βίαν τῶν τοιούτων ὀλεθρίων ὄντων ἀναγκαῖον κατορθοῦν τὴν πρόγνωσιν . Ὁκόσον ὑπὲρ τὴν δύναμίν εἰσι τῶν σωμάτων [ . .
εἴτε ἡσύχιον γῆς διδάξασα , μέλεσι μὲν ἀπεῖσα φθιτίην . Ὁκόσον ἡ γῆ ὦν ἐστι ξυγγεννήσασα ἢ λίμναις συγκαταπήξασα ἐν
6324565 κερατιτιδος
οὕτως . Ἀναγαλλίδος τῆς τὸ κυανοῦν ἄνθος ἐχούσης , μήκωνος κερατίτιδος φύλλων χλωρῶν , ὑοσκυάμου φύλλων , πρασίου χλωροῦ ,
κολοφωνίας , ἐλαίου ἀνὰ λίτρ . αʹ . μήκωνος , κερατίτιδος φύλλων γογʹ . ἤτοι οὐγ . γʹ . τὰ
6117150 ὀκταποδος
πρὸς ἄλληλα , ὃν ἀριθμὸς πρὸς ἀριθμόν . τῆς γὰρ ὀκτάποδος καὶ ἑξάποδος αἱ πλευραὶ ῥηταὶ μέν εἰσιν ὡς δυνάμει
ἡ ΒΕ ἡ ὅλη πυραμὶς ἐννεάπους ἐστὶν μείζων οὖσα τῆς ὀκτάποδος τῆς οὔσης τρίτου τῆς εἰκοσιτεσσαράποδος . μᾶλλον δὲ ῥητέον
5861365 βυθοισι
γὰρ συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνεται , ἐξαίρεται , παφλάζεται , προσκάεθ '
γὰρ συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται ,
5829169 χλιαινετ
τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία μιχθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται .
τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται ,
5795448 αἰρεθ
ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται , προσκάεθ ' :
ἔγχελυς Βοιωτία μιχθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται . βατάνιον δ '
5785125 ἀκτης
εἶναι : τοῦ τε λίνου τὸν καρπὸν κόψας καὶ τῆς ἀκτῆς , ξυμμίξας δὲ ἐν μέλιτι καὶ ποιήσας φάρμακον ,
' ἀνέμῳ λίνα μεσσόθι , τῆλε δ ' ἀπ ' ἀκτῆς γηθόσυνοι φορέοντο παραὶ Ποσιδήιον ἄκρην . ἦμος δ '
5771007 παφλαζεται
βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται , προσκάεθ ' : ὥστε μηδ ' ἂν εἰ
βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται , προσκάεθ ' : ὥστε μηδ ' ἂν εἰ
5760326 κοτυλῃ
ἐστι στρογγύλη , ἐξ ἧς τὸ νεῦρον τὸ ἐν τῇ κοτύλῃ τοῦ ἰσχίου πέφυκεν : ὑποπλάγιον δὲ καὶ τοῦτο προσήρτηται
μισθουμένων . Εἴρηται οὖν διὰ τοῦτο ἡ παροιμία . Ἐν κοτύλῃ φέρῃ : παιδιᾶς εἶδος : ὁ γὰρ φέρων τινὰ
5743601 ἀλεξημα
καὶ τοὺς ἄλλους : ἰδόντας δὲ τοὺς βαρβάρους εὑρημένον τὸ ἀλέξημα ὑπηκόους γενέσθαι τῷ βασιλεῖ . εἰκὸς δέ τινα μηνῦσαι
τῇ γῇ ἀπὸ τῆς πρώρας , οὖσαν δηλονότι τὴν ἄγκυραν ἀλέξημα καὶ βοήθημα τῆς χοιράδος πέτρας , ἤτοι φυλάττουσαν τὴν
5672411 καταστρεφω
τῆς χλόης καὶ πλείονα , κἂν ᾖ δικότυλος λήκυθος , καταστρέφω . τί λοιπόν ; οὐδέν : ἀλλὰ τοῦτ '
τῆς χλόης καὶ πλείονα , κἂν ᾖ δικότυλος λήκυθος , καταστρέφω . τί λοιπόν ; οὐδὲν ἄλλο . τοῦτ '
5641927 ὀρυττεται
τοῖς ῥείθροις σύρεται καὶ πλύνεται πλησίον ἐν σκάφαις , ἢ ὀρύττεται φρέαρ , ἡ δὲ ἀνενεχθεῖσα γῆ πλύνεται . τὰς
μάλιστα πάντων ἐπιστάμενος . ὁρᾷς μὲν γὰρ δὴ ὅτι βαθύτερος ὀρύττεται τῇ ἐλαίᾳ βόθρος : καὶ γὰρ παρὰ τὰς ὁδοὺς
5630164 χυτρῃ
ὀξύβαφον , ὕδατος κοτύλας δέκα ἐπιχέας , ἑψεῖν ἐν καινῇ χύτρῃ ἐπὶ ἀνθράκων ἄζεστον , ἵνα ἀναπνέῃ , ἕως ἂν
' οὐ μάλα . Τούτῳ διδόναι μελίκρητον ἀναζέσας ἐν καινῇ χύτρῃ , ψύχων , σελίνου φλοιὸν ἀποτέγγων ἢ μαράθρου :
5616547 Χιας
. . . . . . . οὐγ . αʹ Χίας . . . . . . . . .
. Ἀνωτερικὸν ξηρὸν κοιλιακοῖς , δυσεντερικοῖς . Στυπτηρίας καὶ μαστίχης Χίας ἴσα : ἕκαστον λειώσας καὶ σήσας λείου ἅμα μίσγων
5605985 παραγγελσεως
τῶν ἵππων ὁ στρατὸς ἐψυχαγωγεῖτο , κεναὶ τῶν φορτίων ἐκ παραγγέλσεως ἦσαν αἱ νῆες , τῷ λόγῳ μέν , ὅπως
καὶ ἢν μέν γε διὰ στενῶν ὁδῶν ἐλαύνῃς , ἀπὸ παραγγέλσεως εἰς κέρας ἡγητέον : ἢν δὲ πλατείαις ἐπιτυγχάνῃς ὁδοῖς
5568906 κακκαβης
συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται
. τὴν δὲ κράμβην ὑπαγαγεῖν βουλόμενοι , πλησίον κειμένης τῆς κακκάβης μετὰ τοῦ ὕδατος , ἐν ᾧπερ ἂν ἡψημένη τύχῃ
5548908 ἐνελιξας
Τὸ ἀμπέλιον τρίβων χλωρὸν ἐν μέλιτι , καὶ ἐς εἰρίον ἐνελίξας , προστιθέναι τὸν αὐτὸν τρόπον . Τῆς κυπαρίσσου τὸν
ὀβολὸν , τρίψας , ἐν μέλιτι μίξας , ἐς εἰρίον ἐνελίξας , πρόσθες πρὸς τὸ στόμα τῆς μήτρης , τῆς
5530573 ἰῃ
μήτε τὴν τροφὴν καταδέχηται πάλιν τε αὐτὸ εἰς ἐκείνην ἐναντίως ἴῃ ψηχόμενον , ἡ δ ' εἰς σάρκας , σὰρξ
Ὁμήρῳ δὲ πᾶν ὅ τι ἂν ἐπ ' ἀκαιρίμαν γλῶσσαν ἴῃ κελαδεῖν ; χωρὶς γὰρ τῶν λεχθέντων περὶ τοῦ τρόπου
5528473 φατνης
, ἣν Ὅμηρος Λάαν φησιν εὐχείλου / εὐχίλου κάπης εὐτρόφου φάτνης ἢ τῆς καλὰ χείλη ἐχούσης ὡς κρείττονος ὄντος τοῦ
ἐκάλουν . ἐκφατνίσματα δὲ αἱ σανίδες αἱ ἀναιρούμεναι ἐκ τῆς φάτνης ὡς καθαίρεσθαι τὰ περιττά . ἐκ δὲ τῶν σκευῶν
5523032 συγκειμενης
ἐστι τοῦ τε ἀπὸ τῆς ἡμισείας καὶ τοῦ ἀπὸ τῆς συγκειμένης ἔκ τε τῆς ἡμισείας καὶ τῆς προσκειμένης ὡς ἀπὸ
τὸν δῆμον ἐς δίκην ἀπαγάγοι : Ἀντώνιός τε τῆς ἄρτι συγκειμένης πρὸς τὸν Καίσαρα φιλίας ὑπεριδών , εἴτε ἐς χάριν
5512517 εὐροος
[ ] ! ατα [ ] δον ? Προμηθέως [ εὔροος ] ειλ ? [ οχω [ ἐτυμ ? ?
μᾶλλον ἢ ἔμπροσθεν , ὅκως σοι ἡ ἔξοδος τοῦ πύου εὔροος ᾖ : τάμνειν δὲ μεταξὺ τῶν πλευρέων στηθοειδέϊ μαχαιρίδι
5498013 ζυμης
διαχωρέει : καὶ κοῦφος μέν ἐστιν , ὅτι ἀπὸ τῆς ζύμης τοῦ ὀξέος τὸ ὑγρὸν προανάλωται , ὅπερ ἐστὶν ἡ
τὰς ἐπιπλεούσας ἄραντες συμπιέζουσι , καὶ τῇ ῥυείσῃ νοτίδι ἀντὶ ζύμης χρῶνται , καὶ ποιοῦσι τοὺς ἄρτους ἡδίους καὶ λαμπροτέρους
5474524 ᾐονος
, ταῖς εἴκοσι κώπας ἐχούσαις . Πλαγχθέντα : πλανηθέντα . ᾐόνος : συνίζησις . Ἀγχιβαθεῖς : πολυβαθεῖς . ἐπί σφισιν
ἔδοσαν ἔτι μείζονας οἱ μετὰ βασιλέως αὐτοῦ πάντες ἐπὶ τῆς ᾐόνος κατακοπέντες καὶ τέλος ἂν τοῖς βαρβάροις ἔσχε χερσαῖα ναυάγια
5473999 πολυκηδεος
ἥν ῥα πάροιθε κάλλιπες ἐν μεγάροισιν ἀάσπετα κωκύουσαν εἵνεκα Τυνδαρίδος πολυκηδέος , ᾗ παριαύων τέρπεο καγχαλόων , ἐπεὶ ἦ πολὺ
ἀντὶ τοῦ δύσφευκτον ἰάψῃ ] βλάψῃ φαρμακίδος ] τῆς φαρμακώδους πολυκηδέος ] τῆς πολλῶν κακῶν αἴτιον οὔσης κλείουσιν ] καλοῦσι
5464756 ποιησιος
. Τρίτον δὲ εἰρώτα τὸ μύρον : εἰπόντων δὲ τῆς ποιήσιος πέρι καὶ ἀλείψιος , τὸν αὐτὸν λόγον τὸν καὶ
Μουσικὰ δὲ τάδε : Περὶ ῥυθμῶν καὶ ἁρμονίης , Περὶ ποιήσιος , Περὶ καλλοσύνης ἐπέων , Περὶ εὐφώνων καὶ δυσφώνων
5420452 λαϊδος
διὰ τὸ βαρβάρων καὶ Ἑλλήνων οἰκούντων τὰς Θήβας . . λαΐδος ] ληΐδος , λαοῦ . μιξοθρόου ] τῶν μεμιγμένων
] τῶν πολιτῶν . λαΐδος ] τῆς λαφυραγωγίας . Ξ λαΐδος ] λαοῦ λαφυραγωγίας . θ ὀλλυμένας ] πορθουμένας .
5420420 ὑποκλυζειν
διαχωρητικοῖσι χρήσθω : καὶ ἢν ἡ γαστὴρ μὴ ὑποχωρέῃ , ὑποκλύζειν κλύσματι μαλθακῷ . Ἡ δὲ νοῦσος χρονίη καὶ ἀπογηράσκοντας
, ἢ ὄξει , ἢ γλυκεῖ : δεῖ δὲ τούτους ὑποκλύζειν τῷ τῆς μαλάχης ἀφεψήματι . [ Περὶ αἵματος ταυρείου
5414799 γονατωδη
ἡ δὲ ναρθηκία μικρά . μονόκαυλα δ ' ἄμφω καὶ γονατώδη , ἀφ ' ὧν τά τε φύλλα βλαστάνει καὶ
: καὶ γὰρ τὸ φύλλον παραπλήσιον ἔχει καὶ τὴν ῥίζαν γονατώδη καὶ μακρὰν καὶ πεφυκυῖαν πλαγίαν , ὥσπερ ἡ τῆς
5413238 προσκειμενης
ἧς παραφερομένης αἰσθήσεται ὁ σημειούμενος ἐπιλιποῦς οὐσίας τῆς τῷ ὀστέῳ προσκειμένης : τερηδόνος δ ' οὔσης ἐπιπολαίου , χαῦνον τῇ
καὶ κ , τὰ λοιπά ἐστιν ἄνισα . . Κοινῆς προσκειμένης τῆς λείψεως καὶ ὅμοια ἀπὸ ὁμοίων ἀφαιρουμένων . .
5407870 κλυσαι
καὶ τριῶν μύξαι ἔρχονται ἀπὸ τῶν ὑστερέων . Ταύτην δεῖ κλύσαι τῷ ἀπὸ τῶν ὀλύνθων , καὶ δὶς ἢ τρὶς
πῖσαι τοῦ κνιδίου κόκκου . Ἢν δὲ μὴ ὠφελήσῃ , κλύσαι τούτοισι χρὴ αὐτόν : τρίβειν κυμίνου ἡμικοτύλιον , σικύην
5383886 Γεδρωσιας
, ἡνιοχεῖν δὲ παρὰ Ἀθηνᾶς ἔμαθον . Βαρύγαζα , ἐμπόριον Γεδρωσίας τῶν σφόδρα ἐπισήμων . οἱ οἰκοῦντες καὶ ὁ κόλπος
τῆς Καρμανίας ἔθνος παροικεῖ . Καὶ μετὰ τοῦτο τὸ τῆς Γεδρωσίας ἔθνος κείμενον τυγχάνει : ἑξῆς δὲ τούτων ἐστὶν ἡ
5366289 Καρμανιης
τι καὶ ἔνυδρος . ὁρμίζονται δὲ ἐν Βάδει χώρῳ τῆς Καρμανίης οἰκουμένῳ , δένδρεά τε πολλὰ ἥμερα πεφυκότα ἔχοντι πλὴν
προσήκοντά οἱ οὐδέν . Τὸν δὲ Κῦρος ἑλὼν Βαβυλῶνα , Καρμανίης ἡγεμονίῃ δωρέεται . Καὶ περὶ τοῦ κτίσαι δὲ τὸν
5363489 ὀνισκος
' εἰς λίμνας μεθιστάμενος ἰλυώδεις καὶ τεναγουμένας πιαινόμενος ἄστομος . ὀνίσκος οὐ δριμύς , εὔχυμος , δυσδιοίκητος , εὐδιαχώρητος ,
τὸ σύμμετρον , ὄψον δὲ τῶν πετραίων τις ἰχθύων ἢ ὀνίσκος ἐκ λευκοῦ ζωμοῦ , καὶ μὴν καὶ ὄρχεις τῶν
5354425 τριβομενον
κοινὴν τὴν ἔκδοσιν , ὥστε εἶναι τρίβον πάντα τόπον τὸν τριβόμενον , ἢ ἐν περιπάτῳ ἢ ἐν καθέδρᾳ ἢ ἐν
: ἔστι δὲ ἀκανθώδης βοτάνη , ὀπὸν αἱματώδη ἔχουσα : τριβόμενον δὲ αὐτῆς τὸ φύλλον ἡδὺ ὄξει : ταύτην τὴν
5345735 ἡλικιης
ἐκ τῆς διαίτης : ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων : ἐκ τῆς ἡλικίης ἑκάστου : λόγοισι : τρόποισι : σιγῇ : διανοήμασιν
ἔμοιγε ἐς ὅ τι περ καὶ ὑπὲρ τῶν ἀνδρῶν τῆς ἡλικίης ὅτι τεσσαρακοντούτεες ἀποθνήσκουσιν οἱ πρεσβύτατοι αὐτῶν . Οἷς γὰρ
5345018 διπλωματι
εἷϲ , ϲτύρακοϲ λιπαροῦ # β . ἑψηθέντα δὲ ἐν διπλώματι ἐναποτίθεται τῷ ἐλαίῳ τὴν τοῦ ϲτύρακοϲ δύναμιν . θερμότερον
η , τερεβινθίνηϲ # β , κρόκου ⋖ δ : διπλώματι τήκεται . Ἀνίϲου ϲπέρματοϲ , ϲελίνου ϲπέρματοϲ , ϲχοίνου
5343029 πυριησῃς
πυρίην ἐμβαλὼν , πυριῇν δὲ ἐπὶ δίφρου : ἐπὴν δὲ πυριήσῃς , δοῦναι πιεῖν , καὶ ὡς τάχιστα λούσαντα κατακλῖναι
ταῦτα ποιέειν δυναμένης , οὕτω πυριῇν δεῖ . Ὅταν δὲ πυριήσῃς , ἐπεμβάλλειν χρὴ τῶν σκορόδων , καὶ τῆς φώκης
5330863 ἐντεριωνης
οὔρῳ παλαιῷ ἐγχυμάτιζε . ἄλλο . κολοκυνθίδος τοῦ σπέρματος τῆς ἐντεριώνης , στυπτηρίας Αἰγυπτίας ἴσα , μετὰ κεδρίνου ἐλαίου λειώσας
δὲ αὐτοῦ ἡ σύνθεσις οὕτως : ἑλλεβόρου μέλανος χωρὶς τῆς ἐντεριώνης δραχ . δʹ , σκαμμωνίας δραχ . αʹ ,
5330657 ἀνιεμενῃ
πολλάκις . παρακμῆς δὲ γενομένης κηρωταῖς χρηστέον καὶ τῇ Μνασέου ἀνιεμένῃ , ἐπιδέσει δὲ χρησόμεθα ἐπὶ πλείους ἡμέρας . Ἀνακόλλημα
ἢ ἀριϲτολοχίαϲ ἢ μέλιτι . ἐπουλοῦν δὲ τῇ διὰ καδμίαϲ ἀνιεμένῃ οἴνῳ διὰ μοτοῦ βρεχομένου . εἰ δὲ ἐντὸϲ τοῦ
5317272 καθαρσιος
νεωτέρῳ , ἅτε τῶν παθημάτων ἰσχυροτέρων ἐόντων , καὶ τῆς καθάρσιος οὐ γινομένης κατὰ λόγον τοῦ πτύσματος , οἵ τε
. Ὅταν ἀνεστομωμέναι μᾶλλον τοῦ δέοντος αἱ ὑστέραι ἔωσι , καθάρσιος δέονται : μετὰ δὲ τὰς καθάρσιας , κλυσμῶν καὶ
5314498 ἠχητικης
, ἀνήγειρεν . ἐτάρασσεν . παραυτίκα . ἠχητικῆς . τῆς ἠχητικῆς , τῆς ἐν τῷ ῥεύματι κινουμένης . κρούσει .
Ἑλλήνων ἐξέκαιεν καὶ ἀνήγειρεν ἡ σάλπιγξ . ῥοθιάδος : τῆς ἠχητικῆς : ἢ τῆς ἐν ὑγρῷ ἐλαυνομένης . τὸ Θεμιστοκλέους
5306470 καρδιης
τῆς κοιλοτάτης . Δύο γάρ εἰσι κοῖλαι φλέβες ἀπὸ τῆς καρδίης : τῇ μὲν οὔνομα ἀρτηρίη : τῇ δὲ κοίλη
, εἶτ ' ἑαυτόν ἀφῆκεν εἰς βέλεμνον : μέσος δὲ καρδίης μευ ἔδυνε καί μ ' ἔλυσεν . μάτην δ
5303616 πρωρας
συμπίπτουσαι συντρίβονται . τὸ δὲ πρώραθεν , ὅτι ἐκ τῆς πρώρας καθίενται αἱ ἄγκυραι εἰς τὴν θάλασσαν : τῆς ὑφάλου
καὶ ὁ μὲν ἐλαύνει , ὁ δ ' ἐπὶ τῆς πρώρας ἕστηκε δόρυ ἔχων , σημήναντος τοῦ σκοποῦ τὴν ἐπιφάνειαν
5276027 θαψιης
ὕδωρ ἐπιχέας μέλι καὶ ἔλαιον , τούτῳ κλύσαι . Ἢ θαψίης ῥίζης ὅσον δύο πόσιας τρίψας λεῖον , ἐπιχέας τε
, μέλι τε καὶ ἔλαιον ἐπιχέαντα ἐνεργεῖν . Ἢ τῆς θαψίης ῥίζης ὅσον δύο πόσιας ἐν οἴνῳ γλυκεῖ διεὶς σὺν
5275848 σικυης
τέσσαρας κοτύλας , καὶ ἀπηθέειν , καὶ κλύζειν . Ἢ σικύης ἐντεριώνην ὅσον παλαιστὴν ἑψήσας ἐν ὕδατι κοτύλῃσι τέσσαρσι ,
λευκοῦ , καὶ ἡ γυνὴ ἀμφικαθεζέσθω περὶ τὴν βάλανον τῆς σικύης , τὸ αἰδοῖον ποιήσασα ὁκοῖον δεῖ : ὅκως δὲ
5275637 χερσου
ἡμᾶς παρίδηι ἀπολλυμένας . ναυκλήρωι ] ἐξάρχωι . καὶ τἀπὶ χέρσου ] ὡς τὰ ἐν θαλάσσηι . δελτουμένας ] ἀπογραφομένας
τοὺς παρὰ τὴν γῆν ναυμαχοῦντας συμμάχους ἔχειν τοὺς ἐπὶ τῆς χέρσου στρατοπεδεύοντας . οἱ δ ' ἐπὶ τῶν τειχῶν ὅτε
5271011 ῥαχιος
κεφαλῆς ἐς τὰς ῥῖνας , αἱ δ ' ἀπὸ τῆς ῥάχιος αἱμοῤῥόοι ἐς τὸ σῶμα . Οὗτος τριταῖος ἀπόλλυται ἢ
ἀπὸ κρεῶν ὀπτῶν ἰχωρῶδες : ὀδύναι δὲ ὀξεῖαι διὰ τῆς ῥάχιος ἐς τὸ στῆθος καὶ ἐς τὸν βουβῶνα τείνουσιν :
5268025 μητρης
παραδέξεται ὁ στόμαχος : προστιθέναι δὲ πρὸς τὸ στόμα τῆς μήτρης καὶ ὦσαι ὅκως ἂν περήσῃ ἐς τὸ εἴσω τῆς
ὡς φάρμακον τρίβεται , εἶτα τούτῳ ἐναλείφειν τὸ στόμα τῆς μήτρης . Ἕτερον προσθετὸν μαλθακόν : χηνὸς μυελὸν ὅσον κάρυον
5258422 φυλλοισι
ὕδατι κλύζειν . Ἢ σιδίῳ , ῥόῳ βυρσοδεψικῆ , μυρσίνης φύλλοισι καὶ βάτου , ἐν οἴνῳ μέλανι ἑψεῖν , καὶ
διοϊστεύσειας . τῷ δ ' ἐν ἐρινεός ἐστι μέγας , φύλλοισι τεθηλώς : τῷ δ ' ὑπὸ δῖα Χάρυβδις ἀναρρυβδεῖ
5257369 Ἀκης
κογχύλιον τὸ ἐν τῇ λίμνῃ γιγνόμενον , ἣ ἀπέχει ἀπὸ Ἄκης πεντήκοντα σταδίους , καὶ ἰξόν , καὶ σαλαμάνδρας καὶ
ὁρμητηρίῳ πρὸς τὴν Αἴγυπτον οἱ Πέρσαι . μεταξὺ δὲ τῆς Ἄκης καὶ Τύρου θινώδης αἰγιαλός ἐστιν ὁ φέρων τὴν ὑαλῖτιν
5254939 ὑπαιθρου
ἐγκρατεῖς γενόμενοι καὶ χρημάτων μέγαν περιβαλόμενοι πλοῦτον ἀδεῶς ἤδη τῆς ὑπαίθρου πάσης ἐκράτουν , ἣν πυρὶ καὶ σιδήρῳ καὶ πᾶσι
ἐξιοῦσιν ἐκ τῶν ἐρυμάτων βοσκήμασιν ἐπετίθεντο . κρατουμένης δὲ τῆς ὑπαίθρου πάσης ὑπὸ τῶν πολεμίων , καὶ οὔτ ' ἐκ
5253231 χλοης
μηνῶν οὐκ ἐατέον συννέμεσθαι ταῖς βουσί , πληρωτέον δὲ αὐτοὺς χλόης , καὶ εἰ μὴ ἀρκέσειε τὸ τῆς νομῆς ,
μοι καὶ νῦν πρὸς τὸ σαφέστερον δηλῶσαι συναγωνίσαιτο . Ἐπὶ χλόης εὐθαλοῦς ἡ Κένταυρος αὕτη πεποίηται ὅλῃ μὲν τῇ ἵππῳ
5249032 βραχειη
, πρὸ τῆς προβολῆς ἑκατέρης ἐπικάρσιαι πεφυκυῖαι : ἡ δὲ βραχείη διὰ μέσης τῆς κεφαλῆς κατὰ μῆκος πρὸς ἑκατέρην τελευτῶσα
ὅντινα δὲ ἀναπαύεσθαι , πουλύς : ἡ μὲν γὰρ ἡμέρη βραχείη , ἡ δὲ νὺξ μακρή : διὰ ταῦτα οὖν
5243436 μορεας
. ἱστορήσαμεν δὲ τοῦτο ἐκ θείας δυνάμεως . Τῆς οὖν μορέας οἱ κλάδοι οἱ μὲν ἄνω βλέπουσιν , οἱ δὲ
τῆς κηρωτῆς πάχος καὶ κατάχριε . ἄλλο . ῥίζαν τῆς μορέας φλοισθεῖσαν σύγκαιε καὶ ἕψε , ὡς εἴρηται . ἄλλο
5238305 ῥαμνου
ἄλλων , ὥσπερ εἴρηται , τῶν πλείστων , ὥσπερ καὶ ῥάμνου καὶ παλιούρου καὶ οἴσου [ καὶ οἴτου ] καὶ
τινὲϲ δὲ τὸ ἀμμωνιακὸν μόνον λεάναντεϲ μετὰ τοῦ χυλοῦ τῆϲ ῥάμνου ἐγχρίουϲιν . αὐτὸϲ δὲ ὁ χυλὸϲ κατ ' ἰδίαν
5235345 προστιθεσθω
καὶ σικύης ἐντεριώνην καὶ λιβανωτὸν μέλιτι μίξας , ἐν εἰρίῳ προστιθέσθω . Καθαρτήριον , ἢν ἐκ τόκου μὴ καθαρθῇ :
, καὶ ὁκόταν τὸ ὕδωρ ἀποῤῥυῇ , τοὺς μέλανας πεσσοὺς προστιθέσθω μαλθακτήριον , καὶ τῷ ἀνδρὶ ξυνευνάτω . Ἢν βούλῃ
5229943 πυριης
ἐκ τόκου ἡ νοῦσος γένηται , κεκαθαρμένης πάντα ἐκ τῆς πυρίης τοῦ οὔρου , αὐτίκα ἰέναι ἐς τὰ εὐώδεα ,
καὶ χλιάσματα πρὸς τὴν κεφαλὴν προστιθέναι : ἐκ δὲ τῆς πυρίης ἐς τὰς ῥῖνας σμύρναν καὶ ἄνθος χαλκοῦ : ῥοφάνειν
5223089 ἀκανθης
γὰρ καὶ διχοστατῶν λόγος σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς μέσον τεκταίνεται γραίας ἀκάνθης πάππος ὣς φυσώμενος πολλῶν χαλινῶν ἔργον οἰάκων θ '
γνώμην ἀχερδούσιος , ἀντὶ τοῦ σκληρός : ἔστι δὲ εἶδος ἀκάνθης , . , . * . . ? Ἀχερουσιάς
5217044 ἐννε
μυρεψικήν : ἀφορμῆς δὲ δέομαι , καὶ οἴσω δέ σοι ἐννέ ' ὀβολοὺς τῆς μνᾶς τόκους . ” πεισθεὶς δ
: Πρόσθε γὰρ Αἰήταο δόμων ποταμοῖό τ ' ἐρυμνοῦ , ἐννέ ' ἐπ ' ὀργυιῶν ἕρκος περιμήκετον ἄντην φρουρεῖται πύργοισι
5209559 θριδακος
, μέχρις ἑνωθῇ . Ἐκθλίψαντες ὑγρὸν ψύχοντός τινος , οἷον θρίδακος ἢ στρύχνου ἢ ὀξαλίδος , ἐμβάλλομεν μετ ' ἀνδράχνης
κροκίζων ἐν τῇ ἀνέσει , ὁ δ ' ἐκ τῆς θρίδακος ἐξίτηλος τῇ ὀσμῇ καὶ τραχύτερος , ὁ δ '
5206404 οἰδμασιν
ἴσασι : θαλασσαίῃ δὲ χελώνῃ οὐ μάλα θαρσαλέος τις ἐν οἴδμασιν ἀντιβολήσει . εἰσὶ δ ' ἐνὶ τραφερῇ λάβροι κύνες
γάλακτος εἰσὶ ῥοαί : τῇ δ ' οὔτι μετ ' οἴδμασιν ἀλλ ' ἐπὶ χέρσου λύετ ' ἀνερχομένῃ γαστρὸς μόγος
5205712 ῥηχιη
τῆς Καρμανίης ὡρμίσαντο , ἐπ ' ἀγκυρέων ἐσάλευσαν , ὅτι ῥηχίη παρετέτατο ἐς τὸ πέλαγος τρηχείη . ἐνθένδε οὐκέτι ὡσαύτως
Βρίζανα τῷ ποταμῷ ὄνομα . ἐνταῦθα χαλεπῶς ὡρμίσαντο , ὅτι ῥηχίη ἦν καὶ βράχεα , καὶ χοιράδες ἐκ τοῦ πόντου
5203189 ῥοθιαδος
βρύχιον ἀντὶ τοῦ νειόθεν καὶ ἀπὸ τοῦ βυθοῦ . . ῥοθιάδος ] ἦχον ἐκ ῥοθίου ἀποτελούσης . . βρύχιον ]
] τὰ τῶν Ἑλλήνων ἐξέκαιεν καὶ ἀνήγειρεν ἡ σάλπιγξ . ῥοθιάδος : τῆς ἠχητικῆς : ἢ τῆς ἐν ὑγρῷ ἐλαυνομένης
5189891 χειροπληθεις
: λίθους . ἵησι : πέμπει . Χερμάδας : λίθους χειροπληθεῖς . ἁψάμενος : ἀναδήσας , πέμψας , προσεγγίσας .
συμπεπηγέναι . εὑρίσκουσι δ ' ἀθρόας κατὰ μικρὰ πολλὰς ὅσον χειροπληθεῖς ἢ μικρῷ μείζους ὅταν ἀπαμήσωνται τἄνω : ἐλαφρὰ δὲ
5172180 πυγης
' ἐν τῷ σῷ βούλομαι κόλπῳ πληκτίζεσθαι μετὰ τῆς σῆς πυγῆς . Κύπρι , τί μ ' ἐκμαίνεις ἐπὶ ταύτῃ
ὄρρον δὲ τὸν καλούμενον ταῦρον . ἔστι δὲ μέρος τῆς πυγῆς . Ἄλλως . ὄρρον τὸν λεγόμενον ταῦρον : οἱ
5160730 προστεθεισης
ἀρχὴ πάντων ἀριθμῶν οὖσα . τῆς δὲ ἑξῆς αὐτῇ δυάδος προστεθείσης γίνεται τρίγωνος ὁ γʹ : εἶτα πρόσθες γʹ ,
καὶ θεραπεύεται τοὐπίπαν : εἰ δὲ μή , δευτέρας γοῦν προστεθείσης , οὐκέτι δέονται τρίτης . ἀπὸ μὲν οὖν τῆς
5149787 ἀριστεροισι
, ἀπὸ μὲν τῆς καρδίης ἐπί τι χωρίον ἐν τοῖσιν ἀριστεροῖσι μᾶλλον ἐοῦσα , ἔπειτα ὑποκάτω τῆς ἀρτηρίης , ἔστ
τοῖς δεξιοῖσσι [ ] , τὰ δὲ θήλεα ἐν τοῖσιν ἀριστεροῖσι . λέγουσι δέ τινες [ ὅτι ] τὴν ἀρρενότητα
5149780 δαψιλης
αὐτόχθονας πηγὰς ἐχόντων , ἃς ἀνίησιν ἡ κακία πολύχυτος καὶ δαψιλὴς οὖσα τοῖς πάθεσιν . . . , . οὕτω
παρ ' αὐτοῖς . Κτήνη τε πολλὰ παμμιγῆ , καὶ δαψιλὴς ἡ τούτων νομή . Διὸ καλῶς ἔβλεψαν , ὅτι
5146632 στεινος
φησὶ “ πολλαὶ γὰρ ἀνὰ στρατόν εἰσι κέλευθοι . ” στεῖνος στένωμα , στενοχωρία : “ στεῖνος γὰρ ὅθι τρώσεσθαι
ταῖς ? [ ] Κεγχρεαῖς | ? ? [ . στεῖνος ] δὲ | [ εἶπε τὸν ] [ Ἰσθμόν
5146142 κοτυληδονα
δὲ καὶ ὄρχεις μεγάλους καὶ κύστιν καὶ μήτραν δίκρουν καὶ κοτυληδόνα [ ἐν ] ἑκάστῳ ἐμβρύῳ προσκειμένην , καθάπερ ἐπὶ
χυλὸν ὑπὲρ λεπτῆς ὀθόνης ἢ σχοινίδι κύρτῃ ἐκθλίψας πορέειν κυάθου κοτυληδόνα πλήρη ἢ πλεῖον , πλεῖον γὰρ ὀνήιον : οὐ
5146036 κοπτεται
ἑκάστου μοῖρα ἴση , τῆς καδμείας διπλάσιον : ταῦτα σύμπαντα κόπτεται καὶ λειοῦται ὁμοῦ ὄξει , ὅνπερ τρόπον τὰ ὀφθαλμικὰ
. Ἀργυροκοπεῖον : Ἀντιφῶν ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα . ὅπου κόπτεται τὸ νόμισμα : ὃ νῦν σημαντήριόν τινες καλοῦσιν .
5143682 ἐρινεος
συκῆν . οὐκ ἔστι δὲ οὕτως , ἀλλ ' ἡ ἐρινεὸς εἶδός ἐστι συκῆς ἀπὸ Ἐρινεοῦ πόλεως Δωρικῆς † .
καὶ τὰ ὑπὸ ταὐτὸ γένος , οἷον κότινος ἐλάας καὶ ἐρινεὸς συκῆς καὶ ἀχρὰς ἀπίου . πάντα γὰρ ταῦτα ὀζωδέστερα
5135204 ἀναδρομη
οἱ μαλακτικοὶ δὲ τῶν πεϲϲῶν ἐπιτήδειοι . Ἡ ὑϲτερικὴ πνὶξ ἀναδρομὴ τῆϲ ὑϲτέραϲ ἐϲτὶν εἰϲ ϲυμπάθειαν ἀγούϲηϲ τὰ κυριώτατα τῶν
* ? Βλωθρή : μακρά , μεγάλη . ἢ ἡ ἀναδρομὴ καὶ αὔξησις . εἴρηται δὲ παρὰ τὸν αἰθέρα καὶ
5132567 ἑλμινθος
τῆς δὲ ἀμφισβαίνης , φησί , τὸ σῶμα λεπτὸν ὡς ἕλμινθος . καὶ γὰρ ἡ ἕλμις λεπτή ἐστιν , ᾗ
ἀξίνῃ ξύλον στελεοῦ * πάχετος : πάχος τῆς δ ' ἕλμινθος πέλει : τῆς δὲ ἀμφισβαίνης , φησί , τὸ
5130327 μεσογειᾳ
οὓς Σαμνῖται πλησιάζοντες τῷ Λίγειρι ποταμῷ . Ἐν δὲ τῇ μεσογείᾳ τῶν μὲν Οὐενετῶν εἰσιν ἀνατολικώτεροι Αὐλίρκιοι οἱ Διαβλίται ,
Παγασητικοῦ Μελίβοια , Ῥιζοῦς , Εὐρυμεναὶ , Μύραι . Ἐν μεσογείᾳ δὲ ἐποικοῦσιν ἔθνος Περραιβοὶ , Ἕλληνες . Μέχρι ἐνταῦθά
5127498 σαγηνης
ἀβάπτιστος γάρ εἰμι ὡς ; ἅτε καὶ καθὰ σκευῆς καὶ σαγήνης καὶ δι ' ἑτέρας κατασκευῆς τῶν φελλῶν ἐχούσης πόνον
καὶ τὴν ἐπιφάνειαν ἐκτετραχυσμένους , ἐχίνων δυσληπτοτέρους . ἦ που σαγήνης ἐπ ' αὐτοὺς δεήσει ; Ἀλλ ' οὐ πάρεστιν
5125485 μεσογαιας
, καὶ Δρίβυκες : μεθ ' οὓς διατείνοντες μέχρι τῆς μεσογαίας Ἀμαριάκαι : καὶ Μάρδοι : κατέχουσι δὲ καὶ τὰ
νήσους στενῶν ἰχθυοφάγοι καὶ κρεοφάγοι κατοικοῦσι καὶ κολοβοὶ μέχρι τῆς μεσογαίας . εἰσὶ δὲ καὶ θῆραι πλείους ἐλεφάντων καὶ πόλεις
5124891 κογχυλιον
ἐξήλλοντο δελφίνων δίκην . Σώφρων δὲ τὸν σωλῆνα γλυκύκρεών φησι κογχύλιον , χηρᾶν γυναικῶν λίχνευμα . τοὺς δὲ στραβήλους Δέρκυλος
φοινικίνας σανίδας καὶ δᾷδας : καὶ τὸ Ἀραβικὸν φάρμακον καὶ κογχύλιον τὸ ἐν τῇ λίμνῃ γιγνόμενον , ἣ ἀπέχει ἀπὸ
5123629 μελιας
, ἀπελαύνει τὰ ἑρπετά . τοὺς ἐχιοδήκτους προπότιζε χυλῷ φύλλων μελίας , ἐν οἴνῳ μὲν ἀπυρέκτους , πυρέττοντας δὲ εὐκράτῳ
ἰοβόλων ζώων . ] Πρὸς δῆγμα τῶν ἰοβόλων θηρίων τὰ μελίας φύλλα κόψας χυλοῦ δίδου κοχλιάρια γʹ . ἀπυρέττουσι μετὰ
5122271 βωλου
ια Περὶ τῆϲ κεκαυμένηϲ γῆϲ πάϲηϲ ιβ Περὶ τῆϲ ἀρμενίαϲ βώλου ιγ Λίθοϲ αἱματίτηϲ ιδ Λίθοϲ ϲχιϲτὸϲ γαλακτίτηϲ μελιτίτηϲ ιε
, ἐκ ταύτης τῆς γῆς τοῦ Ἐπάφου , ἤγουν τῆς βώλου τῆς ἀπὸ τῆς Λιβυκῆς γῆς εἰλημμένης καὶ τῇ θαλάσσῃ
5116600 Μυτιληνης
ὁ οἰκιστής . οἱ δὲ ἀπὸ Μύτωνος τοῦ Ποσειδῶνος καὶ Μυτιλήνης , ὅθεν Μυτωνίδα καλεῖ τὴν Λέσβον Καλλίμαχος ἐν τῶι
, πόλις ἐν Λέσβῳ μεγίστη . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . ἀπὸ Μυτιλήνης τῆς Μάκαρος ἢ Πέλοπος θυγατρός . οἱ δὲ ὅτι
5115491 κυκλαμινου
' ἐστίν , εἰ προσλάβοι κυμίνου βραχὺ καὶ νίτρου ἢ κυκλαμίνου χυλοῦ . καὶ κροκύδι δ ' † ἀνάλατος παρεντίθεται
καὶ παχυμερὲς ἐχόμενον . ἔτι δὲ καὶ τὸ διὰ τῆς κυκλαμίνου συγκείμενον οὐδὲν ἧττον , ἔχει δὲ καὶ τούτου ἡ
5111710 Χρυσι
ἔχεις τὰ σαυτῆς πάντα : προστίθημί σοι ἐγὼ θεραπαίνας , Χρυσί . ἐκ τῆς οἰκίας ἄπιθι . τὸ πρᾶγμ '
, ὦ Μουσάριον , τότε . Ὅστις δέ , ὦ Χρυσί , μήτε ζηλοτυπεῖ μήτε ὀργίζεται μήτε ἐρράπισέ ποτε ἢ
5106358 ταμισοιο
βότρυς ἐυκνήμοιο μίγα βρεχθέντος ἐν οἴνῃ : ἐν καί που ταμίσοιο ποτὸν διεχεύατο θρόμβους , καὶ χλοεραὶ μίνθης ἄπο φυλλάδες
ὄντος . νέας ταμίσοιο : προσφάτου πιτύας πνέον . νέας ταμίσοιο : ἡ πιτύα εἴρηται παρὰ τὸ θαμίζειν , ὅ
5105554 βελτιστης
. καὶ Ἀντιφάνης δ ' ἐν Παιδεραστῇ : τῆς τε βελτίστης μεσαῖον θυννάδος Βυζαντίας τέμαχος ἐν τεύτλου λακιστοῖς κρύπτεται στεγάσμασιν
. βύστραν τιν ' ἐκ φύλλων τινῶν . τῆς τε βελτίστης μεσαῖον θυννάδος Βυζαντίας τέμαχος ἐν τεύτλου λακιστοῖς κρύπτεται στεγάσμασιν
5101407 ἀνακαμψας
πατρός , ὅπως ὅσα ἂν προαιρῶνται Λακεδαιμόνιοι χορηγήσαι αὐτοῖς . ἀνακάμψας δὲ εἰς Ἔφεσον ἀπὸ τῶν πόλεων μετεπέμπετο τοὺς δυνατωτάτους
προχειρότερον . οὐ μὴν Εὐμένης γε προσεποιήθη μετὰ ταῦτ ' ἀνακάμψας , ἀλλὰ φιλοφρόνως ἀσπασάμενος τὸν ἀδελφὸν διέμεινεν ἐν τῇ
5100565 Ἀντισσα
Ἄντιον μετωνομάσθη , ὡς εἰρήσεται . . . . . Ἄντισσα : πόλις Λέσβου Ἐφεξῆς τῶι Σιγρίωι , ἀφ '
Περὶ Λέσβου φησὶ Θόασαν τὴν Τεύκρου . : Ἡ δὲ Ἄντισσα νῆσος ἦν πρότερον , ὡς Μυρσίλος φησί : τῆς
5098413 οὐραγιας
αὐτὸς μὲν μετὰ τῆς φάλαγγος προῆγεν , ἐπὶ δὲ τῆς οὐραγίας ἔταξε Πίθωνα . οἱ μὲν οὖν μετὰ Νεάρχου προαποσταλέντες
ἄλλον στρατὸν ἄγοντος τῷ Λευκίῳ , ὁ Καῖσαρ ἐξήπτετο τῆς οὐραγίας : ἐς δὲ λόφον ἀναδραμόντι τῷ Φουρνίῳ καὶ νυκτὸς
5093868 ἡμερης
ὁδὸν ἀπέχοντας ἀπὸ τοῦ Ἴστρου , οὗτοι μὲν τούτους εὑρόντες ἡμέρης ὁδῷ προέχοντες ἐστρατοπεδεύοντο τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα λεαίνοντες
ἵζηται , ὕδατι θερμῷ διανίζειν : λούεσθαι δὲ διὰ τρίτης ἡμέρης . Ἑτέρη θεραπείη : ἐκβαλὼν τὴν ἕδρην ὡς μάλιστα
5092953 Καμπανιας
τὰ μέχρι τοῦ Σικελικοῦ πορθμοῦ . πρῶτον δὲ περὶ τῆς Καμπανίας ῥητέον . ἔστι δ ' ἀπὸ τῆς Σινοέσσης ἐπὶ
κτίσμα Μασσαλιωτῶν . δευτέρα Μακεδονίας . τρίτη Σικελίας . τετάρτη Καμπανίας . ὁ πολίτης Ἐμπορίτης . Ἐνετοί . Ὅμηρος ”
5087610 δραχμαων
ἐχῖνον , ἄλλοι δ ' ἐγκατόεντα κεκρύφαλον : ὧν ἀπερύσας δραχμάων ὅσσον τε δύω καταβάλλεο μοίρας τέτρασιν ἐν κυάθοις μέθυος
βάθος ὀξυβάφοιο . Ἔνθα καὶ ἱππείου προταμὼν σπερμεῖα σελίνου , δραχμάων δὲ δύω σμύρνης ἐχεπευκέος ἄχθη , ἐν δὲ θερειγενέος
5084022 μαλθακοισι
, φαρμάκῳ κάτω τὴν κοιλίην καθαίρειν : σιτίοισι δὲ χρήσθω μαλθακοῖσι καὶ ὑποχωρητικοῖσι , καὶ θαλασσίοισι μᾶλλον ἢ κρέασι ,
πειρεύμενος ὅ τι ἂν μάλιστα προσδέχηται : σιτίοισι δὲ χρήσθω μαλθακοῖσι , καὶ σκόροδα ἐσθιέτω ἑφθὰ καὶ ὠμὰ , καὶ
5083406 γογγυλιδος
, τοιοῦτος οἷος ὁ γλυκύτατος ἥλιος . Λαλῶ Πτολεμαίῳ , γογγυλίδος ὀπτῶν τόμους . Ἑρμῆ θεῶν προπομπὲ καὶ Φιλιππίδου κληροῦχε
. Ἡ ῥίζα τοῦ ἄρου παραπλησίως μὲν ἐσθίεται τῇ τῆς γογγυλίδος : ἐν χώραις δέ τισι δριμυτέρα γίνεται ὡς ἐγγὺς
5080061 εὐκρασιᾳ
' ἴσης θαυμαστόν , εἴπερ εἰσὶ νοτιώτεραι τῆς Ὑρκανίας καὶ εὐκρασίᾳ διαφέρουσαι τῆς ἄλλης χώρας : ἐκεῖ δὲ μᾶλλον .
' αὐτὴν εὔγειόν τε καὶ πάμφορον , ἔτι δ ' εὐκρασίᾳ διαφέρουσαν , διττοὺς κατ ' ἔτος ἐκφέρειν καρπούς .
5077218 πηγανιον
τοῦ καρποῦ , νῆριν τε πρὸς τούτοις τὴν βοτάνην καὶ πηγάνιον ἐπιβαλών , θύμβρης τε ὁμοίως κλῶνας , ἀλλ '
πλεῖστον , καὶ ὄξους ἐσκευασμένου . βλάπτεσθαι δέ φησι τὸ πηγάνιον ὑπὸ τῆς κάμπης . ἄλλως : ξύρησον , φησί
5071638 μετρηδον
. νῦν δὲ περὶ τοῦ ῥιζείου φησὶ θυέος ] θυώδους μετρηδόν ] συμμέτρως ὀρέξαις ] δίδου μελιζώρου : ἀντὶ τοῦ
ἐμπλείου ὅτε νέκταρ κιρρόν : ὅτε οἶνον πυρρὸν ἐν τρυβλίῳ μετρηδόν , ἀντὶ τοῦ μετρήσας , ἀφύσσῃς νέκταρ ] οἶνον
5064880 Σαλουιδιηνῳ
διὰ τῆς Ἰταλίας ὡς αὐτῷ Σαλουιδιηνῷ συμβολήσων περὶ Ῥήγιον . Σαλουιδιηνῷ δ ' ὁ Πομπήιος ἀπαντᾷ μεγάλῳ στόλῳ , καὶ
πολλοῦ πρὸς Καίσαρα ἐκ Κελτῶν ἐπανιόντι . καὶ εἵποντο τῷ Σαλουιδιηνῷ Ἀσίνιός τε καὶ Οὐεντίδιος , Ἀντωνίου στρατηγοὶ καὶ οἵδε
5064275 λινοζωστιν
τετριμμένου λείου δι ' ἡμέρης , ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας , λινόζωστιν λείην τετριμμένην , ἐν μέλιτι ἀττικῷ , δι '
ἐλάφου . Προσθετὰ καθαρτικὰ , ἢν μὴ ποτὰ καθαίρῃ : λινόζωστιν τρίψας καὶ σμύρναν , προστιθέναι . Προσθετὰ ὁμοίως καθαρτικὰ
5058872 ταφρου
ῥᾳδίως τοὺς ἐλέφαντας ἐνέδρα λάθοι . ὅταν γοῦν γένωνται τῆς τάφρου πλησίον , ἣν εἰώθασιν ὑπορύττειν οἱ θηρῶντες αὐτούς ,
ἐπιστρέψαντες καὶ πολὺν διαγωνισάμενοι χρόνον μόγις ἐξέωσαν τοὺς ἐντὸς τῆς τάφρου βιασαμένους . οἱ δὲ Ἰταλιῶται τῷ πλήθει τῶν βαρβάρων
5057803 λινοσπερμον
, τὰ δὲ ἐμπασσόμενα τούτοις , οἷά ἐστι γύρις καὶ λινόσπερμον καὶ τῆλις . οἱ δὲ κλυσμοὶ δι ' ὑδρελαίου
οὔτε ἔλαιον οὔτε ῥόδινον οὔτε χαμαίμηλον , ἀλλ ' οὔτε λινόσπερμον οὔτε ἄνηθον οὔτε τήλινον ἄλευρον οὔτε πύρινον οὔτε ἄλλα
5057071 Θαψου
αὐτὸς μὲν ἀποθνῄσκει , οἱ δ ' ἄλλοι ἐκ τῆς Θάψου ἀναστάντες Ὕβλωνος βασιλέως Σικελοῦ προδόντος τὴν χώραν καὶ καθηγησαμένου
περὶ τὴν θάλασσαν , κατὰ γῆν δ ' ἐκ τῆς Θάψου οἱ Ἀθηναῖοι τὰ ἐπιτήδεια ἐπήγοντο . ἐπειδὴ δὲ τοῖς

Back