| σβεννύεις ] ἤτοι τὸν Δία τῆς ὀργῆς παύεις καὶ μειλίχιον καθιστᾷς , ὁπόταν ἀκούῃ σου . * * ὃν ὁ | ||
| εἰς τὰς ἐκκλησίας ; τί δὲ μουσικὸς καὶ μελοποιὸς ὢν καθιστᾷς σεαυτὸν εἰς ἐναντίον σχῆμα καὶ προαίρεσιν βίου τοῖς ἐπιτηδεύμασιν |
| τὸν αἰχματὰν ] Ὃν Ζεὺς δίκην αἰχμῆς φέρει . Κεραυνὸν σβεννύεις ] * Ἤτοι τὸν Δία τῆς ὀργῆς παύεις καὶ | ||
| ὁ δὲ νοῦς : καὶ τὸν ἰσχυρὸν καὶ πολεμικώτατον κεραυνὸν σβεννύεις τοῦ διαπαντὸς ὄντος πυρός . ἀφυπνοῖ δὲ τῇ ἡδονῇ |
| οὐρῶ . Ῥᾶρος : ὄνομα κύριον . Στύξ : ὁ μισητός . Κίς : ὁ ἐν τῷ σίτῳ σκώληξ . | ||
| [ ῥῆμα πρὸς [ αὐτόν - ] : “ ὁ μισητός , ” ἔφη , “ ἐγώ . τί [ |
| τὰ πρήγματα ὑμέων καὶ αὐτοὶ ὑμέες . Πῶς λέγεις ; καταγελᾷς ἡμῶν ἁπάντων καὶ παρ ' οὐδὲν τίθεσαι τὰ ἡμέτερα | ||
| ἐκπλήττωνται καθάπερ ἐπὶ τοῖς ἀσαφέσι τῶν χρησμῶν . ὁρᾷς ; καταγελᾷς μου καὶ σὺ ἐν τῷ μέρει . Οὐ τοσοῦτον |
| δόξαν καὶ ⌊ ἀρετήν ⌋ , φεῦγε ψόγον ⌊ . Γαμεῖν ἀναβάλλουπο [ ] ? ! ! ! ? ? | ||
| τὸν ἁπλοῦν , ἔχοι δ ' ἄν πως ἴσως ὧδε Γαμεῖν δέ , ἐπειδὰν ἐτῶν ᾖ τις τριάκοντα , μέχρι |
| Ἀβδηριτῶν καταλειφθήσεσθαι . Ἐκλαθόμενος γὰρ ἁπάντων καὶ ἑωυτοῦ πρότερον , ἐγρηγορὼς καὶ νύκτα καὶ ἡμέρην , γελῶν ἕκαστα μικρὰ καὶ | ||
| καθ ' ὕπνον δὲ οἷόν πού τις ἢ καὶ ὕπαρ ἐγρηγορὼς ὠνείρωξεν μαντευόμενος αὐτότὸ δ ' οὖν δόγμα περὶ αὐτοῦ |
| ἐκβέβλημαι ἐκ τῶν φρενῶν καὶ τί πράττω οὐκ ἔχω . μερίζομαι φιλοχρηματίᾳ καὶ τῇ τῆς φρενὸς δειλίᾳ . ποία γὰρ | ||
| περιπλοκάςἐκεῖνος ἀνεβόησεν : Οἴμοι , τί δράσω ; δυσὶ κακοῖς μερίζομαι . Εὐτράπελος τραγῳδὸς ὑπὸ δύο ἠγαπᾶτο γυναικῶν , ὀζοστόμου |
| νέον . λέγω πόνους σε μυρίους τλῆναι μάτην . παλαιὰ θρηνεῖς πήματ ' : ἀγγέλλεις δὲ τί ; βέβηκεν ἄλοχος | ||
| λῦσον δὲ νόμους ἱερῶν ὕμνων , οὓς διὰ θείου στόματος θρηνεῖς τὸν ἐμὸν καὶ σὸν πολύδακρυν Ἴτυν , ἐλελιζομένη διεροῖς |
| ὄντας ἡμῖν αἰτίους τῶν πραγμάτων . Οὐχ ἁπάντων , ὦ πανοῦργε ; ταῦτα δὴ τολμᾷς λέγειν ἐμφανῶς ἤδη πρὸς ἡμᾶς | ||
| τὸ κινεῖσθαι ἐν δόλῳ . ὦ κίναδε : ἤτοι ὦ πανοῦργε : Σικελιῶται γὰρ τὴν ἀλώπεκα κίναδον προσαγορεύουσιν . ἐποκίξατο |
| τοῦ νοῦ ὀφθαλμοῖς . πάταγος ] κτύπος . . τί ῥέξεις ] τί ποιήσεις , ὦ παλαίχθων Ἄρης ; προδώσεις | ||
| ἀλλὰ πολλῶν . ἑνὸς δορός ] μιᾶς αἰχμῆς . τί ῥέξεις : τί ποιήσεις , παλαίχθον Ἄρης ; προδώσεις ἡμᾶς |
| δεομένης : γράφεται καὶ γυιαλκέος , ἤτοι τῆς παλαισμοσύνης τῆς χρῃζούσης μελῶν ἀρκούντων πρὸς τὴν μάχην . ἴδμονες : ἐπιστήμονες | ||
| φιλτάτην στέγην : μακράν : τὴν πολυχρόνιον καὶ παλαιάν : χρῃζούσης : βουλομένης σου καὶ κελευούσης : κατόρθωσον : ὀρθὸν |
| μορίου καὶ τοῦ στάσις ἢ τοῦ ἵστημι στήσω . . νήστισιν αἰκίαις ] ἐστερημέναις τροφῆς καὶ στάσεως . . πληγαῖς | ||
| . σκιρτημάτων δὲ νήστισιν αἰκίαις : Ἐν μάστιξι δὲ σκιρτημάτων νήστισιν παρεγενόμην λαβρόσσυτος καὶ ταχεῖα καὶ ἄγαν ὁρμητική , δαμασθεῖσα |
| / ] εἰς τὸ διαλέγεσθαι . τερατείαν ] παραδοξολογίαν . περίλεξιν ] εὐπορίαν καὶ περιττότητα ⌈ λόγων . [ λέξεων | ||
| γνώμην καὶ διάλεξιν καὶ νοῦν ἡμῖν παρέχουσιν καὶ τερατείαν καὶ περίλεξιν καὶ κροῦσιν καὶ κατάληψιν . ταῦτ ' ἄρ ' |
| περὶ τῶν λοιπῶν διεξίω , ἱκανῶν καὶ ὡσαύτως ὄντων καὶ ἀμείλικτον διαθρύψαι καρδίαν , μή τί γε τὴν σήν , | ||
| πρὸς Ἀθηναίους , διὰ σίτου ἀποπομπῆς ἀμοιβαῖον αἰτοῦντες , καὶ ἀμείλικτον ἄρχοντα τοῦτον ἐκβαλόντες . Ἄλλως . ὅτε Ξέρξης ἐπ |
| μὴ λυπούμενος . λέγεται δὲ καὶ ἀλύπητος . Θεόπομπος . ἄλυς : ἡ ἄλη καὶ ὁ ῥιπασμός . καὶ ἀλύειν | ||
| τὸ ἀλῶ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω , ἐξ οὗ καὶ ἄλυς , ἡ πλάνη τῆς διανοίας . ἢ παρὰ τὴν |
| μετὰ ὑγιοῦς φρονήσεως ἦν ἂν ἡ κρίσις ἡ ὑμετέρα . ἀντερῶν : τῷ Κλέωνι δηλονότι . ἀλλὰ περὶ τῆς ἡμετέρας | ||
| , ἐπιθυμία , ἴυγξ , ἀντέρως , ἀφ ' οὗ ἀντερῶν καὶ ἀντεραστής , παρὰ δ ' Εὐπόλιδι καὶ ἀντερώμενος |
| καμάτου ἐπιδεύεται , ἄγχι δέ τοι νύξ αὖλιν ἄγει , κοίτου δὲ λιλαίεαι ἔργον ἀνύσσας , τῆμος δὴ ποταμοῖο πολυρραγέος | ||
| δεπάεσσιν ἐυσκόπῳ ἀργειφόντῃ , ᾧ πυμάτῳ σπένδεσκον , ὅτε μνησαίατο κοίτου . * ) ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἔθος . |
| , ὥσπερ καὶ οἱ καταγέλαστοι : τὸ γὰρ παρὰ Ποσειδίππῳ ἐπίχαρμα μοχθηρόν . Φιλωνίδης δὲ τὸν ἐπιχαίροντα ἐπιχάρτην εἴρηκεν : | ||
| ; ἐξεπτοημένη γὰρ οὐ διακονεῖς μοι . τὸ δὲ τὶν ἐπίχαρμα τέτυγμαι : καταγέλαστός εἰμι καὶ παρὰ σοί . . |
| καὶ ταλαιπώρου [ βίου . πατὴρ Κρατείας , φήις , ἐλήλυθ ' [ νῦν ἢ μακάριον ἢ τρισαθλιώτατον δείξεις με | ||
| [ ] [ πάθουϲ . πατὴρ Κρατείαϲ , φήιϲ , ἐλήλυθ [ ] ' ἀρτίωϲ ? ? [ ; νῦν |
| μέρος . θ περιπίτνει κρύος ] περιπίπτει φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει | ||
| φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει . περιπιτνεῖ ] ἐπέρχεται . πίτνω γίνεται |
| αὐτοῦ , καλὸς ἔτι ὤν , ὑπολειφθεὶς καὶ προσδραμών , Ξένον σε , ἔφη , ὦ Ἀγησίλαε , ποιοῦμαι . | ||
| πολλοὺς τρόπους . Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε , μὴ καθυστέρει . Ξένον ἀδικήσεις μηδέποτε καιρὸν λαβών . Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν |
| τῶι μὲν ὁ στρατηλάτας πατὴρ κλήιζεται , ὁ δὲ παῖς Στροφίου , κακόμητις ἀνήρ , οἷος Ὀδυσσεύς , σιγᾶι δόλιος | ||
| Δεκάτῳ δ ' ἔτει ἐκ Φωκέων ἐλθὼν μετὰ Πυλάδου τοῦ Στροφίου , Αἴγισθον καὶ τὴν μητέρα κτείνας , τῶν Μυκηνῶν |
| διὰ τί οὐκ εἰσήρχετο , ἀπεκρίθη : ” ἐπειδὴ ὁρῶ εἰσερχομένων ἴχνη , ἐξερχομένων δὲ οὔ . ” οὕτως τινῶν | ||
| , οἷον διὰ τί μὴ αὔξεται ἡ θάλασσα τοσούτων ποταμῶν εἰσερχομένων εἰς αὐτήν , εἶτα κατὰ μικρὸν προερχόμενοι καὶ περὶ |
| Τί δ ' ἐστὶν ὅτι δέδοικας ἐλθεῖν αὐτόσε ; Κάκιον ἀπολοίμην ἂν ἢ σύ . Πῶς ; Ὅπως ; Δοκῶν | ||
| μὴ κατάξω τὴν κεφαλήν σου , Σωφρόνη , κάκιστ ' ἀπολοίμην . νουθετήσεις καὶ σύ με ; προπετῶς ἀπάγω τὴν |
| μέμψει γὰρ ἄλλους , οὐχὶ μεμφθήσῃ δὲ σύ . Δίκην φυλάσσου , κἂν δικαίως ἐγκαλῇ . μετέρχεται τὸ δίκαιον εἰς | ||
| τὸ βοήθημα καλῶς ἐνεργῆσαι , ἕως οὗ μέλλει λούεσθαι . φυλάσσου δὲ μή ποτε ἐν τῷ χρίεσθαι παρεισέλθῃ τοῦ φαρμάκου |
| χρώμενος ὑποβολεῖ τὴν ὠφέλειαν ἔναυλον καὶ ἀθάνατον ἴσχει , μὴ τρεπόμενος : ὁ δ ' ἀσκητὴς καὶ τὸ ἑκούσιον ἔχων | ||
| , ὅ τε ἀὴρ ἀλεαινόμενος καὶ ψυχόμενος καὶ πάσας τροπὰς τρεπόμενος ἐκ τῶν ἰδίων παθημάτων ἐλέγχεται κάμνων , ἐπεὶ τὸ |
| καὶ φόνου συνεργάτιν λαβὼν τά γ ' εἴσω τειχέων σαφῶς μάθω . νῦν οὖν ἔξω τρίβου τοῦδ ' ἴχνος ἀλλαξώμεθα | ||
| τινές φασιν εἶναι τοῦ δαγκάνω , ἐπάγει ὡς τὸ δάκω μάθω λάχω ἅδω φύγω καὶ ὅσα τοιαῦτα ὑποτακτικὰ τρισὶ γράμμασι |
| ἰσχνὸς ὁ κλέπτης , ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ , εὐγένειος , ποικιλογνώμων , ὑπόχλωρος . ἐὰν δὲ Ἥλιος ἢ | ||
| ἰσχνότερος καὶ ἐντονώτερος τὸ βλέμμα καὶ λυπηρός , ὕπωχρος , εὐγένειος , πυρσόθριξ , ὠτοκαταξίας . ὁ δ ' ἡγεμὼν |
| ἀλλὰ δεῖ καὶ ῥώμης καὶ ἐπιστρεφείας . , . . ἐπιστρεφής ὁ δὲ ἀγχίνους ὢν καὶ ἐπιστρεφὴς ὅμως τι εὐπαράγωγον | ||
| πρὸς εὐσέβειαν παρασκευάζων : καὶ τῷ καιρῷ μὲν τῆς ἐργασίας ἐπιστρεφής , τῷ δὲ καιρῷ τῆς ἀναπαύλης κοινὸς καὶ προετικός |
| εἰ ζῇ : ἐγὼ πρὶν τοῦ ἀποθανεῖν ὑπὸ τῶν κακῶν τέθνηκα : ἄπαγε καλύψας τοῖς ἱματίοις διὰ τὸ κόσμιον : | ||
| , τέθνηκα ἡμιθνής ἡμιθνῆτος : τοῦτο δέ , φημὶ τὸ τέθνηκα , τῇ μὲν φωνῇ ἐστιν ἐνεργητικόν , τῷ δὲ |
| παρακοπή . σνστʹ . Βούλιμός ἐστι διάθεσις καθ ' ἣν ἐπιζήτησις ἐκ μικρῶν διαλειμμάτων γίνεται τροφῆς . ἐκλύονται δὲ καὶ | ||
| τῷ χειμῶνι . Τί ἐστιν ὄρεξις ; τροφῆς καὶ ποτοῦ ἐπιζήτησις : καὶ ἄλλως : μύζησις καὶ κατάψυξις τῶν ἐν |
| Λέγε τί . Πᾶσα ἡ τοιαύτη διάκρισις , ὡς ἐγὼ συννοῶ , λέγεται παρὰ πάντων καθαρμός τις . Λέγεται γὰρ | ||
| ποτ ' ἐστίν ; οὐδὲ γάρ τοι αὐτὸς πάνυ τι συννοῶ τί βούλεται εἶναι . Ἦ που ἄρ ' , |
| τε . ἐντεῦθεν πάλιν εἶπεν ὁ Ξενοφῶν : Ἐπεὶ τοίνυν διανοῇ ἀποδιδόναι , νῦν ἐγώ σου δέομαι δι ' ἐμοῦ | ||
| εἰ κυνὸς τροφὴν ἐσθίεις , τῷ ὁμογενεῖ καὶ ὁμοιοτρόπῳ μάχεσθαι διανοῇ ; λέγει δὲ ἑαυτὸν κυνοκέφαλον διὰ τὸ ἀναιδὴς εἶναι |
| ; πάλιν λέγω : ὁ δεσπότης ἐν τῶι φρέατι . Σώστρατε , ἔξελθε δεῦρ ' : ἡγοῦ , βάδιζ ' | ||
| ' ἴσως μᾶλλον παρ ' ἡμῖν . οὐκ ἐθελήσει , Σώστρατε . σύμπεισον αὐτόν . ἂν δύνωμαι . δεῖ πότον |
| πολλὰ δ ' ἀθρῆσαι : τοίαν φρίκην παρέχεις μοι . Αἰαῖ , αἰαῖ , δύστανος ἐγώ , ποῖ γᾶς φέρομαι | ||
| ξένοι , μείνατε , πρὸς θεῶν . Τί θροεῖς ; Αἰαῖ αἰαῖ , δαίμων δαίμων : ἀπόλωλ ' ὁ τάλας |
| Ἀγωνοθέται καὶ ἀθλοθέται διαφέρει . ἀγωνοθέται μὲν οἱ ἐν τοῖς σκηνικοῖς , ἀθλοθέται δὲ οἱ ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν . | ||
| ῥᾳστώνην θηλυδριῶτιν . ἔχαιρε γὰρ μίμοις καὶ θαυματοποιοῖς καὶ πᾶσι σκηνικοῖς ἀθύρμασι , καὶ τοῖς τοιούτοις διημερεύων αἰσχροῖς ἠλόγει πάμπαν |
| ἐπιμέλεια , ἀκρίβεια , σκέψις , περίσκεψις , ἑλληνισμός , ἀττικισμός , πολυγνωμοσύνη , πολύνοια , πολυλογία , εὐγλωττία , | ||
| Φερέκλου κατεσκευάσθησαν αἱ νῆες τῷ Ἀλεξάνδρῳ . * ὁλκαίης : ἀττικισμός τριήρεος , νεώς , πλοίου μακροῦ ἀκάτῳ ἴσος : |
| αἱ τοιαῦται λαμπραί . Μεθοδεύσεις δὲ λαμπρῶς , ὅταν προηγουμένως εἰσάγῃς τὰς ἐννοίας , ὅταν ὡς θαρρῶν μετὰ ἀξιώματος ἀλλὰ | ||
| τῷ παραλόγῳ . Ὅταν γε μὴν τὰ παρεληλυθότα τοῖς χρόνοις εἰσάγῃς ὡς γινόμενα καὶ παρόντα , οὐ διήγησιν ἔτι τὸν |
| . σκήπτομαι : Ἀντὶ τοῦ προφασίζομαι . Θ . . προφασίζομαι τοῦτο ἤγουν τὴν ἐμπορίαν . . τί δαί : | ||
| κατὰ θάλατταν ἐμπορίαν ποιούμενος . . σκήπτομαι : Ἀντὶ τοῦ προφασίζομαι . Θ . . προφασίζομαι τοῦτο ἤγουν τὴν ἐμπορίαν |
| ὦνδρες , ἥκει ἄγων ὁ δεσπότης , ὃς ὑμᾶς πλουσίους ποήσει . Ὄντως γὰρ ἔστι πλουσίοις ἡμῖν ἅπασιν εἶναι ; | ||
| ἐνημμένῳ κάλλιστα χρήσομαι τάλας ; Οὗτος μὲν οὐ μή σοι ποήσει ζημίαν . Ἀλλ ' αἶρέ μοι τοῦτόν γε τῆς |
| γούνασιν ὧδε πίτνω τέκνοις τάφον ἐξανύσασθαι . μῆτερ , τί κλαίεις λέπτ ' ἐπ ' ὀμμάτων φάρη βαλοῦσα τῶν σῶν | ||
| εἰπόντος δέ τινος : ” τί παθὼν αὑτὸς καταδικάζεις καὶ κλαίεις ” ; εἶπεν : „ ὅτι ἀναγκαῖόν ἐστι τῇ |
| . . Ἀνήῃ : εὖτ ' ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνήῃ : σημαίνει καταλείποι . ἔστιν ἀνῷ ἀνῇ ὑποτακτικόν , | ||
| ἦς , τὸ τρίτον ἐὰν ἀνῇ καὶ πλεονασμῷ τοῦ η ἀνήῃ . . . . ἀνήγκακα : ἀπὸ τοῦ ἀναγκάζω |
| πάντες εὐρώστως ἅμα πεμψατ ? [ ] ' εὐνοίας προφήτην Βακχίωι φίλον κρότον . ἡ δὲ καλλίστων ἀγώνων πάρεδρος ἄφθιτος | ||
| ταῦτα ; μῶν κρότος σικινίδων ὁμοῖος ὑμῖν νῦν τε χὤτε Βακχίωι κῶμος συνασπίζοντες Ἀλθαίας δόμους προσῆιτ ' ἀοιδαῖς βαρβίτων σαυλούμενοι |
| καὶ σὺ τοῦτο συγχωρήσαις ἄν , ὡς ἐπειδάν τι ὅσιον ποιῇς , βελτίω τινὰ τῶν θεῶν ἀπεργάζῃ ; Μὰ Δί | ||
| , μὴ αἰσχρὸς φανῇς , ἐὰν πρότερος τὸν ἀδελφὸν εὖ ποιῇς ; καὶ μὴν πλείστου γε δοκεῖ ἀνὴρ ἐπαίνου ἄξιος |
| ἔσται φύσιν ; ὕπνος , βροτείων , ὦ κόρη , παυστὴρ πόνων . Εὔβουλος δ ' ἐν Σφιγγοκαρίωνι τοιούτους γρίφους | ||
| ἔσται φύσιν ; ὕπνος , βροτείων , ὦ κόρη , παυστὴρ πόνων . οὐδ ' ἐν Τριβαλλοῖς ταῦτά γ ' |
| . Ὅσσους : πόσους . ἄτρεστον : ἄφοβον : γράφεται ἄστρεπτον . Ὑπερφιάλους : εὐμεγεθεῖς . ἔσβεσεν : γράφεται ἔσπασεν | ||
| στρεπτοὶ δέ τε καὶ θεοὶ αὐτοί ; ἢ τουναντίον , ἄστρεπτον τὸ θεῖον καὶ ἀτενὲς καὶ ἀπαραίτητον ; μετατίθεσθαι γὰρ |
| λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . Λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . πολλῶν μαθητῶν γενομένων ἐμοί , Λύκε | ||
| τῇ πρὸς τὸ ἀνὰ μέσον ἀρετῆς καὶ κακίας ἀδιαφορίᾳ . φίλησον τὸ ἀνθρώπινον γένος . ἀκολούθησον θεῷ . ἐκεῖνος μέν |
| ὄντι ὡς ἂν δύνωμαι βέλτιστος ὢν καὶ ζῆν καὶ ἐπειδὰν ἀποθνῄσκω ἀποθνῄσκειν . παρακαλῶ δὲ καὶ τοὺς ἄλλους πάντας ἀνθρώπους | ||
| ἐποχοῦμαι , ὀργίζομαι , ὀλισθαίνω , λαλῶ , τήκομαι , ἀποθνῄσκω , ἐν φόβῳ ἐγώ , πρὸς φόβου σύ , |
| . παρὰ τὸ κλώθω , οὗ ὁ μέλλων κλώσω , κλωστὴρ , ὡς λάμψω λαμπτήρ . Κακκάβη . ἐπὶ θηλυκοῦ | ||
| κατασκευάζων . κλωστῆρι : ἀτράκτῳ , ἤγουν ἀτρακτοειδὲς ξύλον : κλωστὴρ ἐργαλεῖον σταυροειδὲς , ὅπερ γυριζόμενον διὰ χειρὸς κλώθει τὸ |
| ἄφρων δ ' , ὅς κ ' ἐθέλῃ πρὸς κρείσσονας ἀντιφερίζειν : ἀμφότερον : νίκης τε στέρεται πρός τ ' | ||
| σοὶ καὶ προλέγειν τὰ μέλλοντα , ἐρῶ . ἢ τὸ ἀντιφερίζειν ἀντὶ τοῦ ἐναντίον σου ἤγουν ἐνώπιόν σου φέρεσθαι καὶ |
| τὸ λέγω : παρὰ τὸ βοή βοάζω , ὡς σχολή σχολάζω , κραυγή κραυγάζω , καὶ συγκοπῇ βάζω , ὡς | ||
| , εἰ μή τίς σοι ἀσχολία τυγχάνει οὖσα . Ἀλλὰ σχολάζω γε καὶ πειράσομαι ὑμῖν διηγήσασθαι : καὶ γὰρ τὸ |
| ψυχρὸν ἀρρώστημα . τοῦτο τὸ σημεῖόν ἐστι καὶ σημεῖον φρενίτιδος ὀλεθρίας καὶ λοιμώδους ἀρρωστήματος καὶ ἀξιολόγων ἐμφράξεων . σημεῖον μετρίου | ||
| ποιοῦσιν . ἔμαθον τάδε , ὦ Προμηθεῦ , τὰς σὰς ὀλεθρίας τύχας θεασαμένη . . οὔποτε ] ὃν ὁ Ζεὺς |
| ὑπηρεσίαν . “ ἐπιστὰς δὲ τῷ πρώτῳ παιδίῳ εἶπεν ” ποταπὸς εἶ ; “ ἐκεῖνος ἀπεκρίθη ” Καππάδοξ . “ | ||
| υἱός μου παρὰ σοὶ σχολάσας ἁμαρτάνει ” εἶπε : „ ποταπὸς οὖν ἂν ἐγένετο μὴ σχολάσας „ ; Ὁ αὐτὸς |
| τὸ κινοῦν τὴν ἡδονὴν αἴτιον | ἡσύχασε καὶ ἡ προσοχὴ κατεσβέσθη . τρίτοι δέ εἰσιν οἷς ἔναυλα μὲν τὰ λεχθέντα | ||
| ἔφη , σιωπᾷς . αὕτη μὲν δὴ ἡ παροινία οὕτω κατεσβέσθη . Ἐκ τούτου δὲ τῶν ἄλλων οἱ μὲν ἐκέλευον |
| [ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει | ||
| , ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ |
| τροφή τρόφιμος , τουτέστιν ὁ ἀεὶ ἐν ᾠδαῖς ὀνομαζόμενος ἢ μνημονευόμενος , ἤγουν διαβόητος καὶ θαυμάσιος : ὡς καὶ ὀπίσσω | ||
| λόγος εὐκτικός , ἤτοι παρακλητικός , ἐκ δημιουργημάτων καὶ κατορθωμάτων μνημονευόμενος . Ἢ παροιμία ἐξηπλωμένη μετὰ διηγήσεως , ἀπαρτίζουσα τὸ |
| Βοιωτίοις πωλεῖν ἀγοράζειν πρὸς ἐμέ , Λαμάχῳ δὲ μή . Ἁνὴρ νικᾷ τοῖσι λόγοισιν , καὶ τὸν δῆμον μεταπείθει περὶ | ||
| Τί δῆτα ; βούλει τῶν ταλάντων ἓν λαβὼν σιωπᾶν ; Ἁνὴρ ἂν ἡδέως λάβοι . Τοὺς τερθρίους παρίει : τὸ |
| . ἐπειδὰν αἴσθωμαι συκοφάντην ἄνθρωπον ἐπιεικεῖ προσπεσόντα καθάπερ χειμάρρουν , ἀλγῶ τὴν ψυχὴν καί που δακρύω καὶ συμπράττειν ὅ τι | ||
| βοώσας παραπλέων τὰς ἡδονάς πλατὺν γέλωτα καταχέω τῶν δογμάτων . ἀλγῶ δὲ καὶ τῆς οὐχ ὁρωμένης ἐρῶ . δραχμῆς μὲν |
| πανοῦργος ὃν ἔλεγ ' ἡμῖν Κλεισθένης ; Οὗτος , τί κύπτεις ; Δῆσον αὐτὸν εἰσάγων , ὦ τοξότ ' , | ||
| νέον αὐταῖς ἀποδοῦναι . Τί μοι , ὦ βέλτιστε , κύπτεις εἰς γῆν καὶ τὴν χρόαν εἰς ἔλεγχον αἰδοῦς μεταβάλλεις |
| . . Κεραυνὸν σβεννύεις ] ἤτοι τὸν Δία τῆς ὀργῆς παύεις καὶ μειλίχιον καθιστᾷς , ὁπόταν ἀκούῃ σου . * | ||
| τῆς ἀριστερᾶς γνάθου ἀποσπάσῃς ὀδόντα τὸν πρῶτον , ῥιγοπύρετον εὐχερῶς παύεις . ὅτι ὁ τροχίλος τὸ ὄρνεον προσφιλὴς αὐτῷ ἐστί |
| . οἱ δ ' ἀκρόχολοι ἢ οἱ αὐτοί εἰσι τοῖς ὀργίλοις ἢ ἔτι μᾶλλον ἐπιτεταμένην ἔχουσι τὴν ὀργιλότητα . ἄλλο | ||
| , σκυθρωποὺς καὶ βαρεῖς ὄντας . ὑπεναντίως δὲ οὗτοι τοῖς ὀργίλοις ἰδίως καλουμένοις καὶ ἀκροχόλοις περὶ ὀργὴν ἔχουσι . διὸ |
| , , : κῶμα : ἀπὸ τοῦ κοιμῶ κοιμήσω γίνεται κοίμημα , συγκοπῇ κοῖμα καὶ τροπῇ τῆς οι εἰς ω | ||
| κώματος καταφερόμενοι . κῶμα γὰρ ὁ ὕπνος | καὶ οἷον κοίμημα . οἱ οὖν μετά τινος νωθρείας ἐν καταφορᾷ ὄντες |
| λόγῳ . Αἴγυπτος . εἰδὼς δ ' ἁμὸν ἀρχαῖον γένος πράσσοις ἄν , ὡς Ἀργεῖον ἀντήσας στόλον . δοκεῖτε δή | ||
| τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν . εἴης φορητὸς οὐκ ἄν , εἰ πράσσοις καλῶς . ὤμοι . ὤμοι : τόδε Ζεὺς τοὔπος |
| , διηγήσεις ποιήσεων , λόγων . εἰσφέρων ] φερνῶν . σοφίζομαι ] σοφόν τι ποιῶ . οὐδὲν ] ἄρσις . | ||
| καινὰς ] νέας . ἰδέας ] ⌈ ὑποθέσεις κωμῳδιῶν . σοφίζομαι ] σοφὸς φαίνομαι : ἢ μηχανῶμαι . ὃς ] |
| ʹʹδʹʹ λεʹ Ϛʹʹ Ἀσωπός νʹ ∠ ʹʹγʹʹ λεʹ ιβʹʹ Ὄνου Γνάθος ἄκρα ναʹ λεʹ Βοιαί ναʹ ιβʹʹ λεʹ ιβʹʹ Μαλέα | ||
| : ὠφέλειαν σημαίνει . Σιαγὼν εὐώνυμος : εὐτυχίαν σημαίνει . Γνάθος εὐώνυμος : ἀλλότριον κάματον σημαίνει . Σιαγὼν δεξιά : |
| ἀφηγησάμενοι τῆς ἐπανόδου εἰχόμεθα . ὡς δὲ ἐς τὴν Κωνσταντίνου παρεγενόμεθα , μεταβεβλῆσθαι μὲν ᾠόμεθα τὸν Βέριχον τῆς ὀργῆς : | ||
| δὲ χρόνῳ ἐπήλθομεν . . . : εἰ δὲ βραδέως παρεγενόμεθα , μηδεὶς ἡμῖν μέμψηται : ἐλπίσαντες γὰρ τοὺς Ἀθηναίους |
| , οὔτε ὁπωσοῦν ἄλλως οὐδαμῆ οὐδαμῶς , τοῦτο δὴ πάντων ἔκπτωσίς ἐστι τῶν ὑπονοουμένων , καὶ ὁπωσοῦν , αὐτό γε | ||
| , οὔτε ὁπωσοῦν ἄλλως οὐδαμῆ οὐδαμῶς , τοῦτο δὴ πάντων ἔκπτωσίς ἐστι τῶν ὑπονοουμένων , καὶ ὁπωσοῦν , αὐτό γε |
| . . ἄπορον ] δύσκολον , ἀπορίαν τινὰ δυσνόητον , δυσνόητον θεώρημα . πέσῃς ] ἐμπέσῃς , ἔλθῃς . πήδα | ||
| μέσον ᾤκησαν . Ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς αἰτίας ὅταν τι δυσνόητον θέλωμεν αἰνίττεσθαι , χρώμεθα τῷ προειρημένῳ . Ἀκόνην σιτίζειν |
| μήτηρ ὑπολαβοῦσα εἶπεν : „ ὦ τέκνον , ὡς ἤδη καταμανθάνω , οὐ μόνον ὄψεως ἐστέρησαι , ἀλλὰ καὶ ἀκοῆς | ||
| διδασκαλία ἐστίν ; ἄρτι γὰρ δή , ἔφην ἐγώ , καταμανθάνω ᾗ με ἐπηρώτησας ἕκαστα : ἄγων γάρ με δι |
| οὐκ ἔχω σοι δοῦναι οὐδέν . δαιμόνιε ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε ἢ καὶ εὐτυχέστατε . χρῆμα ] | ||
| περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν “ μετὰ |
| τοῦ καλινδῶ καλινδήθρα καὶ ἀποβολῇ τοῦ κ ἀλινδήθρα . ἄνθρωπος ἀποφράς : ἀποφράδες ἡμέραι , καθ ' ἃς ἀπηγόρευτό τι | ||
| καὶ βλέπων ἀπιστίαν . γίνεται παρὰ τὸ φρῶ φράς καὶ ἀποφράς . . . . ἀποφώλιος : ὁ ἀπαίδευτος : |
| ἐστὶ παρακοπὴ διανοίας μετὰ ὀξέος πυρετοῦ καὶ κροκυδισμοῦ καὶ διανοίας ἔκστασις καὶ τῶν κατὰ φύσιν αὐτῆς ἐμποδισμὸς καὶ λήθη τοῦ | ||
| τὸ ἔλαττον ἔχειν τοῦ συμμέτρου τὸ ὑγρόν : οἷον γὰρ ἔκστασις γίνεταί τις ἐκ φύσεως , ἐν δὲ τῇ ἐκστάσει |
| λέγομεν πταρμοὺς ἢ φήμας ἢ ἀπαντήσεις . ὡς Ἀρχίλοχος : μετέρχομαί σε σύμβολον ποιούμενος . σύμβολον δ ' οὔπω τις | ||
| Κὰρ κεκλήσομαι . χαίτην ἀπ ' ὤμων ἐγκυτὶ κεκαρμένος . μετέρχομαί σε σύμβολον ποιεόμενος . χραίσμησε δ ' οὔτεπ [ |
| α . * . Ἀτυχθείς : ἔστι τεύχω , τὸ ἐπιτυγχάνω , ὁ μέλλων τεύξω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔτυχον | ||
| κυρόω μὲν κυρῶ τὸ βεβαιῶ , κυρέω δὲ κυρῶ τὸ ἐπιτυγχάνω ποιητικόν : καὶ δεσμέω δεσμῶ τὸ ἐμπεδῶ , δεσμόω |
| καταψύχειν λέγουσιν , ὅταν τὸ καῦμα λήγῃ καὶ εἰς ψύχος τρέπηται . Πλάτων ἐν Φαίδρῳ : ” ἐπειδὰν ἀποψύχῃ , | ||
| ὑδεριῶϲι ἡ ὁδὸϲ ἐπιγίγνεται , ἢν ἐϲ ἀγαθὸν ἡ νοῦϲοϲ τρέπηται : ἀγαθὸν δὲ ἡ λύϲιϲ τῆϲ αἰτίηϲ καὶ μὴ |
| οἷός τε ἦν καὶ τῆς ὁδοῦ καὶ τῆς ἄλλης σπουδῆς Εὐστοχίῳ κοινωνῆσαι , πάντως ἄν με εἶχες ἀντὶ τῶν ἐμῶν | ||
| . σαυτὸν οὖν παρασχὼν εὔνουν ποίησόν με μὴ πάντα ὀφείλειν Εὐστοχίῳ τῷ καλῷ . Ἔγγραφε τῷ καταλόγῳ τῶν ἡμετέρων φίλων |
| τὴν τυπὴν καὶ τὴν τύψιν τῆς τεφρώδους ἐχίδνης . * περκνός : μέλας καὶ στικτός μέλας ὁ κυνηγετικός : ἀπὸ | ||
| * δράγμα : δῆγμα . * . περὶ μέλανος ἔχιος περκνός : τοιοῦτος γὰρ ὁ ἄρρην . καὶ τὸ θυίῃσι |
| . Τί κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς | ||
| ; γελοῖον , ὃς κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . Βουβὼν ἐπήρθη |
| ' ἔσθ ' ὁ τλήμων ἔν τινι σχολῇ κακοῦ ; Βοᾷ διοίγειν κλῇθρα καὶ δηλοῦν τινα τοῖς πᾶσι Καδμείοισι τὸν | ||
| τοῦ βεβυρσῶσθαι τοῖς βοείοις , . , . . . Βοᾷ : ἰστέον , ὅτι τὸ βοᾷ σύ καὶ πειρᾷ |
| φιλοῦσά γ ' ἧς ὕπερ μαντεύεται , ἢ καί τι σιγῶς ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών ; ἀτὰρ θυγατρὸς τῆς Ἐρεχθέως | ||
| φθόρον ] φθοράν . θΞ σιγῶς ' ] ἀπελθοῦσα . σιγῶς ' ] σιωπῶσα . Ξ ἀνασχήσῃ ] ὑπομείνῃ . |
| εἰκόνα τὴν Χαιρέου καὶ καταφιλοῦσα “ ἀληθῶς ἀπόλωλά σοι , Χαιρέα ” φησί , “ τοσούτῳ διαζευχθεῖσα πελάγει . καὶ | ||
| ἀλύοντι “ κἀμοὶ ” φησὶν “ υἱὸς ἦν , ὦ Χαιρέα , σὸς ἡλικιώτης , πάνυ σε θαυμάζων καὶ φιλῶν |
| ἐγὼ γὰρ εἰς τοὐπτάνιον οὐκ εἰσέρχομαι . ἀλλὰ τί ; θεωρῶ πλησίον καθήμενος , πονοῦσι δ ' ἕτεροι . σὺ | ||
| γέγονεν . Λέων : παρὰ τὸ λάω τὸ σημαῖνον τὸ θεωρῶ , ἐξ οὗ καὶ ἀλαὸς ὁ τυφλός , ὁ |
| , ἀλλ ' ἔτι καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν κλυσθῆναι τὰς πόλεις , καὶ τοὺς μὲν ἐκ τῆς ὑπερορίας | ||
| , εἰ καὶ αὐτὸν ἠκηκόεις , οἶμαι , τὸν κόσμον κλυσθῆναι ὥσπερ ἐπὶ τοῦ Δευκαλίωνος . σοὶ λέγω , ὦ |
| θηλυτέρῳ δὲ ἴσχους ' Ἠέλιον , τοῖσιν δ ' ἄρα πρήξιες ἔργων ἄλλως ἐξανύονται ἢ ὡς φρεσὶν ᾗσι μενοίνων : | ||
| εἴη λόγος ἁρμοδιώτερος ἐξαγγέλλων ταλαιπωρίην θνητῶν : ἀλλ ' αἱ πρήξιες νομοθετέουσι τὴν ἀναγκαίην , οἰκονομίης τε εἵνεκα καὶ ναυπηγίης |
| παρὰ τὸν Νεῖλον ῥινοκέρωτες . κεφ . μϚʹ . περὶ λυγκός . ὅτι δύο εἰσὶ γενεαὶ λυγκῶν : καὶ αἱ | ||
| τὸ κατὰ μόνας νεμόμενον : δάκος δὲ τὸ θηρίον . λυγκός : εἶδος θηρίου ὁ λύγξ , οὗ τὸ οὖρον |
| τεχνάζει καὶ μορμύρος : εὖτ ' ἂν ἐς ἄγρην φράσσηται προπεσών , ὁ δὲ δύεται ἐν ψαμάθοισι . Λάβραξ δ | ||
| Τεχνάζει : μηχανᾶται , ποιεῖ . Φράσσηται : νοήσῃ . προπεσών : ἐμπεσὼν , πρὸς τό . ὁ δέ : |
| , οἷον κέκραται χαλκοκράς χαλκοκρᾶτος , ὁ χαλκῷ κεκραμένος , νεοκράς νεοκρᾶτος , ὁ νεωστὶ κεκραμένος , βέβληται ἀβλής ἀβλῆτος | ||
| . ≌ . . ̈ . : . . . νεοκράς ὁ νεωστὶ κεκραμένος . . . . , = |
| σάφ ' ἴσθ ' , ἐμοῦ γ ' , ὃν εἰσορᾷς . Οἴμοι : πέπραμαι κἀπόλωλ ' : ὅδ ' | ||
| γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν ; ἢ τοὺς κακοὺς τιμῶντας εἰσορᾷς θεούς ; Οὐκ ἔστιν : ἀλλὰ ταῦτα καὶ πάλαι |
| πολυβλαβές . τὸ ἀβλαβές . τὸ βλαβερόν . καὶ τὸ ἀπλήρωτον . ἀβληχρόν βʹ : τὸ ἀβίαστον . καὶ τὸ | ||
| . Φιλῶν ἃ μὴ δεῖ οὐ φιλήσεις ἃ δεῖ : ἀπλήρωτον γὰρ ἡ ἐπιθυμία , διὰ τοῦτο καὶ ἄπορον : |
| : καὶ ὁπότε παρέπεται ὁ πόνοϲ , ἐξαπίνηϲ ποτὲ μὲν ῥαΐζει ποτὲ δὲ ἐπιτείνεται . παρέπεται δὲ αὐτοῖϲ ἱδρὼϲ καὶ | ||
| ἐμέει ὀξέα καὶ ἄκρητα , καὶ ἐρεύγεται θαμινὰ , καὶ ῥαΐζει : ἢν δὲ μὴ , ἀνοιδίσκεται , καὶ ἢν |
| , ἀλλ ' ἵνα σοι πρὸς Θέρσανδρον ἡ τῆς αἰτίας ἀπόλυσις ᾖ ὡς οὐ συνεγνωκότι . χρυσοῖ δέ σοι οὗτοι | ||
| προσδοκίαν ἔχει , κἄν τι συμβῇ χαλεπὸν τοῖς τοιούτοις , ἀπόλυσις γίγνεται , ἐν δὲ προαιρέσει χρηστῇ καὶ βίῳ σώφρονι |
| ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν . Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία . Ἅμ ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις . | ||
| τῷ Κρόνῳ ἢ τῷ Ἄρει , μὴ καταρχέσθω ἔργου : ἀπραξία γὰρ καὶ βλάβη ἐπακολουθήσει . ἡ Σελήνη ἀποκαταστατικὴ καὶ |
| [ μύρμηξ ] . λόγωι νυν ? τῶιδ [ ' ἀληθείη ] πάρα [ . πόλιν ] δὲ ταύτην ? | ||
| πολιτέων ἄλλός τίς σε κακῶς , ἄλλος ἄμεινον ἐρεῖ . ἀληθείη δὲ παρέστω σοὶ καὶ ἐμοί , πάντων χρῆμα δικαιότατον |
| ὁ σός . ὃ καὶ ἄμεινον : τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπί ς ' : ὅσον τὸ κατὰ σέ , τέθνηκα | ||
| ὁ σός . ὃ καὶ ἄμεινον : τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπί ς ' : ὅσον τὸ κατὰ σέ , τέθνηκα |
| . τοῦ δ ' οὕτως ἐσχηκέναι πρὸς ἡμᾶς , ἐπειδὰν ἥκῃς , ἀκούσῃ τὰς αἰτίας . νῦν δὲ τοῦ παιδὸς | ||
| οἰκείας τῷ πάσχοντι μορίῳ φλεβός , ἐπί τινα τῶν μέσων ἥκῃς , πειρῶ τὴν ἀποσχιζομένην τῆς οἰκείας τέμνειν μᾶλλον : |
| . . . . . τιτρώσκω : τιτρώσκω : τρῶ τρώω τρώσω τρώσκω , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τιτρώσκω . . | ||
| ῥῆμα , δηλοῦν τὸ βλάπτειν καὶ κακοῦν , οὗ παράγωγον τρώω . Ὅμηρος : οἶνός σε τρώει μελιηδής . τοῦ |
| καὶ τῶν σεμνῶν τούτων ἐρωτημάτων : ἐπίασιν Μῆδοι , πῶς φυλάξομαι ; κἂν ὁ θεὸς μὴ συμβουλεύῃ , τὰς τριήρεις | ||
| οὐκ ἀποσχήσομαι , οὐ παύσομαι , οὐκ ὀκνήσω , οὐ φυλάξομαι , οὐ παραιτήσομαι , οὐκ ἀναδύσομαι , οὐκ ἀποστήσομαι |
| καὶ βίον ἱμερόεντα βροτοῖς πολύολβον ἀνεῖσα , αὐξιθαλής , Βρομίοιο συνέστιος , ἀγλαότιμος , λαμπαδόεσς ' , ἁγνή , δρεπάνοις | ||
| , ἣ κρατέει μὲν ἐν ἀνθρώποισιν ἀπηνὴς καὶ χαλεπὴ δέσποινα συνέστιος , οὔποτε δασμῶν ληθομένη , πολλοὺς δὲ παρασφήλασα νόοιο |
| προοιμίοις οὐ καλοῖς , οὐκ εὐσχήμοσιν : ὦ τάλας δισσῶς ἀυτῶ : τὸ ὦ τάλας δεύτερον βοῶ διὰ τὸ μεγάλα | ||
| ἀρῆξαι διαπεπραγμένῳ : τί γάρ ; ἰοὺ ἰού . κωφοῖς ἀυτῶ καὶ καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα βάζω . ποῦ Κλυταιμήστρα ; |
| ὄφρυν ἀεί ζυγὸν μετὰ χεῖρα κρατοῦσα . ἵλαθι μάκαιρα δικασπόλε Νέμεσι πτερόεσσα βίου ῥοπά . Νέμεσιν θεὸν ᾄδομεν ἀφθίταν , | ||
| . . . . . . Ἀδράστεια καὶ θεὰ σκυθρωπὲ Νέμεσι , συγγινώσκετε . . . . εἶτ ' οὐκ |
| εἴχετο χείλευς : Σιμιχίδα , πᾷ δὴ τὺ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις , ἁνίκα δὴ καὶ σαῦρος ἐν αἱμασιαῖσι καθεύδει , | ||
| αὐτός φησι : Σιμιχίδα , πᾷ δὴ τὸ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις ; ἔνιοι δὲ τὸ Σιμιχίδα ἐπώνυμον εἶναι λέγουσιδοκεῖ γὰρ |