οὕτως . Ἀναγαλλίδος τῆς τὸ κυανοῦν ἄνθος ἐχούσης , μήκωνος κερατίτιδος φύλλων χλωρῶν , ὑοσκυάμου φύλλων , πρασίου χλωροῦ ,
κολοφωνίας , ἐλαίου ἀνὰ λίτρ . αʹ . μήκωνος , κερατίτιδος φύλλων γογʹ . ἤτοι οὐγ . γʹ . τὰ
7129409 θριδακος
, μέχρις ἑνωθῇ . Ἐκθλίψαντες ὑγρὸν ψύχοντός τινος , οἷον θρίδακος ἢ στρύχνου ἢ ὀξαλίδος , ἐμβάλλομεν μετ ' ἀνδράχνης
κροκίζων ἐν τῇ ἀνέσει , ὁ δ ' ἐκ τῆς θρίδακος ἐξίτηλος τῇ ὀσμῇ καὶ τραχύτερος , ὁ δ '
6737476 Μεγαριδος
ποταμὸς καὶ πόλις Μεγαρὶς καὶ λιμὴν Ξιφώνειος . Ἐχομένη δὲ Μεγαρίδος πόλις ἐστὶ Συράκουσαι , καὶ λιμένες ἐν αὐτῇ δύο
. ὁ πολίτης Ἐρινεάτης καὶ Ἐρινεεύς . Ἐρινιάτης , κώμη Μεγαρίδος , Παυσανίας αʹ . ὁ οἰκήτωρ Ἐρινιάτης διὰ τὸ
6693867 μορεας
. ἱστορήσαμεν δὲ τοῦτο ἐκ θείας δυνάμεως . Τῆς οὖν μορέας οἱ κλάδοι οἱ μὲν ἄνω βλέπουσιν , οἱ δὲ
τῆς κηρωτῆς πάχος καὶ κατάχριε . ἄλλο . ῥίζαν τῆς μορέας φλοισθεῖσαν σύγκαιε καὶ ἕψε , ὡς εἴρηται . ἄλλο
6663418 σαρκωδεσιν
ἰχθύσιν ἑφθοῖσιν ἐν ἅλμῃ δριμείῃ : χρέεσθαι μὲν καὶ τοῖσι σαρκώδεσιν , οἷον ἀκροκωλίοισί τε διέφθοισι τοῖσιν ὑείοισι , τοῖσί
καὶ μηλέας : ἔνια δ ' ἐν ξυλώδεσιν ἅμα καὶ σαρκώδεσιν καὶ ὅλως ὅσα κάρυον ἐντὸς ἔχει τῆς σαρκός .
6602170 Συρτιδος
Σύρτιδος Φιλαίνου βωμοὶ , ἐπίνειον , Ἄμμωνος ἁλοῦς * τῆς Σύρτιδος . Ἀπὸ τούτου τὴν Σύρτιν παροικοῦντες οἱ Μάκαι χειμάζουσιν
δέχεται . Οὕτως μὲν οὗτοι , ὅ τε τῆς μεγάλης Σύρτιδος καὶ τῆς μικρᾶς δηλονότι , οἱ κόλποι συστρέφονται καὶ
6585118 διατριβουσης
λήθη τοῦ καλοῦ , πρὸς τῷ ἡδεῖ ἐκείνῳ τῆς ψυχῆς διατριβούσης . τὸ δὲ λιμῷ συνόντα παρεστῶτα ἄλλῳ τοῦ λωτοῦ
τῆς Ἀταλάντης τῆς ἐν τῷ ὄρει διαιτωμένης καὶ κοιμωμένης καὶ διατριβούσης ἐκεῖσε : κυνηγὸς γὰρ ἦν . τὸ δὲ κο
6523077 ἀκανθης
γὰρ καὶ διχοστατῶν λόγος σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς μέσον τεκταίνεται γραίας ἀκάνθης πάππος ὣς φυσώμενος πολλῶν χαλινῶν ἔργον οἰάκων θ '
γνώμην ἀχερδούσιος , ἀντὶ τοῦ σκληρός : ἔστι δὲ εἶδος ἀκάνθης , . , . * . . ? Ἀχερουσιάς
6466019 ποταμιας
Ἄραγον ἐκ τοῦ Καυκάσου ῥέοντα καὶ ἄλλα ὕδατα διὰ στενῆς ποταμίας εἰς τὴν Ἀλβανίαν ἐκπίπτει : μεταξὺ δὲ ταύτης τε
ῥέουσί τινες ποταμοί . πρὸς δὲ τούτοις ἐν βάθει τῆς ποταμίας τά τε Σύηβα ὄρη , ὧν τὰ πέρατα ἐπέχει
6457433 Τρωαδος
φεύγουσι καὶ παντὸς ὁμιλίαν ” . Γάργαρα , πόλις τῆς Τρωάδος ἐπὶ τῇ ἄκρᾳ τῆς Ἴδης , Παλαιγάργαρος καλουμένη ,
. . : Ὀφρύνειον . . . πόλις ἐστὶ τῆς Τρωάδος , ὡς δηλοῖ Ἀνδροτίων ἐν τρίτῃ Ἀτθίδος . .
6436688 γονατωδη
ἡ δὲ ναρθηκία μικρά . μονόκαυλα δ ' ἄμφω καὶ γονατώδη , ἀφ ' ὧν τά τε φύλλα βλαστάνει καὶ
: καὶ γὰρ τὸ φύλλον παραπλήσιον ἔχει καὶ τὴν ῥίζαν γονατώδη καὶ μακρὰν καὶ πεφυκυῖαν πλαγίαν , ὥσπερ ἡ τῆς
6426696 μιλακος
. Τὸν δὲ Κλέοχον ἀνελέσθαι , καὶ ὀνομάσαι ἀπὸ τῆς μίλακος Μίλητον . Τοῦτον δὲ ἀνδρωθέντα , καὶ φθονούμενον ὑπὸ
δὲ εἰς ὀξὺ προήκοντα καὶ παρακανθίζοντα , καθάπερ τὰ τοῦ μίλακος . καὶ ταῦτα μὲν ἄσχιστα : τὰ δὲ σχιστὰ
6411378 λαϊδος
διὰ τὸ βαρβάρων καὶ Ἑλλήνων οἰκούντων τὰς Θήβας . . λαΐδος ] ληΐδος , λαοῦ . μιξοθρόου ] τῶν μεμιγμένων
] τῶν πολιτῶν . λαΐδος ] τῆς λαφυραγωγίας . Ξ λαΐδος ] λαοῦ λαφυραγωγίας . θ ὀλλυμένας ] πορθουμένας .
6410543 κιρρας
παννυχίσι . χάριν λέγω ταῖς ἑπταπύλοις θήβαις καὶ τῷ τῆς κίρρας ἀγῶνι . ἐπικαλεῖται δὲ ἢ ὁ ἀπόλλων ἢ ὁ
. καὶ ὁ ἀγὼν ὁ ὑπὸ τὴν βαθυλείμωνα πέτραν τῆς κίρρας , ἤγουν ὁ πυθικὸς ἀγών , ἔθηκεν ἀπὸ κοινοῦ
6349980 συκαμινου
μελέας τέφραν σὺν ὄξει , ἢ ἀσφοδέλου φύλλα , ἢ συκαμίνου φύλλα μετὰ τοῦ καρποῦ , ἢ δάφνης φύλλοις ἁπαλοῖς
τῶν δὲ χυλῶν οἱ μέν εἰσιν οἰνώδεις , ὥσπερ ἀμπέλου συκαμίνου μύρτου : οἱ δ ' ἐλαώδεις , ὥσπερ ἐλάας
6340445 Σικυωνιας
συνάγων καὶ κτώμενος ἀπέστελλεν . Ἤνθει γὰρ ἔτι δόξα τῆς Σικυωνίας μούσης καὶ χρηστογραφίας , ὡς μόνης ἀδιάφθορον ἐχούσης τὸ
! ? . . . . Βουφία : κώμη τῆς Σικυωνίας . Ἔφορος κγ . τὸ ἐθνικὸν Βουφιεύς . .
6333915 πεδιαδος
τὴν προϋπάρξασαν ἀφίκηται τάξιν . καὶ τῆς μὲν χώρας οὔσης πεδιάδος , τῶν δὲ πόλεων καὶ τῶν κωμῶν , ἔτι
ἕνεκα καὶ τῶν ἄλλων ἀγαθῶν γῆν τε κατέχουσα τῆς Καμπανῶν πεδιάδος τὴν πολυκαρποτάτην καὶ λιμένων κρατοῦσα τῶν περὶ Μισηνὸν ἐπικαιροτάτων
6324565 Ὁκοσον
βίαν τῶν τοιούτων ὀλεθρίων ὄντων ἀναγκαῖον κατορθοῦν τὴν πρόγνωσιν . Ὁκόσον ὑπὲρ τὴν δύναμίν εἰσι τῶν σωμάτων [ . .
εἴτε ἡσύχιον γῆς διδάξασα , μέλεσι μὲν ἀπεῖσα φθιτίην . Ὁκόσον ἡ γῆ ὦν ἐστι ξυγγεννήσασα ἢ λίμναις συγκαταπήξασα ἐν
6323944 Ταυτης
ταῦτα ποιεῖν ἐγκαρπότερα καὶ γονιμώτερα καὶ πολυωφελέστερα τοῖς ἀνθρώποις . Ταύτης οὖν , ὦ φίλε , πρὸς αὐτοῦ τοῦ Διὸς
Σικελία , ἐν ᾗ θάψος τις λεγομένη γίγνεται βοτάνη . Ταύτης τῆς θάψου τὴν ῥίζαν τρίψας ὡς μάλιστα ἐπιμελῶς ,
6301426 ὑπαιθρου
ἐγκρατεῖς γενόμενοι καὶ χρημάτων μέγαν περιβαλόμενοι πλοῦτον ἀδεῶς ἤδη τῆς ὑπαίθρου πάσης ἐκράτουν , ἣν πυρὶ καὶ σιδήρῳ καὶ πᾶσι
ἐξιοῦσιν ἐκ τῶν ἐρυμάτων βοσκήμασιν ἐπετίθεντο . κρατουμένης δὲ τῆς ὑπαίθρου πάσης ὑπὸ τῶν πολεμίων , καὶ οὔτ ' ἐκ
6284716 κυκλαμινου
' ἐστίν , εἰ προσλάβοι κυμίνου βραχὺ καὶ νίτρου ἢ κυκλαμίνου χυλοῦ . καὶ κροκύδι δ ' † ἀνάλατος παρεντίθεται
καὶ παχυμερὲς ἐχόμενον . ἔτι δὲ καὶ τὸ διὰ τῆς κυκλαμίνου συγκείμενον οὐδὲν ἧττον , ἔχει δὲ καὶ τούτου ἡ
6276388 Λοκριδος
νεκρῶν . κρατῶν δὲ τῶν ὑπαίθρων καὶ πολλὴν πορθήσας τῆς Λοκρίδος ἐπανῆλθεν εἰς Δελφοὺς ἐμπεπληκὼς ὠφελείας τοὺς στρατιώτας . μετὰ
αἰγώνεια : πόλις Μηλιέων . . . αἴγωστις : πόλις Λοκρίδος . . . αἰδηψός : πόλις Εὐβοίας . .
6273444 Συριακης
χαλκοῦ κεκαυμένου ⋖ γ , στίμμεως ⋖ κ , νάρδου Συριακῆς ⋖ δ , ἀκακίας ⋖ ι , κόμμεως ⋖
μυρσίνου , κηροῦ , πίσσης ἀνὰ # α , ῥοὸς Συριακῆς # δ . οἴνῳ Ἀμιναίῳ κατάρραινε τὰ ξηρά .
6266693 Ἀσσυριας
Γαραμαίων ἡ Ἀρβηλῖτις χώρα Πόλεις δέ εἰσι καὶ κῶμαι τῆς Ἀσσυρίας παρὰ μὲν τὸ τοῦ Τίγριδος μέρος : Μάρδη .
Κιλικίας Συέννεσις , Φοινίκης καὶ Ἀραβίας Δέρνης , Συρίας καὶ Ἀσσυρίας Βέλεσυς , Βαβυλῶνος Ῥωπάρας , Μηδίας Ἀρβάκας , Φασιανῶν
6260742 ἀντιδοτου
δέοντι . κάλλιστος δὲ καὶ πρῶτος ἔστω σοι καιρὸς τῆς ἀντιδότου ἀρχομένου ἔαρος καὶ ἡλίου διαπορευομένου τὸν κριόν . εἰ
δὲ πάλιν καὶ ἀναλαβόντα τὸ σωμάτιον διδόναι τῆς διὰ κολοκυνθίδος ἀντιδότου ὀβολοὺς ἐννέα ἐν μελικράτῳ , καὶ διαστήσαντα ἡμέρας πάλιν
6254662 νομιζομενης
κατασκευασθέντα μὲν ὑπὸ τοῦ τελευταίου βασιλέως Ταρκυνίου , τῆς δὲ νομιζομένης παρὰ Ῥωμαίοις ἀνιερώσεως οὐ τυχόντα ὑπ ' ἐκείνου .
ἐν ταῖς ἀμίσιν . Ἐπεὶ γὰρ ταῦτα μικροῦ δεῖν πάσης νομιζομένης ἠμοίρησε διαφανείας τῇ πρὸς τὰ λευκὰ ἐπιτεταμένως ὄντα διαφανεῖ
6250289 Ἀσσυριης
Ϡ κάμψαντι τὴν Κάραμβιν μέχρι Σινώπης . αὐτίκα δ ' Ἀσσυρίης : Ἀσσυρίαν εἶπε [ τὴν Συρίαν ] τὴν Καππαδοκίαν
παύονται καμάτου καὶ ὀϊζύος αἰνῆς . τοὺς δὲ μετ ' Ἀσσυρίης πρόχυσις χθονὸς ἐκτετάνυσται , ἔνθα δ ' Ἀμαζονίδεσσιν ἀπ
6248744 κογχυλιον
ἐξήλλοντο δελφίνων δίκην . Σώφρων δὲ τὸν σωλῆνα γλυκύκρεών φησι κογχύλιον , χηρᾶν γυναικῶν λίχνευμα . τοὺς δὲ στραβήλους Δέρκυλος
φοινικίνας σανίδας καὶ δᾷδας : καὶ τὸ Ἀραβικὸν φάρμακον καὶ κογχύλιον τὸ ἐν τῇ λίμνῃ γιγνόμενον , ἣ ἀπέχει ἀπὸ
6248404 Χιας
. . . . . . . οὐγ . αʹ Χίας . . . . . . . . .
. Ἀνωτερικὸν ξηρὸν κοιλιακοῖς , δυσεντερικοῖς . Στυπτηρίας καὶ μαστίχης Χίας ἴσα : ἕκαστον λειώσας καὶ σήσας λείου ἅμα μίσγων
6244172 λευκης
αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί , ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς τακείσης χιόνος ὑγραίνει γύας . Πρωτεὺς δ ' ὅτ
τὴν κοινὴν ἐκτροχάσομεν . Δεῖ τοίνυν καρκίνους ποταμίους ἐπὶ κληματίδος λευκῆς ἀμπέλου καῦσαι , καὶ τὴν τέφραν αὐτῶν λειοτριβήσαντα ἔχειν
6237016 Λυκτον
, οἳ Κνωσόν τ ' εἶχον Γόρτυνά τε τειχιόεσσαν , Λύκτον Μίλητόν τε καὶ ἀργινόεντα Λύκαστον Φαιστόν τε Ῥύτιόν τε
μιν ἷκτο φέρουσα θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν , πρώτην ἐς Λύκτον : κρύψεν δέ ἑ χερσὶ λαβοῦσα ἄντρῳ ἐν ἠλιβάτῳ
6235486 Ναξιας
; ἢ κόψομεν τὴν μᾶζαν ὥσπερ ὄρτυγα ; Δίδου μασᾶσθαι Ναξίας ἀμυγδάλας , οἶνόν τε πίνειν Ναξίων ἀπ ' ἀμπέλων
, καὶ μάλιστα ὅταν τυρωθῇ τὸ γάλα . τὸ τῆς Ναξίας ἀκόνης ἀπότριμμα τιτθούς τε παρθένων κωλύει πρὸ ὥρας ἐμφυσᾶσθαι
6229246 ἐγκεχειριστο
πράξεσι δεδηλωμένα , πρῶτος τῆς ἐν Ἀθήναις παροικίας τὴν ἐπισκοπὴν ἐγκεχείριστο . Ἄλλη δ ' ἐπιστολή τις αὐτοῦ ΠΡΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΑΣ
ἦν καὶ τὴν τοῦ δουκὸς Κωνσταντινουπόλεως ἀξίαν παρ ' αὐτοῦ ἐγκεχείριστο , κἀντεῦθεν καὶ πάντες ἐξ αὐτοῦ κατωνομάσθησαν οἱ Δουκώνυμοι
6228862 Ἀβαντις
Ἑλικωνιάς , Ὀλύμπιος Ὀλυμπιάς , Δήλιος Δηλιάς . τὸ δὲ Ἀβαντίς ἀπὸ τῆς Ἄβαντος γενικῆς , ὡς Ἑλικωνίς τῆς Ἑλικῶνος
Σικελῶν , Μεταποντῖνος Λεοντῖνος Βρεντεσῖνος Τερεντῖνος Ἀρρητῖνος Ἀσσωρῖνος Ἐρυκῖνος . Ἀβαντίς , ἡ Εὔβοια , ὡς Ἡσίοδος ἐν Αἰγιμίου βʹ
6225213 προσαγορευομενη
. ‚ τῇ δὲ λαγών ἡ διὰ τοῦ ω παραπλησίως προσαγορευομένη λαγῴ παρ ' Εὐπόλιδι ἐν Κόλαξιν ἵνα πάρα μὲν
ἀστέρων παραδοῦναι ἐνεργείας καὶ διαθέσεις . Πρώτη βοτάνη ἡλίου ἡ προσαγορευομένη ἡλιοτρόπιον : εἰσὶ δὲ πλείονα εἴδη ἡλιοτροπίων , ἀλλὰ
6224101 Φερενικου
Πίσα καὶ ὁ Φερένικος νικήσας παρέσχε λόγων εὐπορίαν . καὶ Φερενίκου χάρις : ὄνομα τοῦ νικήσαντος ἵππου . ὁ δὲ
ἄνδρες δικασταί , περὶ τῆς φιλίας τῆς ἐμῆς καὶ τῆς Φερενίκου πρῶτον εἰπεῖν πρὸς ὑμᾶς , ἵνα μηδεὶς ὑμῶν θαυμάσῃ
6210870 Γεδρωσιας
, ἡνιοχεῖν δὲ παρὰ Ἀθηνᾶς ἔμαθον . Βαρύγαζα , ἐμπόριον Γεδρωσίας τῶν σφόδρα ἐπισήμων . οἱ οἰκοῦντες καὶ ὁ κόλπος
τῆς Καρμανίας ἔθνος παροικεῖ . Καὶ μετὰ τοῦτο τὸ τῆς Γεδρωσίας ἔθνος κείμενον τυγχάνει : ἑξῆς δὲ τούτων ἐστὶν ἡ
6209565 βυβλου
κατὰ τὴν ἐν ἀρχῇ πρόθεσιν τοῦτο τέλος ποιησόμεθα τῆσδε τῆς βύβλου . Ὡς Πέρσαι Εὐαγόραν ἐν τῇ Κύπρῳ διεπολέμησαν .
. γελοῖοι οὖν οἱ λέγοντες Ναυκρατίτην στέφανον τὸν ἐκ τῆς βύβλου τῆς στεφανωτρίδος καλουμένης παρ ' Αἰγυπτίοις καὶ ἐκ ῥόδων
6204105 Γλαυκιον
. [ Περὶ τῶν ἐν τοῖς ὠσὶ ἑλκῶν . ] Γλαύκιον μετ ' ὄξους ἀποτρίψας ἔγχει . εἰ δὲ ὑγρὰ
ταῖς μελλούσαις εἰρῆσθαι δυνάμεσι χρηστέον . ἔχουσι δὲ οὕτω . Γλαύκιον , λύκιον καὶ μηκώνιον τρίψας μετὰ μέλιτος ἐπίβαλε :
6203840 Ἰλλυριας
πολίτης Ἀγχιαλεύς , ὡς Σινώπη Σινωπεύς . ἔστι δὲ καὶ Ἰλλυρίας ἄλλη , κτίσμα Παρίων , παρ ' ᾗ κόλπος
. τὸ ἐθνικὸν Πρᾶκες καὶ Πρακηνοί . Πρᾶκνος , πόλις Ἰλλυρίας . τὸ ἐθνικὸν Πράκνιοι . Πράξιλος , πόλις Μακεδονίας
6194341 Κωρυκος
' εὔκολον οὐδ ' εὔσχημον : διὸ παραιτήσεως ἄξιον . Κώρυκος ἐπὶ μὲν τῶν ἀσθενεστέρων ἐμπίπλαται κεγχραμίδων ἢ ἀλεύρων ,
παρὰ τὸ Κωρύκιον ἢ ἀπὸ τοῦ Κωρυκία . ἔστι καὶ Κώρυκος ὄρος ἀρσενικῶς λεγόμενον ὑψηλὸν πλησίον Τέω τῆς Ἰωνίας καὶ
6189972 ἀκυλος
τὴν ἀηδίαν συναλείφοντες τρισυλλάβως γράφουσιν , διὸ καὶ ἐξετάθη . ἄκυλος : ὁ τῆς πρίνου καρπός . ὑῶν δ '
. οὐδ ' ἀκύλοις : ταῖς τῆς πρίνου βαλάνοις : ἄκυλος γὰρ ὁ τῆς πρίνου καρπός . αἱ μὲν γὰρ
6186159 Ἐφυρας
Πελοποννήσου . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . ἡ αὐτὴ ἐκαλεῖτο Ἐφύρα ἀπὸ Ἐφύρας τῆς Μύρμηκος τῆς Ἐπιμηθέως γυναικός . , : φησὶ
, ἀπὸ Ἐφύρας τῆς Ἐπιμηθέως θυγατρός : Εὔμηλος δὲ ἀπὸ Ἐφύρας τῆς Ὠκεανοῦ καὶ Τηθύος , γυναικὸς δὲ γενομένης Ἐπιμηθέως
6179635 ὀνομαζομενη
ἐν τῷ εʹ ” ἀναχθέντι δ ' ἀπὸ τούτων πόλις ὀνομαζομένη Χαλισία „ . ἔστι καὶ ἄλλη πρὸς τῷ Πόντῳ
δέρματος ἀφίσταταί τε καὶ ἀποπίπτει καθάπερ τις λοπὸς ἡ ἐπιδερμὶς ὀνομαζομένη , καθ ' ἣν ἴσχονται μᾶλλον τῶν εἰς τὸ
6168117 βελτιστης
. καὶ Ἀντιφάνης δ ' ἐν Παιδεραστῇ : τῆς τε βελτίστης μεσαῖον θυννάδος Βυζαντίας τέμαχος ἐν τεύτλου λακιστοῖς κρύπτεται στεγάσμασιν
. βύστραν τιν ' ἐκ φύλλων τινῶν . τῆς τε βελτίστης μεσαῖον θυννάδος Βυζαντίας τέμαχος ἐν τεύτλου λακιστοῖς κρύπτεται στεγάσμασιν
6164161 Θραικης
ταυτί : περὶ δὲ τὸν αὐτὸν χρόνον Χαλκιδέων τῶν ἐπὶ Θράικης θλιβομένων τῶι πολέμωι καὶ πρεσβευσαμένων Ἀθήναζε , Χαρίδημον αὐτοῖς
Πραξιδαμαντείοις [ . ] φησίν , ὅτι οἱ μὲν ἐκ Θράικης εἰρήκασι τὸν ἄνδρα εἶναι , οἱ δὲ αὐτόχθονα ἐξ
6156419 ἀγριας
τὴν σκευασίαν ; πότερον χλωρῷ τρίμματι βρέξας , ἢ τῆς ἀγρίας ἅλμης πάσμασι σῶμα λιπάνας πυρὶ παμφλέκτῳ παραδώσω ; ἔφα
ὅθεν καὶ τοῖς ὀνειρώττουσι δίδοται . οὕτω δὲ καὶ τῆς ἀγρίας καννάβεως ὁ καρπός , εἰ πλείω ποθείη , ξηραίνει
6148776 παραλιου
Ἰνδὸν ποταμόν , ναύσταθμον ἔχειν βουλόμενος τῆς παρὰ τὸν ὠκεανὸν παραλίου . περὶ μὲν οὖν τῆς χώρας καὶ τῶν ἐν
κοχλιοκογχύλιον τὸ λιβυκόν : καὶ ὁ αἰγύπτιος κόγχος ὁ τῆς παραλίου , ὃς καλεῖται πίννα : καὶ ἡ ἴσατις βοτάνη
6130702 Σαρματιας
κάτω περίπλους . Γερμανίας [ τῆς ] μεγάλης περίπλους . Σαρματίας τῆς ἐν Εὐρώπῃ περίπλους . Περὶ τῶν Πρεττανικῶν νήσων
τοῦ Ῥᾶ ποταμοῦ , ἐν ᾗ τὸ ὅριον τῆς τε Σαρματίας καὶ τῆς Σκυθίας . . . . . .
6123236 ἐρινεος
συκῆν . οὐκ ἔστι δὲ οὕτως , ἀλλ ' ἡ ἐρινεὸς εἶδός ἐστι συκῆς ἀπὸ Ἐρινεοῦ πόλεως Δωρικῆς † .
καὶ τὰ ὑπὸ ταὐτὸ γένος , οἷον κότινος ἐλάας καὶ ἐρινεὸς συκῆς καὶ ἀχρὰς ἀπίου . πάντα γὰρ ταῦτα ὀζωδέστερα
6117225 ὀκταποδος
πρὸς ἄλληλα , ὃν ἀριθμὸς πρὸς ἀριθμόν . τῆς γὰρ ὀκτάποδος καὶ ἑξάποδος αἱ πλευραὶ ῥηταὶ μέν εἰσιν ὡς δυνάμει
ἡ ΒΕ ἡ ὅλη πυραμὶς ἐννεάπους ἐστὶν μείζων οὖσα τῆς ὀκτάποδος τῆς οὔσης τρίτου τῆς εἰκοσιτεσσαράποδος . μᾶλλον δὲ ῥητέον
6111928 Ἀραβιας
κεῖται κατὰ τὴν καλουμένην Πέτραν καὶ τὴν Παλαιστίνην [ τῆς Ἀραβίας ] : εἰς γὰρ ταύτην τόν τε λίβανον καὶ
Καρδυτός πόλις . τὸ Σεβέννυτος τετρασύλλαβον . ἔστι καὶ πόλις Ἀραβίας , ἡ πρότερον καλουμένη Διόσπολις . τὸ ἐθνικὸν τὸ
6108113 Λατινης
εἰς τοὔμπροσθεν τῆς ἡλικίας προϊών . Ἐνστάσης δέ τινος ἑορτῆς Λατίνης , ὁπότε καὶ τοὺς ὑπάτους εἰς Ἄλβαν τὸ ὄρος
ἃς διορίζουσιν αἱ δύο Τύχαι ἐφ ' ἑκάτερα ἱδρυμέναι τῆς Λατίνης ὁδοῦ , καὶ ἔτι Σουέσσουλα καὶ Ἀτέλλα καὶ Νῶλα
6102510 μυρικης
ἀναγαργαριζέσθω , ἢ τρυγὶ οἴνου μετὰ μέλιτος διαχριέσθω . ἢ μυρίκης καρπὸν λειώσας μετὰ μέλιτος διάχριε . [ Πρὸς νεμομένας
ἀντὶ κίκεως , γλοιὸς ἀπὸ παλαίστρας . ἀντὶ κικίδος , μυρίκης καρπός . ἀντὶ κινναβάρεως , ῥοδοειδές . ἀντὶ κινναμώμου
6094574 ὀνομαζομενης
ἃ οὐ δεῖ . . : περὶ δὲ τῆς σωματικῆς ὀνομαζομένης ἐπιθυμίας τοιαῦτα λέγειν ἔφασαν τοὺς ἄνδρας ἐκείνους . αὐτὴν
καὶ γάλα μίσγουσαι τὸ παιδίον ἔθρεψαν καὶ τῆς αἰγὸς τῆς ὀνομαζομένης Ἀμαλθείας τὸν μαστὸν εἰς διατροφὴν παρείχοντο . σημεῖα δὲ
6093225 ἀκυλον
. ” ἄκυλος ὁ τῆς πρίνου καρπός : “ πὰρ ἄκυλον βαλάνου ἔβαλεν καρπόν τε κρανείης . ” ἀκμοθέτῳ τῷ
ὣς οἱ μὲν κλαίοντες ἐέρχατο : τοῖσι δὲ Κίρκη πὰρ ἄκυλον βάλανόν τ ' ἔβαλεν καρπόν τε κρανείης ἔδμεναι ,
6088759 Κομμαγηνη
ἔχουσα τὸν Εὐφράτην ποταμὸν καὶ αὐτὴ [ καὶ ] ἡ Κομμαγηνὴ ὅμορος οὖσα . ἔστι δὲ φρούριον ἀξιόλογον τῶν Καππαδόκων
μέσον κείμενα τῆς ὅλης οἰκουμένης , Βιθυνία Φρυγία Κολχικὴ Συρία Κομμαγηνὴ Καππαδοκία Λυδία Κιλικία Παμφυλία , τὴν θέσιν ἔχοντα πρὸς
6083067 Κεφαλληνιας
. καὶ Ἀρσινοΐτης ἀπὸ τῆς Αἰγυπτίας . Τάφος , πόλις Κεφαλληνίας , νῦν δὲ Ταφιοῦσσα . ” ἔστι καὶ νῆσος
' ἀπό τινος ἐπιχωρίου ἥρωος εἴτ ' ἐξ Ἰθάκης καὶ Κεφαλληνίας ἀποικήσαντος . καλεῖται μὲν οὖν καὶ ἄκρα τις Ἄμπελος
6079256 ὑποσταθμης
παγῆναι ἀποτίθεται ἐν ὀστρακίνῳ καινῷ ἀγγείῳ , ἀποξυομένης ἐπιμελῶς τῆς ὑποστάθμης . εἰ δ ' ἀθεράπευτον ἀποθέσθαι βούλει , ποίει
, τερεβινθίνης γο Ϛʹ , ἰρίνου μύρου ἢ κυπρίνου τῆς ὑποστάθμης ὅσον γο βʹ , οἴνου τὸ ἱκανόν . ἀμμωνιακόν
6075799 Κελτογαλατιας
περίπλους . Λουσιτανίας περίπλους . Ταρρακωνησίας περίπλους . Τῆς καλουμένης Κελτογαλατίας περίπλους . Τὰ δὲ κατὰ μέρος οὕτως ἔχει .
ὡς Κωνσταντιναῖος ἀπὸ τοῦ Κωνσταντῖνα . Ἀκυτανία , ἐπαρχία τῆς Κελτογαλατίας , μία τῶν τεσσάρων . Μαρκιανὸς ἐν περίπλῳ αὐτῆς
6075523 ἠχητικης
, ἀνήγειρεν . ἐτάρασσεν . παραυτίκα . ἠχητικῆς . τῆς ἠχητικῆς , τῆς ἐν τῷ ῥεύματι κινουμένης . κρούσει .
Ἑλλήνων ἐξέκαιεν καὶ ἀνήγειρεν ἡ σάλπιγξ . ῥοθιάδος : τῆς ἠχητικῆς : ἢ τῆς ἐν ὑγρῷ ἐλαυνομένης . τὸ Θεμιστοκλέους
6073534 ἀνεμωνης
, πρασίου , ἐλλεβόρου λευκοῦ , τῆς Ποντικῆς ῥίζης , ἀνεμώνης , πηγάνου , καὶ μᾶλλον ἀγρίου , καστόρειον ,
ἄνθος φοινικοῦν , ἐνίοτε δὲ λευκόν , ὅμοιον τῷ τῆς ἀνεμώνης : καρπὸς πυρρός : ῥίζα δ ' ὑπομήκης ,
6072908 Μαρκιανος
Νάρβων , ἐμπόριον καὶ πόλις Κελτική . Στράβων τετάρτῃ . Μαρκιανὸς δὲ Ναρβωνησίαν αὐτήν φησι . τὸ ἐθνικὸν Ναρβωνίτης ὡς
κατὰ μέρος ] [ Μάργανα , πόλις τῆς Ἰνδικῆς . Μαρκιανὸς ἐν Περίπλῳ . Ἔστι καὶ Μαργάναι πληθυντικῶς . ]
6057957 Τιγγιτανης
καὶ ιε κθ ∠ ʹ . Πόλεις δέ εἰσι τῆς Τιγγιτανῆς μεσόγειοι αἵδε [ ἐπίσημοι ] : Ζιλία . .
περίπλους . Τὰ δὲ κατὰ μέρος οὕτως ἔχει . Μαυριτανίας Τιγγιτανῆς περίπλους . Λιβύης τῆς ἐντὸς περίπλους . Περὶ τῶν
6056836 ἀνεθρεψατο
ἡμᾶς ἡ φιλτάτη γῆ ἁπλοϊκοὺς καὶ φιλαλλήλους τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ἀνεθρέψατο . Βάλλ ' ἐς μακαρίαν , οἷον κακόν ἐστιν
τὴν πόλιν τῶν Περσῶν τὴν φιλοῦσαν τοὺς αὑτῆς πολίτας οὓς ἀνεθρέψατο . τινὲς δὲ τὸ ὥστε στένειν ἐπὶ τῆς πόλεως
6055446 Μεσηνης
οἱ πολῖται Ὀπούντιοι . Ὄραθα , πόλις τῆς ἐν Τίγρητι Μεσήνης . Ἀρριανὸς Παρθικῶν ἑκκαιδεκάτῳ . τὸ ἐθνικὸν Ὀραθηνός .
πατρὸς , Δωρικὸς ἁρμονίην . Ἴβυκος Ἰταλὸς ἐκ Ῥηγίου ἠὲ Μεσήνης Ἠελίδα πατρὸς , Δωρίδα δ ' ἡρμόσατο . Παρθενίου
6053477 κιναρας
, καὶ διὰ τοῦτο δύνασαι διὰ παντὸς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἔχειν κινάρας . δαφνάτους ποιήσεις κινάρας , ἐὰν λαβὼν δάφνης καρπόν
δύνασαι διὰ παντὸς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἔχειν κινάρας . δαφνάτους ποιήσεις κινάρας , ἐὰν λαβὼν δάφνης καρπόν , καὶ τρήσας ,
6044559 κικεως
κνίκου σπέρματος , ἄγνου σπέρμα . ἀντὶ κολοκυνθίδος , σπέρμα κίκεως , ὃ ἔστι κρότωνος . ἀντὶ κολοφωνίας , ἀπόχυμα
σισυμβρίου , ὤκιμον . ἀντὶ σκαμμωνίας , κολοκυνθὶς , κρότωνες κίκεως , ἐντεριῶνες ἢ λαθύρις . ἀντὶ σκίγκου , σατύριον
6043563 δασειας
υ προτακτικὴν συλλαβὴν ἔστιν εὑρέσθαι καὶ ἁπάσας τὰς ἐν φωνήεσιν δασείας κατὰ τὸ κοινὸν ἔθος , ὑποτακτικὰς δὲ τὰς διὰ
παρακείμενος ἦρκα , ὁ παθητικὸς ἦρμαι , ἁρμός , τῆς δασείας διελθούσης , ὡς εἴρω εἱρμός . . . .
6042556 Ἀρετης
τὸν ἀέρα περιπολοῦσαι ἐφορῶσι τὰ τῇδε . Ἢ ἀπὸ τῆς Ἀρετῆς , ὥς φησιν Ὀρφεύς : Μητέρα δ ' ἡρώων
εὐδαιμονίαν κεκτῆσθαι . οὕτω πως διώικει Πρόδικος τὴν ὑπ ' Ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν : ἐκόσμησε μέντοι τὰς γνώμας ἔτι μεγαλειοτέροις
6038922 παροχος
παραπλέκεται τὰς τρίχας . πάραντα : πλάγια , ἑτεροκλινῆ . πάροχος : ὁ παροχούμενος ἐκ τρίτων τῷ νυμφίῳ καὶ τῇ
ἡ νύμφη , ἑκατέρωθεν δὲ ὅ τε νυμφίος καὶ ὁ πάροχος . οὗτος δέ ἐστι φίλος ἢ συγγενὴς ὁ μάλιστα
6038121 Θηβαϊδος
' ἐστὶν Ἑρμοπολιτικὴ φυλακή , τελώνιόν τι τῶν ἐκ τῆς Θηβαΐδος καταφερομένων : ἐντεῦθεν ἀρχὴ τῶν ἑξηκοντασταδίων σχοίνων ἕως Συήνης
πλείω πεδιάς . εἶναι δὲ ἐξ ἀρχῆς τε μοῖραν τῆς Θηβαΐδος τὴν πόλιν φασὶ καὶ ὕστερον διαπεσόντας Θηβαίων ἐς αὐτὴν
6033637 μηκωνος
ἀνώδυνον ἐπίθεμα κατ ' αὐτοὺς τοὺς παροξυσμοὺς χρωμένων : ὀποῦ μήκωνος , κρόκου ἀνὰ ⋖ δ λειώσας μετὰ γάλακτος βοείου
' ἱκανῶς ψύχειν πέφυκεν . οὕτω δὲ καὶ τὸ τῆς μήκωνος σπέρμα καὶ τὸ τοῦ κωνείου , καίτοι τοῦτο σφοδρότατον
6033382 Σκυθιας
Π . μον . λ . : Σῆθος , ποταμὸς Σκυθίας , ὡς Φιλοστέφανος . . . . : Φησὶ
Χαλύβων ] ὡς ἀπόλοιτο ? [ ] γένος : Χάλυβες Σκυθίας ) ἔθνος ? ? ? , παρ ' οἷς
6032053 Πισιδιας
ὅση κατὰ τὴν ἐξουσίαν ἀφ ' Ἑλλησπόντου διὰ Λυδίας καὶ Πισιδίας ἐπὶ Παμφυλίαν ἀφορίζεται . καὶ πολλὴν εἰς τὰ πράγματα
τῆς Καρίας κατασχεῖν τῆς μέχρι Μύνδου καὶ Βαργυλίων καὶ τῆς Πισιδίας ἀποτεμέσθαι πολλήν . ὕστερον δ ' ἅμα τοῖς Καρσὶ
6026418 Τυρσηνιας
τρίτῳ . τὸ πρωτότυπον αὐτῶν Νουκερία . Νουκρία , πόλις Τυρσηνίας . Φίλιστος [ ιεʹ ] ιαʹ . καὶ τὸ
τοῖς Ἀθηναίοις , οἳ πρότερον περιεωρῶντο , καὶ ἐκ τῆς Τυρσηνίας νῆες πεντηκόντοροι τρεῖς . καὶ τἆλλα προυχώρει αὐτοῖς ἐς
6023093 Καμπανιας
τὰ μέχρι τοῦ Σικελικοῦ πορθμοῦ . πρῶτον δὲ περὶ τῆς Καμπανίας ῥητέον . ἔστι δ ' ἀπὸ τῆς Σινοέσσης ἐπὶ
κτίσμα Μασσαλιωτῶν . δευτέρα Μακεδονίας . τρίτη Σικελίας . τετάρτη Καμπανίας . ὁ πολίτης Ἐμπορίτης . Ἐνετοί . Ὅμηρος ”
6022362 γλυκυρριζης
ἐπιτείνει . μιγνύναι δ ' ἑψωμένῳ τῷ τοιούτῳ φαρμάκῳ καὶ γλυκυρρίζης ῥίζαν ὡς συνεψηθῆναι : μὴ παρούσης δ ' ἐκείνης
δὲ χρονίως καυσουμένους τὸν στόμαχον ὠφελεῖ ἅμα καὶ δίψαν παύει γλυκυρρίζης χυλὸς πινόμενος καὶ αὐτὴ ἡ ῥίζα σὺν τῷ ὕδατι
6019362 ἐντεριωνης
οὔρῳ παλαιῷ ἐγχυμάτιζε . ἄλλο . κολοκυνθίδος τοῦ σπέρματος τῆς ἐντεριώνης , στυπτηρίας Αἰγυπτίας ἴσα , μετὰ κεδρίνου ἐλαίου λειώσας
δὲ αὐτοῦ ἡ σύνθεσις οὕτως : ἑλλεβόρου μέλανος χωρὶς τῆς ἐντεριώνης δραχ . δʹ , σκαμμωνίας δραχ . αʹ ,
6013366 Σουσιανης
ποταμοῦ μέχρι τῶν ἐκβολῶν τοῦ Ὀροάτιος ποταμοῦ τοῦ παράπλου τῆς Σουσιανῆς χώρας στάδιοι ͵γυλʹ . Ἡ Περσὶς κεῖται μὲν καὶ
Μεγάλης Ἀσίας [ Πίναξ πέμπτος ] Ἀσσυρίας , Μηδίας , Σουσιανῆς , Περσίδος , Παρθίας , Καρμανίας Ἐρήμου . [
6005083 μεσογαιας
, καὶ Δρίβυκες : μεθ ' οὓς διατείνοντες μέχρι τῆς μεσογαίας Ἀμαριάκαι : καὶ Μάρδοι : κατέχουσι δὲ καὶ τὰ
νήσους στενῶν ἰχθυοφάγοι καὶ κρεοφάγοι κατοικοῦσι καὶ κολοβοὶ μέχρι τῆς μεσογαίας . εἰσὶ δὲ καὶ θῆραι πλείους ἐλεφάντων καὶ πόλεις
6002512 παραλον
Ἰωνούζην δείσας αὐτόν , ὡς οἶμαι , ἐμβὰς δὲ ἐς πάραλον τὴν αὐτοῦ ἀπέπλευσεν ἐπὶ Αἴνου κἀκεῖθεν ἀφίκετο ἐς τὴν
πόλεως τῆς προειρημένης ῥυπαρὰ ἐσνέων καὶ ἀνιὼν ἐς οἶκόν τινα πάραλον , ἔνθα ἦν ἐμπόρων Ἰβηρικῶν φόρτος καὶ ταρίχη τὰ
5997156 σφετερης
[ ! ! ! ] ? [ παιδὸς ] ὕπερ σφετέρης πνεῦμαπε ? [ ] ? ? ! [ ὤλεσεν
ἔαρ χειμῶνος , ὅσον μῆλον βραβίλοιο ἥδιον , ὅσσον ὄις σφετέρης λασιωτέρη ἀρνός , ὅσσον παρθενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυναικός ,
5981489 κολοκυνθης
ἢ ἄρτου . Τοὺς δὲ τὴν ἐπιφάνειαν καυσουμένους ὠφελεῖ , κολοκύνθης ξεσμάτων ὁ χυλὸς μετὰ ῥοδίνου ἢ ὄμφακος χυλὸς ὁμοίως
πυρετόν . ] Πέπονος ἡμέρου ὁ χυλὸς συγχριόμενος , ἢ κολοκύνθης ξυσμάτων ὁ χυλὸς συγχριόμενος καὶ ῥόδα μετ ' ἐλαίου
5981164 Μυτιληνης
ὁ οἰκιστής . οἱ δὲ ἀπὸ Μύτωνος τοῦ Ποσειδῶνος καὶ Μυτιλήνης , ὅθεν Μυτωνίδα καλεῖ τὴν Λέσβον Καλλίμαχος ἐν τῶι
, πόλις ἐν Λέσβῳ μεγίστη . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . ἀπὸ Μυτιλήνης τῆς Μάκαρος ἢ Πέλοπος θυγατρός . οἱ δὲ ὅτι
5978321 Καλαβριας
λθʹ δʹʹ Οὔξεντον μβʹ λθʹ Ϛʹʹ Οὐέρητον μβʹ γʹʹ λθʹ Καλαβρίας μεσόγειοι Στοῦρνοι μβʹ ∠ ʹʹ λθʹ γʹʹ Οὔρητον μβʹ
. Στράβων τρίτῃ . οἱ οἰκήτορες Κανταβροί , ὡς τῆς Καλαβρίας Καλαβροί . Κάντανος , πόλις Κρήτης , ὡς Ξενίων
5978185 Ἀρταξατα
: Ὁ δὲ τῆς Ἀρμενίας βασιλεὺς Πάκορος ἐν τούτῳ περὶ Ἀρτάξατα καὶ τὴν Ὠτηνὴν τῆς Ἀρμενίας διάγων . Τὸ ἐθνικὸν
Ἀκισηνῆς καὶ Ὀδομαντίδος καὶ ἄλλων τινῶν ὁ δὲ τῆς περὶ Ἀρτάξατα , συνηύξησαν ἐκ τῶν περικειμένων ἐθνῶν ἀποτεμόμενοι μέρη ,
5977858 ῥοθιαδος
βρύχιον ἀντὶ τοῦ νειόθεν καὶ ἀπὸ τοῦ βυθοῦ . . ῥοθιάδος ] ἦχον ἐκ ῥοθίου ἀποτελούσης . . βρύχιον ]
] τὰ τῶν Ἑλλήνων ἐξέκαιεν καὶ ἀνήγειρεν ἡ σάλπιγξ . ῥοθιάδος : τῆς ἠχητικῆς : ἢ τῆς ἐν ὑγρῷ ἐλαυνομένης
5977705 Ταυρικης
Αἰήτην βασιλεῦσαι τῆς Κολχίδος , τὸν δ ' ἕτερον τῆς Ταυρικῆς , ἀμφοτέρους δὲ διενεγκεῖν ὠμότητι . καὶ Πέρσου μὲν
Ἀπὸ δὲ Λαμπάδος εἰς τὸ Κριοῦ μέτωπον , ἀκρωτήριον τῆς Ταυρικῆς , ὑψηλὸν ὄρος , στάδιοι σκʹ , μίλια κθʹ
5977611 καλουμενης
κρηπῖδα κατεβάλετο Ῥωμύλος : ὃς ἐκ Ῥέας Σιλβίας , οὕτω καλουμένης Ἑστιακῆς παρθένου , τῷ Ἄρεϊ συνελθούσης , ὡς ὁ
καὶ τῶν γογγυλῶν , ἃς βουνιάδας ὀνομάζουσι , καὶ τῆς καλουμένης κάρους . ὤκιμον κακοχυμότατον , γογγυλὶς ἡ ὠμοτέρα ,
5977589 πτελεας
φυτὸν ἀτάλυμνον προσαγορεύεται ] : ἀτὰρ δὴ καὶ τὸ τῆς πτελέας ἐπιβάλλων ὑ - γρόν , ὃ δὴ καταρρέον ἐκ
τῆς ῥίζης μετρίως , πράσιον καταπλασσόμενον , πρόπολις μετρίως , πτελέας τὰ φύλλα , ὁ δὲ φλοιὸς καὶ ἡ ῥίζα
5976295 προπολεως
. . . . . . . οὐγγ . δʹ προπόλεως . . . . . . . . οὐγγ
δραχμὰς πδ , τερεβινθίνης δραχ . ιη , ἀριστολοχίας , προπόλεως , χαλβάνης , ἀνὰ δραχ . κ , ἰοῦ
5976131 ὀξυγγιου
δὲ ἄλλο ἄμεινον τοῦ ὑφ ' ἡμῶν συντεθέντος οὕτως : ὀξυγγίου . . . . . λιτρ . αʹ ὠὰ
ἴσα . Ἄλλως τὸ ψιττάκιον . Κηροῦ , κολοφωνίας , ὀξυγγίου , ὑοσκυάμου φύλλων ἴσα . Ἀπόστημά ἐστι φθορὰ καὶ
5965097 Λυκιᾳ
. ὁ πολίτης Συεδρεύς . Σύεσσα , καλύβη τις ἐν Λυκίᾳ , ἀπὸ Συέσσης γραός τινος ὑποδεξαμένης τὴν Λητώ .
κατακαιομένων νεκρῶν γίνεταί τι λείψανον , ὁ δ ' ἐν Λυκίᾳ λίθος , ἐξ οὗ τὰς σοροὺς ποιοῦσι , καὶ
5963949 δενδρωδης
ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα ἱκανῶς , ἀκτὴ ἥ τε δενδρώδης καὶ ἡ χαμαιάκτη , ἄμι , ἀνθεμὶς ἢ χαμαίμηλον
πεδινὸς ἢ ὀρεινός , ἄνυδρος ἢ κάθυγρος , ψιλὸς ἢ δενδρώδης , καὶ πάντα τὰ παραπλήσια . τῷ δὲ τρόπῳ
5957585 Παρθικων
Συρβανή , νῆσος ἐν τῷ Εὐφράτῃ , ὡς Κουάδρατος ἐνάτῳ Παρθικῶν . τὸ ἐθνικὸν Συρβανηνός . Σύρινθος , πόλις Κρήτης
Γερήνιος . Γερμανίκεια , πόλις Εὐφρατησίας . Κουάδρατος ἐν τρίτῃ Παρθικῶν χωρίον αὐτήν φησιν . ὁ πολίτης Γερμανικεύς . Γέρμαρα
5955049 πευκης
” . ΓΘ οὐδέ ] ἄρξει . Γ εἴπερ ἐκ πεύκης γε κἀγώ : ὡσανεὶ ἔλεγεν “ εἴπερ ἐξ ἀνθρώπων
οἱ ὄζοι πυκνότατοι καὶ στερεώτατοι μόνον οὐ διαφανεῖς ἐλάτης καὶ πεύκης καὶ τῷ χρώματι δᾳδώδεις καὶ μάλιστα διάφοροι τοῦ ξύλου
5954658 Ἀχαϊας
αὐτοῦ φθινοπώρου ἀρχομένου ἤδη καὶ Ἐνετοὶ ἐστράτευσαν ἐπὶ Πάτρας τῆς Ἀχαΐας ναυσὶ τεσσαράκοντα καὶ δισχιλίοις ὁπλίταις , καὶ ἀποβάντες ἐπολιόρκουν
καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις ὥρας γεʹ . Τῆς δὲ Ἀχαΐας αἱ μὲν Βοιώτιαι Θῆβαι τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχουσιν ὡρῶν
5954376 Ἀβαρνιδος
ἐν τῆι ε λέγει κληθῆναι αὐτὴν ἀπὸ τῆς ἐν Φωκαίδι Ἀβαρνίδος ὑπὸ Φωκαέων τὴν Λάμψακον κτιζόντων . . Σίγη :
κτιζόντων . Ἀπολλώνιος ” Περκώτην δ ' ἐπὶ τῇ καὶ Ἀβαρνίδος ἠμαθόεσσαν ἠιόνα ” . τοῦτο δὲ Σοφοκλῆς ὑπομνηματίζων ἱστορεῖ
5953627 Μηνιγξ
Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις ὥραις α ∠ ʹιε : ἡ δὲ Μῆνιγξ νῆσος ἔχει τὴν μεγίστην ἡμέραν ὡρῶν ιδ ιβʹ ,
. . . . . . λθ δʹ λα δʹ Μῆνιγξ . . . . . . . . .
5946416 Σκαμμωνιας
, καθεψείσθω δ ' εἰς ἥμισυ . Ὀξύγαρον καθαρτικόν . Σκαμμωνίας , πεπέρεως , ζιγγιβέρεως , ἡδυόσμου , σελίνου σπέρματος
μέγεθος καὶ δίδου τοῖς ἀπὸ νόσου μακρᾶς δυσαναλήπτως ἔχουσιν . Σκαμμωνίας # α , ἀλόης # α , κολοκυνθίδος ἐντεριώνης

Back