προηγήσατο ; εἰ μὴ καὶ στρατηγὸν φαίης ἄριστον τὸν μηδεπώποτε κατιδόντα πολέμιον . φέρειν δὲ δεῖ καὶ μὴ ἀθυμεῖν : | ||
τὸ πεζὸν τῷ δίποδι πρὸς τὸ τετράπουν γένος διανεῖμαι , κατιδόντα δὲ τἀνθρώπινον ἔτι μόνῳ τῷ πτηνῷ συνειληχὸς τὴν δίποδα |
ὅτι τόν τε Σωκράτην ἄνθρωπον εἶναι ἀνάγκη καὶ τὸν ἄνθρωπον δίποδα : εἰ γὰρ καὶ πεφύκασιν , ὅπερ ἐλέγομεν , | ||
[ γὰρ ] εἰς ἴσα τρίποδα [ δύο ] ἢ δίποδα τρία ? [ . δῆλον - ] δ ' |
τὸ φάρμακον . τὰς δὲ τρίχας ἀφαιρεῖν δεῖ καὶ συνεχέστερον ἀλλάσσειν . οὕτω γὰρ πραττόντων ἡμῶν ἡ κρατοῦσα δυσκρασία μεταβληθήσεται | ||
, καὶ οὐκ ἄν τις νουνεχῶς , εἰ δέοι συνεχῶς ἀλλάσσειν τὰ καταπλάσματα , καὶ μέτρον εἴη τῆς ἐπιθέσεως ἡ |
. τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας ; οὗτος Σύρε . ποῖον μόναυλον ; τὸν κάλαμον . ὅστις γαμεῖν βουλεύετ ' , | ||
κούφως ἀνήλλετο . Ἀναξανδρίδης δ ' ἐν Θησαυρῷ : ἀναλαβὼν μόναυλον ηὔλουν τὸν ὑμέναιον . καὶ ἐν Φιαληφόρῳ : . |
αὐτὸ ῥᾷον , οἷον πάλαισιν τοῦ παλαῖσαι καὶ ὄρχησιν τοῦ ὀρχήσασθαι καὶ αὔλησιν τοῦ αὐλῆσαι καὶ ᾆσιν τοῦ ᾆσαι , | ||
πρῶτος εἰσηγητὴς γέγονε Βάθυλλος ὁ Ἀλεξανδρεύς , ὅν φησι παντομίμους ὀρχήσασθαι Σέλευκος . τοῦτον τὸν Βάθυλλόν φησιν Ἀριστόνικος καὶ Πυλάδην |
ὅτι τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει ἐγείρει καὶ εὐμαθῆ καὶ μνήμονα καὶ ἀγχίνουν ἀπεργάζεται , παρὰ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἐπιδιδόντα | ||
ἀνέρος ἀρράτοιο φόωσδ ' ἀνὰ Κέρβερον ἄξων : καὶ Πλάτων μνήμονα δὴ καὶ ἄρρατον καὶ πάντῃ φιλόπονον ζητητέον , οἷον |
, καὶ πολλάκις ἰχθύων εὐερμίᾳ περιτυγχάνει τῇ τῆς ἐπιθυμίας ὁρμῇ προσερχομένων . δεῖ δὲ τῷ πρώτῳ θηρατῇ τὴν αἱρεθεῖσαν ὡραίαν | ||
εἴρηκε διὰ τὸ τραχὺ καὶ ξύειν αὐτοῦ τὰς σάρκας τῶν προσερχομένων . κρεαγρέπτους * τὰς κρεαγρεπτούσας , * τραχείας , |
χρῶ καὶ πρὸς τὴν εἰρημένην διάθεσιν . λοιπὸν καὶ ῥαφανῖδας ἐμβάπτειν εἰς αὐτὸ προσήκει καὶ ἔμετον ποιεῖν . καὶ τὸ | ||
δὲ καὶ κικίδα μικρὴν , καὶ βάλανον ποιέειν , καὶ ἐμβάπτειν ἔς τι τῶν ὑγρῶν , καὶ προστιθέναι , κἄπειτα |
ΓΓ τούτου γὰρ ἀδελφὸς ⌈ ὁ Γ Ἀριφράδης . ΓΓ Ἀρίγνωτον τὸν κιθαρῳδόν . δῆλον δὲ ἐκ τούτου Ἀριφράδην λέγεσθαι | ||
ἀδελφὸς λέγεται : ὅτι δὲ φίλως ἐῴκει ἔχειν πρὸς τὸν Ἀρίγνωτον , ἐν τοῖς Ἱππεῦσι δῆλον . Γ θυμοσοφικώτατον : |
τῇ τῶν Χοῶν ἑορτῇ ἆθλον θέντος στέφανον χρυσοῦν τῷ πρώτῳ ἐκπιόντι χοᾶ πρῶτος ἐξέπιε Ξενοκράτης ὁ φιλόσοφος καὶ λαβὼν τὸν | ||
χρυσᾶ στόμια προσβεβλημένοις . καὶ Σοφοκλῆς Πανδώρᾳ : καὶ πλῆρες ἐκπιόντι χρύσεον κέρας τρίψει γέμοντα μαλθακῆς ὑπ ' ὠλένης . |
τῶν μικρῶν καταφρονεῖν . σέρφῳ ] ζῷόν τι μικρόν . ὀπίαν δ ' οὐκ ἔστι : δι ' ὀπῆς ἐξελθόντα | ||
ὃν κατήγαγον . . . Εὐριπίδης δ ' ἐν Κύκλωπι ὀπίαν καλεῖ τυρὸν τὸν δριμύν , τὸν πηγνύμενον τῷ τῆς |
γε μὴν πολε - μιωτάτοις ἀνθρώπῳ ζῴοις , ἀσπίδι καὶ κροκοδείλῳ , ἔχθιστον ὁ ἰχνεύμων , καὶ τόν γε πόλεμον | ||
χαμαιλέων ἐστὶν ὁ λεγόμενος φυσίγναθος . ἔστι δὲ ἰσομεγέθης τῷ κροκοδείλῳ , κυρτὸς καὶ εἰς ὀξὺ λεπτός . ὅτι μεταβάλλει |
, τουτὶ γάρ ἐστιν ἐμὲ νικᾶν . καλῶς δὲ κἀκεῖνο εἰκάζεις , ὡς οὐ χρήμασι μετρεῖται τὰ παρ ' ἡμῶν | ||
γῆς τὰ τέκνα : ἐπεὶ τό γε σῶμα οὐ φαύλως εἰκάζεις Βοιωτίῳ μᾶλλον εἰκάζων αὐτὸ ἢ Λακωνικῷ τε καὶ Ἀττικῷ |
. θ φιλαίματον ] φιλόψυχον . φιλαίματον ] τὸν αἵμασι χαίροντα ἔφορον τοῦ φόνου θεόν . θΞ Φόβον ] Δεῖμος | ||
ματαίους ἄνδρας δηλοῖ , ὠχρὰ δὲ ὄμματα καὶ ἀλλοχροίας ἔχοντα χαίροντα ἄνδρα καὶ ὑπονοούμενον εἰς κλεψοσύνας τὸν τοιοῦτον σημαίνει : |
βύσμα δ ' ἂν εἴη τῶν χρησίμων , Ἀριστοφάνους εἰπόντος βύσμα καὶ γευστήριον . τοῦτο δὲ βύστραν ἕτεροι κεκλήκασιν , | ||
' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν τῶν ἔνδοθεν καὶ βύσμα καὶ γευστήριον , κἄπειτα μίσθου σαυτὸν ἀμφορεαφορεῖν . ὀβολῶν |
τοῦ ἑτέρου , καθ ' ὃν δεήσει δύο μόνας μαγάδας ὑποβάλλεσθαι τοῖς δυσὶ τάγμασι , συμβήσεται πολλάκις τὰς κατὰ τὰ | ||
τοὺς δὲ ἐνδοτέρω διὰ τὸ βάθος μὴ δυναμένους τῇ χειρουργίᾳ ὑποβάλλεσθαι , καταλιπεῖν καὶ διὰ φαρμάκων θεραπεύειν , μὴ χειρίζειν |
ἀφαιρῶ Γ ἐμαυτοῦ : τὸν γὰρ τρίβωνα περισπάσας θέλει αὐτὸν καυνάκην ἐνδῦσαι . καυνάκης δὲ χλαῖνα περσικὴ ἀλεεινή , παρὰ | ||
λαμβάνει [ παραλαμβάνει Γ ] ἱμάτιον . Γ οἱ δὲ καυνάκην : ἔοικε ⌈ τὸ Γ βαρβαρικὸν εἶναι ⌈ φόρημα |
λάλον , ὀργίλον , γλώσσαλγον , τὸ δὲ φλογοειδὲς χρῶμα ἐμμανές , τὸ δὲ πράως ἐρυθρὸν εὐφυές , εὐμαθές , | ||
τοῦ λίθου φύσιν ἑκάστοις μέλεσιν ἐπιπρέπειν . ὁ γοῦν Χαρικλῆς ἐμμανές τι καὶ παράφορον ἀναβοήσας , Εὐτυχέστατος , εἶπεν , |
, ἐπειπὼν τὰς συλλαβάς , ἐκέλευσα ὑδροφορεῖν . ἐπεὶ δὲ ἐμπλησάμενον τὸν ἀμφορέα ἐκόμισε , Πέπαυσο , ἔφην , καὶ | ||
ἰδόντα αὐτὸν πλέον ἢ ὀκτὼ κοτύλας χωροῦντα . τοῦτον οὖν ἐμπλησάμενον πρῶτον μὲν αὐτὸν ἐκπιεῖν , ἔπειτα τῷ Σωκράτει κελεύειν |
κατὰ γένος ἄγεται . γενομένων δ ' αὐτῷ δυεῖν παίδων Τυρρηνικὰ θέμενος αὐτοῖς ὀνόματα , τῷ μὲν Ἄρροντα , τῷ | ||
τυρρηνικουργῆ , ὥσπερ καὶ τὰ ἔμβαθρα ῥηνιοεργῆ . τὰ μέντοι Τυρρηνικὰ εἴη ἂν ὁ Σαπφοῦς μάσλης : ποικίλος μάσλης Λύδιον |
βραχύτερον : οὐχ ὁρᾷς ὅτι ἔτ ' ἄβολός ἐστι ; Οἶνον γὰρ πιεῖν οὐδ ' ἂν εἷς δέξαιτο θερμόν , | ||
τὰ μέρη ταῦτα τοῦ σώματος ἀρτίποδα τὴν πορείαν παρέσχεν . Οἶνον δ ' οἱ μὲν ἐν Ἡλίου πόλει θεραπεύοντες τὸν |
ἔχει τὴν θεωρίαν , μίαν μὲν , ὅτι ἐχρήσατο τῷ ὑβριστὸν ἀντὶ τοῦ ὑβριστικόν , ὅμοιον ὂν τῷ τύπῳ τοῖς | ||
ἡμῶν φησίν . , . . , . ἀκόλαστον καὶ ὑβριστὸν πρᾶγμα . Ἀττικῶς συντέθειται , δίττην δ ' ἔχει |
ἅρπαξ καὶ πονηρὸς καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη | ||
δ ' ἀλώπηξ ἄνω θεασαμένη κάτωθεν ἔστη προσφέρουσα ἐπαίνους : Ὄρνεον καλὸν καὶ εὐμέγεθες λίαν χερσὶ κρατούμενον βασιλικαῖς πρέπεις . |
τοῦ βοὸς ὡς εἴρηται : οὐ γὰρ ἂν ἔχῃ καλῶς ἀπατεῶνα τὸν Δία λέγειν , ἵνα οὗτος εἴη ἐκείνου νωθέστερος | ||
διδάσκαλον . “ πλεύμονά τε αὐτὸν ἐκάλει καὶ ἀγράμματον καὶ ἀπατεῶνα καὶ πόρνην : τούς τε περὶ Πλάτωνα Διονυσοκόλακας καὶ |
. καὶ αὐτὸς δέ φησιν , ὡς Ἡρακλείδης ἱστορεῖ , μονήρη αὑτὸν γεγονέναι καὶ ἰδιαστήν . ἔνιοι δὲ καὶ γῆμαι | ||
μὲν συναγελαστικὰ καὶ φιλάλληλα , ὡς γέρανοι , τὰ δὲ μονήρη καὶ ἐχθρά , ὡς ἰκτῖνες καὶ τὰ ἄλλα , |
τοῖς ἐξαίφνης προσπίπτουσιν ἐνίστασθαι παροξυσμοῖς . τοῖς μὲν οὖν ἐπὶ χολέραις καὶ κοιλίας ῥύσεσι καὶ ταῖς ἄλλαις κενώσεσι ταῖς ἀμέτροις | ||
ἄκρα καὶ ὅλως ἅπαντα ἐφεξῆς ποιῆσαι ὅσα καὶ ἐν ταῖς χολέραις εἰθίσμεθα : κίνδυνος γὰρ ὑπέρινον κἀκεῖ γενέσθαι , ὥσπερ |
ἐγκωμιαστικὴν τῶν χορευτῶν φωνήν , ἥτις ἔνδοξον τοῦτο ποιήσει καὶ ἐξάκουστον . Γεύεται γάρ , φησί , τῶν ἀέθλων , | ||
πᾶς ἄνθρωπος τὰς τέχνας μετέρχεται . ΚΛΥΤΟΣ ἭΦΑΙΣΤΟΣ , ἤγουν ἐξάκουστον τὸ πῦρ : ὅτι δι ' αὐτοῦ πᾶσα γίνεται |
ἐν ἀρχῇ τοῦ ἤρουϲ ἢ αἵματοϲ ἀφαιρῶν . καὶ γὰρ ποδαγρικοῖϲ καὶ ἀρθριτικοῖϲ ἐπιληπτικοῖϲ τε καὶ μελαγχολώδεϲιν ἢ αἷμα πρόϲθεν | ||
εὕρεμα τηκόλιθον . ” μετὰ μυρϲίνου δὲ ἐλαίου ἀνεθεὶϲ τοῖϲ ποδαγρικοῖϲ ἐπαρκεῖ ἐπιχριόμενοϲ . Πυρίτηϲ . Εἷϲ δὲ τῶν ἰϲχυρὰν |
καὶ σύκου ὠμοῦ μίσγοντα καὶ ἀναποιοῦντα μέλιτι προστιθέναι , καὶ πυριήσαντα κλύσαι τοῖσι καθαρτηρίοισιν : ἐσθιέτω δὲ τὴν λινόζωστιν καὶ | ||
καὶ γάλα μεταπιπίσκειν ὄνειον ἢ ὀῤῥόν : ἔπειτα μετὰ ταῦτα πυριήσαντα καθῆραι τὰς ὑστέρας φαρμάκῳ ὃ μὴ δήξεται , ἔπειτα |
τῶν ἐπὶ τοῖς λόγοις θορύβων οὔθ ' ὅσοι τῶν ὄντων ἀθλιώτατον ἀπὸ τῶν συνεχῶν δὴ ὀδυνῶν καὶ πόνων , τούτοιν | ||
μετὰ φίλων ἢ μόνος εὐτυχίαν τὴν μεγίστην . ὡς ἐκεῖνον ἀθλιώτατον ἐγὼ κρίνω δικαίως ὃς ἐν μὲν ταῖς συμφοραῖς πλείστους |
οὐκ ὀλίγους εἰς ἄρτον ἄγοντα καὶ τῆς πανταχόθεν παρὰ τοῖς ὁμοτέχνοις αἰδοῦς ἠξιωμένον ἐσυκοφάντει λέγων ἀδικίᾳ χρήσασθαι περὶ τὸν ἄρτον | ||
αὐτῇ θρήνων . θαυμάζει δὲ αὐτοῦ καὶ ὅσα ἐπιτιμᾷ τοῖς ὁμοτέχνοις , ὅτι μὴ τραχέως διορθοῦται σφᾶς , ἀλλ ' |
καὶ ἤλει , οὐκ ἤληθεν : ἀλοῦσα , οὐχὶ δὲ ἀλήθουσα . Μέθυσος ἀνὴρ οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός . | ||
κουρίδα . . κιθαρῳδός : Ἡ ἀλετρίς . ἀναστήσασα : ἀλήθουσα . . ἀωρὶ νύκτωρ : ὄρθρου . . τὸν |
ἔστιν ἄλλως ἐκβαλεῖν , εἰ μὴ πρὸς μόνον τὸν θεὸν ἀποβλέποντα , ἐκείνῳ μόνῳ προσπεπονθότα , τοῖς ἐκείνου προστάγμασι καθωσιωμένον | ||
ὄντα οὐκ οἴει ταὐτὸν πείσεσθαι εἰς τὰς τῶν ἄστρων φορὰς ἀποβλέποντα ; νομιεῖν μὲν ὡς οἷόν τε κάλλιστα τὰ τοιαῦτα |
φύσιν τ ' ἐστὶ καὶ καλόν , τὸ δ ' εὐλόγιστον οὐ καλόν ; Οὐδαμῶς . Μὴ τοίνυν μάχην ἔχει | ||
; Οὐδαμῶς . Μὴ τοίνυν μάχην ἔχει τῷ φιλοστόργῳ τὸ εὐλόγιστον ; Οὐ δοκεῖ μοι . Εἰ δὲ μή , |
Κριοῦ κείμενον , λέγεται δὲ διὰ τὸ ἐκεῖνον ἀμαυρότερον εἶναι εὔσημον ἐπ ' αὐτοῦ γράμμα κεῖσθαι ἀπὸ Διὸς τὸ πρῶτον | ||
γὰρ τῶν χειρῶν ἀσφαλὴς καὶ τὸ βῆμα ἑδραῖόν τε καὶ εὔσημον ἐς τὴν γῆν ἄγει . τουτὶ δὲ ὁπόσου ἄξιον |
πῶς οὖν ἄν τις περιφανέστερον ἐπιδεῖξαι δύναιτο , ὅτι γῆς ἐργάτην ἀλλ ' οὐ γεωργὸν ὁ νομοθέτης νομίζει τὸν φαῦλον | ||
ἂν ὕστερον . Καλῶς νομίζεις . Ἀλλ ' ὅμως τὸν ἐργάτην πέμψον τινὰ στελοῦντα , μηδὲ τοῦτ ' ἀφῇς . |
δώδεκα : αἱ δὲ ἄλλαι ζῶσι δεκατέσσαρα . τὸ δὲ μυθολογούμενον περὶ τοῦ τοῦ Ὀδυσσέως κυνός , ὡς εἴκοσιν ἔτη | ||
παραπλησίως δὲ τούτοις καὶ τὴν Μήδειαν ἐν τῷ τεμένει τὸν μυθολογούμενον ἄυπνον δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρος τοῖς φαρμάκοις ἀποκτεῖναι , |
. . . μυχαίτατον . Θεόφραστος . . . ὥσπερ κύτταρον . , , ; ) ἀλλὰ γὰρ κηφῆνες : | ||
; ” ὡς ἐν οὐρανῷ αὐτῶν οἰκούντων . τινές φασι κύτταρον τὸ ὑψηλότατον τοῦ οὐρανοῦ . λέγουσι γὰρ κοῖλον εἶναι |
κρέα . Σάκᾳ δέ , φάναι τὸν Ἀστυάγην , τῷ οἰνοχόῳ , ὃν ἐγὼ μάλιστα τιμῶ , οὐδὲν δίδως ; | ||
. τοῦτον ἐγὼ κρίνω μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας πίνειν ζωροτέρῳ χρώμενον οἰνοχόῳ . ἀσκοπυτίνην τινὰ δίψους ἀρωγόν ἐπὶ χρήμασιν δ ' |
λοπάδα νεανικήν τὸ τρῖμμ ' ἐπιπολῆς εὐρύθμως διειμένον ὄξει , σιραίῳ χρωματίσας καὶ σιλφίῳ πυκνῷ πατάξας . Σηπίας τόσας δραχμῆς | ||
σφοδρῶν τι φαρμάκων , οἷόν ἐστι τὸ Ἄνδρωνος , ἀνιέντες σιραίῳ ἄχρι γλοιώδους συστάσεως . παυσαμένης δὲ τῆς φλογώσεως , |
πλάστιγγα , ἐντεῦθεν δὲ ἐμπίπτειν εἰς λεκάνην ὑποκειμένην πληγεῖσαν τῷ κοττάβῳ . καί τις ἦν ἀκριβὴς εὐχέρεια τῆς βολῆς . | ||
καὶ χαλκοῦν ἦν , Εὔπολις Βάπταις λέγει : χαλκῷ περὶ κοττάβῳ . Πλάτων δὲ ἐν Διὶ κακουμένῳ παιδιᾶς εἶδος παροίνιον |
ἥρωι ἀνὰ πᾶν ἔτος , καί σφι ποιεῦσι ταῦτα ἄμεινον συνοίσεσθαι . Ἀμαθούσιοι μέν νυν ἐποίευν ταῦτα καὶ τὸ μέχρι | ||
σαργὲ τάλαν : τάχα γάρ σε κακὸν πόθον αἰπολίοισι φημὶ συνοίσεσθαι : τοῖος νόος ἀσπαλιήων εἰς ἀπάτην καὶ κῆρα τεοὺς |
ἔστενε καὶ ὑπεδάκρυε , καὶ εἴ ποτε πιοῦσα παραδοίην τῷ Γανυμήδει τὸ ἔκπωμα , ὁ δὲ ᾔτει ἐν αὐτῷ ἐκείνῳ | ||
. Γανυμήδεα : εὔχεται , φησίν , ὁ κριτὴς τῷ Γανυμήδει , ἵν ' ἐπιτήδειον ἔχῃ τὸ στόμα πρὸς τὸ |
τωθάσεται , καὶ ἐρεῖ : ” Ὦ τετυφωμένε σύ , Φειδίαν οἴει κακὸν εἶναι δημιουργόν ; “ καὶ ἐγὼ οἶμαι | ||
διατριβῆς δεόμενον . φασί γέ τοι τῶν πλαστῶν τινα , Φειδίαν οἶμαι , ὄνυχα μόνον λέοντος ἰδόντα ἀπ ' ἐκείνου |
δὲ καὶ τὸν Ἑρμῆν αὐτὸν ἱδρῶτι ῥεόμενον καὶ τὼ πόδε κεκονιμένον καὶ πνευστιῶντα ; μεστὸν γοῦν ἄσθματος αὐτῷ τὸ στόμα | ||
κάλλος , ἀμφιδέξιος . αὐχμῶντα δ ' οὕτως ἄνδρα καὶ κεκονιμένον κάλλιον ἢ τῶν νῦν παλαιστῶν ὁστισοῦν σὺ δ ' |
' ἡμῖν πολίτην δουλεύοντα : εἶτα τὴν πολιτείαν ποιήσαντες παροιμίαν αἰνίγματι καὶ καθάπερ ἐπὶ σκηνῆς τὸ δεινὸν , πῆ μὲν | ||
ἐθρύλλουν οὖν οἱ πολῖται λέγοντες „ Σφὶγξ ἡμᾶς ἡ ἀγρία αἰνίγματι ὑφισταμένη διαρπάζει , καὶ καθίζει ἐπὶ τοῦ ὄρους . |
θηρευσαμένη καλάμῳ λεπτῷ . ἔστι δὲ ἡ κερκώπη ζῷον ὅμοιον τέττιγι καὶ τρυγονίῳ . Ἄλεξις : σοῦ δ ' ἐγὼ | ||
ἐπειδὴ οἱ παλαιοὶ κατὰ τὴν ἀναπλοκὴν τῶν τριχῶν χρυσῷ ἐχρῶντο τέττιγι : τεκμήριον ὅτι αὐτόχθονες ἦσαν οἱ Ἀθηναῖοι , ὡς |
] ἐμαχόμεθα . ξυνέβημεν ] ὡμογνωμονήσαμεν . ἐκορίζετο : ὡς κορίδιον ἤτοι κόριον , μικρὸν βρεφύλλιον ὁτὲ μὲν ταῖς ἀγκάλαις | ||
ἰλύς , οἴνου δὲ τρὺξ ἢ ὑποστάθμη . Κόριον ἢ κορίδιον ἢ κορίσκη λέγουσιν , τὸ δὲ κοράσιον παράλογον . |
καὶ Αὐλιδίς , ἔστι δ ' Αὐλίδιος καὶ Αὐλιδία . Αὐλών , πόλις Λακωνικῆς , μία τῶν ἑκατόν : ὁ | ||
ἢ τόπος . ἔστι καὶ τόπος Ἀραβίας . ἔστι καὶ Αὐλών ὃν ἐπόλισαν Κροτωνιᾶται , ἥτις ὠνομάσθη Καυλωνία . τὸ |
? ? ? ? : [ ] υστεφανον [ ] γῶγ ' επὶδῆ [ ] επ ' άκρῡ [ ] | ||
? ? ? ? : [ ] υστεφανον [ ] γῶγ ' επὶδῆ [ ] επ ' άκρῡ [ ] |
τῶν ἐκ Φιττέως . ἔστιν ἄκμων καὶ σφῦρα νεανίᾳ εὔτριχι πώλῳ . ἐπισμῇ ἰποῦμεν παροψωνεῖν σκάλωψ φέροικος φοβερὸν ἀνθρώποις τόδ | ||
“ εἶπεν εἰς φιλοδικαστήν . πωλίῳ ] ⌈ ἀντὶ τοῦ πώλῳ ὑποκοριστικῶς . κλητῆρες δὲ οἱ καλοῦντες εἰς τὸ . |
τῶν Ἑλλήνων φυγεῖν διὰ τὸ πλῆθος τῶν Περσῶν , Θεμιστοκλῆς Σίκιννον τὸν παιδαγωγὸν ἔπεμψε πρὸς τὸν Ξέρξην ὡς αὐτομολήσαντα , | ||
γενέσθαι , ἄλλοι δὲ Κρῆτα λέγουσι τὸ γένος εἶναι τὸν Σίκιννον . ὀρχησταὶ δ ' οἱ Κρῆτες , ὥς φησιν |
δῶκε δέ οἱ ῥάβδον χρυσέην διακοσμήτειραν , / πάσης εὐέργοιο νοήμονα μητέρα τέχνης . / σὺν τῆι ἔβη Διὸς υἱὸς | ||
] δῶκε δέ οἱ ῥάβδον χρυσέην διακοσμήτειραν , πάσης εὐέργοιο νοήμονα μητέρα τέχνης . σὺν τῇ ἔβη Διὸς υἱὸς ἑοῦ |
, διὰ τὸ τῆς ποιητικῆς ᾠδικόν : τοὺς δὲ κριτὰς ἱέρακι , διὰ τὸ ἁρπακτικόν . Γνωστὸν δὲ τοῦτο πᾶσι | ||
ὁ Ξέρξης , οὐδὲν ἄλλο ἐποίει ἢ μόνον παρεῖχε τῷ ἱέρακι τὸ σῶμα χρῆσθαι τούτῳ ὡς βούλεται . ἀετὸν οὖν |
ἰδέαν περιάγει τὸ ὑγρὸν καὶ τυποῖ : τὸ δὲ καθάπερ δορυάλωτον καὶ δοῦλον γενόμενον καὶ οἷον τὸν τοῦ δεσπότου τρόπον | ||
ἠξίουν λαμπρὸν ἀρτίως ἆθλον ἠγωνισμένον καὶ μεγάλην κατορθώσαντα νίκην καὶ δορυάλωτον ἀγαγόντα Κροῖσον τὸν τοιοῦτον ἠξίουν εἰδότα τοῦ πολέμου τὴν |
πολυτελείᾳ καὶ τεχνουργίᾳ , οὔτ ' ἔν τινι ἄλλῳ . Πρόνοιαν γὰρ οὐ μικρὰν ἐποιεῖτο ὁ βασιλεύς , φιλοδοξῶν εἰς | ||
ἐπισκέψασθαι προσήκει ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς τὸν λόγον λαβόντας . Πρόνοιαν τοίνυν τὴν μὲν ἐφ ' ἑκάστῳ , ἥ ἐστι |
καὶ διαστήσας ἀπόνιπτε ὕδατι ψυχρῷ . Τούτῳ συνεχῶς σμηχόμενον τὸ ῥυσσὸν σῶμα παρατείνεται , ὃ καὶ ἔχει οὕτως : ἰσχάδας | ||
ῥικνῆεν δὲ τὸ διερρωγός , τὸ παλαιόν : ἢ τὸ ῥυσσὸν ἢ τὸ τρομερόν . * ῥικνῆεν : γηραιόν * |
πάντολμοι . Οἱ χαροποὶ ὀφθαλμοὶ ἀπὸ τῶν μελάνων χωρίζονται τῷ αἰόλῳ : πολλὰ γὰρ αὐτῶν τὰ εἴδη . καὶ οἱ | ||
, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει : μέγιστον δ ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται . κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ |
ταὶ δὲ τραγεῖαι : ἤγουν τὰ δέρματα τῶν ἐρίφων . στασῶ δὲ κρατῆρα : . . . παρόσον ἔλαιον ἐκτίθησι | ||
ταὶ παρὰ τὶν ὄσδοντι κακώτερον ἢ τύ περ ὄσδεις . στασῶ δὲ κρατῆρα μέγαν λευκοῖο γάλακτος ταῖς Νύμφαις , στασῶ |
αἵ τε ἀντίδοτοι , καὶ πάντων μᾶλλον ἡ θηριακή . Πότημα πρὸς κοιλιακούς . Ῥοιῶν γ συμμέτρων ἕψεται σίδια , | ||
καὶ καταπεσεῖται εἴπερ ἑάλῳ τῷ πάθει . [ ηʹ . Πότημα πρὸς τὸ γνῶναι εἰ ἀθεράπευτοί εἰσιν οἱ ἐπιληπτικοί . |
, ὡς ὁρᾷς , ἤδη . οὕτω καὶ τὸν Κῦρον φιλήσαντα πάλιν ἀποπέμπειν καὶ ἀπιέναι . καὶ ὁδόν τε οὔπω | ||
περιαρμόσαι τῷ Αἴαντι ἔστιν ἃ καὶ προσπτυξάμενον τῶν ὀστῶν καὶ φιλήσαντα . Οὐ μάτην ἀπιστεῖν ἔοικα τοῖς τοιούτοις , ἀμπελουργέ |
ἡ γαλῆ δέ , φαίης ἂν αὐτὴν εἶναι τὸν καλούμενον ἥπατον . ἰχθὺς δὲ ἔστιν αὕτη βραχύς , καὶ τὼ | ||
λοχαγός φησιν : καὶ λεβίαν λαβέ , Μόσχε , τὸν ἥπατον ἐν περικλύστῳ Δήλῳ καὶ Τήνῳ . ΗΛΑΚΑΤΗΝΕΣ . Μνησίμαχος |
] ηται ? καιρόϲ : ὡϲ παρ ' ἐλπίδαϲ ] ημι λαμπαδηφόρου ? ? ? ? ? ? ? ? | ||
ηται ? καιρός . ὡς παρ ' ἐλπίδας [ ] ημι λαμπαδηφόρου [ ] ντος ὑπεραγωνιῶν [ ] τι , |
πλήξας ἀφύκτως κατὰ τὸ βουβωνόσφυρον ἐκείνου . τὸ δὲ γράφειν κτανόντα μῶρόν ἐστιν ἐπὶ τοῦ Ἀγκαίου Ἀταλάντη γὰρ αὐτὸν ἐτόξευσε | ||
παῖδα συναπέκτεινε καὶ ἑαυτήν . οὕτως ἐγώ φημι συντάσσειν τὸν κτανόντα . τρίτος δὲ Αἰγεὺς ὁ Πανδίονος υἱὸς ἢ Σκυρίου |
ἠμειβόμην , χρυσοῦν τε δωρεῖται ἀκινάκην καὶ Περσικὴν ἐσθῆτα χρυσῆν ὑφαντήν , ἐδωροῦντο δ ' αὐτίκα καὶ οἱ περὶ αὐτόν | ||
δῶρα , χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά θ ' ὑφαντήν . καὶ τὰ μὲν ἐν σπήεσσι θεῶν ἰότητι κέονται |
. δῶρα γὰρ ἀνθρώπων νόον ἤπαφεν ἠδὲ καὶ ἔργα . Ἶσον δ ' Ἑρμιονεὺς ποσὶ καρπαλίμοισι μετασπὼν ψύας ἔγχεϊ νύξε | ||
, παῦρον δέ τ ' ἐπὶ χρόνον ὄλβος ὀπηδεῖ . Ἶσον δ ' ὅς θ ' ἱκέτην ὅς τε ξεῖνον |
συγγνώμην αἰτοῦντα καὶ τοὺς πολλοὺς τῶν παιδαγωγῶν ἱεροσύλους ἡγοῦ . Κέλσον φήμῃ μᾶλλον ἢ συνουσίᾳ γινώσκεις . ἡ μὲν γὰρ | ||
ἔδει τιμᾶν , τὰ δὲ ἀπορρίπτειν , οὐ δήπου γε Κέλσον καὶ τὴν Κέλσου λειτουργίαν τῶν οὐ σπουδῆς ἀξίων ἔδει |
θυγάτηρ Πεισηνορίδαο , τήν ποτε Λαέρτης πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσι , πρωθήβην ἔτ ' ἐοῦσαν , ἐεικοσάβοια δ ' ἔδωκεν , | ||
ῥ ' ἀεκούσιος ἔκτα παῖδα βαλὼν προπάροιθεν Ἀμυκλαίου ποταμοῖο , πρωθήβην Ὑάκινθον , ἐπεὶ σόλος ἔμπεσε κόρσῃ πέτρου ἀφαλλόμενος νέατον |
δῶρα δ ' ἄρ ' οἰσέμεναι πρόεσαν κήρυκα ἕκαστος . Ἀντινόῳ μὲν ἔνεικε μέγαν περικαλλέα πέπλον , ποικίλον : ἐν | ||
μοι εὖχος Ἀπόλλων . ” ἦ , καὶ ἐπ ' Ἀντινόῳ ἰθύνετο πικρὸν ὀϊστόν . ἦ τοι ὁ καλὸν ἄλεισον |
, ἣν πρὸς ἀλλήλους ποιοῦνται . ἦ πού με καὶ λάλον ἀποκαλοῦσιν αἱ νύμφαι καὶ διακόνους ἄλλοτε ἄλλους ἐκπέμπουσιν ὀψομένους | ||
σε ὁ πατὴρ μεθύων ἐγέννησεν . „ ὅθεν αὐτὸν καὶ λάλον ἀπεκάλει , βραχυλόγος ὤν . ̈ . . Διονυσίου |
, ἔδει προςιέναι τῷ δήμῳ , ἔδει κατ ' ἐμοῦ συγκροτεῖν δικαστήριον , καὶ ὅσα τοιαῦτα . Ὁ Ἐπίλογος καταφορικὸς | ||
συνδραμὼν τῷ ' μῷ σκοπῷ [ καὶ ] μὴ κατόκνει συγκροτεῖν ξένους [ ] ποτέ . [ ἁγίως ] ὁ |
ἐὰν Ἰσμηνίᾳ , αὐλητήν : ἀλαζόνα , ἐὰν Ἀλκιβιάδῃ : ὀψοποιόν , ἐὰν Κρωβύλῳ : δεινὸν εἰπεῖν , ἐὰν Δημοσθένει | ||
σώματι εἰδέναι , ὥστ ' εἰ δέοι ἐν παισὶ διαγωνίζεσθαι ὀψοποιόν τε καὶ ἰατρόν , ἢ ἐν ἀνδράσιν οὕτως ἀνοήτοις |
ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν | ||
ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου |
μέν εἰσι πολλοί , κάλαμος δὲ τῶν αὐλῶν ἕκαστος : αὐλοῦσι δὲ οἱ κάλαμοι πάντες ὥσπερ αὐλὸς εἷς . σύγκεινται | ||
τὰς γλώττας ἴσχειν : τοῦτο δὲ ἀναγκαῖον τοῖς μετὰ πλάσματος αὐλοῦσι . τοῦ μὲν οὖν ζευγίτου ταύτας εἶναι τὰς ὥρας |
ξύλα καύσιμα . ἐπεὶ δὲ καὶ τὸ κατὰ χειρὸς ὕδωρ συμποτικὸν ἦν , χέρνιβα μὲν τὸ ὕδωρ Ὅμηρος καλεῖ , | ||
ξύλα καύσιμα . ἐπεὶ δὲ καὶ τὸ κατὰ χειρὸς ὕδωρ συμποτικὸν ἦν , χέρνιβα μὲν τὸ ὕδωρ Ὅμηρος καλεῖ , |
δὲ ἀκούω πρὸς ἀπαρέμφατον , ἢ πρὸς αἰτιατικήν . . κλεπτίστατον : Κερδαλέον , συνετόν : ἀντὶ τοῦ φρονιμώτατον , | ||
: εἰκότως οὖν ὡς ἀγοραῖον ὄμνυσι τοῦτον . καὶ ὅτι κλεπτίστατον τοῦτον ἀξιοῦσιν εἶναι . ἀγοραῖον ] ἵδρυτο γὰρ ἐν |
διδάσκεσθαι ὁμιλουσῶν τὰ παιδία . ἔπειτα μετὰ τριετῆ χρόνον ἐκέλευσε σιωπῶντά τινα ἄνδρα εἰσελθεῖν πρὸς αὐτά . εἰσελθόντος δὲ αὐτοῦ | ||
διδάσκεσθαι ὁμιλουσῶν τὰ παιδία . ἔπειτα μετὰ τριετῆ χρόνον ἐκέλευσε σιωπῶντά τινα ἄνδρα εἰσελθεῖν πρὸς αὐτά . εἰσελθόντος δὲ αὐτοῦ |
τοῦ κολοσσοῦ λέγε . Τί πρῶτον εἴπω σοι , ὦ Μίκυλλε ; τοὺς φόβους καὶ τὰ δείματα καὶ ὑποψίας καὶ | ||
τὰ πορθμεῖα καταβαλεῖν . Τί τοῦτο ; περίμεινον , ὦ Μίκυλλε : οὐ θέμις οὕτω σε διελθεῖν . Καὶ μὴν |
; Ναί . Καὶ ὃ ἔδει κερκίζειν , ἔδει τῳ κερκίζειν ; καὶ ὃ ἔδει τρυπᾶν , ἔδει τῳ τρυπᾶν | ||
; Καὶ πρός γε τούτοις ἔτι ξαίνειν , κατάγειν , κερκίζειν , καὶ μυρία ἐν ταῖς τέχναις ἄλλα τοιαῦτα ἐνόντα |
κιθάρα , παρὰ τὸ φέρεσθαι . φορύξας συμφύρας : “ φορύξας αἵματι πολλῷ . ” φόως ἐρέουσα τὴν ἐπιτολὴν τοῦ | ||
: ἢ μίσυ ὅσον δύο ὀβολοὺς τρίψας , ἐν οἴνῳ φορύξας , προστιθέναι . Καθαρτήριον ἐπιμηνίων καὶ λοχείων μάλιστα , |
πορεύσομαι προτιθεῖσα , ἤγουν ποιοῦσα , βραδύπουν πορείαν : τῷ βάκτρῳ διὰ τῆς χειρὸς ἐπαιρομένη καὶ ἐπερειδομένη : καὶ ἄλλως | ||
ἕξει , τοῦ μάλιστα πρὸς τελείωσιν συνεργοῦντος , ᾧ καθάπερ βάκτρῳ τινὶ τὴν σπερματικὴν ἀρχὴν ἐφιδρύεσθαι συμβέβηκεν , ἐφθαρμένου . |
δ ' ἐβώστρει : τότ ' ὄρη λαλεῦσι φωναῖς , φιλέρημος δὲ νάπαισιν λάλος ἀνταμείβετ ' ἀχώ : πιθαναὶ δ | ||
νικήσεις . ἐλείφθη εἰκότως ἀποβάντος αὐτῷ τούτου : ὁ γὰρ φιλέρημος καὶ ἀπράγμων θεὸς καὶ μόνον ἔχων νεβρίδιον καὶ καλαυρόπιον |
ἐκβῆναι τοῦτο δίκην παρ ' αὐτοῦ ἀπῃτηκέναι καὶ τὸ ψήφισμα λελυκέναι : οὕτω γὰρ οὐκ ἂν ἀπέβη τι δεινόν . | ||
ὁμολογείτω δὴ τοῖς προτέροις τὰ δεύτερα καὶ τῷ τοὺς φόβους λελυκέναι πρόσθες τὴν περὶ τὴν ὁδὸν βοήθειαν , ὅπως ἔλθοι |
λύσας ἴσως ἂν τὸν λαγὼν ξυναρπάσειεν ὑμῶν ‚ καὶ ἐν Δαιταλεῦσιν ἀπόλωλα : τίλλων τὸν λαγὼν ὀφθήσομαι . Ξενοφῶν δ | ||
ἓν τῶν μαγείρου σκευῶν : Ἀριστοφάνης δὲ αὐτὸ εἴρηκεν ἐν Δαιταλεῦσιν οὔκ , ἀλλὰ ταῦτά γ ' ἐπίχυσις τοῦ χαλκίου |
, πελειὰς δ ' ἔλαττον , καὶ ὅτι ἡ πελειὰς τιθασὸν γίνεται , περιστερὰ δὲ καὶ μέλαν καὶ μικρὸν καὶ | ||
μὴ ἔχων , ὅτι αὐτῷ παραθείη , ὥρμησεν ἐπὶ τὸν τιθασὸν πέρδικα καὶ τοῦτον θύειν ἔμελλε . τοῦ δὲ αἰτιωμένου |
, δηλώσας ἑτοίμως λήψῃ , θαυμάσεις δὲ πάνυ δεξάμενος . Προοίμιον . Ἐπειδὴ μὲν ἠξίωσας ὡς περὶ εὐπορίστων σοι γράφειν | ||
φύϲιν καὶ παρὰ φύϲιν καὶ περὶ θεραπείαϲ τούτων . α Προοίμιον τῶν ὑγιεινῶν Γαληνοῦ β Πῶϲ διαγιγνώϲκεται τὸ ὑγιεινὸν βρέφοϲ |
καὶ κοινὸν , τὸν σοφώτατον Νέστορα πεποίηκε Μαχάονι τῷ ἰατρῷ τετρωμένῳ τὸν δεξιὸν ὦμον προσφέροντα οἶνον , ταῖς φλεγμοναῖς ἐναντιώτατον | ||
ἀδύνατον ὁ ἐρώμενος ἐπαγγέλλει , ὃ μὴ πᾶσα ἀνάγκη τῷ τετρωμένῳ καταπράττειν . εἰ δὲ ἀμήχανον , τεθναίη θᾶττον ἂν |
λέοντα ] τὸν Ἀλέξανδρον λέγει . σίνιν ] βλαπτικόν , φθορέα . ἀγάλακτον ] μήπω κεκορεσμένον γάλακτος : βρέφος γὰρ | ||
τὸν ἐπιόντα . καὶ αὐτὴν ὁ πατὴρ ὑπολαβὼν εἶναι τὸν φθορέα πατάξας μαχαίρᾳ καταβάλλει . τῆς δὲ περιωδύνου γενομένης καὶ |
ἣν ἔχομεν ὁδὸν λόγων εἴπωμεν ὅσα τε νοῦς ἔχει . Χρῆν μὲν τύπτειν τοὺς ῥαβδούχους , εἴ τις κωμῳδοποητὴς αὑτὸν | ||
ἡδονὴν θάνῃς : φυλάξαι δεῖ με τοῦτό σοι πικρόν . Χρῆν δ ' εὐθὺς εἶναι τήνδε τοῖς πᾶσιν δίκην , |
δὲ τὴν ὁρμήν . Δρωπακίζειν ἀδόκιμον , ἀρχαῖον δὲ τὸ παρατίλλεσθαι ἢ πιττοῦσθαι . Στέμφυλα : οἱ μὲν πολλοὶ τὰ | ||
ὁρμὴν ἐρεῖς Ἀττικῶς . Δρωπακίζειν ἀδόκιμον , ἀρχαῖον δὲ τὸ παρατίλλεσθαι ἢ πιττοῦσθαι . Στέμφυλα οἱ πολλοὶ τὰ τῶν βοτρύων |
ἡλίῳ ἀνίσχοντι καὶ τεύξει οὗ βούλει . Πείθομαί σοι , ἀμπελουργέ , καὶ οὕτως ἔσται : πλεύσαιμι δὲ μήπω , | ||
ἤρατο κοὐ πέσε Τροία . Δαιμονίως γε ὁ Ἀχιλλεύς , ἀμπελουργέ , καὶ ἐπαξίως ἑαυτοῦ τε καὶ τοῦ Ὁμήρου . |
ἐκείνου πεισθέντες ἀνεδέξαντο . σχῆμά τε οὐ τοῦτο τῇ διανοίᾳ πρεπωδέστατον ἦν , τὸ ἐπιτιμητικόν , ἀλλὰ τὸ παραιτητικόν : | ||
ὅπως ἐν ταῖς ἱερουργίαις συλλειτουργῇ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῷ : πρεπωδέστατον δὲ τὸ τὸν ἱερώμενον τῷ τοῦ κόσμου πατρὶ καὶ |
τὸν βασιλεύσαντα Λυδῶν πολυφάγον γενέσθαι καὶ πολυπότην , ἔτι δὲ γαστρίμαργον . τοῦτον οὖν ποτε νυκτὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα κατακρεουργήσαντα | ||
ὠμόφρονες , κακονόητοι , παλίγκοτοι . ὀφθαλμοὶ ἑστηκότες ὑπέρυθροι μεγάλοι γαστρίμαργον καὶ λάγνον τὸν ἄνδρα μαρτυροῦσιν . ἐὰν τῶν τοιούτων |
εἰς στος ὑπερθετικὰ ἢ συγκριτικά . ] καὶ Πλάτων δὲ Κλεοφῶντι ” ἵν ' ἀπαλλαγῶμεν ἀνδρὸς ἁρπαγιστάτου ” . καὶ | ||
λέγουσα . οὗτος οὖν ὁ Μανδρόβουλος πάλιν πτωχεύσας πεποίηται τῷ Κλεοφῶντι λέγων πρὸς τὸν Ἀπόλλωνα ὡς τὸ ζῷον ὡς χρυσοῦν |
ὅσα ἐν τῷ ἀνακτόρῳ ἔδρασεν : ἐν αὐταῖς δὲ ταῖς κολάσεσι τὴν ψυχὴν ἀπέρρηξεν . ὁ δὲ παρανόμως σφαγεὶς διὰ | ||
οὓς εὕροι : Σύλλας δὲ ὑπὸ μισθοῖς τε μεγάλοις καὶ κολάσεσι τῶν ἐπικρυψάντων ὁμοίαις τὸν ἐντυχόντα κτείνειν προέγραφεν . καὶ |
ἐν αὐτοῖς ὑπάρχουσιν ὧν εἰσιν αἴτια , τὰς δὲ ἰδέας ἐξῃρημένας τίθενται τῆς ὕλης καὶ οὐδαμῶς φασιν αὐτὰς ἐνυπάρχειν τῇ | ||
ὑλικὰς αἰτίας * * ἀλλὰ τὰς πρωτουργοὺς καὶ τῶν ἀποτελεσμάτων ἐξῃρημένας , ἀνάγκη μεταβαίνειν ἐφ ' ἑτέρας φύσεις , αἳ |
ἦσαν καὶ κουφότατοι βροτοὶ ἀστῶν καί τις Ἀρίστωνος γέννης ἄπο αἱμύλον ἕλκων τίς δ ' οὗτος κτίλος ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας | ||
τὸ μὲν δὴ ἐλλεῖπον τοῦ ἀληθοῦς κομψόν τέ ἐστι καὶ αἱμύλον καὶ ἐνίοτε οὐκ ἄχρηστον τῷ φιλοσόφῳ : καὶ διὰ |
πηγνύειν , παραπλήϲιον δέ ἐϲτιν ἀπαρίνῃ , ξηραντικόν τε καὶ ὑπόδριμυ : τὸ δὲ ἄνθοϲ αὐτοῦ πρὸϲ αἱμορραγίαν ἁρμόζει καὶ | ||
, ἔχον σπερμάτιον περιφερές , διπλοῦν , ὅμοιον ἀσπιδισκίοις , ὑπόδριμυ , ἀρωματίζον . Τραγορίγανος θαμνίσκος ἐστὶν ἑρπύλλῳ ἀγρίῳ ἐμφερῆ |
' ἔχω ταῦτ ' ἐς ταρίχους ἀπολέσω . κεράτινον εἶχον σκευοφόριον καμπύλον . καί τοι φορεῖτε γλῶτταν ἐν ὑποδήμασιν , | ||
κακουμένῳ καὶ τὸ τόξον ἐν παιδιᾷ παρεικάζων ἔφη κεράτινον εἶχε σκευοφόριον καμπύλον . ἀλλὰ μὴν καὶ ἀνάφορον κατὰ τὴν τῶν |
, ἀντὶ τοῦ μ τῷ β . ταῖς γὰρ μυρσίναις ἀποσοβοῦσι τὰς μυίας . ὁ δὲ τοὺς ῥήτορας εἶπεν . | ||
φαρμάκων . θεραπευμάτων αἷς ] κράσεσι ἐξαμύνονται ] καταγωνίζονται , ἀποσοβοῦσι τρόπους ] ὁδούς ἐστοίχισα ] ἔταξα κἄκρινα ] διέκρινα |
οὐκ ὀμώμοκ ' , οὐδ ' ὥρκως ' ἐγώ . Ἔα σπεῦδε ταχέως : ὡς τὸ τῆς ἐκκλησίας σημεῖον ἐν | ||
, ἀλλὰ τοῦ μόνου τέκνου με περιόψεσθ ' ἀποστερουμένην ; Ἔα ἔα . Ὦ πότνιαι Μοῖραι , τί τόδε δέρκομαι |