λόγος ἀπείργων τῶν ἁμαρτημάτων . σημαίνει δὲ τρία : τὸ καυχῶμαι , ὡς τὸ ὥς ποτ ' ἀπειλήσει : τότε
Περὶ παθῶν . τὸ δὲ ἀπειλῶ σημαίνει τρία : τὸ καυχῶμαι : ὥς ποτ ' ἀπειλήσει : τότε μοι χάνοι
7433553 ἀπειλησει
τρία : τὸ καυχῶμαι , ὡς τὸ ὥς ποτ ' ἀπειλήσει : τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών : ἐπὶ δὲ
ἱδρύσω ἄλλων βωμούς , ἀλλ ' ἐμοὶ ἄλλοι , οὐδὲ ἀπειλήσει μοι ἀσέβειαν Εὐθυκλῆς , ἀλλ ' ἐγὼ ἐκείνῳ χολήν
6742734 χανοι
κατὰ φάρυγγα ὀδυνώδεα σμι - κρὰ , πνιγώδεα , ὅτε χάνοι , μὴ ῥηϊδίως συνάγοντι , ἰσχνῷ , παρακρουστικά :
ὡς ταχεῖα ἀντὶ τοῦ ταχέως , καὶ “ τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών . ” λαισήϊα θυρεοῦ γένος , ἢ
6105840 ἡμετερε
ὁ Ζεὺς πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε καὶ ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη , ὕπατε κρειόντων . καὶ αὐτὸς μὲν ὁ
ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη : ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη ὕπατε κρειόντων εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ
6099103 Κλεινια
τοιούτου κινδύνου διαφυγὴν εὑρήσει ; πάντως οὐ ῥᾴδιον , ὦ Κλεινία . καὶ γὰρ οὖν πρὸς μὲν ἄλλα οὐκ ὀλίγα
τείχη . γάμων δ ' ἦν ἔμπροσθεν ταῦτα , ὦ Κλεινία , νῦν δ ' ἔπειπερ λόγῳ γίγνεται , καὶ
6005734 ἀυσε
δέ οἱ ἀγλαὸν ἦτορ . Τῷ δ ' ἐπὶ μακρὸν ἄυσε πάις Ποίαντος ἀγαυοῦ : Αἰνεία , σύ γ '
ἐν πολέμῳ ἢ χείροσιν ἀμφιπολεύειν : καί ῥ ' ὀλοφυδνὸν ἄυσε μέγ ' ἀχνυμένη κέαρ ἔνδον : Εἰ δ '
5926430 ἐφαμην
ἀπόφασθε : φημί , τὸ λέγω , φήσω πέφηκα πέφαμαι ἐφάμην ἔφασο ἔφατο : ἐκ δὲ τοῦ ἔφασο καὶ τὸ
ἦν οὖν ἐθέμην ἐὰν θῶμαι , ἐδόμην ἐὰν δῶμαι , ἐφάμην ἐὰν φῶμαι . Δυϊκά . Ἐὰν θώμεθονθῆσθονθῆσθον . Πληθ
5814677 ἀμειβετο
τι αἱρήσεσθε ; Ἀρισταγόρης μὲν ταῦτα ἔλεξε , Κλεομένης δὲ ἀμείβετο τοῖσδε : Ὦ ξεῖνε Μιλήσιε , ἀναβάλλομαί τοι ἐς
γυναῖκας . Ὁ μὲν δὴ τοιαῦτα ἔλεγε , ἡ δὲ ἀμείβετο τοῖσδε : Ὦ παῖ , ἐπείτε με λιτῇσι μετέρχεαι
5785679 ἐσαωσα
' ἄλλοι ἀοσσητῆρες ἀέθλου , † οἵη τέ σφ ' ἐσάωσα † διὰ Πλαγκτὰς περόωντας πέτρας , ἔνθα πυρὸς δειναὶ
, θεοί , βροτὸν ἄνδρα παρεῖναι . τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα οἶον , ἐπεί οἱ νῆα θοὴν
5781501 Ἰρι
Ἶριν δὲ προτέρην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : βάσκ ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα , Ποσειδάωνι ἄνακτι πάντα τάδ ' ἀγγεῖλαι ,
. . . Ε , . . βάσκ ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα : ἡ διπλῆ ὅτι οὐκ ἔστι κοινὸν νῦν
5780021 προσεφη
, δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Ἀχαιοί : τῷ μιν ἐεισαμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις : ὦ γέρον αἰεί τοι μῦθοι
δέμας καὶ εἶδος ἐρίζειν . ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ πότνα θεά , μή μοι
5762022 ἀμπελουργε
ἡλίῳ ἀνίσχοντι καὶ τεύξει οὗ βούλει . Πείθομαί σοι , ἀμπελουργέ , καὶ οὕτως ἔσται : πλεύσαιμι δὲ μήπω ,
ἤρατο κοὐ πέσε Τροία . Δαιμονίως γε ὁ Ἀχιλλεύς , ἀμπελουργέ , καὶ ἐπαξίως ἑαυτοῦ τε καὶ τοῦ Ὁμήρου .
5748494 ἀπονεεσθαι
ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέσταν , Ἴλιον ἐκπέρσαντ ' εὐτείχεον ἀπονέεσθαι . Τοῦτο γὰρ ποιήσας προσέκρουσε μὲν οὐδαμῶς τοῖς Ἀχαιοῖς
πρῶτος δὲ ῥοὰς ποταμῶν ἀφικάνεις , πρῶτος δὲ σταθμόνδε λιλαίεαι ἀπονέεσθαι ἑσπέριος , νῦν αὖτε πανύστατος . ἦ σύ γ
5743274 μαχει
τῷ πατρὶ προσδραμὼν εἴπῃ πατάξας : Αἶρε πλῆκτρον , εἰ μάχει . Εἰ δὲ τυγχάνει τις ὑμῶν δραπέτης ἐστιγμένος ,
Οὐκ ἐς κόρακας ; Μὴ πρόσιτον . Εἶἑν , καὶ μάχει ; Ὁ Διτύλας χὠ Σκεβλύας χὠ Παρδόκας , χωρεῖτε
5733548 προσεφης
δαιτὶ θεοὶ ποίησαν ἑταίρην . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ ῥεῖ ' ἔγνως ,
σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθε . Τὸν δ ' ὀλιγοδρανέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ἤδη νῦν Ἕκτορ μεγάλ ' εὔχεο
5732857 ἀσυφηλον
ἀλλ ' οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ ' ἀσύφηλον : ἀλλ ' εἴ τίς με καὶ ἄλλος ἐνὶ
μοι οἰδάνεται κραδίη χόλῳ ὁππότε κείνων μνήσομαι ὥς μ ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν Ἀτρεΐδης ὡς εἴ τιν ' ἀτίμητον
5718342 Κρονιδη
τὸ πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε καὶ ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη , ὕπατε κρειόντων . τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν :
Ζεὺς πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε καὶ ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη , ὕπατε κρειόντων . καὶ αὐτὸς μὲν ὁ Ζεύς
5690482 Ἀντινοος
δ ' ἄρα πτωχοὺς κακοείμονας ἠγερέθοντο . τοῖσιν δ ' Ἀντίνοος μετέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ κέκλυτέ μευ ,
, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε . τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος προσέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ Τηλέμαχ ' ,
5688338 κορεσθηναι
παρώνυμον ἀριστεύς . Ἄδην , παρὰ τὸ ἥδω δηλοῦν τὸ κορεσθῆναι , ὡς τὸ τέρπομαι , ὅπερ τὸ αὐτὸ ἐδήλου
ἐσσύμενον πολεμίζειν . ἔστι δὲ τὸ ἄδην ἐλόωσιν ἀντὶ τοῦ κορεσθῆναι αὐτὸν ποιήσουσι τοῦ πολέμου , καίπερ προθυμίαν ἔχοντα .
5685785 εἰπ
' Ἀκέστορ ' αὐτὸ τὸν στιγματίαν παθόντα : σκῶμμα γὰρ εἶπ ' ἀσελγές , εἶτ ' αὐτὸν ὁ παῖς θύραζε
: ‚ Ἐπίχαρμοϲ ϲοφόϲ τιϲ ἐγένετο [ πόλλ ' ὃϲ εἶπ ] ? ' ἀϲτεῖα καὶ παντοῖα ? ? ?
5648823 ὀλλυμενοι
οἷα ξυμπεπτωκότες , καὶ οἱ πνευματίαι καὶ οἱ ὑπὸ ὑδρώπων ὀλλύμενοι , πονηρόν . Προσεχὴς οὗτος ὁ λόγος τῷ ἀνωτέρω
δηλονότι . ταῖς τριήρεσιν . * καὶ ἐν ταῖς . ὀλλύμενοι ] * ὦ . * καὶ φθαρέντες . βάρις
5637560 τεθορυβημαι
οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀλάλυκτος καὶ ἀλαλυκτῶ καὶ ἀλαλύκτημαι , τὸ τεθορύβημαι , . , . . Ἀλαός : ὁ τυφλός
ἡσθῆναι . Ἐφοβήθην μὲν γάρ , καὶ ἔτι καὶ νῦν τεθορύβημαι μή τινες ὑμῶν ἀγνοήσωσί με ψυχαγωγηθέντες τοῖς ἐπιβεβουλευμένοις καὶ
5634739 Λαερτιαδη
ὁ δέ μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ] ἆσέ με δαίμονος
οὗτος , ὥσπερ ἐπὶ τῆς Καλυψοῦς πρὸς τὸν Ὀδυσσέα Διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς
5617468 τοὐπος
ὅσον τάχος ; οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπηι τοὔπος ἑρμηνεὺς τόδε , εἴτ ' ἔνδον εἴτ ' οὐκ
Πριάμου γὰρ ᾑρήκασιν Ἀργεῖοι πόλιν . πῶς φῄς ; πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας . Τροίαν Ἀχαιῶν οὖσαν : ἦ τορῶς
5615353 μοθου
μῆλον , ἀριζήλων ἐφράσσατο δήνεα μόχθων . χειρὶ δὲ δινήσασα μόθου πρωτόσπορον ἀρχὴν ἐς θαλίην ἔρριψε , χορὸν δ '
ἔργμασι τέχνης ἀθανάτοις ἐκέλευον ἀρήιον ἵππον ἀνάψαι , ὕστερον Ἀργείοιο μόθου σημήιον εἶναι . φραζομένοις δ ' ἐπὶ τοῖσι παναίολα
5613596 ἀμυνεμεν
οἴκου ἀμῦναι . ἡμεῖς δ ' οὔ νύ τι τοῖοι ἀμυνέμεν : ἦ καὶ ἔπειτα λευγαλέοι τ ' ἐσόμεσθα καὶ
μιν λείπουσιν ἐν ἄλγεσιν ἰχθύες ἄλλοι ἀνθίαι ἀλλ ' ἐθέλουσιν ἀμυνέμεν , ἐν δέ οἱ αὐτῷ νῶτα βίῃ χρίμπτουσι καὶ
5607820 φιλτατος
ὄτρυνεν Ἀπόλλων Φαίνοπι Ἀσιάδῃ ἐναλίγκιος , ὅς οἱ ἁπάντων ξείνων φίλτατος ἔσκεν Ἀβυδόθι οἰκία ναίων : τῷ μιν ἐεισάμενος προσέφη
: Δηΐφοβ ' , ἦ μέν μοι τὸ πάρος πολὺ φίλτατος ἦσθα . καὶ Μένανδρος ἐν Κόλακι ἄνθρωπε , πέρυσι
5595226 δευτε
ἵστημι τοῖσδ ' ἰύγμασιν | [ ] πάντες ? γεωργοὶ δεῦτε | κἀμπελοσκάφοι ? [ ] ε ποιμήν τ '
φιλόσοφος , ὁ ῥήτωρ ὡς ῥήτωρ . ὅταν οὖν λέγῃς δεῦτε καὶ ἀκούσατέ μου ἀναγιγνώσκοντος ὑμῖν , σκέψαι πρῶτον μὴ
5588826 Ἀσκληπιε
ἄλλα τὰ παραπλήσια ; Φεῦ τῆς πολλῆς πλάνης , ὦ Ἀσκληπιέ . τὰ μᾶλλον πληρέστατα καὶ μεστότατα ὄντα , ταῦτα
κινεῖται τὸ πᾶν , τί εἴπομεν ; Ἀσώματον , ὦ Ἀσκληπιέ . Τὸ οὖν ἀσώματον τί ἐστι ; Νοῦς ὅλος
5588412 ἐχθαιρω
οὕτως ] ὧδε . . ἦ ] ὄντως . . ἐχθαίρω ] μισῶ . . παθόντες εὖ ] παρ '
καὶ προθυμία . . . . ἀπεχθήρω : μισήσω : ἐχθαίρω ἐχθαρῶ ἤχθηρα , ἐὰν ἐχθήρω καὶ ἀπεχθήρω . .
5559906 Ἀτρεϊδη
ἠελίοιο εἰ μὴ Ἀχιλλεὺς αἶψ ' Ἀγαμέμνονι εἶπε παραστάς : Ἀτρεΐδη , σοὶ γάρ τε μάλιστά γε λαὸς Ἀχαιῶν πείσονται
δ ' ἄρ ' ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : Ἀτρεΐδη ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων ; πῶς δὴ
5559732 ἐκελευες
ἂν ἐοίκοι καλεῖν , εἰπὼν ἐν Κωκάλῳ κοφίνους δὲ λίθων ἐκέλευες ἡμᾶς ἐπὶ τὸν κέραμον . ἀγγεῖα κεράμεα καὶ γήινα
' Ἀνδρομήδη τὸν Αἰγινήτην πέμψας Ἔραστον , παρ ' οὗ ἐκέλευες τοῦ ὑμετέρου ξένου , εἴ τι δεοίμην , λαμβάνειν
5555904 γεραιτερος
. Ἀλλ ' ἄγ ' ἐμεῖο πίθεσθε , ἐπεί ῥα γεραίτερός εἰμι λίην , οὐκ ὀλίγον περ : ἔχω δ
. Ἀλλ ' ἄγ ' ἐμεῖο πίθεσθε , ἐπεί ῥα γεραίτερός εἰμι λίην , οὐκ ὀλίγον περ : ἔχω δ
5550375 ἐρεξαν
' ἐλαίου . τοῦτο δέ μοι λίην ἔδακε φρένας οἷον ἔρεξαν . πέπλον μου κατέτρωξαν ὃν ἐξύφηνα καμοῦσα ἐκ ῥοδάνης
αὐτᾶς , Καδμεῖαι πολλαῖς μεμελημέναι ἡρωίναις , αἳ τόδε ἔργον ἔρεξαν ὀρίναντος Διονύσω οὐκ ἐπιμωματόν . μηδεὶς τὰ θεῶν ὀνόσαιτο
5541661 κατηφειη
τελευταῖον α εἰς η : σοὶ γὰρ ἐγὼ καὶ ἔπειτα κατηφείη καὶ ὄνειδος : καὶ Ἀνακρέων : νεότης τε καὶ
ἐλάλησας , καὶ τὸ οὕτως ἔχον σοὶ μὲν δὴ Μενέλαε κατηφείη καὶ ὄνειδος ἔσσεται ἤματα πάντα . εἰ γὰρ τὸ
5541358 ἐγων
, μητρὸς δ ' ἐκ Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης : αὐτὰρ ἐγὼν υἱὸς μεγαλήτορος Ἀγχίσαο εὔχομαι ἐκγεγάμεν , μήτηρ δέ μοί
: τὰ πρὸ τοῦ δύ ' ἄνδρες ἔλεγον , εἷς ἐγὼν ἀποχρέω . τὰς θυσίας καὶ τὰς λαμπροτέρας παρασκευὰς ἐκάλουν
5538666 ὑμνειουσαι
πρόσωπα ἐν ἀντωνυμίαις : δεῦτε δὴ ἐννέπετε σφέτερον πατέρ ' ὑμνείουσαι , ἀντὶ τοῦ ὑμέτερον . χρόνοι ἐν ῥήμασιν :
' Ἡσιόδῳ , Δεῦτε Δί ' ἐννέπετε σφέτερον πατέρ ' ὑμνείουσαι . ἀντὶ τοῦ , ὑμέτερον . Περὶ δὲ τὰς
5534419 ἀγορευω
θυμῷ : εἰ δέ κε μὴ ἔλθῃσιν ἄναξ τεὸς ὡς ἀγορεύω , δμῶας ἐπισσεύας βαλέειν μεγάλης κατὰ πέτρης , ὄφρα
γε πυθοίμην , οὔτε τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκομαι οὐδ ' ἀγορεύω , ἀλλ ' ἐμὸν αὐτοῦ χρεῖος , ὅ μοι
5528311 ξεινου
οἴκων ἄγκυρ ' ἔτ ' ἐμῶν τὴν χιονώδη Θρήικην κατέχει ξείνου πατρίου φυλακαῖσιν . ἔσται τι νέον : ἥξει τι
“ κέκλυτέ μευ , μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης , τοῦδε περὶ ξείνου : ἦ γὰρ πρόσθεν μιν ὄπωπα . ἦ τοι
5516383 πολυμητις
εἰς ΙΣ βαρύτονα καὶ ἐν τῇ συνθέσει βαρύνονται : μῆτις πολύμητις , ἴδρις ἄϊδρις , πόλις φιλόπολις , χάρις εὔχαρις
ἐέλδεται ἔμμεναι υἷα . ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα ,
5515219 τιον
πολὺ χρηστέον διὰ τὸ μὴ λίαν τραχὺ καὶ φιλαί - τιον τοῦ λέγοντος φαίνεσθαι τὸ ἦθος , σκληρὸν γὰρ καὶ
] ἔρωτος ἠλπ ? ? [ [ ] [ ] τιον εἰσίδως [ [ ] Ἐρμιόνα τεαυτα [ [ ]
5506269 ηὐδα
μετέλθοι . ” τὴν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα : “ ξεῖν ' , ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά
γενέσθαι . ” τὸν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα : “ ἔσσεται οὕτως , ἄττα : σὺ δ
5503393 διογενες
, ὁ δέ μ ' αὐτίκ ' ἀμειβόμενος προσέειπε : διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὔτ ' ἐμέ
, αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : “ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , κεῖνος δὴ αὖτ
5496870 Σοι
, ἔφη , ἄλλῳ ἡμῶν δοκεῖ , ὦ Σώκρατες . Σοὶ δὲ δὴ τίς , ὦ Ἱππόθαλες ; τοῦτό μοι
, καὶ ἰκμαλέον ἤδη ἐμποιῆσαι τὸ δέρμα λεπτοῖς ἱδρῶσι . Σοὶ δὲ οὕτω λεπτῇ κεχρημένῳ διαίτῃ , ἱκανὸν ἂν δόξαι
5495341 ἀχομαι
ἀφ ' οὗ ἄχομαι , οἷον : νῦν δ ' ἄχομαι : τόσα γάρ μοι ἐπέσευεν κακά , γίνεται ἀχάλλω
ἀφ ' οὗ ἄχομαι , οἷον ” νῦν δ ' ἄχομαι : τόσα γάρ μοι ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων ” ,
5494983 παλαισμασιν
Τοὺς φόβους τοῦ ἐπικειμένου πολέμου . . τὸ δὲ Φρυνίχου παλαίσμασιν , ἐπεὶ ὁ τραγικὸς Φρύνιχος ἐν Ἀνταίῳ δράματι περὶ
κἀφελεῖν τὰ δείματα . Κεἴ τις ἥμαρτε σφαλείς τι Φρυνίχου παλαίσμασιν , ἐγγενέσθαι φημὶ χρῆναι τοῖς ὀλισθοῦσιν τότε αἰτίαν ἐκθεῖσι
5492979 ἐκπερσαντ
σχέτλιος , ὃς τότε μέν μοι ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν Ἴλιον ἐκπέρσαντ ' εὐτείχεον ἀπονέεσθαι , νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο
σχέτλιος , ὃς πρὶν μέν μοι ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν Ἴλιον ἐκπέρσαντ ' εὐτείχεον ἀπονέεσθαι , νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο
5492581 ξεινε
. καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ τὸ ὅμοιον : Ζεύς τοι δοίη ξεῖνε , ὅττι μάλιστ ' ἐθέλεις : ὣς ἄρ '
, κούρην Διὸς αἰγιόχοιο : “ εὔχεο νῦν , ὦ ξεῖνε , Ποσειδάωνι ἄνακτι : τοῦ γὰρ καὶ δαίτης ἠντήσατε
5492114 ἡσειν
: οὐκ ἀμφιβόλως οἶμαί σφ ' ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιον . ἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμης τὸν
νῦν ἀφίκεσθε , νέοι : τάχα δ ' ὕστερον ἄλλον ἥσειν ἢ τοσσοῦτον ὀΐομαι ἢ ἔτι μάσσον . τῶν δ
5492111 ἀχνυμενος
ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς . Δηΐφοβος δὲ μάλα σχεδὸν ἤλυθεν Ἰδομενῆος Ἀσίου ἀχνύμενος , καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ . ἀλλ ' ὃ
σθένε λαὸς ὑπ ' Ἄρεϊ δῃώσασθαι . Ὣς ἔφατ ' ἀχνύμενος κέαρ ἔνδοθεν . Ἀμφὶ δὲ λαοὶ οἰκτρὸν ἀνεστονάχησαν ,
5490370 δερμ
, τὴν Ἀχιλλέως μοι Σαρκικὸν γὰρ εἶχε χρῶτα καὶ τὸ δέρμ ' ὅμοιον . Βλαστεῖ δ ' ἐπὶ γῆς δένδρεα
οὐδ ' ἐτρύπησεν κρόκην . πλύνον καταπλυντήριζε . . πολύτορον δέρμ ' ἐχίνου . . . Σκύθης ὄνειον δαῖτα στατῆρσι
5486514 εἰπατε
ὑπάρχει . . ἀπαραίτητον ὑπάρχει . . τῶνδε ] ὧν εἴπατε . . τῶνδε ] προσταγμάτων . . τόλμαν σχεθεῖν
τὸ χιόνι ἀεὶ καλύπτεσθαι ? . βάσις τῶνδε ] ὧν εἴπατε τόλμαν ] ἐπιχείρησιν σχέθειν ] τόλμαν λαμβάνειν . γνωμικόν
5486036 βασκ
ἴθι καὶ τότ ' ἴθι : οὕτως οὐδὲ βάσκιθι ἀλλὰ βάσκ ' ἴθι , οὐ γὰρ μετὰ προθέσεως σύγκειται .
κακῷ . . ἀπάτῃ ἀπίστῳ . . . . . βάσκ ' ἴθι : ὅτι παραλλήλως βάσκε καὶ ἴθι :
5479336 ἀασπετα
τέλος ἔσσετ ' Ἄρηι , καί τοι δῶρ ' ὀπάσουσιν ἀάσπετα δῖοι Ἀχαιοί . Τεύχεα δ ' αὐτὸς ἔγωγε τεοῦ
ὀλοφύρετο Πηλείωνα . Φοῖνιξ δ ' αὖθ ' ὁ γεραιὸς ἀάσπετα κωκύεσκεν ἀμφιχυθεὶς δέμας ἠὺ θρασύφρονος Αἰακίδαο , καί ῥ
5477938 ἠπειλησεν
μετὰ τῶν ἄλλων πόλεων παραδίδωσι . . αὐτὸς δ ' ἠπείλησεν ἅμ ' ἠοῖ φαινομένηφιν νῆας ἐυσσέλμους ἅλαδ ' ἑλκέμεν
τοὺς Μιλησίους κλονεῖν , ἀλλὰ μὴ Νικίαν ταράσσειν , ὅπερ ἠπείλησεν ὁ ἀλλαντοπώλης . ἐν Μιλήτῳ δὲ τῆς Ἀσίας μέγιστοι
5471294 οἰω
ἕταροι δ ' ἀπάνευθε καθήατο : τὼ δὲ δύ ' οἴω ἥρως Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ὄζος Ἄρηος ποίπνυον παρεόντε
λαγόσι καὶ ποιῶν ἐκείνους πλανᾶσθαι , καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ κομίζω . ἐλαύνει : ἐλαύνω ἐπὶ σιδήρου ,
5468492 καθεζομαι
: παρὰ τὸ ἔζω : τοῦτο παρὰ τὸ ἔω τὸ καθέζομαι . τὸ γὰρ ἔδω , οὐ μόνον τὸ ἐσθίω
αἳ τοῦ μηνὸς γίγνονται τετράκις , τοῦτο δὲ ποιήσας ἄφωνος καθέζομαι δεικνύς , ὡς οὐ τοῦ πολλὰ πράττειν ἐπιθυμῶ ,
5467827 κεκασμενον
τιν ' ἄνδρα δεῦρο πρυμνήτην χθονὸς ἐλθόντ ' ἐποίσειν εὖ κεκασμένον δόρυ . αὐτοὶ γὰρ ἡμεῖς ὄντες ἐν τάφοις τότε
καὶ ζαμένησε καὶ ἤρισεν ᾧ παρακοίτῃ , ἐκ πάντων τέχνῃσι κεκασμένον Οὐρανιώνων . ἐκ δ ' Ἀμφιτρίτης καὶ ἐρικτύπου Ἐννοσιγαίου
5457154 ὑποπτευω
λάρναξ ] κἠν ϲτέγαι κήτ ! [ } ] [ ὑποπτεύω ] γα καὶ δέδοικ ' ἐγὼν μὴ δ [
, ὦ Σώκρατες ; Ἐγώ σοι φράσω , ὅ γε ὑποπτεύω λέγειν καὶ συμβουλεύειν ἡμῖν τοῦτο τὸ γράμμα . κινδυνεύει
5453792 ὑπακουσον
ὑπείροχον , ᾧ τυ γεραίρειν ἀρξεῦμ ' : ἀλλ ' ὑπάκουσον , ἐπεὶ φίλος ἔπλεο Μοίσαις . Σιμιχίδᾳ μὲν Ἔρωτες
μᾶλλον δὲ παῖε . σέ φημι , Θησαυρὲ χρυσοῦ , ὑπάκουσον Τίμωνι τουτῳῒ καὶ παράσχες ἑαυτὸν ἀνελέσθαι . σκάπτε ,
5452761 ἀπηλεγεως
καὶ ἄλλος ἀνὴρ ἐρρίγῃσιν ἀρείονα φῶτα μετελθεῖν . ” Ἴσκεν ἀπηλεγέως : ὁ δ ' ἀπὸ θρόνου ὤρνυτ ' Ἰήσων
, ἡνίκα με ἴδῃς σὺν ταῖς Νηρεΐσιν ὑπαντήσασάν σοι . ἀπηλεγέως : ἀναμφιλέκτως . ἀίδηλος ἐδύσατο : ἀφανὴς γενομένη κατέδυ
5448498 Δαμιδος
ῥώμαις πρὸς τὴν ἅλωσιν τῆς πόλεως . οἱ δὲ Μεγαλοπολῖται Δάμιδος ἡγουμένου καὶ τούτου γεγονότος κατὰ τὴν Ἀσίαν μετ '
λόγον ἐς τὰ πρὸ τῆς δίκης . ἀνολοφυραμένου δὲ τοῦ Δάμιδος καί τι καὶ τοιοῦτον εἰπόντος „ ἆρ ' ὀψόμεθά
5447534 Μενελαε
ἡ τοῦ Πρωτέως θυγάτηρ ἐν Φάρῳ φησὶ πρὸς αὐτόν : Μενέλαε , εἴπερ βούλει μαθεῖν τὸ περὶ σὲ πᾶν ,
Ὣς φάμενον προσέειπεν ἐυμμελίης Ἀγαμέμνων : Μὴ νῦν , ὦ Μενέλαε , μέγ ' ἀχνύμενος περὶ θυμῷ σκύζεο μητιόωντι Κεφαλλήνων
5444410 κατερω
αὑτοῦ πράγμασιν χρωτίζεται καὶ σοφίαν ἐπασκεῖ . ὦ θεώμενοι , κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ , νὴ τὸν Διόνυσον τὸν
ἐστὶν ἄδηλον . ἓν δὲ τὸ πάντων λοίσθιον ἤδη πᾶσιν κατερῶ θνητοῖσι κακόν : καὶ δὴ γὰρ ἅλις βίοτόν θ
5441969 ἀκουσατ
? ? [ ] ? μοι τ [ [ ] ἀκούσατ [ ] ? [ ' ] ἄκραν ? [
δικάζειν δίκας . ὦ ' γαθοί , τὸ πρᾶγμ ' ἀκούσατ ' , ἀλλὰ μὴ κεκράγατε . νὴ Δί '
5439687 μαντευομαι
, διότι παῖς ὢν Ἡρακλέους οὐκ ἀπέκρυψε τὸν πατέρα . μαντεύομαι δὲ καὶ οἷς χρήσεται πρὸς σέ : καλὸς μὲν
ἐπακούσωμεν αὐτῶν πρῶτον ἃ τῷ καταφρονεῖν ἡμῶν προσπαίζοντας αὐτοὺς λέγειν μαντεύομαι . Ποῖα δή ; Ταῦτα τάχ ' ἂν ἐρεσχηλοῦντες
5439125 πεπνυμενος
ἄλλον ἀμύντορα μερμηρίξω . ” τὸν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα : “ ἐσθλώ τοι τούτω γ '
' εἴκελα τοῖσι δύναιτ ' ἂν φράζεσθαι μάλα πολλὰ νόῳ πεπνυμένος ἀνήρ : λέξω δ ' αὖ μετέπειθ ' ,
5438837 μετηυδα
ἑοῖο καὶ πάλιν ὣς ὁ βαρὺ στενάχων ἔπε ' Ἀργείοισι μετηύδα . οἱ δὲ γέροντες τέττιξιν ἐοίκοτες ζῴοις ὀξυφώνοις ἰσάζονται
χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε ' Ἀργείοισι μετηύδα : ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες Ζεύς με
5433342 νοστησαι
ἅδοι ἀμφοτέροιϊν . ὄφρα μὲν ὕμιν θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐώλπει νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε , τόφρ ' οὔ τις
καὶ Κίμωνος τοῦ Μιλτιάδεω , παρεὸν αὐτῷ ὑπόσπονδον ἐξελθεῖν καὶ νοστῆσαι ἐς τὴν Ἀσίην , οὐκ ἠθέλησε , μὴ δειλίῃ
5431701 φερεσθε
καὶ ἐπιτιμῶν ἐβόα πάνυ ἀνδρείως τε καὶ ἀνυποστόλως , Ποῖ φέρεσθε , ὤνθρωποι , καὶ ἀγνοεῖτε μηδὲν τῶν δεόντων πράττοντες
Ἑλικὼν πρὸς τὰς Νύμφας ἐν τῷ μύθῳ φθέγγεται ; Ποῖ φέρεσθε , ὦ Νύμφαι ; τίς οὗτος ὑμᾶς πονηρὸς οἶστρος
5429960 ὠνδρες
[ ] δ ' ὄκως ἂν μὴ μακρηγορέων ὐμέας , ὦνδρες δικασταί , τῆι παροιμίηι τρύχω , πέπονθα ? πρὸς
ἐγχανὼν : ἀντὶ τοῦ ” καταγελάσας “ . ἐμοὶ μὲν ὦνδρες : τοὺς τρεῖς τοὺς ἑξῆς ὁ πρεσβύτης πρὸς τοὺς
5427709 ἐρεξεν
καὶ οἷον „ καὶ ” ἀλλ ' οἷον τόδ ' ἔρεξεν ” , „ οἷον τὸν Τηλεφίδην „ . οὕτως
Διὸς μένος . Ἀλλὰ τὸ μέν που ἀθανάτων τάχ ' ἔρεξεν ἐὺς νόος ἠὲ καὶ οὐκί : Ἀργεῖοι δ '
5427384 ἠρου
οὐ μή μοι πρόϲει } ] τί ; τοῦτ ' ἤρου με καὶ ] κωϲ ? με προϲβλέπειν ? ;
ὦ Σώκρατες ; ἤδη γὰρ ἔγωγε , ὅπερ νυνδὴ σὺ ἤρου , καὶ Φιλολάου ἤκουσα , ὅτε παρ ' ἡμῖν
5427110 φευγετε
. φυγὰν φυγάν , γέροντες , ἀποπρὸ δωμάτων διώκετε : φεύγετε μάργον ἄνδρ ' ἐπεγειρόμενον . ἢ τάχα φόνον ἕτερον
δεινόν ἐστι φυγή , δεινὸν λοιδορία , δεινὸν πενία : φεύγετε ἄνδρες , πάρεισιν οἱ πολέμιοι , ἐροῦμέν σοι ἄπελθε
5425511 δουλοσυναν
λυγˈρόν τ ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ' ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ' ἀναγκαῖον λέχος , εὐπαράου κρᾶτα συλάσαις
μολὼν [ ] πολυδάκρυον [ ] οὐκ ἔμελλε μίμνειν ἔτι δουλοσύναν [ ] , πυρὰν δὲ χαλκοτειχέος [ ] προπάροιθεν
5424652 κεινοιο
ὁ Πάν . εὔχεται δὲ αὐτῷ ὡς παιδεραστῇ . ἄκλητον κείνοιο : ἤγουν καὶ πρὸ τοῦ καλεσθῆναι αὐτὸν παρ '
κ ' ἔτι παύρους ἐξανύσῃ : τῶ μή τι ποθὴ κείνοιο πελέσθω . αὔτως δ ' αὖ Πολύφημον ἐπὶ προχοῇσι
5423459 Κορυδον
. Ἄλεξις Δημητρίῳ ἢ Φιλεταίρῳ : ἀλλ ' αἰσχύνομαι τὸν Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ
τὸ λοιπὸν ἡμῖν ἡ μάχη . Ἀλλ ' αἰσχύνομαι τὸν Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ
5421491 κακοδαιμον
[ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει
, ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ
5413770 ὑποδρα
, ὑποδράξ , ὀκλάξ : ἀλλ ' ἐλλεῖψαν ἐν τῷ ὑπόδρα μετέστησε καὶ τὴν ὀξεῖαν , ὅμοιον αὐτὸ καταστῆσαν τῷ
ὅθεν χωρητέον καὶ ἐπὶ τὸν προκείμενον λόγον . Τὸ δὴ ὑπόδρα δύναται μὲν καὶ κατὰ φύσιν εἰς α λήγειν ,
5412811 περικλυτα
θεῖον δύσονται ἀγῶνα . δῶρα δ ' ἄγ ' ἀλλήλοισι περικλυτὰ δώομεν ἄμφω , ὄφρά τις ὧδ ' εἴπῃσιν Ἀχαιῶν
ἔνεικα πολλοῖς δυσμενέεσσιν ἀνηλέα πότμον ὀπάσσας : τοὔνεκά μοι κείνοιο περικλυτὰ τεύχεα δῶκε δῖα Θέτις : τὰ δ ' ἄρ
5412168 ᾀσω
ἀπολολύξω ] παιανίσω . θ ἀπολολύξω ] καὶ θαυμάσω καὶ ᾄσω . Ξ ἀσινεῖ ] ἀβλαβεῖ . Ξ ἀσινεῖ ]
στεφάνοις ᾄσομαι τὸν ἐπίνικον , ἢ οὕτως : τὸν ἐπίνικον ᾄσω τὴν τοῦ νικηφόρου κεφαλὴν τοῖς στεφάνοις ἁρμόζων : φησὶ
5410880 ἀφιγμαι
ὦ Λύκει ' Ἄπολλον , ἄγχιστος γὰρ εἶ , ἱκέτις ἀφῖγμαι τοῖσδε σὺν κατεύγμασιν , ὅπως λύσιν τιν ' ἡμὶν
τε συντέμνειν λόγους . Ἐγὼ δὲ καινῇ ξυμφορᾷ πεπληγμένος ἱκέτης ἀφῖγμαι πρὸς σέ . Τοῦ χρείαν ἔχων ; Μέλλουσί μ
5404297 διπλ
. . . οὕτως ἐν τῶι πρώτωι τῶν Φυσικῶν παραδίδωσι δίπλ ' . . . ὁμοῖα . . . .
συγκριτικήν τινα ἀγάπην νοῶν ἣν . . . τεθηπώς . δίπλ ' ἐρέω : τοτὲ μὲν γὰρ ἓν ηὐξήθη μόνον
5401241 πολυμηχαν
δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ χρὴ μὲν δὴ τὸν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν
μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ] ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ
5400426 προσεειπεν
τῆς ἀρετῆς , καὶ ἀντὶ τῆς αὐτός : ὁ δὲ προσέειπεν ἄνακτα , ἡ δὲ χιτῶν ' ἐνδῦσα . ἔτι
τῶν ἀρκτικῶν τόπων ὀρθοτονοῦνται : ἐμὲ δ ' ἔγνω καὶ προσέειπεν . Ἐν δὲ τοῖς ἐπιῤῥήμασιν ἐγκλίνεται τὰ ὑποκείμενα :
5395334 ἐσσεαι
ἀνάγνωθι ἃ λέγει ἡ Θέτις . Ὠκύμορος δή μοι τέκος ἔσσεαι , οἷ ' ἀγορεύεις : αὐτίκα γάρ τοι ἔπειτα
φασιν ἐπιπλήξαντα εἰπεῖν : ὠκύμορος δή μοι , τέκος , ἔσσεαι , οἷ ' ἀγορεύεις . καὶ δὴ καὶ ἐγένετο
5394991 κατεκτανε
' ὄλεθρον ἀνήγαγε καὶ κατέπεφνε δειπνίσσας , ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ . οὐδέ τις Ἀτρεΐδεω ἑτάρων λίπεθ
οὐλομένῃ ἀλόχῳ οἶκόνδε καλέσσας , δειπνίσσας , ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ . ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ :
5391691 κυρω
ἀκουῶ 〚 〛 , ὥσπερ σύρω † σαρῶ καὶ κύρω κυρῶ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ ἀκροῶ . εἴρηται δὲ
Οἰνέως κόρην , δάμαρτά θ ' Ἡρακλέους , εἰ μὴ κυρῶ λεύσσων μάταια , δεσπότιν τε τὴν ἐμήν . Τοῦτ
5391107 ἐτλης
ἀλλάων αἵ τ ' εἰν ἁλὶ ναιετάουσιν , οὕνεκεν οὐκ ἔτλης εὐνῇ Διὸς ἱεμένοιο λέξασθαι , ἀλλ ' ἐμέ γ
ἅλα δοίης , ὃς νῦν ἀλλοτρίοισι παρήμενος οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι : τὰ δὲ πολλὰ πάρεστιν .
5390181 κυκνοις
ἐνομοθέτει καὶ τοὺς Δελφικοὺς ἠχῆσαι τρίποδας , αὖθις κελεύει τοῖς κύκνοις ἐξ Ὑπερβορέων ἀφίπτασθαι . ἦν μὲν οὖν θέρος καὶ
Πίνδαρος ἐν ᾠδῇ κόμῃ τε χρυσῇ καὶ λύρᾳ κοσμήσαντες , κύκνοις ἔποχον εἰς Ἑλικῶνα πέμπουσι , Μούσαις Χάρισί τε ὁμοῦ
5388173 βοηλατην
, ἐκπρεπέστατος γένους . ἡ δ ' ἀντὶ τούτων τάρροθον βοηλάτην τὸν ἑξάπρυμνον στέρφος ἐγχλαινούμενον στείλασα λίστροις αἰπὺν ἤρειψεν πάγον
συμβεβλημένα ? [ ] : δεινὸς κυκησμὸς εἶχε [ τὸν βοηλάτην ] . τίν ' αὖ τέχνην σὺ τήνδ [
5380656 πημασιν
λαβόντος ὅπλ ' ἀπηλλάχθη βίου . σὺ τοῖς ἐκείνου δῆτα πήμασιν νοσεῖς ; ὁθούνεκ ' αὐτῶι γ ' οὐ ξυνωλόμην
. πεπαμμένωι ] τῶι κεκτημένωι . νόσον ] λέγω . πήμασιν ] ἤτοι τῶι φθόνωι . βαρύνεται ] δαμάζεται .
5379929 παριστασαι
τραπέζης μου . . Σ . ζ . ἑξείης πάντεσσι παρίστασαι : οἱ δὲ διδοῦσι μαψιδίως , ἐπεὶ οὔ τις
ὥς τις θαρσαλέος καὶ ἀναιδής ἐσσι προΐκτης . ἑξείης πάντεσσι παρίστασαι : οἱ δὲ διδοῦσι μαψιδίως , ἐπεὶ οὔ τις
5378997 ἐμογησα
ἣ . . . πλεῖστον ] ἤγουν εἰς ἣν πολλὰ ἐμόγησα . φορτικῶν ] δυσκόλων καὶ βασκάνων . οὐκ ἄξιος
. ἦ τάχα Κύπρις ἔχει Χαρίτων μίαν ὁπλοτεράων . παπταίνων ἐμόγησα , κόρον δ ' οὐχ εὗρον ὀπωπῆς . αὐτίκα
5375909 ἐτητυμως
Ϙγʹ , ὧν τελευταῖος : ἥξω διαιρεῖν τοῦτο πρᾶγμ ' ἐτητύμως . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι παράγραφος , ἐπὶ δὲ τῶι
ἔργον ἄτρυτον λῆμα ἄφιμος ἵππος γνώσῃ δὲ τέχνην τὴν ἐμὴν ἐτητύμως ἀψευδόμαντιν οὖσαν τὸν πλησσόμενον ἐμβριθῆ νοῦν ? – ˘
5375782 ἰνδαλλω
, τὸ ὁμοιῶ , γίνεται ἰδάλλω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἰνδάλλω , ἐξ οὗ καὶ ἴνδαλμα . . . ,
οἷον ἰέναι ποιῶ . . . . . ἰνδάλλω : ἰνδάλλω : ὥσπερ παρὰ τὸ ἄγω γίνεται ἀγάλλω , ἰῶ
5372821 ὀφελον
ἀμφοτέροις ἀγαθὰ κτήσεσθε καταλλαγέντες ; οὐ χρήσεσθε αὐτοῖς θέλοντες ; ὄφελον ἐξῆν καὶ τὸν Ἐφεσίων δῆμον ποιήσασθαι ἀδελφὸν ὑμῶν .
τε καὶ πλουτεῖν ἀντιπαρέθηκε τὸν τῆς φιλίας λόγον : ὧν ὄφελον τριτάτην ἔχων ἐν δώμασι μοῖραν ναίειν , οἱ δ
5371670 ἀπαμειβομενος
φιλότητα μετ ' ἀμφοτέροισι τίθησθα ; ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς : “ τέκνον ἐμόν , τί
οἱ τόσον ὠδύσαο , Ζεῦ ; ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς : “ τέκνον ἐμόν , ποῖόν
5371646 ἐλεω
καὶ χρηματιστικῶν , αὐτός τε ἄχθομαι ὑμᾶς τε τοὺς ἑταίρους ἐλεῶ , ὅτι οἴεσθε τὶ ποιεῖν οὐδὲν ποιοῦντες . καὶ
„ εἶπεν „ οἱ κοινωνοῦντες ἐμοὶ ταυτησὶ τῆς στέγης , ἐλεῶ ὑμᾶς , ὡς ὑφ ' αὑτῶν ἀπόλλυσθε , οὔπω
5370264 ἀγαμαι
, ἔφη , ὦ Σώκρατες , ἄλλα τέ σου πολλὰ ἄγαμαι καὶ ὅτι νῦν ἅμα χαριζόμενος Καλλίᾳ καὶ παιδεύεις αὐτὸν
ἀλείφεσθαι τὸ σῶμά μοι πρίω μύρον ἴρινον καὶ ῥόδινον , ἄγαμαι Ξανθία καὶ τοῖς ποσὶν χωρὶς πρίω μοι βάκχαριν .
5370217 ἀλγω
. ἐπειδὰν αἴσθωμαι συκοφάντην ἄνθρωπον ἐπιεικεῖ προσπεσόντα καθάπερ χειμάρρουν , ἀλγῶ τὴν ψυχὴν καί που δακρύω καὶ συμπράττειν ὅ τι
βοώσας παραπλέων τὰς ἡδονάς πλατὺν γέλωτα καταχέω τῶν δογμάτων . ἀλγῶ δὲ καὶ τῆς οὐχ ὁρωμένης ἐρῶ . δραχμῆς μὲν

Back