τοὺς μὲν γὰρ ἐν ὕδατι κελαδεῖν , τοὺς δὲ πρὸς κλεψύδραν . . . . . Γ . μύδρον εἶναι
ἀκροατῶν δέκα οἱ ἀρετῆς ἀξιούμενοι ἐπεσιτίζοντο τῇ ἐς πάντας ἀκροάσει κλεψύδραν ξυμμεμετρημένην ἐς ἑκατὸν ἔπη , ἃ διῄει ἀποτάδην ὁ
6514462 ἐπικεκυφοτα
” ἦν δ ' ἐγώ , “ φής , τὸν ἐπικεκυφότα κατὰ τὸ σχῆμα τῆς ἀφέσεως , ἀπεστραμμένον εἰς τὴν
φής , ὦ ἀλεκτρυών . ἐμοὶ γοῦν πολὺ ἀσφαλέστερον σκυτοτομεῖν ἐπικεκυφότα ἢ πίνειν ἀπὸ χρυσῆς φιάλης κωνείῳ ἢ ἀκονίτῳ συνανακραθεῖσαν
6483391 Φιλωνα
οἱ πρεσβύτεροι Παιανιέων . Ἐκπέπληγμαι δέ , εἰ σὺ λοιδορεῖν Φίλωνα τολμᾷς , καὶ ταῦτα ἐν τοῖς ἐπιεικεστάτοις Ἀθηναίων ,
δ ' εἶχεν ἐλάσσονα κινδαψοῖο . Ἐπιμελῶς δὲ καὶ πρὸς Φίλωνα τὸν διαλεκτικὸν διεκρίνετο καὶ συνεσχόλαζεν αὐτῷ : ὅθεν καὶ
6437978 Ἀντιφανην
ἀποβατικοὶ τρόχοι : Δείναρχος Κατὰ Φορμισίου καὶ ἐν τῇ Πρὸς Ἀντιφάνην ἀπολογίᾳ . . . . ὀχεῖον : ἀντὶ μὲν
ἀποβατικοὶ τρόχοι : Δείναρχος Κατὰ Φορμισίου καὶ ἐν τῇ Πρὸς Ἀντιφάνην ἀπολογίᾳ , Λυκοῦργός τε ἐν τῇ Πρὸς Δημάδην ἀπολογίᾳ
6267240 κλιμακτηρος
Ὑποδείξομεν δέ , καθὼς καὶ ὁ βασιλεὺς ἐσήμανε , περὶ κλιμακτῆρος ἀπὸ τῆς τοῦ Σὴθ ἀνατολῆς ἕως τῆς γενεθλιακῆς ἡμέρας
σκέλος μεσηγὺ τῶν φλιῶν , τὸ δὲ σιναρὸν ἄνωθεν τοῦ κλιμακτῆρος ἔχοι ἐναρμόσον ἀπαρτὶ πρὸς τὸ ὕψος καὶ [ τὸ
6258774 ἡμιωριον
ἁλμάδων ἐλαιῶν τῶν λευκῶν ὅσον # Ϛ προενίεμεν καὶ διαστήσαντες ἡμιώριον ἢ μικρῷ πλεῖον ἐνίεμεν τὸν τροχίσκον , καὶ κατέχουσιν
δωδέκατον ἔγγιστα μιᾶς μοίρας . ἐπεῖχεν οὖν καὶ μετὰ τὸ ἡμιώριον ἡ φαινομένη σελήνη Διδύμων μοίρας ε γʹ , ὥστε
6242009 προσηρτημενον
Ὅτι δ ' ἐπιτήδειον αἰσθάνεσθαι καὶ ὁρμᾶν καὶ φαντασιοῦσθαι τὸ προσηρτημένον μὲν τῇ μήτρᾳ κἀκείνῃ προσεχόμενον καὶ ὥσπερ διὰ ῥίζης
πάλιν ἀπὸ τοῦ Α ἀπέχον πόδα αʹ ∠ ἔστω τόξον προσηρτημένον πρὸς τὸν κανόνα τὸν Γ ἔχον τὴν τάσιν ,
6239259 ἀνατεταμενον
ἁρμάτειον αὐτὸν φάναι διὰ τὸ τὸν ὑπαξόνιον τῶν ἁρμάτων ἦχον ἀνατεταμένον τε καὶ ὀξὺν εἶναι . ὅτι δὲ εὐνοῦχος ἦν
. αὐλοῖσι διδύμοισι : † παρὰ τὸν † εἰς μῆκος ἀνατεταμένον † αὐλόν . δίδυμον δὲ τὸ συμφυές , τοὺς
6208191 μαγγανον
δέ ἐστι τὸ εἰς τὸν μοχλὸν σιδήριον , ὃ καλοῦμεν μάγγανον . βλεπεδαίμων . ὁ διεστραμμένος τὰς ὄψεις καὶ οἷον
καὶ βάζω . . . . βαλανάγρα : ἡ κλείς μάγγανον . . . . βαμβαίνει : διστάζει φθέγγεται .
6139931 Δεκελειοθεν
γενικήν , ὡς ἀρχῆς ἀρχῆθεν . καὶ ἔτι περὶ τοῦ Δεκελειόθεν : ἐν οἷς ἔλεγε μὴ παρὰ τὸ Δεκέλεια παρῆχθαι
φυλήν , ἧστινος εἶναι σκήπτοιτο . ἐπειδὴ δὲ ἀπεκρίνατο ὅτι Δεκελειόθεν , προσκαλεσάμενος αὐτὸν καὶ πρὸς τοὺς τῇ Ἱπποθωντίδι δικάζοντας
6134560 Δεινοκρατην
ἐπληρώθη τοῦ κατὰ τῶν πολιτῶν φόνου , τοὺς ζωγρηθέντας ἀθροίσας Δεινοκράτην μὲν ἀφῆκε διὰ τὴν προγεγενημένην φιλίαν , τῶν ἄλλων
ἅπαντας ὑπόπτως ἔχων καὶ μηδέποτε μηδενὶ βεβαίως πιστεύσας πρὸς μόνον Δεινοκράτην διετήρησε τὴν φιλίαν μέχρι τελευτῆς . ὁ δὲ Δεινοκράτης
6130540 μηλωτιδα
ἐπιπολῆϲ ὑποπίπτοι τὸ πέραϲ τῆϲ ϲύριγγοϲ , ὑποβαλόντεϲ κοπάριον ἢ μηλωτίδα διὰ τοῦ ϲτομίου ἐκτέμωμεν ἁπλῇ διαιρέϲει τὸ ὑποκείμενον δέρμα
πλατὺ μήλης ἐπὶ τῶν εὐρυτέρων , ἐπὶ δὲ τῶν στενοχώρων μηλωτίδα : ἀντιληψόμεθα γὰρ σκληροῦ σώματος ἀντιπίπτοντος καὶ ὀστώδους :
6042673 ἀξονιον
, τὸν δὲ ἕτερον περιάγεσθαι συμμέτρως τῇ σφίγξει περὶ τὸ ἀξόνιον ἐν τῷ τοῦ μεσημβρινοῦ ἐπιπέδῳ . προσεθήκαμεν δὲ καὶ
τὴν μείζονα ὀπὴν ἔχοντι πρισματίῳ καὶ ἐναρμόσαντες δι ' ἀμφοτέρων ἀξόνιον , ὥστε συνδεθῆναι μὲν ὑπ ' αὐτοῦ τὰς πρὸς
6041592 περιτυχειν
γε καλὰ εἴδη ἀφομοιοῦντες , ἐπειδὴ οὐ ῥᾴδιον ἑνὶ ἀνθρώπῳ περιτυχεῖν ἄμεμπτα πάντα ἔχοντι , ἐκ πολλῶν συνάγοντες τὰ ἐξ
τοὺς πρώτους ἴσως ἀρξαμένους χρῆσθαι πυρὶ ἐκ κεραυνοβολίου καιομένῳ αὐτῷ περιτυχεῖν , μηδέπω ἐπινοίᾳ τῶν πυρίων ἐπιπεσεῖν δυναμένους . γυναῖκα
6028792 μεμετρημενον
ὄντιἢ ἐν μεμετρημένῳ : ἀλλ ' οὐχ οἷόν τε τὸ μεμετρημένον ἀμετρίαν ἔχειν καθ ' ὃ μεμέτρηται . Καὶ οὖν
ἀκρίτοις καὶ ἀφειδέσι μεγαλοδωρίαις ἐντρυφᾶν τὴν ἐς τὸ σωφρονέστερον καὶ μεμετρημένον διὰ σπάνιν χρημάτων μεταβολὴν οὐ φειδὼ σώφρονα οὐδὲ σύμμετρον
6026924 στρωτηρα
Ἕτερος τρόπος ἐμβολῆς : ἢν ἐς τὸ ἔσω ὠλισθήκῃ , στρωτῆρα χρὴ διαδῆσαι μεταξὺ δύο στύλων , ὕψος ἔχοντα σύμμετρον
σεσάπρισται : σέσηπται , ἔφθαρται . συνθεῖν : συντρέχειν . στρωτῆρα : δοκίδα . | σαρκάζειν : οἱ μὲν σαρκοῦν
6009362 ὀνοματικην
βαρύνεται ἐν τῷ ὀφθαλμὸς ἕεις ἐπέκειτο μετώπω . ἵνα τὴν ὀνοματικὴν σημασίαν ἀποφήναι : οὕτως Ἡρωδιανὸς περὶ μονοσυλλάβων . Εἰς
τὰ ὀνοματικὰ ἐπιρρηματικῶς νοούμενα τῇ ἐξ αὐτῶν παραθέσει εἰς τὴν ὀνοματικὴν ὑποστρέφει σύνταξιν . τὸ γὰρ ταχὺ ἐλθὸν παιδίον δυνάμενον
5992196 Παρνηθ
ὦ πονηρέ μ ' ἐξορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον ; Ἐς τὴν Πάρνηθ ' ὀργισθεῖσαι φροῦδαι κατὰ τὸν Λυκάβηττον . Κείσεσθον ,
οὐκ ἐῶν κακὸν τὸν οὐχὶ τοιοῦτον δοκεῖν . ἐς τὴν Πάρνηθ ' ὀργισθεῖσαι φροῦδαι κατὰ τὸν Λυκαβηττόν μηδὲ στέψω κοτυλίσκον
5987194 περινεον
δὲ τετράγωνον καταγλυφὴν , ὥστε στυλίσκον ἐνεῖναι , ὃς παρὰ περίνεον ἐὼν περιῤῥέπειν τε κωλύσει , ἐών τε ὑποχάλαρος ὑπομοχλεύσει
ἱμάντοϲ δὲ μαλθακοῦ τε καὶ ἰϲχυροῦ τὴν μεϲότητα κατὰ τὸν περίνεον ἁρμόϲαντεϲ ἐπὶ τὸν ὦμον ἀναγάγωμεν , ἔμπροϲθεν μὲν διὰ
5975683 Ἀτταλον
Βοὸς Κεφαλαί , τόπος καθ ' ὃν ἐπολέμησε Προυσίας πρὸς Ἄτταλον , ὡς Ἐρατοσθένης ἐν ἑβδόμῃ Γαλατικῶν . ἔστι καὶ
. αἰνήσεις υἱῆα πολυμνήστοιο Δαμαίου . Χρόνῳ δὲ ἐγένετο κατὰ Ἄτταλον , τὸν τελευταῖον ἄρξαντα Περγάμου , ὃς κατελύθη ὑπὸ
5959177 ὑποφερεσθαι
. . . ἔοικε δὲ καὶ Ζήνων εἰς τοῦτό πως ὑποφέρεσθαι ὁ Κιτιεύς , ὁριζόμενος τὴν φρόνησιν ἐν μὲν ἀπονεμητέοις
ἀπορούμενον διεξόδων ἀνοῖξαι πόρους ὑπὸ γῆς καὶ δι ' ἐκείνων ὑποφέρεσθαι μέχρι Κοιλοσύρων : ἀναθλίβεσθαι δὲ εἰς τοὺς περὶ Ῥινοκόρουρα
5930911 Ἱκεταν
Συρακουσσῶν πλὴν τῆς Νήσου . καὶ τὰ μὲν περὶ τὸν Ἱκέταν καὶ Διονύσιον ἐν τούτοις ἦν . Τιμολέων δὲ μετὰ
τυράννους τὴν διαφορὰν καταλύσαντες φιλίαν συνέθεντο , μάλιστα δὲ πρὸς Ἱκέταν τὸν τῶν Συρακοσίων δυναστεύοντα διὰ τὸ τοῦτον πλεῖστον ἰσχύειν
5929432 εἰσαχθηναι
, ὡς μηδέν τι τῶν ἀναγκαίων λαθεῖν εἰς τὰ φρούρια εἰσαχθῆναι , καὶ ἐπὶ συλλογὴν σίτου καὶ τῶν ἄλλων ἀναγκαίων
Σεβήρου , καλέσας τοὺς τοῦ βασιλικοῦ θαλάμου φύλακας , ἠξίωσεν εἰσαχθῆναι πρὸς αὐτὸν ὡς δὴ ὑπὲρ σωτηρίας αὐτῷ τινὰ ἀγγελῶν
5917343 Ἀγριππαν
' Ἀθήνησι Θεοδώρου Ῥωμαῖοι μὲν κατέστησαν ὑπάτους Μάρκον Γενύκιον καὶ Ἀγρίππαν Κούρτιον Χίλωνα . ἐπὶ δὲ τούτων κατὰ μὲν τὴν
δέ φασι τὸν κύριον ὀνομάζεσθαι παρὰ Σύροις : ᾔδεσαν γὰρ Ἀγρίππαν καὶ γένει Σύρον καὶ Συρίας μεγάλην | ἀποτομὴν ἔχοντα
5914979 ἐκτετικεναι
τὸ χρέος τῆς ἀρετῆς εἰ καὶ πάνυ φαίη τις ἐγκαιρότατα ἐκτετικέναι τοὺς σοὺς πατέρας , ἀλλ ' ὅμως τὸ σεμνότατον
καὶ ἐκπρόθεσμον τοῦ ὀφλήματος , ὃν ἔδει πρὸ ἑκκαίδεκα ἡμερῶν ἐκτετικέναι τῇ ἕνῃ καὶ νέᾳ : οὕτω γὰρ συνθέσθαι .
5902983 Ἀρκεσιλαον
Ἀρκεσιλάου . ἄλλως : τὸν ἐν ἀοιδᾷ : ὅντινα τὸν Ἀρκεσίλαον ἐν τῷ χορῷ καὶ τῇ τούτου ᾠδῇ προσήκει ἀνυμνεῖν
' Ἀρίστωνα καὶ Ἀρκεσίλαον ἀνθήσαντες φιλόσοφοι . „ ὁ δὲ Ἀρκεσίλαον καὶ Ἀρίστωνα τῶν καθ ' αὑτὸν ἀνθησάντων κορυφαίους τίθησινἐν
5900941 τοκετον
τὸ τρῶσαι καὶ ἐκτρῶσαι , ὃ δηλοῖ τὸ διακόψαι τὸν τοκετόν . . . , : τηλία : ἡ περιφέρεια
ἕως ἐαρινῆς ἰσημερίας , ὥστε γίνεσθαι κατὰ τὸ θέρος τὸν τοκετόν : κυοφορεῖ γὰρ τὸ ζῶον τετράμηνον . ἡνίκα δὲ
5897378 Μεγακλειδην
. καὶ οὗτος ἐπὶ Νικομάχου εἴρηται . Ὑπὲρ ἀντιδόσεως πρὸς Μεγακλείδην : εἰ μὲν ἔδει , ὦ ἄνδρες , πρὸς
. ὡς δὲ ἀληθῆ λέγω , τούτων ὑμῖν αὐτὸν τὸν Μεγακλείδην μάρτυρα παρέξομαι . Οὑτωσὶ μὲν οἰκείως φαίνεται χρώμενος ,
5897003 ἀπευθυνετω
ἐπιδείσθω : κατόπιν δὲ τοῦ σωλῆνος νάρθηξ ἐντιθέμενος καὶ συνεπιδεόμενος ἀπευθυνέτω μετὰ τοῦ σωλῆνος τὸ μέρος . τοῖς δὲ μὴ
παρόρα ἐπὶ τὸν ἡγούμενον . Τὸν ἴδιον λόχον ὁ οὐραγὸς ἀπευθυνέτω . Συντήρει τὰ ἐξ ἀρχῆς διαστήματα . Ἐπὶ δόρυ
5874182 ἐπιδεσμον
εἰ ναὶ τὰν Κόραν τὴν μαρτυρίαν ταύτην ἐάσας ἐν τάχει ἐπίδεσμον ἐπρίω , νοῦν ἂν εἶχες πλείονα . ” ὕβριζ
ἀρσενικῶς : οὕτω μὴ λέγε , ἀλλ ' οὐδετέρως τὸ ἐπίδεσμον καὶ τὰ ἐπίδεσμα ὡς οἱ ἀρχαῖοι . Τὸ σκάτος
5865167 Ἐρασινον
οὐχ ὑπέστρεψεν , ἀλλ ' ᾑμοῤῥάγεε πολλάκις μετὰ κρίσιν . Ἐρασινὸν , ὃς ᾤκει παρὰ Βοώτου χαράδρην , πῦρ ἔλαβε
οὐχ ὑπέστρεψεν , ἀλλ ' ᾑμοῤῥάγεε πολλάκις μετὰ κρίσιν . Ἐρασινὸν , ὃς ᾤκει παρὰ Βοώτου χαράδρην , πῦρ ἔλαβε
5851396 Ἀναπνοην
τὸ πρότερον , καὶ ὡς ἀνάξιος ἦν . μὰ τὴν Ἀναπνοήν : δυσφορεῖ ὁ Σωκράτης ἐπὶ τῇ τοῦ Στρεψιάδου ἀμαθίᾳ
ὁ Σωκράτης ἐπὶ τῇ τοῦ Στρεψιάδου ἀμαθίᾳ . μὰ τὴν Ἀναπνοήν : ἐντεῦθέν φασι τὸν Ἀριστοφάνην χαριζόμενον τοῖς περὶ Ἄνυτον
5845124 τρηματιου
ἐκπέμπει ἐνίοτε , διὰ τοῦ φυϲικοῦ κατὰ τὸν κανθὸν μικροῦ τρηματίου . ἀρχομένηϲ τοίνυν τῆϲ φλεγμονῆϲ εὐθὺϲ ἐν τῇ πρώτῃ
ὑγρὸν ὥϲπερ δάκρυον : διόπερ χρὴ τὸ καυτήριον κατὰ τοῦ τρηματίου ἐρείδειν ἰϲχυρῶϲ . αὐτάρκουϲ δὲ τῆϲ καύϲεωϲ γενομένηϲ τῇ
5841390 στρωτηρ
δὲ θάτερα τὸ ἄλλο σῶμα . ὕψος δὲ ἔχων ὁ στρωτὴρ προσδεδέσθω , ὥστε μετέωρον τὸ ἄλλο σῶμα εἶναι .
θάτερα δὲ τὸ ἄλλο σῶμα . Ὕψος δὲ ἔχων ὁ στρωτὴρ προσδεδέσθω , ὥστε μετέωρον τὸ ἄλλο σῶμα εἶναι ἐπ
5840329 στρωτηρος
καὶ ἔπειτα ὑπερενεγκεῖν τὴν χεῖρα σὺν τῷ ξύλῳ ὑπὲρ τοῦ στρωτῆρος , ὡς ἡ μὲν χεὶρ ἐπὶ θάτερα ἔῃ ,
τὸ στῆθος τοῦ ἀνθρώπου ἱμάτιον ἐπικαθίσαι ἐπὶ τὸ προέχον τοῦ στρωτῆρος , εἶτα προσβάλλειν τὸ στῆθος πρὸς τὸν στύλον πλατέῃ
5832539 ἐρυθριασας
συντάξας ταῦτα τὰ ποιήματα ἐπεδείξατο . σφόδρα δὲ ἀποτυχὼν καὶ ἐρυθριάσας παρεγένετο ἐν τῇ Ῥόδῳ κἀκεῖ ἐπολιτεύσατο καὶ σοφιστεύει ῥητορικοὺς
, ὡς παραλελόγισταί σε ἡ Ἄτροπος . ” ἐγὼ δὲ ἐρυθριάσας πρὸς τὸν λόγον ταχέως ὑπεμνήσθην τῶν κατὰ τὴν ὁδόν
5825202 ϲικυῃ
ἐϲ εὖροϲ κέχυται . ἔϲτω δὲ καὶ ἡ ὑπὸ τῇ ϲικύῃ φλὸξ πολλή , ὡϲ μὴ μοῦνον ἑλκύϲαι , ἀλλὰ
, ἢ ἐρυϲίπελαϲ ἐμφανέωϲ . καὶ ἰητρὸϲ δὲ ἀγαθὸϲ ἢ ϲικύῃ ἐϲ τὸν θώρηκα τὸ κακὸν ἀνήγαγε , ἢ ϲίνηπι
5823520 μοτον
καὶ οἴνου συνεψήσας , ἕως πάχος σχῇ σύμμετρον , εἰς μοτὸν χρίων ἐπιτίθει . Ῥοιὰν γλυκεῖαν ἑψήσας ἐν οἴνῳ καὶ
καὶ γλίσχρον τῷ δακτύλῳ ψαυόμενον , καὶ ὀλίγον , ἐντιθέναι μοτὸν κασσιτέρινον κοῖλον : ἐπὴν δὲ παντάπασι ξηρανθῇ ἡ κοιλίη
5812228 ἡγιζεν
συνίζησις ἰσχάδας ] τὸ ἐκ πολλῶν καταλελειμμένον ] καὶ ἀπολειφθέν ἥγιζεν ] ἁγιάζειν γελοίως σάκταν ] σακούλιον . σάκκον πολλὴν
εἴ που πόπανον εἴη τι καταλελειμμένον : ἔπειτα ταῦθ ' ἥγιζεν εἰς σάκταν τινά . Κἀγὼ νομίσας πολλὴν ὁσίαν τοῦ
5809322 Διοδωρον
ὑπὸ στέρνοισι μόλυβδον θήσεται ἢ Πύρρωνα τὸ πᾶν κέρας ἢ Διόδωρον νήξομαι εἰς Πύρρωνα καὶ εἰς σκολιὸν Διόδωρον † καὶ
καὶ Πύρρος ὁ Ἠπειρώτης : οἱ πάντες ἔτη τρία κατὰ Διόδωρον . Ὅτι Ἀπολλόδωρος ἐπιθέμενος τυραννίδι καὶ βεβαιῶσαι κρίνας τὴν
5809042 ἐπικυπτοντες
πτοουμένη . . : εἴδωλον Ἄργου : Ὥσπερ οἱ λυσσόδηκτοι ἐπικύπτοντες ὕδατι ἐοίκασι βλέπειν τὴν σκιὰν τοῦ δήξαντος κυνός ,
ἀρτοπώλισι καὶ ὀπωροκαπήλοις ἔθος ἀναστρέφεσθαι . ἐνταυθὶ γὰρ εἰς τοὔδαφος ἐπικύπτοντες ὁ μὲν φλοιοὺς θέρμων ἀνῃρεῖτο , ὁ δὲ τὰ
5804304 Ἀνδρονικον
ἔφην . ὁ δὲ τί οὖν οὐ γράφεις πρὸς τὸν Ἀνδρόνικον ; ἔφη . πείθομαι δὴ καὶ ἐπιστέλλω καὶ λέγω
φυγὴν ἐξορμήσας ἑάλω , ἤδη δὲ καὶ οἱ περὶ τὸν Ἀνδρόνικον ὑπὸ τῶν πολεμίων πλεονεκτούμενοι ἐτράπησαν πρὸς τὸ φεύγειν .
5801259 ὀλισθανειν
καὶ τοῦ κρυστάλλου διὰ τὴν φυσικὴν λειότητα ποιοῦντος τοὺς διαβαίνοντας ὀλισθάνειν , ἀχύρων ἐπιβαλλομένων ἐπ ' αὐτοὺς ἀσφαλῆ τὴν διάβασιν
. Ἐπειδὴ πλειστάκις εἴρηκεν τὸν μηρὸν εἰς τὸ ἔσω μέρος ὀλισθάνειν , καταλέγων πλείονας ἐμβολὰς ἐπὶ τούτου τοῦ τρόπου προσυπογέγραφεν
5795041 Μηδιον
γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν , τοῦ μὲν στόλου ναύαρχον ἀποδείξας Μήδιον , τοῦ δὲ στρατοπέδου καταστήσας στρατηγὸν Δόκιμον . οὗτοι
στύφει δὲ καὶ βιβρωσκόμενός ἐστιν εὐστόμαχος , κοιλίας στεγνωτικός . Μήδιον φύεται ἐν παλισκίοις καὶ πετρώδεσι τόποις . φύλλα σέριδι
5792478 θρυψιν
τύπτουσαι τὸν ἀέρα , κἂν τῇ ταχυτῆτι προλαμβάνουσαι αὐτοῦ τὴν θρύψιν , ὥσπερ καὶ εἰ ἄμμου σωρὸν φερόμενον παίσοι τις
ψοφεῖ : δεῖ γὰρ φθάσαι τὴν κίνησιν τοῦ ῥαπίζοντος τὴν θρύψιν τοῦ ἀέρος , ὥσπερ ἂν εἰ σωρὸν ἢ ὁρμαθὸν
5788879 μεϲοτητα
αὐτό . λαβόντεϲ οὖν δύο τελαμῶναϲ τοῦ μὲν ἑνὸϲ τὴν μεϲότητα τῷ ἐξέχοντι ὑποβαλοῦμεν ὀϲτέῳ ἀνατείνομέν τε αὐτὸ δι '
τοῦ λεχθέντοϲ διαγαγεῖν ξύλου , ὥϲτε τῇ μαϲχάλῃ αὐτοῦ τὴν μεϲότητα τοῦ ξύλου ἐγκαρϲίωϲ ἐφαρμόϲαι , τὴν δὲ χεῖρα κεκαμμένου
5787515 Ἀλυειν
: παρὰ τὴν ἄλην . οἱ γὰρ φεύγοντες ἀλῶνται . Ἀλύειν , τὸ ἀπορεῖν τὴν ψυχὴν , καὶ ἐν πλάνῃ
πλάνην : οἱ γὰρ φεύγοντες πλανῶνται , . , . Ἀλύειν : δηλοῖ τὸ δυσφορεῖν καὶ λυπεῖσθαι , δηλοῖ δὲ
5778198 Ἰοβατην
ἀποκτεῖναι , πέμπει δὲ αὐτὸν εἰς Λυκίαν πρὸς τὸν πενθερὸν Ἰοβάτην , ἀδοκήτως καθ ' ἑαυτοῦ κομίζοντα γράμματα . Ὁ
ᾧ πενθερῷ : ἡ διπλῆ , ὅτι τοῦτον οἱ νεώτεροι Ἰοβάτην φασίν . . . . ἐννῆμαρ ξείνισσε καὶ ἐννέα
5774754 λεπρον
οὖν ἰδὼν τὸν Μελάνθιον οἷόν ἐστι κακόν , βδελύττομαι τὸν λεπρόν . Λήψῃ δὲ τὸν λόγον ἐπὶ τῶν ὁμοίων κακῶν
οὖν ἰδὼν τὸν Μελάνθιον οἷόν ἐστι κακόν , βδελύττομαι τὸν λεπρόν . Λήψῃ δὲ τὸν λόγον ἐπὶ τῶν ὁμοίων κακῶν
5773606 τραγῳδον
Ταναγραίῳ κήτει ἐοικέναι . καὶ Ἀριστοφάνης δὲ λεπτοὺς καταλέγει Σαννυρίωνα τραγῳδὸν καὶ Μέλιτον καὶ Κινησίαν , οὓς καὶ πρέσβεις ὑπὸ
καὶ δεινῶς πάνυ τὴν ἀνοψίαν φέροντας . Μελάνθιον δὲ τὸν τραγῳδὸν Ἄρχιππος ἔν τινι δράματι ὡς ὀψοφάγον δήσας παραδίδωσι τοῖς
5773169 ἐντιθεσθω
. πρὸς μὲν οὖν τὸν τοῦ ἐξαρθρήματος καταρτισμὸν τὸ σφηνοειδὲς ἐντιθέσθω εἰς τὴν μασχάλην , ἀναγέσθωσάν τε ὑπὲρ κεφαλῆς αἱ
μὴ φιμὸς γένηται , ἐν μὲν ταῖς πρώταις ἡμέραις πριαπίσκος ἐντιθέσθω , ἐν δὲ ταῖς ἐσχάταις πρὸς τὴν κατούλωσιν σωλὴν
5770771 γιγνομενηϲ
ἀτονίαν ϲτομάχου λειποθυμοῦνταϲ . δι ' ἀτονίαν δὲ ϲτομάχου λειποθυμίαϲ γιγνομένηϲ καταπλάϲμαϲι χρηϲόμεθα κατὰ τοῦ ϲτομάχου τονοῦϲι διὰ φοινίκων καὶ
Θεραπεία ἐπιπολαίου φλεγμονῆϲ ἐν ὀφθαλμοῖϲ ε Περὶ τῆϲ ἐπὶ πλήθει γιγνομένηϲ φλεγμονῆϲ καὶ χημώϲεωϲ καὶ ἐξηγήϲεωϲ τοῦ ἀφοριϲμοῦ Ϛ Περὶ
5769597 ἰαχω
λαβὼν βελόνην χαλκῆν γράφε ἐν αὐτῷ τὸ ὄνομα τοῦτο : ἰαχώ , καὶ ὑπόθες εἰς τὸν δακτύλιον τὸν λίθον καὶ
λαβὼν βελόνην χαλκῆν γράφε ἐν αὐτῷ τὸ ὄνομα τοῦτο : ἰαχώ , καὶ ὑπόθες εἰς τὸν δακτύλιον τὸν λίθον καὶ
5765021 ἑλκουϲ
ἀπόϲταϲιν ἐπικαίοντεϲ καὶ τὰ πλάγια μέρη ἐν τῇ κοιλότητι τοῦ ἕλκουϲ καὶ μάλιϲτα τὰ ἄνω : κατανοοῦντι γάρ ϲοι μετὰ
δι ' ἐπιτηδείου κομιϲάμενον ὀργάνου ῥαφαῖϲ ϲυνάγειν τὰ χείλη τοῦ ἕλκουϲ καὶ ἐναίμῳ φαρμάκῳ χρηϲάμενον ἐπιδεϲμεῖν . εἰ δὲ χωρὶϲ
5763170 Κλειτομαχον
τοῖς κατὰ μέρος , ὁποῖόν τι πεποιήκασιν οἱ περὶ τὸν Κλειτόμαχον καὶ ὁ λοιπὸς τῶν Ἀκαδημαϊκῶν χορός , ἀλλὰ τὰ
ἄλλοι τινές , ὡς δὲ περὶ ἀκαταλήπτων ἀπεφήναντο οἱ περὶ Κλειτόμαχον καὶ Καρνεάδην καὶ ἄλλοι Ἀκαδημαϊκοί , ζητοῦσι δὲ οἱ
5756008 ἀνερχεσθαι
ἀπὸ γῆς ἀναπηδᾷ , ὡς δι ' ἀέρος εἰς αἰθέρα ἀνέρχεσθαι καὶ μόλις περὶ τὴν ἐσχάτην τῶν ἀπλανῶν ἁψῖδα ἵστασθαι
ἐξερχομένους ἐκ τῆς θαλάσσης περὶ τὴν ῥίζαν τῆς ἐλαίας ἀναστρεφομένους ἀνέρχεσθαι καὶ περιπτύσσεσθαι αὐτῇ ἐνειλουμένους , ὡς κισσὸς ἐλάτῃ :
5752432 κοτταβον
. ἀπέκειρας δ ' ἁπαλῆς κόμης ἄμωμον ἄνθος : Σικελὸν κότταβον ἀγκύληι † δαΐζων † ἐγὼ δὲ μισέω πάντας ὅσοι
' Ἀφροδισίων ἐρώτων , ὄφˈρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον ! [ ! [ ! [ ω [ ]
5746474 βελονην
δὲ διὰ καταρραφὴν ἢ καῦϲιν ἄτεχνον ἐκτρέπεται τὸ βλέφαρον . βελόνην τοίνυν λαβόντεϲ λίνον διπλοῦν ἔχουϲαν διαπείρωμεν τὸ ϲάρκωμα ἀπὸ
' ὑπερβαίνονταϲ ἄμφω τὰ χείλη τοῦ περιτοναίου πάλιν ἀντιϲτρέφειν τὴν βελόνην ἔξωθεν ἔϲω δι ' ἀμφοτέρων τῶν χειλῶν τοῦ περιτοναίου
5741563 κυαρ
. Τριχώσιος . Ὑποθεὶς τὸ ῥάμμα τῇ βελόνῃ τῇ τὸ κύαρ ἐχούσῃ , κατὰ τὸ ὀξὺ τῆς ἄνω τάσιος τοῦ
ἐπ ' ἄκρου τρῆμα ἔχουσα , οἷον αἱ βελόναι τὸ κύαρ , ἢ οἷον ἕλικα πρὸς τῷ πέρατι , καὶ
5741002 μεσονυκτιον
ἕξει , οὗ ἐνδοτέρω ἀμήχανον , πάλιν τὸ τῆς τετάρτης μεσονύκτιον εἰς τὴν τῆς ἕκτης εὐθὺς πρωΐαν , ὥστε τὴν
τοσοῦτον οὖν καὶ ὁ ἥλιος ἀφίσταται τοῦ ὁρίζοντος κατὰ τὸ μεσονύκτιον . καὶ παρ ' ἡμῖν δὲ τοσοῦτον τοῦ ὁρίζοντος
5736585 συνεπιμεριζοντα
παντὸς πράγματος ἐφορᾶν τόν τε κύριον τοῦ ἐννάτου καὶ τὸν συνεπιμερίζοντα αὐτῷ εἴτε κατὰ σῶμα ἢ ἀκτινοβολικῶς καὶ τὸν παραδιδόντα
τὰς διαθέσεις τῆς Σελήνης . ὡσαύτως δεῖ ὁρᾶν καὶ τὸν συνεπιμερίζοντα εἴτε τῷ σώματι εἴτε τῇ ἀκτῖνι : καὶ εἰ
5734234 ἐπιστυλιον
δὲ κεφαλαὶ Κορινθιουργεῖς ἐλέφαντι καὶ χρυσῷ διακεκοσμημέναι . τὸ δὲ ἐπιστύλιον ἐκ χρυσοῦ τὸ ὅλον . εἶχε δὲ καὶ γυναικωνῖτιν
ἀλλ ' οὐ μᾶλλον διὰ τὸν στῦλον ῥητέον μένειν τὸ ἐπιστύλιον ἢ διὰ τὸ ἐπιστύλιον τὸν στῦλον : τοῦ ἑτέρου
5732694 ἐνεβληθη
τὰς ἀρχὰς ἔξω οὔσας ἀφανεῖς , ὡς ἐν τῇ νυκτὶ ἐνεβλήθη ἡ βάλανος , ἀνέσπασαν ταῖς ἀρχαῖς τοῦ λίνου τὸν
δὲ τὴν ἐρωμένην Γαλάτειαν ἐφωράθη διαφθείρων , εἰς τὰς λατομίας ἐνεβλήθη : ἐν αἷς ποιῶν τὸν Κύκλωπα συνέθηκε τὸν μῦθον
5724763 Πανταινετον
εἴκοσι τάλαντα ὁ Πασίων ἢ οὔ : ἡ δὲ πρὸς Πανταίνετον : τὸ μὲν πρῶτον νομικὸν , τὸ δὲ δεύτερον
ἀφεὶς καὶ ἀπαλλάξας δικάζηται , γεγενημένων ἀμφοτέρων μοι τούτων πρὸς Πανταίνετον τουτονί , παρεγραψάμην , ὡς ἠκούσατ ' ἀρτίως ,
5724618 Γαργαρεων
Ἄρατος εἶπεν „ αἰάζω ὅτι μοῦνος ἐνὶ πέτρῃσι κάθηται παισὶν Γαργαρέων βῆτα καὶ ἄλφα λέγων „ . καὶ Γάργαρα ἄκρα
, Ἰχθύες . Αἰάζω Διότιμον , ὃς ἐν πέτραισι κάθηται Γαργαρέων παισὶν βῆτα καὶ ἄλφα λέγων . Ἀργεῖος Φιλοκλῆς Ἄργει
5719265 ὀχειον
: ποδεῖον εἴλημα τῶν ποδῶν : Πομπεῖον ὁ τόπος : ὀχεῖον ἡ ἀγκύρα : σεσημείωται τὸ βαΐον ἐπὶ τοῦ φοίνικος
καὶ ἐν τῇ Πρὸς Ἀντιφάνην ἀπολογίᾳ . . . . ὀχεῖον : ἀντὶ μὲν τοῦ ὄχημα Δείναρχος ἐν Ἀπολογίᾳ πρὸς
5709104 ἐγχεονταϲ
διὰ τῶν καθαρτηρίων κενοῦνταϲ θεραπεύειν καὶ τοῦ ᾠοῦ τὸ ὑγρὸν ἐγχέονταϲ : πεπεμμένηϲ δὲ τῆϲ φλεγμονῆϲ ἤδη καὶ ἀπερίττου τοῦ
καὶ δι ' ἐρίου μαλακοῦ ἀπομάττονταϲ , εἶτ ' αὖθιϲ ἐγχέονταϲ . παρηγορεῖ δ ' αὐτοὺϲ μεγάλωϲ ὠοῦ τὸ λεπτὸν
5707810 Ἁδην
μεθ ' ἑαυτοῦ δοῦλόν τινα ἔχων Ξανθίαν , ἐχώρει πρὸς Ἅδην | , καὶ πρῶτον μὲν ἐντυγχάνει τῇ Ἀχερουσίᾳ λίμνῃ
, ἔφη , ἐπεχείρησας , οὐδὲν ὢν καὶ ταῦτα . Ἅδην , ἦν δ ' ἐγώ , τῶν τοιούτων .
5702768 ἀπετειχιζε
ὁ Καῖσαρ αὐτίκα μετὰ σπουδῆς ἅπαντι τῷ στρατῷ τὴν Περυσίαν ἀπετείχιζε χάρακι καὶ τάφρῳ , πεντήκοντα καὶ ἓξ σταδίους περιιὼν
ὑψηλοῦ . ὁ δὲ Καῖσαρ ἐς μὲν τὸ φανερὸν πάντας ἀπετείχιζε , λάθρᾳ δὲ τοὺς εὐτολμοτάτους ἔπεμπε ζητεῖν ἄνοδον ἐς
5690102 κοτυλισκον
πεταχνοῦνται . ΠΛΗΜΟΧΟΗ σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῇ , ὃ κοτυλίσκον ἔνιοι προσαγορεύουσιν , ὥς φησι Πάμφιλος . χρῶνται δὲ
ὁ Θυατειρηνὸς παρατιθέμενος τὸ ἐκ Νεφελῶν Ἀριστοφάνους : μηδὲ στέψω κοτυλίσκον . Σιμμίας δὲ ἀποδίδωσι τὴν κοτύλην ἄλεισον . ΚΟΤΤΑΒΙΣ
5688978 σοφιστευσαι
ἀκούσαντες . Τοσαῦτα μὲν ὑπὲρ τῶν φιλοσοφησάντων ἐν δόξῃ τοῦ σοφιστεῦσαι . οἱ δὲ κυρίως προσρηθέντες σοφισταὶ ἐγένοντο οἵδε :
αὐτὸν ὧν αὐτοὶ ἠξιοῦντο . Τοὺς φιλοσοφήσαντας ἐν δόξῃ τοῦ σοφιστεῦσαι καὶ τοὺς οὕτω κυρίως προσρηθέντας σοφιστὰς ἐς δύο βιβλία
5687267 καθεδεισθαι
πρῶτον ἐκαθέζετο : καὶ ἔτι νῦν ὀμνῦσιν ἀπ ' ἐκείνου καθεδεῖσθαι ἐν τῶι γράμματι ὧι ἂν λάχωσιν . . .
[ οὐκ ] ἀπῄεσαν , εἴ γε ὡς λίθοι ἔμελλον καθεδεῖσθαι . φαμὲν οὖν ὅτι , εἰ μέν τι ἦν
5683786 Ἱπποκρατη
κάτω φορὰν τὸ προσερηρεισμένον τῷ πέλματι ξύλον . μεθ ' Ἱπποκράτη δ ' ηὑρέθη τὸ μηχανικὸν γλωττοκόμιον , οὗ τὴν
κεφαλήν , ἰσόσταθμον αὐτῷ χρυσίον ἀντιδώσειν , Λεοντῖνοι δὲ αὐτὸν Ἱπποκράτη στρατηγὸν ᾑροῦντο . . . , . , .
5672613 φλασμα
, αἱ ἀποσφίγξιες αὗται χωρίζουσι τὴν πτέρνην , ᾗ τὸ φλάσμα ἐγένετο : καὶ οὕτω κίνδυνος σφακελίσαι τὸ ὀστέον τὸ
, κατὰ φλέβας ἐπίῤῥους αἴτιόν ἐστιν αἵματος , ᾥτινι μὴ φλάσμα αἴτιόν ἐστι , καὶ ἤν που ἄλλοθι τοῦ σώματος
5672550 περικρανιον
τοῦ περιοϲτέου ἐγκαταβαίνοι ἡ πληγή , ἐπιδιελόντεϲ καὶ ξύϲαντεϲ τὸν περικράνιον ὑμένα κατὰ ϲυϲϲάρκωϲιν θεραπεύϲομεν . ϲυμβαίνει δὲ οὐκ ὀλιγάκιϲ
συμφύονται καὶ τελέως ἑνοῦνται καὶ σχεδὸν ἕνα γεννῶσιν ὑμένα τὸν περικράνιον ὀνομαζόμενον . αὕτη δ ' ἡ μῆνιγξ ἡ παχεῖα
5663866 Νικοκλεα
δὲ παρά τε ἄλλοις ῥήτορσι καὶ Ἰσαίῳ ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα περὶ χωρίου . Ψιθυριστής Ἑρμῆς : Δημοσθένης ἐν τῷ
χρυσὸν καὶ ἄργυρον . Ἀργυροκοπεῖον : Ἀντιφῶν ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα . ὅπου κόπτεται τὸ νόμισμα : ὃ νῦν σημαντήριόν
5662246 ἀνισταμενον
τινες καὶ ἰσχίου ὀδύνην καὶ ἄλλου ἄρθρου καὶ οἴδημα παρούσαις ἀνιστάμενον , καὶ δυσεντερίαν δὲ καὶ ἴκτερον καὶ ἄλλα πολλά
τοὺς παῖδας κατήγαγεν εἰς τὴν πατρῴαν οἰκίαν , Φινέα δὲ ἀνιστάμενον καὶ θελήσαντα καταποντίσαι τὸν ἕτερον τῶν παίδων λακτίσας ὁ
5661338 κλιμακιον
. . , εἶτ ' ἀσφαλίζεσθαι τὸν βραχίονα πρὸς τὸ κλιμάκιον διὰ τοῦ φοίνικος ἐπιδέσμου : αὐτῷ δὲ τῷ πήχει
τῷ ὑποποδίῳ ἐπιβεβηκὼς ὑπερτιθέτω τὴν χεῖρα ὑπὲρ τὸ ἐπιτήδειον αὐτῆς κλιμάκιον , καὶ τότε ὁ βραχίων διὰ τοῦ λεγομένου φοίνικος
5657608 σειραφορον
γραφὴν οὕτως ἠθικῶς λέγοντος , οἷον ” ἀπάξεις σὺ τὸν σειραφόρον εἰς μυλῶνα ἐπὶ τὸ ἀλήθειν “ ἀντὶ τοῦ ”
: εἰ μὴ ἄρα λέγει : ἄξεις σεαυτὸν ὡς τὸν σειραφόρον , ὅπου αὐτὸς ἐργάζῃ . πρὸς μὲν τὸ ”
5657362 πολυπραγμονα
διατρίβοντα φρόνιμον εἶναι , τὸν δὲ πολιτικὸν οὐ φρόνιμον ἀλλὰ πολυπράγμονα ὡς τὰ ἔξω ἑαυτοῦ ζητοῦντα καὶ ἐξετάζοντα . αὕτη
μόνον ζητοῦντα φρόνιμον οἱ ἄνθρωποι νομίζουσι , τὸν δὲ πολιτικὸν πολυπράγμονα . διὰ τοῦτο καὶ Εὐριπίδης φησὶ πῶς δ '
5657161 Κριτωνα
καὶ καλῶς βεβιωκότων ὀνόματα . Γιγνώσκετε , ὦ Ἀθηναῖοι , Κρίτωνα τὸν Ἀστυόχου καὶ Περικλείδην τὸν Περιθοίδην καὶ Πολεμαγένην καὶ
ἁρπάζειν προσαιτεῖν καὶ δανείζεσθαι : καὶ ὁ Πλάτων δὲ πεποίηκε Κρίτωνα συμβουλεύοντα , καὶ ὅμως οὐ φυγὴν , ἀλλ '
5651098 εὐπεπτῳ
ὁ πάσχων ἐμεῖν μὴ δύναται , τρέφειν αὐτὸν τάχιστα χρὴ εὐπέπτῳ καὶ εὐστομάχῳ τροφῇ καὶ συμμέτρῳ τῇ ποσότητι , τῇ
τροχίσκους ἀνὰ ⋖ α . ἡ δὲ χρῆσις καὶ πόσις εὐπέπτῳ περὶ ὥραν τρίτην μετὰ τὸ διακεχωρηκέναι τὴν γαστέρα :
5650331 ἐπωλειτο
καὶ νῦν Εὐδαιμόνων , ἐν ᾗ πάντα τὰ πρὸς τρυφὴν ἐπωλεῖτο . ΑΛΚΙΣΘΕΝΗΝ δὲ τὸν Συβαρίτην φησὶν Ἀριστοτέλης ἐν τοῖς
ἄπιστον ὑπερβολὴν ἤγαγον . τοῦ μὲν γὰρ οἴνου τὸ κεράμιον ἐπωλεῖτο δραχμῶν ἑκατόν , τῶν δὲ Ποντικῶν ταρίχων τὸ κεράμιον
5650250 τηξαι
ἐν οἴνῳ καὶ διακλύζεσθαι . Ἢ χηνὸς ἔλαιον καὶ ῥητίνην τῆξαι , καὶ κλύσαι . Ἢ βούτυρον καὶ κέδρινον ἔλαιον
τοῦ τῶν κωδυῶν ἀφεψήματος . κηροῦ δὲ Τυρρηνικοῦ ⋖ β τῆξαι δεῖ σὺν ἴσῳ ῥοδίνῳ καὶ καταχέαι τῶν ἐν τῇ
5649450 ἀνωφερως
τὸν κύριον τοῦ μηνὸς οὕτως , τῇ τῶν ζωνῶν διαθέσει ἀνωφερῶς χρώμενος . οἷον ὁ Θὼθ ἔσται Ἄρεως : ἐπεὶ
ὡροσκόπου ἢ ἑτέρου κέντρου , δυναστικώτερον δὲ ἀναβιβάζοντος ἢ καταβιβάζοντος ἀνωφερῶς , καθὼς καὶ αὐτὸς κοσμικῶς κινεῖται . εἶτα ἐπιγνόντας
5649435 φυσωντα
: ὑγρόν πυός : πρωτόγαλον ἀθρῶν : σκοπῶν οἰδαίνοντα : φυσῶντα εὐθύνας : τιμωρίας , δίκας ἀμύλους : πλακοῦντας ἐμπολῶ
κέλητα παρακελητιεῖ , ἅρματα δ ' ἐπ ' ἀλλήλοισιν ἀνατετραμμένα φυσῶντα καὶ πνέοντα προσκινήσεται : ἕτεροι δὲ κείσονταί γ '
5649151 εἰσπορευεσθαι
; [ Ἔφη οὔ . ] Οὐ γὰρ θέμις Δόξαν εἰσπορεύεσθαι πρὸς τὴν Ἐπιστήμην , ἀλλὰ τῇ Παιδείᾳ παραδιδόασιν αὐτούς
ἂν ἐξελασθῇ πόλεως δίκη καὶ νόμος , εἰς ταύτην στάσις εἰσπορεύεσθαι φιλεῖ καὶ πόλεμος . καὶ ὅσοι μὲν οὐκ ἦλθον
5646815 ὑποτομην
καὶ τὸ τρίτον ὡσαύτως , μετὰ δὲ ταῦτα διὰ τὴν ὑποτομὴν ἐκπίπτειν τὸ δένδρον ὑπὸ τῶν πνευμάτων σαπέν : τότε
δὲ φεύγουϲι τὴν ἀποδοράν , δι ' ὃ μετὰ τὴν ὑποτομὴν βλεφαροκατόχῳ μυδίῳ , τουτέϲτι πρὸϲ τὴν περιφέρειαν τοῦ βλεφάρου
5646430 πυλωνα
ὡς οἱ ἐννέα ἄρχοντες ταῖς φυλαῖς ἀνέθεσαν Ἑρμῆν παρὰ τὸν πυλῶνα τὸν Ἀττικόν . Ἑρμίας : ὄνομα κύριον , ὁ
οἱ ἐννέα ἄρχοντες † ταῖς φυλαῖς ἀνέθεσαν Ἑρμῆν παρὰ τὸν πυλῶνα τὸν ἀστικόν . . . . συμμορία : Δημοσθένης
5643372 ἀσφαλιζεσθω
κινήσεις ἀπωσθῇ καὶ κατάσσηται . Ἀλλὰ τὰ μὲν πλεῖστα σχοινίοις ἀσφαλιζέσθω καὶ ἥλοις ἀραιοῖς καταπεπηγόσιν : ἐχέτω δὲ τὸ πρὸς
τοῦ καταρτισμοῦ διὰ τοῦ ὀργάνου γινομένου , ὁ μὲν βραχίων ἀσφαλιζέσθω βρόχῳ πρὸς τὴν ὑπερκειμένην φλιάν , τῷ δὲ πήχει
5642362 καταπλευσαι
οὐ φανεροὶ ἦσαν , δείσαντες τὸ ἐπὶ διαβολῇ ἐς δίκην καταπλεῦσαι . οἱ δ ' ἐκ τῆς Σαλαμινίας τέως μὲν
καὶ τῶν περιεστηκότων , φάσκων κωλύσειν Ἅρπαλον εἰς τὸν Πειραιᾶ καταπλεῦσαι ⌈ ⌉ , στρατηγὸς ὑφ ' ὑμῶν ἐπὶ τὴν
5641803 ἐσπιπτει
ἐπὶ μέγα τῷ λόγῳ ἦγεν . ἔνθα δὴ φιλοτιμία τε ἐσπίπτει αὐτοῖς , καί τι καὶ ὁ οἶνος ὑπεθέρμαινεν ,
οἱονεὶ ἴυγγι τῷ ἄσθματι . τὰ δὲ ἐς τὰς ἐκείνων ἐσπίπτει γαστέρας ὑπὸ τῆς παρ ' αὐτῶν ἐκπνοῆς συρόμενα αὐτοῖς
5641060 ὀφθαλμουϲ
φολίδαϲ καύϲαϲ καὶ τῇ ϲποδιᾷ λειοτάτῃ ὑποχρίων , ἰάϲῃ θολεροὺϲ ὀφθαλμοὺϲ ἀμβλυώττονταϲ , καὶ οἷϲ ζωύφιά τινα οἷον κώνωπεϲ πρὸ
πρὶν γὰρ ἅψαϲθαι τῶν ϲφυγμῶν καὶ τῆϲ θερμαϲίαϲ , τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ κοίλουϲ θεάϲῃ ἀμέτρωϲ , καθάπερ ἐν βόθροιϲ τιϲὶ κειμένουϲ
5640452 μελαγχολωντα
καλῶς Νέρωνα ἀπετρέπετο Μουσώνιος κιθαρῳδοῦντα . καλῶς Δομετιανὸν ἐξέκλινε Δημήτριος μελαγχολῶντα . ἐγὼ δὲ τίνα ἂν ἔσχον ἀπολογίαν πρὸς τοὺς
Ζεὺς γὰρ ἐγὼ αὐτοῖς βίον παρέχω . πρὸς ὃν ὡς μελαγχολῶντα ἐπέστειλεν ὁ Φίλιππος : Μενεκράτει ὑγιαίνειν . παραπλησίως δὲ
5636712 φορηματος
δὲ ἄρα ταῖς δοραῖς καὶ πήχεως τὴν τρίχα : τοῦ φορήματος δὲ ἄρα τούτου ἔοικε χρῆναι διὰ μὲν τοῦ κρυμοῦ
δὲ ἄρα ταῖς δοραῖς καὶ πήχεως τὴν τρίχα . τοῦ φορήματος δὲ τούτου ἔοικε χρῆναι διὰ μὲν τοῦ κρυμοῦ τὰς
5634862 ἀντιβολιαν
ἀνδρῶν , μὴ φθονερὸν ἴσθ ' ἀνδρίον . Κατ ' ἀντιβολίαν δέκα τάλαντ ' ἀπετισάμην . Ἀλλ ' ὥσπερ ἵππῳ
. ἀντιβολία : ἱκετεία . Εὔπολις Κόλαξιν : κατ ' ἀντιβολίαν δέκα τάλαντ ' ἀπετεισάμην . ἄντικρυς : τὸ φανερῶς
5633961 τονδι
. αὐτὴ γὰρ ὑμῶν γ ' ἕνεκά μοι λέξειν δοκῶ τονδὶ λαβοῦσα . τοῖς θεοῖς μὲν εὔχομαι τυχεῖν κατορθώσασα τὰ
πεπωκότα ἤδη τ ' ἀκροθώρακ ' ὄντα καὶ θυμούμενον , τονδὶ δὲ ναστὸν Ἀστίωνος μείζονα ἤδη σχεδὸν δωδέκατον ἠριστηκότα ;
5631775 ἀποπατον
διὰ τούτου τοῦ χάϲματοϲ ἐπιτελεῖϲθαι τὴν οὔρηϲίν τε καὶ τὸν ἀπόπατον ἄχρι τῆϲ τοῦ πώρου πήξεωϲ . Ϲὺν τραύματι δὲ
ὅταν γὰρ μὴ ἔχῃ τὸ ἔντερον ὑγρασίην , περὶ τὸν ἀπόπατον περιοιδῆσαν ἀποφράσσει τὰς διεξόδους , ὀδύνην τε παρέχει ,
5625866 ἀνεϲιν
πρὸ μιῆϲ ἢ δευτέρηϲ , ἐπιπλάϲιοϲ χρέοϲ , ἔϲ τε ἄνεϲιν τῶν μερέων , ἀτὰρ ἠδὲ ἐϲ εὐροὴν τοῦ αἵματοϲ
τῆϲ ἰάϲεωϲ τρεῖϲ ἔχει ϲκοπούϲ , κένωϲιν τοῦ περιττοῦ καὶ ἄνεϲιν τοῦ ϲυντεταμένου καὶ ἀνάψυξιν τοῦ φλογώδουϲ . ἔλαιόν τε
5625195 ᾠαν
πρωκτὸν προσκεφαλαίου . Ὥρα μάττειν ἐπὶ τοῖς ἱεροῖς καὶ τὴν ᾤαν περιδεῖσθαι περὶ τὴν ὀσφύν . Οἴμοι τάλας , δάκνει
ἀγαθὰ δὴ γέγονεν ἀνδράσιν ἐμῆς ἀπὸ συνουσίας . Τηνδὶ περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα κατάδεσμον ἥβης περιπέτασον . Σπόγγος , λεκάνη ,
5624058 Ζευξιν
τέχνης . οὕτω καὶ Φειδίαν ἐνθουσιῶντα δημιουργεῖν , οὕτω καὶ Ζεῦξιν εἰκάζειν τὰ ἀγάλματα . , . . συντυχία ὑπολαβὼν
τι ὄν . ἄμεινον δὲ οἶμαι ἀναγεγραφέναι τοὺς περὶ τὸν Ζεῦξιν , εἶτα καὶ Ζήνωνα . εἰκὸς γὰρ τὸ κάμμορον

Back