: οἱ δὲ πολλοὶ καὶ ἀμφιλαφέες πεφύκασι , πάντες ἐόντες καρποφόροι . Τοὺς δὲ ἀττελέβους ἐπεὰν θηρεύσωσι , αὐήναντες πρὸς
φοίνικες πεφυκότες ἀνὰ πᾶν τὸ πεδίον , οἱ πλέονες αὐτῶν καρποφόροι , ἐκ τῶν καὶ σιτία καὶ οἶνον καὶ μέλι
5709644 ἁλες
ἀεὶ τὰ ἁρμόττοντα . Τῷ ῥοδίνῳ δ ' ἐμβάλλονται καὶ ἅλες πολλοὶ καὶ τοῦτ ' ἴδιον παρὰ τἆλλα , διὸ
ἀλοίησιν . εἰ δὲ ἄνευ τοῦ ι , παρὰ τὸ ἅλες , τὸ σημαῖνον τὸ ἄθροισμα : ἐκεῖ γὰρ συναθροίζονται
5708547 σπειρομενοι
δὲ καίειν ἅπαντα ὅτῳ ἐντυγχάνοιεν καυσίμῳ . οἱ δὲ ἱππεῖς σπειρόμενοι ἐφ ' ὅσον καλῶς εἶχεν ἔκαιον , καὶ οἱ
Γίνονται δὲ οὗτοι οἱ κῆποι τοῦ Ἀδώνιδος εἰς ἀγγεῖα κεράμεια σπειρόμενοι ἄχρι χλόης μόνης : ἐκφέρονται δὲ ἅμα τελευτῶντι τῷ
5693008 βατραχοι
Σερίφιος : ἐπὶ τῶν ἀφώνων . Οἱ γὰρ ἐν Σερίφῳ βάτραχοι οὐ φθέγγονται . Βάκηλος εἶ : ἐπὶ τῶν ἐκλύτων
δ ' αὐτοῖς μάλιστα καὶ ἡ διὰ δαφνῶν ἀντίδοτος καὶ βάτραχοι ζωμευτοὶ ἐσθιόμενοι καὶ ἀρκεία χολὴ κοχλιάριον δι ' ὕδατος
5688346 φοινικες
μᾶλλον δὲ τὰ ὀπτὰ καὶ ἔτι μᾶλλον τὰ τηγανιστά , φοίνικες , κάστανοι , βολβοί , γογγύλαι , κοκκύμηλα ,
ἀρνῶν σάρξ , τὸ τοῦ σησάμου σπέρμα , βολβοί , φοίνικες οἱ λιπαροί . Φοίνικες χλωροὶ χυμῶν ὠμῶν ἐμπιπλῶσι τοὺς
5667697 λειωθεντες
ὑμενώδους αὐτοῖς ἐξαιρεθέντος δι ' ἑψήσεως τακεροὶ γενηθέντες , εἶτα λειωθέντες καὶ ἐπιτεθέντες : ξηρότεροι δ ' εἰ φανεῖεν κατὰ
' ἕδραν βιασμὸν πάσχουσιν ὠῶν οἱ κρόκοι χωρὶς τῶν λευκῶν λειωθέντες σὺν πίσσῃ ξηρᾷ καὶ ἑψηθέντες πυρὶ καὶ ἐπιρροφώμενοι πολλὴν
5494700 κλαδοι
οὖσα : ἔοικε δὲ τῇ τῆς κοτυληδόνος . οἱ δὲ κλάδοι αὐτῆς ἀειθαλεῖς , λευκὰ φύλλα ἔχοντες ὡς ἡ ἐλαία
τήξας ] τὰ φύλλα ἑψήσας φυλλάδα ] φυλλάδες οἱ ξηροὶ κλάδοι φύλλα ἔχοντες χυλῷ ἔνι κλώθοντι : τῷ ὡς νῆμα
5474159 λειμωνες
μεταλλεύων ἤτοι ζητῶν . ἵππου δέ : λειμῶνες δέ : λειμῶνές τινες ἐν Τροίᾳ : Κρύμνης : ὁμοίως δὲ Κρύμνη
μεταλλεύων ἤτοι ζητῶν . ἵππου δέ : λειμῶνες δέ : λειμῶνές τινες ἐν Τροίᾳ : Κρύμνης : ὁμοίως δὲ Κρύμνη
5458835 ἰλυωδεις
καὶ ἀνώμαλοι ἀηδίαι καὶ παραπλήσιοι ἐρυγαί , ἰχθυώδεις τε καὶ ἰλυώδεις καὶ βρωμώδεις καὶ ἀλλόκοτοι ποιοτήτων αἰσθήσεις περὶ τὸν ἄνθρωπον
Οἱ δὲ παρὰ τὰς τῶν ποταμῶν εἰσβολὰς καὶ παρὰ τοὺς ἰλυώδεις καὶ ἑλώδεις τόπους καὶ ἔνθα ἐκδιδόασιν ὀχετοὶ διαιτώμενοι ,
5426578 κοπτουσι
ἐπειδὴ τοὺς ἡλίους οὐκ ἔχουσι καθαρούς , ἐν οἴκοις μεγάλοις κόπτουσι , συγκομισθέν - των δεῦρο τῶν σταχύων : αἱ
ἐπειδὴ τοὺς ἡλίους οὐκ ἔχουσι καθαρούς , ἐν οἴκοις μεγάλοις κόπτουσι , συγκομισθέντων δεῦρο τῶν σταχύων : αἱ γὰρ ἅλως
5349592 λιθοι
τουτὶ γὰρ τὸ χρῶμα προσαστράπτει τῷ χρυσῷ καθάπερ οἱ πυρώδεις λίθοι . στολὴ τῷ μειρακίῳ χλαμὺς ἔχουσά τι ἀνέμου καὶ
, ἐπειδὰν ἀρξώμεθα εἰς τὸ δασὺ προσιέναι , φέρονται οἱ λίθοι πολλοί . Αὐτὸ ἄν , ἔφη , τὸ δέον
5311732 κηποι
ὥστε σε ἐνδεᾶ γενέσθαι . οἱ δύο μὲν γάρ σοι κῆποι μένουσιν ἱκανοὶ ὄντες καὶ πολυτελεῖ βίῳ , τὸ δ
τὸ ποικίλον καὶ ἐπιτερπὲς καὶ ῥαδίαν τὴν γένεσιν ποιούμενον οἱ κῆποι , τοιαύτην ὡς ἐπίπαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐσθῆτα ἔχοντος
5290933 πυροι
, πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . Κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει τὸ μέλι . :
, πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει τὸ μέλι . καὶ
5248999 ἰχθυες
: διαλέγεται δὲ αὐτῷ καὶ τὰ δένδρα , καὶ οἱ ἰχθύες , ἄλλο ἄλλῳ καὶ ἀνθρώποις ἀναμίξ : καταμέμικται δὲ
τοῦ οὐρανοῦ , καὶ ἄνθρωποι νομὸν ἐν θαλάσσῃ ἕξουσι καὶ ἰχθύες τὸν πρότερον ἄνθρωποι , ὅτε γε ὑμεῖς , ὦ
5222356 ποταμοι
καὶ ποταμὸς ἡ τέως θάλασσα , πλημμυροῦσι δὲ Μουσῶν καὶ ποταμοὶ καὶ νάματα . φέρε οὖν πρὸ τελετῆς καὶ ἀνακτόρων
δὲ τὴν φύσιν τῶν Ἄλπεων παρεφύλαξε . τοῦ ὄρους κάτω ποταμοὶ πολλοὶ διαρρέουσι καὶ πολλὰ ἕλη βαθύνεται : ἀπὸ τούτων
5195525 κλωνες
τούτων δὲ τὰ μὲν ῥίζαι τὰ δὲ φλοιοὶ τὰ δὲ κλῶνες τὰ δὲ ξύλα τὰ δὲ σπέρματα τὰ δὲ δάκρυα
φύλλα , τῶν δὲ ἀνάπαλιν τὰ φύλλα μᾶλλον καὶ οἱ κλῶνες , ὥσπερ τῶν στεφανωματικῶν : τῶν δὲ οἱ καρποί
5175931 πλησμιοι
. ἐχῖνοι δὲ ἁπαλοὶ μέν , εὔχυλοι , βρομώδεις , πλήσμιοι , εὔφθαρτοι , μετὰ δὲ ὀξυμέλιτος λαμβανόμενοι καὶ σελίνου
τῆς ἄλλης ἀρτύσεως τὸ μὲν ὀλισθηρὸν καὶ ὅλκιμον φυλάττουσι , πλήσμιοι δ ' οὖσαι καὶ δύσπεπτοι τὴν κοιλίαν ἀναχαλῶσι μᾶλλον
5172072 νομαδες
τινὰ καὶ φθειράντων τὰς ῥίζας τοῦ φυτοῦ : εἰσὶ δὲ νομάδες . Ἄνδρες δ ' ἐγένοντο γνώριμοι Κυρηναῖοι Ἀρίστιπ -
. Ἔχεται δὲ τῆς νήσου λίμνη μεγάλη , τὴν πέριξ νομάδες Αἰθίοπες νέμονται : τὴν διεκπλώσας ἐς τοῦ Νείλου τὸ
5169683 ἀσπαραγοι
σελίνου πινόμενα καὶ τῶν λαχάνων σκάνδιξ καὶ γιγγίδιον , ἕλειοι ἀσπάραγοι , καὶ τεῦτλα μετὰ σινάπεως καὶ κάππαρις , καὶ
δὲ ὁ Κυρανὸς μεταλλάσσων λέγει : Τῆς οὖν βοτάνης οἱ ἀσπάραγοι κατὰ τὴν πρώτην ἐκβλάστησιν ἑφθοὶ ἐσθιόμενοι οὖρά τε καὶ
5157943 Καρμανοι
. τὸ ἐθνικὸν Καρμάνιοι καὶ θηλυκῶς καὶ οὐδετέρως . καὶ Καρμανοί καὶ Καρμανίς . ἔστι καὶ Κάρμανα νῆσος ἢ ἀπὸ
ὡς πρὸς τὸ χεῦμα δὲ τῆς Περσικῆς θαλάσσης οἰκοῦσιν οἱ Καρμανοί . Παταλήνην ὡς τὸ Πριήνην : τινὲς δὲ ὀξυτόνως
5150551 σιμβλους
κηρία λευκά , οἱ δ ' ἔντοσθε μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ ' ἀμῶνται : ὣς
γὰρ καὶ πισταὶ διέμενον καὶ ᾤκουν ὡς οἴκους τοὺς αὑτῶν σίμβλους , καὶ εἶχον λειμῶνα εὔδροσον καὶ δὴ καὶ ἀνθῶν
5147239 καρποι
ζητουμένου κατὰ ποίαν τῆς οἰκουμένης γῆς πρῶτον ἐφάνησαν οἱ προειρημένοι καρποί , εἰκός ἐστιν ἀποδίδοσθαι τὸ πρωτεῖον τῆι κρατίστηι χώραι
ὁ τόπος ἐφ ' οὗ ξηραίνεται ἡ σταφυλὴ καὶ οἱ καρποί . θεῖνα τὸν αἰγιαλόν , ἀπὸ τοῦ θείνεσθαι τοῖς
5140528 ἑστασι
πριάμενόν τοι γυναῖκας κατὰ τόπους κοινὰς ἅπασι καὶ κατεσκευασμένας . ἑστᾶσι γυμναί : μὴ ' ξαπατηθῇς : πάνθ ' ὅρα
τε ἀργυρέους τέσσερας ἀπέπεμψε , οἳ ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ ἑστᾶσι , καὶ περιρραντήρια δύο ἀνέθηκε , χρύσεόν τε καὶ
5097760 ὁρμους
καὶ λιμένες πανταχοῦ τῆς χώρας ἐνεῖναι , οἷοι παρασχεῖν μὲν ὅρμους τῷ ναυτικῷ , παρασχεῖν δὲ καὶ πόλεις ἐνοικισθῆναι καὶ
τῇ φύσει : ποιοῦσι δ ' ἐξ αὐτοῦ τοὺς πολυτελεῖς ὅρμους . γίνεται δ ' ἐν ὀστρέῳ τινὶ παραπλησίῳ ταῖς
5077963 κιβωτιου
συνήθη τρόπον ἐφιλοφρονεῖτο αὐτόν . ὃ δὲ ἐξελὼν ἐκ τοῦ κιβωτίου τὸν ὅρμον ἔδειξεν , ἐπειπὼν ὅτι ἄξιός ἐστιν οὗτος
ὄρους Λυκορὶ καλουμένου : πεπαυμένου δὲ τοῦ ὕδατος ἐξελθόντες τοῦ κιβωτίου προσετάχθησαν ὑπὸ τοῦ Διὸς τὰ τῆς μητρὸς αὐτῶν ὀστᾶ
5069666 ἐφειστηκεσαν
τῶν προγόνων , δεδοίκαμεν , οἷς ἐν τῷ θεάτρῳ συγκαθημένοις ἐφειστήκεσαν οἱ τοξόται τὸ ὄρος κατει - ληφότες . ἀλλ
οὖν γήινον τὸ τεῖχος ἦν , καὶ οἱ πύργοι ξύλινοι ἐφειστήκεσαν : νῦν δὲ ἐκ πλίνθου ὀπτῆς πεποίηται καὶ αὐτὸ
5069057 διῃρουντο
λαβὼν : καθὸ εἰς δύο ἡ δραχμὴ ἐδίδοτο καὶ αὐτοὶ διῃροῦντο κερματίζοντες , ἵνα μὴ οἱ κωλακρέται κέρμα εἰσφέρωσιν .
. Γενομένης δὲ τῆς τροπῆς τὸ λοιπὸν ἔργον οἱ στρατηγοὶ διῃροῦντο , Καῖσαρ μὲν αἱρεῖν τοὺς ἐκπίπτοντας ἐκ τοῦ στρατοπέδου
5069017 δρακοντες
πόλις : διὸ καὶ οἱ εἰσπηδήσαντες εἰς τὸ τεῖχος τρεῖς δράκοντες οἱ μὲν δύο καταπεσόντες ὀλώλασι δηλοῦντες ὡς τὸ ὑπὸ
οἱ προσβαλοῦντες κατὰ τὰ ἡμέτερα τείχη ἀπολοῦνται καθάπερ οἱ δύο δράκοντες : ὁ δὲ κατὰ τὸ Αἰακοῦ τείχισμα ἐλθὼν δράκων
5067270 καλουμενοι
περὶ τὸν ξύλινον νηχομένους . Ἀλλ ' οὐδ ' οἱ καλούμενοι θρᾷκες ὄρνεις , οὐδ ' οἱ δυτῖνοι καὶ οἱ
καταφυγὴ ἢ πέτρα ἀνεστῶσα ἐπὶ μέγα καὶ ὑψηλὸν ἢ οἱ καλούμενοι κρίβανοι : εἶεν δ ' ἂν κολπώδεις πέτραι βρωθεῖσαί
5061015 οἰκεουσι
νῆσον περιρρέει ὁ Νεῖλος : Ταχομψὼ οὔνομα αὐτῇ ἐστι : οἰκέουσι δὲ τὰ ἀπὸ Ἐλεφαντίνης ἄνω Αἰθίοπες ἤδη καὶ τῆς
πρῶτον μὲν ἡ Ὑλαίη , ἀπὸ δὲ ταύτης ἄνω ἰόντι οἰκέουσι Σκύθαι γεωργοί , τοὺς [ οἱ ] Ἕλληνες οἱ
5058531 ὑποδεδεμενοι
δὲ εὐσταλεῖς τε τῇ ὁπλίσει καὶ τὸν ἀριστερὸν μόνον πόδα ὑποδεδεμένοι ἀσφαλείας ἕνεκα τῆς πρὸς τὸν πηλόν . κατὰ οὖν
. ἀλλ ' ὥσπερ οἱ στρατιῶται ἕτοιμοί εἰσι τῷ στρατηγῷ ὑποδεδεμένοι ἐνδεδυμένοι ὡπλισμένοι , εἰ δ ' ἔδει περιερχόμενον τὸν
5056578 πλευνες
δὲ τῶν Ἀργείων ἀλλ ' ἀπιόντων , ὡς ἐμαίνοντο πολλῷ πλεῦνες τῶν γυναικῶν , οὕτω δὴ ὑποστάντες τὰ ὁ Μελάμπους
δὲ τὰ σπουδαιότατα καὶ τὰ σμικρὰ ἄχθονται ἀναλίσκοντες . Οἱ πλεῦνες τῶν ἀνθρώπων περὶ πάντα τὰ λοιπὰ φειδωλοὺς σφέας παρεχόμενοι
5051508 ἐλεφαντες
ἐλάχιστα ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ καὶ μεγάλα ποιούντων ⋮ Οἱ νέοι ἐλέφαντες καὶ τροφῆς ἀφίστανται τοῖς πρεσβυτέροις , καὶ γήρᾳ παρειμένους
μυριάδας , ἑάλωσαν δὲ πολὺ πλείονες τῶν ἀποθανόντων καὶ οἱ ἐλέφαντες καὶ τῶν ἁρμάτων ὅσα μὴ κατεκόπη ἐν τῇ μάχῃ
5031752 κλαδους
τοῦ δένδρου διαμένουσιν ἕως τοῦ ἔαρος , ἐὰν λυγίσῃς τοὺς κλάδους αὐτῶν , τουτέστι περιστρέψῃς ἅπαξ ἢ δίς , ὅταν
πέλεσθαι . . . . βάκχους . . . τοὺς κλάδους , οὓς οἱ μύσται φέρουσι . μέμνηται δὲ Ξ
5024058 Φιλαινων
Ἑρμαίου . Αὕτη καλεῖται Λέπτις . Οἱ πάντες ὁμοῦ ἀπὸ Φιλαίνων βωμῶν εἰς Λέπτιν τὴν Μεγάλην στάδιοι ͵δϚʹ . Ἀπὸ
Πελώρου λεγόμενος πύργος ἀντίκειται ταύτῃ τῇ στυλίδι : καὶ οἱ Φιλαίνων λεγόμενοι βωμοὶ κατὰ μέσην που τὴν μεταξὺ τῶν σύρτεων
5022911 ἁλιεις
. καὶ τὸ ἐτρύλιζον καὶ τὸ ἀνεκνάδαλλον τῶν ὀρτυγοκοπικῶν . ἁλιεῖς , ἀσπαλιευταί , δικτυεῖς δικτυουλκοί : καὶ δικτυοβόλοι δὲ
καὶ τὸ περισσότερον , ἀκριβῶς . Ἀνέρες : ἄνδρες , ἁλιεῖς . ἴσασι : γινώσκουσι καὶ εἶδον ἀπὸ τοῦ εἴδω
5021420 διασταντες
μεταθέμενοι . Εἴξασιν οὖν οἱ πρῶτοι ὀλιγαρχικωτέροις , οἳ δὴ διαστάντες ὑπῆρξαν εἰς τοὺς μετέπειτα πολλῆς μὲν τοῖς προτέροις ,
σωτηρία τῶν ἵππων συνθεῖν μὴ θελόντων ; ἐπειδὰν γὰρ ἄρξωνται διαστάντες ἀφέλκειν ἄλλος ἀλλαχῇ , πᾶσα ἀνάγκη κινδυνεύειν τὸν ἡνίοχον
5018361 μυρμηκες
τῆς ψάμμου τὴν ταχίστην ἐλαύνουσι ὀπίσω : αὐτίκα γὰρ οἱ μύρμηκες ὀδμῇ , ὡς δὴ λέγεται ὑπὸ Περσέων , μαθόντες
ὁ Εὔριπος ταῖς ἑβδόμαις οὐ στρέφεται . καὶ ὅτι οἱ μύρμηκες ταῖς νουμηνίαις ἀναπαύονται . Οἱ Δελφοὶ δὲ λέγουσιν ὅτι
5014303 κιττου
, οἱ δὲ ὡς ἐπὶ τοιοῦτό τι ἥκοντες ἀντὶ τοῦ κιττοῦ σίδηρον εὑρόντες οὐδ ' οὕτως ἐπαινεῖν τολμῶσι τῷ παραδόξῳ
ἔχειν , οὐ μόνον ἐλαίας ἢ δρυός , ἀλλὰ καὶ κιττοῦ καὶ μυρρίνης , πολλάκις τὴν οἰκίαν ἀπέδοτο καὶ τὰ
5008728 συλλεγοντες
: εὐτελεῖς γὰρ οἱ τὰς ἐλαίας ⌈ μισθοῦ Γ ⌈ συλλέγοντες [ συνάγοντες Γ ] . Γ καὶ τὸ ξίφος
, οἳ καλοῦνται Γύζαντες : οἵτινες τέχνην ἐπιτηδεύουσιν τὰ ἄνθη συλλέγοντες τὰ ἐν τοῖς τόποις μέλι ποιεῖν τοσοῦτον καὶ τοιοῦτον
5005185 ὑπαιθριοι
μετὰ τὸ δοῦναι τὰς εὐθύνας ἀεὶ τοῖς Ἀρεοπαγίταις προσετίθεντο . ὑπαίθριοι δ ' ἐδίκαζον . φόνου δὲ ἐξῆν ἐπεξιέναι μέχρις
τῶν ἀναγκαίων ἐκείνην μὲν τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα διεκαρτέρουν ὑπαίθριοι , πολλοῖς συνεχόμενοι κακοῖς : διὰ γὰρ τὸ πλῆθος
4998418 συνεχομενοι
δὲ ἐν ταῖς λώβαις , φησί , καθάπερ οἱ πυρετῷ συνεχόμενοι . * πυρίβλητοι : ὡς ὑπὸ πυρὸς δαμαζόμενοι κρατερὸν
ἀχάριστον ὁ λόγος εὔκαιρος . σφῆκές ποτε καὶ πέρδικες δίψει συνεχόμενοι ἥκασι πρὸς γεωργὸν καὶ παρ ' αὐτοῦ πιεῖν ἐζήτουν
4986088 ποταμοις
αἱ ψυχαὶ ἀναθυμιώμεναι νοεραὶ ἀεὶ γίνονται , εἴκασεν αὐτὰς τοῖς ποταμοῖς λέγων οὕτως ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα
αἱ ψυχαὶ ἀναθυμιώμεναι νοεραὶ ἀεὶ γίνονται , εἴκασεν αὐτὰς τοῖς ποταμοῖς λέγων οὕτως „ ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ
4978400 βαλλουσιν
δοκιμάζειν εἰ καθαρός ἐστιν ὁ οἶνος . μῆλον οὖν τινες βάλλουσιν εἰς τὸ ἀγγεῖον , κάλλιον δὲ ἀχράδας , ἄλλοι
ἁλσὶ καὶ βάλλουσιν εἰς κάμινον νυχθήμερον ἕως φρυχθῶσιν καὶ μίξαντες βάλλουσιν ἀρώματα . ποιοῦσι πρὸς πᾶσαν νόσον ἀνθισταμένην . αὕτη
4973587 ἀφρονιτρα
ὑπερικόν , φαλαγγῖτις , φλόμου τὰ φύλλα , ἅλες , ἀφρόνιτρα , γύψος , καδμεῖαι πᾶσαι καὶ πάντα τὰ μεταλλικὰ
Εἶτα χωνεύεται χαλκὸς μετὰ χαλκοῦ νικαηνοῦ ἄσπρου : καὶ λαμβάνεις ἀφρόνιτρα κάτω εἰς τὴν χώνην δύο ἢ τρία διὰ τὴν
4969847 βοθρους
. Ἀποδιώξεις τὰς ἀκρίδας , ἐὰν γάρον ἐξ αὐτῶν σκευάσας βόθρους ὀρύξῃς , καὶ τούτους ἐγκαταβρέξῃς τῷ γάρῳ . πρὸ
βοτάνην , ἥ ἐστι κενωτικὴ γαστρός . καὶ Δημόκριτος τοὺς βόθρους τοὺς παρὰ τῶν κυνηγετῶν γενομένους † πάθους καλεῖ διὰ
4958880 ἀμφιγυοισι
δὴ πελέκεσσι καὶ ἀξίνῃσι μάχοντο καὶ ξίφεσιν μεγάλοισι καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι . πολλὰ δὲ φάσγανα καλὰ μελάνδετα κωπήεντα ἄλλα μὲν
ἔσαν ἄνδρες ἐν αὐτῇ , βεβρίθει δὲ σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι : καί σφεας ὠΐσθην τοὺς ἔμμεναι , οὐδέ τι
4951090 Ποταμοι
. . . . . οϚ γοʹ λϚ δʹ . Ποταμοὶ δὲ διαῤῥέουσι τὴν χώραν ἀπὸ τῶν εἰρημένων ὀρέων ἐκτρεπόμενοι
νεκύσια : ταῦτα γὰρ ἐπὶ θεραπείᾳ τῶν ἀπηλλαγμένων ἐνενόμιστο . Ποταμοὶ δὲ μεγάλοι , ὑπερμεγέθεις , βαθεῖς , πλατεῖς ,
4950623 διαφευγουσιν
εἶναι μηδὲν ἀντιπεσεῖν τῇ βασιλέως γνώμῃ . οὕτω καὶ στρατιῶται διαφεύγουσιν αἰτίαν , ὅταν τοῦ στρατηγοῦ πρὸς τὸ δοκοῦν ἄπορον
νόσημά τι καταλάβῃ τοὺς οὕτω διακειμένους , τὸ μὲν παραχρῆμα διαφεύγουσιν , ὕστερον δὲ μετὰ τὴν νοῦσον χρόνῳ τήκεται τὸ
4935212 κατοικουσιν
Φαυρούσιοι , ὑπὲρ ὧντινων γῆν οἱ Γαράμαντες πολλοὶ καὶ ἄπειροι κατοικοῦσιν . Ἐν δὲ τοῖς ἐνδοτάτοις μέρεσι τῆς ἠπείρου ἔσχατοι
. Ἡ Εἱμαρμένη . . ΠΑΡ ' ΩΚΕΑΝΟΝ . Ἔνθα κατοικοῦσιν . Αὐτοῖς δὲ μελιηδέα καρπὸν τρὶς τοῦ ἔτους φέρειν
4924558 ἀνεβαινον
: οἱ δὲ κύκλοι ἐκ τοῦ ἐδάφους ἀρχόμενοι ἐς ὕψος ἀνέβαινον μετρίως . ἐνταῦθα τῆς Ἀττήλα ἐνδιαιτωμένης γαμετῆς , διὰ
ἂν ὠχούμην , ἀλλ ' οὐκ ἐπὶ τοὺς ἀλλοτρίους ἵππους ἀνέβαινον : νυνὶ δ ' ἐπειδὴ τοιοῦτον οὐ δύναμαι κτήσασθαι
4918821 βοτρυες
εἰς α ποιεῖ τὴν αἰτιατικήν , ἔρωτες ἔρωτας . ὦ βότρυες . Ἑνικά . Ὁ βοῦς τοῦ βοός : τὰ
οἰνῶδες , καὶ εὔχρηστον πρὸς ἀπάτην ἀῤῥώστων , καὶ οἱ βότρυες ἀκέραιοι φυλάττονται . Παραινοῦσί τινες οὐκ ἐκ τοῦ ἄνωθεν
4910190 Γερραιοι
Ἐρυθρᾶς θαλάσσης . οἱ πολῖται Χατραμωτῖται . Στράβων ἑκκαιδεκάτῃ „ Γερραῖοι δ ' εἰς τὴν Χατραμωτῖτιν ” . καὶ πάλιν
κατὰ Γάζαν , τῷ Αἰλανίτῃ καλουμένῳ , καθάπερ εἰρήκαμεν : Γερραῖοι δ ' εἰς τὴν Χατραμωτῖτιν ἐν τετταράκοντα ἡμέραις ἀφικνοῦνται
4908248 μεγαλοι
] ἐν ἄλλοις δὲ τόποις καὶ χώραις ἄλλοι ποιηταὶ τυγχάνουσι μεγάλοι καὶ ἔνδοξοι . * * ἀντὶ τοῦ λόγον .
ἀποκαίεσθαι , ἔστ ' ἂν ἐρυθροί τ ' ἔωσι καὶ μεγάλοι [ . . ] . Νῦν διαλέγεται ὁ Ἱπποκράτης
4906396 ψηγμα
θήρεια προστιθέασι κατὰ μέρη : περισπασθέντων δ ' ἀναιροῦνται τὸ ψῆγμα , καὶ τῷ τυχόντι τῶν ἐμπόρων ἀργὸν διατίθενται ,
ἀσχολούμενοι συνάγοντες ἀλήθουσιν [ ἢ συγκόπτουσι ] τὰς ἐχούσας τὸ ψῆγμα βώλους , διὰ δὲ τῶν ὑδάτων τῆς φύσεως τὸ
4900356 στρουθοι
ὅσον τε τριπήχεες χερσαῖοι , τῇσι σαύρῃσι ἐμφερέστατοι , καὶ στρουθοὶ κατάγαιοι καὶ ὄφιες μικροί , κέρας ἓν ἕκαστος ἔχοντες
μυῶν δὲ πλῆθος ἀρουραίων , ὡς περὶ Ἰταλίαν , καὶ στρουθοὶ τὰ σπέρματα κατεσθίοντες , ὡς περὶ Μηδίαν , καὶ
4894046 θερειῳ
τῆς οὐρᾶς λίθον ἀπαρτήσῃς , ὥς φασιν . Ἐν ὥρᾳ θερείῳ , πολλοῦ πάνυ σφόδρα τοῦ ἡλίου ἐνακμάζοντος , οἱ
μιαρόν ἐστι καὶ κινδυνῶδες οὐδενὸς θηρίου μεῖον . Ἐν ὥρᾳ θερείῳ , ἀμητοῦ κατειληφότος καὶ τῶν σταχύων τριβομένων ἐν τῷ
4876473 θηρευοντες
ἐπτοημένοι φρένας , κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι , ἥξουσι θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους , φθόνον δὲ σωμάτων ἕξει θεός
δὲ καὶ τῶν ἄλλων ζῴων διὰ τῆς τῶν κυνῶν ἀλκῆς θηρεύοντες ἀπὸ κρεοφαγίας τὸν βίον ἔχουσι . Τὰ μὲν οὖν
4875121 Πεσσοι
Κνάφος . ἄκανθα ἕλκουσα ἱμάτια . Οὖροι . ὁροθεσία . Πεσσοί . ψῆφοι ἐν αἷς ἔπαιζον . Φαρμάκοισι . βαφαῖς
. Ὀρχηδόν . ἡβηδόν . Πηκτίς . ὄργανον ψαλτήριον . Πεσσοί . ψῆφοι . Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος ,
4870406 ἁλμωδεις
ὅμοια τούτοις προεσθιόμενα : χειμῶνος δ ' ἰσχάδες καὶ ἐλαῖαι ἁλμώδεις καὶ ἡψημένα ἢ διαβεβρεγμένα Δαμάσκηνα ξηρὰ μελικράτῳ καλὸν ἔχοντι
χώραν κἀκεῖνο ποιοῦνται σημεῖον : πανταχοῦ γὰρ ὅπου πλῆθος φοινίκων ἁλμώδεις αἱ χῶραι : καὶ γὰρ ἐν Βαβυλῶνί φασιν ,
4868949 κατετραυματιζον
ἀμυνόμενοι τοὺς πολιορκοῦντας πολλοὺς μὲν ἀνῄρουν , οὐκ ὀλίγους δὲ κατετραυμάτιζον . οἱ δὲ Θηβαῖοι μεγάλην δύναμιν προσδοκῶντες ἥξειν ἐκ
ἐνεκαρτέρουν τοῖς δεινοῖς , καὶ πολλοὺς τῶν πολιορκούντων ἀπέκτεινον καὶ κατετραυμάτιζον , συνεργὸν ἔχοντες τὴν τῆς ἀκροπόλεως ὀχυρότητα : ὡς
4867141 διακενοι
, ἡ τοῦ σπέρματος οὐσία σαφῶς ἐν αὐτῷ φαίνεται , διάκενοι δ ' ὄντες καὶ σηραγγώδεις οἱ ὄρχεις ὑποδέχονταί τε
δὲ τοῖς ἐμπνευματωθεῖσι βάρος στομάχου καὶ διάτασις , ἐρυγαί τε διάκενοι πρὸς ὀλίγον κουφίζουσαι , ἐποχή τε πνευμάτων διὰ κοιλίας
4866374 ἑψηθεντες
δὲ αἷμα αὐτοῦ δηλητήριόν ἐστι τριχῶν . φρῦνοι δὲ πολλοὶ ἑψηθέντες ζῶντες ἐν ἐλαίῳ μετὰ θύμου κόμης καὶ πρασίου καὶ
ὁ καρπός , κύαμοι φρυγέντες , βολβοὶ οἱ ἐπὶ πλέον ἑψηθέντες ἢ δὶς ἐν ἐλαίῳ μετ ' ὄξους ἐσθιόμενοι ,
4860980 σηκοι
ὡς ἂν ὑπέρῳ τύπτοντες . ἔστι δὲ καὶ πυραιθεῖα , σηκοί τινες ἀξιόλογοι : ἐν δὲ τούτοις μέσοις βωμός ,
ἐρέω : ” ἐστι δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ τάφου . σηκοί αἱ ἐπαύλεις , ἀπὸ τοῦ εἰσαχθέντα σῶα εἶναι .
4858766 γυμνοι
πρὸς τὸ ἔθος : οἱ γὰρ εἰσιόντες ἐπὶ τὸ ἐρευνῆσαι γυμνοὶ εἰσίεσαν , ἵνα μή τι ὑπὸ τὰ ἱμάτια κρύψωσιν
πεπορισμένοις ἐξ ἑτοίμου , τοῖς δὲ προτέροις οὐδεμία ἀσφάλεια : γυμνοὶ γὰρ πρὸς ὡπλισμένους τίνες ἂν ἰσοκρατῶς ἀπομάχεσθαι δυνηθεῖεν ,
4854263 ῥεοντες
ὅτι κἀκεῖνοι βελτίους ἂν ἐδόκουν ὀλίγοι μέν , ἀλλὰ τοιοῦτοι ῥέοντες . καὶ ᾄδουσιν οἶμαι ταῦτα γυναίοις ἅμα καὶ παιδίοις
ὃς πολλῷ ῥεύσας τότ ' ἐπαίνῳ : οἱ γὰρ λάβρως ῥέοντες ποταμοὶ καὶ αὐτῆς τῆς γῆς παρασύρουσι μέρος , δι
4852544 ὑποβρυχιοι
γένηται , πυρετοὶ ὀξέεϲ , ἀλαμπέεϲ , ἐν τοῖϲι ϲπλάγχνοιϲι ὑποβρύχιοι : περίψυξιϲ , ἀποϲιτίη , ἀγρυπνίη : ἐρυγαὶ κακώδεεϲ
, διότι πολλοὶ ἐν θαλάσσῃ κλυδωνίῳ μεγάλῳ περιπεσόντες ναυάγιοι γεγονότες ὑποβρύχιοι γίνονται θαλάσσιον θάνατον βλέποντες : τὴν δὲ βροντὴν τὴν
4847315 τρεφονται
. ὡς τἄλλα τε καὶ φόβος καὶ ὕβρις ἄπεστι καὶ τρέφονται καὶ θεραπεύονται τῶν φρουρίων ἐγγύς , ἃ κατεσκάφασι .
περὶ δὲ τὰς σκηνὰς τὰ βοσκήματα , ἀφ ' ὧν τρέφονται καὶ γάλακτι καὶ τυρῷ καὶ κρέασιν : ἀκολουθοῦσι δὲ
4841417 ζωμους
ἐσθιομένη καὶ σὺν τοῖς λαχάνοις ἑψομένη . τοὺς δὲ πολλοὺς ζωμοὺς ἀεὶ φεύγειν , μάλιστα τοὺς λιπαροὺς καὶ ἔχοντας ἢ
πρόβεα χλία καὶ ὀπτά , χοίρεα δὲ ὀπτὰ μικρὰ καὶ ζωμοὺς καρυκευτοὺς διὰ πεπέρεως , στάχους καὶ κιναμώμου , ἀρτύματα
4833032 ἐπιβεβληνται
ἄκανθαι πεφύκασι λευκαὶ καὶ μέλαιναι . ἐπ ' αὐτῆισι στέφανοι ἐπιβέβληνται ἄνω τῆς ἀκάνθου τοῦ ἄνθεος , καὶ ῥοιῆς [
κάτω γένυν . λοιποὶ δ ' οἱ δύο μύες ἔξωθεν ἐπιβέβληνται τῷ μήκει τῆς κάτω γένυος , παραφερόμενοί τε καὶ
4822712 χηνες
τῆς πέτρας προσανέβησαν . τοὺς μὲν οὖν φύλακας ἔλαθον , χῆνες δ ' ἱεροὶ τῆς Ἥρας τρεφόμενοι , καὶ θεωρήσαντες
ἡ γυνή , τὸ τεχθὲν ζήσειν : ἱεροὶ γὰρ οἱ χῆνες οἱ ἐν ναοῖς ἀνατρεφόμενοι : εἰ δὲ μή ,
4813920 ἐπιπολασαντων
μὲν ἄλλους διαφθαρῆναι , τῆς δὲ νήσου διὰ τὴν ἐπομβρίαν ἐπιπολασάντων τῶν ὑγρῶν λιμνάσαι τοὺς ἐπιπέδους τόπους , ὀλίγους δ
ἡμέρων ἄφοροι καθειστήκεισαν : τότε δὲ διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐπιπολασάντων οἰκητόρων καὶ διὰ τὴν πολυχρόνιον ἐπιγεγενημένην εἰρήνην ἐξημερώθησαν ταῖς
4806606 ἐπιχωριοι
Ἀσωπὸν καὶ ἐς κορυφὴν ὄρους ἥξασιν , ἐνταῦθα λέγουσιν οἱ ἐπιχώριοι Τιτᾶνα οἰκῆσαι πρῶτον : εἶναι δὲ αὐτὸν ἀδελφὸν Ἡλίου
κατεσκευασμέναις πορθμίσιν ὁμοιοπαθεῖς . ταύτας κατ ' ἐκεῖνο καιροῦ οἱ ἐπιχώριοι τέχνῃ καὶ σπουδῇ καὶ μερίμναις εἰς τὴν χέρσον ἐκβαλόντες
4802266 ἐπινον
τῶν γνωρίμων ἐπὶ δύο ἡμέρας καὶ βουλόμενοι συμπεριφέρεσθαι τοῖς παροῦσιν ἔπινον προθυμότερον . τῇ μὲν οὖν πρώτῃ τῶν ἡμερῶν ὁ
ἠδὲ τραπέζας καὶ δέπα , ἔνθεν ἄρ ' ἄνδρες ὑπερμενέοντες ἔπινον : πῦρ δ ' ἀπὸ λαμπτήρων χαμάδις βάλον ,
4784356 τοξοται
, ὄντες καὶ οὗτοι ἀμφὶ τὰς πέντε μυριάδας , πάντες τοξόται κώνωψι μεγάλοις ἐποχούμενοι : μετὰ δὲ τούτους οἱ Ἀεροκόρδακες
καὶ Ἰνδοὶ καὶ Κᾶρες οἱ ἀνάσπαστοι καλούμενοι καὶ οἱ Μάρδοι τοξόται : Οὔξιοι δὲ καὶ Βαβυλώνιοι καὶ οἱ πρὸς τῇ
4781083 κομιζοντες
ἐπ ' ἔσχατα γῆς ἀφικνεῖσθαι . Ἧκόν τινες παρὰ σοῦ κομίζοντες ἐξωμίδα καινήν , ἣν ἔφασκον ποιῆσαί σε , ἵνα
οἱ πολιῆται , μετὰ δὲ νόμῳ χρεώμενοι ἱστᾶσι τοιῷδε : κομίζοντες ἐξ ὄρεος τῷ οὔνομά ἐστι Ὄρβηλος κατὰ γυναῖκα ἑκάστην
4780172 ὀφιες
χερσαῖοι , τῇσι σαύρῃσι ἐμφερέστατοι , καὶ στρουθοὶ κατάγαιοι καὶ ὄφιες μικροί , κέρας ἓν ἕκαστος ἔχοντες . Ταῦτά τε
τῶν ὀφίων , τοῖς ὄφισι , τοὺς ὄφιας , ὦ ὄφιες . Ἑνικά . Ὁ χαρίεις τοῦ χαρίεντος : τὰ
4775930 ἑψησαντες
. καὶ μετὰ γάλακτος δ ' ἐνίοτε τὸ ἄλευρον αὐτῶν ἑψήσαντες ἐσθίουσιν ὥσπερ τὸ τῶν πυρῶν οἱ ἀγροῖκοι : καὶ
μέλιτος : οἱ δ ' ἰσχυροτέρῳ βουλόμενοι χρῆσθαι ναρκίσσου βολβὸν ἑψήσαντες ὕδατι τούτῳ κεραννύουσι τὸν οἶνον . προτρέπει δ '
4770246 χιτωνας
ἄδειπνος . ταχὺ γὰρ γίνεται κἀκκλησιαστὴς οἰκόσιτος . σαράβαρα καὶ χιτῶνας πάντες ἐνδεδυκότες . . . ἐν Κύπρῳ φής ,
] τὴν ἐκ νέου συνάφειαν . ἁβροχίτωνας ] πολυτελεῖς ἐχούσας χιτῶνας : τοιαῦται γὰρ αἱ τῶν Περσῶν . χλιδανῆς ]
4764924 περιθεντες
καλλιλογεῖτε καὶ εἰρωνεύεσθε , ὦ Μηνύκιε , ὄνομα καλὸν ἔργῳ περιθέντες ἀνοσίῳ ; οὐ γὰρ δὴ κάθοδόν μοι δίδοτε ,
τοῦ Τιμολέοντος ἐκ τῶν σελίνων πλέξαντες στεφάνους καὶ ταῖς κεφαλαῖς περιθέντες προῆγον μετὰ χαρᾶς , ὡς τῶν θεῶν προσημαινόντων αὐτοῖς
4764649 κοπεις
οἷς ἀλοῶσι , καὶ αἱ ἀγκυρωτοὶ δοκίδες καὶ οἱ χηλωτοὶ κοπεῖς πρὸς τὸ κωλύειν καὶ ἐκτραχηλίζειν τὰς προστιθεμένας κλίμακας .
οἷς ἀλοῶσι , καὶ αἱ ἀγκυρωτοὶ δοκίδες καὶ οἱ χηλωτοὶ κοπεῖς πρὸς τὸ κωλύειν καὶ ἐκτραχηλίζειν τὰς προστιθεμένας κλίμακας .
4761630 νεμονται
Ἀρμενίοιο . Παφλαγόνες δ ' ἐπὶ τοῖσιν ἐπ ' ἠϊόνεσσι νέμονται , καὶ Μαριανδυνῶν ἱερὸν πέδον : ἔνθ ' ἐνέπουσιν
, οὐ μέντοι Πελοποννήσου γε ἐξεχώρησαν , ἀλλὰ ἐκβαλόντες Ἴωνας νέμονται τὸν Αἰγιαλὸν τὸ ἀρχαῖον , νῦν δὲ ἀπὸ τῶν
4759867 πυργους
γῆ βλαστάνει ἀνθῶν γένη παντοῖα καὶ πληρούμενον εἰς τρεῖς μόνους πύργους μὲν ἐκτελεῖ τροπήν . μεθ ' ὃν θέρος ὂν
ὁ βασιλεὺς δῶρά τε ὠνόμαζε καὶ τοῖς αὑτοῦ λόχοις ἀνέμιξε πύργους τινὰς σφίσιν ἐγκαταμιγνύναι πιστεύων . οὕτως ἀντὶ πολλῶν σωμάτων
4751227 ἐμιξαν
καὶ διαθέσεων εὐπέπτων , οὕτως ἄλλοι σμύρνης τε καὶ καστορίου ἔμιξαν : οἱ πλεῖστοι δὲ αὐτῶν καλῶς ποιοῦντες , καὶ
τὰ τῶν γυναικῶν κόσμια καὶ ἐνώτια καὶ ἀργύρια , χωνεύσαντες ἔμιξαν χαλκὸν καὶ μόλιβδον , καὶ ἄχρηστον ποιήσαντες τὸν χρυσὸν
4748607 ἀργυραις
' ὑπερβολὴν καὶ χρυσοφοροῦντες , ἔτι δὲ στλεγγίσι καὶ ληκύθοις ἀργυραῖς τε καὶ χρυσαῖς χρώμενοι . Ἦν δὲ τῶν Ἀκραγαντίνων
Ἐρυμάνθιοι τῷ ὄντι σύαγροι κατὰ πινάκων τετραγώνων περιεφέροντο ἑκάστῳ σιβύναις ἀργυραῖς διαπεπερονημένοι . καὶ τὸ θαυμάσιον , ὅτι παρειμένοι καὶ
4737586 ξανθοι
ὕδωρ καὶ γλυκὺ καὶ καθαρόν . πάρκεινται δ ' ἄρτοι ξανθοὶ γεραρή τε τράπεζα τυροῦ καὶ μέλιτος πίονος ἀχθομένη :
καὶ πόλεων κατάρξουσιν , ἂν Ζεὺς προσεπιβλέπῃ : ἄσπροι , ξανθοὶ τὰ πρόσωπα , ὀφθαλμοὶ δὲ ψεκτέοι , πόνοι περὶ
4736818 ἰχθυας
σφάττειν ἐπὶ τῷ τάφῳ τοῦ Ἀχιλλέως . ἔφη δὲ τοὺς ἰχθύας σχεδόν τι φρονιμωτέρους φαίνεσθαι τῶν ἀνθρώπων : ὅταν γὰρ
ὥσπερ καὶ ὁ πληγεὶς ἁλιεὺς εὐκόλως μετὰ τὴν τρῶσιν τοὺς ἰχθύας μεταχειρίζεται . Ἁλμυρὸν γειτόνημα ἔμβλεπε πόῤῥω : δηλοῖ δὲ
4736345 τοποι
καὶ ἡ Κατακεκαυμένη καὶ Κνίδος καὶ Σμύρνα καὶ ἄλλοι ἀσημότεροι τόποι διαφόρως χρηστοινοῦσιν ἢ πρὸς ἀπόλαυσιν ἢ πρὸς διαίτας ἰατρικάς
τετρακοσίους ἄνδρας καὶ πλείους ἔτι , καθὼς ἂν ἐκποιῶσιν οἱ τόποι τό τ ' ἀπὸ τῶν πόλεων δέξασθαι καὶ τῶν
4733971 βαλλοντες
καὶ ἀναβάντες ἐπὶ τὰ μνήματα καὶ τὰ ὑπερέχοντα χωρία , βάλλοντες καὶ ἀκοντίζοντες ἀποκτείνουσι τῶν πρώτων καὶ μάλα συχνούς ,
ταραχῇ μέχρι σκωμμάτων ἐθρασύνοντο οἱ πολλοί , τινὲς δὲ ὀλίγοι βάλλοντες ὅτι , ἔτυχον ἅπαξ ἢ δίς , ὥσπερ οἱ
4732036 διεσπαρησαν
αὐτοῦ πλῆθος στρατιωτῶν ἀόπλων ἐξαπέστειλαν . ἐπεὶ δὲ ἄλλος ἀλλαχοῦ διεσπάρησαν ἀναψηλαφῶντες αὐτὸς Ἀντίοχος μετὰ τῶν στρατιωτῶν σχῆμα βασιλικὸν ἀναλαβὼν
τῶν ἰνῶν γένος ἐκ τῆς ἑαυτῶν διαφορῇ τάξεως , αἳ διεσπάρησαν μὲν εἰς αἷμα , ἵνα συμμέτρως λεπτότητος ἴσχοι καὶ
4728137 Ἰνδοι
, ὅντινα οἱ ὀλίγοι αὐτῷ ἤδη κατεῖχον . Οἱ δὲ Ἰνδοὶ πρός τε τὴν ἀδιήγητον τόλμαν τῶν ἐς τὸν γήλοφον
τὸ πρὸς ἕω μέρος ἠῷον καὶ Ἰνδικόν . Οἱ γὰρ Ἰνδοὶ ἀνατολικοί . Ἔνθα καὶ ὁ Ἰνδὸς ποταμός . Ἄγχι
4727794 ὑδρειας
μὲν μικρότερον ὑδρευομένων συνεχῶς αὐθωρὸν καὶ ἐκλείπειν καὶ διαλειπόντων τῆς ὑδρείας πληροῦσθαι πάλιν , τὸ δὲ μεῖζον δι ' ὅλης
μείναντες Αἰγίνῃ προσίσχουσιν ὑδρεύσασθαι θέλοντες , καὶ γίνεται περὶ τῆς ὑδρείας αὐτοῖς ἅμιλλα . ἐκεῖθεν δὲ διὰ τῆς Εὐβοίας καὶ
4725800 Λιβυες
δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων , τὰ δὲ δύο οὔ , Λίβυες μὲν καὶ Αἰθίοπες αὐτόχθονες , οἱ μὲν τὰ πρὸς
καὶ μαρτύρεσθαι τῷ πταρμῷ αὐτήν . νεανιεύονται δὲ καὶ οἱ Λίβυες ἀνὰ κράτος φάσκοντες καὶ τὰς αἶγας παρ ' αὐτοῖς
4715743 σιτεονται
ὁκόσοι σφι ἱροὶ ἀποδεδέχαται , τοὺς λοιποὺς ὀπτοὺς καὶ ἑφθοὺς σιτέονται . Ἐν δὲ τῇσι συνουσίῃσι τοῖσι εὐδαίμοσι αὐτῶν ,
τὴν κοιλίην , αὐαίνουσι πρὸς ἥλιον καὶ ἔπειτα αὔους ἐόντας σιτέονται . Οἱ δὲ ἰχθύες οἱ ἀγελαῖοι ἐν μὲν τοῖσι
4715435 σφενδονηται
τὴν ἡμέραν ἄχρηστοι ἦσαν ἐν τῷ ὄχλῳ ὄντες καὶ οἱ σφενδονῆται καὶ οἱ τοξόται . ἐπεὶ δὲ πιεζόμενοι οἱ Ἕλληνες
Ἄραβες οἱ τούτων ἐχόμενοι Κύπριοί τε καὶ Ῥόδιοι καὶ Κρῆτες σφενδονῆται καὶ ὅσοι ἄλλοι νησιῶται . παρῆσαν δὲ καὶ βασιλέες
4705183 ἀφανιζοντες
ἀσχημονοῦσι πράττοντες οἷα ἀκούετε καὶ πάντα τρόπον τὴν παλαιὰν δόξαν ἀφανίζοντες , οἰόμενοι τρυφᾶν οἱ ἀνόητοι καὶ κέρδος ἀριθμοῦντες τὸ
καὶ θεοπρόσπλοκοι καὶ φιλόθρηνοι καὶ τοὺς ἀποθνῄσκοντας γῇ κρύπτοντες καὶ ἀφανίζοντες διὰ τὸ ἑσπέριον σχῆμα , παντοίοις δὲ ἔθεσι καὶ
4703082 ἐπεισακτῳ
οὐχὶ καὶ περὶ τοῦ σίτου κατηγορήσομεν αὐτῶν , ὅτι χρῶνται ἐπεισάκτῳ τῷ πλέονι καὶ προσδέονται θαλάττης , ἐξὸν τῇ χώρᾳ
οὐκ ἐπεισάγουσι τῶν ὄντων σφίσιν ἀμείνω : ἀλλὰ σίτῳ μὲν ἐπεισάκτῳ χρώμενοι διδάσκαλοι τῶν περὶ τὸν σῖτον αὐτοὶ καταστάντες ἅπασιν
4684443 βαθειας
τοῦ βίου . λέγεται γοῦν ὁδοιπορῶν ποτε δι ' ὕλης βαθείας παραβῆναι τὴν ὁδὸν ἐπὶ πλέον , εἶθ ' εὑρὼν
Σάμον ἀπὸ τῆς Συρίας ὁ Μνήμαρχος μετὰ παμπόλλου κέρδους καὶ βαθείας περιουσίας , ἱερὸν ἐδείματο τῷ Ἀπόλλωνι , Πυθίου ἐπιγράψας
4684200 ἐπηχθισμενοι
μὲν ἐπὶ τῶν ὑποζυγίων , οἱ δὲ κατὰ τῶν ὤμων ἐπηχθισμένοι , προνοίᾳ τοῦ πρὸς πλείω χρόνον ταμιεύεσθαι τὰ ἐπιτήδεια
ἀποθέμενοι πολὺ βάρος πραγματειῶν , ὅσον ἕωθεν εἰς ἑσπέραν ἦσαν ἐπηχθισμένοι , καὶ ἐπανελθόντες οἴκαδε πρὸς ἡσυχίαν τρέπονται καὶ καταδαρθόντες
4676030 ἀνεμοι
Λιβάνου ἔρχεται : ὁ δὲ Λίβανος κάρτα ξανθόγεώς ἐστιν . ἄνεμοι ὦν τρηχέες ἐκείνῃσι τῇσι ἡμέρῃσι ἱστάμενοι τὴν γῆν τῷ
παρεχούσης νηὶ θαρρεῖν . ἔαρ δὴ τουτὶ καὶ χελιδόνες καὶ ἄνεμοι πέμποντες καὶ πελάγη μιμούμενα τῆς ἠπείρου τὴν ἀσφάλειαν .
4673778 πυρσοι
δὲ συναυξανομένη τε καὶ συνανιοῦσα ἐς πολύ , ὅτε δὴ πυρσοί τε καὶ πριόνωτοι γίγνονται . οὗτοι καὶ γενειάσκουσι καὶ
στρουθῶν δοραῖς ἀντὶ θωράκων ἢ ἀσπίδων ἐφράττοντο . φρυκτοί , πυρσοί , καὶ μηχανήματα κριοί , πύργοι , ἑλεπόλεις ,

Back