦ η : οὐδέποτε γὰρ γενικὴ διὰ τοῦ τος κλινομένη ἀρσενικὴ ἔχει ἐν τῇ παραληγούσῃ τὸ ι , οἷον | ||
| ἡ κλίσις , ποτὲ μὲν περιττοσυλλάβως , ποτὲ δὲ ἰσοσυλλάβως κλινομένη : καὶ πρόσσχες , πότε μὲν περιττοσυλλάβως , πότε |
| ῥῆμα βαρύτονον καὶ περισπώμενον , ὡς αἵρω καὶ ἀρῶ , σίνω καὶ σινῶ : Ἥτ ' ἄνδρας μέγα σίνεται , | ||
| βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : κρίνω πίνω κλίνω σίνω . τὸ δὲ ῥινῶ παρὰ τὴν ῥίνην . τούτοις |
| οἷον κίς κιός , . . ἀκίτατοι ἱστοβοῆες , λίς λιός , Ρ ὥστε λὶς ἠυγένειος : λῖες μέντοι λίεσσι | ||
| διὰ καθαροῦ τοῦ ος κλίνεται , κίς κιός , λίς λιός : ἡ Διός δὲ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Δίς |
| σῶ σήθω . . . . . . σήθω : σήθω : παρὰ τὸ σῶ , ὃ δηλοῖ τὸ σείω | ||
| σείω , καὶ σήθω , καὶ κινῶ . σῶ , σήθω , ἀφ ' οὗ ὄνομα σηλία καὶ τηλία . |
| μεσσηγύς : τὸ ἄντικρυς : σύνεγγυς , παρὰ πρόθεσιν συγκείμενα προπαροξύνονται : τὸ ἀντικρὺς ὀξυνόμενον ἐκτείνει τὸ υ : τὸ | ||
| , πόλεως λέξεως : ὅθεν καὶ μακρᾶς οὔσης ἐπὶ τέλους προπαροξύνονται : ὁμοίως καὶ πόλεων καὶ λέξεων . Ὁ χαρίεις |
| ο ἐπὶ τῆς δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων κατὰ ποιητάς : βοάω βοόω , κομάω κομῶ κομόω , ἀντιῶ ἀντιόω : | ||
| δὲ δευτέρα ἀπὸ τῶν διὰ τοῦ αω ῥημάτων γίνεται , βοάω , ναρκάω , διψάω , καὶ διὰ τοῦτο τὴν |
| καὶ πλόος πλόου πλοῦς πλοῦ . Καὶ καθόλου δὲ τὰ συνῃρημένα τὴν τῶν ἐντελῶν φυλάττουσι κλίσιν , οἷον τιμήεις τιμήεντος | ||
| βαρείας , ἀλλ ' ἐκ δύο βαρειῶν : τὰ δὲ συνῃρημένα ἐκ δύο βαρειῶν πάλιν βαρύνονται , οἷον Πάνθοος Πάνθους |
| ὀνόματα μονοσύλλαβα διὰ τοῦ νος κλίνεται , εἷς ἑνός , κτείς κτενός , δείς δενός : τὰ δὲ ὑπὲρ μίαν | ||
| τούτου χάριν ἔτρεψε τὸ ν εἰς τὸ ς καὶ γέγονε κτείς , καὶ ἐφύλαξε τὴν αὐτὴν κλίσιν , τουτέστι τὴν |
| πόθεν τὸ ὄσσω καὶ πέσσω ; παρὰ τὸ ὄπτω καὶ πέπτω . Αἰολικῶς γὰρ ἐτράπη τὸ πτ εἰς δύο σσ | ||
| , μάσσω μάγειρος : Αἰολεῖς δὲ διὰ τοῦ ι : πέπτω πέπειρος : ὀνῶ τὸ ὀφελῶ ὄνειρος : ἀΐσσω αἴγειρος |
| ὡς τὸ Τίρυνς , ἢ τὸ ρ , ὡς τὸ μάκαρς : τὰ δὲ εἰς ξ λήγοντα , περὶ ὧν | ||
| μόνον ἀλλὰ μεθ ' ἑτέρου τινὸς συμφώνου , οἷον ὁ μάκαρς καὶ ὁ τίρυνς καὶ ὁ ἅλς , καὶ ἕτε |
| ? [ ] [ πρεσβυτας ] αδυναμουντας [ ] [ επι ] τα ϋψηλα και π ! ! [ ! | ||
| εξ ϋ [ ψους και ειπε μοι αναστα ] ? επι τους ποδας [ σου Βαρουχ και ακουε ] τον |
| γὰρ ταχὺ καὶ θερμὸν λέγομεν , ὡς εἴρηται : ὡς φθίνω φθείρω , καὶ θέω θέρω . Θρώσκω . ἀπὸ | ||
| τὸ ἠερέθω ὡς τὸ φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , φθίνω φθινύθω . Ἄκρων πόρων , τουτέστι τῆς ἐπιφανείας . |
| θεῶν . ὅπως δ ' ἔρωμαι , μή τι σὴν δάκω φρένα , δέδοιχ ' , ἃ χρήιζω : διὰ | ||
| . ὀδάξ : ὀδάξ : τοῖς ὀδοῦσι . παρὰ τὸ δάκω δάξω κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω δὰξ καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
| τὰ μὲν ἐνεργητικὰ τὸν παροξύτονον , τὰ δὲ παθητικὰ τὸν προπαροξύτονον * ἢ τὰ μὲν ἐνεργητικὰ τὸν ὀξύτονον , τὰ | ||
| καὶ τὸ Ὀσίρειον : Ἀνούβειον : Τεχόσειον : Μενδίδειον δὲ προπαροξύτονον : ἐφύλαξεν γὰρ τὸ δ τῆς Μενδίδος γενικῆς : |
| αὐτὸν ἰδόντα , τὰ δὲ καὶ δι ' ἑτέρω τινὸς τρόπω κατανοήσαντα . οὔτε γὰρ ὁ ἐν λογισμοῖς καὶ μαθημάτεσσι | ||
| βάλλεις . μνημονικὸς ] ἐνθυμητικός , οὐκ ἐπιλήσμων . δύο τρόπω : ⌈ ἤτοι [ ἤγουν ] δύο τρόποι καὶ |
| καὶ ἐνεργητικὸν σημαίνει καὶ παθητικόν . . . , : ἐρέτης : ἐλῶ ἐλέσσω παράγωγον , καὶ τροπῇ τοῦ λ | ||
| νεὼς ἐπιβὰς μὴ ὅτι κυβερνήτης γενέσθαι , ἀλλ ' οὐδὲ ἐρέτης , οὐδέ τις τῶν διαθεόντων καὶ ξυνεπιλαμβανόντων τῇ σωτηρίᾳ |
| ! ] ! [ [ ] τοιο [ [ ] κτ [ . . . . . . ] φ | ||
| ? [ ιτ ? ? ! [ τεθ ? [ κτ [ τιτ [ ομω [ καλη [ ητα ? |
| διπλασιασμὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ , ὡς χῶ , χαλῶ , καὶ καχαλῶ , καγχαλῶ . παρὰ τὸ ἐν | ||
| Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ . Μάχλος . παρὰ τὸ χαλῶ , μαχαλὸς , πλεονασμῷ καὶ συγκοπῇ μάχλος , ὁ |
| ὅρκοις θεῶν : ἀντὶ τοῦ : εἰ ἐλήφθην [ καὶ εὑρέθην ] ἀπεριφύλακτος εἰς τὴν κατὰ σοῦ κόλασιν . τὸ | ||
| τιμᾶν , εἴ τις ἐξελέγξειεν . ἐγὼ τοίνυν ὁ ἐλέγχων εὑρέθην αὐτὸν τὸν φεύγοντα μάρτυρα καθ ' αὑτοῦ λαβών . |
| , ἐξ οὗ τὸ ” ἀπέκτατο ” , οὗ παράγωγον κταίνω καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ καίνω : καὶ μεταθέσει τοῦ | ||
| κτῶ ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ φονεύω . οὗ παράγωγον κταίνω , καὶ ἀποβολῇ τοῦ τ , καίνω , καὶ |
| ἀργὸς ἀργής : ἀργῆτι κεραυνῷ . Ἐδωδή . ἔδη , διπλασιασμῷ ἐδηδὴ , καὶ ἐδωδὴ κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰς | ||
| καὶ ἐνοσίφυλλος . ἤνοκα καὶ ἤνοθα ὁ μέσος , καὶ διπλασιασμῷ Ἀττικῷ ἐνήνοθα . . . . , , : |
| διφθόγγῳ , μὴ τῇ ΑΙ ἢ ΕΙ , περισπᾶται : ἐρευνῶ θοινῶ χαυνῶ κοινῶ οἰνῶ , χωρὶς τοῦ ἐλαύνω . | ||
| ἐπένθεσιν ἐρεύω ὡς χέω χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . |
| πῶς γοῦν [ ] [ ] λιουν δυναμε [ ] ος τὸν ην [ ] [ ] ησι μέγα βει | ||
| ! ! ! ! ! ! ! ! ] ! ος ἀπέπεμψεν ὡς βασιλέα | σ | [ ! ! |
| εἰς ως καὶ καταβιβαζομένου τοῦ τόνου : κλίνεται δὲ τοῦ τετυφότος , ὡς ἱδρῶτος : καὶ τὸ μὲν ἱδρὼς φυλάττει | ||
| οἷον Ἀραρώς Ἀραρότος Ἀραρόσιν , Ὑποδεδιώς Ὑποδεδιότος Ὑποδεδιόσιν , τετυφώς τετυφότος τετυφόσι , πεποιηκώς πεποιηκότος πεποιηκόσι : ταῦτα γὰρ οὐ |
| ζωὴ διὰ τοῦ ω μεγάλου : ὡς γὰρ ἀπὸ τοῦ ῥέω ῥοὴ , καὶ χέω χοὴ , οὕτω καὶ ἀπὸ | ||
| βριθὺς , οὕτω παρὰ τὸ ἔω ἐΰς . Ἐϋῤῥεῖος . ῥέω ῥεεὺς καὶ εὐρεύς ἐϋῤῥεέος , καὶ κράσει τῶν δύο |
| . , : ῥώψ : βοτάνη ἁπαλή . παρὰ τὸ ῥέπω ῥέψω ῥὲψ καὶ ῥὸψ καὶ τροπῇ τοῦ ο εἰς | ||
| , ἵνα ᾖ οὕτως : ἆρα πρὸς τὸ δυσμενὲς μᾶλλον ῥέπω τούτου ὄντος οὐχὶ δυσμενοῦς τὰς φρένας : τὰ αὐτά |
| ' , ὦναξ , καὶ τάνδε φέρευ πακτοῖο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλὸν περὶ χεῖλος ἑλικτάν : ἦ γὰρ ἐγὼν | ||
| , ἐναλλάσσω , γεραίρω ἑορτάζω , συναγελάζω , ταχύνω , κηρῶ , τρέφω , πολλάκις ἄρχομαι , περινοστῶ , ἀναγορεύω |
| δέον Αἰσχίνου : ἀφαιρέσει , ἐάν τις λέγῃ Δημοσθένε δέον Δημοσθένεα : ἐναλλαγῇ γράμματος , οἷον ἐάν τις λέγῃ δρίφος | ||
| δηλονότι ἐπὶ ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν , οἷον Δημοσθένεος Δημοσθένους τὸν Δημοσθένεα τὸν Δημοσθένη , εὐγενέος εὐγενοῦς τὸν εὐγενέα τὸν εὐγενῆ |
| τὸ κατακλινείς μετοχὴ τοῦ παθητικοῦ δευτέρου ἀορίστου : κλίνω , κλινῶ , ἔκλινα , ἔκλινον , ὁ παθητικὸς βʹ ἀόριστος | ||
| τὸ κατακλινείς μετοχὴ τοῦ παθητικοῦ δευτέρου ἀορίστου : κλίνω , κλινῶ , ἔκλινα , ἔκλινον , ὁ παθητικὸς βʹ ἀόριστος |
| κεκαδμένον : κεκοσμημένον . κεκοσμημένον . ἀπὸ τοῦ κάζω τὸ καλλωπίζω . γράφεται δὲ καὶ κεκασμένον . σύγκειται δὲ τὸ | ||
| . Διαπορηθέντες , διαποροῦντες . Διαπρέπω τὸν δεῖνα , ἤτοι καλλωπίζω . Πλάτων ἐν Γοργίᾳ : „ φύσιν ψυχῆς ὧδε |
| . ἀπεκαίνυτο : καίνω καινύω καίνυμι καίνυμαι ἐκαινύμην ἐκαίνυτο ὡς ὄρω ὀρύω ὀρνύω ὄρνυμι . . . . ἀπεβουκόλησα : | ||
| ο , ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε |
| γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν | ||
| . ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν . |
| ἀλλὰ ποδάρκη καὶ ποδώκη . . , πτολίπορθος Ἀχιλλεύς . πτ . Ἀχ . Θ Ο Φ Ω . Θ | ||
| καὶ τὸ ἔτυπτον ὁ παρατατικὸς ἐπειδὴ ἀμφότεροι [ εἰς ] πτ ἐν ταῖς τελευταίαις συλλαβαῖς ἔχουσι , διὰ τοῦτο συγγενεῖς |
| ] λᾶαν ἄμπαυσέν τε δυστλάτ [ ] [ ] ! ενον : χρυσοπλόκ [ ] [ ] αν φάτιν εἰπαρα | ||
| ! ! ! ! ! ! ! ! ! ] ενον : οὐ ! ! ! ! [ ! ! |
| [ ] νομονα ? ? ? ? [ [ ] εφη [ . . . κἀγὼ μὲν ἄτεκνος ἐγενόμην κείνης | ||
| ] μα προς ? [ αυ ] τον ο μισητος εφη εγω τι [ ] ως απολεισθε [ ] εν |
| ἐγὼ δ ' ἅμ ' ἡμέραι βοῦς εἰς ἀρούρας ἐσβαλὼν σπερῶ γύας . ἀργὸς γὰρ οὐδεὶς θεοὺς ἔχων ἀνὰ στόμα | ||
| κείρω , κερῶ : μείρω , μερῶ : σπείρω , σπερῶ : φθείρω , φθερῶ : δείρω , δερῶ : |
| ἡ κιβωτός : παρὰ τὴν ἀντί πρόθεσιν καὶ † τοῦ πήσσω , . , , . . α . . | ||
| , τὸ καίω , Αἴτνη , ὡς φάγω φάτνη , πήσσω πάχνη , . , ; . . α . |