, ὡς μηδέν τι τῶν ἀναγκαίων λαθεῖν εἰς τὰ φρούρια εἰσαχθῆναι , καὶ ἐπὶ συλλογὴν σίτου καὶ τῶν ἄλλων ἀναγκαίων
Σεβήρου , καλέσας τοὺς τοῦ βασιλικοῦ θαλάμου φύλακας , ἠξίωσεν εἰσαχθῆναι πρὸς αὐτὸν ὡς δὴ ὑπὲρ σωτηρίας αὐτῷ τινὰ ἀγγελῶν
7537928 Διοκλεους
ὀστῶν παρακομισθέντων ἐνέπεσεν εἰς τὰ πλήθη στάσις , τοῦ μὲν Διοκλέους κωλύοντος θάπτειν , τῶν δὲ πολλῶν συγκατατιθεμένων . τέλος
οὐ προσήκαντο , ἐπὶ ἄρχοντος Θεοπόμπου [ ὅ ἐστι πρὸ Διοκλέους ] . οὕτως ἱστορεῖ Φιλόχορος [ . ] :
7386445 ὑπακουσαντος
διὰ φαρμακείας λύσειν τὴν νόσον . ἀσμένως δὲ τοῦ βασιλέως ὑπακούσαντος διὰ τὸ λέγεσθαι Δαρεῖον μετὰ τῆς δυνάμεως ἐκ Βαβυλῶνος
Κροτωνιατῶν ἀναιρεθήσεσθαι . τοῦ δὲ Πολυζήλου πρὸς τὴν στρατείαν οὐχ ὑπακούσαντος διὰ τὴν ῥηθεῖσαν ὑποψίαν , δι ' ὀργῆς εἶχε
7366992 ὠνησαμην
ὅτι στρατεύει ἢ ἀποδημεῖς . οὐδὲν οὖν , φησίν , ὠνησάμην ὡς ἀποδημήσων . οὔτ ' ἄλφιτ ' : ὡσεὶ
. Πολλοῦ λέγεις . Νὴ τὸν Ἀϊδωνέα , τῶν πέντε ὠνησάμην , καὶ τροπωτῆρα δύο ὀβολῶν . Τίθει πέντε δραχμὰς
7325450 ἐξιοντος
. . Ἐ . δ ' ἔοικε νομίζοντι ὁτὲ μὲν ἐξιόντος τοῦ φωτός , ὥσπερ εἴρηται πρότερον , βλέπειν .
γὰρ ὁμοιωθεὶς Ἄρης αὐτὸν ἀπέκτεινεν . Ἢ ὅτι τοῦ Μόψου ἐξιόντος ἐπὶ θήραν ηὔξατο τὸ πρωτάγριον αὐτῇ θῦσαι , χοῖρον
7230039 ἐξελθοντος
τινὶ πρὸ τῆς πόλεως ἠρέμει , Ἀρχελάου δὲ ἐπὶ κυνηγέσιον ἐξελθόντος , τῶν σκυλάκων ἀπολυθέντων ὑπὸ τῶν κυνηγῶν καὶ περιτυχόντων
δαιμονίου καὶ τοῦ φαρμάκου ποιήσαντος τήκεσθαι , ποτὲ δὲ ἀθρόως ἐξελθόντος , ἢ μένοντος ἔνδον ; Ἀλλ ' εἰ μὲν
7212073 Ἀμασιδος
καὶ ὅτι φευκτόν . ὡς Πίττακόν φασι πέμψαντος αὐτῷ τοῦ Ἀμάσιδος ἱερεῖον καὶ ἀξιώσαντος ἀντιπέμψαι τῶν μορίων αὐτοῦ τὸ κάλλιστον
ἐτρέφετο . ὡς τερατώδης διαβάλλεται . ἡ ξυμμαχία : ἐπὶ Ἀμάσιδος Αἰγυπτίων βασιλέως ἐν σιτοδείᾳ ὄντες οἱ Ἀθηναῖοι ἔπεμψαν πρὸς
7211109 ἀπεσφαγη
μηνύον τὴν ἐπιβουλήν : ὃ μετὰ χεῖρας ἔχων πρὶν ἀναγνῶναι ἀπεσφάγη : μετὰ δὲ ἀποθανόντος ἀνευρέθη ἐν τοῖς ἄλλοις γραμματιδίοις
τροφῆς , εἰς Λῆμνον ἀπεμποληθεὶς ἐσώθη : τότε δὲ ληφθεὶς ἀπεσφάγη . τοσοῦτον αὐτὸν ὤνησεν ἡ Δημήτηρ . τὰς νήττας
7187948 ἐκκομισθηναι
τοῦ πλοῦ αὖθις παραγγέλλειν . τῇ δ ' ἐπιούσῃ μόγις ἐκκομισθῆναι πρὸς τὰ ἱερὰ καὶ θῦσαι , καὶ μηδὲν μεῖον
ἰδεῖν , ὕστερον δὲ συληθῆναι , καὶ τὰ μὲν ἄλλα ἐκκομισθῆναι τὴν δὲ κλίνην θραυσθῆναι μόνον καὶ τὴν πύελον ,
7187354 ἐπιδιαιρειν
ὁ δὲ φιλόθεος δωρητικὸς οἷος ὁ Ἄβελ . Ἔοικε γὰρ ἐπιδιαιρεῖν ὁ θύων καὶ τὸ μὲν αἷμα τῷ θυσιαστηρίῳ προχέειν
τὸ τραῦμα , ἀλλὰ καὶ τὰ πλησίον μέρη τὰ ἀφεστῶτα ἐπιδιαιρεῖν δεῖ καὶ τῇ ἐπὶ τῶν ἀποστημάτων χρῆσθαι ἀγωγῇ .
7185764 Σπιθριδατης
ἔφη , ὦ Ὄτυ , ποίου τινὸς γένους ἐστὶν ὁ Σπιθριδάτης ; ὁ δ ' εἶπεν ὅτι Περσῶν οὐδενὸς ἐνδεέστερος
ἐπὶ φάλαγγος ἱππέας τε πολλοὺς καὶ πεζούς : καὶ γὰρ Σπιθριδάτης καὶ Ῥαθίνης ἧκον παρὰ Φαρναβάζου ἔχοντες τὴν δύναμιν .
7177616 παιδαγωγου
τὸ κεκολάσθαι καὶ τὸν μὲν παῖδα κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν , τὸν δὲ ἄνδρα κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ
ἰδοὺ ἥκω σοι ” , ἔφη „ βασιλεῦ , ῥήτωρ παιδαγωγοῦ δεόμενος , ῥήτωρ ἡλικίαν περιμένων „ καὶ πλείω ἕτερα
7167701 ἀρεσκοντος
καὶ πυράν . ἀρεστήρ : εἶδος πέμματος ἱεροῦ τοῖς θεοῖς ἀρέσκοντος . Ἄρεως νεοττός καὶ Ἄρεως παιδίον : κέχρηται τῷ
παρὰ τοῦ μὴ ἀρέσκοντος . Κριτίας δὲ καὶ Ἀλκιβιάδης οὐκ ἀρέσκοντος αὐτοῖς Σωκράτους ὡμιλησάτην ὃν χρόνον ὡμιλείτην αὐτῷ , ἀλλ
7154158 ἐπικληθεντος
Καρύστιος ἐν τῷ περὶ τοῦ Διονυσίου βίου τοῦ Ἡρακλεώτου τοῦ ἐπικληθέντος Μεταθεμένου φησὶ τὸν Διονύσιον τοῖς οἰκέταις συνεορτάζοντα ἐν τῇ
καὶ μνημονεύει . ἤκμασε δὲ ἐν τοῖς χρόνοις Πτολεμαίου τοῦ ἐπικληθέντος Λαγωοῦ . περὶ δὲ τὴν τῶν βουκολικῶν ποίησιν εὐφυὴς
7146495 Φορμιωνος
παρέδωκεν , ὡς Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ Χρυσίππου πρὸς τὴν Φορμίωνος παραγραφήν . Κρατῖνος δ ' ἐν Τροφωνίῳ * *
πολλῶν χρημάτων ὑπὸ τοῦ πατρὸς καταλειφθέντων μοι , καὶ ταῦτα Φορμίωνος ἔχοντος , καὶ ἔτι πρὸς τούτοις τὴν μητέρα γήμαντος
7071261 Μηδιον
γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν , τοῦ μὲν στόλου ναύαρχον ἀποδείξας Μήδιον , τοῦ δὲ στρατοπέδου καταστήσας στρατηγὸν Δόκιμον . οὗτοι
στύφει δὲ καὶ βιβρωσκόμενός ἐστιν εὐστόμαχος , κοιλίας στεγνωτικός . Μήδιον φύεται ἐν παλισκίοις καὶ πετρώδεσι τόποις . φύλλα σέριδι
7055656 Ὀροιτην
Αἰγύπτου βασιλεὺς προεμαντεύσατο . Χρόνῳ δὲ οὐ πολλῷ ὕστερον καὶ Ὀροίτην Πολυκράτεος τίσιες μετῆλθον . Μετὰ γὰρ τὸν Καμβύσεω θάνατον
ἔτι τῶν πρηγμάτων καὶ νεωστὶ ἔχων τὴν ἀρχὴν καὶ τὸν Ὀροίτην μεγάλην τὴν ἰσχὺν πυνθανόμενος ἔχειν , τὸν χίλιοι μὲν
7040871 θεωρησων
' ἄντρα , τὴν σιδηρομήτορα ἐλθεῖν ἐς αἶαν ; ἦ θεωρήσων τύχας ἐμὰς ἀφῖξαι καὶ συνασχαλῶν κακοῖς ; δέρκου θέαμα
ὅπου ὁ σίδηρος ἐφευρίσκεται . ἦ παρεγένου , φησὶ , θεωρήσων τὰς ἐμὰς δυστυχίας καὶ συλλυπούμενος τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ;
7035408 Δημοφιλος
, οὐ δράστας : οὐκ ἀποδιδράσκων , τὸν καιρὸν ὁ Δημόφιλος . ἀκολουθεῖ δὲ , φησὶν , αὐτῷ ὁ καιρὸς
. καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας : καὶ μὴν καὶ ὁ Δημόφιλος τοσοῦτον ἔχει τὸ τῆς φυγῆς ἄχθος , ὅσον καὶ
7034163 ἐπανελθοντος
τῶν σωμάτων φυλακὴν πολυχρόνιον . Ὁ δ ' Ἀντίγονος , ἐπανελθόντος τοῦ Δημητρίου καὶ τὰ κατὰ μέρος τῶν πεπραγμένων ἀπαγγείλαντος
κρίσεως καὶ τῶν ἐγκλημάτων ἀπολυθῆναι . μετὰ δὲ ταῦτα Θησέως ἐπανελθόντος ἐκ Τροιζῆνος εἰς τὰς Ἀθήνας , ἐγκληθεῖσαν ἐπὶ φαρμακείᾳ
7017655 Ἑρμιππου
ὁ Φαληρεὺς Δημήτριος γράφει . . , : ἐκ τῆς Ἑρμίππου συναγωγῆς τῶν καλῶς ἀναφωνηθέντων ἐξ Ὁμήρου . Δημήτριος ὁ
εἰς Ἕλληνας ἀγαγεῖν . . . : Ἡρακλείδου Ἐπιτομὴ τῶν Ἑρμίππου Περὶ νομοθετῶν . Ι [ ! ! ! !
7014854 Ἐπικρατους
πόρρωθεν ἀχάριστος εἶ , ὃς Φιλόδημον τὸν Φίλωνος πατέρα καὶ Ἐπικράτους οὐκ ἀγαπᾷς οὐδὲ προσκυνεῖς , δι ' ὃν εἰς
ἀντὶ τοῦ ἐφεξῆς . . ἀντὶ τοῦ πάνυ . . Ἐπικράτους ] ἔοικεν οὗτος εἶναι ὁ Κυρηβίων , περὶ οὗ
7012349 ἐπιδεδημηκως
. Ἀφικόμενος προπέρυσιν εἰς τὴν πόλιν , οὔπω δύο μῆνας ἐπιδεδημηκὼς κατελέγην στρατιώτης . αἰσθόμενος δὲ τὸ πραχθὲν ὑπετοπούμην εὐθέως
πατέρα Κάλλιππος οὑτοσὶ ἐν ἄστει , ἤρετο αὐτὸν εἰ ἤδη ἐπιδεδημηκὼς εἴη ὁ Κηφισιάδης , ὅτῳ γεγραμμένον εἴη ἀποδοῦναι τὸ
6999941 Πολυστρατον
Νικιάδην , Μέλητον , Ἀρχεβιάδην , Ἄρχιππον , Διογένη , Πολύστρατον , Ἀριστομένη , Οἰωνίαν , Παναίτιον . Πρώτη μέν
τὴν παιδίσκην καὶ συγκατέκλεισε τῷ Περσαίῳ . οἶδα δὲ καὶ Πολύστρατον τὸν Ἀθηναῖον , μαθητὴν δὲ Θεοφράστου , τὸν ἐπικαλούμενον
6998261 ἐκπικρανθεις
ἀναδεῖξαι . ὡς δὲ ταῦτ ' ἤκουσεν ὁ Τύλλιος , ἐκπικρανθεὶς ἐπὶ τῷ λόγῳ παρὰ τὸ συμφέρον ὥρμησεν ἐπ '
' Ἀμφίονος Ζῆθον καλεῖς . Μακεδόνα δέ τινα κιθαρίζειν διδάσκων ἐκπικρανθεὶς ἐπὶ τῷ μηδὲν αὐτὸν ποιεῖν τῶν δεόντων εἰς Μακεδονίαν
6993071 Τοσαυτ
, αὐτὸς σὺ ἕξεις καὶ ἄλλῳ δεικνύναι αὐτῶν ἕκαστον . Τοσαῦτ ' εἰπὼν δεξιάν τε λαβὼν τοῦ Γωβρύα καὶ ἀναστὰς
σιγῇ παρελθεῖν ὥστε μηδ ' ἐν κεφαλαίῳ μνησθῆναί τινων . Τοσαῦτ ' οὖν ἀπόχρη προσθεῖσιν ὅτι φησὶ Φιλόχορος πορθουμένης τῆς
6982787 Πλεισθενει
' Ἕλλην , ὅσον ἔμοιγε φαίνεται . καὶ Εὐριπίδης ἐν Πλεισθένει ” ἐγὼ δὲ Σαρδιανός , οὐκέτ ' Ἀργόλας ”
, πλὴν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἄρτι ἡβάσκοντος : τοῦτον δὲ Πλεισθένει Ἀμφιπολίτῃ δίδωσι φυλάττειν , ὅπως εἰ καλῶς ἡγήσοιτο ,
6976454 ὑπαχθεις
καὶ μετὰ τοιαύτης ἐλθών , ὁ δὲ μὴ οὐκ ἀγαθαῖς ὑπαχθεὶς συμβουλίαις μεταβουλεύεταί τε καὶ τὴν προτέραν μετατίθησι γνώμην καί
λέγεις ὀφθῆναι ; ” „ αὐτό με τοῦτο ἀπολώλεκεν , ὑπαχθεὶς γάρ μου ἐρᾶν οὐ φείδεται ὧν ἐπαινεῖ , ἀλλ
6971182 στεατωματος
. Τὸ σκλήρωμα ὄγκος ἐστὶ σαρκώδης , τυλώδης , σκληρότερος στεατώματος καὶ χοιράδος , περιωρισμένος δέ . συνήνωται τοῖς κατὰ
ἀκίνδυνος ἡ διάκρισις γίνεται . μετὰ δὲ τὴν κομιδὴν τοῦ στεατώματος , ἐὰν μὲν ὁλόκληρος ὁ χιτὼν τύχῃ βεβαστάχθαι ,
6959790 Λευτυχιδεω
ἐκάλεον . Οὗτος ὁ Ζευξίδημος οὐκ ἐβασίλευσε Σπάρτης : πρὸ Λευτυχίδεω γὰρ τελευτᾷ , λιπὼν παῖδα Ἀρχίδημον . Λευτυχίδης δὲ
δὲ Λαμπιτώ , τὴν Ἀρχίδημος ὁ Ζευξιδήμου γαμέει δόντος αὐτῷ Λευτυχίδεω . Οὐ μὲν οὐδὲ Λευτυχίδης κατεγήρα ἐν Σπάρτῃ ,
6954958 Λευκολοφου
τὸν Ἀπόλλω στίξας αὐτοὺς καὶ ξυμποδίσας μετ ' Ἀδειμάντου τοῦ Λευκολόφου κατὰ γῆς ταχέως ἀποπέμψω . Ταῦτα ποήσω : σὺ
, Μύρμηξ καὶ Νικόμαχος καὶ Ἀρχέμορος μετ ' Ἀδειμάντου τοῦ Λευκολόφου . Ἀδελφὸς παρείη . ὅτι προτιμητέον τοὺς οἰκείους εἰς
6950757 Φειδιππιδου
μεμάθηκεν . ⌈ ἤγουν καλῶς ἔχει τὰ περὶ ⌈ τοῦ Φειδιππίδου ἢ τὰ περὶ ἐμοῦ , ὦ ἀπάτη πάντων ⌈
τὸ ” κρέμαιό γε “ . ὡς ἀτάκτως εἰπόντος τοῦ Φειδιππίδου . ἰδοὺ κρέμαιο : τὴν φωνὴν μιμούμενος ὁ Σωκράτης
6949727 ἱκεσια
τοῦ ευω , διὰ τοῦ ι γράφονται : οἷον , ἱκεσία : τὸ δὲ ἱκετεῖα διὰ τῆς ι διφθόγγου :
[ . . ] φησί : καταχρηστικῶς δὲ καὶ πᾶσα ἱκεσία . ἐχρῶντο δὲ ἐλαΐνῳ κλάδῳ , ἵνα διὰ τούτου
6947428 ἐνηχετο
- δῶνος κατεάγη ἡ σχεδία , βʹ δὲ ὅλαις ἡμέραις ἐνήχετο , τῇ τρίτῃ δὲ ἡ Λευκοθέα ἐλεήσασα αὐτὸν δέδωκε
φυσικὰς ἀνάγκας ἐπλήρου . Ἑνδεκάτῃ ἐπὶ τῇ ἐπιφανείᾳ τὸ παρυφιστάμενον ἐνήχετο λευκὸν μέν , ὑπόγλισχρον δὲ καὶ οἷον εἴρηται ἐν
6945977 ἀνεβην
μνησικακήσῃς τοῦ λακτίσματος τοῦ προπετοῦς : κἀγὼ γὰρ ἐπὶ σταυρὸν ἀνέβην διὰ σέ , σοὶ μηδὲν ἐγκαλῶν . εἰ μὲν
τῆς ἡμέρας ἀφ ' ἧς αὐτὸς ἐπὶ τὸ βῆμ ' ἀνέβην , ἀεὶ περὶ πρωτείων καὶ τιμῆς καὶ δόξης ἀγωνιζομένην
6941983 καθεζομενην
ὡς ἔνιοι Γλαυκίδος , ἥν φασι τὴν πρώτην ἡλικίαν ἡταιρηκέναι καθεζομένην ἐν οἰκήματι πρὸς τῷ τοῦ Καλαμίτου ἡρῴῳ , ἔπειτα
τοῦ οἴκου . ἔδοξέ τις τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐπὶ πορνείου καθεζομένην ἐν ἱματίοις πορφυροῖς ὁρᾶν , καὶ ἐποιησάμεθα τὴν κρίσιν
6938465 Μεταποντιου
, ὡς Ἔφορός φησιν . , : οἰκιστὴς δὲ τοῦ Μεταποντίου Δαύλιος ὁ Κρίσης τύραννος γεγένηται τῆς περὶ Δελφούς ,
ἄκραν Ἰαπυγίαν σταδίων ὁμοῦ τι * τετρακοσίων . τοῦ δὲ Μεταποντίου μὲν διέχει σταδίους περὶ διακοσίους καὶ [ εἴκοσιν ὁ
6936560 Διφιλου
, οὐδὲ ἀνή - λισκον οὐδέν . Ἀνθεμίων δὲ ὁ Διφίλου καλλωπίζεται δι ' ἐπιγράμματος ὅτι ἀπὸ τοῦ θητικοῦ τέλους
ἔστιν ἐν ἀκροπόλει ἵππος ἀνδρὶ παρεστηκώς : καὶ τὸ ἐπίγραμμα Διφίλου Ἀνθεμίων τόνδ ' ἵππον ἀνέθηκεν θεοῖς , θητικοῦ ἀντὶ
6910520 συγκλεισθηναι
, μεθ ' ἧς πάλιν καὶ ῥῆμα συγγενήσεται ὑπὲρ τοῦ συγκλεισθῆναι τὸν λόγον . ἐφ ' ὃ οὐκέτι τὸ προειρημένον
θέλων αὐτὸν προσιέναι οὐδ ' ὁμόσπονδον γενέσθαι μήπω δικασθέντα ἐκέλευσε συγκλεισθῆναι τὰ ἱερὰ καὶ χοᾶ οἴνου ἑκάστῳ παρατεθῆναι , τῷ
6906363 εἰσιοι
γάρ , ὅτε ἀρτίως κατεληλύθει ὁ δῆμος , εἴ τις εἰσίοι γραφὴν παρανόμων εἰς δικαστήριον , εἶναι ὅμοιον τὸ ὄνομα
. οἷον εἴ τις ἅμα τοῖς ἱματίοις εἰς τὸ θερμὸν εἰσίοι , νόσον σημαίνει καὶ μεγάλας ἀγωνίας αὐτῷ : οἱ
6904390 Εὐκλεους
δὲ [ γὰρ ] αὐτόν φησι Δημήτριος ⌈ ἐπὶ ἄρχοντος Εὐκλέους πρὸ τριῶν ἐτῶν εἰς Σικελίαν πεμφθέντα μετὰ νεῶν Λεοντίνοις
διαμαρτυρήσαντα ὁ ἀγών ἐστι . Λυσίας ἐν τῷ κατ ' Εὐκλέους χωρίου ἐξούλης . Αὐτόχθονες : οἱ Ἀθηναῖοι . Δημοσθένης
6897988 Βαρκην
Ἀλκηῒς , ὥς φησι Πείσανδρος ὁ Καμιρεύς : ἕτεροι δὲ Βάρκην . ἄλλως : Ἴρασσα , πόλις Λιβύης , ἣν
περίεργος . πολεμοῦσα γοῦν πρὸς Βαρκαίους , λαβοῦσα δὲ τὴν Βάρκην τοὺς μὲν ἄνδρας ἀνεσκολόπισε , τῶν δὲ γυναικῶν τοὺς
6897086 ὠιδη
ιϚʹ . ἡμέτερον + βᾶτ ' ἐν δόμωι : ἡ ὠιδὴ καὶ στροφὴ αὕτη ἡ ἐν ἐκθέσει τοῦ δράματος κώλων
. Κύκλωπος ἔσω βλεφάρων ὤσας λαμπρὰν ὄψιν διακναίσει ; [ ὠιδὴ ἔνδοθεν . ] σίγα σίγα . καὶ δὴ μεθύων
6895934 ἐζημιωθην
. ἀποθανόντος δὲ τοῦ ἵππου τῷ λιμῷ ἔλεγε : Μεγάλως ἐζημιώθην : ὅτε γὰρ καλῶς ἔμαθε μὴ τρώγειν , τότε
βέλτιστον Νέρβαν . ὑπὸ δὲ νόσου χαλεπῆς κατασχεθεὶς ὅλον ἐκεῖνον ἐζημιώθην τὸν καιρόν , ἀφαιρεθεὶς αὐτοκράτορος φιλανθρώπου κἀμὲ ἀγαπῶντος καὶ
6895477 γραψαμενου
αὐτὸν εἶχε μετὰ τῶν θεραπόντων ἐργαζόμενόν τε καὶ τρεφόμενον . γραψαμένου δὲ αὐτὸν ἐπὶ πολλοῖς ἀδικήμασι Πομπωνίου δημάρχου καὶ μέλ
καὶ ἀναρρηθέντος ἐν τῷ θεάτρῳ ] ἴσως οὐδενὸς ἐπισημηναμένου οὐδὲ γραψαμένου ἔλαθε κυρωθὲν τοῦ Ἀριστονίκου τὸ ψήφισμα . οἱ δέ
6894357 διαμαρτυρησαι
Πύρρου , ὁ κύριος τῆς εἰληχυίας τοῦ κλήρου γυναικὸς ἐτόλμησε διαμαρτυρῆσαι μὴ ἐπίδικον τῇ ἡμετέρᾳ μητρὶ τὸν τοῦ ἀδελφοῦ κλῆρον
παραγραφῆς ἡ διαμαρτυρία : . . . Δείναρχος μέντοι τὸ διαμαρτυρῆσαι τέθεικεν οὐκ ἐπὶ τοῦ μαρτυρήσαντος αὐτοῦ , ἀλλ '
6890334 ΝΟΜΟΘΕΤΟΥ
καὶ ἡ τῶν πραγμάτων ἔκβασις δείκνυσι τὴν προαίρεσιν . ΓΝΩΜΗ ΝΟΜΟΘΕΤΟΥ . Ἤρκει μὲν οὖν , οἶμαι , καὶ ταῦτα
οὐκ ἔστιν ἴσον τῷ προευτρεπίσαι καμόντα καὶ μαχεσάμενον . ΓΝΩΜΗ ΝΟΜΟΘΕΤΟΥ ΟΥΚ ΕΜΠΙΠΤΕΙ . Νόμος γὰρ οὐδεὶς πρόκειται τῷ πλάσματι
6890175 νησιωτικος
σέβουσι λαμπαδουχίαις , θύσθλοις Φεραίαν ἐξακεύμενοι θεάν . ψευδήριον δὲ νησιωτικὸς στόνυξ Πάχυνος ἕξει σεμνὸν ἐξ ὀνειράτων ταῖς δεσποτείαις ὠλέναις
ἅπερ τριφθέντα καὶ μιχθέντα ὀπτᾶται . ὁ δ ' ἐχῖνος νησιωτικὸς πλακοῦς , ἄμητι προσεοικώς . ὁ δ ' ἐσχαρίτης
6889675 Ἀλευα
* Σύνταξις : Ἡ Πυθὼ καὶ τὸ Πελιναῖον καὶ τοῦ Ἀλεύα οἱ παῖδες προσκαλοῦνταί με ὑμνῆσαι τὸν νικητήν , θέλοντες
δ ' ἀμφοτέραις ] Ὁ δὲ ἀντὶ τοῦ γάρ . Ἀλεύα τε παῖδες ] Ἀνέειπεν ] Ἀνεκήρυξεν . * Σύνταξις
6889633 ἐξανεστη
ἀλγήματα : καὶ ὁπότε πίοι , ὡς χαλεπῶς καταπιοῦσα : ἐξανέστη , καὶ τὴν καρδίην οἱ γυιοῦσθαι ἔφη : γλῶσσα
αὐτὸν εἰς λατομίας τοῦ Διονυσίου , τὸ δεύτερον αὐτὸς ἑκὼν ἐξανέστη . τοῦ δὲ ἐρομένου τὴν αἰτίαν τοῦτο εἰπεῖν ,
6886204 Ἀγαθαρχον
καὶ τοὺς Τυρρηνοὺς ταραχωδῶς ἀπῃτηκέναι τοὺς μισθοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ Ἀγάθαρχον κατὰ τὴν ἀπουσίαν αὐτοῦ , πάντας ἀπέσφαξεν , οὐκ
Μετὰ δὲ τοῦτο ναῦς τε ἐκπέμπουσι δώδεκα οἱ Συρακόσιοι καὶ Ἀγάθαρχον ἐπ ' αὐτῶν Συρακόσιον ἄρχοντα . καὶ αὐτῶν μία
6884937 ἐβληθη
τὸ βέλος ὑπελθόντος αὐτῷ : ὁ δ ' οὐκ ἂν ἐβλήθη μετὰ τῶν θεωμένων ἑστώς . Ὡς δ ' οὐδενὸς
οὐ γὰρ ἀμφότεροι ἐτύπησαν , ἀλλ ' ὁ μὲν Ἕλενος ἐβλήθη , ὁ δὲ Δηίφοβος ἐτύπη . . οἵ ῥ
6879077 Πολυπερχοντος
ἀτελέστων δ ' ἔτι τῶν ἐπαγγελιῶν οὐσῶν ἧκεν Ἀλέξανδρος ὁ Πολυπέρχοντος υἱὸς μετὰ δυνάμεως εἰς τὴν Ἀττικήν . οἱ μὲν
καὶ τὸν Πόντον . κζʹ . Ὡς πρὸς Ἀλέξανδρον τὸν Πολυπέρχοντος φιλίαν συνέθετο καὶ Τύρον ἐξεπολιόρκησε καὶ ὡς Ἀλέξανδρος μετέθετο
6878816 Μνησικλεους
. . . . , . , . Ὑπὲρ τοῦ Μνησικλέους κλήρου : δικαίαν , ὦ ἄνδρες , δέησιν .
ἐπὶ τῷ ἐργαστηρίῳ καὶ τοῖς ἀνδραπόδοις ἃ ἡμεῖς ἐπριάμεθα παρὰ Μνησικλέους , καὶ οὐδὲν ἦν ἁπλοῦν οὐδ ' ὑγιὲς τούτων
6873797 Ἀπελλαιον
Ὑπερείδῃ ἐξέδωκε τὴν πρόγονον τὴν αὑτοῦ , ἐν τῷ πρὸς Ἀπελλαῖον περὶ θησαυροῦ . πάλιν τοίνυν ἀδελφῶν παῖδες ἀνεψιοί ,
' Εὐφήμου καὶ Ἀριστοφάνης Ἥρωσιν . Πυθαέα : Ὑπερείδης πρὸς Ἀπελλαῖον . ἄπορον πῶς ἀπὸ τούτου ἐσχημάτισται παρὰ τῷ Διδύμῳ
6873739 καταπλευσαντος
τῆς Ναξίας ἐπὶ τὸν προειρημένον τόπον , ἅμα καὶ Μάγωνος καταπλεύσαντος . προσφάτως δὲ πυρὸς ἐκραγέντος ἐκ τῆς Αἴτνης μέχρι
καὶ πρὸς τοὺς πολίτας φιλανθρώπως . Μετὰ δὲ ταῦτα Νικάνορος καταπλεύσαντος εἰς τὸν Πειραιᾶ κεκοσμημένῳ τῷ στόλῳ τοῖς ἀπὸ τῆς
6869433 Ἀπολλωνιδην
: τόν τε γὰρ εὖ ἄρχοντα εὔαρχον ἔλεγον καὶ τὸν Ἀπολλωνίδην . τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ τῶν ἄλλων σχεδὸν
τῶν τὸν μὲν Λασθένην ἵππαρχον χειροτονησάντων , τὸν δ ' Ἀπολλωνίδην ἐκβαλόντων . μωρία καὶ κακία τὰ τοιαῦτ ' ἐλπίζειν
6858779 Ἀρκεσιλεω
, ἄρξαντος ἐπὶ τεσσεράκοντα ἔτεα , καὶ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ Ἀρκεσίλεω , ἄρξαντος ἑκκαίδεκα ἔτεα , οἴκεον οἱ Κυρηναῖοι ἐόντες
ἐπολιόρκεον τὴν πόλιν ἐπαγγελλόμενοι ἐκδιδόναι τοὺς αἰτίους τοῦ φόνου τοῦ Ἀρκεσίλεω : τῶν δὲ πᾶν γὰρ ἦν τὸ πλῆθος μεταίτιον
6854370 αἰωρουμενον
ὥστ ' οὐ μακρὰν ἔτ ' ἀμμενεῖ τοὐμὸν φρενῶν ὄνειρον αἰωρούμενον . Παράγεται γὰρ ἐνέρων δολιόπους ἀρωγὸς εἴσω στέγας ,
χονδρώδει , ὅπερ φησὶν ἐξηρτῆσθαι ἐντὸς τοῦ ὠτὸς κώδωνος δίκην αἰωρούμενον καὶ τυπτόμενον . Ἀλκμαίων ἀκούειν ἡμᾶς τῷ κενῷ τῷ
6850406 στρωτηρος
καὶ ἔπειτα ὑπερενεγκεῖν τὴν χεῖρα σὺν τῷ ξύλῳ ὑπὲρ τοῦ στρωτῆρος , ὡς ἡ μὲν χεὶρ ἐπὶ θάτερα ἔῃ ,
τὸ στῆθος τοῦ ἀνθρώπου ἱμάτιον ἐπικαθίσαι ἐπὶ τὸ προέχον τοῦ στρωτῆρος , εἶτα προσβάλλειν τὸ στῆθος πρὸς τὸν στύλον πλατέῃ
6830842 Πρωτογενης
Πεισίου καὶ Δῆμος ἔργον Λύσωνος . τοὺς δὲ θεσμοθέτας ἔγραψε Πρωτογένης Καύνιος , Ὀλβιάδης δὲ Κάλλιππον , ὃς Ἀθηναίους ἐς
Λακεδαίμονα συμφοράς . . . . , , . : Πρωτογένης ὁ γραμματικὸς ὀνόματι καλέσας Πραξιτέλην τὸν περιηγητήν οὕτω δὴ
6827271 ἀποβαλοντα
αὖθις ἐς τὴν πατρῴαν ἀρχὴν συνέκλεισεν , ἑκκαίδεκα στρατοῦ μυριάδας ἀποβαλόντα . καὶ τοσῷδε πταίσματι συμπεσὼν ὅμως ἀνεκίνησε τὸν πόλεμον
ἐλπίδας , ἀλλ ' εἰς τὸ μὴ τὰ αὑτοῦ περιιδεῖν ἀποβαλόντα . Ἔοικας οὐ σφόδρα εἶναι ἐν χρείᾳ τοῦ πρὸς
6826308 σειραφορος
σειρὰ ὁ δεσμὸς τοῦ ἵππου λέγεται , ἀφ ' οὗ σειραφόρος ὁ ἵππος ὁ φέρων τὴν σειράν . φεύγεις ]
, ὅσπερ οὐχ ἑκὼν ἔπλει , ζευχθεὶς ἑτοῖμος ἦν ἐμοὶ σειραφόρος , εἴτ ' οὖν θανόντος εἴτε καὶ ζῶντος πέρι
6818508 ἐκπραξαι
ἐκδέξασθαι τῶν ἐκείναις ” πεπραγμένων . “ Ἐκδικάσασθαι : ἀνάδικον ἐκπρᾶξαι διὰ τὸ δικάσασθαι : Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Καλλικράτην
ἀλλ ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας , θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον . πῶς ; τίς δ ' ἀναγκάσει σε
6816343 ἐρχετ
πολυτελῆ νεκρόν : εἰς τὸν ἴσον ὄγκον τῶι σφόδρ ' ἔρχετ ' εὐτελεῖ . ὅς ' ἐστὶ μαλακὰ συλλαβὼν ἐκ
ἐν ᾧ γὰρ ἂν τούτων τις ἀπολειφθεὶς τύχῃ , οὐκ ἔρχετ ' ἐπὶ τὸ τέρμα τοῦ προκειμένου . φύσις θέλησις
6815460 Νικοκλεα
δὲ παρά τε ἄλλοις ῥήτορσι καὶ Ἰσαίῳ ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα περὶ χωρίου . Ψιθυριστής Ἑρμῆς : Δημοσθένης ἐν τῷ
χρυσὸν καὶ ἄργυρον . Ἀργυροκοπεῖον : Ἀντιφῶν ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα . ὅπου κόπτεται τὸ νόμισμα : ὃ νῦν σημαντήριόν
6813247 φοινικια
. καὶ τραγημάτων τὰ πολλὰ φευγέτωσαν , οἷον κάρυα , φοινίκια . τῶν δὲ πιστακίων λαμβανέτωσαν καὶ σταφίδας ἐπάνω τῆς
πιεῖν : ἢ ἡδυόσμου κλῶνας γʹ . καὶ ῥοΐδιον καὶ φοινίκια πότισον . [ Πρὸς ἀδυναμίαν γονάτων . ] Φέρε
6809101 Καλλιππιδης
δίχα καὶ κρῖνον αὐτὴ μὴ μετ ' ὀξυρεγχίας . ὡσπερεὶ Καλλιππίδης ἐπὶ τοῦ κορήματος καθέζομαι χαμαί . ἀλλ ' ἔχουσα
Χρυσόγονος μὲν ηὔλει τὸ τριηρικὸν ἐνδεδυκὼς τὴν Πυθικὴν στολήν , Καλλιππίδης δ ' ὁ τραγῳδὸς ἐκέλευε τὴν ἀπὸ τῆς σκηνῆς
6807114 ἀπερχῃ
φράσις : ἀναγινώσκεις , οὐκ ἀναγινώσκεις : ἀπέρχῃ , οὐκ ἀπέρχῃ . ἀλλ ' ὡμολογημένως λείπεται ἡ φράσις τοῦ ἤ
ὥσθ ' ἁμαρτάνουσιν οἱ λέγοντες ποῦ ἀπέρχῃ ; δέον πῆ ἀπέρχῃ ; . πλεῖν τοῦ ἀποπλεῖν καὶ παραπλεῖν καὶ περιπλεῖν
6805597 ἐξωμοσια
δὲ μόνα τὰ ὀνόματα : τὰ δὲ πράγματα ἄρνησις , ἐξωμοσία , ἀνάδυσις , ἀναφυγή , ἀναχώρησις , ἀντιλογία ,
ἔστι δὲ ἐκ τῶν δικαστικῶν ὀνομάτων προωμοσία ἀντωμοσία διωμοσία , ἐξωμοσία ἀπωμοσία , ὑπωμοσία , παραγραφή , ἀντιγραφή ἀντιλαχεῖν ,
6801266 Ὑπερβιον
κεκόλληνται . Ἐλάχεια : ἐλαχίστη . Ἀειδέα : ἄσχημον . Ὑπέρβιον : δυνατόν . Νωθῇσι : νωθροῖς . Βορήν :
: διὸ καὶ ἐνίκησεν . εἰς τροπὴν ἔφερε . . Ὑπέρβιον τὸν Ἡρακλέα , τουτέστι τὸν ἰσχυρόν . τὸν λίαν
6797632 ἀρκεσω
ὁ ἥρως , ὁ πάππος Ὀδυσσέως : ἀπὸ τοῦ ἀρκῶ ἀρκέσω ἀρκέσιος καὶ Ἀρκείσιος . . . ἄρκιον : ἀπὸ
, μηδ ' ἃ μὴ ' θιγες ποιοῦ σεαυτῆς : ἀρκέσω θνῄσκους ' ἐγώ . Καὶ τίς βίος μοι σοῦ
6794913 ταλαντατος
μέγαν φόβον . ὡς ἀεὶ στιφρὰς ἐσομένας καὶ νέας , ταλάντατος . γυναικείαν ἀγοράν . ἄφες τὸν ἄνθρωπον . τί
ὁ Χαιρεφῶν μὲν παντελῶς οἴκαδε βαδίζειν ᾤετ ' , ὢ ταλάντατος . καὶ μὴν ἔτι τοῦτ ' ἔστιν ἄξιον μόνον
6789057 Ἀριφρονος
εἰς τὴν Ὑγίειαν παιᾶνα | ᾄσας τὸν ποιηθέντα | ὑπὸ Ἀρίφρονος τοῦ Σικυωνίου | τόνδε : Ὑγίεια , πρεσβίστα μακάρων
ἀπὸ τῆς στρατηγίας , καὶ παρέδωκε τὴν ἀρχὴν Ξανθίππῳ τῷ Ἀρίφρονος . διαβοηθείσης δὲ τῆς τῶν Ἀθηναίων πρὸς τοὺς Ἕλληνας
6786490 ἀρυβαλλος
νομίσματι . ΓΘ ἀρυβάλλῳ : πλεκτόν τι βαλλάντιόν ἐστιν ὁ ἀρύβαλλος , ὅπερ ἑλκόμενον κλείεται καὶ ἀνοίγεται , παρὰ τὸ
λεύσομαι . γυναῖκας ναυτίδας ὀρνιθίων λεκάνην ἄλυπος ἄνεχε ἀνθήλιος ἀπωνηθήσεται ἀρύβαλλος αὐτόχειρα δουλοπρέπεια κατᾶραι κένταυρον κυνάριον λάβδα λοπάδα μεθύστρια πρωτόπειρον
6784739 Καρυανδα
Πολυβίου ἱστορίαν . , , : ἐν δὲ τῶι μεταξὺ Καρύανδα λιμὴν καὶ νῆσος καὶ πόλις ὁμώνυμος ταύτηι , ἣν
. Λάδη : νῆσος Ἰωνίας . Ἑκαταῖος Ἀσίαι . . Καρύανδα : πόλις καὶ † λίμνη ὁμώνυμος πλησίον Μύνδου καὶ
6777124 ἐπωδυνου
τούτοις καὶ μάλιστα κατ ' ἀρχὰς ἔτι τῆς φλεγμονῆς οὔσης ἐπωδύνου ὅ τε τῆς πτισάνης καὶ τοῦ ἄλικος καὶ τοῦ
ἀλλ ' ἀμελήσεις τοῦ οἴκου καὶ καταφθερεῖς τὸν ἄνδρα ; ἐπωδύνου ἄρα βίου συνδιαιρήσῃ τὴν βλάβην . ἀλλ ' ἀμυνεῖ
6773294 διεχρησαμην
τὴν ὑπόθεσιν ; ἀλλ ' οὐκ ἐγὼ , φησὶν , διεχρησάμην τὸν πένητα , ἄλλ ' αὐτὸς παρέσχου τῶν γενομένων
μηδέποτ ' ἢ τὸ θανεῖν αὐτίκα τικτόμενον . ἐμαυτὸν οὐ διεχρησάμην . περὶ τῶν δὲ πλευρῶν οὐδεμίαν ὤραν ἔχεις .
6771272 ἀνελοντος
πρόσωπον δέ , ὡς ἐπὶ τοῦ τὸν εὐνοῦχον ὡς μοιχὸν ἀνελόντος , κατὰ τόπον δέ , ὡς ἐπὶ τοῦ τὸ
τετρακόσια ἐμπρήσαντος ἄστη καὶ μυριάδας ἀνδρῶν τριάκοντα ἐν μόναις μάχαις ἀνελόντος ἐπί τε τὴν Ῥώμην πολλάκις ἐλάσαντος καὶ ἐς ἔσχατον
6770053 Ἡρακλειδου
δὲ τούτου παρακαλοῦσιν αὐτὸν μόνον . ὁ δὲ γνοὺς τοῦ Ἡρακλείδου τὴν πανουργίαν ὅτι βούλοιτο αὐτὸν διαβάλλειν πρὸς τοὺς ἄλλους
, ἡ σταφυλή ὄντως ὀξύνεται . τὸ μέντοι προκείμενον τοῦ Ἡρακλείδου παρατήρημα ἰσχυρόν , καθὰ παραγγέλλεται ὀξυτονεῖν , οὐ μόνον
6769400 Ἀρριδαιον
τοὺς βασιλέας . οὔπω δὲ καταλαβόντων ἡ Εὐρυδίκη Πίθωνα καὶ Ἀρριδαῖον μηδὲν ἄνευ αὐτῆς ἠξίου πράττειν . οἱ δὲ τὰ
κινδύνων ἀπαλλάξαντα ποιήσασθαι σύμμαχον . Ἀντίγονος δὲ σπεύδων ἀμύνασθαι τὸν Ἀρριδαῖον ἐξέπεμψεν ἐπ ' αὐτὸν δύναμιν τὴν διαπολεμήσουσαν , αὐτὸς
6767955 πλαζεσθαι
περὶ τὸ ἴδιον αὐτῆς κέντρον . Κατ ' ἀρχὰς μὲν πλάζεσθαι τὴν γῆν φησιν ὁ Δημόκριτος διά τε μικρότητα καὶ
ταῖς ἐρήμοις ἐστίν , ὥστε ἐν τοιούτοις τισὶ χωρίοις αὐτὴν πλάζεσθαι δοκεῖν , ἔξωθεν ἤδη τούτῳ προσπεπλασμένου τοῦ κυνηγετεῖν αὐτὴν
6766989 Πολλιων
οἱ μὲν ἐπαίροντές φασι δισμυρίους ἐπὶ πεντακισχιλίοις , Ἀσίνιος δὲ Πολλίων , ὑπὸ Καίσαρι τῆς μάχης ἐκείνης στρατηγῶν , ἑξακισχιλίους
. Λέπιδός τε ἔχων ἐν Ἰβηρίᾳ τέσσαρα τέλη καὶ Ἀσίνιος Πολλίων δύο καὶ Πλάγκος ἐν τῇ ἑτέρᾳ Κελτικῇ τρία ἐδόκουν
6766578 περιεβαλεν
. λέγει οὖν μυθικώτερον , ὅτι τὴν κυνέαν τοῦ Ἅιδου περιέβαλεν αὐτοῖς ὥστε μὴ ὁρᾶσθαι . ἡ δὲ κυνέη περικεφαλαία
) Ὅτι ὁ Φιμβρίας τὴν ἐπαρχίαν ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ τοσούτοις περιέβαλεν ἀτυχήμασιν ὅσοις εἰκὸς ἦν περιβαλεῖν ἐξουσίαν τοῦ πράττειν ὃ
6763202 Μνησιβουλου
. Ἀλκίμαχος : Δημοσθένης ἐν τῶι κατ ' Εὐέργου καὶ Μνησιβούλου . στρατηγὸς οὗτός ἐστιν , Ἀναγυράσιος τῶν δήμων ,
προαγορεύειν ἐπὶ τῶι μνήματι : Δημοσθένης κατ ' Εὐέργου καὶ Μνησιβούλου ταῦτά φησιν ἐπὶ τοῦ βιαίως ἀποθανόντος . Ἴστρος δ
6759844 ἀποσταληναι
, οὐδ ' ἐξεγένετο παρ ' οὐδεμιᾶς τῶν πόλεων κοινὴν ἀποσταλῆναι τοῖς Τυρρηνοῖς συμμαχίαν , ἀλλ ' ἐθελονταί τινες ἐπεκούρησαν
εὖ πάσχειν ὑποχείριον . ἐννοούμενος δὴ ταῦτα οἴομαι δεῖν πρεσβείαν ἀποσταλῆναι πρὸς τοὺς δημοτικοὺς ἐκ τῶν μάλιστα πιστευομένων : τοὺς
6758532 Τελευτησαντος
γε - νόμενος κατὰ τὸν Εἵρωμον , ταῦτα φησί : Τελευτήσαντος δὲ Ἀβιβάλου , διεδέξατο τὴν βασιλείαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ
τῷ λόγῳ , πολεμίου δὲ καὶ ὑποθερμοτέρου τῷ ἔργῳ . Τελευτήσαντος δὲ καὶ Στησαγόρεω τρόπῳ τοιῷδε , ἐνθαῦτα Μιλτιάδην τὸν
6750693 ᾐμεν
ἀπὸ γὰρ τοῦ εἴω . ἦμεν : Ὑπήρχομεν . . ᾖμεν : Ἐπορευόμεθα . . . πόπανα : Γλυκύσματα .
ἐσμεν ἤδη , ὅθενπερ εἰς ἐκκλησίαν ὡρμώμεθ ' ἡνίκ ' ᾖμεν . τὴν δ ' οἰκίαν ἔξεσθ ' ὁρᾶν ,
6750321 ππ
! [ . . . . . . [ ] ππ [ [ ] ητε ? [ . . .
. . . ] λο [ ] στ [ ] ππ ? [ ] ! ! [ . . .
6745854 κακισαι
, πῶς οὐκ ἂν ἀντιλέγοι ταῖς Μούσαις ὁ τὰ ποιητῶν κακίσαι ζητῶν ; πάντων μὲν οὖν ἐγὼ τὴν γνώμην ἀποδέχομαι
μὲν πρῶτον ἐξαγορεῦσαι τὸ ἁμάρτημα , τὸ δ ' ἐστὶ κακίσαι ἑαυτήν , εἶτα πρὸς βωμοῖς ἱκέτιν γενέσθαι , ποτνιωμένην
6745573 ἀναστρεφομαι
προσλαλῶ , ἀμφιβάλλω , ἀμοι - βαδίζω , βακχεύω , ἀναστρέφομαι , ἐπηρεάζω , εἰρωνεύομαι , δικολογῶ , προφασίζομαι ,
τῇ χύτρᾳ . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ πέλω : τὸ ἀναστρέφομαι . ἐνταῦθα δὲ πέλανον τὴν θυσίαν φησί . .
6745158 Δημεαν
τῷ τεθνεῶτι σκευοποιοῦντες . σκευοποιήματα δὲ Ὑπερείδης ἐν τῷ πρὸς Δημέαν καὶ σκευασίαν δὲ Ὑπερείδης καὶ σκευάσαι , καὶ συσκευασάμενοι
τὰς τιμωρίας τεταγμένοις αὐτόν τε τὸν Δημάδην καὶ τὸν υἱὸν Δημέαν συμπρεσβεύοντα τῷ πατρί . οὗτοι μὲν οὖν ἀπαχθέντες εἴς
6742055 Κρηνιδων
τοῦ Νέου Βόλου . περὶ τοῦ Κανώπου καὶ Κύβου καὶ Κρηνίδων . περὶ τοῦ * * ἐν τῷ καλουμένῳ Βαθεῖ
τοῦ Πόντου . Μένιππος ἐν περίπλῳ τοῦ Πόντου ” ἀπὸ Κρηνίδων εἰς Ψύλλαν χωρίον στάδια κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου
6738031 Κασκας
, ἐπ ' αὐτὸν ὥρμησαν . Καὶ πρῶτος μὲν Σερουίλιος Κάσκας κατὰ τὸν ἀριστερὸν ὦμον ὀρθῷ τῷ ξίφει παίει μικρὸν
, βοῶν : “ τί βραδύνετε ὦ φίλοι ; ” Κάσκας δ ' ἐφεστὼς ὑπὲρ κεφαλῆς ἐπὶ τὴν σφαγὴν τὸ
6737997 ἐπιρρυου
ἐν ταῖς μάχαις , ἡ πρὸ τῶν πυλῶν ζωγραφουμένη , ἐπιρρύου τὴν πόλιν τὴν ἑπτάπυλον : οὕτως συντακτέον . διόθεν
. ἐπιρρύου ] ἐλευθέρου . ἐπιρρύου ] φύλαττε . Ξ ἐπιρρύου ] + ἐλευθέρωσον τοῦ κινδύνου . στροφὴ ἑτέρα κώλων
6737928 μασωμενος
. Κᾆθ ' ὥσπερ αἱ τίτθαι γε σιτίζεις κακῶς : μασώμενος γὰρ τῷ μὲν ὀλίγον ἐντίθης , αὐτὸς δ '
οὖν διαγιγνώσκειν καλῶς δυνήσομαι ὥσπερ πρότερον τὰ πράγματ ' ἔτι μασώμενος ; πολλῷ γ ' ἄμεινον : καὶ λέγεται γὰρ
6737284 αὐτοδιον
γοῦν τοῦ Ὀδυσσέως εἶπε πρὸ τῆς παρὰ Φαίαξι θοίνης : αὐτόδιον δ ' ἄρα μιν ταμίη λούσασθαι ἄνωγεν . ἐπὶ
ἴωμεν αὐτόθεν ἀπέλθωμεν ἐξ αὐτῆς . οὕτως ἔχει καὶ τὸ αὐτόδιον δ ' ἄρα μιν , ἀντὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς
6732469 λελογχα
, λειώσας . Λελογχώς : ἐκ τοῦ λήχω ἔλογχα καὶ λέλογχα . Λέπαδνα : οἱ περὶ τὰ στήθη τῶν ἵππων
ὀνύχεσσι δίπτυχον παρειάν . ἰώ μοί μοι . μυσαρῶι δολίωι λέλογχα φωτὶ δουλεύειν , πολεμίωι δίκας , παρανόμωι δάκει ,
6727195 καταδικασθεις
κυρίως . ἐὰν δέ τις ἀφῃρῆται τὴν ἀρχὴν τὴν καταδικάσασαν καταδικασθείς , εἰσαγόντων μὲν αὐτὸν εἰς τὸ τῶν νομοφυλάκων δικαστήριον
οὔτε τἀρχαῖον ἀπεδίδου καὶ ὅτι ὑπερήμερος ἐγένετο γνώμῃ δικαστηρίου ἐρήμην καταδικασθείς , καὶ ὡς ἠνεχυράσθη οἰκέτης αὐτοῦ στιγματίας , καὶ
6725109 εὐχαριστων
αὐτὸ ἔλεγον καὶ στροφὴν καὶ προοίμιον . ἕνεκα μὲν τῶν εὐχαρίστων ταῦτα ἐγράφη μοι , ἀποδρέπεσθε δὲ καὶ ὑμεῖς τούτων
αὐτὸ ἔλεγον καὶ στροφὴν καὶ προοίμιον . ἕνεκα μὲν τῶν εὐχαρίστων ταῦτα ἐγράφη μοι , ἀποδρέπεσθε δὲ καὶ ὑμεῖς τούτων
6724560 Ῥαικηλον
Ῥαίκηλον : Ῥαίκηλος Μακεδονίας πόλις . Αἶνος πόλις , ἣν Ῥαίκηλον ὁ Λυκόφρων καλεῖ . . . Ῥαίκηλον καὶ τὰ
τὸν πατέρα ἔθαψε . . Ῥάκηλος πόλις Μακεδονίας . . Ῥαίκηλον : Ῥαίκηλος Μακεδονίας πόλις . Αἶνος πόλις , ἣν

Back